ΕΞΟΔΟΣ Ὁ Νεοπτόλεμος μπαίνει βιαστικός στή σκηνή, κρατώντας τό τόξο καί τή φαρέτρα τοῦ Φιλοκτήτη. Τόν ἀκολουθεῖ ὁ Ὀδυσσέας. |
ΧΟΡΟΣ
Θά ἔφευγα, μά βλέπω
τόν Ὀδυσσέα καί τό γιό του Ἀχιλλέα.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Δέ θά μοῦ πεῖς γιατί σ’ ἔπιασε τόση βιασύνη;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τά λάθη μου τρέχω νά διορθώσω.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Παράξενο. Τί λάθος ἔκανες;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Σέ ἄκουσα καί σένα κι ὅλο τό στρατό.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Λοιπόν, ἔκανες τίποτε ἀνάξιό σου;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἐξόντωσα γενναῖον ἄντρα μέ ψέματα καί κόλπα καί βρωμιές.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Παράξενο κι ἀπίστευτο. Τί σκέφτηκες πάλι;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τίποτε καινούριο. Στόν γιό τοῦ Ποίαντα πρέπει...
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Στόν γιό τοῦ Ποίαντα πρέπει τί; Μή μέ τρομάζεις!
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τό τόξο πού τοῦ πῆρα νά τοῦ δώσω.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Γιά ὄνομα τοῦ Δία· δέ σοβαρολογεῖς.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δέν εἶναι δίκαιο· δέ μοῦ ἀνήκει. Μέ ἀπάτη τοῦ τό πῆρα.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Μα τί λές, μέ κοροϊδεύεις;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἄν εἶναι κοροϊδία ἡ ἀλήθεια...
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Τί ξεστόμησες, ἀγόρι τοῦ Ἀχιλλέα;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Χρειάζεται νά σοῦ τό πῶ καί δεύτερη φορά;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Οὔτε δεύτερη, οὔτε πρώτη.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἔτσι κι ἀλλιῶς, στό εἶπα.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Μή βιάζεσαι· κάποιος διαφωνεῖ
καί πρόκειται νά σ’ ἐμποδίσει.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τί ἀκούω; Καί ποιός εἶναι αὐτός;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Σύμπας ὁ στρατός τῶν Ἀχαιῶν κι ἐγώ μαζί τους.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Εἶσαι σοφός, μά δέν τά λές σοφά.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ἐνῶ εσύ καί δέν τά λές καί δέν τά κάνεις.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Φτάνει πού εἶναι δίκαια.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Δίκαιο εἶναι νά ἐπιστρέψεις ὅ,τι πῆρες
μέ πρωτοβουλία δική μου;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μέ προστυχιά δική σου καί ντροπή δική μου,
νά λές καλύτερα. Μά θά τά διορθώσω.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Δέ φοβᾶσαι τό στρατό τῶν Ἀχαιῶν;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἔχω τό δίκαιο στό πλευρό μου.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Κι ἐγώ στό χέρι μου.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δέν πείθεις μέ τέτοια.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Συνεπῶς, ν’ ἀφήσουμε τούς Τρῶες
καί νά ριχτοῦμε πάνω σου.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ὅ,τι θέλει ἄς γίνει!
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Βλέπεις τό δεξί μου χέρι; Χαϊδεύει τό σπαθί.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Κι ἐγώ, ξέρεις, δέν ἀργῶ νά κάνω τό ἴδιο.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Πάει καλά, σ’ ἀφήνω τώρα·
μά ὅταν ἐπιστρέψω, θά τά μάθει
ὅλα ὁ στρατός καί θά σέ κυνηγήσει.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἐπιτέλους, σκέφτηκες σωστά κι ἄν συνεχίσεις ἔτσι,
μπορεῖ νά σώσεις τό τομάρι σου.
Ὁ Νεοπτόλεμος στρέφεται πρός τόν Φιλοκτήτη. |
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τί φασαρία εἶναι αὐτή; Ποιός μέ φωνάζει;
Τί θέλετε, ξένοι; Ἀλίμονό μου πάλι!
Δέ χορτάσατε κακία
κι ἔρχεστε νά θερίσετε καινούργια
ἀπό τίς συμφορές μου;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μή φοβᾶσαι κι ἄκου τί ἔχω νά σοῦ πῶ.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ὅσο γι’αὐτό, ἄσε με ἐμένα νά φοβᾶμαι·
καί προηγουμένως σ’ ἄκουσα, ἀλλά δέν ἔπρεπε.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Λοιπόν, δέν ἔχει τό δικαίωμα κανείς νά μετανιώσει;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἔτσι μιλοῦσες κι ὅταν μοῦ ἔκλεβες τό τόξο.
