<< 5ο χορικό | [εισαγωγή] | 6ο χορικό >> |
Ο Παιδαγωγός γυρίζει μαζί με τα παιδιά. | |||
Πα. | δέσποιν΄͵ ἀφεῖνται
παῖδες οἵδε σοὶ φυγῆς͵ καὶ δῶρα νύμφη βασιλὶς ἀσμένη χεροῖν ἐδέξατ΄· εἰρήνη δὲ τἀκεῖθεν τέκνοις. ἔα. τί συγχυθεῖσ΄ ἕστηκας ἡνίκ΄ εὐτυχεῖς; [τί σὴν ἔστρεψας ἔμπαλιν παρηίδα κοὐκ ἀσμένη τόνδ΄ ἐξ ἐμοῦ δέχῃ λόγον;] |
Παι. | Κυρά, να τα παιδιά· τους τη
χάρισαν την εξορία, κ' η ρηγοπούλα πήρε πασίχαρη στα χέρια της τα δώρα· κάμαν αγάπη, μέσα, με τους γιους σου. Μα, γιατί στέκεις ταραγμένη, τώρα που αλλάζει στο καλό για σένα η τύχη; |
Μη. | αἰαῖ. | Μηδ. | Αλίμονο μου! |
Πα. | τάδ΄ οὐ ξυνῳδὰ τοῖσιν ἐξηγγελμένοις. | Παι. | Να, τί δε συφωνά με τα μαντάτα. |
Μη. | αἰαῖ μάλ΄ αὖθις. | Μηδ. | Αλί και τρισαλίμονό μου! |
Πα. | μῶν τιν΄ ἀγγέλλων τύχην | Παι. |
Μήπως ανήξερα μου σούφερα κανένα |
1010 | οὐκ οἶδα͵ δόξης δ΄ ἐσφάλην εὐαγγέλου; | κακό μήνημα, κ' έσφαλα θαρρώντας πως είταν για να πάρω συχαρίκια; |
|
Μη. | ἤγγειλας οἷ΄ ἤγγειλας· οὐ σὲ μέμφομαι. | Μηδ. | Μήνησες ό,τι μήνησες. Τί φταίεις; |
Πα. | τί δαὶ κατηφεῖς ὄμμα καὶ δακρυρροεῖς; | Παι. | Μα τί χαμηλοβλέπεις και δακρύζεις; |
Μη. | πολλή μ΄ ἀνάγκη͵
πρέσβυ· ταῦτα γὰρ θεοὶ κἀγὼ κακῶς φρονοῦσ΄ ἐμηχανησάμην. |
Μηδ. | Ανάγκη με στανεύει, γέροντα
μου· αυτά, οι θεοί κ' εγώ, με το κεφάλι το ασυλλόγιστο, τάχουμε σκαρώσει. |
Πα. | θάρσει· κάτει τοι καὶ σὺ πρὸς τέκνων ἔτι. | Παι. | Κάμε καρδιά· και τα παιδιά
σου πίσω στη γης αυτή, μιά μέρα, θα σε φέρουν. |
Μη. | ἄλλους κατάξω πρόσθεν ἡ τάλαιν΄ ἐγώ. | Μηδ. | Κάτω απ' τη γης άλλους θα βάλω
πρώτας, η δόλια εγώ. |
Πα. | οὔτοι μόνη σὺ σῶν
ἀπεζύγης τέκνων· κούφως φέρειν χρὴ θνητὸν ὄντα συμφοράς. |
Παι. |
Δεν είσαι δα κ' η πρώτη πού τα παιδιά της χωρίστη. Δεν πρέπει την ατυχιά ο θνητός να βαροπαίρνει. |
Μη. | δράσω τάδ΄. ἀλλὰ βαῖνε δωμάτων ἔσω | ||
1020 | καὶ παισὶ πόρσυν΄ οἷα χρὴ καθ΄ ἡμέραν. | Μηδ. | Έτσι θα κάμω. Μα έμπα συ στο
σπίτι το ταχτικό των παιδιών να ετοιμάσεις. |
Ο Παιδαγωγός φεύγει. | |||
ὦ τέκνα τέκνα͵ σφῷν
μὲν ἔστι δὴ πόλις καὶ δῶμ΄͵ ἐν ᾧ͵ λιπόντες ἀθλίαν ἐμέ͵ οἰκήσετ΄ αἰεὶ μητρὸς ἐστερημένοι· ἐγὼ δ΄ ἐς ἄλλην γαῖαν εἶμι δὴ φυγάς͵ πρὶν σφῷν ὀνάσθαι κἀπιδεῖν εὐδαίμονας͵ πρὶν λέκτρα καὶ γυναῖκα καὶ γαμηλίους εὐνὰς ἀγῆλαι λαμπάδας τ΄ ἀνασχεθεῖν. |
Α, τέκνα, τέκνα μου, έχετε
σεις χώρα και σπίτι να κονέψετε για πάντα, αφού θ' αφήσετε τη δόλια εμένα, μα θάστε από μητέρα στερημένα. Κ' εγώ πρόσφυγα πάω σε ξένον τόπο, προτού να σας χαρώ κ' ευτυχισμένα σας δω, προτού να βρω για σας τη νύφη και τη νυφιάτικη στολίσω κλίνη καιί κρατήσω του γάμου τις λαμπάδες. |
||
ὦ δυστάλαινα τῆς
