ΣΟΦΟΚΛΗΣ

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΠΡΩΤΟ
Ἐμφανίζεται ὁ Φιλοκτήτης.
Φορᾶ κουρέλια καί σέρνει τό δεξί του πόδι.
Κρατᾶ τόξο καί φαρέτρα.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἔ, σεῖς ἐκεῖ, πῶς φτάσατε ὡς ἐδῶ;
Μιά πέτρα γῆ ἀκατοίκητη εἶναι στή μέση τοῦ νεροῦ,
χωρίς λιμάνι. Ἀπό ποῦ ἔρχεστε; Ἀπό ποῦ
κρατᾶτε, γιά νά ξέρω;
Γλυκιά Ἑλλάδα λέει τό ντύσιμό σας.
Μά ν’ ἀκούσω καί τί λέει ἡ φωνή σας.
Μή φοβᾶστε. Δείχνω ἄγριος σάν κτῆνος,
μά εἶμαι γιά λύπηση, ὁ φουκαράς.
Κοιτᾶξτε τί τραβάω στήν ἐρημιά μου,
δίχως οὔτε ἕνα φίλο. Ἄν ἤρθατε σάν φίλοι,
μιλῆστε, ἀπαντῆστε μου. Μόνο ἀπ’ τά λόγια
δέν κινδυνεύουμε ἐδῶ πέρα.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἕλληνες εἴμαστε.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Γλυκιά φωνή!
Ποιός θά ’λεγε πώς θά περνοῦσε
τόσος καιρός γιά νά σ’ ἀκούσω
νά κελαηδᾶς σέ στόμα ἀνθρώπου;
Κι ἐσύ, παιδί μου...
ποιός σ’ ἔστειλε, ποιός σ’ ἔφερε,
ποιός σ’ ἔσπρωξε, ποιά ἀνάγκη,
ποιός ἄνεμος γλυκός; Πές μου ποιός εἶσαι;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Εἶμαι ἀπ’ τήν Σκύρο κι ἐπιστρέφω στό νησί μου.
Νεοπτόλεμο μέ λένε, τοῦ Ἀχιλλέα!

