Πρόλογος | Πάροδος | Πορεία προς τον Αγώνα | Ιαμβική Σκηνή | Αγώνας με Ιαμβική Σφραγίδα | Παράβαση | Ιαμβική Σκηνή | Λυρικός Διάλογος | Δύο Ιαμβικές Σκηνές με αναπαιστικό ξέσπασμα της πρώτης | Διάλογος των Δύο Χορών | Μέλος (Στάσιμο) | Δύο Ιαμβικές Σκηνές με αναπαιστική εισαγωγή η κάθε μία | Μέλος | Ιαμβική σκηνή | Έξοδος

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ

Λ Υ Σ Ι Σ Τ Ρ Α Τ Η

Μετάφραση-Σημειώσεις: Πολύβιος Δημητρακόπουλος (Pol Arcas)

Δύο Ιαμβικές Σκηνές με Αναπαιστική Εισαγωγή η κάθε μία (1072-1188)

 

    Χορός Χορός Γερόντων
    καὶ μὴν ἀπὸ τῆς Σπάρτης οἱδὶ πρέσβεις ἕλκοντες ὑπήνας
χωροῦσ᾽, ὥσπερ χοιροκομεῖον περὶ τοῖς μηροῖσιν ἔχοντες.
ἄνδρες Λάκωνες πρῶτα μέν μοι χαίρετε,
Πρέσβεις έρχονται απ' τη Σπάρτη, πού μεγάλα γένεια σέρνουν,
και μπροστά παλούκια φέρνουν
στα μεριά τους τεντωμένα,
σαν αυτά όπου κρατούνε τα γουρούνια μας δεμένα.
(Εισέρχεται αριστερόθεν χορός Λακεδαιμονίων).
— Άνδρες Λακεδαιμόνιοι! πρώτα σας χαιρετούμε,
1075   εἶτ᾽ εἴπαθ᾽ ἡμῖν πῶς ἔχοντες ἥκετε. και δεύτερα, τί πάθατε πού έρχεσθε, ρωτούμε;
  Λάκων  
    τί δεῖ ποθ᾽ ὑμὲ πολλὰ μυσίδδειν ἔπη;
ὁρῆν γὰρ ἔξεσθ᾽ ὡς ἔχοντες ἵκομες.
Τί χρεία να το μάθετε με λόγια μας πολλά;
Τί μας συμβαίνει κ' ήρθαμε, το βλέπετε καλά.
  Χορ βαβαί· νενεύρωται μὲν ἥδε συμφορὰ
δεινῶς, τεθερμῶσθαί γε χεῖρον φαίνεται.
Πάθατε μια συφορά
νευρωμένη τρομερά,
κι' από του Ερμή εκείνη
πειό τρανή σας έχει γίνη.
1080 Λάκ ἄφατα. τί κα λέγοι τις; ἀλλ᾽ ὅπᾳ σέλει
παντᾷ τις ἐλσὼν ἁμὶν εἰράναν σέτω.
Δεν λέγονται, μην τα ρωτάς.
Τί κι' αν τα λέμε; δεν κυττάς;
Κάντε γρήγορα ειρήνη,
κι' όπως θέλετε να γίνη.
  Χορ καὶ μὴν ὁρῶ καὶ τούσδε τοὺς αὐτόχθονας
ὥσπερ παλαιστὰς ἄνδρας ἀπὸ τῶν γαστέρων
θαἰμάτι᾽ ἀποστέλλοντας· ὥστε φαίνεται
Δεν κυττάς και τους δικούς μας [με τα χαλιά τα δικά τους,]
όπου τα φορέματα τους
σαν τους παλαιστάς σηκώνουν από πάνω απ' την κοιλιά;
