Πρόλογος | Πάροδος | Πορεία προς τον Αγώνα | Ιαμβική Σκηνή | Αγώνας με Ιαμβική Σφραγίδα | Παράβαση | Ιαμβική Σκηνή | Λυρικός Διάλογος | Δύο Ιαμβικές Σκηνές με αναπαιστικό ξέσπασμα της πρώτης | Διάλογος των Δύο Χορών | Μέλος (Στάσιμο) | Δύο Ιαμβικές Σκηνές με αναπαιστική εισαγωγή η κάθε μία | Μέλος | Ιαμβική σκηνή | Έξοδος

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ

Λ Υ Σ Ι Σ Τ Ρ Α Τ Η

Μετάφραση-Σημειώσεις: Πολύβιος Δημητρακόπουλος (Pol Arcas)

Δύο Ιαμβικές Σκηνές με (954-979) Αναπαιστικό Ξέσπασμα της Πρώτης (829-1013)

 

  Λυσιστράτη (επί του τείχους)
    ἰοὺ ἰοὺ γυναῖκες ἴτε δεῦρ᾽ ὡς ἐμὲ Έ, έ! γυναίκες! γρήγορα ελάτ' εδώ!
830   ταχέως.  
  Γυνή  
    τί δ᾽ ἔστιν; εἰπέ μοι τίς ἡ βοή; Τί τρέχει;
ποιός είν' αυτός ο θόρυβος, και ποιάν αιτίαν έχει;
  Λυσ ἄνδρ᾽ <ἄνδρ᾽> ὁρῶ προσιόντα παραπεπληγμένον,
τοῖς τῆς Ἀφροδίτης ὀργίοις εἰλημμένον.
Να! βλέπω άνδρα πού τραβά εδώ 'ς το τείχος ίσα·
τον έχει πιάση, φαίνεται, για της γυναίκες λύσσα.
  Λυσιστράτη Mυρρίνη
    ὦ πότνια Κύπρου καὶ Κυθήρων καὶ Πάφου
μεδέουσ᾽, ἴθ᾽ ὀρθὴν ἥνπερ ἔρχι τὴν ὁδόν.
Συ, των Κυθήρων η θεά, [η αφρογεννημένη,]
πούσαι στην Πάφο [λατρευτή], στην Κύπρο [δοξασμένη],
'ς αυτόν τον δρόμο πού άνοιξες, δύναμι τώρα δίνε
να πάρη τον ανήφορο.
835 Γυν ποῦ δ᾽ ἐστὶν ὅστις ἐστί; Ποιός έρχεται; πού είνε ;
  Λυσ παρὰ τὸ τῆς Χλόης. Εκεί στης Χλόης το ιερό επρόβαλε τρεχάτος.
  Γυνὴ ὢ νὴ Δί᾽ ἔστι δῆτα. τίς κἀστίν ποτε; Ώ, μα τον Δία! να τος!
Ποιος νάνε ;
  Λυσ ὁρᾶτε· γιγνώσκει τις ὑμῶν; Τον γνωρίζετε καμμιά από σας ; για ιδήτε.
  Μυρ νὴ Δία
ἔγωγε· κἀστὶν οὑμὸς ἀνὴρ Κινησίας.
Τον ξέρω· για σταθήτε·
αυτός είνε ο άνδρας μου, ο Κινησίας.
  Λυσ σὸν ἔργον ἤδη τοῦτον ὀπτᾶν καὶ στρέφειν Έλα,
ψήσε τον, στριφογύρισ' τον, δείξε πώς έχεις τρέλλα
840   κἀξηπεροπεύειν καὶ φιλεῖν καὶ μὴ φιλεῖν,
καὶ πάνθ᾽ ὑπέχειν πλὴν ὧν σύνοιδεν ἡ κύλιξ.
γι' αυτόν, πως δεν τον αγαπάς κατόπιν, κι' ό,τι άλλο,
οξ' απ' αυτό πού δώσαμε τον όρκο τον μεγάλο.
  Μυρ ἀμέλει ποιήσω ταῦτ᾽ ἐγώ. Ά! μη σε μέλη κ' έννοια σου· κουνούπι θα του γίνω.
  Λυσ καὶ μὴν ἐγὼ
ξυνηπεροπεύσω <σοι> παραμένουσ᾽ ἐνθαδί,
καὶ ξυσταθεύσω τοῦτον. ἀλλ᾽ ἀπέλθετε.
Κ' εγώ μαζύ θα μείνω
να του σηκώσω τα μυαλά και να τον ξεροψήσω.
(Προς τάς λοιπάς)
Πηγαίνετε πειό πίσω.
(Άπασαι αι επί του τείχους γυναίκες και η Μυρρίνη κρύπτονται).
  Κινησίας (ερχόμενος κάτωθεν του τείχους)
845   οἴμοι κακοδαίμων, οἷος ὁ σπασμός μ᾽ ἔχει
χὠ τέτανος ὥσπερ ἐπὶ τροχοῦ στρεβλούμενον.
Πω, πω, πω! ο κακομοίρης! τί σπασμός πού μ' έχει πιάση,
λες και στον τροχό με δέσαν.
  Λυσ τίς οὗτος οὑντὸς τῶν φυλάκων ἑστώς; Έ! τίς εί! πού 'χεις περάση
μέσ' στους φύλακας;
  Κιν ἐγώ. Εγώ, είμαι!
  Λυσ ἀνήρ; Άνδρας είσαι;
  Κιν ἀνὴρ δῆτ᾽. Άνδρας, πώς;