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Παιδί πατέρα ἀγαπημένου κι ἀγαπημένης γῆς,
ἀνάθρεμμα τοῦ γέρου Λυκομήδη, τί θές ἐδῶ;
Ἀπό ποῦ ἔκανες πανιά;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἀπό τό Ἴλιο.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τί εἶπες; Μά δέν ἤσουν μαζί, ὅταν ξεκίνησε ὁ στόλος.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἔλαβες μέρος κι ἐσύ στήν ἐκστρατεία;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Δέν ξέρεις ποιόν βλέπεις, παιδί μου;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Πῶς νά σέ ξέρω, ἀφοῦ δέ σ’ ἔχω ξαναδεῖ;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἔτσι λοιπόν; Δέν ἔτυχε ν’ ἀκούσεις τ’ ὄνομά μου,
κάτι γι’ αὐτά πού μ’ ἔφεραν σέ τέτοια χάλια;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τίποτε ἀπολύτως.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἄ, πῶς κατάντησα: σκουπίδι τῶν θεῶν,
νά μή σημαίνω τίποτε στή γῆ μου·
οὔτε μιά φήμη μακρυνή κάποιου πού κάπου, κάποτε,
κάτι... καί τά καθάρματα πού μ’ ἔριξαν ἐδῶ
νά γελᾶνε μοχθηρά καί ἡ ἀρρώστια
νά μέ σκοτώνει κάθε μέρα πιό βαθιά!
Ἀγόρι μου, ἀγόρι τοῦ Ἀχιλλέα, ἐγώ εἶμαι ὁ κληρονόμος
τῶν ὅπλων τοῦ Ἡρακλῆ, ἄν ἔχεις ἀκουστά,
ὁ γιός τοῦ Ποίαντα, ὁ Φιλοκτήτης.
Δυό στρατηγοί κι ὁ ἄρχοντας τῶν Κεφαλλήνων [8]
μοῦ πέταξαν κατάμουτρα τό αἶσχος αὐτῆς τῆς ἐρημιᾶς·
νά τρέφω μέ τό τέλος μου τή φρίκη
πού ἄνοιξε τό δόντι ἑνός φιδιοῦ φονιά.
Μ’ ἐγκατέλειψαν, ἀγόρι μου, ὁλομόναχο, ἀμέσως
μόλις ἀράξαμε ἐδῶ ἀπ’ τό νησί τῆς Χρύσης.
Μέ εἶδαν ζαλισμένο ἀπό τήν τρικυμία
κι ὅταν κατέρρευσα στά βράχια τῆς ἀκτῆς
σάν πεθαμένος, βρῆκαν τήν εὐκαιρία νά φύγουν,
πετώντας μου κάτι κουρέλια
καί λίγα ψίχουλα. Ἀνάθεμά τους!
Γιά σκέψου, ἀγόρι μου· κατάφερα νά βγῶ
ἀπ’ τό σκοτάδι τοῦ ὕπνου
καί βρέθηκα βαθιά μές στή σιωπή τῆς μοναξιᾶς.
Ἔκλαψα, κραύγασα τή συμφορά μου.
Οἱ ἄντρες, οἱ σύντροφοι, τά πλοῖα: μιά ἀπουσία
γεμάτη μάτια πού δέ μ’ ἔβλεπαν ποτέ καί χέρια
πού δέν μποροῦσαν ν’ ἀπαλύνουν τήν πληγή μου.
Οὔτε αὔριο, οὔτε χθές, μονάχα ἕνα παρόν,
πού θησαύριζε πόνους·: περιουσίες ὁλόκληρες κραυγές.
Ὡστόσο οἱ μέρες ἔφευγαν κι ἔπρεπε νά κρατήσω
τήν ψυχή μου ζωντανή σ’ αὐτή τήν πέτρα.
Ὅσο γιά τό στομάχι μου...
τό γέμιζε αὐτό τό τόξο μ’ ἄγρια περιστέρια.
Τά χτυποῦσα στό φτερό.
Μόνο που ἔπρεπε νά σέρνω τήν πληγή μου,
σφαδάζοντας, ὁ δύστυχος, κατ’ ὅπου
σφάδαζαν τίς πληγές τους.
Ἄν ἤθελα νερό ἤ ξύλα, μέσ’ στόν ἄγριο χειμώνα,
σερνόμουν ὅπως-ὅπως καί τά κατάφερνα.
Κι ἄν ἤθελα φωτιά, χτυποῦσα τσακμακόπετρες,
μέχρι νά βρῶ τήν πυρωμένη τους καρδιά.
Ἔτσι ἐπιβίωσα. Ἔχω στέγη, ἔχω φωτιά, ὅλα καλά.
Μόνο ἡ ἀρρώστια δέ χορταίνει, δέ ζεσταίνει,
δέ λέει ν’ ἀποκοιμηθεῖ.
Καί τό νησί, ἀγόρι μου, νά στέκεται μιά πέτρα
στή μέση τοῦ νεροῦ. Ποιός ναυτικός νά πλησιάσει;
Τί θά κερδίσει; Οὔτε κάν μιά ἀπανεμιά.
Πρέπει νά εἶναι παλαβός γιά νά κατέβει
ἤ ἐντελῶς χαμένος· συμβαίνουν κι αὐτά.
Ὅλα τά φέρνει ὁ χρόνος τῶν ἀνθρώπων.
Ἄν φανεῖ κανένας τέτοιος, δέ λέω, μέ παρηγορεῖ.
Κάποιοι δέν ἔχουν μόνο λόγια, γιά τήν ἀθλιότητά μου.
Μοῦ προσφέρουν τροφή, κανένα ροῦχο,
μά στό τέλος ξεχνοῦν νά μέ πάρουν
μαζί πρός τήν πατρίδα, νά μέ σώσουν.
Ἔτσι λοιπόν, ψυχορραγῶ τό δέκατό μου χρόνο,
μέ τήν πληγή πού τρέφω καί μέ τρέφει δυστυχία.
Νά, τί μοῦ ἔκαναν οἱ Ἀτρεῖδες κι ὁ Ὀδυσσέας.
Μακάρι νά τούς πλήρωναν μέ πόνους οἱ θεοί,
τήν κτηνωδία που ξόδεψαν σέ μένα.

ΧΟΡΟΣ
Καταλαβαίνω, γιέ τοῦ Ποίαντα. Σέ συμπονῶ.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἐγώ ὅμως κάτι παρά πάνω.
Γιατί μπορῶ νά βεβαιώσω πώς εἶναι ἀλήθεια ὅσα λές.
Δοκίμασα τήν κτηνωδία τῶν Ἀτρειδῶν καί τοῦ Ὀδυσσέα.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Σέ πόνεσαν κι ἐσένα, τά καθάρματα;
Τί σοῦ ‘καναν καί εἶσαι τόσο θυμωμένος;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Αὐτό δέν εἶναι τίποτε! Νά δεῖς ὅταν θυμώσει
πραγματικά τό χέρι μου τί ἔχουν νά πάθουν.
Θά πληρώσουν καί θά μάθουν πώς ἐκτός ἀπό τή Σπάρτη
καί τίς Μυκῆνες, βγάζει ἄντρες καί ἡ Σκύρος.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Καλά τά λές, ἀγόρι μου. Μά, πές μου
πῶς σ’ ἔφεραν σέ τέτοια ὀργή;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Πονάω, γιέ τοῦ Ποίαντα καί μόνο πού θυμᾶμαι
πῶς μ’ ἐξευτέλισαν οἱ ἄτιμοι, ὅταν πῆγα,
ἀμέσως μόλις πέθανε ὁ Ἀχιλλέας. Μά θά σοῦ πῶ...