Σκέψεις ἐχθροῦ, σέ γλώσσα φίλου ὀχυρωμένες.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ναί· ἀλλά τώρα δέν εἶναι τό ἴδιο.
Θέλω νά μάθω τί ἀποφάσισες.
Θά μείνεις καί θά ὑποφέρεις ἤ θά ἔρθεις μαζί μας;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Πάψε, μή συνεχίζεις· χάνεις τά λόγια σου.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τό ἀποφάσισες λοιπόν;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἀποφασιστικά.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Νά ’ξερες πόσο θά ’θελα νά μέ ἐμπιστευθεῖς!
Ἀλλ’ ἀφοῦ ματαιοπονῶ, σωπαίνω.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τά λόγια σου θά ἔχανες, ἔτσι κι ἀλλιῶς.
Δέν πρόκειται νά πάρεις τίποτε ἀπ’ τήν καρδιά μου.
Φτάνει πού πρῶτα ἔκλεψες τήν ἴδια τή ζωή μου
κι ὕστερα μοῦ παρέδιδες μαθήματα ἐπιβίωσης.
Φτάνει πού φέρθηκες σάν κάθαρμα, ἐσύ,
παιδί ἐνάρετου πατέρα.
Στάχτη νά γίνετε ὅλοι!
Πρῶτα οἱ Ἀτρεῖδες, ὕστερα ὁ γιός
τοῦ Λαέρτη καί μετά ἐσύ...
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μή συνεχίζεις τίς κατάρες· πάρε τό τόξο σου.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τί εἶπες; Μοῦ στήνεις δεύτερη παγίδα;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μάρτυράς μου ὁ ἁγνός κι ὕψιστος Δίας.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τί λόγια ὑπέροχα εἶναι αὐτά, ἄν λές ἀλήθεια...
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Θά δείξει ἡ πράξη. Ἔλα τώρα· πιάσε τό τόξο σου μέ τό δεξί.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Σταθεῖτε! Ἐν ὀνόματι τῶν Ἀτρειδῶν καί τοῦ στρατοῦ,
τό ἀπαγορεύω καί κριτές μου οἱ θεοί.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ποιός μίλησε παιδί μου;
Μοῦ φαίνεται πώς εἶναι ὁ Ὀδυσσέας.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Σωστά! Καί μίλησα καί στέκομαι μπροστά σου
καί θά σέ σύρω ὁπωσδήποτε στήν Τροία,
θέλει δέ θέλει τό ἀγόρι τοῦ Ἀχιλλέα.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μή χαίρεσαι. Κάθισε πρῶτα πετάξει αὐτό τό βέλος.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἔ, ὄχι κι ἔτσι! Μή, μᾶς βλέπει ὁ θεός, μή ρίξεις!
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἄφησέ μου τό χέρι, καλό μου παιδί. Γιά τό θεό, ἄφησέ με!
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δέ σ’ ἀφήνω.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Γιατί μ’ ἐμπόδισες νά τόν σκοτώσω;
Δικός μου ὁ ἐχθρός, δικό μου καί τό τόξο.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἀλλά θά τό πληρώσουμε κι οἱ δυό· δέ μᾶς συμφέρει.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μάθε λοιπόν πώς οἱ ἐπικεφαλῆς,
αὐτοί οἱ ψευτοκήρυκες τῶν Ἀχαιῶν,
εἶναι γενναῖοι στά λόγια, ἀλλά στή μάχη
δέν τά πολυκαταφέρνουν.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἔστω· τό τόξο σου ὅμως τό πῆρες,
δέν ἔχεις λόγο νά θυμώνεις καί νά μέ κατηγορεῖς.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Συμφωνῶ ἀπολύτως, παιδί μου·
τή φύση σου ἔδειξες καί τήν καταγωγή σου.
Δέν εἶσαι γιός τοῦ Σίσυφου, ἀλλά τοῦ Ἀχιλλέα
πού δοξαζόταν ζωντανός καί δοξάζεται νεκρός.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Χαίρομαι πού μακαρίζεις τόν πατέρα μου κι ἐμένα·
ἄκουσε ὅμως τί ζητῶ ἐγώ ἀπό σένα.
Πρέπει ὁπωσδήποτε ν’ ἀντέχουμε τή μοίρα
πού μᾶς χαρίζουν οἱ θεοί.
Ὅσο γι’ αὐτούς πού κλέβουν
στή μοιρασιά τόν ἴδιο τόν ἑαυτό τους,
δέν εἶναι δίκαιο νά τούς λυπᾶσαι καί νά τούς συμπονεῖς.
