(Εισέρχεται δεξιόθεν η ΣΤΑΤΥΛΛΙΣ καταδιωκομένη υπό τινος γέροντος όστις την έχει συλλάβη εκ του ενδύματος. Ακολουθεί ο Χορός των Γερόντων καί λαμβάνει θέσιν έναντι) | |||
Στρατυλλίς | |||
ἔασον ὦ. | Βρε άφες με!
(Διαφεύγει των χειρών του Γέροντος καί ενούται με τάς λοιπάς του Χορού) |
||
Χορὸς Γυναικῶν | |||
350 | τουτὶ τί ἦν; ὦνδρες πόνῳ πόνηροι· οὐ γάρ ποτ᾽ ἂν χρηστοί γ᾽ ἔδρων οὐδ᾽ εὐσεβεῖς τάδ᾽ ἄνδρες. |
Τί είν' εκεί; Άνδρες κακοί! Αυτά πού κάνετε εσείς, όσ' είνε τιμημένοι καί ευσεβείς δεν κάνουνε. |
|
Χορὸς Γερόντων | |||
τουτὶ τὸ πρᾶγμ᾽ ἡμῖν ἰδεῖν ἀπροσδόκητον ἥκει· ἑσμὸς γυναικῶν οὑτοσὶ θύρασιν αὖ βοηθεῖ. |
Ποιος να το περιμένη αυτό το πράμα πώς θα ιδή; Να, πούχει ξεκινήση κι' άλλο γυναικομάζωμα στης πόρτες να βοηθήση. |
||
Χ Γυν | τί βδύλλεθ᾽ ἡμᾶς; οὔ τί που πολλαὶ δοκοῦμεν εἶναι; |
πολλές σας εφανήκαμε; δεν είδατε ακόμα |
|
355 | καὶ μὴν μέρος γ᾽ ἡμῶν ὁρᾶτ᾽ οὔπω τὸ μυριοστόν. | ούτε καί το μυριοστόν απ' το δικό μας κόμμα. | |
Χ Γερ | ὦ Φαιδρία ταύτας λαλεῖν ἐάσομεν τοσαυτί; οὐ περικατᾶξαι τὸ ξύλον τύπτοντ᾽ ἐχρῆν τιν᾽ αὐταῖς; |
Φαιδρία! πώς; θ' αφήσουμε αυτές με τέτοια γλώσσα να κοπανάνε τόσα ; Δεν πρέπει να της πιάσουμε καί όλα τούτα τα ραβδιά στη ράχη τους να σπάσουμε ; |
|
Χ Γυν | θώμεσθα δὴ τὰς κάλπιδας χἠμεῖς χαμᾶζ᾽, ὅπως ἂν ἢν προσφέρῃ τὴν χεῖρά τις μὴ τοῦτό μ᾽ ἐμποδίζῃ. |
Και από μας ή κάθε μιά θα βάλη κάτω τα σταμνιά, να μη μας εμποδίζουνε, και τότε διορθώνει αυτόν, πού κατ' απάνω μας το χέρι του ξαμώνει. |
|
360 | Χ Γερ | εἰ νὴ Δἴ ἤδη τὰς γνάθους τούτων τις ἢ δὶς ἢ τρὶς ἔκοψεν ὥσπερ Βουπάλου, φωνὴν ἂν οὐκ ἂν εἶχον. |
Ώ, μα τον Δία! αν κανείς, με χαστουκές γερές, τους τσάκιζε δυό-τρείς φορές, —όπως κι' αυτού τού Βούπαλου —της δυο τους της μασέλες, τώρα δεν θάχανε φωνή [να λένε τέτοιες τρέλλες!] |
Χ Γυν | καὶ μὴν ἰδοὺ παταξάτω τις· στᾶσ᾽ ἐγὼ παρέξω, κοὐ μή ποτ᾽ ἄλλη σου κύων τῶν ὄρχεων λάβητα. |
Εδώ στεκόμαστε μπροστά, κι' ας ερθη όποιος του βαστά· μά [θα σε κάμω εγώ να ειπής, πώς] ούτε σκύλλα είδες, να σ' έχη αρπάξη πειό γερά από της δυό σου αρχίδες. |
|
Χ Γερ | εἰ μὴ σιωπήσει, θενών σου ᾽κκοκκιῶ τὸ γῆρας. | Άν ίσως δεν σωπάσης, το τελευταίο γήρας μου κακά θα δοκιμάσης. |
|
365 | Χ Γυν | ἅψαι μόνον Στρατυλλίδος τῷ δακτύλῳ προσελθών. | Σαν θέλης πάρ' τα μούτρα σου, την Σρατυλλίδα άγγιξε, [να ιδής πού πάει η κούτρα σου.] |
Χ Γερ | τί δ᾽ ἢν σποδῶ τοῖς κονδύλοις; τί μ᾽ ἐργάσει τὸ δεινόν; | Τι θα μου κάνης, στης σβερκές αν έλθω καί σ' αρχίσω; | |
