Κ | ||
20.1 | Μέμνησο, ὅτι οὐχ ὁ λοιδορῶν ἢ ὁ τύπτων ὑβρίζει, ἀλλὰ τὸ δόγμα τὸ περὶ τούτων ὡς ὑβριζόντων. ὅταν οὖν ἐρεθίσῃ σέ τις, ἴσθι, ὅτι ἡ σή σε ὑπόληψις ἠρέθικε. τοιγαροῦν ἐν πρώτοις πειρῶ ὑπὸ τῆς φαντασίας μὴ συναρπασθῆναι· ἂν γὰρ ἅπαξ χρόνου καὶ διατριβῆς τύχῃς, ῥᾷον κρατήσεις σεαυτοῦ. | 1.Συλλογίσου ότι όχι εκείνος που κατηγορεί, ή εκείνος που κτυπά, υβρίζει, αλλά είνε η αντίληψίς μας η περί αυτών ότι τάχα υβρίζουν. Όταν λοιπόν σ' ερεθίση κανείς, γνώριζε, ότι μάλλον η αντίληψίς σου περί αυτού είνε που σε ηρέθισε. Πάσχιζε λοιπόν πρώτα, να μη συναρπάζεσαι από την φαντασίαν, διότι αν μίαν φοράν λάβης καιρόν και διάστημα, ευκολώτερα θα συγκρατήσης έπειτα τον εαυτόν σου. |
ΚΑ | ||
21.1 | Θάνατος καὶ φυγὴ καὶ πάντα τὰ δεινὰ φαινόμενα πρὸ ὀφθαλμῶν ἔστω σοι καθ' ἡμέραν, μάλιστα δὲ πάντων ὁ θάνατος· καὶ οὐδὲν οὐδέποτε οὔτε ταπεινὸν ἐνθυμηθήσῃ οὔτε ἄγαν ἐπιθυμήσεις τινός. | Τον θάνατον και την εξορίαν και όλα, όσα φοβερά φαίνονται, έχε τα καθημερινώς προ οφθαλμών και προ πάντων τον θάνατον έτσι κανένα πράγμα ποτέ ταπεινόν δεν θα συλλογισθής ούτε θα πολυεπιθυμήσης τίποτε. |
ΚΒ | ||
22.1 | Εἰ φιλοσοφίας ἐπιθυμεῖς, παρασκευάζου αὐτόθεν ὡς καταγελασθησόμενος, ὡς καταμωκησομένων σου πολλῶν, ὡς ἐρούντων ὅτι ‘ἄφνω φιλόσοφος ἡμῖν ἐπανελήλυθε’ καὶ ‘πόθεν ἡμῖν αὕτη ἡ ὀφρύς;’ σὺ δὲ ὀφρὺν μὲν μὴ σχῇς· τῶν δὲ βελτίστων σοι φαινομένων οὕτως ἔχου, ὡς ὑπὸ τοῦ θεοῦ τεταγμένος εἰς ταύτην τὴν χώραν· μέμνησό τε διότι, ἐὰν μὲν ἐμμείνῃς τοῖς αὐτοῖς, οἱ καταγελῶντές σου τὸ πρότερον οὗτοί σε ὕστερον θαυμάσονται, ἐὰν δὲ ἡττηθῇς αὐτῶν, διπλοῦν προσλήψῃ καταγέλωτα. | Εάν επιθυμής φιλοσοφίαν, προδιάθετε τον εαυτόν σου εις το περιγέλασμα και την καταφρόνησιν πολλών που θα πουν: “Ξαφνικά μας εγύρισεν ο φιλόσοφος, και από που κι' ως πού αυτό το φρύδι”. Και συ μη σηκώσης το φρύδι βέβαια· να κρατήσαι σφικτά όμως από όσα σου φαίνονται προτιμότερα, με την πεποίθησιν ότι είσαι τοποθετημένος εκεί από τον θεόν· και συλλογίσου ότι, εάν μεν επιμείνης εις τα ίδια, εκείνοι που σε περιγελούσαν άλλοτε, αυτοί υστερώτερα θα σε θαυμάσουν· εάν όμως νικηθής απέναντί των, θα προκαλέσης διπλά περιγελάσματα. |
ΚΓ | ||
