[εισαγωγή] 1ο χορικό >>

Ευριπίδη Μήδεια

Μετάφραση Π. Πρεβελάκη

1ο Επεισόδιο (1-95)

    Τόπος η Κόρινθο. Μπροστά στο σπίτι της Μήδειας.
Μιά γριά δουλεύτρα βγαίνει απ' το σπίτι.
ΤΡΟΦΟΣ ΠΑΡΑΜΑΝΑ
  Εἴθ΄ ὤφελ΄ Ἀργοῦς μὴ διαπτάσθαι σκάφος 
Κόλχων ἐς αἶαν κυανέας Συμπληγάδας͵ 
μηδ΄ ἐν νάπαισι Πηλίου πεσεῖν ποτε 
τμηθεῖσα πεύκη͵ μηδ΄ ἐρετμῶσαι χέρας 
ἀνδρῶν ἀρίστων. οἳ τὸ πάγχρυσον δέρας 
Πελίᾳ μετῆλθον. οὐ γὰρ ἂν δέσποιν΄ ἐμὴ 
Μήδεια πύργους γῆς ἔπλευσ΄ Ἰωλκίας 
ἔρωτι θυμὸν ἐκπλαγεῖσ΄ Ἰάσονος· 
οὐδ΄ ἂν κτανεῖν πείσασα Πελιάδας κόρας 
  Άμποτε να μην είχε το καράβι
η Αργώ φτεροδιαβεί τις Συμπληγάδες
τις μολυβόθωρες, όταν τραβούσε
για των Κόλχων τη γη! Μήδε στου Πήλιου
τα λαγκάδια ποτέ τσεκουρωμένο
πεύκο ας μην είχε πέσει, ούτε αρματώσει
τα χέρια με κουπιά των αντρειωμένων
πού για χατήρι του Πελία κινήσαν
να βρούνε τό Χρυσόμαλλο το Δέρας!
Τότε κ' η Μήδεια, η κυρά μου, δε θάχε 
πρυμίσει για τα κάστρα της Ιωλκίας,
ερωτοχτυπημένη για τον Ιάσονα·
μήτε, επειδή τις κόρες του Πελία
10 πατέρα κατῴκει τήνδε γῆν Κορινθίαν 
ξὺν ἀνδρὶ καὶ τέκνοισιν͵ ἁνδάνουσα μὲν 
φυγῇ πολιτῶν ὧν ἀφίκετο χθόνα͵ 
αὐτή τε πάντα ξυμφέρουσ΄ Ἰάσονι· 
ἥπερ μεγίστη γίγνεται σωτηρία͵ 
ὅταν γυνὴ πρὸς ἄνδρα μὴ διχοστατῇ. 
νῦν δ΄ ἐχθρὰ πάντα͵ καὶ νοσεῖ τὰ φίλτατα. 
προδοὺς γὰρ αὑτοῦ τέκνα δεσπότιν τ΄ ἐμὴν 
γάμοις Ἰάσων βασιλικοῖς εὐνάζεται͵ 
γήμας Κρέοντος παῖδ΄͵ ὃς αἰσυμνᾷ χθονός·
  κατάφερε να σφάξουν το γονιό τους,
στης Κόρινθος εδώ θα κατοικούσε
τα χώματα, με σύζυγο και τέκνα,
κοιτώντας αρεστή νάναι στους ντόπιους
πού πρόσφυγα στη γη τους έχει αράξει,
και να μονοιάζει σ' όλα με τον Ιάσονα·
αυτή 'ναι δα κ' η πιο τρανή ευλογία,
το αντρόγυνο να μη διχογνωμίζει.
    Όμως αντίμαχα της ήρθαν όλα,
κι όπου αγαπά το βλέπει αρρωστεμένο.
Της κυράς μου αρνητής και των παιδιών του,
ο Ιάσονας κρεβάτι γάμου βρήκε
βασιλικό, την κόρη σαν επήρε
του Κρέοντα, που ορίζει μες στη χώρα.
20 Μήδεια δ΄ ἡ δύστηνος ἠτιμασμένη 
βοᾷ μὲν ὅρκους͵ ἀνακαλεῖ δὲ δεξιάς͵ 
πίστιν μεγίστην͵ καὶ θεοὺς μαρτύρεται 
οἵας ἀμοιβῆς ἐξ Ἰάσονος κυρεῖ. 
κεῖται δ΄ ἄσιτος͵ σῶμ΄ ὑφεῖσ΄ ἀλγηδόσι͵ 
τὸν πάντα συντήκουσα δακρύοις χρόνον͵ 
ἐπεὶ πρὸς ἀνδρὸς ᾔσθετ΄ ἠδικημένη͵ 
οὔτ΄ ὄμμ΄ ἐπαίρουσ΄ οὔτ΄ ἀπαλλάσσουσα γῆς 
πρόσωπον· ὡς δὲ πέτρος ἢ θαλάσσιος 
κλύδων ἀκούει νουθετουμένη φίλων·
  Και καταφρονεμένη η δόλια η Μήδεια,