ἐμῆς αὐθαδίας. ἄλλως ἄρ΄ ὑμᾶς͵ ὦ τέκν΄͵ ἐξεθρεψάμην͵ ἄλλως δ΄ ἐμόχθουν καὶ κατεξάνθην πόνοις͵ 1030 στερρὰς ἐνεγκοῦσ΄ ἐν τόκοις ἀλγηδόνας. ἦ μήν ποθ΄ ἡ δύστηνος εἶχον ἐλπίδας πολλὰς ἐν ὑμῖν͵ γηροβοσκήσειν τ΄ ἐμὲ καὶ κατθανοῦσαν χερσὶν εὖ περιστελεῖν͵ ζηλωτὸν ἀνθρώποισι· νῦν δ΄ ὄλωλε δὴ γλυκεῖα φροντίς. σφῷν γὰρ ἐστερημένη λυπρὸν διάξω βίοτον ἀλγεινόν τ΄ ἐμοί. |
Η βαριομοίρα, η ξιπασιά μου
ποια είταν! Του κάκου σας ανάστησα, παιδιά μου, ναί! του κάκου μοχτούσα, κι απ' τους πόνους τα σπλάχνα μου σκίστηκαν να σας κάμω. Πόσες απάνω σας ελπίδες είχα έναν καιρό βαλμένες, η πανάθλια, να με γεροθροφήσετε, κι οπόταν ξεψυχήσω, να με νεκροστολίστε πρεπούμενα, πού το ζουλεύουν όλοι. Μ' άχ, η γλυκιά μου απαντοχή αφανίστη. Χωρίς εσάς, έχω μπροστά μου ζήση να σύρω θλιβερή και πονεμένη. |
||
ὑμεῖς δὲ μητέρ΄
οὐκέτ΄ ὄμμασιν φίλοις ὄψεσθ΄͵ ἐς ἄλλο σχῆμ΄ ἀποστάντες βίου. |
Κ' εσείς ποτέ σας πια με τ'
ακριβά μου ματάκια σας τη μάνα δε θα δείτε, σα θάχετε μισέψει γι' άλλη ζήση. |
||
1040 | φεῦ φεῦ· τί προσδέρκεσθέ
μ΄ ὄμμασιν͵ τέκνα; τί προσγελᾶτε τὸν πανύστατον γέλων; αἰαῖ· τί δράσω; καρδία γὰρ οἴχεται͵ γυναῖκες͵ ὄμμα φαιδρὸν ὡς εἶδον τέκνων. οὐκ ἂν δυναίμην· χαιρέτω βουλεύματα τὰ πρόσθεν· ἄξω παῖδας ἐκ γαίας ἐμούς. τί δεῖ με πατέρα τῶνδε τοῖς τούτων κακοῖς λυποῦσαν αὐτὴν δὶς τόσα κτᾶσθαι κακά; οὐ δῆτ΄ ἔγωγε. χαιρέτω βουλεύματα. |
Αλί μου! Τί στηλώνετε τα μάτια απάνω μου, παιδιά; Τί μου γελάτε τ' ολόστερνο χαμόγελο, της μαύρης; Αχ, τί να κάμω; Λίγεψε η καρδιά μου, γυναίκες, ότι των παιδιών το βλέμμα, το πρόσχαρο, το αντίκρυσα. Δε θάχα το θάρρος. Γειά σου αφήνω, απόφαση μου! Τί; Πρέπει, για να κάψω τον πατέρα με των παιδιών τη συφορά, να κάμω διπλή τη συφορά μου; Μοναχή μου κιόλας; Αμ' όχι! Τη βουλή μου αλλάζω. |
|
καίτοι τί πάσχω; βούλομαι γέλωτ΄ ὀφλεῖν | Μα τί έχω πάθει; Να γενώ του κόσμου | ||
1050 | ἐχθροὺς μεθεῖσα
τοὺς ἐμοὺς ἀζημίους; τολμητέον τάδ΄. ἀλλὰ τῆς ἐμῆς κάκης͵ τὸ καὶ προσέσθαι μαλθακοὺς λόγους φρενί. χωρεῖτε͵ παῖδες͵ ἐς δόμους. ὅτῳ δὲ μὴ |
το ανάμπαιγμα γυρεύω, παρατώντας τους εχτρούς μου ατιμώρητους; Δω θέλει παληκαριά. Μα ιδές το κιότεμά μου, να βάνω στο μυαλό μου τέτοιες γλύκες! Παιδιά, τραβάτε μες στο σπίτι! |
|
Τα παιδιά φεύγουν. | |||
θέμις παρεῖναι τοῖς
ἐμοῖσι θύμασιν͵ αὐτῷ μελήσει· χεῖρα δ΄ οὐ διαφθερῶ. ἆ ἆ. μὴ δῆτα͵ θυμέ͵ μὴ σύ γ΄ ἐργάσῃ τάδε· ἔασον αὐτούς͵ ὦ τάλαν͵ φεῖσαι τέκνων· ἐκεῖ μεθ΄ ἡμῶν ζῶντες εὐφρανοῦσί σε. |
Κι όποιος ανόσιο τόχει να βρεθεί δω χάμω στη θυσία μου, δουλειά δική του! Εμένα το χέρι το δικό μου δε θα τρέμει! Αχ! Αχ! Όχι, καρδιά μου εσύ, μην κάμεις τέτοιο πράμα. Άφησε τα, δύστυχη, τα τέκνα, λυπήσου τα· κι αν ζήσουνε μακριά μας, πάλι για σένα θάναι ο ευτυχισμός σου. |
||
μὰ τοὺς παρ΄ Ἅιδῃ νερτέρους ἀλάστορας͵ | Μα τους εκδικητές θεούς του Άδη, | ||
1060 | οὔτοι ποτ΄ ἔσται
τοῦθ΄ ὅπως ἐχθροῖς ἐγὼ παῖδας παρήσω τοὺς ἐμοὺς καθυβρίσαι. |
