ΣΟΦΟΚΛΗΣ

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΤΡΙΤΟ
Ὁ Φιλοκτήτης ξυπνᾶ καί δείχνει χαρούμενος πού βλέπει γύρω του τόν Νεοπτόλεμο καί τούς ναῦτες.


ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Ὦ φῶς, τοῦ ὕπνου διάδοχε
κι ἀνέλπιστη κληρονομιά τῶν ξένων φίλων.
Δέν τό φαντάστηκα, παιδί μου, πώς θά εἶχες τό κουράγιο
ν’ ἀντέξεις τήν κατάντια μου, νά μείνεις στό πλευρό μου.
Μέχρι κι οἱ Ἀτρεῖδες, οἱ γενναῖοι, οἱ στρατηλάτες,
ὅταν εἶδαν τά δύσκολα, ἔκαναν πίσω.
Ἀλλά ὁ ἄντρας φαίνεται ἀπ’ τούς ἄντρες
πού τόν γέννησαν, ἀγόρι μου· ἐσύ
βουτήχτηκες μέσ’ στίς κραυγές καί τήν ἀποφορά,
χωρίς νά ὑπολογίσεις.
Ἄντε λοιπόν, τώρα πού χόρτασε ἡ φρίκη,
νά τήν πιάσουμε στόν ὕπνο, σήκωσέ με, στήριξέ με
κι ὅταν συνέλθω, πάμε στό καράβι·
γρήγορα, νά φύγουμε ἀπό δῶ.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Χαίρομαι πού σέ βλέπω ζωντανό.
Δέν πίστευα πώς θά συνέλθεις.
Αὐτό πού σοῦ ἔκανε ἡ ἀρρώστια,
ἔμοιαζε μέ θάνατο.

Κρατήσου, πάμε.
Ἐκτός ἄν θές νά σέ σηκώσουν
καί νά σέ πάνε αὐτοί. Δέ θά τούς κάνει κόπο.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Νά ’σαι καλά, παιδί μου, δέν πειράζει.
Βοήθα με ἐσύ πού τό ’χεις πάρει
ἀπόφαση. Ἄσ’ τους αὐτούς·
δέν εἶναι ἀνάγκη νά τρομάξουν ἀπό τώρα.
Ζέχνει ἡ πληγή μου ἀφόρητα.
Φτάνει πού θά τήν ἔχουν τόσον καιρό συνταξιδιώτη.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Κρατήσου πάνω μου γερά.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Θά σηκωθῶ, μή νοιάζεσαι. Εἶμαι συνηθισμένος.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τί πάω νά κάνω, ὁ ἄτιμος;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τί ἔπαθες, παιδί μου; Δέ σέ καταλαβαίνω.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Σέ ποιόν νά μιλήσω καί ποιός νά μ’ ἀκούσει;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μά εἶναι τόσο δύσκολο; Δέ θέλω
ν’ ἀκούω τέτοια λόγια ἀπό σένα!

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἐδῶ πού ἔφτασα...

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Σ’ ἔπεισε κιόλας ἡ ἀρρώστια νά μέ ἀφήσεις;
Τρόμαξες, ἔ;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ὅταν ἐξαπατήσεις καί τήν ἴδια σου τή φύση,
τά πάντα καταντοῦν μιά ἀτέλειωτη δυσχέρεια.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μά, ἐσύ οὔτε κάνεις, οὔτε λές
πράγματα ξένα στόν πατέρα σου.
Ἄνθρωπο τίμιο προσπαθεῖς νά βοηθήσεις.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μέσα μου ὅμως, δίνω μάχη.
Ἄτιμος θ’ ἀποδειχτῶ.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ὄχι τουλάχιστον μ’ αὐτά πού κάνεις.
Μά, νά ξέρεις, μέ φοβίζεις.


ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ὦ, Δία, Δία, τί νά κάνω;
Νά γίνω δεύτερη φορά κακός;
Νά κρύψω τήν ἀλήθεια;
Νά ξαναπῶ ψέματα αἰσχρά;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἄν δέ γελιέμαι, μέ πρόδωσε κι αὐτός.
Σκοπεύει νά μ’ ἐγκαταλείψει.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δέν πρόκειται νά σέ ἀφήσω.
Θά εἶναι ὅμως γιά καλό σου;
Αὐτό μέ τρώει τόσην ὥρα.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τί λές, παιδί μου; Συνεχίζω νά μήν καταλαβαίνω.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δέ θά σοῦ κρύψω τίποτε·
πρέπει νά σέ πάω στήν Τροία,
στούς Ἀχαιούς, στά πλοῖα τῶν Ἀτρειδῶν.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τί εἶπες;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Περίμενε νά μάθεις.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Νά μάθω ἤ νά πάθω;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Πρῶτα θά φύγεις ἀπό τοῦτο τό λαγούμι
κι ὕστερα υά ὀργώσουμε μαζί τή γῆ τῆς Τροίας.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Λές ἀλήθεια; Αὐτό σκοπεύεις;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Εἶναι μεγάλη ἀνάγκη. Μή θυμώνεις.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Χάθηκα, ὁ δύστυχος, μέ πρόδωσαν.
Τί ἔκανες, ξένε;
Δῶσε μου γρήγορα τό τόξο!

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δέ γίνεται· τό δίκαιο καί τό σωστό μέ ἀναγκάζουν
νά ὑποταχθῶ στούς κυβερνῆτες.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἀνάθεμά σε, λαίλαπα, ἀνδρείκελο,
ἄθυρμα σιχαμένο τῆς ψευτιᾶς, τί μοῦ ‘κανες;
Πῶς μέ παγίδεψες; Δέν ντρέπεσαι νά μέ κοιτάζεις,
κάθαρμα, ἐμένα τόν ἱκέτη, τό ζητιάνο σου;
Τό τόξο πού μοῦ στέρησες, μοῦ στέρησε ζωή.
Δῶσ’ το μου, σέ παρακαλῶ, παιδί μου, σέ ἱκετεύω!
Λυπήσουμε, τό δύστυχο, καλά νά σ’ ἔχουν οἱ πατρῶοι
θεοί· δῶσε μου πίσω τή ζωή μου!
Δέ μιλάει, δέ μοῦ μιλάει. Μόνο κοιτάζει
σάν νά μήν πρόκειται νά μοῦ τό δώσει.
Ἄχ, λιμάνια καί κάβοι κι ἀγρίμια τῶν βουνῶν,
μοναδικοί μου σύντροφοι, γκρεμοί,
σε σᾶς μιλῶ· ποῦ νά μιλήσω;
Ἐσεῖς μέ ξέρετε, σέ σᾶς γυρνῶ καί κλαίω
καί λέω τί μοῦ ἔκανε ὁ γιός τοῦ Ἀχιλλέα.
Μοῦ ἔδωσε τό χέρι του,
ὁρκίστηκε πώς θά μέ πάει στή γῆ μου
καί τώρα μέ τραβάει στήν Τροία.
Μοῦ ἅρπαξε τό ἱερό τόξο τοῦ Ἡρακλῆ
καί μᾶς πηγαίνει λεία στό θηρίο τῶν Ἀργείων.
Νομίζει τάχα πώς ἔκανε κατόρθωμα. Δέ βλέπει
πώς κυνήγησε καπνό, συνέλαβε σκιά
καί σκότωσε ἕνα νεκρό - τί λέω - τό εἴδωλό του.
Ἄν ἤμουνα ὅπως παλιά, θά ’φευγε τρέχοντας.
Ὅπως παλιά! Καί τώρα ἀκόμη,
τά ψέματά τόν ἔσωσαν τό φουκαρά!
Τί ἄλλο νά κάνω; Δῶσ’ το μου,
δεῖξε μου τώρα ποιός ὑπῆρξες.
Τί λές; Σωπαίνεις; Δέ μ’ ἀκοῦς;
Ποῦ πῆγα, τί ἔγινα, ὁ δύστυχος: σιωπή, ἀπουσία;
Ἄχ, τρύπια πέτρα μου, ἐδῶ εἶμαι πάλι.
Σοῦ ἔρχομαι ἄοπλος, χωρίς τροφή κι ἐλπίδα γιά τροφή.
Στά σπλάχνα σου θά μαραθῶ· τά σπλάχνα μου μοναχική
βορά στ’ ἀγρίμια τ’ οὐρανοῦ καί τοῦ βουνοῦ
ποῦ μ’ ἔτρεφαν θά καταντήσουν,
ἡ σάρκα μου κυνήγι τρομαγμένο γιά τά νύχια
καί τίς φτεροῦγες πού κυνήγησα θά γίνουν.
Τό θάνατο μέ θάνατο θά ἐξαργυρώσω,
γιά χάρη αὐτοῦ πού ἔδειχνε νά μήν ἔχει
δοσοληψίες μέ τό κακό.