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τί εἶπες; Ἄκουσα καλά; Μή συνεχίζεις!
Πρῶτα ἐξηγήσου! Πέθανε ὁ Πηλάδης;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Σκοτώθηκε· ὄχι ὅμως ἀπό ἄντρα
πολεμιστή. Θεός τοξότης τόν χτύπησε, ὁ Φοῖβος, ὅπως λένε. [9]

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἄξιος φονιᾶς, ἐξαίρετου νεκροῦ!
Ποιός ἄλλος θά μποροῦσε;
Δέν ξέρω τί νά κάνω.
Νά ξεσπάσω γιά τά βάσανα τοῦ γιοῦ
ἤ νά θρηνήσω τό νεκρό πατέρα;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δύστυχε, δέ φτάνουν οἱ δικές σου συμφορές;
Μή σπαταλᾶς τά δάκρυά σου.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Σωστά μιλᾶς. Γύρισε τώρα στά δικά σου
καί λέγε πῶς σέ ντρόπιασαν.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἦρθαν στήν Σκύρο, ὁλόκληρη πομπή,
μέ τό καλό καράβι στολισμένο·
ὁ ἔνθεος Ὀδυσσέας καί τοῦ πατέρα μου ὁ τροφός. [10]
Μοῦ εἶπαν - ἀλήθεια, ψέμματα δέν ξέρω - πώς ἀπό τή στιγμή
πού σκοτώθηκε ὁ πατέρας μου, ἡ ζωή
ἡ ἴδια ἀποφάσισε νά πάρω ἐγῶ τήν Τροία.
Καταλαβαίνεις, τώρα· δέν ἔχασα καιρό.
Κυρίως ἀπ’ τή λαχτάρα μου νά δῶ, ἔστω νεκρό,
τόν πατέρα πού δέ γνώρισα ὅσο ζοῦσε.
Ὄχι πώς ἡ Τροία μοῦ ἔπεφτε λίγη!
Ἤτανε πρίμα ὁ ἄνεμος καί σέ δυό μέρες
ἔφτανα στό ταλαίπωρο Σίγειο κι οἱ στρατιῶτες [11]
ζητωκραύγαζαν, μ’ ἀγκάλιαζαν
μέ φύλαγαν καί φώναζαν πώς βλέπουν
τόν Ἀχιλλέα πάλι ζωντανό.
Ἐκεῖνος ἦταν ἄταφος ἀκόμη κι ἐγῶ κατέρρεα ἤδη.
Τόν ἔκλαψα, τόν θρήνησα, δέν ξέρω πόσο!
Ὕστερα πῆγα, ὅπως ἔπρεπε, σάν φίλος στούς Ἀτρεῖδες
καί ζήτησα τά ὅπλα του καί τά ὑπάρχοντά του.
Τί αἶσχος λές πώς ἄκουσαν τά δύστυχα αὐτιά μου;
“Γιέ τοῦ Ἀχιλλέα ὅ,τι ἀνῆκε στόν πατέρα σου, σοῦ ἀνήκει.
Ὅμως τά ὅπλα του ἀνήκουν τώρα σ’ ἄλλον, στό γόνο τοῦ Λαέρτη”.
Εἶπα νά κλάψω, ὅμως ξέσπασα κι ἄρχισα νά φωνάζω,
ἔξαλλος ἀπό θυμό: “Καθάρματα, τολμήσατε νά δώσετε σέ ἄλλον
τά ὅπλα τά δικά μου; Ἐμένα μέ ρωτήσατε;”
Τότε ἐπενέβη ὁ Ὀδυσσέας πού παρακολουθοῦσε:
“Γιατί νά σέ ρωτήσουμε, ἀγόρι μου; Τά πῆρα
δικαίως, ὅταν τά ἔσωσα κι αὐτά κι ἐκεῖνον”.
Ξεπέρασα τά ὄρια μου. Δέν ἤξερα τί ἔλεγα,
τί ἔβριζα, τί ἔφτυνε τό στόμα μου.
Ἀκοῦς νά κλέψει τά ὅπλα τά δικά μου!
Τόν πόνεσαν τά λόγια μου φαίνεται καί παρ’ ὅλο
πού εἶναι πάντα ψύχραιμος, μοῦ εἶπε:
“Ὅταν ἔπρεπε νά εἶσαι μαζί μας, δέν ἤσουν
κι ὄταν δέν ἔπρεπε ν’ ἀπουσιάζεις, ἀπουσίαζες.
Τό στόμα σου ὅμως βρίσκεται παντοῦ.
Γι’ αὐτό, δέν πρόκειται νά πάρεις τίποτε στήν Σκύρο”.
Μ’ ἐξευτέλισαν καί πῆρα τό δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς,
ληστεμένος ἀπ’ αὐτή τήν παλιόφαρα, τό κάθαρμα, τόν Ὀδυσσέα.
Μά, νά σοῦ πῶ, δέ φταίει αὐτός. Ἐκεῖνοι φταῖνε, ἡ... ἐξουσία!
Οἱ ἡγέτες κάνουν τό λαό καί τό στρατό.
Ἔχει κι ἡ ἀχρειότητα τούς δημοδιδασκάλους της!
Δέν ἔχω τίποτε ἄλλο νά σοῦ πῶ. Κι ὅποιος μισεῖ
τούς Ἀτρεῖδες, νά τοῦ δώσουν οἱ θεοί
ὅσα θά ἤθελα ἐγώ καί δέν μπορῶ νά τοῦ χαρίσω.