  Λυσ οὐκ ἄπει δῆτ᾽ ἐκποδών; Θέν θα φυγής;
  Κιν σὺ δ᾽ εἶ τίς ἡκβάλλουσά μ᾽; Τ' είσαι τάχα συ που μου το λες;
  Λυσ ἡμεροσκόπος. Σκοπός.
850 Κιν πρὸς τῶν θεῶν νυν ἐκκάλεσόν μοι Μυρρίνην. Φώναξε μου τη Μυρρίνη να βγή έξω, στο θεό σου!
  Λυσ ἰδοὺ καλέσω ᾽γὼ Μυρρίνην σοι; σὺ δὲ τίς εἶ; Ακου! θέλει τη Μυρρίνη να φωνάξω! σε καλό του!
Και του λόγου σου ποιος είσαι, [όπου προσταγές μας δίδεις;]
  Κιν ἀνὴρ ἐκείνης, Παιονίδης Κινησίας. Είμ' ό άνδρας ο δικός της,—Κινησίας Π ε ο ν ί δ η ς.
  Λυσ ὦ χαῖρε φίλτατ᾽· οὐ γὰρ ἀκλεὲς τοὔνομ
τὸ σὸν παρ᾽ ἡμῖν ἐστιν οὐδ᾽ ἀνώνυμον.
Συ 'σαι, φίλτατέ μου; Γειά σου!
κάθε μιά μας τώνομά σου, 
όχι και με δίχως δόξα εδώ πέρα το γνωρίζει·
855   ἀεὶ γὰρ ἡ γυνή σ᾽ ἔχει διὰ στόμα.
κἂν ᾠὸν ἢ μῆλον λάβῃ, “Κινησίᾳ
τουτὶ γένοιτο,” φησίν.
η γυναίκα σου στο στόμα τώχει και το πιπιλίζει,
κ' είτ' αυγό κρατεί στο χέρι
είτε μήλο, το φυλάει πάντοτε να το προσφέρη
στον καλό της Κινησία, [πού τον άφησε στο σπίτι.]
  Κιν ὢ πρὸς τῶν θεῶν. Αχ! για το θεό! [χρυσό μου!]
  Λυσ νὴ τὴν Ἀφροδίτην· κἂν περὶ ἀνδρῶν γ᾽ ἐμπέσῃ
λόγος τις, εἴρηκ᾽ εὐθέως ἡ σὴ γυνὴ
Ώ, ναί, μα την Αφροδίτη!
Κι' αν συμβή καμμιά κουβέντα για τους άνδρας μας να γίνη,
πάντοτε μας λέει εκείνη:
860   ὅτι λῆρός ἐστι τἄλλα πρὸς Κινησίαν. [“όλ' αυτά πού λέτ' αλήθεια],
μα μπροστά στον Κινησία είνε όλοι κολοκύθια!”.
  Κιν ἴθι νυν κάλεσον αὐτήν. Τρέχα, τρέχα φώναξε τη!
  Λυσ τί οὖν; δώσεις τί μοι; Κάτι τι δεν θα θελήσης
και 'ς εμένα να χαρίσης;
  Κιν ἔγωγέ <σοι> νὴ τὸν Δί᾽, ἢν βούλῃ γε σύ·
ἔχω δὲ τοῦθ᾽· ὅπερ οὖν ἔχω, δίδωμί σοι.
(χειρονομών καταλλήλως)
Άκου λέει! Μα τον Δία, να το θέλης μόνο φθάνει·
τούτο μού τυχε να έχω,—σου το δίνω [αν σου κάνη.]
  Λυσ φέρε νυν καλέσω καταβᾶσά σοι. Στάσου λίγο· κατεβαίνω να σου την φωνάξω τώρα.
(εισέρχεται)
  Κιν ταχύ νυν πάνυ. Τρέχα γρήγορα και φέρ' τη· γιατί άχ! από την ώρα
865   ὡς οὐδεμίαν ἔχω γε τῷ βίῳ χάριν,
ἐξ οὗπερ αὕτη ᾽ξῆλθεν ἐκ τῆς οἰκίας·
ἀλλ᾽ ἄχθομαι μὲν εἰσιών, ἔρημα δὲ
εἶναι δοκεῖ μοι πάντα, τοῖς δὲ σιτίοις
χάριν οὐδεμίαν οἶδ᾽ ἐσθίων· ἔστυκα γάρ.
που μου έφυγε απ' το σπίτι [κι' από μένα μένει χώρια,]
στη ζωή δεν βρίσκω χάρι . . . μπαίνω μέσα, στενοχώρια...
όλα έχουνε ρημάξη ....
άνοστο και το φαί μου.... κι' απ' την καύλα έχω λυσσάξη!
Εξέρχεται η ΜΥΡΙΝΗ εις το τείχος
870 Μυρ φιλῶ φιλῶ ᾽γὼ τοῦτον· ἀλλ᾽ οὐ βούλεται
ὑπ᾽ ἐμοῦ φιλεῖσθαι. σὺ δ᾽ ἐμὲ τούτῳ μὴ κάλει.
(ωσεί μονολογούσα)
Τον αγαπώ, τον αγαπώ, κι' όμως αυτός δεν θέλει
καθόλου την αγάπη μου· λοιπόν σαν δεν τον μέλη,.
τι μ' έφερες εδώ γι' αυτόν;
  Κιν ὦ γλυκύτατον Μυρρινίδιον τί ταῦτα δρᾷς;
κατάβηθι δεῦρο.
Γλυκό μου Μυρρηνάκι!
Γιατί μου κλείσθηκες αυτού; [έλα μ' εμέ λιγάκι.]
  Μυρ μὰ Δί᾽ ἐγὼ μὲν αὐτόσ᾽ οὔ. Κάτω εγώ;! μα τον θεό, ούτε στο νου το βάζω.