αυτό δε θα γενεί ποτέ, ν' αφήσω εχτρούς να μου ντροπιάσουν τα παιδιά μου. |
|
[πάντως σφ΄ ἀνάγκη
κατθανεῖν· ἐπεὶ δὲ χρή͵ ἡμεῖς κτενοῦμεν οἵπερ ἐξεφύσαμεν.] |
|||
πάντως πέπρακται
ταῦτα κοὐκ ἐκφεύξεται. καὶ δὴ ΄πὶ κρατὶ στέφανος͵ ἐν πέπλοισι δὲ νύμφη τύραννος ὄλλυται͵ σάφ΄ οἶδ΄ ἐγώ. |
Τέλειωσε τώρα· το γραφτό,
πελέκι δεν το κόβει! Με γύρω στο κεφάλι το στεφάνι, στο πέπλο τυλιμένη, η ρηγοπούλα σβήνει κιόλας, — ξέρω |
||
ἀλλ΄͵ εἶμι γὰρ δὴ
τλημονεστάτην ὁδόν͵ καὶ τούσδε πέμψω τλημονεστέραν ἔτι͵ παῖδας προσειπεῖν βούλομαι. |
εγώ τί λέγω! Μ' αν είναι να
πάρω την πιο συφοριασμένη από τις στράτες, κι αυτά σε πιο συφοριασμένη ακόμα να τα ρίξω, εγώ θέλω τα παιδιά μου να τ' αποχαιρετήσω. |
||
Κάνει σημάδι στο σπίτι. Τα παιδιά ξανάρ- χουνται. |
|||
—δότ΄͵ ὦ τέκνα͵ | — Δώστε, ώ τέκνα, | ||
1070 | δότ΄ ἀσπάσασθαι μητρὶ δεξιὰν χέρα. | το δεξί χέρι, δώστε να το σφίξει η μάνα σας. |
|
Παίρνει τα παιδιά από το χέρι και τα φιλά. | |||
ὦ φιλτάτη χείρ͵ φίλτατον
δέ μοι στόμα καὶ σχῆμα καὶ πρόσωπον εὐγενὲς τέκνων͵ εὐδαιμονοῖτον͵ ἀλλ΄ ἐκεῖ· τὰ δ΄ ἐνθάδε πατὴρ ἀφείλετ΄. ὦ γλυκεῖα προσβολή͵ ὦ μαλθακὸς χρὼς πνεῦμά θ΄ ἥδιστον τέκνων. |
Ώ χέρι αγαπημένο, και πολυαγαπημένα χείλη, θώρι κ' ευγενικά πιθέματα των τέκνων!... Και τα δυό να ευτυχάτε — μα εκεί κάτω! Του κόσμου τούτου τα καλά, ο πατέρας σας τ'αρπαξεν! Ώ αγκάλιασμα γλυκό μου, τρυφερή σάρκα, μυρωμένη ανάσα |
||
χωρεῖτε χωρεῖτ΄· οὐκέτ΄ εἰμὶ προσβλέπειν | των παιδιών μου... Φευγάτε, ναι, φευγάτε! | ||
Τα διώχνει κατά το σπίτι. | |||
οἵα τε πρὸς ὑμᾶς͵
ἀλλὰ νικῶμαι κακοῖς. καὶ μανθάνω μὲν οἷα δρᾶν μέλλω κακά͵ θυμὸς δὲ κρείσσων τῶν ἐμῶν βουλευμάτων͵ |
Καρδιά δεν έχω πια να τα κοιτάξω, αμή τα πάθη μου με βάνουν κάτω. Κι ας νιώθω τι κακό πάω να τολμήσω, ο θυμός καβαλάει τα λογικά μου, αυτός πούν' αφορμή στις πιο μεγάλες |
||
1080 | ὅσπερ μεγίστων αἴτιος κακῶν βροτοῖς. | τις κακοπάθειες μέσα στους ανθρώπους. | |
Χο. | πολλάκις ἤδη διὰ λεπτοτέρων μύθων ἔμολον καὶ πρὸς ἁμίλλας ἦλθον μείζους ἢ χρὴ γενεὰν θῆλυν ἐρευνᾶν· ἀλλὰ γὰρ ἔστιν μοῦσα καὶ ἡμῖν͵ ἣ προσομιλεῖ σοφίας ἕνεκεν· πάσαισι μὲν οὔ· παῦρον δὲ δὴ γένος ἐν πολλαῖς εὕροις ἂν ἴσως κοὐκ ἀπόμουσον τὸ γυναικῶν. |
Χορ. | Κι άλλες φορές σε λογισμούς μπερδεύτηκα κ' εγώ ψιλούς, και λόγο πήρα κ' έδωσα για πράματα πιο σοβαρά παρά που χρέος της γυναικός ν' ανασκαλεύει με το νου· τι δά 'χουμε Μούσα κ' εμείς στη γνώση που μας οδηγά· αμ' όχι κι όλες· λιγοστές — μιά σε πολλές — μπορεί να βρεις τις Μούσες που τις αγαπούν. |
1090 | καί φημι βροτῶν οἵτινές
εἰσιν πάμπαν ἄπειροι μηδ΄ ἐφύτευσαν παῖδας͵ προφέρειν εἰς εὐτυχίαν τῶν γειναμένων. |
Λοιπόν, εκείνοι απ' τους θνητούς πούναι άπραγοι και που ποτέ δε γεννοσπείρανε παιδιά, στην ευτυχία τους ξεπερνούν αυτούς που κάμαν φαμελιά. |
