(Εισέρχεται δεξιόθεν η ΣΤΑΤΥΛΛΙΣ καταδιωκομένη υπό τινος γέροντος όστις την έχει συλλάβη εκ του ενδύματος. Ακολουθεί ο Χορός των Γερόντων καί λαμβάνει θέσιν έναντι) | |||
Πρόβουλος | |||
ἆρ᾽ ἐξέλαμψε τῶν γυναικῶν ἡ τρυφὴ χὠ τυμπανισμὸς χοἰ πυκνοὶ Σαβάζιοι, ὅ τ᾽ Ἀδωνιασμὸς οὗτος οὑπὶ τῶν τεγῶν, |
Άναψε στης γυναίκες μας φωτιές το φαγοπότι, τα όργια του Σαβάζιου καί του τυμπάνου οι κρότοι, κι' αυτός ο Αδωνιασμός μέσα στο κάθε δώμα, |
||
390 | οὗ ᾽γώ ποτ᾽ ὢν ἤκουον ἐν τἠκκλησίᾳ; ἔλεγε δ᾽ ὁ μὴ ὥρασι μὲν Δημόστρατος πλεῖν ἐς Σικελίαν, ἡ γυνὴ δ᾽ ὀρχουμένη “αἰαῖ Ἄδωνιν” φησίν, ὁ δὲ Δημόστρατος ἔλεγεν ὁπλίτας καταλέγειν Ζακυνθίων· |
πού άκουα τον ήχο του κι' ως στη Βουλήν ακόμα. Τη μέρα πού ο Δημόστρατος έλεγε, πώς τα πλοία δεν πρέπει να κινήσουνε να πάν στη Σικελία, εχόρευε η γυναίκα [του στο σπίτι κ' εγλεντούσε] καί, άου - άου! τον Άδωνι κι' αυτή μοιρολογούσε! στα όπλα αυτός Ζακυθινούς ζητούσε να καλέση, |
|
395 | ἡ δ᾽ ὑποπεπωκυῖ᾽ ἡ γυνὴ ᾽πὶ τοῦ τέγους “κόπτεσθ᾽ Ἄδωνιν” φησίν· ὁ δ᾽ ἐβιάζετο ὁ θεοῖσιν ἐχθρὸς καὶ μιαρὸς Χολοζύγης. τοιαῦτ᾽ ἀπ᾽ αὐτῶν ἐστιν ἀκόλαστ᾽ ᾄσματα. |
καί η γυναίκα του στουππί στην κάμερα είχε πέση καί κλαίοντας τον Άδωνι· κι' ο Χολοζύγης πάλι έβαζε πειό μεγάληΝα τ' ατιμοκαμώματα πού φτιάνουν κάθε μέρα ! |
|
Χορὸς Γερόντων | |||
τί δῆτ᾽ ἂν εἰ πύθοιο καὶ τὴν τῶνδ᾽ ὕβριν; | Κι' αν μάθαινες την προσβολή καί τούτην εδώ πέρα! | ||
400 | αἳ τἄλλα θ᾽ ὑβρίκασι κἀκ τῶν καλπίδων ἔλουσαν ἡμᾶς, ὥστε θαἰματίδια σείειν πάρεστιν ὥσπερ ἐνεουρηκότας. |
Αφού καλά μας βρίσανε, της στάμνες τους επιάσανε
κι' απάνω μας αδειάσανε,καί τώρα να, τα ρούχα μας κουνάμε τα βρεμένα, σαν νάν' κατουρημένα. |
|
Πρ | νὴ τὸν Ποσειδῶ τὸν ἁλυκὸν δίκαιά γε. ὅταν γὰρ αὐτοὶ ξυμπονηρευώμεθα |
Μα το θεό της θάλασσας! δικαίως τα παθαίνουμε, Αφού εμείς οι ίδιοι στα γλέντια τής μαθαίνουμε, |
|
405 | ταῖσιν γυναιξὶ καὶ διδάσκωμεν τρυφᾶν, τοιαῦτ᾽ ἀπ᾽ αὐτῶν βλαστάνει βουλεύματα. οἳ λέγομεν ἐν τῶν δημιουργῶν τοιαδί· “ὦ χρυσοχόε τὸν ορμον ὃν ἐπεσκεύασας, ὀρχουμένης μου τῆς γυναικὸς ἑσπέρας |