Τώρα, ἐσύ ἀγρίεψες κι ἀρνεῖσαι νά δεχθεῖς
τίς συμβουλές αὐτοῦ πού θέλει τό καλό σου.
Δείχνεις νά τόν σιχαίνεσαι, σάν νά ’ρθε νά σοῦ στήσει
τή χειρότερη παγίδα. Ἕνα σοῦ λέω καί μάρτυράς μου
ὁ Δίας. Μοίρα σταλμένη ἀπ’ τούς θεούς ματώνεις καί βογγᾶς,
γιατί πλησίασες τό φύλακα τῆς Χρύσης,
φίδι κρυφό στόν κόρφο τοῦ ἀκάλυπτου ναοῦ.
Κατάλαβέ το, νιώσε το, δέν πρόκειται νά γιατρευτεῖς,
ὅσο ἀνατέλλει ἀπό ἐδῶ καί βασιλεύει ἐκεῖ,
πρίν πᾶς στήν Τροία καί βρεῖς τούς Ἀσκληπίδες
κι ἀπαλλαγεῖς ἀπ’ τήν πληγή καί ἀπαλλάξουμε μαζί
τήν πολιτεία ἀπό τά τείχη της, μ’ αὐτό τό τόξο.
Ἄκου τώρα πῶς τά ἔμαθα ὅλα αὐτά.
Ἔχουμε κάποιον Τρώα αἰχμάλωτο, τόν Ἕλενο,
τόν πρωτομάντη, πού μᾶς διαβεβαιώνει
πώς ἄν δέν μποῦμε στήν Τροία μέχρι τό καλοκαίρι,
μᾶς δίνει τή ζωή του γιά σφαγή.
Τώρα πού ξέρεις, μπορεῖς νά συγχωρήσεις.
Ἀξίζει ἄλλωστε τόν κόπο.
Κρίθηκες πρώτος τῶν Ἑλλήνων.
Χέρια γιατρῶν σέ περιμένουν
καί δόξα ὑπέρτατη, ὅταν στεγνώσεις
τά δάκρυα πού μᾶς γέννησε ἡ Τροία στήν πυρά της.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ζωή μου ἄπονη, γιατί ἐπιμένεις νά φωτίζεις;
Γιατί δέ μ’ ἄφησες στόν Ἅδη νά νυχτώσω;
Ὁρίστε τώρα, τί νά κάνω;
Πῶς ν’ ἀπορρίψω λόγια φιλικά;
Κι ἄν τά δεχτῶ, ἄν ὑποκύψω, πῶς θ’ ἀντικρίσω ἄνθρωπο;
Πῶς θ’ ἀντέξω τό φῶς; Πῶς θ’ ἀντέξετε, μάτια,
στό πλάι μου τούς Ἀτρεῖδες
κι ἐκεῖνο τό λοιμό πού γέννησε ὁ Λαέρτης,
ἐσεῖς πού εἴδατε τούς ἴδιους νά ζητοῦν τό θάνατό μου;
Ὅλα ὅσα πέρασα δέ μέ πονᾶνε πιά.
Ἡμέρεψαν μέ τόν καιρό καί δέ δαγκώνουν.
Αὐτά πού βλέπω νά ’ρχονται φοβᾶμαι,
γιατί ὅσοι γεννοῦν συμφορές, συμφορές ἀνατρέφουν.
Ὅσο γιά σένα, ἀκόμη ἀπορῶ.
Ἀφοῦ ὄχι μόνο δέν ἔπρεπε νά πᾶς στήν Τροία,
ἀπ’ τήν ἀρχή, μά ν’ ἀποτρέψεις κι ἄλλους, γιατί πῆγες;
Κι ἔστω, βρέθηκες ἐκεῖ. Ἀφοῦ σοῦ πῆραν
τά ὅπλα τοῦ πατέρα σου καί σ’ ἐξεφτέλισαν, γιατί
θέλεις τήν εὔνοιά τους καί μοῦ ζητᾶς τό ἴδιο;
Ὅχι, παιδί μου, βγάλ’ το ἀπ’ τό μυαλό σου.
Θυμήσου τί μοῦ ὁρκίστηκες καί στεῖλε με στό σπίτι μου.
Πήγαινε κι ἐσύ στήν Σκύρο κι ἄφησε τά καθάρματα νά φᾶνε
τίς σάρκες τους. Χάρη διπλή θά σοῦ χρωστᾶμε
ὁ πατέρας σου κι ἐγώ. Μή βοηθήσεις
ἄθλιους ἀνθρώπους. Δεῖξε τήν ἐντιμότητά σου.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Σωστά τά λές. Ὅμως ἐγώ θέλω νά ἐμπιστευθεῖς
τούς θεούς καί τά λόγια μου.