|
οἱ μὲν ἄτεκνοι δι΄
ἀπειροσύνην εἴθ΄ ἡδὺ βροτοῖς εἴτ΄ ἀνιαρὸν παῖδες τελέθουσ΄ οὐχὶ τυχόντες πολλῶν μόχθων ἀπέχονται· οἷσι δὲ τέκνων ἔστιν ἐν οἴκοις γλυκερὸν βλάστημ΄͵ ὁρῶ μελέτῃ |
Οι απαίδιωτοι είναι ακάτεχοι· δεν ξέρουν λύπη για χαρά τα τέκνα αν φέρνουν στους θνητούς: Καθώς δεν είχανε παιδιά, τους λείψαν βάσανα πολλά. Μα όσοι έχουνε στο σπιτικό μιαν όμορφη παιδογονιά, βλέπω οι φροντίδες να τους τρων |
||
1100 | κατατρυχομένους τὸν
ἅπαντα χρόνον͵ πρῶτον μὲν ὅπως θρέψουσι καλῶς βίοτόν θ΄ ὁπόθεν λείψουσι τέκνοις· ἔτι δ΄ ἐκ τούτων εἴτ΄ ἐπὶ φλαύροις εἴτ΄ ἐπὶ χρηστοῖς μοχθοῦσι͵ τόδ΄ ἐστὶν ἄδηλον. |
ολοχρονίς· το πρώτο, πώς να τ' αναστήσουν τα παιδιά και να τους κάμουν ένα βίος· ξέρουν, απέ, για ποιους μοχτούν, για πονηρούς ή γι' αγαθούς; Αυτό 'ναι το αφανέρωτο. |
|
ἓν δὲ τὸ πάντων λοίσθιον
ἤδη πᾶσιν κατερῶ θνητοῖσι κακόν· καὶ δὴ γὰρ ἅλις βίοτόν θ΄ ηὗρον σῶμά τ΄ ἐς ἥβην ἤλυθε τέκνων χρηστοί τ΄ ἐγένοντ΄· εἰ δὲ κυρήσαι |
Μα θα το πω και το στερνό από τα πάθη των θνητών: Πες πορευτήκαν από βιός, και μεγαλώσαν τα παιδιά κ' έχουνε φυσικό καλό· μ' αν το γραφτό τους είναι αυτό, στον Άδη ο θάνατος πετά με τα κορμάκια των παιδιών. Τί κέρδος έχουνε λοιπόν |
||
1110 | δαίμων οὕτως͵ φροῦδος
ἐς Ἅιδην θάνατος προφέρων σώματα τέκνων. πῶς οὖν λύει πρὸς τοῖς ἄλλοις τήνδ΄ ἔτι λύπην ἀνιαροτάτην παίδων ἕνεκεν θνητοῖσι θεοὺς ἐπιβάλλειν; |
αν, για να κάμουνε γενιά, το βλέπουν οι θνητοί κι αυτό, απ' όλα το χειρότερο, να τους το ρίχνουν οι θεοί πάνω από τάλλα τους δεινά; |
|
Μη. | φίλαι͵ πάλαι τοι
προσμένουσα τὴν τύχην καραδοκῶ τἀκεῖθεν οἷ προβήσεται. καὶ δὴ δέδορκα τόνδε τῶν Ἰάσονος στείχοντ΄ ὀπαδῶν· πνεῦμα δ΄ ἠρεθισμένον |
Μηδ. | Καλές μου, απ' ώρας είμαι στο
καρτέρι, προσμένοντας να δω τί θ'απογίνει κεί-μέσα. Και να, βλέπω πού ζυγώνει αυτός απ' τους ακόλουθους του Ιάσονα: η λαφιασμένη ανάσα του το δείχνει, |
1120 | δείκνυσιν ὥς τι καινὸν ἀγγελεῖ κακόν. | παράξενο κακό θα μαρτυρήσει. | |
Μπαίνει βιαστικά ένας ακόλουθος του Ιάσονα. | |||
ΑΓΓΕΛΟΣ | ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ | ||
ὦ δεινὸν ἔργον παρανόμως
εἰργασμένη͵ Μήδεια͵ φεῦγε φεῦγε͵ μήτε ναΐαν λιποῦσ΄ ἀπήνην μήτ΄ ὄχον πεδοστιβῆ. |
Συ, το φριχτό και το παράνομο
έργο που έπραξες, Μήδεια, φεύγα! Φεύγα! Με ό,τι μπορείς: καράβι ή στεριανόν αμάξι! |
||
Μη. | τί δ΄ ἄξιόν μοι τῆσδε τυγχάνει φυγῆς; | Μηδ. | Τί γένηκε, πού πρέπει- εγώ να φύγω; |
Αγ. | ὄλωλεν ἡ τύραννος
ἀρτίως κόρη Κρέων θ΄ ὁ φύσας φαρμάκων τῶν σῶν ὕπο. |
Μαν. | Πέθανε τώρα-δά η βασιλοπούλα κι ο Κρέοντας ο γονιός απ' τα φαρμάκια σου. |
Μη. | κάλλιστον εἶπας μῦθον͵
ἐν δ΄ εὐεργέταις τὸ λοιπὸν ἤδη καὶ φίλοις ἐμοῖς ἔσῃ. |