καί της βοηθούμε 'ς όλες τους της πονηριές που κάνουν, τέτοιες ιδέες βεβαία θα ιδούμε να μας βγάνουν. Αφού εμείς οι [ίδιοι πηγαίνουμε τρεχάτοι] μέσα στα εργοστάσια καί λέμε στον εργάτη: Τη νύχτα που η γυναίκα μου εχόρευε με βιάσι, από το περιδέραιον όπου της είχες φτιάση, |
|
410 | ἡ βάλανος ἐκπέπτωκεν ἐκ τοῦ τρήματος. | ώ χρυσοχόε, γλίστρησε καί βγήκε το κεφάλι
από την τρύπα πάλι. |
|
ἐμοὶ μὲν οὖν ἔστ᾽ ἐς Σαλαμῖνα πλευστέα· σὺ δ᾽ ἢν σχολάσῃς, πάσῃ τέχνῃ πρὸς ἑσπέραν ἐλθὼν ἐκείνῃ τὴν βάλανον ἐνάρμοσον.” |
Στη Σαλαμίνα σήμερα θα πεταχθώ με βία γι' αυτό λοιπόν του λόγου σου, αν εύρης ευκαιρία, πέρνα το βράδυ από κεί, κι' όπως μπορείς να κάνης, μα το κεφάλι στερεά στην τρύπα να το βάνης. |
||
ἕτερος δέ τις πρὸς σκυτοτόμον ταδὶ λέγει | Ο άλλος πάλι τρέχοντας τον παπουτσή γυρεύει, | ||
415 | νεανίαν καὶ πέος ἔχοντ᾽ οὐ παιδικόν· “ὦ σκυτοτόμε μου τῆς γυναικὸς τοῦ ποδὸς τὸ δακτυλίδιον ξυμπιέζει τὸ ζυγὸν ἅθ᾽ ἁπαλὸν ὄν· τοῦτ᾽ οὖν σὺ τῆς μεσημβρίας ἐλθὼν χάλασον, ὅπως ἂν εὐρυτέρως ἔχῃ.” |
– πούνε παιδί, μα 'χει ψωλή πού δεν σου χωρατεύει – καί λέει:—Της γυναίκας μου το πόδι, το πληγώνει, στο τρυφερό της δάκτυλο απάνω, στο κορδόνι· το μεσημέρι κόπιασε στο σπίτι να στο δείξη, καί τέντωσε το γρήγορα, όσο μπορεί ν' ανοίξη. |
|
420 | τοιαῦτ᾽ ἀπήντηκ᾽ ἐς τοιαυτὶ πράγματα, ὅτε γ᾽ ὢν ἐγὼ πρόβουλος, ἐκπορίσας ὅπως κωπῆς ἔσονται, τἀργυρίου νυνὶ δέον, ὑπὸ τῶν γυναικῶν ἀποκέκλῃμαι ταῖς πύλαις. ἀλλ᾽ οὐδὲν ἔργον ἑστάναι. φέρε τοὺς μοχλούς, |
Μα να τ' αποτελέσματα όλων αυτών. Καί τώρα πού κωπηλάτες γύρισα κ' εμάζεψα στη χώρα, καί πρέπει νάχω χρήματα, μαζεύτηκαν η φίλες καί μου 'κλεισαν της πύλες!να στέκωμαι σαν κούτσουρο [και με χωρίς μιλιά!] |
|
425 | ὅπως ἂν αὐτὰς τῆς ὕβρεως ἐγὼ σχέθω. τί κέχηνας ὦ δύστηνε; ποῖ δ᾽ αὖ σὺ βλέπεις, οὐδὲν ποιῶν ἀλλ᾽ ἢ καπηλεῖον σκοπῶν; οὐχ ὑποβαλόντες τοὺς μοχλοὺς ὑπὸ τὰς πύλας ἐντεῦθεν ἐκμοχλεύσετ᾽; ἐνθενδὶ δ᾽ ἐγὼ |
Φέρ' τους μοχλούς εσύ εδώ, και θα τιμωρηθούν πολύ γι' αυτήν την προσβολή. (Προς Τοξότην κρατούντα μοχλόν)
— Τί χάσκεις, κακορροίζικε, εκείθε τί χαζεύειςχωρίς να κάνης τίποτε; το καπηλειό γυρεύεις; Γιατί δεν πάτε τους μοχλούς στης πύλες να τους χώσετε. να της ανασηκώσετε; |
|
430 | ξυνεκμοχλεύσω. | Εμπρός! καί από δω κ' εγώ για βοηθός πηγαίνω.