1085   ἀσκητικὸν τὸ χρῆμα τοῦ νοσήματος. είνε, φαίνετ' η αρρώστια της γυμναστικής δουλειά!
  Αθηναίος  
    τίς ἂν φράσεις ποῦ᾽ στιν ἡ Λυσιστράτη;
ὡς ἄνδρες ἡμεῖς οὑτοιὶ τοιουτοιί.
Ποιος θα μου πή πού βρίσκεται εκείν' η Λυσιστράτη;
είμαστε άνδρες πειά εμείς, [ή σάτυροι βαρβάτοι;]
  Χορ χαὔτη ξυνᾴδει χἠτέρα ταύτῃ νόσῳ.
ἦ που πρὸς ὄρθρον σπασμὸς ὑμᾶς λαμβάνει;
Κι' αρρώστια τούτη πάλι
είνε όμοια με την άλλη·
Το πρωί, πού ξημερώνει,
σας τινάζει; σας τεντώνει;
1090 Αθη μὰ Δί᾽ ἀλλὰ ταυτὶ δρῶντες ἐπιτετρίμμεθα.
ὥστ᾽ εἴ τις ἡμᾶς μὴ διαλλάξει ταχύ,
οὐκ ἔσθ᾽ ὅπως οὐ Κλεισθένη βινήσομεν.
Μα τον Δία! μας συμβαίνει,
κ' είμαστε κατεστραμμένοι.
Κι' αν κανείς δεν κατορθώση
για να μας συμφιλίωση,
πες μου, ποιος δεν θα τολμήση
τον Κλεισθένη να γαμήση;
  Χορ εἰ σωφρονεῖτε, θαἰμάτια λήψεσθ᾽, ὅπως
τῶν Ἑρμοκοπιδῶν μή τις ὑμᾶς ὄψεται.
Φρόνιμοι αν είσθε άνδρες, πιάστε τα φορέματα σας,
[ρίχτε τα καλά μπροστά σας],
μήπως σας ιδή κανένας [Αθηναίος κουνενές]
από κείνους, όπου κόβουν των Ερμών της μπροστινές!
1095 Αθη νὴ ταὸν Δί᾽ εὖ μέντοι λέγεις.
(διευθετών τα ιμάτια του)
Ώ, μα τον Δία, βέβαια· μιλείς με τα σωστά σου.
  Λάκ ναὶ ταὼ σιὼ
παντᾷ γα. φέρε τὸ ἔσθος ἀμβαλώμεθα.
(ωσαύτως)
Μα τους θεούς, σωστά· κ' εγώ τα κατεβάζω,—στάσου·
[καλά και που το μάθαμε.]
  Αθη ὢ χαίρετ᾽ ὦ Λάκωνες· αἰσχρά γ᾽ ἐπάθομεν. Χαίρετε, άνδρες Λάκωνες! πολύ κακά την πάθαμε!
  Λάκ ὦ Πολυχαρείδα δεινά κ᾽ αὖ ᾽πεπόνθεμες,
αἰ εἶδον ἁμὲ τὤνδρες ἀμπεφλασμένως.
(ο Κορυφαίος προς ένα εκ των λοιπών)
Τι συφορά, πολύχαρε, και αν μας είδαν έτσι
καταγδαρμένο νάχουμεν [αυτό το σκυλοπέτσι.]
  Αθη ἄγε δὴ Λάκωνες αὔθ᾽ ἕκαστα χρὴ λέγειν. 1100
ἐπὶ ταί πάρεστε δεῦρο;
Λοιπόν ελάτε, Λάκωνες, να μας ειπήτε τώρα
γιατ' ήλθατε στη χώρα;
  Λάκ περὶ διαλλαγᾶν
πρέσβεις.
Πρέσβεις για την ειρήνη.
  Αθη καλῶς δὴ λέγετε· χἠμεῖς τουτογί.
τί οὐ καλοῦμεν δῆτα τὴν Λυσιστράην,
ἥπερ διαλλάξειεν ἡμᾶς ἂν μόνη;
Λαμπρά· καθ' ένας κι' από μας πολύ σωστά την κρίνει.