  Κιν ἐμοῦ καλοῦντος οὐ καταβήσει Μυρρίνη; Μυρρίνη! πώς; δέν έρχεσαι 'ς εμέ, πού σε φωνάζω;
875 Μυρ οὐ γὰρ δεόμενος οὐδὲν ἐκκαλεῖς ἐμέ. Ανάγκες από μένα συ δεν έχεις πειά πολλές.
  Κιν ἐγὼ οὐ δεόμενος; ἐπιτετριμμένος μὲν οὖν. Δεν έχω ανάγκη εγώ για σε; [Μα τ' είν' αυτά πού λες;]
Εγώ εκαταστράφηκα χωρίς εσέ.
  Μυρ ἄπειμι. Θα φύγω.
  Κιν μὴ δῆτ᾽, ἀλλὰ τῷ γοῦν παιδίῳ
ὑπάκουσον· οὗτος οὐ καλεῖς τὴν μαμμίαν;
Στάσου ακόμα λίγο.
(Σπεύδει εις τα παρασκήνια και οδηγεί υπηρέτην φέροντα παιδίον.)
Άκουσε το παιδάκι μας,
(Προς το παιδίον)
Τί στέκεσαι, βρε βλάκα;
φώναξε τη μαμάκα σου.
  Παῖς Κινησίου  
    μαμμία, μαμμία, μαμμία. Μαμάκα μου! μαμάκα!
880 Κιν αὕτη τί πάσχεις; οὐδ᾽ ἐλεεῖς τὸ παιδίον
ἄλουτον ὂν κἄθηλον ἕκτην ἡμέραν;
Βρε συ! μα ούτε το παιδί λυπάσαι, σαν μητέρα,
πούν' άπλυτο και αβύζαχτο για έκτη τώρα μέρα;
  Μυρ ἔγωγ᾽ ἐλεῶ δῆτ᾽· ἀλλ᾽ ἀμελὴς αὐτῷ πατὴρ
ἔστιν.
Εγώ λυπάμαι το παιδί· μα 'κείνος όπου μένει
σκληρός, ειν' ο πατέρας του.
  Κιν κατάβηθ᾽ ὦ δαιμονία τῷ παιδίῳ. Μωρή δαιμονισμένη!
κατέβα χάριν του παιδιού!
  Μυρ οἷον τὸ τεκεῖν· καταβατέον. τί γὰρ πάθω; Η μάννα δεν ξεχάνει
το σπλάγχνο της· ας κατεβώ· τί τάχα θα μου κάνη;
(Εισέρχεται)
885 Κιν ἐμοὶ γὰρ αὕτη καὶ νεωτέρα δοκεῖ
πολλῷ γεγενῆσθαι κἀγανώτερον βλέπειν·
χἂ δυσκολαίνει πρὸς ἐμὲ καὶ βρενθύεται,
ταῦτ᾽ αὐτὰ δή ᾽σθ᾽ ἃ κἄμ᾽ ἐπιτρίβει τῷ πόθῳ.
Μωρέ, αυτή μου φαίνεται πειό νηά ότι τη βρήκα,
και τώρα έχει πειό πολλή μεσ' στη ματιά της γλύκα·
κι' όσο μου κάνει αντίστασι, κι' όσο μου κάνει νάζι,
τόσο του πόθου της φωτιές μέσ' στην καρδιά μου βάζει.
  Μυρ ὦ γλυκύτατον σὺ τεκνίδιον κακοῦ πατρός,
(εξέρχεται εκ του παρασκηνίου και σπεύδει προς το παιδίον)
Γλυκό παιδί, ενός μπαμπά με διαστρεμμένη φύσι!
890   φέρε σε φιλήσω γλυκύτατον τῇ μαμμίᾳ. έλα στη μητερίτσα σου να σε γλυκοφιλήση.
  Κιν τί ὦ πονήρα ταῦτα ποιεῖς χἀτέραις
πείθει γυναιξί, κἀμέ τ᾽ ἄχθεσθαι ποιεῖς
αὐτή τε λυπεῖ;
(συλλαμβάνων αυτήν)
Παληογυναίκα συ! γιατί σε πείσανε η άλλες,
και φασαρίες άνοιξες στον άνδρα σου μεγάλες,
πού έτσι βλάπτεσαι και συ, κ' εκείνος υποφέρει;
  Μυρ μὴ πρόσαγε τὴν χεῖρά μοι. Παρακαλώ! μη ακουμπάς επάνω μου το χέρι!
  Κιν τὰ δ᾽ ἔνδον ὄντα τἀμὰ καὶ σὰ χρήματα Κι' άφησες τόσα πράγματα έρμα στο σπίτι χάμου
895   χεῖρον διατίθης. δικά σου και δικά μου;
  Μυρ ὀλίγον αὐτῶν μοι μέλει. Μπα, δεν με μέλει τέσσαρα.
  Κιν ὀλίγον μέλει σοι τῆς κρόκης φορουμένης
ὑπὸ τῶν ἀλεκτρυόνων;
Βρε μίλα λογικά·
και τα κοκκόρια πού τρυπούν τα [δόλια] πανικά;
  Μυρ ἔμοιγε νὴ Δία. Ας τα τρυπούν.
  Κιν τὰ <δὲ> τῆς Ἀφροδίτης ἱέρ᾽ ἀνοργίαστά σοι
χρόνον τοσοῦτόν ἐστιν. οὐ βαδιεῖ πάλιν;
Τόσον καιρόν πού λείπεις απ' το σπίτι,
θυσία πειά δεν έκαμες καμμιά στην Αφροδίτη.
Λοιπόν δεν θα ρθης σπίτι σου;
900 Μυρ μὰ Δί᾽ οὐκ ἔγωγ᾽, ἢν μὴ διαλλαχθῆτέ γε