ΧΟΡΟΣ
Γῆ τῶν βουνῶν καί τῶν ἀγρῶν,
μητέρα τοῦ θεοῦ
κι ἀρχόντισσα τοῦ Πακτωλοῦ, [12]
μάνα γλυκιά, σοῦ φώναζα,
μάνα μακάρια, λύσε
τά αἱμοβόρα σου λιοντάρια, νά βοηθήσεις·
οἱ Ἀτρεῖδες δέν ἔχουνε τιμή.
Δίνουν τά ὅπλα τοῦ πατέρα του
στό γόνο τοῦ Λαέρτη.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τώρα ξέρω πώς μπορῶ νά μοιραστῶ τήν ἀγανάκτησή σας.
Μόνον οἱ Ἀτρεῖδες κι ὁ Ὀδυσσέας θά μποροῦσαν
νά κάνουν τέτοια πράγματα. Ἰδίως αὐτός,
αὐτός καί ἡ πανούργα ἡ γλώσσα του,
τό στόμα του τό ἄτιμο, φωλιά τῆς ἀδικίας.
Δέν ἐκπλήσσομαι. Ἕνα μόνο θά ’θελα νά ’ξερα,
ὁ γίγαντας ὁ Αἴας πῶς τ’ ἀνέχτηκε ὅλα αὐτά; [13]

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Σκοτώθηκε. Ἄν ἦταν ζωντανός, θά μ’ ἔκλεβαν ἔτσι ἄτιμα;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τί εἶπες; Πάει κι ὁ Αἴας;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Σκοτείνιασε κι αὐτός.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τί ἀκούω ὁ δύστυχος! Καί ζοῦν τό ἔκτρωμα τοῦ Τυδέα [14]
κι ἐκεῖνο τό μαρτύριο πού ψώνισε ἀπ’ τόν Σίσυφο ὁ Λαέρτης; [15]
Θά ’πρεπε νά σαπίζουν...

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Κι ὅμως ζοῦν καί βασιλεύουν καί καρπίζουν
τή φαρμακερή σοδειά τους στῶν Ἀργείων τό στρατό.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Καί, δέ μοῦ λές, ἐκεῖνος ὁ παλιός ὁ φίλος μου, ὁ τίμιος
ὁ Νέστορας τί κάνει; Πέθανε κι αὐτός; [16]
Ἦταν ὁ μόνος πού τούς συμβούλευε σωστά
καί τούς κρατοῦσε ἀπό τά αἴσχη.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ζεῖ. Γιά τήν ἀκρίβεια, πεθαίνει κάθε μέρα
τήν ἀπουσία τοῦ γιοῦ του. Σκοτώθηκε ὁ Ἀντίλοχος. [17]

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἐσύ μιλᾶς κι ἐγώ μετράω νεκρούς· δυό ἄντρες,
δυό ἀπίστευτες μέσα μου μαχαιριές ἡ συντριβή τους.
Τί νά πεῖς, σέ τί νά ἐλπίσεις, ἀφοῦ χαίρεται ὁ Ὀδυσσέας
τό χῶμα πού τούς χαίρεται; Εὐημερεῖ τό πτῶμα
καί χάνονται ἕνας-ἕνας οἱ ζωντανοί.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἡ ἀλήθεια εἶναι πώς ξέρει νά ξεφεύγει.
Μά κάθε τέχνη ἔχει τά ὅριά της, Φιλοκτήτη.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἔλα τώρα, σ’ ἐξορκίζω, γιά τόν Πάτροκλο, τό φίλο [18]
τοῦ πατέρα σου, τί ξέρεις;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Σκοτώθηκε κι αὐτός.
Μέ λίγα λόγια, ὁ πόλεμος χορταίνει μέ καλούς.
Οἱ ἄθλιοι τόν βαρυστομαχιάζουν.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Συμφωνῶ. Γι’ αὐτό θά σέ ρωτήσω
ποῦ βρίσκεται ἕνα ἀπόβρασμα καλό μόνο στά λόγια.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Γιά τόν Ὀδυσσέα λές;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ὄχι γι’ αὐτόν, γιά κάποιον Θερσίτη, [19]
πού ἄν δέν τοῦ ἔκλειναν τό στόμα, δέν τό ἔκλεινε ποτέ.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δέν ξέρω. Δέν τόν εἶδα· ἄκουσα μόνο νά τόν ἀναφέρουν.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ὅπως εἶναι φυσικό! Χάνεται τό κακό ποτέ;
Διασκεδάζουν οἱ θεοί νά βλέπουν πῶς ξεφεύγει
τόν Ἅδη κάθε καρυδιᾶς καρύδι.
Τούς δίκαιους ὄμως καί τούς ἔντιμους
τούς καταβαραθρώνουν μέ τό παραμικρό.
Τί νά σκεφτεῖς καί τί νά πεῖς;
Πῶς καταντήσαμε ἔτσι;
Ἡ μόνη μας παρηγοριά, κάποιοι παράλογοι θεοί!

