Χορὸς Γερόντων | |||
οὐδέν ἐστι θηρίον γυναικὸς ἀμαχώτερον, | Νάνε χειρότερο θεριό απ' τη γυναίκα, δεν μπορεί· | ||
1015 | οὐδὲ πῦρ, οὐδ᾽ ὧδ᾽ ἀναιδὴς οὐδεμία πόρδαλις. | ούτε τη φθάν' η πάρδαλις, ούτ' η φωτιά η φοβερή! | |
Χορὸς Γυναικῶν | |||
ταῦτα μέντοι <σὺ ξυνιεὶς εἶτα πολεμεῖς ἐμοί, ἐξὸν ὦ πόνηρε σοὶ βέβαιον ἔμ᾽ ἔχειν φίλην; |
Αφού μας ξέρεις συ εμάς γιατί μαζύ μας πολεμάς, που θάσουν πάντα φίλος μου καλός κι αγαπημένος; |
||
Χ Γε | ὡς ἐγὼ μισῶν γυναῖκας οὐδέποτε παύσομαι. | Ά δεν θα παύσω να μισώ των γυναικών το γένος. | |
Χ Γυ | ἀλλ᾽ ὅταν βούλῃ σύ· νῦν δ᾽ οὖν οὔ σε περιόψομαι | Να κάμης όπως αγαπάς· μα εγώ δεν θα θελήσω να σε παραμελήσω· |
|
1020 | γυμνὸν ὄνθ᾽ οὕτως. ὁρῶ γὰρ ὡς καταγέλαστος εἶ. ἀλλὰ τὴν ἐξωμίδ᾽ ἐνδύσω σε προσιοῦσ᾽ ἐγώ. |
γιατί αν αποφάσισες γυμνός στους δρόμους να φανής. — πούσαι για να γελάη κανείς, — θα ρθώ να ρίξω απάνω σου το ρούχο το δικό μου. (Ρίπτουν επί των γερόντων τα μικρά επανωφόρια των)
|
|
Χ Γε | τοῦτο μὲν μὰ τὸν Δί᾽ οὐ πονηρὸν ἐποιήσατε· ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ὀργῆς γὰρ πονηρᾶς καὶ τότ᾽ ἀπέδυν ἐγώ. |
Δεν είν' κακό· είχα γδυθή απ' τον πολύ θυμό μου. | |
Χ Γυ | πρῶτα μὲν φαίνει γ᾽ ἀνήρ, εἶτ᾽ οὐ καταγέλαστος εἶ. | Και πρώτον έτσι φαίνεσαι σαν άνδρας στην εντέλεια· δεύτερον, σαν εντύθηκες, δεν είσαι πειά για γέλια, |
|
1025 | κεἴ με μὴ ᾽λύπεις, ἐγώ σου κἂν τόδε τὸ θηρίον τοὐπὶ τὠφθαλμῷ λαβοῦσ᾽ ἐξεῖλον ἂν ὃ νῦν ἔνι. |
και αν ίσως συ δεν μ' έκανες να σκάσω από γινάτι, ένα κουνούπι θα βγαζα που σούχει μπή στο μάτι. |
|
Χ Γε | τοῦτ᾽ ἄρ᾽ ἦν με τοὐπιτρῖβον, δακτύλιος οὑτοσί· ἐκσκάλευσον αὐτό, κᾆτα δεῖξον ἀφελοῦσά μοι· ὡς τὸν ὀφθαλμόν γέ μου νὴ τὸν Δία πάλαι δάκνει. |
Γιά τούτο τώρα μ' έτριβε το μάτι τόσην ώρα. Πάρε το δακτυλίδι μου και σκάλισέ το τώρα και το κουνούπι βγάλε μου [εις την οργή να πάη γιατί έχει ώρα κάμποση πού με κατατσιμπάει. |
|
Χ Γυ | ἀλλὰ δράσω ταῦτα· καίτοι δύσκολος ἔφυς ἀνήρ. 1030 ἦ μέγ᾽ ὦ Ζεῦ χρῆμ᾽ ἰδεῖν τῆς ἐμπίδος ἔνεστί σοι. οὐχ ὁρᾷς; οὐκ ἐμπίς ἐστιν ἥδε Τρικορυσία; |
Έ, θα το κατορθώσω, μ' όλο πού είσαι άνθρωπος διεστραμμένος τόσο. (Η κορυφαία του Χορού των Γυναικών λαμβάνει το δακτύλιον του Κορυφαίου του Χορού των Γερόντων και καθαρίζει διά του δακτυλουλίθου τον οφθαλμόν του)
Ώ Ζεύ! κουνούπι τρομερό σούχει χωθή στο μάτι·δέν είν' απ' την Τρικόρυθο; |
|
Χ Γε | νὴ Δί᾽ ὤνησάς γέ μ᾽, ὡς πάλαι γέ μ᾽ ἐφρεωρύχει, ὥστ᾽ ἐπειδὴ ᾽ξῃρέθη, ῥεῖ μου τὸ δάκρυον πολύ. |
Ησύχασα κομμάτι. Πηγάδι μέσα μ' άνοιγε—καλό πού μούχεις κάμη!— και τώρα ιδέ τα δάκρυα πού τρέχουν σαν ποτάμι. |
|
1035 | Χ Γυ | ἀλλ᾽ ἀποψήσω σ᾽ ἐγώ, καίτοι πάνυ πονηρὸς εἶ, καὶ φιλήσω. |
Εγώ θα το σκουπίσω και, μ' όλο πούσαι και κακός, θα ρθώ να σε φιλήσω. |
Χ Γε | μὴ φιλήσῃς. | Όχι να με φιλήσης! | |
Χ Γυ | ἤν τε βούλῃ γ᾽ ἤν τε μή. |
Μωρέ θα σε φιλήσω εγώ, θελήσης, δεν θελήσης!
(Αι Γυναίκες ορμούν και φιλούν τους Γέροντας δια της βίας)
|
|
Χ Γε | ἀλλὰ μὴ ὥρασ᾽ ἵκοισθ᾽· ὡς ἐστὲ θωπικαὶ φύσει, κἄστ᾽ ἐκεῖνο τοὔπος ὀρθῶς κοὐ κακῶς εἰρημένον, οὔτε σὺν πανωλέθροισιν οὔτ᾽ ἄνευ πανωλέθρων. |
Έ, να σας πάρη η ευκή! για να χαϊδεύετε καλά, τόχετε τέχνη φυσική! και δεν ειπώθηκε κακά αυτό πού ακούμε τακτικά: “ούτε να ζή κανείς μπορεί με την πανούκλ' αυτή μαζύ, ούτε χωρίς αυτή να ζή”! |
|
1040 | ἀλλὰ νυνὶ σπένδομαί σοι, καὶ τὸ λοιπὸν οὐκέτι οὔτε δράσω φλαῦρον οὐδὲν οὔθ᾽ ὑφ᾽ ὑμῶν πείσομαι. ἀλλὰ κοινῇ συσταλέντες τοῦ μέλους ἀρξώμεθα. |
Μά τώρα πειά πού κάναμε συνθήκη και ειρήνη, από τον ένα μας κακό στον άλλο δεν θα γίνη. Και τώρα ας αρχίσουμε μαζύ να τραγουδούμε. |
Τρικόρυθος: δήμος και χωρίον της εν τη Αττική Τετραπόλεως πλησίον του Μαραθώνος, ανήκον εις την Αιαντίδα φυλήν.