<< 1ο επεισόδιο [εισαγωγή] 2ο επεισόδιο >>

Ευριπίδη Μήδεια

Μετάφραση Π. Πρεβελάκη

1ο Χορικό (96-213)

  ΜΗΔΕΙΑ <ἔνδοθεν>   ΜΗΔΕΙΑ (Από μέσα.)
  ἰώ͵ 
δύστανος ἐγὼ μελέα τε πόνων͵ 
ἰώ μοί μοι͵ πῶς ἂν ὀλοίμαν; 
  Αχ,ωιμέ!
Μαύρη κι άραχλη πούμαι!
Και τί πόνοι με σφάζουν, αλί μου!
Νάχα πώς να χαθώ!
Τρ. τόδ΄ ἐκεῖνο͵ φίλοι παῖδες· μήτηρ 
κινεῖ κραδίαν͵ κινεῖ δὲ χόλον.
Παρ. Ακριβά μου παιδιά, νά το ως τόλεγα· η μάνα
την καρδιά της ξανάφτει, κεντά το θυμό της.
100 σπεύσατε θᾶσσον δώματος εἴσω 
καὶ μὴ πελάσητ΄ ὄμματος ἐγγύς͵ 
μηδὲ προσέλθητ΄͵ ἀλλὰ φυλάσσεσθ΄ 
ἄγριον ἦθος στυγεράν τε φύσιν 
φρενὸς αὐθάδους.— 
ἴτε νῦν͵ χωρεῖθ΄ ὡς τάχος εἴσω.— 
  Κάντε γρήγορα! Μέσα! Στο σπίτι!
Και μακριά από τα μάτια της νάστε.
Μη ζυγώνετε καν, φυλαχτείτε
απ' την άγριαν οργή και τη φύση
τη φριχτή του ανυπόταχτου νου της.
Άιντε τώρα, κ' εμπάτε γοργά!
      Τα παιδιά κι ο Παιδαγωγός μπαίνουν
στο σπίτι.
  δῆλον δ΄ ἀρχῆς ἐξαιρόμενον 
νέφος οἰμωγῆς ὡς τάχ΄ ἀνάψει 
μείζονι θυμῷ· τί ποτ΄ ἐργάσεται 
μεγαλόσπλαγχνος δυσκατάπαυστος
  Φανερό πώς το νέφος του θρήνου,
πού πηγαίνει τ' αψήλου, μπουρίνι θα γίνει.
Αχ, τί πάει να σκαρώσει η ψυχή
η τρανή κι ανεκράταγη τόσο,
δαγκωμένη απ' τα βάσανα ως είναι;
110 ψυχὴ δηχθεῖσα κακοῖσιν;    
Μη. αἰαῖ͵ 
ἔπαθον τλάμων ἔπαθον μεγάλων 
ἄξι΄ ὀδυρμῶν· ὦ κατάρατοι 
παῖδες ὄλοισθε στυγερᾶς ματρὸς 
σὺν πατρί͵ καὶ πᾶς δόμος ἔρροι.
Μηδ. Αχ, ωιμέ!
Τί έχω πάθει η πανάθλια!
Έχω πάθια να σκούξω ως τα ουράνια!
Ω κατάρατα τέκνα μητέρας φριχτής
που ν' ανοίξει το χώμα 
να σας φάγει μαζί με τον κύρη,
και το σπίτι, κι αυτό να βουλιάξει!
Τρ. ἰώ μοί μοι͵ ἰὼ τλήμων. 
τί δέ σοι παῖδες πατρὸς ἀμπλακίας 
μετέχουσι; τί τούσδ΄ ἔχθεις; οἴμοι͵ 
τέκνα͵ μή τι πάθηθ΄ ὡς ὑπεραλγῶ. 
δεινὰ τυράννων λήματα καί πως
Παρ. Ωχ, αλί, τρισαλί σου, καημένη!
Τί σου φταίνε τα τέκνα στο φταίσμα του κύρη;
Και γιατί τα μισείς; Αχ, ωιμένα, παιδιά,
μη μου πάθετε τίποτα τρέμει ή καρδιά μου.
Φοβερό των αρχόντων το πείσμα·
120 ὀλίγ΄ ἀρχόμενοι͵ πολλὰ κρατοῦντες 
χαλεπῶς ὀργὰς μεταβάλλουσιν. 
τὸ γὰρ εἰθίσθαι ζῆν ἐπ΄ ἴσοισιν 
κρεῖσσον· ἐμοὶ γοῦν ἐν μὴ μεγάλοις 
ὀχυρῶς γ΄ εἴη καταγηράσκειν. 
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν 
τοὔνομα νικᾷ͵ χρῆσθαί τε μακρῷ 
λῷστα βροτοῖσιν· τὰ δ΄ ὑπερβάλλοντ΄ 
οὐδένα καιρὸν δύναται θνητοῖς· 
μείζους δ΄ ἄτας͵ ὅταν ὀργισθῇ
  λίγα στέργουν στους άλλους, μα πάρ' αφεντεύουν,
και τη γνώμη τους δύσκολα αλλάζουν.
Κάλλιο νάχεις συνήθιο να ζεις
με τους άλλους σαν ίσος.
Μεγαλεία να μου λείπουν έμενα,
και καλά γερατιά νάχω δίχως φουρτούνες!
Ναι! Το μέτρο! Και μόνο να πεις
τ΄όνομά του, νικά· μ' αν και πράξη το κάμεις,
δε θα βρεις πιο καλό για τον άνθρωπον άλλο.
Μα το πάνω απ' το μέτρο ποτέ τους θνητούς
δε φελά· γιατί τόσα δεινά κι άλλα τόσα,
 