Μηδ. | Όμορφο λόγον είπες· από τώρα, φίλο μου κ' ευεργέτη μου θα σ' έχω. |
Αγ. | τί φῄς; φρονεῖς μὲν ὀρθὰ κοὐ μαίνῃ͵ γύναι͵ | Μαν. | Τί λες, γυναίκα; Τάχεις τα μυαλά σου |
1130 | ἥτις͵ τυράννων ἑστίαν
ᾐκισμένη͵ χαίρεις κλύουσα κοὐ φοβῇ τὰ τοιάδε; |
ή ζουρλάθηκες; Ρήμαξες το
σπίτι του βασιλιά, και τώρα αναγαλλιάζεις, πού τ' ακούγεις, αντί να τα φοβάσαι; |
|
Μη. | ἔχω τι κἀγὼ τοῖς
γε σοῖς ἐναντίον λόγοισιν εἰπεῖν· ἀλλὰ μὴ σπέρχου͵ φίλος͵ λέξον δέ· πῶς ὤλοντο; δὶς τόσον γὰρ ἂν τέρψειας ἡμᾶς͵ εἰ τεθνᾶσι παγκάκως. |
Μηδ. | Έχω κ' εγώ σ' αυτά να σου απαντήσω. Μα μην ανάβεις, φίλε, μόνο λέγε. Πώς χαθήκαν; Διπλή θάναι η χαρά μου πώς κακοθανατίσαν να το ακούσω. |
Αγ. | ἐπεὶ τέκνων σῶν
ἦλθε δίπτυχος γονὴ σὺν πατρί͵ καὶ παρῆλθε νυμφικοὺς δόμους͵ ἥσθημεν οἵπερ σοῖς ἐκάμνομεν κακοῖς δμῶες· δι΄ ὤτων δ΄ εὐθὺς ἦν πολὺς λόγος |
Μαν. | Όταν τα τέκνα σου, ο διπλός
σου γόνος, με τον κύρη τους ήρθαν και διαβήκαν στο νυφικό το σπίτι, μια αναγάλλια μας πήρε εμάς τους δούλους, τα δικά σου που πονούσαμε πάθη· κι από στόμα σε στόμα πήγε πολής λόγος, ότι |
1140 | σὲ καὶ πόσιν σὸν
νεῖκος ἐσπεῖσθαι τὸ πρίν. κυνεῖ δ΄ ὃ μέν τις χεῖρ΄͵ ὃ δὲ ξανθὸν κάρα παίδων· ἐγὼ δὲ καὐτὸς ἡδονῆς ὕπο στέγας γυναικῶν σὺν τέκνοις ἅμ΄ ἑσπόμην. |
κάματε αγάπη εσύ κι ο σύζυγος
σου. Τούτος φιλά το χέρι των παιδιών σου, εκείνος το ξανθό τους το κεφάλι, κι ο ίδιος εγώ, πασίχαρος, τα τέκνα τα πήρα από κοντά ως το γυναικίτη. |
|
δέσποινα δ΄ ἣν νῦν
ἀντὶ σοῦ θαυμάζομεν͵ πρὶν μὲν τέκνων σῶν εἰσιδεῖν ξυνωρίδα͵ πρόθυμον εἶχ΄ ὀφθαλμὸν εἰς Ἰάσονα· ἔπειτα μέντοι προὐκαλύψατ΄ ὄμματα λευκήν τ΄ ἀπέστρεψ΄ ἔμπαλιν παρηίδα͵ παίδων μυσαχθεῖσ΄ εἰσόδους· πόσις δὲ σὸς |
Κ' η καινούργια κυρά, που αντί
για σένα τιμούμε, πριν ακόμα το ζευγάρι τα τέκνα σου τα δει, με λαύρο βλέμμα τον Ιάσονα τηρούσε· μα κατόπι τα μάτια της τα σκέπασε και πέρα τόκαμε το λευκό το πρόσωπο της, απ' το έμπα των παιδιών βαργωμισμένη. Κι ο σύζυγος σου γλύκαινε της κόρης |
||
1150 | ὀργάς τ΄ ἀφῄρει
καὶ χόλον νεάνιδος λέγων τάδ΄· Οὐ μὴ δυσμενὴς ἔσῃ φίλοις͵ παύσῃ δὲ θυμοῦ καὶ πάλιν στρέψεις κάρα͵ φίλους νομίζουσ΄ οὕσπερ ἂν πόσις σέθεν͵ δέξῃ δὲ δῶρα καὶ παραιτήσῃ πατρὸς φυγὰς ἀφεῖναι παισὶ τοῖσδ΄͵ ἐμὴν χάριν; ἣ δ΄ ὡς ἐσεῖδε κόσμον͵ οὐκ ἠνέσχετο͵ ἀλλ΄ ᾔνεσ΄ ἀνδρὶ πάντα͵ καὶ πρὶν ἐκ δόμων μακρὰν ἀπεῖναι πατέρα καὶ παῖδας͵ [σέθεν] λαβοῦσα πέπλους ποικίλους ἠμπέσχετο͵ |
το θυμό και το χόλιασμα με
λόγια τέτοια : “Μην έχεις έχτρα με τους φίλους, το θυμό σου κατάπιε, το κεφάλι γύρνα απ' εδώ, κι ας είναι και δικοί σου του αντρός σου οι φίλοι. Δέξου αυτά τα δώρα, κι απ' τον κύρη σου ζήτα για χατήρι δικό μου, τα παιδιά να μην ξορίσει.” Κι ως είδε τα στολίδια, δε βαστούσε πια κείνη, και στον άντρα τάστερξε όλα· και πρίν από το σπίτι ξεμακρήνουν πατέρας και παιδιά, πήρε μονάχη το πλουμισμένο πέπλο και το εντύθη |