τους όρκους ξεφωνίζει, ανακαλιέται
τα χέρια πούχαν δώσει για μιά πίστη
παντοτινή, και κράζει μάρτυρες της
τους θεούς, να το δουν πως την πλερώνει
ο Ιάσονας. Και κοίτεται με δίχως
θροφή, με τα κορμί παραδομένο
στους πόνους, και στα κλάματα αναλώντας
τον καιρό της, απ' όταν έχει νιώσει
την αδικία του αντρός της, και δε στέργει
τα μάτια να σηκώσει, ουδέ την όψη
να πάρει από το χώμα· μόν' σα βράχος
ή κύμα φουσκωμένο, τόσο ακούει
τις ορμήνιες των φίλων· κι αν γυρίσει
30 ἢν μή ποτε στρέψασα πάλλευκον δέρην 
αὐτὴ πρὸς αὑτὴν πατέρ΄ ἀποιμώξῃ φίλον 
καὶ γαῖαν οἴκους θ΄͵ οὓς προδοῦσ΄ ἀφίκετο 
μετ΄ ἀνδρὸς ὅς σφε νῦν ἀτιμάσας ἔχει.
  καμιά φορά τον κάτασπρο λαιμό της,
θάναι για να θρηνήσει μοναχή της
τον ακριβό πατέρα, την πατρίδα
και το σπίτι πού αρνήθη, για να φύγει
με τον άντρα πού τώρα τη ντροπιάζει.
  ἔγνωκε δ΄ ἡ τάλαινα συμφορᾶς ὕπο 
οἷον πατρῴας μὴ ἀπολείπεσθαι χθονός. 
στυγεῖ δὲ παῖδας οὐδ΄ ὁρῶσ΄ εὐφραίνεται. 
δέδοικα δ΄ αὐτὴν μή τι βουλεύσῃ νέον· 
βαρεῖα γὰρ φρήν͵ οὐδ΄ ἀνέξεται κακῶς 
πάσχουσ΄· ἐγᾦδα τήνδε͵ δειμαίνω τέ νιν
  Έβαλε γνώση, η μαύρη, από τα πάθη,
το γονικό σου χώμα πόσα αξίζει.
Κι αποστράφη τα τέκνα της, δε βρίσκει
χαρά από τη θωριά τους. Τη φοβούμαι
μην πάει και βουληθεί τίποτα αλλιώτικο:
αράθυμο έχει νου, και δε θάφήσει
να την παιδεύουν την ξέρω και τρέμω.
40 μὴ θηκτὸν ὤσῃ φάσγανον δι΄ ἥπατος͵ 
σιγῇ δόμους εἰσβᾶσ΄͵ ἵν΄ ἔστρωται λέχος͵ 
ἢ καὶ τύραννον τόν τε γήμαντα κτάνῃ͵ 
κἄπειτα μείζω συμφορὰν λάβῃ τινά. 
  [Τήνε φοβούμαι, μήπως μελετάει
κάποιο κακό· γιατί η ψυχή της είναι
παράφορη κι ουδέ θα συχωρέσει
την αδικία· την ξέρω και την τρέμω,
μην πάει, βουβά γλιστρώντας στο παλάτι,
στης νύφης το κλινάρι και της πήξει
μαχαίρι κοφτερό στο σκώτι ή μήπως
το βασιλιά και το γαμπρό σκοτώσει
κι ύστερα πιο τρανό κακό τη έβρει.] [1]
  δεινὴ γάρ· οὔτοι ῥᾳδίως γε συμβαλὼν 
ἔχθραν τις αὐτῇ καλλίνικον οἴσεται.
  Γιατί 'ναι φοβερή, κι όποιος τα βάλει
μαζί της, δύσκολα θα ιδεί τη νίκη.
      Μπαίνουν τα δυο αγόρια της Μήδειας μαζί
μ' ένα γέροντα δούλο.
  ἀλλ΄ οἵδε παῖδες ἐκ τρόχων πεπαυμένοι 
στείχουσι͵ μητρὸς οὐδὲν ἐννοούμενοι 
κακῶν· νέα γὰρ φροντὶς οὐκ ἀλγεῖν φιλεῖ.
      Μα να πού φτάνουν τα παιδιά, σκολάσαν
το γύμνασμα του δρόμου· της μητέρας
τις συφορές, μηδέ τις βάνει ο νους τους·
παιδιού ψυχή δεν τόχει να υποφέρει.
   