καὶ τοῦ πολέμου παύσησθε.
Α, τούτο δεν θα γίνη,
εάν δεν παύση ο πόλεμος κι αν δεν κλεισθή ειρήνη.
  Κιν τοιγάρ, ἢν δοκῇ,
ποιήσομεν καὶ ταῦτα.
Ησύχασε παρακαλώ·
κι αυτό θα γίνη γρήγορα, αν μας φανή καλό.
  Μυρ τοιγάρ, ἢν δοκῇ,
κἄγωγ᾽ ἄπειμ᾽ ἐκεῖσε· νῦν δ᾽ ἀπομώμοκα.
Έ, όταν σας φανή καλό, θα ρθώ κ' εγώ κοντά σου·
μα όρκο τώρα έκανα [και κάτω τα ξερά σου!]
  Κιν σὺ δ᾽ ἀλλὰ κατακλίνηθι μετ᾽ ἐμοῦ διὰ χρόνου. Καλά· μα έλα μιά στιγμή να πέσουμ' εδώ πάνω.
905 Μυρ οὐ δῆτα· καίτοι σ᾽ οὐκ ἐρῶ γ᾽ ὡς οὐ φιλῶ. Δεν λέγω πώς δεν σ' αγαπώ,— μα όχι, δεν το κάνω.
  Κιν φιλεῖς; τί οὖν οὐ κατεκλίνης ὦ Μύρριον; Αχ, μ' αγαπάς; λοιπόν γιατί δεν πέφτεις, Μυρρινάκι,
μαζύ μ' εμέ λιγάκι;
  Μυρ ὦ καταγέλαστ᾽ ἐναντίον τοῦ παιδίου; Γελοίε! τέτοια πράγματα, και στο παιδί μπροστά;!
  Κιν μὰ Δί᾽ ἀλλὰ τοῦτό γ᾽ οἴκαδ᾽ ὦ Μανῆ φέρε.
ἰδοὺ τὸ μέν σοι παιδίον καὶ δὴ ᾽κποδών,
Μα το θεό! πολύ σωστά!
(Προς τον υπηρέτην)
—Μωρέ Μανή! πάρ' το παιδί και πήγαινε στη χώρα.
(Ο υπηρέτης απέρχεται)
910   σὺ δ᾽ οὐ κατακλίνει. —Να, έφυγε και το παιδί, έ, δεν θα πέσης τώρα;
  Μυρ ποῦ γὰρ ἄν τις καὶ τάλαν
δράσειε τοῦθ᾽;
Δύστυχε! πού θα κάνουμε λοιπόν τέτοια δουλειά;
  Κιν ὅπου; τὸ τοῦ Πανὸς καλόν. Θάνε καλά μέσ' στου Πανός να πάμε τη σπηλιά.
  Μυρ καὶ πῶς ἔθ᾽ ἁγνὴ δῆτ᾽ ἂν ἔλθοιμ᾽ ἐς πόλιν; Και απ' αυτό τ' αμάρτημα ποιος θα με καθαρίση;
  Κιν κάλλιστα δήπου λουσαμένη τῇ Κλεψύδρᾳ. Και στης Κλεψύδρας μια στιγμή δεν πλύνεσαι τη βρύσι;
  Μυρ ἔπειτ᾽ ὀμόσασα δῆτ᾽ ἐπιορκήσω τάλαν; Βρε δυστυχή! ωρκίσθηκα και θα γενής αιτία
να γίνω και επίορκος.
915 Κιν εἰς ἐμὲ τράποιτο· μηδὲν ὅρκου φροντίσῃς. Σ' εμε κ' η αμαρτία.
  Μυρ φέρε νυν ἐνέγκω κλινίδιον νῷν. Στάσου τουλάχιστον να βρω κανένα κρεββατάκι.
  Κιν μηδαμῶς.
ἀρκεῖ χαμαὶ νῷν.
Μπα! δεν βαρυέσαι; πέφτουμε και χάμου για λιγάκι.
  Μυρ μὰ τὸν Ἀπόλλω μή σ᾽ ἐγὼ
καίπερ τοιοῦτον ὄντα κατακλινῶ χαμαί.
Τιί λες; μα τον Απόλλωνα, σαν το δικό σου σώμα
ποτέ δεν θα παραδεχθώ να κυλισθή στο χώμα.
(Απέρχεται)
  Κιν ἥ τοι γυνὴ φιλεῖ με, δήλη ᾽στὶν καλῶς. Τούτ' η γυναίκα η καψερή
μου έχει αγάπη φοβερή.
920 Μυρ ἰδοὺ κατάκεισ᾽ ἀνύσας τι, κἀγὼ ᾽κδύομαι.
καίτοι, τὸ δεῖνα, ψίαθός ἐστ᾽ ἐξοιστέα.
(κατερχομένη με δύο δίποδα ηνωμένα δια πανίου)
Να, πέσε και ξαπλώσου,
και τώρα θα γδυθώ κ' εγώ [και θά ρθω στο πλευρό σου.]
(Προσποιείται ότι εκδύεται και αίφνης ανακόπτεται)
Μπά! είδες πού εξέχασα να φέρω το ψαθί;
  Κιν ποία ψίαθος; μὴ μοί γε. Άφ' το κι' ας λείψη το ψαθί· ας πάη να χαθή!
  Μυρ νὴ τὴν Ἄρτεμιν,
αἰσχρὸν γὰρ ἐπὶ τόνου γε.
Ά, όχι μα την Αρτεμι· αυτό δεν θα το κάνω
μέσ' στο πανί απάνω.
  Κιν δός μοί νυν κύσαι. Έλα να σε φιλήσω!
(Η Μυρρίνη πλησιάζει και την φιλεί)
  Μυρ ἰδού.  
  Κιν παπαιάξ· ἧκέ νυν ταχέως πάνυ. Μπώ, μπώ! τρομάρες!... γρήγορα να μου γυρίσης πίσω!