|
1160 | χρυσοῦν τε θεῖσα
στέφανον ἀμφὶ βοστρύχοις λαμπρῷ κατόπτρῳ σχηματίζεται κόμην͵ ἄψυχον εἰκὼ προσγελῶσα σώματος. κἄπειτ΄ ἀναστᾶσ΄ ἐκ θρόνων διέρχεται στέγας͵ ἁβρὸν βαίνουσα παλλεύκῳ ποδί͵ δώροις ὑπερχαίρουσα͵ πολλὰ πολλάκις τένοντ΄ ἐς ὀρθὸν ὄμμασι σκοπουμένη. τοὐνθένδε μέντοι δεινὸν ἦν θέαμ΄ ἰδεῖν· χροιὰν γὰρ ἀλλάξασα λεχρία πάλιν χωρεῖ τρέμουσα κῶλα καὶ μόλις φθάνει |
και το χρυσό σαν έβαλε στεφάνι απάνω στα σγουρά, μπρος σε καθρέφτη λαμπρό πιάνει να πλέκει τα μαλλιά της, χαμογελώντας στο άψυχο είδωλό της. Ύστερα αυτή από το θρονί πετιέται, τις κάμαρες διαβαίνει, με ποδάρι απαλό και κατάλευκο πατώντας, ξελογιασμένη από τα δώρα, κι όλο στις ορθές φτέρνες της γυρνά τα μάτια. Μα από τότες να βλέπεις και να φρίττεις! Μεμιάς αλλάζει χρώμα, με σπασμένο κορμί πισωβολά, τρεμολυγώντας |
|
1170 | θρόνοισιν ἐμπεσοῦσα
μὴ χαμαὶ πεσεῖν. καί τις γεραιὰ προσπόλων͵ δόξασά που ἢ Πανὸς ὀργὰς ἤ τινος θεῶν μολεῖν͵ ἀνωλόλυξε͵ πρίν γ΄ ὁρᾷ διὰ στόμα χωροῦντα λευκὸν ἀφρόν͵ ὀμμάτων τ΄ ἄπο κόρας στρέφουσαν͵ αἷμά τ΄ οὐκ ἐνὸν χροΐ· |
χέρια-πόδια, στο θρόνο ότι
προφταίνει να σωριαστεί για να μην πέσει χάμω. Και μια γριά από τις δούλες της, θαρρώντας πως του Πάνα η μανία ή κανός άλλου θεού την είχε πιάσει, αναβογγήθη· μα όταν την είδε να πετά απ' το στόμα λευκόν αφρό, τα μάτια να στρουφίζει, κι απ' την όψη της το αίμα να τραβιέται, |
|
εἶτ΄ ἀντίμολπον
ἧκεν ὀλολυγῆς μέγαν κωκυτόν. εὐθὺς δ΄ ἣ μὲν ἐς πατρὸς δόμους ὥρμησεν͵ ἣ δὲ πρὸς τὸν ἀρτίως πόσιν͵ φράσουσα νύμφης συμφοράν· ἅπασα δὲ |
αντίφωνο έσυρε στο βόγγο
θρήνο τρανό. Κ' ευθύς στην κατοικία του κύρη χυμίζει η μιά, και στου γαμπρού μιαν άλλη του χτεσινού, για να τους πουν της νύφης τη συφορά· και το παλάτι ακέριο |
||
1180 | στέγη πυκνοῖσιν ἐκτύπει
δρομήμασιν. ἤδη δ΄ ἀνέλκων κῶλον ἔκπλεθρον δρόμου ταχὺς βαδιστὴς τερμόνων ἂν ἥπτετο͵ ἣ δ΄ ἐξ ἀναύδου καὶ μύσαντος ὄμματος δεινὸν στενάξασ΄ ἡ τάλαιν΄ ἠγείρετο. διπλοῦν γὰρ αὐτῇ πῆμ΄ ἐπεστρατεύετο· |
απ' τα πυκνά τρεχάματα αντηχούσε. Δεν είταν περασμένη πιότερη ώρα απ' όση βάνει ένας δρομέας να τρέξει δρόμον από έξι πλέθρα, όταν η δόλια, απ' άφωνη και κλεισομάτα πού είταν, βόγγηξε φοβερά κι ανασηκώθη. |
|
χρυσοῦς μὲν ἀμφὶ
κρατὶ κείμενος πλόκος θαυμαστὸν ἵει νᾶμα παμφάγου πυρός͵ πέπλοι δὲ λεπτοί͵ σῶν τέκνων δωρήματα͵ λεπτὴν ἔδαπτον σάρκα τῆς δυσδαίμονος. |
Γιατί διπλό κακό την πολεμούσε· το χρυσό το στεφάνι, αποθεμένο απάνω στο κεφάλι της, σκορπούσε ποτάμι θαμαστό παμφάγα φλόγα, και τ' ανάρια τα πέπλα, των παιδιών σου το χάρισμα, σπαράζανε τη σάρκα τη λευκή της βαριόμοιρης. Πετιέται |
||
1190 | φεύγει δ΄ ἀναστᾶσ΄