23.1 | Ἐάν ποτέ σοι γένηται ἔξω στραφῆναι πρὸς τὸ βούλεσθαι ἀρέσαι τινί, ἴσθι ὅτι ἀπώλεσας τὴν ἔνστασιν. ἀρκοῦ οὖν ἐν παντὶ τῷ εἶναι φιλόσοφος εἰ δὲ καὶ δοκεῖν βούλει [τῷ εἶναι], σαυτῷ φαίνου καὶ ἱκανὸς ἔσῃ. | Αν ποτέ δώσης προσοχήν εις τα εξωτερικά αντικείμενα διά ν' αρέσης εις κάποιον, γνώριζε ότι έχασες τας αρχάς σου. Ν' αρκήσαι λοιπόν πάντοτε εις το να είσαι φιλόσοφος. Αν δε όχι να είσαι μόνον, αλλά θέλεις και να φαίνεσαι φιλόσοφος, να φαίνεσαι τοιούτος εις τον εαυτόν σου· και είνε αρκετόν. |
ΚΔ | ||
24.1 | Οὗτοί σε οἱ διαλογισμοὶ μὴ θλιβέτωσαν ‘ἄτιμος ἐγὼ βιώσομαι καὶ οὐδεὶς οὐδαμοῦ’. εἰ γὰρ ἡ ἀτιμία ἐστὶ κακόν, οὐ δύνασαι ἐν κακῷ εἶναι δι' ἄλλον, οὐ μᾶλλον ἢ ἐν αἰσχρῷ· μή τι οὖν σόν ἐστιν ἔργον τὸ ἀρχῆς τυχεῖν ἢ παραληφθῆναι ἐφ' ἑστίασιν; οὐδαμῶς. πῶς οὖν ἔτι τοῦτ' ἔστιν ἀτιμία; πῶς δὲ οὐδεὶς οὐδαμοῦ ἔσῃ, ὃν ἐν μόνοις εἶναί τινα δεῖ τοῖς ἐπὶ σοί, ἐν οἷς ἔξεστί σοι εἶναι πλείστου ἀξίῳ; | 1. Να μη σε θλίβουν διαλογισμοί σαν αυτούς: “Άδοξος και ασήμαντος θα περάσω την ζωήν μου”. Διότι, αν είνε κακόν η αδοξία, δεν ημπορεί να ευρίσκεσ' εξ αιτίας άλλου εις το κακόν περισσότερον παρ' όσον εξ αιτίας άλλου είνε δυνατόν να ευρίσκεσαι εις εντροπήν. Μήπως είνε λοιπόν το έργον σου το να επιτύχης εξουσίαν ή να σε προσκαλέσουν εις γεύμα; Καθόλου. Πώς λοιπόν ακόμη είνε τούτο ταπείνωσις, και πώς θα είσαι ασήμαντος εσύ, ο οποίος πρέπει να είσαι κάτι τι εις ό,τι είνε εις την εξουσίαν σου, όπου σου δίδεται αξιολογώτατος να είσαι; |
24.2 | ἀλλά σοι οἱ φίλοι ἀβοήθητοι ἔσονται. τί λέγεις τὸ ἀβοήθητοι; οὐχ ἕξουσι παρὰ σοῦ κερμάτιον· οὐδὲ πολίτας Ῥωμαίων αὐτοὺς ποιήσεις. τίς οὖν σοι εἶπεν, ὅτι ταῦτα τῶν ἐφ' ἡμῖν ἐστιν, οὐχὶ δὲ ἀλλότρια ἔργα; τίς δὲ δοῦναι δύναται ἑτέρῳ, ἃ μὴ ἔχει αὐτός; ‘κτῆσαι οὖν’, φησίν, ‘ἵνα ἡμεῖς ἔχωμεν’. | 2. Αλλά θα μείνουν ίσως οι φίλοι σου αβοήθητοι. Διατί λέγεις το “αβοήθητοι”; Που δεν θα τους δώσης χαρτζιλίκι ούτε θα τους κάμης Ρωμαίους πολίτας; και ποιός λοιπόν σου είπεν, ότι αυτά είνε εις την εξουσίαν μας και όχι έργα ξένα; και ποίος τάχα ημπορεί να δώση εις τον άλλον ό,τι αυτός δεν έχει; “Απόκτησε συ λοιπόν” λέγει, “να έχομ' εμείς”. |
24.3 | εἰ δύναμαι κτήσασθαι τηρῶν ἐμαυτὸν αἰδήμονα καὶ πιστὸν καὶ μεγαλόφρονα, δείκνυε τὴν ὁδὸν καὶ κτήσομαι. εἰ δ' ἐμὲ ἀξιοῦτε τὰ ἀγαθὰ τὰ ἐμαυτοῦ ἀπολέσαι, ἵνα ὑμεῖς τὰ μὴ ἀγαθὰ περιποιήσησθε, ὁρᾶτε ὑμεῖς, πῶς ἄνισοί ἐστε καὶ ἀγνώμονες. τί δὲ καὶ βούλεσθε μᾶλλον; ἀργύριον ἢ φίλον πιστὸν καὶ αἰδήμονα; εἰς τοῦτο οὖν μοι μᾶλλον συλλαμβάνετε καὶ μή, δι' ὧν ἀποβαλῶ αὐτὰ ταῦτα, ἐκεῖνά με πράσσειν