Εισέρχεται ο Αθηναίος όστις κτυπά θύραν οίκου τινός πλουσίου: |
|||
Ἀθηναίος Α | Α' Αθηναίος (κρούων την θύραν) | ||
ἄνοιγε τὴν θύραν· | Ανοίξετε την πόρτα σείς! | ||
1220 | Η Θυρωρός (εξερχομένη και κρατούσα δάδα ανημμένην) | ||
παραχωρεῖν οὐ θέλεις; ὑμεῖς τί κάθησθε; μῶν ἐγὼ τῇ λαμπάδι ὑμᾶς κατακαύσω; φορτικὸν τὸ χωρίον. οὐκ ἂν ποιήσαιμ᾽. εἰ δὲ πάνυ δεῖ τοῦτο δρᾶν, |
Έ, συ! τραβήξου πίσω! Θ' απλώσω τη λαμπάδα μου και θα σε τσουρουφλίσω. Θα είνε κ' ενοχλητικό [να βγω στο μέσο της σκηνής με τη λαμπάδα που κρατώ και να καή μ' αυτή κανείς], —μ' αν το θελήσετε ποτέ |
||
ὑμῖν χαρίσασθαι, προσταλαιπωρήσομεν. | έ, θα το κάνουμε κι' αυτό για χάρι σας, ώ θεαταί! | ||
Ἀθηναίος Β | Χορός Γυναικών | ||
χἠμεῖς γε μετὰ σοῦ ξυνταλαιπωρήσομεν. | Το υποφέρνουμε κ' εμείς. | ||
Ἀθηναίος Α | Η Θυρωρός (προς τον Α' Αθηναίον και τον χορόν των Γερόντων) | ||
οὐκ ἄπιτε; κωκύσεσθε τὰς τρίχας μακρά. οὐκ ἄπιθ᾽, ὅπως ἂν οἱ Λάκωνες ἔνδοθεν καθ᾽ ἡσυχίαν ἀπίωσιν εὐωχημένοι; |
Θα φύγετε; θα πάψετε; φευγάτε, γιατί γρήγορα της τρίχες σας θα κλάψετε· (απειλεί διά της δαδός) φευγάτε, γιατ' οι Λάκωνες πρέπ' ήσυχα να φάνε κ' ύστερα στης πατρίδες τους με το καλό να πάνε |
||
(Εισέρχονται οι Β' και Γ' Αθηναίοι) |
|||
Ἀθηναίος Β | |||
1225 | οὔπω τοιοῦτον συμπόσιον ὄπωπ᾽ ἐγώ. | Τέτοιο τραπέζι σαν κι' αυτό, δεν είδα ως την ώρα σε τούτη μας τη χώρα. |
|
Γ' Αθηναίος | |||
ἦ καὶ χαρίεντες ἦσαν οἱ Λακωνικοί· ἡμεῖς δ᾽ ἐν οἴνῳ συμπόται σοφώτατοι. |
Ήσαν πολύ ευχάριστοι οι Λάκωνες, αλλά και συ κ' εγώ, κι' όλοι εμείς σοφοί, σοφοί συντρόφοι στο κρασί. |
||
Ἀθηναίος Α | Β' Αθηναίος | ||
ὀρθῶς γ᾽, ὁτιὴ νήφοντες οὐχ ὑγιαίνομεν· ἢν τοὺς Ἀθηναίους ἐγὼ πείσω λέγων, |
Χέμ, φυσικά, με το κρασί σοφοί κ' εμείς να γίνουμε, σαν είμαστε ανόητοι της ώρες πού δεν πίνουμε. Οι Αθηναίοι αν πεισθούν, θα στέλνουμε στους ξένους |
||
1230 | μεθύοντες ἀεὶ πανταχοῖ πρεσβεύσομεν. νῦν μὲν γὰρ ὅταν ἔλθωμεν ἐς Λακεδαίμονα νήφοντες, εὐθὺς βλέπομεν ὅ τι ταράξομεν· ὥσθ᾽ ὅ τι μὲν ἂν λέγωσιν οὐκ ἀκούομεν, ἃ δ᾽ οὐ λέγουσι, ταῦθ᾽ ὑπονενοήκαμεν, |
τους πρέσβεις μεθυσμένους· γιατί αν στην Λακεδαίμονα μας στείλουν τώρα εκεί, πάλι καυγά θα στήσουμεν αν πάμε νηστικοί· μ' αν είμαστε πιωμένοι, κανείς τα όσα θα μας πουν δεν θα καταλαβαίνη, κι' αν δεν θα λένε τίποτε, θα νοιώθουμε πολλά |
|
1235 | ἀγγέλλομεν δ᾽ οὐ ταὐτὰ τῶν αὐτῶν πέρι. | και άλλ' αντ' άλλων. | |
νυνὶ δ᾽ ἅπαντ᾽ ἤρεσκεν· ὥστ᾽ εἰ μέν γέ τις ᾄδοι Τελαμῶνος, Κλειταγόρας ᾄδειν δέον, ἐπῃνέσαμεν ἂν καὶ προσεπιωρκήσαμεν. ἀλλ᾽ οὑτοιὶ γὰρ αὖθις ἔρχονται πάλιν |
Κ' έτσι πειά όλα θα πάν καλά. Μα κι' αν από τον Αίαντα του Σοφοκλή αρχίση [με την πολεμική ωδή] κανείς να τραγουδήση, ας πούμε ότι τραγουδεί της Κλειταγόρας της στροφές |
||
1240 | ἐς ταὐτόν. οὐκ ἐρρήσετ᾽ ὦ μαστιγίαι; | και το παραδεχόμαστε [και παύουν κ' η καταστροφές].1 | |
Ἀθηναίος Β | Η Θυρωρός (ή Α' Αθηναίος) | ||
νὴ τὸν Δί᾽ ὡς ἤδη γε χωροῦσ᾽ ἔνδοθεν. | Να τοι, πού έρχονται μαζύ. |
(1) Το χωρίον τούτο εν τω κειμένω είνε ασαφές δια τον σημερινόν αναγνώστην, άνευ αναλύσεως και επεξηγήσεως· ο Αρ. υπονοεί ενταύθα θούριον στροφήν εκ του Τελαμωνίου Αίαντος, ακατάλληλον δια συμπόσιον ειρήνης, η δε Κλειταγόρα ήτο ποιήτρια εκ Λακωνίας ή εκ Θεσσαλίας.