Εὐριπίδη

Βάκχαι

Μετάφραση Παντελῆ Πρεβελάκη

Δ' ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

(τίτλος, τα πρόσωπα, πρόλογος, πάροδος, α' επεισόδιο, α' στάσιμο, β' επεισόδιο, β' στάσιμο, γ' επεισόδιο, γ' στάσιμο,
δ' επεισόδιο, δ' στάσιμο, ε' επεισόδιο, ε' στάσιμο, έξοδος)

Ο Διόνυσος βγαίνει από το παλάτι. Ακολουθεί
ο Πενθέας ντυμένος με φορεσιά βάκχης.

  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  σὲ τὸν πρόθυμον ὄνθ᾽ ἃ μὴ χρεὼν ὁρᾶν
σπεύδοντά τ᾽ ἀσπούδαστα, Πενθέα λέγω,
ἔξιθι πάροιθε δωμάτων, ὄφθητί μοι,
Συ που ποθείς να δεις όσα δεν πρέπει
και που τ' αγύρευτα γυρεύεις, σένα
κράζω, Πενθέα· μπρος στο παλάτι σου έβγα,
915 σκευὴν γυναικὸς μαινάδος βάκχης ἔχων,
μητρός τε τῆς σῆς καὶ λόχου κατάσκοπος·
πρέπεις δὲ Κάδμου θυγατέρων μορφὴν μιᾷ.
να σε δω να φοράς στολή μαινάδας
και κρυφοκοιταχτής να θες να γίνεις
της μάνας σου και του ασκεριού που σέρνει.
Ω ! Μοιάζεις με καμιά απ' τις Καδμοπούλες.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  καὶ μὴν ὁρᾶν μοι δύο μὲν ἡλίους δοκῶ,
δισσὰς δὲ Θήβας καὶ πόλισμ᾽ ἑπτάστομον·
Βλέπω, μου φαίνεται, διπλό τον ήλιο,
διπλή και την εφτάπυλη τη Θήβα·
920 καὶ ταῦρος ἡμῖν πρόσθεν ἡγεῖσθαι δοκεῖς
καὶ σῷ κέρατα κρατὶ προσπεφυκέναι.
ἀλλ᾽ ἦ ποτ᾽ ἦσθα θήρ; τεταύρωσαι γὰρ οὖν.
κ' εσύ δείχνεις εμπρός μου να πηγαίνεις
καθώς ταύρος και νά 'ναι φυτρωμένα
στο κεφάλι σου κέρατα. Μην ήσουν
και πρώτα ζώο; Τί ταύρος είσαι τώρα.
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  ὁ θεὸς ὁμαρτεῖ, πρόσθεν ὢν οὐκ εὐμενής,
ἔνσπονδος ἡμῖν· νῦν δ᾽ ὁρᾷς ἃ χρή σ᾽ ὁρᾶν.
Ο Θεός συμπερπατεί μαζί μας· πρώτα
δε μας ήταν καλόγνωμος, μα τώρα
μας είναι φίλος· κι ό,τι πρέπει βλέπεις.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
925 τί φαίνομαι δῆτ᾽; οὐχὶ τὴν Ἰνοῦς στάσιν
ἢ τὴν Ἀγαύης ἑστάναι, μητρός γ᾽ ἐμῆς;
Λοιπόν, πώς δείχνω; Της Ινώς δε μοιάζω
στη θωριά; Ή της Αγαύης, πού 'χω μάνα;
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  αὐτὰς ἐκείνας εἰσορᾶν δοκῶ σ᾽ ὁρῶν.
ἀλλ᾽ ἐξ ἕδρας σοι πλόκαμος ἐξέστηχ᾽ ὅδε,
οὐχ ὡς ἐγώ νιν ὑπὸ μίτρᾳ καθήρμοσα.
Θαρρώ, όταν σε κοιτάζω, πώς τις βλέπω.
Μα στάσου, σού 'φυγε η πλεξούδα εκείνη·
αλλιώς με την ταινία την είχα πιάσει.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
930 ἔνδον προσείων αὐτὸν ἀνασείων τ᾽ ἐγὼ
καὶ βακχιάζων ἐξ ἕδρας μεθώρμισα.
Μέσα βακχοπηδώντας, μπρος και πίσω
την τίναζα και σειούσα, κ' έχει φύγει.
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  ἀλλ᾽ αὐτὸν ἡμεῖς, οἷς σε θεραπεύειν μέλει,
πάλιν καταστελοῦμεν· ἀλλ᾽ ὄρθου κάρα.
Εγώ πού 'χω τη λάτρα σου, τη σιάζω