ἀξιοῦτε. | 3. Εάν ημπορώ ν' αποκτήσω διατηρών την αξιοπρέπειαν μου, την αξιοπιστίαν, την μεγαλοφροσύνην, δείχνε μου τον δρόμον και θα προσπαθήσω ν' αποκτήσω. Εαν όμως έχετε την αξίωσιν να χάσω τα ιδικά μου αγαθά, διά ν' αποκτήσετ' εσείς όσα δεν είνε αγαθά, βλέπετε πόσον είσθ' εσείς άδικοι και αγνώμονες. Και τί λοιπόν θέλετε περισσότερον; χρήματα ή φίλον πιστόν και αξιοπρεπή; προς τον σκοπόν λοιπόν τούτον βοηθείτέ με, και μην έχετε την αξίωσιν να κάμω εκείνα, διά των οποίων θα χάσω αυτά τ' αγαθά. |
24.4 | ‘ἀλλ' ἡ πατρίς, ὅσον ἐπ' ἐμοί’, φησίν, ‘ἀβοήθητος ἔσται’. πάλιν, ποίαν καὶ ταύτην βοήθειαν; στοὰς οὐχ ἕξει διὰ σὲ οὔτε βαλανεῖα. καὶ τί τοῦτο; οὐδὲ γὰρ ὑποδήματα ἔχει διὰ τὸν χαλκέα οὐδ' ὅπλα διὰ τὸν σκυτέα· ἱκανὸν δέ, ἐὰν ἕκαστος ἐκπληρώσῃ τὸ ἑαυτοῦ ἔργον. εἰ δὲ ἄλλον τινὰ αὐτῇ κατεσκεύαζες πολίτην πιστὸν καὶ αἰδήμονα, οὐδὲν ἂν αὐτὴν ὠφέλεις; ‘ναί.’ οὐκοῦν οὐδὲ σὺ αὐτὸς ἀνωφελὴς ἂν εἴης αὐτῇ. | 4. Αλλά θα μείνη χωρίς την βοήθειάν μου η πατρίς, λέγει. Τί είδους βοήθεια είνε πάλιν που μου ζητείτε; ότι δεν θ' αποκτήση εξ αιτίας σου στοάς ούτε λουτρώνας; και τί μ' αυτό; αφού ούτε υποδήματα απέκτησ' εξ αιτίας του χαλκέως, ούτε όπλα εξ αιτίας του υποδηματοποιού· αρκεί αν ο καθείς εκπληρώνη το έργον του. Και μήπως, αν παρεσκεύαζες δι' αυτήν πολίτην πιστόν και αξιοπρεπή, δεν θα την ωφελούσες εις τίποτε; Ναι. Λοιπόν ούτε συ ο ίδιος θα της ήσουν ανωφελής. |
24.5 | ‘τίνα οὖν ἕξω’, φησί, ‘χώραν ἐν τῇ πόλει;’ ἣν ἂν δύνῃ φυλάττων ἅμα τὸν πιστὸν καὶ αἰδήμονα. εἰ δὲ ἐκείνην ὠφελεῖν βουλόμενος ἀποβαλεῖς ταῦτα, τί ὄφελος ἂν αὐτῇ γένοιο ἀναιδὴς καὶ ἄπιστος ἀποτελεσθείς; | 5. “Ποίαν λοιπόν θέσιν θ' αποκτήσω εις την πόλιν;”— Οποιανδήποτε ημπορέσης ν' απόκτησης, διασώζων συγχρόνως εις τον χαρακτήρα σου την πίστιν και την αξιοπρέπειαν. Αν όμως θέλων να την ωφελής χάνης αυτάς σου τας αρετάς, ποίαν ωφέλειαν θα της δώσης, αφού πλέον γείνης αναξιοπρεπής και ανάξιος εμπιστοσύνης; |
ΚΕ | ||
25.1 | Προετιμήθη σού τις ἐν ἑστιάσει ἢ ἐν προσαγορεύσει ἢ ἐν τῷ παραληφθῆναι εἰς συμβουλίαν; εἰ μὲν ἀγαθὰ ταῦτά ἐστι, χαίρειν σε δεῖ, ὅτι ἔτυχεν αὐτῶν ἐκεῖνος· εἰ δὲ κακά, μὴ ἄχθου, ὅτι σὺ αὐτῶν οὐκ ἔτυχες· μέμνησο δέ, ὅτι οὐ δύνασαι μὴ ταὐτὰ ποιῶν πρὸς τὸ τυγχάνειν τῶν οὐκ ἐφ' ἡμῖν τῶν ἴσων ἀξιοῦσθαι. | Έτυχε να προτιμηθή άλλος αντί σου εις γεύμα ή προσαγόρευσιν, είτε εις το να του ζητηθή συμβουλή; Εαν μεν αυτά είνε αγαθά, πρέπει να χαίρης ότι τα επέτυχεν εκείνος. Αν κακά, πάλιν να μη λυπήσαι, αφού δεν έτυχαν εις εσέ. Ενθυμού ακόμη ότι δεν πρέπει να έχης αξιώσεις ν' απολαύσης τα ίσα, μη κάμνων όσα οι άλλοι κάμνουν προς απόκτησιν εκείνων, που δεν είνε εις την εξουσίαν μας. |