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
  παλαιὸν οἴκων κτῆμα δεσποίνης ἐμῆς͵   Παλιά δουλεύτρα εσύ της δέσποινας μου,
50 τί πρὸς πύλαισι τήνδ΄ ἄγουσ΄ ἐρημίαν 
ἕστηκας͵ αὐτὴ θρεομένη σαυτῇ κακά; 
πῶς σοῦ μόνη Μήδεια λείπεσθαι θέλει;
  τί στάθηκες, έτσι έρημη, στην πόρτα
και για δεινά όλο σκούζεις μοναχή σου;
Πώς στέργει δίχως σου να μένει η Μήδεια;
Τρ. τέκνων ὀπαδὲ πρέσβυ τῶν Ἰάσονος͵ 
χρηστοῖσι δούλοις ξυμφορὰ τὰ δεσποτῶν 
κακῶς πίτνοντα͵ καὶ φρενῶν ἀνθάπτεται. 
ἐγὼ γὰρ ἐς τοῦτ΄ ἐκβέβηκ΄ ἀλγηδόνος͵ 
ὥσθ΄ ἵμερός μ΄ ὑπῆλθε γῇ τε κοὐρανῷ 
λέξαι μολούσῃ δεῦρο δεσποίνης τύχας.
Παρ.      Ω γέροντα, του Ιάσονα των τέκνων
συνοδίτη, όταν πέφτουν οί αφεντάδες,
νιώθει το χτύπο κι ο πιστός ο δούλος
και σκίζεται η καρδιά του. Έτσι κ' εμένα,
τέτοιος με πήρε πόνος πού αποθύμησα
ναρθώ ως εδώ, στη γη να μαρτυρήσω
και στα ουράνια τα πάθη της κυράς μου.
Πα. οὔπω γὰρ ἡ τάλαινα παύεται γόων; Παι. Δεν παύει ακόμα η δύστυχη να σκούζει;
60
Τρ.
ζηλῶ σ΄· ἐν ἀρχῇ πῆμα κοὐδέπω μεσοῖ. Παρ. Καλότυχος εσύ! Τώρα αρχινίζει
το κακό, και μηδ' έφτασε στη μέση.
Πα. ὦ μῶρος—εἰ χρὴ δεσπότας εἰπεῖν τόδε· 
ὡς οὐδὲν οἶδε τῶν νεωτέρων κακῶν.
Παι. Ώ την τρελή! --- ανίσως τέτοιος λόγος
για τους άρχοντες λέγεται. Δεν ξέρει
τίποτα απ' τα δεινά της τα καινούργια.
Τρ. τί δ΄ ἔστιν͵ ὦ γεραιέ; μὴ φθόνει φράσαι. Παρ. Τί τρέχει, γέροντα; Πες το, να ζήσεις!
Πα. οὐδέν· μετέγνων καὶ τὰ πρόσθ΄ εἰρημένα. Παι. Τίποτα· κι αυτά πού είπα μετανιώνω.
Τρ. μή͵ πρὸς γενείου͵ κρύπτε σύνδουλον σέθεν· 
σιγὴν γάρ͵ εἰ χρή͵ τῶνδε θήσομαι πέρι.
Παρ. Στα γένια σου σ' ορκίζω, μη φυλάγεις
κρυφά από μένα, μιά σκλαβιά πού ζούμε·
κι αν πρέπει, με σιγή θα τα σκεπάσω.
Πα. ἤκουσά του λέγοντος͵ οὐ δοκῶν κλύειν͵ 
πεσσοὺς προσελθών͵ ἔνθα δὴ παλαίτατοι 
θάσσουσι͵ σεμνὸν ἀμφὶ Πειρήνης ὕδωρ͵
Παι. Πήρε το αφτί μου ένα λόγο, μα δίχως
να το δείξω, —καθώς είχα ζυγώσει
εκεί πού παίζουν τους κύβους, κ' οι γέροι
πάνε και κάθονται τριγύρω στο άγιο
70 ὡς τούσδε παῖδας γῆς ἐλᾶν Κορινθίας 
σὺν μητρὶ μέλλοι τῆσδε κοίρανος χθονὸς 
Κρέων. ὁ μέντοι μῦθος εἰ σαφὴς ὅδε 
οὐκ οἶδα· βουλοίμην δ΄ ἂν οὐκ εἶναι τόδε.
  το νάμα της Πειρήνης,- πώς θα διώξει
τα παιδιά και τη μάνα, από τα μέρη