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἐγώ, βλαστέ πατέρα πού βλάστησε στήν Οἴτη, [20]
κανόνισα νά φύγω ἀπό τήν Τροία
καί νά φυλάγομαι ἀπ’ τούς Ἀτρεῖδες.
Δέ θέλω πάρε-δῶσε μέ ἀνθρώπους
πού θεωροῦν τούς λιποτάκτες στρατηγούς.
Δέ μέ σηκώνει ὁ τόπος πού ἐπικρατεῖ ὁ χειρότερος
καί βασιλεύει ὁ τελευταῖος.
Μοῦ φτάνει ἡ πέτρα τοῦ νησιοῦ μου
καί τοῦ σπιτιοῦ μου ἡ θαλπωρή.
Φεύγω τώρα· περιμένει τό καράβι.
Νά ’σαι καλά, τοῦ Ποίαντα γιέ,
κι ἄς πάρουν πίσω ἐπιτέλους οἱ θεοί
τήν ἄδικη πληγή σου.
Πάμε κι ἐμεῖς νά ἐτοιμαστοῦμε.
Ὅταν φυσήξει ὁ θεός, σαλπάρουμε ἀμέσως.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Σαλπάρετε λοιπόν, παιδί μου;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἀνοίγει ὁ καιρός. Καλύτερα
νά τόν προλάβουμε, παρά νά μᾶς προλάβει.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Στή μνήμη τοῦ πατέρα σου, παιδί μου,
στήν ἀγκαλιά τῆς μάνας σου, σ’ ὅποιον σέ περιμένει,
σ’ ἐξορκίζω, σέ ἱκετεύω, δές, προσπέφτω,
μή μέ ἀφήνεις σ’ αὐτή τήν ἐρημιά.
Ἄκουσες, εἶδες· μ’ ἔκαναν φωλιά οἱ συμφορές.
Πέτα με κάπου, σάν σκουπίδι! Ξέρω, ξέρω,
εἶναι κόπος, εἶμαι φόρτωμα, μπελάς.
Λυπήσου με ὅμως! Οἱ γενναῖοι πολεμοῦν τίς ἀδικίες
καί προσπαθοῦν τή δόξα. Ἄν μέ ἀφήσεις,
παίρνεις τό κρίμα στό λαιμό σου. Κάποτε θά σέ πονέσει.
Πάρε με μαζί σου καί ἅρπαξε τή δόξα
τῆς δίκαιης ἐπιστροφῆς μου.
Οὔτε μιά μέρα - μά τί λέω, οὔτε μισή - δέν εἶναι κόπος.
Τόλμησε! Στό ἀμπάρι βάλε με, στήν πρύμνη,
στήν πλώρη, ὅπου θέλεις, νά μή σᾶς ἐνοχλῶ.
Μίλα, παιδί μου, πές τό ναί στόν Δία τῶν ζητιάνων.
Πέφτω στά πόδια σου, ὁ σακάτης, προσκυνῶ,
μά μή μ’ ἐγκαταλείπεις! Δέν περνιέται ἡ μοναξιά,
χωρίς νά νιώθεις πλάι σου ἀνθρώπου βῆμα.
Πάρε με στά μέρη σου· ἔστω, πήγαινέ με στήν Χαλκίδα
καί βρίσκω τρόπο γιά νά φτάσω... ἄχ, νά φτάσω
στήν Οἴτη, στίς πλαγιές τῆς Τραχινίας,
στά νερά τοῦ Σπερχειοῦ!
Σκέψου τί δῶρο θά εἶναι αὐτό γιά τόν πατέρα μου.
Τό ἴδιο τό παιδί του! Ἄν καί φοβᾶμαι πώς δέ ζεῖ,
ἀφοῦ δέν ἦρθε νά μέ βρεῖ τόσον καιρό.
Τοῦ ἔστελνα συνέχεια κραυγές ἀπελπισίας,
μ’ ὄποιον ἐξώκειλε στήν ἐρημιά μου.
Ἤ πέθανε ἤ μέ ξέχασαν κι ἐμένα καί τήν πέτρα μου
οἱ ταχυδρόμοι ἀπ’ τή βιασύνη τους.
Ὅμως ἐσύ μπορεῖς, ἄν θές, νά γίνεις
ἄγγελος καί σωτήρας μου.
Λυπήσου με, σπλαχνίσου με, σῶσε με, σκέψου:
μιά πάλη ἀτέλειωτη, μιά ἀτέλειωτη ἀγωνία
λυσσομανάει ἡ ἀνθρώπινη ζωή, πετύχεις δέν πετύχεις.
Ὅταν δέ ζεῖς τή δυστυχία
νά σκέφτεσαι πώς πάντα ὑπάρχει
κι ὅταν εἶσαι εὐτυχισμένος νά προσέχεις·
ὅλα μπορεῖ ν’ ἀλλάξουν σέ μιά μέρα.

