ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ Ὁ Νεοπτόλεμος καί ὁ Φιλοκτήτης βγαίνουν ἀπό τή σπηλιά. |
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἄχ!
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τί ἔχεις;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τίποτε, τίποτε, παιδί μου, προχώρα ἐσύ!
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τὸ πόδι σου; Πονᾶς;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ὄχι, ὄχι, δέν πονάω.
Νά, συνῆλθα κιόλας... ἄχ, θεοί!
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Γιατί φωνάζεις τούς θεούς;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Νά τρέξουν, νά μέ σώσουν.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τί ἔπαθες, λοιπόν; Γιατί σωπαίνεις; Μίλα!
Πονᾶς πολύ, τό βλέπω.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Πάει, παιδί μου, χάθηκα, δέ θά μπορέσω
νά σᾶς κρύψω τό κακό· ἄχ, μέ σουβλίζει,
μέ τρυπάει. Τί τραβάω!
Σβήνω, ἀγόρι μου, μέ τρώει, μέ τρώει, ἄχ!
Γιά ὄνομα τῶν θεῶν, ἄν ἔχεις πάνω σου σπαθί,
βγάλ’ το καί κόψε μου τό πόδι.
Μή λυπᾶσαι τή ζωή μου. Λυπήσου με, παιδί μου!
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τί εἶναι πάλι αὐτό τό ξαφνικό.
Τί σ’ ἔπιασε καί κάνεις σάν τρελός;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ξέρεις, ἀγόρι μου.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τί πράγμα;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ξέρεις.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δέν ξέρω τίποτε.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μά, δέν καταλαβαίνεις; Ἄχ!
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Αὐτή εἶναι ἡ ἀρρώστια σου λοιπόν;
Ἀπίστευτη κατάσταση!
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἀπίστευτη κι ἀνείπωτη. Λυπήσουμε, ὅμως!
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τί νά κάνω;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μή φοβηθεῖς καί μέ προδώσεις·
χτυπάει καί φεύγει, χάνεται κι ἄν εἶναι χορτασμένη
κάνει καιρό νά ἐπιστρέψει.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἄχ, ἄμοιρε,
αὐτό κι ἄν εἶναι δυστυχία. Τόσος πόνος!
Θές νά σέ πιάσω, νά σταθεῖς...
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἄσε με ἐμένα, κράτησε τό τόξο
πού ζήτησες, ὥσπου νά φύγω
ἀπό τά νύχια τῆς ἀρρώστιας·
φύλαξέ το, γλύτωσέ το· ὅταν περάσει τό κακό,
ἔρχεται ὁ ὕπνος καί δέ φεύγει πρίν χορτάσω
τό σκοτάδι του. Κανείς μή μέ ξυπνήσει.
Κι ἄν καταφτάσουνε ἐκεῖνοι,
σ’ ἐξορκίζω στούς θεούς, μήν τούς τό δώσεις,
μή στό πάρουν, μή σοῦ στήσουν
παγίδα· θά χαθεῖς κι ἐγῶ μαζί, ὁ ἱκέτης σου.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἔννοια σου καί κανείς δέ θά τό ἀγγίξει.
Φέρ’ το κι εὐχήσου νά πάνε ὅλα καλά.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Πάρ’ το, παιδί μου
καί προσευχήσου νά μή γίνει
τό μεγαλεῖο τῶν θεῶν ἀρχή τοῦ τρομεροῦ γιά σένα,
ὅπως γιά μένα καί γι’ αὐτόν πού τό κατεῖχε πρίν.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἄς δώσουν οἱ θεοί νὰ τελειώσουν
καλά ὅλα αὐτά καί γιά τούς δυό μας.
Ἄς εἶναι τό ταξίδι εὐνοϊκό καί δίκαιο τό λιμάνι.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἄχ, παιδί μου, φοβᾶμαι πώς ἄδικα προσεύχεσαι.
Κάτι κακό ἀνεβαίνει ἀπ’ τό βυθό τῆς συμφορᾶς μου,
καί στάζει αἷμα ἀφόρητο, σάν βοῦρκο.
Ἀνάθεμά σε, πόδι μου, τί ἄλλο μοῦ ἔχεις φυλαγμένο;
Σέρνεται, φτάνει, εἶναι κοντά.
Χάνομαι ὁ δύστυχος, θά μοῦ χιμήξει!
Μή φεύγετε! Ὄχι, ὄχι... ἄχ, Κεφαλονίτη,
μακάρι νά σοῦ ξέσκιζε τά στήθη αὐτός ὁ πόνος.
Ἀνάθεμά σε, ἀνάθεμά με, ἀνάθεμά σας,
δίδυμο θανατικό, Μενέλαε κι Ἀγαμέμνων,
γιατί νά μήν ταΐζετε τούς πόνους μου ἐσεῖς;
Ἀλίμονό μου! Θάνατε, θάνατε, ποῦ εἶσαι;
Κουράστηκα σέ φωνάζω.
Γιέ μου, γενναῖο μου παιδί,
πιάσε με, πέτα με στό ἡφαίστειο τῆς Λήμνου.
Ξέρεις πόσες φορές εἶπα νά πέσω, νά καῶ;
Μήπως τό ἴδιο δὲν ἔκανα στό γιό τοῦ Δία [27]
γιά τό τόξο πού κρατᾶς;
Ἔλα, λοιπόν. Τί λές, τί σωπαίνεις, ποῦ εἶσαι;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μέσα μου· πονάω τά δεινά σου.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Κάνε κουράγιο· κρίση εἶναι, θά περάσει.
Μή μ’ ἀφήνεις, σέ ἱκετεύω.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δέ σ’ ἀφήνω, μή φοβᾶσαι.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Θά μείνεις;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ὁπωσδήποτε.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μοῦ φτάνει.
Μήν ὁρκιστεῖς, παιδί μου.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δέ θά ’ταν δίκαιο νά φύγω ἀπό ἐδῶ χωρίς ἐσένα..
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Δώσ’ μου τό χέρι σου.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Στό δίνω, ὁρίστε· δέ θά φύγω.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἔλα τώρα· πρός τά ἐκεῖ. Πήγαινέ με πρός τά ἐκεῖ.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ποῦ λές;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἐκεῖ πάνω.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τί σ’ ἔπιασε πάλι; Τί εἶναι ἐκεῖ πάνω;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἄφησέ με, ἄφησέ με!
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ποῦ νά σ’ ἀφήσω;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἄφησέ με, ἐπιτέλους!
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἔ, δέ σ’ ἀφήνω!
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Να μέ σκοτώσεις θέλεις;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ὁρίστε, σ’ ἄφησα, ἄν εἶναι νά συνέλθεις.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Δέξου τήν κατάντια μου, γῆ. Σέ σένα ἀνήκω,
ἀφοῦ τά πόδια μου πιά δέ μοῦ ἀνήκουν.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Θά κοιμηθεῖ ὅπου νά ’ναι·
γέρνει τό κεφάλι πίσω κι ὁ ἱδρώτας
τόν λούζει ὁλόκληρο. Μιά μαύρη φλέβα
στό πόδι του ἔσπασε κι αἱμορραγεῖ.
Ἀφῆστε τον, καλοί μου φίλοι, νά βυθίσει
στήν ἀγκαλιά τοῦ ὕπνου.