ἐκ θρόνων πυρουμένη͵ σείουσα χαίτην κρᾶτά τ΄ ἄλλοτ΄ ἄλλοσε͵ ῥῖψαι θέλουσα στέφανον· ἀλλ΄ ἀραρότως σύνδεσμα χρυσὸς εἶχε͵ πῦρ δ΄͵ ἐπεὶ κόμην ἔσεισε͵ μᾶλλον δὶς τόσως ἐλάμπετο. πίτνει δ΄ ἐς οὖδας συμφορᾷ νικωμένη͵ πλὴν τῷ τεκόντι κάρτα δυσμαθὴς ἰδεῖν· |
αυτή από το θρονί και παίρνει
δρόμο σύφλογη, σειώντας κόμη και κεφάλι δώθε-κεΐθε, να ρίξει το στεφάνι· μα το χρυσάφι, κολλημένο, στέρια βαστούσε, κι όσο κούναε τα μαλλιά της, τόσο διπλά λαμποκοπούσε η φλόγα. Πέφτει στο τέλος χάμω, νικημένη απ' το κακό, κι αγνώριστη στο μάτι, εξόν αν είταν του γονιού· τι μήδε |
|
οὔτ΄ ὀμμάτων γὰρ
δῆλος ἦν κατάστασις οὔτ΄ εὐφυὲς πρόσωπον͵ αἷμα δ΄ ἐξ ἄκρου ἔσταζε κρατὸς συμπεφυρμένον πυρί͵ |
των ματιών της ξεχώριζες
το σχήμα μήδε τόμορφο πρόσωπο, μόν' το αίμα στάλαζε απ' την κορφή του κεφαλιού της |
||
1200 | σάρκες δ΄ ἀπ΄ ὀστέων
ὥστε πεύκινον δάκρυ γναθμοῖς ἀδήλοις φαρμάκων ἀπέρρεον͵ δεινὸν θέαμα· πᾶσι δ΄ ἦν φόβος θιγεῖν νεκροῦ· τύχην γὰρ εἴχομεν διδάσκαλον. |
σύσμιχτο με τη φλόγα, κι απ'
τα κόκαλα σα δάκρυ πεύκου οι σάρκες της κυλούσαν απ' τάφαντα φαρμάκια δαγκωμένες, — φριχτό να το θωρείς! Κι όλοι φοβούνταν ν' αγγίξουν τη νεκρή, γιατί η δική της η τύχη μάθημα μας είχε γίνει. |
|
πατὴρ δ΄ ὁ τλήμων
συμφορᾶς ἀγνωσίᾳ ἄφνω προσελθὼν δῶμα προσπίτνει νεκρῷ· ᾤμωξε δ΄ εὐθύς͵ καὶ περιπτύξας χέρας κυνεῖ προσαυδῶν τοιάδ΄· Ὦ δύστηνε παῖ͵ τίς σ΄ ὧδ΄ ἀτίμως δαιμόνων ἀπώλεσε; τίς τὸν γέροντα τύμβον ὀρφανὸν σέθεν |
Κι ο δύστυχος πατέρας, το
χαμό της μην ξέροντας, στην κάμαρα εκεί μπαίνει ξάφνου και ρίχνεται στο πτώμα απάνω· ξεσπάει στο κλάμα, το κορμί αγκαλιάζει και το φιλά. “Δυστυχισμένη κόρη, της λέγει, ποιός απ' τους θεούς να σ' έχει έτσι άτιμα χαλάσει; Ποιός εμένα, τον ταφόγερο, ορφάνεψε από σένα; |
||
1210 | τίθησιν; οἴμοι͵ συνθάνοιμί
σοι͵ τέκνον. ἐπεὶ δὲ θρήνων καὶ γόων ἐπαύσατο͵ χρῄζων γεραιὸν ἐξαναστῆσαι δέμας προσείχεθ΄ ὥστε κισσὸς ἔρνεσιν δάφνης λεπτοῖσι πέπλοις͵ δεινὰ δ΄ ἦν παλαίσματα· ὃ μὲν γὰρ ἤθελ΄ ἐξαναστῆσαι γόνυ͵ ἣ δ΄ ἀντελάζυτ΄. εἰ δὲ πρὸς βίαν ἄγοι͵ σάρκας γεραιὰς ἐσπάρασσ΄ ἀπ΄ ὀστέων. χρόνῳ δ΄ ἀπέσβη καὶ μεθῆχ΄ ὁ δύσμορος ψυχήν· κακοῦ γὰρ οὐκέτ΄ ἦν ὑπέρτερος. |
Ωιμέ, παιδί μου! Ας πέθαινα
μαζί σου!” Κι ως έπαψε το θρήνο και το σκούσμα, έκαμε να σηκώσει το κορμί του το γεραλέο. Μα, ως ο κισσός στης δάφνης τα κλωνάρια, βρισκόταν μπερδεμένος στ' ανάρια πέπλα, και το πάλεμα τους είτανε φοβερό· να θέλει ο δόλιος να στυλωθεί στα γόνατα, κ' εκείνη να τον κρατεί· και στον περίσσιο αγώνα ανασπούσε απ' τα κόκαλα τις σάρκες τις γέρικες! Ωσότου αποσταμένος παράδωσε ψυχήν ο μαυρομοίρης, τι απ' το κακό πιο δυνατός δεν είταν. |
|
1220 | κεῖνται δὲ νεκροὶ
παῖς τε καὶ γέρων πατὴρ πέλας͵ ποθεινὴ δακρύοισι συμφορά. |
Και κοίτουνται νεκροί, ο ένας
στον άλλο δίπλα, η κόρη κι ο γέροντας πατέρας· νά χαλασμός που αξίζει να τον κλαίγεις! |