Χ Γυν | βρύκουσά σου τοὺς πλεύμονας καὶ τἄντερ᾽ ἐξαμήσω. | Τ' άντερα καί πλεμόνια σου με δαγκανιές θά χύσω. | |
Χ Γερ | οὐκ ἔστ᾽ ἀνὴρ Εὐριπίδου σοφώτερος ποιητής· οὐδὲν γὰρ οὕτω θρέμμ᾽ ἀναιδές ἐστιν ὡς γυναῖκες. |
Κανείς δεν είνε πειό σοφός από 'τόν Ευριπίδη, [που της γυναίκες πάντοτε της στρώνει στο βρισίδι]· γιατί ως σήμερα στη γη δεν είνε γεννημένα πλάσματα αναιδέστερα [καί πειό ξετσιπωμένα]. |
|
370 | Χ Γυν | αἰρώμεθ᾽ ἡμεῖς θοὔδατος τὴν κάλπιν ὦ ῾Ροδίππη. | Εμπρός, Ροδίππη, τα σταμνιά, [μη χάνουμε καιρό]. |
Χ Γερ | τί δ᾽ ὦ θεοῖς ἐχθρὰ σὺ δεῦρ᾽ ὕδωρ ἔχουσ᾽ ἀφίκου; | Γιατί, θεοκατάρατες! εφέρατε νερό; | |
Χ Γυν | τί δαὶ σὺ πῦρ ὦ τύμβ᾽ ἔχων; ὡς σαυτὸν ἐμπυρεύσων; |
το σώμα σου θα κάψης; |
|
Χ Γερ | ἐγὼ μὲν ἵνα νήσας πυρὰν τὰς σὰς φίλας ὑφάψω. | Ήλθα ν' ανάψω τη φωτιά της φίλες σου να ψήσω. | |
Χ Γυν | ἐγὼ δέ γ᾽ ἵνα τὴν σὴν πυρὰν τούτῳ κατασβέσαιμι. | Έ, ήλθα τη φωτιά κ' εγώ με το νερό να σβήσω. | |
375 | Χ Γερ | τοὐμὸν σὺ πῦρ κατασβέσεις; |
|
Χ Γυν | τοὔργον τάχ᾽ αὐτὸ δείξει. |
|
|
Χ Γερ | οὐκ οἶδά σ᾽ εἰ τῇδ᾽ ὡς ἔχω τῇ λαμπάδι σταθεύσω. | Σε ξεροψήνω στη στιγμή με το δαδί πού φέρω. | |
Χ Γυν | εἰ ῥύμμα τυγχάνεις ἔχων, λουτρόν <γ᾽ ἐγὼ παρέξω. | Άν είσαι βρώμιος κι' άπλυτος λουτρό θα σου προσφέρω. | |
Χ Γερ | ἐμοὶ σὺ λουτρὸν ὦ σαπρά; | Θα κάμης συ λουτρό 'ς εμέ, μωρή βρωμοσουπιά; | |
Χ Γυν | καὶ ταῦτα νυμφικόν γε. | Θάν' και λουτρό του γάμου σου. | |
Χ Γερ | ἤκουσας αὐτῆς τοῦ θράσους; |
Ακούς ξεδιαντροπιά! |
|
Χ Γυν | ἐλευθέρα γάρ εἰμι. | Μα είμ' εγώ ελεύθερη. | |
380 | Χ Γερ | σχήσω σ᾽ ἐγὼ τῆς νῦν βοῆς. | Κ' εγώ θα στο βουλώσω το στόμα σου, πού τάφησες καί τσαμπουνάει τόσο. |
Χ Γυν | ἀλλ᾽ οὐκέθ᾽ ἡλιάζει. | Αλλά στο δικαστήριο δεν θα 'χης πειά δουλειά. | |
Χ Γερ | ἔμπρησον αὐτῆς τὰς κόμας. |
|
|
Χ Γυν | σὸν ἔργον ὦχελῷε. | (κενώνουσι τας υδρίας των επί των Γερόντων) Ο Αχελώος ποταμός το χρέος του ας κάνη! | |
Χ Γερ | οἴμοι τάλας. | Ωχ ! ωχ ! κακόμοιρος εγώ! | |
Χ Γυν | μῶν θερμὸν ἦν; |
|
|
Χ Γερ | ποῖ θερμόν; οὐ παύσει; τί δρᾷς; | Βρέ τί ζεστό! δεν παύεις πειά; κατάλαβες τι κάνεις; | |
Χ Γυν | ἄρδω σ᾽ ὅπως ἂν βλαστάνῃς. | Τί έκανα; σ' επότισα βλαστούς να ξαναβγάνης. | |
385 | Χ Γερ | ἀλλ᾽ αὖός εἰμ᾽ ἤδη τρέμων. |
(ριγών)
Ξεράθηκ' από τη νοτιά. |
Χ Γυν | οὐκοῦν ἐπειδὴ πῦρ ἔχεις, σὺ χλιανεῖς σεαυτόν. |
τρέχα κοντά της να σταθής καί γρήγορα να ζεσταθής. |
|
(Εισέρχεται ο ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ ακολουθούμενος υπό τοξοτών κρατούντων μοχλούς) |
Βούπαλος: Αγαλματοποιός διακωμωδούμενος.