Χαμένε, τήν κατάρα μου...
στάσου, ὄχι πρίν μάθω ἄν μετάνοιωσες. Ἄλλιῶς,
χάσου ἀπό μπρός μου καί χάσου σάν σκυλί!


ΧΟΡΟΣ
Τί κάνουμε τώρα, ἄρχοντά μου; Ἐσύ ἀποφασίζεις.
Διέταξε τά χέρια μας ἤ προσχώρησε στά λόγια του.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Νιώθω μιά λύπη ἀβάσταχτη
γι’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο· ἀπ’ τήν ἀρχή.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Λυπήσου με, ἀγόρι μου, γιά ὄνομα τῶν θεῶν,
μήν κηλιδώσεις τ’ ὄνομά σου μέ τήν ἐξαπάτησή μου.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἀλίμονό μου! Τί νά κάνω;
Γιατί ἄφησα τήν Σκύρο;
Πῶς ἔμπλεξα ἔτσι; Τί βάσανο εἶναι αὐτό;


ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τό βλέπω· φαίνεται: δέν εἶσαι κακός.
Κακοί εἶναι ἐκεῖνοι πού σέ δίδαξαν καί σ’ ἔστειλαν ἐδῶ.
Δῶσ’ τους πίσω τή βρωμιά πού τούς ταιριάζει,
δῶσ’ μου τό τόξο μου καί φύγε.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τί κάνουμε, ἄντρες;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Τί ἔπαθες, ἀνάξιε;
Δῶσ’ μου τό τόξο καί κάνε στήν ἄκρη!

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ποιός εἶναι; Ὀδυσσέα; Ἀκούω τόν Ὀδυσσέα;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Τόν Ὀδυσσέα, βέβαια. Καί μέ ἀκοῦς καί μέ βλέπεις!

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Χάθηκα, μέ πούλησαν!
Ἐσύ βρισκόσουν πίσω ἀπ’ ὅλα αὐτά;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ἐγώ! Ποιός ἄλλος;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Δῶσ’ μου τό τόξο, ἀγόρι μου.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Καί νά θέλει δέν μπορεῖ· ἐξ ἄλλου,
πρέπει νά ’ρθεῖς κι ἐσύ, ἀλλιῶς σέ πᾶμε σηκωτό.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἐμένα σηκωτό; Κάθαρμα, θρασίμι!

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ἄν δέ συνεργαστεῖς.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἄ, γῆ τῆς Λήμνου καί παντοδύναμη φωτιά
τοῦ Ἥφαιστου, θ’ ἀντέξετε τοῦτον ἐδῶ
νά μέ ἁρπάζει μέ τή βία ἀπό κοντά σας;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ὁ Δίας εἶναι ὁ κύριος κι αὐτῆς τῆς γῆς.
Ὁ Δίας, ἀκοῦς; Ὁ Δίας τ’ ἀποφάσισε ὅλα αὐτά·
ἐγώ ἐκτελῶ.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Σιχαμένε, ποῦ τά βρίσκεις καί τά λές;
Μή βάζεις μπροστά τούς θεούς.
Ἀκούγονται κάλπικοι.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Τό ἀντίθετο, ἀληθινοί κι ὁ δρόμος ἐπιβεβλημένος.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Δέν τό πιστεύω!