130 δαίμων οἴκοις͵ ἀπέδωκεν.   αν θεός οργιστεί μ' ένα σπίτι, γεννάει.
      Δεκαπέντε γυναίκες απ' την Κόρινθο μπαίνουν
στην ορχήστρα, βαδίζοντας σιωπηλά, ενώ
ακούγονται τα τελευταία λόγια της Πα-
ραμάνας.
  ΧΟΡΟΣ   ΧΟΡΟΣ
  ἔκλυον φωνάν͵ ἔκλυον δὲ βοὰν 
τᾶς δυστάνου Κολχίδος͵ οὐδέ πω 
ἤπιος· ἀλλ΄ ὦ γηραιά͵ 
λέξον· ἐπ΄ ἀμφιπύλου γὰρ ἔσω μελάθρου βοὰν 
ἔκλυον· οὐδὲ συνήδομαι͵ ὦ γύναι͵ ἄλγεσιν 
δώματος· ἐπεί μοι φίλον κέκρανται.
  Έχω ακούσει φωνήν, έχω ακούσει βοή
της πολύ παθισμένης
Κολχιδιώτισσας, άχ! πού δε λέει να συχάσει.
Μα, γερόντισσα, μίλα·
μες στη δίπορτη στέγη μου φτάνει το σκούσμα,
και δε χαίρουμαι δα στον καημό του σπιτιού
πού έχει μπει στην καρδιά μου, γυναίκα.
Τρ. οὐκ εἰσὶ δόμοι· φροῦδα τάδ΄ ἤδη. Παρ. Πού πια σπίτι; Καπνός πες πώς είταν και χάθη.
140 τὸν μὲν γὰρ ἔχει λέκτρα τυράννων͵ 
ἃ δ΄ ἐν θαλάμοις τάκει βιοτὰν 
δέσποινα͵ φίλων οὐδενὸς οὐδὲν 
παραθαλπομένα φρένα μύθοις.
  Βασιλιάδων κρεβάτια τον έχουνε κείνον,
κ' ή κυρά μου, κλεισμένη στην κάμαρα μόνη,
καταλεί τη ζωή της, χωρίς ν' αλαφρώνει
φίλου λόγος το νου της.
       
Μη. αἰαῖ· ὦ Ζεῦ καὶ Γᾶ καὶ Φῶς· 
διά μου κεφαλᾶς φλὸξ οὐρανία 
βαίη· τί δέ μοι ζῆν ἔτι κέρδος; 
φεῦ φεῦ· θανάτῳ καταλυσαίμαν 
βιοτὰν στυγερὰν προλιποῦσα. 
Μηδ. Συφορά μου!
Η φωτιά τ' ουρανού το κεφάλι μου νάθε το σκίσει!
Ποιό το κέρδος μου ακόμα να ζω;
Ωχ, αλί, τρισαλί μου! Να μπόρουν
με το θάνατο εγώ να χαθώ,
σιχαμένη ζωή παρατώντας.
       