(Ετοιμάζονται να θέσουν τους μοχλούς εις τας πύλας)
|
|
Λυσιστράτη | |||
μηδὲν ἐκμοχλεύετε·
ἐξέρχομαι γὰρ αὐτομάτη. τί δεῖ μοχλῶν; οὐ γὰρ μοχλῶν δεῖ μᾶλλον ἢ νοῦ καὶ φρενῶν. |
(εξερχόμενη)
Της πύλες μη σηκώνετε, και μοναχή μου βγαίνω.
Για τους μοχλούς πού φέρνετε, δεν είν' ανάγκη τόση, Ανάγκη μόνον έχετε από μυαλό καί γνώσι, [όπου σας λείπει ακόμα.] |
||
Πρ | ἄληθες ὦ μιαρὰ σύ; ποῦ ᾽σθ᾽ ὁ τοξότης;
ξυλλάμβαν᾽ αὐτὴν κὠπίσω τὼ χεῖρε δεῖ. |
Μπα! σ' είσαι μωρή βρώμα! —Πού είνε ο τοξότης μου ! τρέξε και σύλλαβε τη καί πισθαγκώνιασέ τη! |
|
435 | Λυσ | εἴ τἄρα νὴ τὴν Ἄρτεμιν τὴν χεῖρά μοι
ἄκραν προσοίσει δημόσιος ὤν, κλαύσεται. |
Μά τη θεά την Αρτεμι! αν ίσως καί τολμήση καί με το δακτυλάκι του μονάχα να μ' εγγίση, θα κλάψη πολύ γρήγορα, κι' ας είνε κ' εξουσία. |
Πρ | ἔδεισας οὗτος; οὐ ξυναρπάσει μέσην καὶ σὺ μετὰ τούτου κἀνύσαντε δήσετον; |
Βρε συ, την εφοβήθηκες;—Δεν πάτε με τη βία κ' οι δυο να την αρπάξετε,—ένας από τη μέση, κι' ο άλλος να την δέση; |
|
Γυνὴ Α | |||
εἴ τἄρα νὴ τὴν Πάνδροσον ταύτῃ μόνον |
εμφανιζόμενη πλησίον της Λυσιστράτης
Αν βάλης, μα την Πάνδροσο, χέρι 'ς αυτήν απάνω, |
||
440 | τὴν χεῖρ᾽ ἐπιβαλεῖς, ἐπιχεσεῖ πατούμενος. | θα πάθης τσαλαπάτημα ευθύς, πού θα σε κάνω καί θα χεσθής απάνω σου. |
|
Πρ | ἰδού γ᾽ἐπιχεσεῖ. ποῦ ᾽στιν ἕτερος τοξότης; ταύτην προτέραν ξύνδησον, ὁτιὴ καὶ λαλεῖ. |
Α, έτσι; τώρα στάσου, κι' αυτό το χέσιμο, πού λες, θα πάθ' ή αφεντιά σου. Πουν' ο τοξότης;—Δέσε την προτήτερ' απ' της άλλες αυτήν, πού της παλληκαριές μας κάνει της μεγάλες. |
|
Γυνὴ Β | Λυσιστράτη | ||
εἴ τἄρα νὴ τὴν Φωσφόρον τὴν χεῖρ᾽ ἄκραν ταύτῃ προσοίσεις, κύαθον αἰτήσεις τάχα. |
Αν κάνης, μα την Αρτεμι, καί δάκτυλο ν' απλώσης, σου κάνω της μασσέλες σου στο μούσκιο να της χώσης. |
||
445 | Πρ | τουτὶ τί ἦν; ποῦ τοξότης; ταύτης ἔχου.
παύσω τιν᾽ ὑμῶν τῆσδ᾽ ἐγὼ τῆς ἐξόδου. |
Μα τέλος πάντων τ' είν' αυτά ; —Πούν' ο τοξότης ; Πίσω!