Γιατί να μη φωνάξουμε λοιπόν τη Λυσιστράτη,
οπού αυτή στο ζήτημα μπορεί να κάνη κάτι;
1105 Λάκ ναὶ ταὼ σιὼ κἂν λῆτε τὸν Λυσίστρατον. Μα τους θεούς, καλέστε τη.
  Αθη ἀλλ᾽ οὐδὲν ἡμᾶς, ὡς ἔοικε, δεῖ καλεῖν·
αὐτὴ γάρ, ὡς ἤκουσεν, ἥδ᾽ ἐξέρχεται.
Δεν φαίνεται για νάχη
ανάγκη από προσκάλεσμα· να πουρχεται μονάχη.
(Η Λυσιστράτη κατέρχεται εκ της Ακροπόλεως εις την σκηνήν).
  Χορ χαῖρ᾽ ὦ πασῶν ἀνδρειοτάτη· δεῖ δὴ νυνί σε γενέσθαι
δεινὴν <δειλὴν ἀγαθὴν φαύλην σεμνὴν ἀγανὴν πολύπειρον·
Απ' της γυναίκες [τούτου του καιρού,]
γεια σου, εσύ, η πειό παλληκαρού!
γίνου σεμνή, αχρεία, τρομερή,
παμπόνηρη, καλή και τρυφερή,
1110   ὡς οἱ πρῶτοι τῶν Ἑλλήνων τῇ σῇ ληφθέντες ἴυγγι
συνεχώρησάν σοι καὶ κοινῇ τἀγκλήματα πάντ᾽ ἐπέτρεψαν.
γιατί, κ' οι πρώτοι Έλληνες μποστά σου
έγειναν δούλοι απ' τα θέλγητρα σου,
και έρχονται σε σένα με χαρά τους
να λύσης κάθε μια διαφορά τους.
  Λυσιστράτη  
    ἀλλ᾽ οὐχὶ χαλεπὸν τοὔργον, εἰ λάβοι γέ τις
ὀργῶντας ἀλλήλων τε μὴ ᾽κπειρωμένους.
τάχα δ᾽ εἴσομαι ᾽γώ. ποῦ ᾽στιν ἡ Διαλλαγή;
Είν' εύκολον, αφού φωτιές ανάφτουν στο κορμί τους
πού να της σβήσουν δεν μπορούν το αναμεταξύ τους!
Γρήγορα θα διορθωθή [και με καλό θα βγή].
Πού είν' η Συνδιαλλαγή
1115   πρόσαγε λαβοῦσα πρῶτα τοὺς Λακωνικούς,
καὶ μὴ χαλεπῇ τῇ χειρὶ μηδ᾽ αὐθαδικῇ,
μηδ᾽ ὥσπερ ἡμῶν ἅνδρες ἀμαθῶς τοῦτ᾽ ἔδρων,
ἀλλ᾽ ὡς γυναῖκας εἰκός, οἰκείως πάνυ,
ἢν μὴ διδῷ τὴν χεῖρα, τῆς σάθης ἄγε.
(Προσέρχεται μία εκ των γυναικών)
Φέρε μου συ τους Λάκωνας με χέρι τρυφερό,
κι' όχι με την αυθάδεια, — οπού δεν χάνουνε καιρό
οι άνδρες μας να δείξουνε,—[και ούτε με κακία,]
μα όπως πρέπει, φιλικά, σε φύσι γυναικεία.
Μα κι' αν κανέναν απ' αυτούς τον βρής ασυγκατάβατον,
απ' την ψωλή του τράβα τον!
1120   ἴθι καὶ σὺ τούτους τοὺς Ἀθηναίους ἄγε,
οὗ δ᾽ ἂν διδῶσι πρόσαγε τούτους λαβομένη.
(Προς ετέραν γυναίκα)
—Φέρε τους Αθηναίους συ, κι' αν σ' αρνηθούν το χέρι τους,
πιάσ' τους και συ και τράβα τους από τα ίδια μέρη τους.
     