Χο. ἄιες· ὦ Ζεῦ καὶ γᾶ καὶ φῶς· [στρ. Χορ. Δία και γη κ' ηλιοφώς! [στρ.
150 ἀχὰν οἵαν ἁ δύστανος 
μέλπει νύμφα; 
— τίς σοί ποτε τᾶς ἀπλάτου 
κοίτας ἔρος͵ ὦ ματαία; 
σπεύσει θανάτου τελευτά· 
μηδὲν τόδε λίσσου. 
— εἰ δὲ σὸς πόσις 
καινὰ λέχη σεβίζει͵ 
κείνῳ τόδε· μὴ χαράσσου· 
— Ζεύς σοι τάδε συνδικήσει. μὴ λίαν 
τάκου δυρομένα σὸν εὐνάταν.
  —Το γρικάς ποιόν αχό τραγουδά
η κακόπαθη κόρη;
—Ω τρελή!
Τί λαχτάρα σε πιάνει
για την άξενη κοίτη;
Δεν αργεί του θανάτου το τέρμα·
μην τον κράζεις λοιπόν!
Κι αν κρεβάτι καινούργιο
να λατρεύει τον άντρα σου βλέπεις,
μην τροχάς το θυμό σου μαζί του!
Ναι, κι ο Δίας θα σου πάρει το δίκιο.
Μόν' μη λιώνεις στο κλάμα για κείνον.
Μη. 160 ὦ μεγάλα Θέμι καὶ πότνι΄ Ἄρτεμι 
λεύσσεθ΄ ἃ πάσχω͵ μεγάλοις ὅρκοις 
ἐνδησαμένα τὸν κατάρατον 
πόσιν; ὅν ποτ΄ ἐγὼ νύμφαν τ΄ ἐσίδοιμ΄ 
αὐτοῖς μελάθροις διακναιομένους͵ 
οἷ΄ ἐμὲ πρόσθεν τολμῶσ΄ ἀδικεῖν. 
ὦ πάτερ͵ ὦ πόλις͵ ὧν ἀπενάσθην 
αἰσχρῶς τὸν ἐμὸν κτείνασα κάσιν.
Mηδ. Τρανέ Δία κ' εσύ πολυσέβαστη Θέμιδα,
τί τραβώ το θωρείτε!
Κι όμως όρκοι μεγάλοι μας δέναν
με το φαύλο τον άντρα·
που, μιά μέρα, κι αυτόν και τη νύφη
ν' αξιωθώ να τους δω
τσακισμένους μαζί με τα σπίτια,
για την τόση αδικία πού μου κάμανε πρώτοι.
Ω πατέρα κι ω χώρα μου, πόσο
ξενιτεύτηκα αλάργα, αφού πρώτα
εθανάτωσα αισχρά το δικό μου το αδέρφι!
Τρ. κλύεθ΄ οἷα λέγει κἀπιβοᾶται 
Θέμιν εὐκταίαν Ζῆνά θ΄͵ ὃς ὅρκων
Παρ. Την ακούτε τι λέγει και πως ανακράζει τη Θέμιδα,
πού ό,τι τάξιμο κάμεις αυτή το επιβλέπει,
170 θνητοῖς ταμίας νενόμισται; 
οὐκ ἔστιν ὅπως ἔν τινι μικρῷ 
δέσποινα χόλον καταπαύσει. 
  και το Δία, οί θνητοί πού τον έχουν
να εφορεύει στους όρκους;
     Δε θα πω λίγο πράμα πως θέλει
να μερώσει ο θυμός της κυράς μου.
       
