προηγούμενη περιεχόμενα επόμενη

ΣΚΗΝΗ Γ'

(Ο Αστυνόμος υπαγορεύει τον Γραμματέα)
Αστυνόμος και ο Γραμματεύς

ΑΣΤ. (υπαγορεύει) «Κόπια εβγαρμένη απέ το αουτέντικο.
ΓΡΑΜ. (Γράφων γελά).
ΑΣΤ. Τι γελάς, διάολλε; μπα και θυμάσαι τσι μπάλλους σου; (υπαγορεύει) «Σ' τσι χίλιους οχτακόσιους είκοσι εφτά, τσι δεκάξη του Τρυγητή...» (προς τον Γραμματέα) Δεν έχει δεκάξ' ο Τρυγητής;
ΓΡΑΜ. Ναι, δεκάξη (γελών).
ΑΣΤ. Ω μουρέ γέλοια!... (υπαγορεύει) «ημέρα Κυργιακή, δυόμισυ ώρες μετά το γιόμα. Στη λοκάντα του μισέ»· πώς διάολλο τόνε λένε;
ΓΡΑΜ. Μπαστιά.
ΑΣΤ. Γεια σου· «του Μπαστιά...· ξεφαντώνανε ένας Κρητικός, ένας Λιάπης, ένας Μουραΐτης, ένας Λογιώτατος, ένας Ανατολίτης», (καθ' εαυτόν) Και μηγάρι τσι θυμούμαι ούλους; (υπαγορεύει) «κι ένας Χιώτης. Σαν εμεθύσανε, χτύπησε ο Λιάπης τον Κρητικό με την πιστόλα στο χέρι. Εγώ ντελόγκο έκαμα ούλες ετούτες τσι εζάμινες που στέρνω μαζί με το παρό ραπόρτο. Ο Λιάπης έφυγε, κι έστειλα τσι μπιστεμένοι μου στρατιώ­τες, και τόνε πγιάσανε, και τσι έχω ούλους α ρέστο. Σε ούλες τσι εζάμινες π' όκαμα κον τούττο μίο ποσίμπιλε, δεν μπόρεσα να ξανοίξω αν ήτανε κάζο πενσάτο, γιατί ούλοι αυτοί μιλούσανε λογιών τω λογαδιώ γλώσσες, και δεν τσι εκαταλάβαινα. Εκειό που φαίνεται, πρέπει ν' άτονε κάζο ατσιντέντε, γιατί πρώτη βολά ήτανε γρωνισμένος ο Λιάπης με τον Κρητικό. Ούλα μου τα άττα είναι τα παρό, και τα ραπορτάρω στη σεβαστή Διοίκησι, ως καθού είμαι οπλιγάτος κι ό,τι ξανοίξω κατόπι, το ραπορτάρω ως μου μεριτάρει στο οφφίτσιό μου.
  Ακαρτερώ ρισπόστα στην παρό μου, για να ρεγουλαριστώ τι να τσι κάμω ετούτοι τσι διαόλλοι οπ' όχ' α ρέστο·να τσι φουρκίσω; γη να τσι αμολλάρω;»
ΓΡΑΜ. (Γελών) Έτσι να τ' αντιγράψω;
ΑΣΤ. Κι αμέ; πώς; έτσι ξέρω το δικό μας το στύλε... Σα γένης εσύ αστυνόμος κάμε όπως γρωνίζεις.
ΓΡΑΜ. (Μετά την αντιγραφήν το παρουσιάζει) Υπογράψετε!!
ΑΣΤ. (υπογράφει) διονείσιο φόντε αστινόμος τσι ελλινικείς διείκισις. (προς τον Γραμματέα). Το πέρασες στο αουτέντικο;
ΓΡΑΜ. Ναι.
ΑΣΤ. Σιντζιλλάρισ' το τώρα όμορφα, και στείλε το ντελόγκο... Μπα και μου φύγης πάλε, και πας να μπαλλάρης;
ΓΡΑΜ. Όχι δα...· ύστερ' από δύο ώρας, όταν δροσίση...
  (λαμβάνει τα έγγραφα, και αναχωρεί).