(Η πρώτη γυνή οδηγεί τον Κορυφαίον του Χορού των Λακεδαιμονίων. Η δε δευτέρα τον Κορυφαίον του Χορού των Αθηναίων, ους ακολουθούσιν οι λοιποί)
    ἄνδρες Λάκωνες στῆτε παρ᾽ ἐμὲ πλησίον,
ἐνθένδε δ᾽ ὑμεῖς, καὶ λόγων ἀκούσατε.
—Άνδρες Λακεδαιμόνιοι! σταθήτ' εδώ κοντά μου·
—κ' οι άλλοι σείς, ακούσατε τα λόγια τα δικά μου.
    ἐγὼ γυνὴ μέν εἰμι, νοῦς δ᾽ ἔνεστί μοι, Γυναίκα είμαι, βλέπετε, μα 'χω γερό μυαλό,
1125   αὐτὴ δ᾽ ἐμαυτῆς οὐ κακῶς γνώμης ἔχω,
τοὺς δ᾽ ἐκ πατρός τε καὶ γεραιτέρων λόγους
πολλοὺς ἀκούσασ᾽ οὐ μεμούσωμαι κακῶς.
λαβοῦσα δ᾽ ὑμᾶς λοιδορῆσαι βούλομαι
κοινῇ δικαίως, οἳ μιᾶς ἐκ χέρνιβος
κ' η κάθε μια ιδέα μου εβγήκε σε καλό,
γιατί δεν μ' αναπτύξανε ως σήμερα κακά
τα λόγια τα γεροντικά,
και γνώσεις μου 'δωκαν πολλές —
η πατρικές η συμβουλές.
Σαν έτυχε στα χέρια μου να είσθε μια φορά,
θα σας μιλήσω φανερά
και με χωρίς χατήρια:
1130   βωμοὺς περιρραίνοντες ὥσπερ ξυγγενεῖς
Ὀλυμπίασιν, ἐν Πύλαις, Πυθοῖ (πόσους
εἴποιμ᾽ ἂν ἄλλους, εἴ με μηκύνειν δέοι;)
ἐχθρῶν παρόντων βαρβάρων στρατεύματι
Ἕλληνας ἄνδρας καὶ πόλεις ἀπόλλυτε.
Τους ίδιους έχουμε βωμούς, τα ίδια ραντιστήρια,
και όλ' οι άνθρωποι μαζύ μας είδανε σαν αδελφούς
στην Ολυμπία πάντοτε, στης Θερμοπύλες, στους Δελφούς
και 'ς άλλα τόσα μέρη
—να μη σας τα πολυλογώ,—πού ο καθένας ξέρει.
Κ' ενώ βαρβαρικός στρατός συγκεντρωμένος τώρα,
[πού σύμμαχο τον έχετε,] βρίσκεται μέσ' στη χώρα,
σείς πάτε εναντίον σας τα όπλα σας να στρέφετε,
και πόλεις καταστρέφετε!
1135   εἷς μὲν λόγος μοι δεῦρ᾽ ἀεὶ περαίνεται. Έ το μισό του λόγου μου ετέλειωσ' εδώ πέρα.
  Αθη ἐγὼ δ᾽ ἀπόλλυμαί γ᾽ ἀπεψωλημένος. Κ' εγώ εξεψωλιάστικα, κακή ψυχρή μου μέρα!
  Λυσ εἶτ᾽ ὦ Λάκωνες, πρὸς γὰρ ὑμᾶς τρέψομαι,
οὐκ ἴσθ᾽ ὅτ᾽ ἐλθὼν δεῦρο Περικλείδας ποτὲ
ὁ Λάκων Ἀθηναίων ἱκέτης καθέζετο
Τώρα 'ς εσάς, ώ Λάκωνες, το λόγο μου θα φέρω:
[όπως κ' εγώ το ξέρω]
και σείς το ξέρετ' όλοι,
ο Περικλείδας μια φορά ο Λάκωνας, στην πόλι
των Αθηνών πως έφθασεν ωχρός και ικετεύοντας,
    ἐπὶ τοῖσι βωμοῖς ὠχρὸς ἐν φοινικίδι 1140
στρατιὰν προσαιτῶν; ἡ δὲ Μεσσήνη τότε
ὑμῖν ἐπέκειτο χὠ θεὸς σείων ἅμα.
ἐλθὼν δὲ σὺν ὁπλίταισι τετρακισχιλίοις
Κίμων ὅλην ἔσωσε τὴν Λακεδαίμονα.
και στους βωμούς εκάθησε στρατεύματα γυρεύοντας.
Είχατε τότε πόλεμον εσείς με τη Μεσσήνη,
