<< 5ο Επεισόδιο [εισαγωγή] 7ο Επεισόδιο >>

Ευριπίδη Μήδεια

Μετάφραση Π. Πρεβελάκη

6ο Χορικό (1251-1292)

       
Χο. ἰὼ Γᾶ τε καὶ παμφαὴς [στρ. 
ἀκτὶς Ἀελίου͵ κατίδετ΄ ἴδετε τὰν 
ὀλομέναν γυναῖκα͵ πρὶν φοινίαν 
τέκνοις προσβαλεῖν χέρ΄ αὐτοκτόνον· 
τεᾶς γὰρ ἀπὸ χρυσέας γονᾶς 
ἔβλαστεν͵ θεοῦ δ΄ αἷμά τι πίτνειν 
φόβος ὑπ΄ ἀνέρων. 
ἀλλά νιν͵ ὦ φάος διογενές͵ κάτειρ-
γε κατάπαυσον͵ ἔξελ΄ οἴκων φονίαν
Χορ. Γη κι ολόφεγγη αχτίδα του Ήλιου, [στρ.
δείτε εδώ, δείτε εδώ τη ρημάχτρα
τη γυναίκα, προτού με αυτοχτόνο,
ματοστάλαχτο χέρι χτυπήσει
τα δικά της τα τέκνα!
Της χρυσής σου γενιάς, Ήλιε, κλώνος
είν' κι αυτά· και φριχτό ενός θεού
το αίμα χέρι θνητού να το χύνει.
Αλλά εσύ, φως διογέννητο, κράτα,
μπόδισε την, και διώξε απ' το σπίτι
την τρισάθλια, αιμοβόρα Ερινύα,
1260 τάλαινάν τ΄ Ἐρινὺν ὑπ΄ ἀλαστόρων.   οι θεοί του κακού που αμολήσαν.
       
  μάταν μόχθος ἔρρει τέκνων͵ [ἀντ. 
ἆρα μάταν γένος φίλιον ἔτεκες͵ ὦ 
κυανεᾶν λιποῦσα Συμπληγάδων 
πετρᾶν ἀξενωτάταν ἐσβολάν; 
δειλαία͵ τί σοι φρενῶν βαρὺς 
χόλος προσπίτνει καὶ δυσμενὴς 
φόνος; ἀμείβεται 
χαλεπὰ γὰρ βροτοῖς ὁμογενῆ μιά 
σματα ἐπὶ γαῖαν αὐτοφόνταις ξυνῳ
  Μάταια πήγαν οι μόχτοι της μάνας, [αντ.
μάταια γέννησες φύτρα, λοιπόν,
πολυαγάπητη, εσύ πού μιά μέρα
αντιπέρασες των Συμπληγάδων,
των σιδερικών βράχων,
το αφιλόξενο διάβα.
Γιατί, δόλια, ο βαρής ο θυμός
να σου ανάψει τα φρένα; Γιατί
φονική μιαν αμάχη να νιώθεις
και την πρώτην αρνήθης αγάπη;
Φοβερό για θνητούς αν από αίμα
της γενιάς μολευτούν της δίκης τους·
στους φονιάδες της ίδιας τους φύτρας,
αυτό φέρνει δεινά, και χτυπά
1270 δὰ θεόθεν πίτνοντ΄ ἐπὶ δόμοις ἄχη.   μες στα σπίτια τους χέρι θεού,
της σφαγής τιμωρού.
       
  <ΠΑΙΔΕΣ ἔνδοθεν.    ΠΑΙΔΙ (Από μέσα.)
  αἰαῖ.>   Άα!
1273      
Χο. ἀκούεις βοὰν ἀκούεις τέκνων; [στρ. Χορ. Ακούγεις των παιδιών το σκούσμα; Ακούγεις; [στρ
1274 — ἰὼ τλᾶμον͵ ὦ κακοτυχὲς γύναι.   Αλί σου, δόλια, δύστυχη γυναίκα!
1271      
Πα. οἴμοι͵ τί δράσω; ποῖ φύγω μητρὸς χέρας;  Παι. Ωιμένα, τί να κάμω να ξεφύγω
τα χέρια της μητέρας;
1272 — οὐκ οἶδ΄͵ ἄδελφε φίλτατ΄· ὀλλύμεσθα γάρ.                    —Αχ, δεν ξέρω,
καλό μου αδέρφι, τι χαμένοι πάμε.
1275     Ο Χορός σμαριάζει και σαλεύει αναποφάσι-
στος μπρος στο σπίτι.
Χο. παρέλθω δόμους; ἀρῆξαι φόνον 
δοκεῖ μοι τέκνοις.
Χορ. Λέω στο σπίτι να μπω να τα γλυτώσω,
τα παιδιά, απ' τη σφαγή.
Πα. ναί͵ πρὸς θεῶν͵ ἀρήξατ΄· ἐν δέοντι γάρ. 
— ὡς ἐγγὺς ἤδη γ΄ ἐσμὲν ἀρκύων ξίφους.
Παι.                    Ναί, σώσετε μας,
για τόνομα των θεών, μη χάνετε ώρα!
— Είμαστε κιόλας στου σπαθιού το στόμα!
Χο. τάλαιν΄͵ ὡς ἄρ΄ ἦσθα πέτρος ἢ σίδα- Χορ. Βαριομοίρα, από σίδερο ή πέτρα
1280 ρος͵ ἅτις τέκνων 
ὃν ἔτεκες ἄροτον αὐτόχειρι μοίρᾳ κτενεῖς.
  λοιπόν είσαι πού πας να σκοτώσεις,
με το χέρι σου, τέκνα δικά σου
και καρπό της κοιλιάς σου!
       
  — μίαν δὴ κλύω μίαν τῶν πάρος [ἀντ. 
γυναῖκ΄ ἐν φίλοις χέρα βαλεῖν τέκνοις· 
Ἰνὼ μανεῖσαν ἐκ θεῶν͵ ὅθ΄ ἡ Διὸς 
δάμαρ νιν ἐξέπεμψε δωμάτων ἄλῃ· 
πίτνει δ΄ ἁ τάλαιν΄ ἐς ἅλμαν φόνῳ 
τέκνων δυσσεβεῖ͵ 
ἀκτῆς ὑπερτείνασα ποντίας πόδα͵ 
δυοῖν τε παίδοιν συνθανοῦσ΄ ἀπόλλυται.
  Μια μονάχα γυναίκα έχω ακούσει, [αντ
μια μονάχα, και σ' άλλους καιρούς,
πού στα τέκνα της σήκωσε χέρι,
την Ινώ, που οι θεοί 'χαν τρελάνει,
του Δία σύντας το ταίρι απ' το σπίτι
την απόδιωξε σε άφιλους δρόμους.
Κι αυτή ρίχτηκε, η δύστυχη, μέσα
στ' αρμυρά τα νερά, και στα τέκνα
έδωσε άνομο τέλος.
Μ' ένα πήδημα πάνω απ' το βράχο,
συνεπήρε τα δυό της
τα παιδιά στο χαμό της!
1290 τί δῆτ΄ οὖν γένοιτ΄ ἂν ἔτι δεινόν; ὦ 
γυναικῶν λέχος 
πολύπονον͵ ὅσα βροτοῖς ἔρεξας ἤδη κακά.
  Άλλο πιο φοβερό που να γίνει;
Ποια δεινά στους θνητούς έχεις φέρει,
ώ γυναίκεια, πολύπαθη κλίνη!

 

<< 5ο Επεισόδιο [εισαγωγή] 7ο Επεισόδιο >>

Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Φεβρουάριος 2001