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Τό πιστεύω ἐγώ καί φτάνει.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τί ἔπαθα, ὁ δύστυχος! Ἐλεύθεροι ἄνθρωποι σοῦ λέει!
Δοῦλοι κυλήσαμε σ’ αὐτόν τόν κόσμο· δοῦλοι...

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ἄριστοι μεταξύ ἀρίστων θές νά πεῖς.
Ἄντρες πού θ’ ἀφήσουν πίσω τους
ἐρείπια τήν Τροία· μαζί σου.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ποτέ ὅσο ζῶ· ποτέ· ἔστω κι ἄν πρέπει νά φροντίσει
αὐτή ἡ αἰχμηρή ἄκρη τῆς γῆς.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Τί ἔβαλες στό νοῦ σου;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἀπό βράχο σέ βράχο νά ματώσω τό θάνατό μου.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Πιάστε τον, μήν πάει καί γκρεμιστεῖ.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Χέρια μου, χέρια στερημένα τή συντρόφισσα χορδή·
χέρια ριγμένα στά δεσμά τῶν χεριῶν του.
Ἄρρωστο μυαλό, σκλάβα ψυχή, πῶς τρύπωσες ξανά
στή ζωή μου καί μ’ ἅρπαξες, κρυμμένος
πίσω ἀπ’ αὐτό τό ἄγνωστο παιδί,
πού δέ σοῦ ἀξίζει καί μοῦ ἀξίζει;
Μά τί μποροῦσε νά γνωρίζει ἄλλο ἀπ’ τίς διαταγές σου;
Κοίτα, πονάει γιά ὅσα μέ πόνεσε καί πόνεσα.
Δέν τό ’θελε, δέν ἦταν κακός ἀπό τή φύση του
κι ὅμως τό μοχθηρό σκοτάδι τῆς ψυχῆς σου
τόν ἔκανε τεχνίτη στήν ἀπάτη.
Τώρα, κάθαρμα, μέ δένεις καί ζητᾶς νά μέ τραβήξεις
ἀπ’ τήν ἀκτή, πού μ’ ἔριξες ἔρημο, ἄστεγο, κουφάρι ζωντανό.
Ἀνάθεμά σε! Νά ψοφήσεις σάν σκυλί!
Πόσες φορές σέ καταράστηκα,
ἀλλ’ οἱ θεοί δέ θέλουν νά γελάσω
τόν ὄλεθρό σου. Ἐσύ ζεῖς καί βασιλεύεις
κι ἐγῶ κουτσαίνω, ὁ δύστυχος, τίς συμφορές μου,
γιά νά γελᾶς καί νά γελοῦν τ’ ἀφεντικά σου,
οἱ περιβόητοι στρατηγοί Ἀτρεῖδες.
Καί νά σκεφτεῖς πώς σ’ ἔζεψαν μέ ψέματα κι ἐκβιασμούς
στήν ἐκστρατεία τους, ἐνῶ ἐγώ, ὁ ἀφελής,
ἔτρεξα πρόθυμα, μέ ἑφτά καράβια,
γιά νά μέ ἐξευτελίσετε σ’ αὐτή τήν ἐρημιά
καί νά ρίχνετε ὁ ἕνας στόν ἄλλον τήν εὐθύνη.
Τί μέ τραβᾶτε τώρα; Ποῦ μέ πᾶτε; Γιατί;
Δέν εἶμαι πιά ἕνα τίποτα; Δέν πέθανα ἀπό καιρό;
Πῶς δέν κουτσαίνω πιά, πῶς δέ βρωμάω, ἀθεόφοβε;
Πῶς θά μπορέσετε νά κάνετε θυσίες καί σπονδές,
ἄν μέ πάρετε μαζί σας; Γι’ αὐτό δέ μέ παράτησες ἐδῶ;
Πού νά ψοφήσετε σάν τά σκυλιά, φονιάδες μου,
ἄν οἱ θεοί ἀποδίδουν δικαιοσύνη.
Καί νά ’στε σίγουροι, ἀποδίδουν.
Θά μπαίνατε ποτέ στόν κόπο νά φτάσετε ὡς ἐδῶ,
γιά χάρη ἑνός ἀπόκληρου, ἄν κάτι θεϊκό
δέ σᾶς ἐνοχοποιοῦσε;
Ἂ, πατρίδα καί θεοί πού βλέπετε τά πάντα,
τσακίστε τους· σήμερα, αὔριο, κάποτε,
ὅμως τσακίστε τους, ἄν μέ λυπᾶστε.
Τέτοια ζωή πού καταρρέω, θά χαιρόμουν
τό θάνατό τους, σάν νά ἔγινα καλά.