ξανά· μόν' βάστα απάνου το κεφάλι.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  ἰδού, σὺ κόσμει· σοὶ γὰρ ἀνακείμεσθα δή. Να, πρέπιζέ με· απάνω σου με πήρες.
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
935 ζῶναί τέ σοι χαλῶσι κοὐχ ἑξῆς πέπλων
στολίδες ὑπὸ σφυροῖσι τείνουσιν σέθεν.
Κ' η ζώνη σου χαλάρωσε, κ' οι δίπλες
της φορεσιάς τσακίζουν στα σφύρα σου.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  κἀμοὶ δοκοῦσι παρά γε δεξιὸν πόδα·
τἀνθένδε δ᾽ ὀρθῶς παρὰ τένοντ᾽ ἔχει πέπλος.
Έτσι θαρρώ κ' εγώ, στο δεξί πόδι·
μα πέφτουν όμορφα στην άλλη φτέρνα.
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  ἦ πού με τῶν σῶν πρῶτον ἡγήσῃ φίλων, Για πρώτο από τους φίλους σου θα μ' έχεις
940 ὅταν παρὰ λόγον σώφρονας βάκχας ἴδῃς. σαν δεις, ανέλπιστα, σεμνές τις βάκχες.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  πότερα δὲ θύρσον δεξιᾷ λαβὼν χερὶ
ἢ τῇδε, βάκχῃ μᾶλλον εἰκασθήσομαι;
Πώς θα μοιάσω καλύτερα με βάκχη,
με το δεξί ή μ' αυτό το θύρσο αν πιάσω;
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  ἐν δεξιᾷ χρὴ χἅμα δεξιῷ ποδὶ
αἴρειν νιν· αἰνῶ δ᾽ ὅτι μεθέστηκας φρενῶν.
Με το δεξί, και πέτα μπρος το πόδι
το δεξί· κ' εύγε σου μυαλά που αλλάζεις.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
945 ἆρ᾽ ἂν δυναίμην τὰς Κιθαιρῶνος πτυχὰς
αὐταῖσι βάκχαις τοῖς ἐμοῖς ὤμοις φέρειν;
Λες να μπορώ στους ώμους να σηκώσω
τον Κιθαιρώνα με τις βάκχες πάνω;
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  δύναι᾽ ἄν, εἰ βούλοιο· τὰς δὲ πρὶν φρένας
οὐκ εἶχες ὑγιεῖς, νῦν δ᾽ ἔχεις οἵας σε δεῖ.
Φτάνει να θες· μυαλό άρρωστο είχες πρώτα,
μα τώρα αξιώθης κείνο που σου πρέπει.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  μοχλοὺς φέρωμεν; ἢ χεροῖν ἀνασπάσω Να πάρουμε λοστούς; Ή να κουνήσω
950 κορυφαῖς ὑποβαλὼν ὦμον ἢ βραχίονα; το βουνό με τα χέρια και τους ώμους;
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  μὴ σύ γε τὰ Νυμφῶν διολέσῃς ἱδρύματα
καὶ Πανὸς ἕδρας ἔνθ᾽ ἔχει συρίγματα.
Τα ιερά των Νυμφών μην αφανίσεις
και τις μονιές που σουραυλίζει ο Πάνας !
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  καλῶς ἔλεξας· οὐ σθένει νικητέον
γυναῖκας· ἐλάταισιν δ᾽ ἐμὸν κρύψω δέμας.
Σωστά· δεν τις νικούνε τις γυναίκες
με τη βία· θα κρυφτώ στα έλατα μέσα.
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
955 κρύψῃ σὺ κρύψιν ἥν σε κρυφθῆναι χρεών,
ἐλθόντα δόλιον μαινάδων κατάσκοπον.
Την κρυψώνα θα βρεις που σου ταιριάζει,
που πας κλεφτά να κρυφοδείς τις βάκχες.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  καὶ μὴν δοκῶ σφᾶς ἐν λόχμαις ὄρνιθας ὣς
λέκτρων ἔχεσθαι φιλτάτοις ἐν ἕρκεσιν.