ΧΟΡΟΣ
Λυπήσου τον, ἄρχοντα, πονοῦν
τά λόγια του, σπαράζουν
μιά δυστυχία, πού νά μήν τύχει
σέ ἄνθρωπο ἀγαπημένο.
Ἀφοῦ μισεῖς τούς ἄτιμους Ἀτρεῖδες,
κάνε τήν ἀχρειότητά τους
λύτρωση γι’ αὐτόν τό φουκαρά.
Μέ τό ἴδιο γρήγορο καράβι
πού θά τόν πᾶς στή γῆ του,
θά ξεφύγεις τούς θεούς.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μέτρα τά λόγια σου, γιατί ὅταν σέ κυκλώσει
ἡ ἀρρώστια, ἴσως βρεῖς πώς περισσεύουν.

ΧΟΡΟΣ
Ποτέ! Νά εἶσαι βέβαιος! Δέν πρόκειται νά βρεῖς
στά λόγια καί στά ἔργα μου σπατάλες.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἄν εἶναι ἔτσι, ντρέπομαι νά βγῶ φτωχότερός σου
στήν ἐξόφληση τοῦ χρέους πού ἀνοίξαμε ἐδῶ.
Πάμε λοιπόν, σαλπάρουμε, κουνήσου, κουνηθῆτε!
Ὅσο γιά τό καράβι, δέν πρόκειται νά φέρει ἀντιρρήσεις.
Μόνο νά δώσουν οἱ θεοί νά δραπετεύσουμε ἀπ’ αὐτό
τό κάτεργο καί τ’ ἄλλα τά βρίσκουμε στό δρόμο.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μέρα γλυκιά τοῦ γυρισμοῦ, ἄνθρωπε ἀγαπημένε
καί ναῦτες μου καλοί, πῶς νά σᾶς δείξω
τί φτερουγίζει μέσα μου γιά σᾶς;
Ἔρχομαι, ἀγόρι μου, μά πρῶτα
πάμε μαζί νά πῶ δυό λόγια τελευταῖα στό ἀπάνθρωπό μου σπίτι.
Νά δεῖς καί σύ πῶς ἔζησα τόσον καιρό καί τί καρδιά
χρειάζεται γιά νά σταθεῖς ἐκεῖ πού ἀκόμη
καί τό βλέμμα καταρρέει.
Σκέπτομαι, ἄν ἦταν ἄλλος...
μά κι ἐμένα ἡ ἀνάγκη μοῦ ἔμαθε ἀντοχή.

ΧΟΡΟΣ
Καθίστε πρῶτα νά μάθουμε τί τρέχει.
Ἔρχεται ἕνας δικός μας μαζί μέ κάποιον ἄγνωστο.

ΕΜΠΟΡΟΣ
Γιέ τοῦ Ἀχιλλέα, τί ἀνέλπιστη συνάντηση!
Εἶχα χαθεῖ σ’ αὐτή τήν ἐρημιά, ὅταν εἶδα
τό συνάδελφο ἀπό δῶ, πού ἔκανε βάρδια μ’ ἄλλους δυό
στό καράβι σου καί μ’ ἔφερε ὁ ἴδιος.
Ἐπέστρεφα ἀπό τήν Τροία, μ’ ἕνα μικρό ἐμπορικό,
στήν Πεπάρηθο πού βγάζει πολύ καλό σταφύλι [21]
κι ἔμαθα ἀπό τούς ναῦτες πώς ἤτανε δικοί σου.
Εἶπα νά μή φύγω σάν τόν κλέφτη, πρίν σέ βρῶ καί σοῦ μιλήσω.
Μέ τό ἀζημίωτο, φυσικά!
Φαντάζομαι, δέν ξέρεις τί σοῦ ἐτοιμάζουν οἱ Ἀτρεῖδες.
Τί σοῦ ἐτοίμασαν, θέλω νά πῶ·
γιατί ἔβαλαν κιόλας ἐμπρός τό σχέδιό τους.
Ἴσα πού προλαβαίνεις.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ὅσο γιά τήν πληρωμή σου, ξένε,
τήν προθυμία σου θά τή θυμᾶμαι ὅσο ζῶ,
ἄν δέ γεννήθηκα ἀχάριστος. Μά πές μου τώρα γιά νά ξέρω,
τί μεσολάβησε, τί νέο ἐτοιμάζουν οἱ Ἀτρεῖδες;

ΕΜΠΟΡΟΣ
Ὅπλισαν τά καράβια καί τρέχουν νά σέ πιάσουν.
Ὁ γέρο-Φοίνικας καί τοῦ Θησέα οἱ γιοί. [22]

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Νά μέ πιάσουν μέ τά χέρια ἤ μέ τά λόγια;

ΕΜΠΟΡΟΣ
Αὐτό δέν τό γνωρίζω. Ὅ,τι ἄκουσα σοῦ λέω.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Καί πῶς ὁ Φοίνικας κι οἱ ἄλλοι πού πήγανε μαζί του,
δείχνουν τόση προθυμία στούς Ἀτρεῖδες;