(Η Μυρρίνη απέρχεται και επανέρχεται αμέσως κομίζουσα ψάθαν)
925 Μυρ ἰδοὺ ψίαθος· κατάκεισο, καὶ δὴ ᾽κδύομαι.
καίτοι, τὸ δεῖνα, προσκεφάλαιον οὐκ ἔχεις.
Να ψάθα· πέσε, να γδυθώ.
(Προσποιείται ότι εκδύεται και ανακόπτεται)
Ώ η οργή να πάρη!
δεν έχεις μαξιλάρι!
  Κιν ἀλλ᾽ οὐδὲ δέομ᾽ ἔγωγε. Δεν έχω ανάγκη απ' αυτό.
  Μυρ νὴ Δί᾽ ἀλλ᾽ ἐγώ. Α! έχω και πολλή.
(φεύγει)
  Κιν ἀλλ᾽ ἢ τὸ πέος τόδ᾽ Ἡρακλῆς ξενίζεται. Αχ! τούτη η ψωλή
τον Ηρακλή, ως φαίνεται, θα έχη μουσαφίρη,
[πού τελευταίος έφθανε στο κάθε πανηγύρι.]
  Μυρ ἀνίστασ᾽, ἀναπήδησον. ἤδη πάντ᾽ ἔχω.
(επανέρχεται φέρουσα προσκεφάλαιον)
Σήκω απάνω! πήδησε!
(Τοποθετεί το προσκεφάλαιον)
Έ, όλα τάχεις τώρα.
930 Κιν ἅπαντα δῆτα. δεῦρό νυν ὦ χρύσιον. Όλα, χρυσό μου! έλα πειά, [μη χάνουμε την ώρα.]
  Μυρ τὸ στρόφιον ἤδη λύομαι. μέμνησό νυν·
μή μ᾽ ἐξαπατήσῃς τὰ περὶ τῶν διαλλαγῶν.
Να ξεκουμπώσω μιά στιγμή την πόρπη· μη ξεχάσης
και για τη συμφιλίωσι, πού είπες, με γελάσης.
  Κιν νὴ Δί᾽ ἀπολοίμην ἆρα. Αν το ξεχάσω, να χαθώ!
  Μυρ σισύραν οὐκ ἔχεις. Κουβέρτα πού δεν έχεις;
  Κιν μὰ Δί᾽ οὐδὲ δέομαί γ᾽, ἀλλὰ βινεῖν βούλομαι. Ούφ! τώρα πού να τρέχης
[καιί πάλι σούρτα φέρτα
να πας να βρής κουβέρτα;]
Κουβέρτες δεν χρειάζομαι, - μα θέλω να γαμήσω.
935 Μυρ ἀμέλει ποιήσεις τοῦτο· ταχὺ γὰρ ἔρχομαι. Κι' αυτό θα γίνη· μια στιγμή και πάλι θα γυρίσω.
(φεύγει)
  Κιν ἅνθρωπος ἐπιτρίψει με διὰ τὰ στρώματα. Μωρέ αυτό το θηλυκό
μου φτιάνει με τα στρώματα περσσότερο κακό!
  Μυρ ἔπαιρε σαυτόν.
(φέρουσα σκέπασμα)
Έ, σήκω τώρα μια στιγμή [ν' αναπαυθής καλήτερα]
  Κιν ἀλλ᾽ ἐπῆρται τοῦτό γε. Δεν βλέπεις πού σηκώθηκενετούτο μου προτήτερα!
  Μυρ βούλει μυρίσω σε; Θέλεις και λίγες μυρουδιές [να σού ρθουνε στη μύτη;]
  Κιν μὰ τὸν Ἀπόλλω μὴ μέ γε. Όχι, μα τον Απόλλωνα!
  Μυρ νὴ τὴν Ἀφροδίτην ἤν τε βούλῃ γ᾽ ἤν τε μή.
Ά, μα την Αφροδίτη,
[θα μου μοσχομυρίσης]
θελήσης, δεν θελήσης· 
(εξάγει φιαλίδιον)
940 Κιν εἴθ᾽ ἐκχυθείη τὸ μύρον ὦ Ζεῦ δέσποτα. Αφέντη Δία! δώσε μια και χύσε το ευθύς!
  Μυρ πρότεινέ νυν τὴν χεῖρα κἀλείφου λαβών. Άπλωσ' το χέρι σου λοιπόν και πάρε ν' αλειφθής.
  Κιν οὐχ ἡδὺ τὸ μύρον μὰ τὸν Ἀπόλλω τουτογί,
εἰ μὴ διατριπτικόν γε κοὐκ ὄζον γάμων.
(αλειφόμενος δια του μύρου)
Μα τον Απόλλωνα! κι' αυτό
όταν μας τρώη τον καιρό, είν' άνοστο και περιττό,
κι' όταν δεν έρχεται μαζύ [με τη δική του ευωδιά,]
του γαμησιου η μυρουδιά!
  Μυρ τάλαιν᾽ ἐγὼ τὸ ῾Ρόδιον ἤνεγκον μύρον. Πω, πω! η κακομοίρα!
τί έπαθα! σου έφερα, καλέ, της Ρόδου μύρα.
945 Κιν ἀγαθόν· ἔα αὔτ᾽ ὦ δαιμονία. Είνε κι' αυτό καλό πολύ·
άφησε τάλλα, βρε τρελλή.
  Μυρ ληρεῖς ἔχων. Για πες μου! αστειεύεσαι;
(Φεύγει ταχέως)
  Κιν κάκιστ᾽ ἀπόλοιθ᾽ ὁ πρῶτος ἑψήσας μύρον. Κακή και μαύρη μοίρα,