κι' αυτήν την καταβόθρα σας εγώ θα σας την κλείσω! |
Γυνὴ Γ | Γυνή Α' | ||
εἴ τἄρα νὴ τὴν Ταυροπόλον ταύτῃ πρόσει, ἐκκοκκιῶ σου τὰς στενοκωκύτους τρίχας. |
Να την εγγίσης μοναχά μοίρα κακήν αν είχες, κ' ευθύς σε σουρομάδησα απ' όλες σου της τρίχες. |
||
Πρ | οἴμοι κακοδαίμων· ἐπιλέλοιφ᾽ ὁ τοξότης. | Αλλοίμονό μου, ο δύστυχος! καί ο τοξότης πάει. | |
450 | ἀτὰρ οὐ γυναικῶν οὐδέποτ᾽ ἔσθ᾽ ἡττητέα ἡμῖν· ὁμόσε χωρῶμεν αὐταῖς ὦ Σκύθαι ξυνταξάμενοι. |
Τους άνδρας είνε δυνατόν γυναίκα να νεκάη;
(Προς τους λοιπούς τοξότας)
Σκύθαι! εμπρός! όλοι μαζύ! χτυπήσατ' ενωμένοι! |
|
Λυσ | νὴ τὼ θεὼ γνώσεσθ᾽ ἄρα ὅτι καὶ παρ᾽ ἡμῖν εἰσι τέτταρες λόχοι μαχίμων γυναικῶν ἔνδον ἐξωπλισμένων. |
Μα της θεές! να ξέρετε πώς είν' εδώ κλεισμένοι τέσσαρες λόχοι γυναικών, πού κάθε μία τάχει ακονισμένα κ' έτοιμα τα όπλα της για μάχη. |
|
455 | Πρ | ἀποστρέφετε τὰς χεῖρας αὐτῶν ὦ Σκύθαι. | Τα χέρια τους πισθάγκωνα δέσετ' αμέσως, Σκύθαι! |
Λυσ | ὦ ξύμμαχοι γυναῖκες ἐκθεῖτ᾽ ἔνδοθεν, ὦ σπερμαγοραιολεκιθολαχανοπώλιδες, ὦ σκοροδοπανδοκευτριαρτοπώλιδες, οὐχ ἕλξετ᾽, οὐ παιήσετ᾽, οὐκ ἀράξετε; |
Έ, σείς! γυναίκες σύμμαχοι! εβγήτε από κείθε ! αυγολαχανοφασουλομανάβισσες! [τρεχάτε!] Σκορδοχατζηξενοδοχοφουρνάρισσες! [ελάτε!] δεν θα μαλλιοτραβήσετε; . . . καί δεν θα κοπανίσετε ; |
|
460 | οὐ λοιδορήσετ᾽, οὐκ ἀναισχυντήσετε; παύσασθ᾽, ἐπαναχωρεῖτε, μὴ σκυλεύετε. |
δεν θα καταξεσχίσετε;. . . καί δεν θα σκυλλοβρίσετε;. . . δεν θα ξετσιπωθήτε; (Αι Γυναίκες εξορμώσιν εκτός των τειχών καί συμπλέκονται με τους Τοξότας, οίτινες τρέπονται εις φυγήν. Η ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ ηπιώτερον καί θριαμβευτικώς προς τάς γυναίκας:)
Αρκεί, αρκεί, σταθήτε !Γυρίστε πίσω· στον εχθρό τα όπλα πάλι δότε. |
|
Πρ | οἴμ᾽ ὡς κακῶς πέπραγέ μου τὸ τοξικόν. | Αλλοίμονο! τί συφορά μου πάθανε οι Τοξόται! | |
Λυσ | ἀλλὰ τί γὰρ ᾤου; πότερον ἐπὶ δούλας τινὰς ἥκειν ἐνόμισας, ἢ γυναιξὶν οὐκ οἴει |
Τί νόμισες; με δουλικά λοιπόν πώς πολεμάς, ή με χωρίς παλληκαριά μας πέρασες ημάς; |
|
465 | χολὴν ἐνεῖναι; | ||
Πρ | νὴ τὸν Ἀπόλλω καὶ μάλα πολλήν γ᾽, ἐάνπερ πλησίον κάπηλος ᾖ. |
Πολλή, μα τον Απόλλωνα, και η παλληκαριά σας, καί μάλιστα σαν βρίσκεται και κάπελας κοντά σας. |
Σαβάζιος: βαρβαρικόν όνομα του Διονύσου.
Αδωνιασμός: Εορτή του Αδώνιδος γινομένη ιδιαιτέρως εις οικίας καί εις κήπους υπό των γυναικών, αι οποίαι εθρήνουν τόν θάνατον του Αδώνιδος.
Δημόστρατος: στρατηγός, υποκινήσας εν Αθήναις την κατά της Σικελίας εκστρατείαν.
Χολοζύγης: Ο Δημόστρατος εκαλείτο Βουζύγης, καί κωμικώς Χολοζύγης, ως εκ του μελαγχολικού χαρακτήρός του.