ΕΜΠΟΡΟΣ
Ἐκεῖνο που ἔχει σημασία εἶναι πώς ἔρχονται ὅπου νά ’ναι
καί θά ’ναι ἔτοιμοι ἀπ’ τό δρόμο.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Κι ὁ Ὀδυσσέας; Πῶς δέν ἄνοιξε πανιά;
Ἔτρεξε τίποτε ἤ φοβᾶται;

ΕΜΠΟΡΟΣ
Τήν ὥρα πού ἔφευγα, ἔφευγε κι αὐτός μέ τοῦ Τυδέα τό γιό.
Ἔψαχναν κάποιον ἄλλον.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ποιόν δηλαδή καί ξεβολεύτηκε ὁ ἴδιος;

ΕΜΠΟΡΟΣ
Τόν λένε... πές μου πρῶτα ποιός εἶναι αὐτός·
καί μίλα σιγά.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ὁ περιβόητος Φιλοκτήτης.

ΕΜΠΟΡΟΣ
Ἄφησε πιά τίς ἐρωτήσεις καί κανόνισε νά φύγεις
μιά ὥρα ἀρχύτερα ἀπό δῶ.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τί λέει, ἀγόρι μου; Τί προσπαθεῖ
νά σοῦ πουλήσει στά κρυφά ὁ ναυτικός;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δέν ἔχω καταλάβει. Θά τοῦ πῶ
νά μιλήσει καθαρά μπροστά σέ ὅλους.

ΕΜΠΟΡΟΣ
Ἀγόρι τοῦ Ἀχιλλέα, μή μέ ἐκθέτεις στό στράτευμα.
Δέ μοῦ ἐπιτρέπεται νά πῶ τά πάντα.
Διατάζουν, ἐκτελῶ κι ἔτσι κερδίζω τό ψωμί μου.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἀντίθετα, ἐγῶ δέ θέλω πάρε-δῶσε μέ Ἀτρεῖδες
κι ὁ ἄνθρωπος αὐτός εἶναι ὁ καλύτερός μου φίλος,
γιατί τούς μισεῖ. Ἀφοῦ λοιπόν ἦρθες σάν φίλος
καί σύ, ὅπως λές, λέγε τα ὅλα.

ΕΜΠΟΡΟΣ
Τί μοῦ ζητᾶς, παιδί μου;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ξέρω τί κάνω.

ΕΜΠΟΡΟΣ
Τότε νά πάρεις καί τήν εὐθύνη.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τήν παίρνω, λέγε.

ΕΜΠΟΡΟΣ
Καλά λοιπόν. Αὐτοί οἱ δυό πού ἀνέφερα, ὁ γιός
τοῦ Τυδέα κι ὁ Ὀδυσσέας, ὁρκίστηκαν πώς θά τόν βροῦν
κι ἤ θά τόν πείσουν ἤ θά τόν συλλάβουν.
Ἄκουσαν ὅλοι οἱ Ἀχαιοί τόν Ὀδυσσέα νά τό φωνάζει,
γιατί ἔχει περισσότερη ἐμπιστοσύνη στίς δυνάμεις του ἀπ’ τόν ἄλλο.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Καί ποιός ὁ λόγος ν’ ἀσχοληθοῦν μαζί του,
μετά ἀπό τόσα χρόνια πού τόν εἶχαν πεταμένο;
Τούς στρίμωξε ἡ ἀνάγκη ἤ τούς ἔζωσαν οἱ τύψεις;

ΕΜΠΟΡΟΣ
Μάλλον δέν ξέρεις τίποτε. Θά σοῦ τά πῶ μέ τή σειρά.
Ἦταν, πού λές, ἕνας μάντης, ἀριστοκράτης, γιός τοῦ Πρίαμου. [23]
Ἕλενο τόν ἔλεγαν. Μιά νύχτα πού εἶχε βγεῖ
μόνος, τόν ἔπιασε αὐτός ὁ ἄτιμος, τό σίχαμα,
ὁ ὕπουλος, ὁ Ὀδυσσέας· τόν ἔδεσε
καί τόν γύριζε σάν ζῶο στό στρατόπεδο, νά δοῦν
τί πιάνει ὅταν κυνηγάει. Αὐτός λοιπόν ὁ μάντης,
προφήτευσε πολλά καί διάφορα, ἰδίως
πώς δέν πρόκειται νά πάρουν τήν Τροία οἱ Ἀχαιοί,
ἄν δέν πᾶνε στό νησί πού ζεῖ μονάχος καί τόν πείσουν νά γυρίσει.
Ὅταν ἄκουσε τό μάντη ὁ γιός
τοῦ Λαέρτη, ὑποσχέθηκε νά τό φροντίσει ὁ ἴδιος.
Εἶπε πώς θά τόν ἔπειθε, μά κι ἄν ἀρνιόταν,
σέρνοντας θά τόν ἔφερνε καί πώς ἄν δέν τό ἔκανε,
νά τόν ἀποκεφάλιζαν χωρίς πολλές κουβέντες.
Τώρα, παιδί μου, ἔμαθες τά πάντα.
Μά φύγε ἄν θέλεις τό καλό σου
καί τό καλό ὅποιου θέλεις.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τί ἄλλο μοῦ μέλλεται ν’ ἀκούσω!
Ὁρκίστηκε, ἡ λαίλαπα, μπροστά στούς Ἀχαιούς
πώς θά μέ πείσει; Ἐμένα; Πιό εὔκολα θά μ’ ἔπειθε
νά γυρίσω ἀπό τόν Ἅδη, ὅταν πεθάνω·
σάν τόν πατέρα του. [24]

