ΠΑΡΟΔΟΣ |
ΧΟΡΟΣ
Ξένος ἐγώ σέ ξένο τόπο,
τί νά πῶ καί τί νά κρύψω κυκλωμένος
ἀπ’ τήν καχυποψία; Πές μου.
Τουλάχιστον ἐσύ, κάτι θά ξέρεις.
Πάντα κάτι παραπάνω
σκέπτονται οἱ σκέψεις ὅσων κυβερνοῦν
μέ τήν ἄδεια τοῦ Δία
κι εἶναι γνωστό πώς διατηρεῖς ἐτούτη
τήν πανάρχαια ἐξουσία.
Πές μου, παιδί μου, τί νά κάνω
γιά νά σέ βοηθήσω;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Πλησίασε ἄν θές νά δεῖς σέ τί γκρεμό
κρέμεται ἡ ἄθλια ζωή του. Μή φοβᾶσαι.
Μά ὅταν νιώσεις τόν πανικό του νά ’ρχεται
σέρνοντας, ἔλα κοντά μου.
Βοήθα με ὅ,τι κι ἄν συμβεῖ.
ΧΟΡΟΣ
Παλιά φροντίδα μοῦ ἀναθέτεις, ἄρχοντά μου.
Πάνω σου ἀλύγιστοι φρουροί τά βλέμματά μου,
θά ξαγρυπνοῦν ὅσο νυχτώνει.
Μά πές μου τώρα, ποῦ φωλιάζει;
Ποῦ βρίσκεται; Πρέπει νά ξέρω,
μήν πέσω πάνω του. Σωπαίνει
κάπου μέσα ἤ κάπου ἔξω παραδέρνει;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Νά τό σπίτι του· μιά τρύπια πέτρα γιά νά μπαινοβγαίνει.
ΧΟΡΟΣ
Καί ποῦ εἶναι τώρα ὁ δύστυχος;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Εἶμαι βέβαιος πώς σέρνει τό ψοφίμι
τῆς πείνας του κάπου ἐδῶ γύρω.
Γιατί μόνο τό κυνήγι τόν κρατάει ζωντανό.
Καί τί κυνήγι! Νά παλεύει, κακῆν κακῶς, μήπως πετύχει
κάνα πουλί. Τί ἄλλο πιά νά ἐλπίζει ἀπ’ τήν πληγή του;
ΧΟΡΟΣ
Τόν λυπᾶμαι τόν ταλαίπωρο. Ζωή
κι αὐτή! Οὔτε ἕνα στήριγμα,
μιά συντροφιά, ἕνα βλέμμα
παρήγορο στήν ἐρημιά
τῆς ἄγριας πληγῆς του.
Ν’ ἀγωνιᾶ γιά κάθε ἁπλό καί νά στενάζει
γιά κάθε ἀσήμαντο. Ἄχ, τί σπέρνουν
τά χέρια τῶν θεῶν καί τί θερίζει
ἡ δυστυχία τῶν ἀνθρώπων στήν ἄγονη γωνιά της.
Δέν ὑστερεῖ ἡ γενιά του σέ ἱστορία,
οὔτε σέ δύναμη οἱ πρόγονοί του
μά, ὅλα κι ὅλα τοῦ ἔμειναν
μιά ἐξορία, ἡ μοναξιά κι ἡ πείνα.
Κτῆνος, ἀγρίμι ἀνάμεσα στ’ ἀγρίμια,
νά ὁλολύζει ἀπάνθρωπες ἀνάγκες
κι ἡ ἐρημιά νά τοῦ ἐπιστρέφει
κατάπικρες τίς πιό πικρές κραυγές ἀπελπισίας.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δέν ἐκπλήσσομαι. Ἀπ’ ὅσο μπορῶ νά καταλάβω,
δουλειά θεῶν ἦταν τό λάθος του, δουλειά
θεῶν ἡ αἱμοβόρα ἀντίδραση τῆς Χρύσης
καί ὅλα αὐτά πού ὑποφέρει τώρα, δουλειά θεῶν.
Ἴσως τόν λύγισαν ἐγκαίρως,
μήπως καί λύγιζε ἄκαιρα τό τόξο,
σκοπεύοντας τήν Τροία,
πρίν ἔρθει ὁ καιρός νά τήν πετύχει.
ΧΟΡΟΣ
Μίλα σιγά, παιδί μου!
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τί τρέχει;
ΧΟΡΟΣ
Κάτι ἀκούω.
Σάν στεναγμό ἀνθρώπου πού τραβάει
παρέα μέ τόν πόνο του. Ἀπό ἐδῶ, ὄχι, ἀπό ἐκεῖ...
ναί, τώρα ἀκούω καθαρά, βογκάει καί σέρνεται μέ κόπο.
Δέν κάνω λάθος. Ὅσο πάει καί πλησιάζει
τήν κατάντια του. Ἄκου τον· σπαράζει.
Φυλάξου, παιδί μου!
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Νά φυλαχτῶ ἀπό τί;
ΧΟΡΟΣ
Ἔρχεται μπόρα.
Αὐτός πού ἔλειπε δέ λείπει.
Καί δέν ἀκούω κανέναν ἀμέριμνο βοσκό
νά παίζει τή φλογέρα του·
ἀκούω σκοντάματα καί βόγκους καί φωνές.
Πῶς μουγκρίζει; Μήπως εἶδε τό καράβι;