μα και σεισμοί είχαν γίνη.
Πήρε χιλιάδες τέσσαρες ο Κίμωνας οπλίτες
και ήλθε και σας έσωσε και πόλι και πολίτες.
    ταυτὶ παθόντες τῶν Ἀθηναίων ὕπο 1145
δῃοῦτε χώραν, ἧς ὑπ᾽ εὖ πεπόνθατε;
Αφού λοιπόν τέτοιο καλό σας κάναμε, πώς τώρα
σείς φέρνετε καταστροφές μέσ' στη δική μας χώρα;
  Αθη ἀδικοῦσιν οὗτοι νὴ Δί᾽ ὦ Λυσιστράτη. Μα το Θεό! μας αδικούν αυτοί, ώ Λυσιστράτη!
  Λάκ ἀδικίομες· ἀλλ᾽ ὁ πρωκτὸς ἄφατον ὡς καλός. Σας αδικούμε; μα και σείς εβάλατε στο μάτι
έναν ωραίον κώλο
[και θαυμαστό, και κάνατε γι' αυτόν τον πόλεμ' όλο.]
  Λυσ ὑμᾶς δ᾽ ἀφήσειν τοὺς Ἀθηναίους <μ᾽ οἴει;
(προς τους Αθηναίους)
Μα και σας τους Αθηναίους, τί θαρρείτε; θα θελήσω
δίχως έλεγχο ν' αφήσω;
    οὐκ ἴσθ᾽ ὅθ᾽ ὑμᾶς οἱ Λάκωνες αὖθις αὖ 1150
κατωνάκας φοροῦντας ἐλθόντες δορὶ
πολλοὺς μὲν ἄνδρας Θετταλῶν ἀπώλεσαν,
πολλοὺς δ᾽ ἑταίρους Ἱππίου καὶ ξυμμάχους,
ξυνεκμαχοῦντες τῇ τόθ᾽ ἡμέρᾳ μόνοι,
Δεν το ξέρετ' εσείς τάχα, πώς οι Λάκωνες μια μέρα
με τους δουλικούς χιτώνας εσκοτώσαν εδώ πέρα
τους εχθρούς τους Θεσσαλούς,
πού τους είχεν ο Ιππίας, κι' άλλους σύμμαχους πολλούς,
κ'έδωκαν ελευτεριά,
με τα δόρατα μονάχοι πολεμώντας τα βαρηά;
1155   κἠλευθέρωσαν κἀντὶ τῆς κατωνάκης
τὸν δῆμον ὑμῶν χλαῖναν ἠμπέσχον πάλιν;
κ' έτσι ο δήμος, πού του δούλου τον χιτώνα είχε βάλη,
της ελευτεριάς τη χλαίνα ξαναφόρεσε και πάλι.
  Λάκ οὔπα γυναῖκ᾽ ὄπωπα χαϊωτεραν. Δεν είδα αγαθώτερη γυναίκα ως την ώρα.
  Αθη ἐγὼ δὲ κύσθον γ᾽ οὐδέπω καλλίονα. Κ' εγώ κομμάτι πειό καλό δεν είχα ιδή ως τώρα.
  Λυσ τί δῆθ᾽ υπηργμένων γε πολλῶν κἀγαθῶν Αφού λοιπόν τόσα καλά εδώσατε κ' ελάβετε,
1160   μάχεσθε κοὐ παύεσθε τῆς μοχθηρίας;
τί δ᾽ οὐ διηλλάγητε; φέρε τί τοὐμποδών;
πώς πολεμάτε ;—και γιατί την έχθρα δεν την παύετε ;
και πώς δεν κατωρθώσατε να συμφιλιωθούμε;
ποιό ήταν το εμπόδιο λοιπόν; για να το ιδούμε.
  Λάκ ἁμές γε λῶμες, αἴ τις ἁμὶν τὤγκυκλον
λῇ τοῦτ᾽ ἀποδόμεν.
Μα την ειρήνη σήμερα κ' εμείς τη θέλουμ' όλοι,
φθάνει να ξαναπάρουμε τη στρογγυλή την πόλι.
  Λυσ ποῖον ὦ τᾶν; Φίλε, ποιά πόλι στρογγυλή;
  Λάκ τὰν Πύλον,
ἇσπερ πάλαι δεόμεθα καὶ βλιμάττομες.
Να, θέλουμε την Πύλο
όπου την ψηλαφίζουμε τόσο καιρό.
1165 Αθη μὰ τὸν Ποσειδῶ τοῦτο μέν γ᾽ οὐ δράσετε. [Το φίλο!]
Ά, μα τον Ποσειδών μας, αυτό πού δεν θα γίνη.