ΧΟΡΟΣ
Ἄγριος ἄνθρωπος καί ἄγρια τά λόγια πού εἶπε, Ὀδυσσέα·
αὐτόν δέν τόν λυγίζει οὔτε ἡ ίδια ἡ συντριβή.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Μπορῶ κι ἐγῶ νά τοῦ ἀγριέψω ἄλλα τόσα,
μά δέν εἶναι τοῦ παρόντος·
ἕνα μονάχα ἔχω νά πῶ:
ὅπου χρειάζονται τέτοιοι ἄντρες, τέτοιος εἶμαι.
Κι ὅπου κρίνονται οἱ δίκαιοι κι οἱ γενναῖοι,
πάλι πρώτο θά μέ δεῖς· γιατί εἶμαι γεννημένος
νά ἐπιβάλλομαι, ἐκτός ἀπ’ τήν περίπτωσή σου.
Ἔστω λοιπόν, θά ὐποχωρήσω.
Ἀφῆστε τον, μήν τόν ἀγγίζετε· ἄς μείνει ἐδῶ.
Δέ σ’ ἔχουμε ἀνάγκη πιά· τό τόξο θέλαμε. Εἶναι μαζί μας
ὁ Τεῦκρος· ξέρει αὐτός νά τό δουλεύει. [28]
Τό ἴδιο κι ἐγῶ. Μπορῶ νά πῶ, ἰσάξια μέ σένα.
Βλέπεις; Τί μᾶς χρειάζεσαι;
Μεῖνε στή Λῆμνο σου καί χόρτασέ την.
Φεύγουμε κι ἴσως τό ἔπαθλό σου,
νά τό ἀπολαύσω ἐγώ, ἀντί γιά σένα.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ποῦ κατάντησα! Εἶσαι τρελός;
Θά ἐμφανιστεῖς μπρός στούς Ἀργείους
στολισμένος μέ τό τόξο μου;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Δέ θέλω
κουβέντες. Πές πώς ἔφυγα.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Κι ἐσύ, σπορά τοῦ Ἀχιλλέα;
Θά μοῦ ἀφήσεις τή σιωπή σου;
Μόνον αὐτήν ἀξίζω;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Πάμε· μήν τοῦ δίνεις σημασία.
Εἶσαι γενναῖος, μά δέν τό ’χεις
σέ τίποτα νά μοῦ σκορπίσεις τέτοιαν εὐκαιρία.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἐσεῖς, ξένοι; Θά μ’ ἀφήσετε κι ἐσεῖς
στήν ἐρημιά μου; Δέ θά μέ λυπηθεῖτε;

ΧΟΡΟΣ
Ἐμεῖς αὐτόν τό νέο ἔχουμε καπετάνιο·
ὅ,τι σοῦ πεῖ, θά σοῦ ποῦμε.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τί νά πῶ καί τί ν’ ἀκούσω;
Πώς εἶμαι ὅλος μιά συμπόνια;
Δέν ἔχει νόημα πιά.
Ὅμως, ἄν θέλει, μείνετε μαζί του,
ὥσπου νά ἐτοιμάσουμε τό πλοῖο καί νά προσευχηθοῦμε.
Στό μεταξύ, μπορεῖ νά τό σκεφτεῖ πιό ψύχραιμα
καί νά μᾶς ἀπαλλάξει ἀπ’ τό βραχνά του.
Φεύγουμε τώρα ἐμεῖς.
Ὅταν ἀκούσετε νά σᾶς καλοῦμε, τρέξτε ἀμέσως.

 

 

 

[ Αρχή σελίδας ]
Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Δεκέμβριος 2002