Φύγε ἀπ’ αὐτή τή γῆ μέ φίλους.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Νά πάω στήν Τροία, νά κουβαλήσω
στό ἔκτρωμα τοῦ Ἀτρέα τήν πληγή μου;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Νά πᾶς σέ κείνους πού θά κλείσουν τήν ἀφόρητη πληγή σου,
σέ κείνους πού θά σέ γιατρέψουν.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Νά κάνουμε αὐτό πού μᾶς συμφέρει καί τούς δυό..
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Καί δέν ντρέπεσαι ν’ ἀκοῦνε οἱ θεοί;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Γιατί νά ντρέπομαι, ἀφοῦ φροντίζω φίλους;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τούς Ἀτρεῖδες ἤ ἐμένα ἐννοεῖς;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἐσένα βέβαια· ἐσύ εἶσαι φίλος μου.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τότε γιατί μέ δίνεις στούς ἐχθρούς μου;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μάθε νά μή σέ τυφλώνουν οἱ συμφορές, ἀγαπητέ.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Σέ ξέρω ἐσένα! Πᾶς νά μ’ ἐξοντώσεις μέ κουβέντες.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Λάθος ἄνθρωπο φοβᾶσαι κι ἀπορῶ πού δέν καταλαβάνεις.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Νά καταλάβω τί; Δέν ξέρω ποιοί μέ πέταξαν ἐδῶ;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Κι ἀποκλείεις αὐτοί νά σέ ξαναμαζέψουν;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ὄχι μέ τή συγκατάθεσή μου. Δέν πάω στήν Τροία.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τί νόημα ἔχει λοιπόν νά προσπαθῶ,
ἀφοῦ δέν πείθεσαι; Μέ κούρασαν τά λόγια.
Καλύτερα νά πάψω νά ζητῶ
λύση κι ἐσύ νά συνεχίσεις τό ἀδιέξοδό σου.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἄσε με ἐμένα νά ὑποφέρω αὐτά πού πρέπει
καί κάνε ἐσύ αὐτό πού ὀφείλεις,
αὐτό πού ὁρκίστηκε τό ἄγγιγμά σου
στό δεξιό μου χέρι. Πήγαινέ με
στό σπίτι μου. Κάν’ το, παιδί μου, μήν ἀργεῖς καί προπάντων
μή μοῦ θυμίζεις τήν Τροία.
Τήν ἔκλαψα, τήν θρήνησα. Στέρεψα. Φτάνει πιά!
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Πάμε, λοιπόν, ἀφοῦ τό θέλεις.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἄ, λόγια πολυπόθητα, γενναῖα!
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Στηρίξου πάνω μου.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ὁλόκληρος!
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἐγώ πῶς θά γλυτώσω ἀπό τούς Ἀχαιούς;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μή σέ νοιάζει.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Κι ἄν ἐρημώσουν τή γῆ μου;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἐγώ παρών!
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἐσύ; Πῶς θά τούς ἐμποδίσεις;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μέ τά βέλη τοῦ Ἡρακλῆ.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δηλαδή;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Θά τούς κρατήσω μακριά.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Προσκύνησε τή γῆ καί προχώρα.
Καθώς ὁ Φιλοκτήτης γονατίζει, ἐμφανίζεται ὁ Ἡρακλῆς. |
ΗΡΑΚΛΗΣ
Ὄχι ἀκόμη, γιέ τοῦ Ποίαντα.
Ὄχι πρίν μάθεις τί ἔχω νά σοῦ πῶ.
Νά εἶσαι βέβαιος πώς ἀκοῦς φωνή τοῦ Ἡρακλῆ
καί βλέπεις τοῦ Ἡρακλῆ μορφή.
Γιά χάρη σου ἄφησα τόν οὐρανό,
τοῦ Δία βουλεύματα νά προσκομίσω
καί τό δρόμο πού ἐτοιμάζεσαι νά πάρεις νά ἐμποδίσω.
Ἄκου, μάθαινε καί πράττε τό σωστό.
Σοῦ ὑπενθυμίζω πώς ἐγῶ πέρασα κόπους
καί πόνεσα ἀγωνίες ἕνα σωρό,
μέχρι νά φτάσω ἐτούτη τήν ἀθάνατη ἀρετή.
Πάρ’ το ἀπόφαση, τά ἴδια ὀφείλεις στή μεγάλη,
τήν ἔνδοξη ὕπαρξή σου.
