(Ο Γραμματεύς του Αστυνόμου εισέρχεται ιδρωμένος,
κάθεται εις την τράπεζα,
και με εν μανδήλι βρεγμένον από λεβάντα στεγνώνει τον ιδρώτα του).
Αστυνόμος, και ο Γραμματεύς
ΑΣΤ. | Ω, ντζόγια μου μυρουδίες!... ω, μάτια μου, μουσκίες!... και π' ούσουνε γιομά που σε φούγιαζα δυο ώρες; |
ΓΡΑΜ. | Σε μια βίζιτα που είχε τ' όνομά της. |
ΑΣΤ. | Και πώς τήνε λέγανε γιαμά; |
ΓΡΑΜ. | Λουτσία. |
ΑΣΤ. | Και' κει σε τσι αλείψανε αυτές τσι μουσκίες; |
ΓΡΑΜ. | Με τρατάρανε ολίγη λεβάντα. |
ΑΣΤ. | Άφσ' τσι μουσκίες και τσι μυρουδίες, και να γράψουμε τώρα το ραπόρτο μας. |
ΓΡΑΜ. | Δεν έχω το νου μου τώρα...· αφήτε με να ξεζαλιστώ ολίγον. |
ΑΣΤ. | Σε ζαλίσανε κι εσένα οι Λουτσίες; |
ΓΡΑΜ. | Όχι, είμαι κουρασμένος. |
ΑΣΤ. | Μπα και χόρευγες; |
ΓΡΑΜ. | Ναι. |
ΑΣΤ. | Και δε με λες π' ούσαι και μπαλλαρίνος; Τ' όγραφα κι εγώ, μα δεν ξέρω τσι εδικές σας τσι οξείες και τσι περισπωμένες, και τσι ορτογραφίες. |
ΓΡΑΜ. | Υπαγορεύσατε με, κι εγώ γράφω. |