της Κόρινθος, ο Κρέοντας ο ρήγας.
Αλήθεια νάναι το άκουσμα; δεν ξέρω·
μα θέλω να το δω να βγαίνει ψέμα.
Τρ. καὶ ταῦτ΄ Ἰάσων παῖδας ἐξανέξεται 
πάσχοντας͵ εἰ καὶ μητρὶ διαφορὰν ἔχει;
Παρ. Και θάνεχτεί ο Ιάσονας να πάθουν
τα παιδιά του, κι ας τάχει με τη μάνα;
Πα. παλαιὰ καινῶν λείπεται κηδευμάτων͵ 
κοὐκ ἔστ΄ ἐκεῖνος τοῖσδε δώμασιν φίλος.
Παι. Παλιά δικολογιά χαλά η καινούργια·
τόβγαλε αυτό το σπίτι απ' την καρδιά του.
Τρ. ἀπωλόμεσθ΄ ἄρ΄͵ εἰ κακὸν προσοίσομεν 
νέον παλαιῷ͵ πρὶν τόδ΄ ἐξηντληκέναι.
Παρ. Χαθήκαμε λοιπόν, στο πρώτο ανίσως
κακό, πριν να σωθεί, σωριάσουμε άλλο.
Πα.80 ἀτὰρ σύ γ΄—οὐ γὰρ καιρὸς εἰδέναι τόδε 
δέσποιναν—ἡσύχαζε καὶ σίγα λόγον.
Παι. Εσύ καν, — τι δεν είναι ώρα η κυρά μας
να τα μάθει, — μιλιά! και μη χτυπιέσαι.
Τρ. ὦ τέκν΄͵ ἀκούεθ΄ οἷος εἰς ὑμᾶς πατήρ; 
ὄλοιτο μὲν μή· δεσπότης γάρ ἐστ΄ ἐμός· 
ἀτὰρ κακός γ΄ ὢν ἐς φίλους ἁλίσκεται. 
Παρ. Ποιόν έχετε γονιό, παιδιά, το ακούτε;
Κακό να μην του λάχει! αφέντης μου είναι·
όμως κακός με τους δικούς του βγήκε.
Πα. τίς δ΄ οὐχὶ θνητῶν; ἄρτι γιγνώσκεις τόδε͵ 
ὡς πᾶς τις αὑτὸν τοῦ πέλας μᾶλλον φιλεῖ͵ 
οἳ μὲν δικαίως͵ οἳ δὲ καὶ κέρδους χάριν͵ 
εἰ τούσδε γ΄ εὐνῆς οὕνεκ΄ οὐ στέργει πατήρ.
Παι. Και ποιός δεν κάνει τα ίδια; Τώρα μόνο
το λογιάζεις —σαν είδες το γονιό τους
για ένα κρεβάτι ετούτα να τ' αρνιέται,—
πως παρ' άλλο καθένας τον ατό του
αγαπά, δίκια εδώ, κ' εκεί για κέρδος;
Τρ. ἴτ΄—εὖ γὰρ ἔσται—δωμάτων ἔσω͵ τέκνα. Παρ. Παιδιά μου, σύρτε μέσα· όλα θα σιάξουν.
90 σὺ δ΄ ὡς μάλιστα τούσδ΄ ἐρημώσας ἔχε 
καὶ μὴ πέλαζε μητρὶ δυσθυμουμένῃ. 
ἤδη γὰρ εἶδον ὄμμα νιν ταυρουμένην 
τοῖσδ΄͵ ὥς τι δρασείουσαν· οὐδὲ παύσεται 
χόλου͵ σάφ΄ οἶδα͵ πρὶν κατασκῆψαί τινα . . . 
ἐχθρούς γε μέντοι͵ μὴ φίλους͵ δράσειέ τι.
  —Κι όσο μπορείς, απόμερα εσύ κοίτα
να τα βαστάς, κι ας μην κοντοζυγώνουν
τη βαριόθυμη μάνα. Γιατί κιόλας
την είδα ταύρου μάτια νάχει απάνω τους,
κάποιο κακό σα να μελέτα· κι ούτε
θα της περάσει η μάνητα, το ξέρω,
πριν ξεθυμάνει απάνω σε κανένα,
Ας πάθουν καν εχτροί κι όχι δικοί μας.
       
       

 

[1] Οι στίχοι 40-43 είναι σε μετάφραση Τάσου Ρούσου, εκδ. Κάκτος. [επιστροφή]

 

[εισαγωγή] 1ο χορικό >>

Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Φεβρουάριος 2001