Θαρρώ τις βλέπω, σαν πουλιά στα θάμνα
να κείτουνται, στα βρόχια της αγάπης.
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  οὐκοῦν ἐπ᾽ αὐτὸ τοῦτ᾽ ἀποστέλλῃ φύλαξ· Αυτό 'ναι δα που πας να ξαγναντέψεις·
960 λήψῃ δ᾽ ἴσως σφᾶς, ἢν σὺ μὴ ληφθῇς πάρος. και να τις πιάσεις μπορεί, αν δε σε πιάσουν.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  κόμιζε διὰ μέσης με Θηβαίας χθονός·
μόνος γὰρ αὐτῶν εἰμ᾽ ἀνὴρ τολμῶν τόδε.
Μέσα απ' τη χώρα οδήγα με της Θήβας·
μόνος εγώ απ' τους άντρες τολμώ τόσα.
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  μόνος σὺ πόλεως τῆσδ᾽ ὑπερκάμνεις, μόνος·
τοιγάρ σ᾽ ἀγῶνες ἀναμένουσιν οὓς ἐχρῆν.
Ναί, μόνο εσύ γι' αυτήν μοχτάς την πόλη·
γι' αυτό θα μπεις σε αγώνες που σου αξίζουν.
965 ἕπου δέ· πομπὸς [δ᾽] εἶμ᾽ ἐγὼ σωτήριος,
κεῖθεν δ᾽ ἀπάξει σ᾽ ἄλλος.
Ακλούθα· εγώ οδηγός σου και σωτήρας,
μα ένας άλλος εκείθε θα σε φέρει.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  ἡ τεκοῦσά γε. Βέβαια η μητέρα μου.
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  ἐπίσημον ὄντα πᾶσιν. Όλοι σε τιμούνε.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  ἐπὶ τόδ᾽ ἔρχομαι. Γι' αυτό και πάω.
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  φερόμενος ἥξεις . . . Θά 'ρθεις βασταχτός πίσω...
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  ἁβρότητ᾽ ἐμὴν λέγεις. Θες να με κακομάθεις !
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  ἐν χερσὶ μητρός. ...στην αγκάλη
της μάνας σου.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  καὶ τρυφᾶν μ᾽ ἀναγκάσεις. Μα εσύ θα με χαλάσεις !
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
970 τρυφάς γε τοιάσδε. Θα σε χαλάσω, αλήθεια, καθώς ξέρω.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  ἀξίων μὲν ἅπτομαι. Ε, για δουλειά που αξίζει ξεκινάω !
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Στόν Πενθέα που παίρνει να φεύγει
  δεινὸς σὺ δεινὸς κἀπὶ δείν᾽ ἔρχῃ πάθη,
ὥστ᾽ οὐρανῷ στηρίζον εὑρήσεις κλέος.
Φοβερός είσαι, φοβερός, κι απάνω
τραβάς για πάθη φοβερά, που δόξα
ουρανοπύργωτη απ' αυτά θα νά 'βρεις.
    Ο Πενθέας αποσύρεται μαζί με τον ακόλουθό του.
  ἔκτειν᾽, Ἀγαύη, χεῖρας αἵ θ᾽ ὁμόσποροι
Κάδμου θυγατέρες· τὸν νεανίαν ἄγω
Τα χέρια σας απλώστε, Αγαύη κ' οι άλλες
εσείς του Κάδμου οι θυγατέρες· φέρνω
975 τόνδ᾽ εἰς ἀγῶνα μέγαν, ὁ νικήσων δ᾽ ἐγὼ το παλικάρι σε μεγάλο αγώνα·
και νικητές θα βγούμε εγώ κι ο Βάκχος.
  καὶ Βρόμιος ἔσται. τἄλλα δ᾽ αὐτὸ σημανεῖ. Όσο για τ' άλλα, η πράξη θα τα δείξει.

Ο Διόνυσος φεύγει.

 

Αρχή σελίδας
Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Μάρτιος 2003