(τίτλος,
τα πρόσωπα,
πρόλογος,
πάροδος,
α' επεισόδιο,
α' στάσιμο,
β' επεισόδιο,
β' στάσιμο,
γ' επεισόδιο,
γ' στάσιμο,
δ' επεισόδιο,
δ' στάσιμο,
ε' επεισόδιο,
ε' στάσιμο,
έξοδος)
Χορός | ΧΟΡΟΣ | |
[στρ. | ||
ἆρ᾽ ἐν παννυχίοις χοροῖς θήσω ποτὲ λευκὸν πόδ᾽ ἀναβακχεύουσα, δέραν |
Τάχα θενά 'ρθει ένας καιρός που σε χορούς ολονυχτίς πόδι λευκό θενά πατώ, |
|
865 |
εἰς αἰθέρα δροσερὸν ῥίπτουσ᾽, ὡς νεβρὸς χλοεραῖς ἐμπαί- ζουσα λείμακος ἡδοναῖς, ἡνίκ᾽ ἂν φοβερὰν φύγῃ θήραν ἔξω φυλακᾶς |
βακχεύοντας με αναγυρτό κεφάλι, μες στο δροσερό το αγέρι, σα λαφόπουλο που παίζει μέσα στη χαρά την πράσινη του λιβαδιού, σαν ξέφυγε το φοβερό κυνήγημα και τη χωσιά, |
870 |
εὐπλέκτων ὑπὲρ ἀρκύων, θωΰσσων δὲ κυναγέτας συντείνῃ δράμημα κυνῶν· μόχθοις τ᾽ ὠκυδρόμοις τ᾽ ἀέλ- λαις θρῴσκει πεδίον |
πηδώντας τα καλόπλεχτα δίχτυα, κι ωστόσο ο κυνηγός χουγιάζει τα λαγωνικά; Μα αυτό, με γρηγορότρεχα ποδάρια σαν τον άνεμο, |
875 |
παραποτάμιον, ἡδομένα βροτῶν ἐρημίαις σκιαρο- κόμοιό τ᾽ ἔρνεσιν ὕλας. |
διαβαίνει του ακροπόταμου την ομαλιά και χαίρεται την απερπάτηχτη ερημιά και τη χλωρή τη φυλλουριά του λόγκου του βαθύμαλλου. |
τί τὸ σοφόν; ἢ τί τὸ κάλλιον παρὰ θεῶν γέρας ἐν βροτοῖς |
Τί 'ναι η σοφία; Ποιο χάρισμα απ' όσα δίνουν οι θεοί |
|
880 |
ἢ χεῖρ᾽ ὑπὲρ κορυφᾶς τῶν ἐχθρῶν κρείσσω κατέχειν; ὅ τι καλὸν φίλον ἀεί. |
στον άνθρωπο είναι πιο καλό παρά το χέρι να μπορεί το νικητήριο να κρατεί πα στο κεφάλι των εχτρών; Τ' όμορφο πάντα είναι αρεστό ! |
[αντ. | ||
ὁρμᾶται μόλις, ἀλλ᾽ ὅμως πιστόν <τι> τὸ θεῖον |
Αγαλινά πορεύεται η θεοτικιά η δύναμη, όμως ποτέ δεν αστοχά· |
|
885 |
σθένος· ἀπευθύνει δὲ βροτῶν τούς τ᾽ ἀγνωμοσύναν τιμῶν- τας καὶ μὴ τὰ θεῶν αὔξον- τας σὺν μαινομένᾳ δόξᾳ. κρυπτεύουσι δὲ ποικίλως |
κι απ' τους ανθρώπους τιμωρεί όσους τιμούν την ασπλαχνιά, κι από μιά γνώμη αλλόφρενη, δεν προσκυνάνε τους θεούς. Αυτοί κρύβουν πολύτροπα |
890 |
δαρὸν χρόνου πόδα καὶ θηρῶσιν τὸν ἄσεπτον. οὐ γὰρ κρεῖσσόν ποτε τῶν νόμων γιγνώσκειν χρὴ καὶ μελετᾶν. κούφα γὰρ δαπάνα νομί- |
του χρόνου το αργό πάτημα και κυνηγούν τον άσεβο. Απ' τη συνήθεια πιο ψηλά, γνώση και πράξη μη ζητάς. Δε σου στοιχίζει να θαρρείς |
895 |
ζειν ᾇσχὺν τόδ᾽ ἔχειν, ὅ τι ποτ᾽ ἄρα τὸ δαιμόνιον, τό τ᾽ ἐν χρόνῳ μακρῷ νόμιμον ἀεὶ φύσει τε πεφυκός. |
πώς έχει δύναμη ο θεός, -όποιος και νά 'ν'— και να τιμάς αυτό που οι αιώνες συνηθούν κι από τη φύση το κρατούν. |
τί τὸ σοφόν; ἢ τί τὸ κάλλιον | Τί 'ναι η σοφία; Ποιο χάρισμα | |
900 |
παρὰ θεῶν γέρας ἐν βροτοῖς ἢ χεῖρ᾽ ὑπὲρ κορυφᾶς τῶν ἐχθρῶν κρείσσω κατέχειν; ὅ τι καλὸν φίλον ἀεί. |
απ' όσα δίνουν οι θεοί στον άνθρωπο είναι πιο καλό παρά το χέρι να μπορεί το νικητήριο να κρατεί πα στο κεφάλι των εχτρών; Τ' όμορφο πάντα είναι αρεστό ! |
[επωδ. | ||
εὐδαίμων μὲν ὃς ἐκ θαλάσσας | Μακάριος όποιος γλίτωσε | |
905 |
ἔφυγε χεῖμα, λιμένα δ᾽ ἔκιχεν· εὐδαίμων δ᾽ ὃς ὕπερθε μόχθων ἐγένεθ᾽· ἑτέρᾳ δ᾽ ἕτερος ἕτερον ὄλβῳ καὶ δυνάμει παρῆλθεν. μυρίαι δ᾽ ἔτι μυρίοις |
τις τρικυμιές της θάλασσας κι αραξοβόλι πέτυχε· μακάριος όποιος έφτασε στο τέρμα των αγώνων του· στον πλούτο και στη δύναμη ο ένας τον άλλο ξεπερνά. Ελπίδες μύριες βρίσκουνται |
910 |
εἰσὶν ἐλπίδες· αἳ μὲν τελευτῶσιν ἐν ὄλβῳ βροτοῖς, αἳ δ᾽ ἀπέβησαν· τὸ δὲ κατ᾽ ἦμαρ ὅτῳ βίοτος εὐδαίμων, μακαρίζω. |
μες στις μυριάδες τους θνητούς· άλλες καλότυχα τους παν κι άλλες μαδάνε και σκορπάν· καλοτυχίζω το θνητό που τη ζωή χαιράμενα μέρα τη μέρα την περνά. |