|
Στη Μήδεια: | |||
καί μοι τὸ μὲν σὸν
ἐκποδὼν ἔστω λόγου· γνώσῃ γὰρ αὐτὴ ζημίας ἀποστροφήν. τὰ θνητὰ δ΄ οὐ νῦν πρῶτον ἡγοῦμαι σκιάν͵ οὐδ΄ ἂν τρέσας εἴποιμι τοὺς σοφοὺς βροτῶν δοκοῦντας εἶναι καὶ μεριμνητὰς λόγων τούτους μεγίστην ζημίαν ὀφλισκάνειν. |
Όσο για σένα, τίποτα ας μη
λέγω· της συφοράς θα νιώσεις μοναχή σου τον αντίχτυπο. Μα όσο για τ' ανθρώπινα, δεν είναι τώρα η πρώτη πού τα βλέπω σαν ήσκιο, και το λέω χωρίς να τρέμω: όποιος απ' τους θνητούς περνά πώς είναι σοφός και μάστορης στα λόγια, εκείνου και μεγαλήτερο κακό θα τούρθει. |
||
θνητῶν γὰρ οὐδείς
ἐστιν εὐδαίμων ἀνήρ· ὄλβου δ΄ ἐπιρρυέντος εὐτυχέστερος |
Μες στους θνητούς, δεν έχει
ευτυχισμένους· και πλούτη αν έρθουν, ο ένας απ' τον άλλο τύχη καλήτερη να πεις πώς έχει, |
||
1230 | ἄλλου γένοιτ΄ ἂν ἄλλος͵ εὐδαίμων δ΄ ἂν οὔ. | μα ευτυχισμένο να μην πεις κανένα! | |
Φεύγει. | |||
Χο. | ἔοιχ΄ ὁ δαίμων πολλὰ
τῇδ΄ ἐν ἡμέρᾳ κακὰ ξυνάπτειν ἐνδίκως Ἰάσονι. ὦ τλῆμον͵ ὥς σου συμφορὰς οἰκτίρομεν͵ κόρη Κρέοντος͵ ἥτις εἰς Ἅιδου δόμους οἴχῃ γάμων ἕκατι τῶν Ἰάσονος. |
Χορ. | Φαίνεται σήμερα ό θεός πως
δίκια στον Ιάσονα πολλά δεινά μοιράζει. Φτωχιά, τις συφορές σου πώς θρηνούμε, του Κρέοντα θυγατέρα, πού στον Άδη κατέβης για του Ιάσονα τους γάμους! |
Μη. | φίλαι͵ δέδοκται τοὔργον
ὡς τάχιστά μοι παῖδας κτανούσῃ τῆσδ΄ ἀφορμᾶσθαι χθονός͵ καὶ μὴ σχολὴν ἄγουσαν ἐκδοῦναι τέκνα ἄλλῃ φονεῦσαι δυσμενεστέρᾳ χερί. |
Μηδ. | Καλές μου, την απόφαση την
πήρα, το πιο γοργό τους γιους μου να χαλάσω, και να ξεκόβω από τη χώρα τούτη. Δε θέλω, με την άργητα, ν' αφήσω τα τέκνα μου να παν από άλλο χέρι |
1240 | πάντως σφ΄ ἀνάγκη
κατθανεῖν· ἐπεὶ δὲ χρή͵ ἡμεῖς κτενοῦμεν͵ οἵπερ ἐξεφύσαμεν. ἀλλ΄ εἶ΄ ὁπλίζου͵ καρδία. τί μέλλομεν τὰ δεινὰ κἀναγκαῖα μὴ πράσσειν κακά; ἄγ΄͵ ὦ τάλαινα χεὶρ ἐμή͵ λαβὲ ξίφος͵ λάβ΄͵ ἕρπε πρὸς βαλβῖδα λυπηρὰν βίου͵ καὶ μὴ κακισθῇς μηδ΄ ἀναμνησθῇς τέκνων͵ ὡς φίλταθ΄͵ ὡς ἔτικτες· ἀλλὰ τήνδε γε λαθοῦ βραχεῖαν ἡμέραν παίδων σέθεν͵ κἄπειτα θρήνει· καὶ γὰρ εἰ κτενεῖς σφ΄͵ ὅμως |
πιο εχτρικό. Έτσι κι αλλιώς,
η ανάγκη σφίγγει να πεθάνουν κι αφού δε γίνεται άλλο, εγώ θα τα σκοτώσω πού τα γέννησα. Άιντε, καρδιά, αρματώνου! Τί ξαργούμε το φοβερό, μοιρογραμμένο κρίμα να το πράξουμε; Εμπρός, δόλιο μου χέρι πάρε το ξίφος, πάρε το! Πορεύου για το ξεκίνημα θλιμένης ζήσης, και μη δειλιάζεις, μη θυμάσαι αν είναι τα τέκνα αυτά χιλιάκριβα περίσσια, και πώς τα γέννησες εσύ· την ώρα ετούτη καν, τους γιους σου ξέχασε τους, κ' ύστερα θρήνα! Τί, κι αν τους σκοτώσεις, αγαπημένοι σου είταν απ' τη φύση |
|
1250 | φίλοι γ΄ ἔφυσαν—δυστυχὴς δ΄ ἐγὼ γυνή. | — κ' εγώ θάν είμαι μιά δυστυχισμένη! | |
Μπαίνει στο σπίτι. |
<< 5ο χορικό | [εισαγωγή] | 6ο χορικό >> |