Χορός | Χορός Γυναικών
(Αντιστροφή) |
||
οὐ παρασκευαζόμεσθα τῶν πολιτῶν οὐδέν᾽ ὦνδρες |
Κακό δεν είχα εγώ σκοπό για τους πολίτες μας να ειπώ· |
||
1045 | φλαῦρον εἰπεῖν οὐδὲ ἕν. ἀλλὰ πολὺ τοὔμπαλιν πάντ᾽ ἀγαθὰ καὶ λέγειν καὶ δρᾶν· ἱκανὰ γὰρ τὰ κακὰ καὶ τὰ παρακείμενα. |
το εναντίο μάλιστα [και κάτι παρά πάνω] μόνο καλό εγώ θα ειπώ κι' όλο καλό θα κάνω, γιατί αρκετά είνε τα κακά κι' όλα τ' αποτελέσματα πού φέρνουν τακτικά. |
|
ἀλλ᾽ ἐπαγγελλέτω πᾶς ἀνὴρ καὶ γυνή, | Και αν θελήση χρήματα κανείς καμμιά φορά, | ||
1050 | εἴ τις ἀργυρίδιον δεῖται λαβεῖν μνᾶς ἢ δύ᾽ ἢ τρεῖς, ὡς πόλλ᾽ ἔσω ᾽στὶν κἄχομεν βαλλάντια. κἄν ποτ᾽ εἰρήνη φανῇ, |
γυναίκα ή άνδρας, μιά-δυό μναίς, ας το δήλωση καθαρά, γιατί έχουμε περσσότερα στης τσέπες· κι' όταν γίνη με το καλό ειρήνη, |
|
1055 | ὅστις ἂν νυνὶ δανείσηται παρ᾽ ἡμῶν, ἃν λάβῃ μηκέτ᾽ ἀποδῷ. |
εκείνος, οπού σήμερα εγώ θα του δανείσω, ας μη το δώση πίσω. |
|
ἑστιᾶν δὲ μέλλομεν ξένους τινὰς Καρυστίους, ἄν- |
Έχουμ' από την Κάρυστο κάτι ανθρώπους ξένους | ||
1060 | δρας καλούς τε κἀγαθούς. κἄστιν <ἔτ᾽ ἔτνος τι· καὶ δελφάκιον ἦν τί μοι, καὶ τοῦτο τέθυχ᾽, ὡς τὰ κρέ᾽ ἔδεσθ᾽ ἁπαλὰ καὶ καλά. ἥκετ᾽ οὖν εἰς ἐμοῦ τήμερον· πρῲ δὲ χρὴ τοῦτο δρᾶν λελουμένους αὔ- |
πολύ καλούς και παστρικούς στο σπίτι μας φερμένους, τραπέζι σαν τους κάνουμε, έχ' όσπρια φτιασμένα. και γουρουνάκι ένα, και κρεατάκι απαλό θα φάνε, και πολύ καλό. Λοιπόν να ρθήτε σπίτι μου, [τραπέζι σας προσμένει]· μα πρέπει νάρθετε πρωί και νάσθε και λουσμένοι |
|
1065 | τούς τε καὶ τὰ παιδί᾽, εἶτ᾽ εἴσω βαδίζειν, μηδ᾽ ἐρέσθαι μηδένα, ἀλλὰ χωρεῖν ἄντικρυς ὥσπερ οἴκαδ᾽ εἰς ἑαυτῶν |
και σείς, και τα παιδάκια σας νάνε καλολουσμένα· μα δίχως και κανένα στην πόρτα να ρωτήσης, σαν νάσαι μέσ' στο σπίτι σου, γραμμή να προχώρησης, [κι' αν το τραπέζι δεν το βρής, όπως θαρρείς, στρωμένο,] |
|
1070 | γεννικῶς, ὡς ἡ θύρα κεκλῄσεται. |
θα βρής το μύλο σφαλιστό και το νερό κομμένο! (1) |
παστρικούς: Εκωμωδούντο οι Καρύστιοι ως μοιχοί, ως και αλλαχού παρ' Αριστοφάνει.
γουρουνάκι “Δελφάκιον”: εννοεί το χοιρίδιον και το γυναικείον αιδοίον.
(1) Επέρχεται απροόπτως δια της φράσεως “ίσως δ' η θύρα κεκλείσεται”, ήτις, κατόπιν των προηγουμένων επαγγελιών, αντιστοιχεί περίπου προς την ανωτέρω σύγχρονον δημοτικήν.