Θά πᾶς μαζί μ’ αὐτόν τόν ἄνδρα στήν πολιτεία τῆς Τροίας
καί πρῶτα ἀπ’ τήν πληγή σου θά ξεφύγεις.
Ὕστερα, ἀφοῦ ἀναδειχθεῖς πρῶτος πολεμιστής,
μέ τό δικό σου τόξο θ’ ἀπαλλάξεις τούς θνητούς
ἀπό τόν Πάρη, αὐτόν ποῦ εἶναι αἰτία κάθε κακοῦ,
τήν Τροία θά ἐκπορθήσεις
καί τ’ ἀριστεῖα πού θά σοῦ δώσει ὁ στρατός,
θά στείλεις λάφυρα στά μέγαρα τοῦ Ποίαντα πατέρα,
στήν Οἴτη ἐκεῖ, τή γῆ μητέρα.
Ὅμως αὐτά πού ἴσως πάρεις γιά τό τόξο μου,
στόν τόπο τῆς πυρᾶς μου ἀνάθεσέ τα.
Ὅσο γιά σένα, γιέ τοῦ Ἀχιλλέα, οἱ παραινέσεις μου εἶναι αὐτές:
οὔτε ἐσύ, χωρίς αὐτόν, διαθέτεις
τήν ἀπαιτούμενην ἰσχύ γιά νά ἐκπορθήσεις
τήν ἐπικράτεια τῆς Τροίας, οὔτε αὐτός, χωρίς ἐσένα.
Ὁ ἕνας τόν ἄλλο νά φυλᾶτε, σάν λιοντάρια
πού βγαίνουνε μαζί νά κυνηγήσουν.
Ἐγώ θά στείλω στό Ἴλιο τόν Ἀσκληπιό, [30]
νά παύσει τήν πληγή σου.
Ἀποφασίστηκε γιά δεύτερη φορά νά τήν ἁλώσει [31]
τό τόξο μου. Προσέξτε ὅμως,
ὅταν σαρώνετε τή γῆ, σεβαστεῖτε ὅ,τι ἀνήκει στούς θεούς·
γιατί ὅλα τ’ ἄλλα δεύτερα τά θεωρεῖ ὁ Δίας πατέρας·
ὁ σεβασμός μπορεῖ νά ζεῖ μέ τούς ἀνθρώπους
μά δέν πεθαίνει ποτέ τό θάνατό τους.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Λόγια πού δίψασα ν’ ἀκούσω μοῦ ἔχεις φέρει
μετά ἀπό τόσα χρόνια.
Δέν πρόκειται ν’ ἀντισταθῶ στό κάλεσμά τους.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τό ἴδιο κι ἐγώ.
ΗΡΑΚΛΗΣ
Μή χάνετε χρόνο λοιπόν· στήν πράξη.
Ἐπείγεται κατάπρυμνα ταξίδι ὁ καιρός.
Ὁ Ἡρακλῆς ἐξαφανίζεται. |
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μιά στιγμή· τώρα πού φεύγω,
ἔχω δυό λόγια φυλαγμένα νά πῶ σ’ αὐτή τή γῆ.
Χαῖρε, σπηλιά, φωλιά καί φυλακή μου·
τῶν λιβαδιῶν νεράιδες, κύμα τοῦ πόντου ἀδάσμαστο,
κι ἐσύ λιθάρι τῆς ἁρμύρας,
πού ἔδειρε ἡ νοτιά τό πρόσωπό μου
κι ἔδειρε ἡ φρίκη τοῦ θανάτου τήν πληγή μου
κι ἀντήχησε τό ὕψωμα τοῦ Ἑρμῆ κάθε κραυγή μου, [32]
δαρμένη ἀπό τό κρύο καί τή βροχή.
Φεύγω τώρα, σᾶς ἀφήνω,
Λύκιες πηγές, Λύκια δροσιά, πάω γιά μιά δόξα [33]
πού δέ φαντάστηκα ποτέ νά ταξιδέψω.
Χαῖρε, τῆς Λήμνου γῆ θαλασσινή·
εὐχήσου μου, ἀπ’ τήν πέτρινη καρδιά σου,
καλό ταξίδι πρός τά ἐκεῖ πού μέ καλεῖ
Μοίρα μεγάλη, φίλων συμβουλή
κι ὁ πανδαμάτωρ ὁ θεός πού ἀποφασίζει.
ΧΟΡΟΣ
Πάμε λοιπόν κι ἄς μᾶς χαρίσουν
Ὅλοι ξεκινοῦν γιά τό καράβι. |