ΕΜΠΟΡΟΣ
Ἐγώ δέν ξέρω ἀπό τέτοια.
Πάω πρός τό καράβι μου κι ὁ θεός νά σᾶς φυλάει.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Δέν εἶναι ἀθλιότητες, παιδί μου, ὅλα αὐτά;
Ἐλπίζει τοῦ Λαέρτη ὁ γιός πώς θά μέ περιφέρει,
σάν κατοικίδιο χορτασμένο μέ χάδια ἀνάμεσα στούς Ἀχαιούς;
Εὐκολότερα θά μ’ ἔπειθε τό δόντι τοῦ φιδιοῦ
πού μ’ ἄφησε ἀνάπηρο.
Ἀλλ’ ὅταν βάλει κάτι στό μυαλό του, θά τό κάνει.
Νά εἶσαι βέβαιος πώς θά ἔρθει.
Πάμε. Ὅσο πιό πολύ νερό τοῦ ἀφήσουμε νά τρέξει
πίσω μας τόσο πιό καλά. Ἡ ἔγκαιρη βιασύνη
κάνει, στό τέλος τῆς δουλειᾶς, τόν ὕπνο πιό γλυκό.


ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ὄχι ἀκόμη. Ἔχουμε κόντρα τόν καιρό.
Μόλις γυρίσει πρίμα.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ὅταν σέ στρώνει στό κυνήγι ἡ συμφορά,
ὅλοι οἱ καιροί εἶναι πρίμα.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Κόντρα τόν ἔχουνε κι αὐτοί.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ὁ κλέφτης πού ἀποφάσισε νά κάνει τή δουλειά του
ὀρτσάρει μιά χαρά!

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Πάμε ἄν σοῦ φαίνεται σωστό. Μά πάρε πρῶτα
τά ἐνθύμια καί τ’ ἀπαραίτητά σου.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Κάτι χρειάζομαι, ὁπωσδήποτε.
Μή φανταστεῖς... δέν εἶχα δά καί τά πολλά.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τί πού δέν ἔχει τό καράβι, δηλαδή;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Νά... ἕνα φύλλο. Τό βάζω στήν πληγή καί ἡσυχάζει.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Πήγαινε πάρ’ το. Τίποτε ἄλλο;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Νά δῶ μή μοῦ παράπεσε κανένα βέλος.
Ἄν φύγουμε, ὅποιος τό βρεῖ θά τό μαζέψει.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Αὐτό πού κρατᾶς εἶναι τό περιβόητο τόξο;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Αὐτό. Δέν ἔχω ἄλλο.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μπορῶ νά τό πιάσω, νά τό δῶ ἀπό κοντά;
Θά τό προσέχω σάν τά μάτια μου.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ὅ,τι θέλεις, παιδί μου.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δέν ξέρω ἄν εἶναι σωστό. Ἐγώ βέβαια τό θέλω,
ἀλλ’ ἄν ἐσύ νομίζεις πώς δέν πρέπει, μή μοῦ τό δώσεις.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μιλᾶς σωστά, εἶσαι σωστός, σωστό κι αὐτό πού θέλεις.
Παιδί μου, ἐσύ μοῦ ἔδωσες τό ἴδιο τό φῶς τοῦ ἥλιου
καί μάτια νά χορτάσω τήν πατρίδα, τό γέρο μου πατέρα,
τούς φίλους μου· ἐσύ
μ’ ἔβγαλες ἀπ’ τή νύχτα τῶν ἐχθρῶν μου.
Μή φοβᾶσαι, πάρ’ το, πιάστ’ το, νά ’χεις νά καμαρώνεις
πώς ἀπ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους μόνο ἐσύ
στάθηκες ἄξιος νά τό ἀγγίξεις.
Ἔτσι τό ἀπόκτησα κι ἐγώ· μέ ἀρετή.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δέ μετανιώνω πού σέ γνώρισα καί γίναμε φίλοι.
Ποιός δέ θά ἤθελε νά ἔχει συντροφιά
ἄνθρωπο πού ἀνταποδίδει μέ φροντίδα τή φροντίδα;
Πήγαινε μέσα τώρα.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μαζί θά πᾶμε. Ἡ πληγή μου ζητάει συνοδοιπόρο.

 

 

[ Αρχή σελίδας ]
Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Δεκέμβριος 2002