ΣΤΑΣΙΜΟ ΠΡΩΤΟ Ὁ Νεοπτόλεμος καί ὁ Φιλοκτήτης ἀπομακρύνονται, πηγαίνοντας πρός τή σπηλιά. |
ΧΟΡΟΣ
Ἄκουσα κάποτε νά λένε πώς ὁ γιός
τοῦ Κρόνου, ὁ παντοκράτορας,
καθήλωσε τόν ἄπληστο Ἰξίονα σέ γρήγορο τροχό, [25]
ὅταν τόν ἔπιασε νά γυροφέρνει
τό κρεβάτι του. Ἀπό τότε, οὔτε ἄκουσα, οὔτε εἶδα
θνητό νά χτυπηθεῖ τόσο σκληρά ἀπό τή μοίρα,
ὅσο αὐτός ὁ δίκαιος, πού χόρτασε ἀδικία,
χωρίς κάν νά σκεφτεῖ νά κάνει σέ ἄνθρωπο κακό.
Κι ἀναρωτιέμαι τώρα, πῶς μπόρεσε ν’ ἀντέξει
τόσο πόνο, τόσο δάκρυ, τόση ἁρμύρα,
τόση ἐρημιά· οὔτε ἕνα βῆμα
ἀπό τό θάνατο κι αὐτό νά μήν μπορεῖ.
Γύρω κανείς νά μοιραστεῖ
δάκρυ παρήγορο τή φρίκη τῆς πληγῆς·
κανείς νά ἡμερέψει,
μέ φύλλο βάλσαμο τό ματωμένο
ἀγρίμι τοῦ ποδιοῦ του.
Μόνο σερνόταν σάν μωρό παρατημένο,
νά βρεῖ γαλήνη στό μαρτύριο τῆς πληγῆς
νά πάρει ἀνάσα στό καμίνι τῆς καρδιᾶς του·
πεινώντας τόν καρπό τῆς γῆς,
νηστεύοντας τόν ἐπιούσιό μας.
Καί μόνο ἀπ’ τ’ ἄγρια πουλιά
τοῦ τόξου του περίμενε τροφή.
Ψυχή ταλαίπωρη, πού δέκα χρόνια
δέν ἔβρεξε τά χείλια σου κρασί
κι ἄν ξεδίψασες μιά μέρα,
ἦταν λάσπη ἀπ’ τή βροχή.
Ναί· ἀλλά τώρα πού συνάντησες καρπό
ἀκριβοδίκαιων ἀντρῶν,
θά ἐπικρατήσεις, θά ξεφύγεις, θά εὐτυχήσεις·
γιατί ὅσο κι ἄν παλέψει μέ τό κύμα
τό ἀλύγιστο σκαρί του, θά σέ φέρει
στήν καταπράσινη πατρίδα
τῶν Μαλιέων νυμφῶν, στίς ὄχθες
τοῦ Σπερχειοῦ, ἐκεῖ πού ἄντρας
μέ χάλκινη ἀσπίδα, ἀνεβαίνει
φλόγα θεοῦ στήν κορυφή τῆς Οἴτης. [26]