  Λυσ ἄφετ᾽ ὦγάθ᾽ αὐτοῖς.
(προς τον Αθηναίον)
Όχι, καλέ μου, άφησε δική τους να απομείνη.
  Αθη κᾆτα τίνα κινήσομεν; Τότε λοιπόν πού ταραχές θα κάνουμε μεγάλες;
  Λυσ ἕτερόν γ᾽ ἀπαιτεῖτ᾽ ἀντὶ τούτου χωρίον. Αντί της Πύλου πάλι σείς ζητείτε πόλεις άλλες.
  Αθη τὸ δεῖνα τοίνυν παράδοθ᾽ ἡμῖν τουτονὶ
πρώτιστα τὸν Ἐχινοῦντα καὶ τὸν Μηλιᾶ
Καλά, τον Εχινούντα κ' εγώ θα του ζητήσω,
του κόλπου του Μαλιακού, πού έχει, τ' από πίσω,
1170   κόλπον τὸν ὄπισθεν καὶ τὰ Μεγαρικὰ σκέλη. τα [τείχη] τα Μεγαρικά, τα σκέληα [όπως λένε]....
  Λάκ οὐ τὼ σιὼ οὐχὶ πάντα γ᾽ ὦ λισσάνιε. Μα όχι πάλι κι' όλ' αυτά πού θέλεις, λυσσασμένε!
  Λυσ ἐᾶτε, μηδὲν διαφέρου περὶ σκελοῖν. Αφήστε, δεν μας μέλει
και τόσο για τα σκέλη.
  Αθη ἤδη γεωργεῖν γυμνὸς ἀποδὺς βούλομαι. Θέλω και γρήγορα τη γη γδυτός να την οργώσω.
  Λάκ ἐγὼ δὲ κοπραγωγεῖν γα πρῶτα ναὶ τὼ σιώ. Και κοπριά προτήτερα να την καταφορτώσω.
1175 Λυσ ἐπὴν διαλλαγῆτε, ταῦτα δράσετε.
ἀλλ᾽ εἰ δοκεῖ δρᾶν ταῦτα, βουλεύσασθε καὶ
τοῖς ξυμμάχοις ἐλθόντες ἀνακοινώσατε.
Έ, όλα θα τα φτιάσετε,
φιλίες όταν πιάσετε.
Μα όλ' αυτά κι' αν θέλετε να γίνουνε, σκεφθήτε,
να πάτε στους συμμάχους σας τη σκέψι σας να πήτε.
  Αθη ποίοισιν ὦ τᾶν ξυμμάχοις; ἐστύκαμεν.
οὐ ταὐτὰ δόξει τοῖσι συμμάχοισι νῷν
Βρε, ποιους συμμάχους, αδελφή;
εμάς μας γίνηκε καρφί!
Και τί έχεις νομίση,
1180   βινεῖν ἅπασιν; πώς επειδ' είναι σύμμαχοι δεν θέλουν το γαμήσι;
  Λάκ τοῖσι γῶν ναὶ τὼ σιὼ
ἁμοῖσι.
Μα τους θεούς! [τί λες εκεί!]
το θέλουν φίλοι και δικοί!
  Αθη καὶ γὰρ ναὶ μὰ Δία Καρυστίοις. Μα το θεό! το θέλουνε κι' αυτοί από την Κάρυστο,
[που 'ναι δικοί μας σύμμαχοι και μ' εργαλείον άριστο.]
    καλῶς λέγετε. νῦν οὖν ὅπως ἁγνεύσετε,
ὅπως ἂν αἱ γυναῖκες ὑμᾶς ἐν πόλει
ξενίσωμεν ὧν ἐν ταῖσι κίσταις εἴχομεν.
Πολύ σωστά. Τώρα λοιπόν καθαρισθήτε όλοι,
και γρήγορα στην πόλι
καθείς θα φιλοξενηθή
απ' της γυναίκες, μ' ό,τι πεια μέσ' στα καλάθια μας βρεθή.
1185   ὅρκους δ᾽ ἐκεῖ καὶ πίστιν ἀλλήλοις δότε.
κἄπειτα τὴν αὑτοῦ γυναῖχ᾽ ὑμῶν λαβὼν
ἄπεισ᾽ ἕκαστος.
Και πίστιν αφού δώσετε και όρκον υψηλό,
πάρτε της γυναικούλές σας να πάτε στο καλό.
  Αθη ἀλλ᾽ ἴωμεν ὡς τάχος. Εμπρός πηγαίνομε λοιπόν.
  Λάκ ἄγ᾽ ὅπᾳ τυ λῇς. Πηγαίνουμε όπου αγαπάς.
       