'ς αυτόν πού του κατέβηκε να πρωτοφτιάση μύρα!
  Μυρ λαβὲ τόνδε τὸν ἀλάβαστον.
(επανερχόμενη με φιαλίδιον)
Πάρε το μπουκαλάκι αυτό.
  Κιν ἀλλ᾽ ἕτερον ἔχω.
ἀλλ᾽ ᾠζυρὰ κατάκεισο καὶ μή μοι φέρε
μηδέν.
Μα έχω μια μπουκάλα!
Έλα μου δω να ξαπλωθής και μη μου φέρνης άλλα.
  Μυρ ποιήσω ταῦτα νὴ τὴν Ἄρτεμιν. Βέβαια, μα την Άρτεμι· αυτό κ' εγώ θα κάνω·
950   ὑπολύομαι γοῦν. ἀλλ᾽ ὅπως ὦ φίλτατε
σπονδὰς ποιεῖσθαι ψηφιεῖ.
να, τα παπούτσια βγάνω.
Αλλ' όμως, φιλαράκο μου, το είπες και θα γίνη·
θα δώσης ψήφο γρήγορα και συ για την ειρήνη.
(Φεύγει ταχέως)
  Κιν βουλεύσομαι.
ἀπολώλεκέν με κἀπιτέτριφεν ἡ γυνὴ
τά τ᾽ ἄλλα πάντα κἀποδείρασ᾽ οἴχεται.
οἴμοι τί πάθω; τίνα βινήσω
(πίπτων επί της κλίνης)
Καλά, αυτό θα το σκεφτώ. 
(Βλέπων την Μυρρίνην φεύγουσαν)
Τρανή μου συμφορά!
πάει η γυναίκα! κι' όλ' αυτά μου τάφησε ξερά!
955   τῆς καλλίστης πασῶν ψευσθείς;
πῶς ταυτηνὶ παιδοτροφήσω;
ποῦ Κυναλώπηξ;
μίσθωσόν μοι τὴν τίτθην.
Πω, πω κακό που τώπαθα! ποιάν θα γαμήσω τώρα,
που η πειό καλή μ' εγέλασε απ' όσες έχ' η χώρα;
Μιά παραμάννα πως θα βρω τώρα γι' αυτή, [και πού ; . . .]
Πού είσαι, μωρή σκυλλαλεπού! . . . 
στείλ' της τουλάχιστον κοντά
μια παραμάννα και νταντά! . . .
      (Εισέρχονται εκατέρωθεν οι Χοροί)
  Χορὸς Γερόντων  
    ἐν δεινῷ γ᾽ ὦ δύστηνε κακῷ Σε βασανίζει, δυστυχή!
960   τείρει ψυχὴν ἐξαπατηθείς.
κἄγωγ᾽ οἰκτίρω σ᾽ αἰαῖ.
ποῖος γὰρ ἂν ἢ νέφρος ἀντίσχοι,
ποία ψυχή, ποῖοι δ᾽ ὄρχεις,
ποία δ᾽ ὀσφῦς, ποῖος δ᾽ ὄρρος
κακό μεγάλο στην ψυχή,
όπου κ' εμέ ταράττει,
για τούτη την απάτη.
Ποια νεφρά μπορούν ν' ανθέξουν, [στο σκληρό αυτό παιγνίδι;]
και ποιά μέση [θα κράτηση], ποια ψυχή και ποιό αρχίδι;
965   κατατεινόμενος
καὶ μὴ βινῶν τοὺς ὄρθρους;
ποιο θ' ανθέξη κωλονούρι, πού με δύναμι τεντώνει,
το πρωί να μη πλακώνη;
  Κιν ὦ Ζεῦ δεινῶν ἀντισπασμῶν.
(επί της κλίνης)
Ζεύ πατέρα! δεν αντέχω!
τί τινάγματα πού έχω!
  Χ Γερ ταυτὶ μέντοι νυνί σ᾽ ἐποίησ᾽
ἡ παμβδελυρὰ καὶ παμμυσαρά.
Να, τί σου φτιασεν ακόμα
η αχρεία και η βρώμα!
  Κινησίας Χορός Γυναικών
970   μὰ Δί᾽ ἀλλὰ φίλη καὶ παγγλυκερά. Ναί, μα είνε φιλαινάδα όλο χάρι κι' όλο γλύκα.
  Χορὸς Γερόντων Κινησίας (εγειρόμενος της κλίνης)
    ποία γλυκερά; μιαρὰ μιαρά. Βρε ποιά γλύκα! σιχαμένη και σαχλή πάντα τη βρήκα!
  Κινησίας Χορός Γερόντων
    <μιαρὰ> δῆτ᾽ ὦ Ζεῦ ὦ Ζεῦ·
εἴθ᾽ αὐτὴν ὥσπερ τοὺς θωμοὺς
μεγάλῳ τυφῷ καὶ πρηστῆρι
Ώ Ζεύ! ανεμοστρόβιλο γερό
κ' ένα τυφώνα στείλε καυτερό,
975   ξυστρέψας καὶ ξυγγογγύλας
οἴχοιο φέρων, εἶτα μεθείης,
ἡ δὲ φέροιτ᾽ αὖ πάλιν ἐς τὴν γῆν,
κᾆτ᾽ ἐξαίφνης
περὶ τὴν ψωλὴν περιβαίη.
κι' ανέβασ' τες με δύναμι τρανή
ψηλά, σαν του αχύρου το κλωνί,
και στριφογύρισε τες με οργή,
και δώσ' τους μια να πέσουνε στη γη,
και να 'ρθουνε με δύναμι πολλή
να καρφωθούν επάνω στην ψωλή!
       