Χο. πῶς ἂν ἐς ὄψιν τὰν ἁμετέραν [ἀντ. 
ἔλθοι μύθων τ΄ αὐδαθέντων 
δέξαιτ΄ ὀμφάν; 
— εἴ πως βαρύθυμον ὀργὰν 
καὶ λῆμα φρενῶν μεθείη͵ 
μήτοι τό γ΄ ἐμὸν πρόθυμον 
φίλοισιν ἀπέστω.
Χορ. Πώς να κάμω για νάρθει στα μάτια μας μπρος [αντ.
και να στέρξει τον ήχον απ' όσα θα πούμε;
Τί μπορεί να ξεχάσει μιά στάλα
τη βαριόθυμη οργή και τη γνώμη του νου της.
Απ' τους φίλους μου καν, η δική μου
180 — ἀλλὰ βᾶσά νιν 
δεῦρο πόρευσον οἴκων 
ἔξω· φίλα καὶ τάδ΄ αὔδα. 
— σπεῦσον πρίν τι κακῶσαι τοὺς εἴσω· 
πένθος γὰρ μεγάλως τόδ΄ ὁρμᾶται.
  προθυμία να μη λείψει! Μόν' σύρε,
κι απ' το σπίτι προβόδα την έξω·
κ' εδώ φίλους θε νάβρει, έτσι πες της.
Μ' άιντε, κάμε γοργά, προτού βλάψει τους μέσα·
τι με ορμήν ο καημός της φουντώνει.
Τρ. δράσω τάδ΄· ἀτὰρ φόβος εἰ πείσω 
δέσποιναν ἐμήν· 
μόχθου δὲ χάριν τήνδ΄ ἐπιδώσω. 
καίτοι τοκάδος δέργμα λεαίνης 
ἀποταυροῦται δμωσίν͵ ὅταν τις 
μῦθον προφέρων πέλας ὁρμηθῇ.
Παρ. Θα το πράξω· μα τρέμω, και λίγο το ελπίζω
της κυράς μου ν' αλλάξω τη γνώμη.
Μα για χάρη σου παίρνω τον κόπο,
αν και ρίχνει ματιές αγριεμένες,
σαν τη νιόγεννη λιόντισσα, οπόταν
καμιά δούλα της πάει να ζυγώσει
κι απ' τα χείλη της λόγο να βγάλει.
190 σκαιοὺς δὲ λέγων κοὐδέν τι σοφοὺς 
τοὺς πρόσθε βροτοὺς οὐκ ἂν ἁμάρτοις͵ 
οἵτινες ὕμνους ἐπὶ μὲν θαλίαις 
ἐπί τ΄ εἰλαπίναις καὶ παρὰ δείπνοις 
ηὕροντο βίου τερπνὰς ἀκοάς· 
στυγίους δὲ βροτῶν οὐδεὶς λύπας 
ηὕρετο μούσῃ καὶ πολυχόρδοις 
ᾠδαῖς παύειν͵ ἐξ ὧν θάνατοι 
δειναί τε τύχαι σφάλλουσι δόμους. 
καίτοι τάδε μὲν κέρδος ἀκεῖσθαι
  Αν ανέμυαλους πεις και τυφλούς
τους θνητούς τους πρωτήτερινούς μας,
δε θα σφάλεις· αυτοί ύμνους ταιριάσαν
για γιορτάσια, συμπόσια και δείπνα,
και γρικώντας τους φραίνουν τη ζήση τους·
αδεμή στων θνητών τα πικρά τα φαρμάκια
κανείς άξιος δε στάθηκε νάβρει θεράπειο
με λαλούμενα για με τραγούδια,
κ' έτσι θάνατο φέρνουν και πάθη
φοβερά, πού ρημάζουν τα σπίτια.
Αυτά θάχανε κέρδος να γιάνουν
 
 
200 μολπαῖσι βροτούς· ἵνα δ΄ εὔδειπνοι 
δαῖτες͵ τί μάτην τείνουσι βοήν; 
τὸ παρὸν γὰρ ἔχει τέρψιν ἀφ΄ αὑτοῦ 
δαιτὸς πλήρωμα βροτοῖσιν. 
  οι θνητοί με σκοπούς και παιχνίδια·
σε χαρές, με τραπέζια στρωμένα,
τί χρείαν έχει η φωνή να φουσκώνει;
Καλό γιόμα, και μόνο του φτάνει
των θνητών την καρδιά να τη φράνει.
      Μπαίνει στο σπίτι
Χο. ἰαχὰν ἄιον πολύστονον γόων͵ 
λιγυρὰ δ΄ ἄχεα μογερὰ βοᾷ 
τὸν ἐν λέχει προδόταν κακόνυμφον· 
θεοκλυτεῖ δ΄ ἄδικα παθοῦσα 
τὰν Ζηνὸς ὁρκίαν Θέμιν͵ 
ἅ νιν ἔβασεν
Χορ. Πολυστέναχτη αχήν έχω ακούσει
από θρήνους, και σκούσμα στριγγό,
πού σηκώνει η πανάθλια
για έναν άντρα κακό
κι ορκοπάτη του γάμου·
αδικόπαθισμένη, του Δία το ταίρι
τη θεά ανακαλιέται τη Θέμιδα,
τη φυλάχτρα των όρκων,
που απ' το νύχτιο την πέρασε κύμα
210 Ἑλλάδ΄ ἐς ἀντίπορον 
δι΄ ἅλα νύχιον ἐφ΄ ἁλμυρὰν 
πόντου κλῇδ΄ ἀπέραντον.
  στην αντίπερα γη της Ελλάδας,
πάνω κει στ' αρμυρά τα Στενά,
στου πελάγου τα πλάτια πού βγάνουν.

 
<< 1ο επεισόδιο [εισαγωγή] 2ο επεισόδιο >>

Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Φεβρουάριος 2001