  Αθη νὴ τὸν Δί᾽ ὡς τάχιστ᾽ ἄγε. Ώ, μα τον Δία! γρήγορα όσο μπορείς να πάς.
     
(Εξέρχονται όλοι, πλην του Χορού Γερόντων και Γυναικών)

 

του Ερμή: Τα αγάλματα του Ερμου έφεραν συνήθως το αιδοίον τερατώδες και εντεταμένον.

εισερχόμενος: Χάριν του κωμικού ειρμού ο Α' Αθηναίος δύναται να ήνε αυτός ο Κινησίας.

Κλεισθένης: Υιός του Σιβυρτίου, κωμωδούμενος επί θηλυπρεπεία.

"Ερμοκοπίδαι". Τέσσαρα έτη προ της συγγραφής του έργου τούτου, κατά τάς παραμονάς του πλου εις Σικελίαν, ηκρωτηρίασαν δια νυκτός τους Ερμάς, τους ευρισκομένους προ των θυρών των οικιών.

Συνδιαλλαγή: Από το μέρος τούτο η κωμωδία ονομάζεται και "Διαλλαγαί".

"Εν Πύλαις": εννοεί τας Θερμοπύλας, όπου έπεμπαν τους λεγομένους ιερομνήμονας.

Περικλείδας: Πρεσβευτής των Λακεδαιμονίων, ελθών εις Αθήνας δια να ζήτηση στρατόν κατά των ειλώτων, αποστατησάντων εις την Ιθώμην.

Ωραίο κώλο: “Αλλ' ο πρωκτός άφατος και καλός”: κατά την γνώμην του σοφού διδασκάλου του γένους Νεοφύτου Δούκα, ο Αρ. υπονοεί εδώ την Ασπασίαν, χάριν της οποίας εγένετο το ψήφισμα των Μεγαρέων εκ τούτου εξερράγη ο πόλεμος, του οποίου αίτιος ήτο ο Περικλής, εραστής της Ασπασίας·εννοεί δ' ο Λάκων: “Ηδικήσαμεν ημείς, αλλά και σείς ηδικήσατε χάριν του θαυμαστού πρωκτού της Ασπασίας”.

Εχινούς, πόλις θεσσαλική παρά τον Μαλιακόν κόλπον.

Κάρυστο: "Ελέγετο μοιχούς είναι τους Καρυστίους..." (Σχολιαστής).

Αρχή σελίδας
Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr
Νοέμβριος 2000