  Κῆρυξ Λακεδαιμονίων  
980   πᾷ τᾶν Ἀσανᾶν ἐστιν ἁ γερωχία
ἢ τοὶ πρυτάνιες; λῶ τι μυσίξαι νέον.
Σε ποιά μεριά των Αθηνών θα βρώ τη γερουσία.
και που τα πρυτανεία;
θέλω ένα νέο να τους πω.
  Κινησίας Πρόβουλος
  σὺ δ᾽ εἶ πότερον ἄνθρωπος ἢ κονίσαλος; Και συ τι είσαι τάχα;
άνθρωπος ή δαιμόνιο της σκόνης είσαι;
  Κῆρ κᾶρυξ ἐγὼν ὦ κυρσάνιε ναὶ τὼ σιὼ
ἔμολον ἀπὸ Σπάρτας περὶ τᾶν διαλλαγᾶν.
Χαχα!
πώχεις λαχάνου κεφαλή,—κήρυκας έχω γίνει,
κι από τη Σπάρτη έφθασα εδώ γιά την ειρήνη.
  Κινησίας Πρόβουλος
985   κἄπειτα δόρυ δῆθ᾽ ὑπὸ μάλης ἥκεις ἔχων; [Καλό και τούτο πάλι,]
μα βλέπω δόρυ να κρατάς κάτ' από τη μασχάλη.
  Κῆρ οὐ τὸν Δί᾽ οὐκ ἐγών γα. Μα το θεό, καθόλου ... μπα!...
  Κινησίας Πρόβουλος
    ποῖ μεταστρέφει;
τί δὴ προβάλλει τὴν χλαμύδ᾽; ἢ βουβωνιᾷς
ὑπὸ τῆς ὁδοῦ;
Κι' απ' τη μεριά την άλλη
γιατί γυρίζεις πάλι;
Και κάτ' απ' τη χλαμύδα σου τ' είν' κείνο πού φουσκώνει;
από το δρόμο τον πολύ μη έβγανες βουβώνι;
  Κῆρ παλαιόρ γα ναὶ τὸν Κάστορα
ὥνθρωπος.
Συ θάσαι, μα τον Κάστορα, γεροξεκουτιασμένος.
  Κινησίας Πρόβουλος
    ἀλλ᾽ ἔστυκας ὦ μιαρώτατε. Βρε σιχαμένε άνθρωπε! φτού! είσαι καυλωμένος!
990 Κῆρ οὐ τὸν Δί᾽ οὐκ ἐγών γα· μηδ᾽ αὖ πλαδδίη. Όχι μα το θεό! αυτό
μήτε να πής για χωρατό.
  Κινησίας Πρόβουλος
    τί δ᾽ ἐστί σοι τοδί; Τότε λοιπόν, τί είν' αυτό, πού βλέπω σαν το στύλο;
  Κῆρ σκυτάλα Λακωνικά. [Ποιό; τούτο; είνε ξύλο]—
σκυτάλη σπαρτιατική.
  Κινησίας Πρόβουλος (χειρονομών καταλλήλως)
    εἴπερ γε χαὔτη ᾽στὶ σκυτάλη Λακωνική.
ἀλλ᾽ ὡς πρὸς εἰδότ᾽ ἐμὲ σὺ τἀληθῆ λέγε.
τί τὰ πράγμαθ᾽ ὑμῖν ἐστι τἀν Λακεδαίμονι;
Όσο σκυτάλη είν' αυτό, τόσο και τούτη πούν' εκεί!
Μα πες μου τήν αλήθεια συ, ωσάν γνωστή μου νάνε:
Εκεί στη Λακεδαίμονα τα πράματα πώς πάνε;
995 Κῆρ ὀρσὰ Λακεδαίμων πᾶα καὶ τοὶ σύμμαχοι
ἅπαντες ἐστύκαντι· Πελλάνας δὲ δεῖ.
Όλα ορθά στην πόλι
κ' οι σύμμαχοι μας όλοι
καυλώσανε κ' εκείνοι·
γυρεύουν την Πελλήνη!
  Κινησίας Πρόβουλος
    ἀπὸ τοῦ δὲ τουτὶ τὸ κακὸν ὑμῖν ἐνέπεσεν;
ἀπὸ Πανός;
Πώς έτυχε η συμφορά να πέση 'ς όλους γενικώς ;
Μην τύχη κ' είνε πανικός;
  Κῆρ οὔκ, ἀλλ᾽ ἆρχεν οἰῶ Λαμπιτώ,
ἔπειτα τἄλλαι ταὶ κατὰ Σπάρταν ἅμα
Καθόλου, πά! πά! δεν είν' αυτό·
Νομίζω πως η Λαμπιτώ
1000   γυναῖκες περ ἀπὸ μιᾶς ὑσπλαγίδος
ἀπήλααν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων.
άρχισε πρώτη, κ' ύστερα όλες το ίδιο πράξανε,
και όλες απ' τα σκέληα τους τους άνδρας επετάξανε.
  Κιν πῶς οὖν ἔχετε; Και πώς περνάτε σείς λοιπόν;
  Κῆρ μογίομες. ἂν γὰρ τὰν πόλιν
περ λυχνοφορίοντες ἐπικεκύφαμες.
ταὶ γὰρ γυναῖκες οὐδὲ τῶ μύρτω σιγεῖν
Ωχ! υποφέρουμ' όλοι.
μερόνυχτα στήν πόλι
γυρίζουμε σκυφτοί-σκυφτοί,
λες και φανάρι ο καθείς στα χέρια του κρατεί.
Γιατί η γυναίκες [θύμωσαν, και νάζα κάνουν χίλια]
1005   ἐῶντι, πρίν γ᾽ ἅπαντες ἐξ ἑνὸς λόγω
σπονδὰς ποιησώμεσθα ποττὰν Ἑλλάδα.
δεν θέλουν και ν' αγγίξουμε της τρύπας τους τα χείληα,
αν στην Ελλάδα όλοι μας και με την ίδια γνώμη,
ειρήνη και φιλίωσι δεν κάμωμεν ακόμη.
  Κιν τουτὶ τὸ πρᾶγμα πανταχόθεν ξυνομώμοται
ὑπὸ τῶν γυναικῶν· ἄρτι νυνὶ μανθάνω.
ἀλλ᾽ ὡς τάχιστα φράζε περὶ διαλλαγῶν
Τώρα καταλαβαίνω,
πώς η γυναίκες τώχουνε παντού συμφωνημένο.
Τρέξε λοιπόν, [μη κάθεσαι· και η δουλειά η πρώτη σου]
στον κάθε πατριώτη σου
1010   αὐτοκράτορας πρέσβεις ἀποπέμπειν ἐνθαδί.
ἐγὼ δ᾽ ἑτέρους ἐνθένδε τῇ βουλῇ φράσω
πρέσβεις ἑλέσθαι τὸ πέος ἐπιδείξας τοδί.
πρέσβεις να πής να στείλη 
για την είρηνη γρήγορα, [να γίνουμ' όλοι φίλοι.]
Κ' εγώ θα πω στους Βουλευτάς να φύγουν πρέσβεις άλλοι,
και θα τους πείσω, δείχνοντας της πούτσας μου το χάλι!
  Κῆρ ποτάομαι· κράτιστα γὰρ παντᾷ λέγεις.
Ωραίο σχέδιο κι αυτό!
φτερούγες κάνω και πετώ!

(Απέρχονται)

 

στης Χλόης: Ιερόν της Δήμητρας εν τη Ακροπόλει, εν τω οποίω ήγον εορτήν και εθυσίαζον κατά τον μήνα Θαργηλιώνα (Μάϊον).

Κινησίας: Διακωμωδεί τον αυτόν Κινησίαν τον διθυραμβοποιόν, ως επιρρεπή εις την ήδονήν, περί ου μακρός ο λόγος εις τους “Όρνιθας”.

Πεονίδης: Λογοπαίγνιον προς το πέος, και τούτο ίνα ταυτοχρόνως διαβάλη αυτόν ως μη καταγόμενον από κανένα αθηναϊκόν δήμον, και επομένως ως ξένον και Θράκα.

καταλλήλως: “Το αιδοίον δείκνυσιν” (Σχολιαστής).

Μάνης: Σύνηθες παρ' Αριστοφάνει όνομα υπηρέτου.

Κλεψύδρα: κρήνη εν τη Ακροπόλει καλουμένη και Εμπιδώ· ωνομάσθη ούτω, διότι άλλοτε επλημμύρει και άλλοτε εξηραίνετο.

Ηρακλής: “Από παροιμίας, ως ο Ηρακλής, περιερχόμενος πάσαν γην, άλλη άλλοτε εξενίζετο, ούτω και το πέος τούτο, ουκέτι την οικείαν ευρίσκει καλύβην (Νεοφ. Δούκας)”. Άλλως: ότι οι υποδεχόμενοι τον Ηρακλέα βραδύνουσιν, αδηφάγον όντα (Σχολιαστής).

ετούτο: “Το αιδοίον δείκνυσι” (Σχολιαστής).

μπουκάλα: “Το αιδοίον φησι" (Σχολιαστής).

σκυλλαλεπού: Εννοεί τόν Φιλόστρατον τον επικαλούμενον Κυναλώπεκα, και πορνοβοσκόν όντα, παρά του οποίου ζητεί γυναίκα.

δόρυ: "Διά το αιδοίον αυτού μέγα είναι, εξέτεινε τα ιμάτια τη χειρί· ο δε είπε, δόρυ έχεις" (Σχολιαστής).

Πελλήνη: πόλις της Αχαΐας την οποίαν διεξεδίκουν Αθηναίοι και Λακεδαιμόνιοι κατά την εποχήν του πολέμου, συγχρόνως δε και γνωστή ωραία εταίρα εν Αθήναις.

Αρχή σελίδας
Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr
Νοέμβριος 2000