25.2 | πῶς γὰρ ἴσον ἔχειν δύναται ὁ μὴ φοιτῶν ἐπὶ θύρας τινὸς τῷ φοιτῶντι; ὁ μὴ παραπέμπων τῷ παραπέμποντι; ὁ μὴ ἐπαινῶν τῷ ἐπαινοῦντι, ἄδικος οὖν ἔσῃ καὶ ἄπληστος, εἰ μὴ προϊέμενος ταῦτα, ἀνθ' ὧν ἐκεῖνα πιπράσκεται, προῖκα αὐτὰ βουλήσῃ λαμβάνειν. | Διότι πώς είνε δυνατόν ν' απολαμβάνη τα ίσα εκείνος που δεν πολυσυχνάζει εις τας θύρας των μεγάλων μ' εκείνον που πολυσυχνάζει; εκείνος που δεν τους συνοδεύει μ' εκείνον που τους συντροφεύει; εκείνος που δεν τους επαινεί μ' εκείνον που τους επαινεί; Άδικος θα είσαι λοιπόν και άπληστος, αν, χωρίς να πλήρωσης την τιμήν, αντί της οποίας πωλούνται, θέλης να τα λάβης δωρεάν. |
25.3 | ἀλλὰ πόσου πιπράσκονται θρίδακες; ὀβολοῦ, ἂν οὕτω τύχῃ. ἂν οὖν τις προέμενος τὸν ὀβολὸν λάβῃ θρίδακας, σὺ δὲ μὴ προέμενος μὴ λάβῃς, μὴ οἴου ἔλαττον ἔχειν τοῦ λαβόντος. ὡς γὰρ ἐκεῖνος ἔχει θρίδακας, οὕτω σὺ τὸν ὀβολόν, ὃν οὐκ ἔδωκας. | Πόσο έχουν τα μαρούλια; έναν οβολόν, ας υποθέσωμεν. Αν λοιπόν, αφού πληρώση κάποιος τον οβολόν, πάρη μαρούλια, συ πάλιν που δεν επλήρωσες δεν πάρης, μη νομίζης ότι έχεις ολιγώτερον από τον λαβόντα. Διότι, όπως εκείνος έχει μαρούλια, έχεις και συ τον οβολόν που δεν έδωκες. |
25.4 | τὸν αὐτὸν δὴ τρόπον καὶ ἐνταῦθα. οὐ παρεκλήθης ἐφ' ἑστίασίν τινος; οὐ γὰρ ἔδωκας τῷ καλοῦντι, ὅσου πωλεῖ τὸ δεῖπνον. ἐπαίνου δ' αὐτὸ πωλεῖ, θεραπείας πωλεῖ. δὸς οὖν τὸ διάφορον, εἰ σοι λυσιτελεῖ, ὅσου πωλεῖται. εἰ δὲ κἀκεῖνα θέλεις μὴ προΐεσθαι καὶ ταῦτα λαμβάνειν, ἄπληστος εἶ καὶ ἀβέλτερος. | Κατά τον αυτόν λοιπόν τρόπον κ' εδώ: Δεν προσεκλήθης εις γεύμα του δείνα, διότι δεν έδωκες εις τον προσκαλούντα εκείνα αντί των οποίων πωλεί το δείπνον, είτε αντ' επαίνου το πωλεί είτε αντί περιποιήσεων. Δώσε λοιπόν, αν σε συμφέρη, την τιμήν, αντί της οποίας πωλείται. Αν δε θέλης κ' εκείνα να μη πληρώνης, συγχρόνως δε να έχης και ταύτα, άπληστος είσαι και αδιόρθωτος. |
25.5 | οὐδὲν οὖν ἔχεις ἀντὶ τοῦ δείπνου; ἔχεις μὲν οὖν τὸ μὴ ἐπαινέσαι τοῦτον, ὃν οὐκ ἤθελες, τὸ μὴ ἀνασχέσθαι αὐτοῦ τῶν ἐπὶ τῆς εἰσόδου. | 5. Νομίζεις λοιπόν ότι τίποτε δεν έχεις ως αντάλλαγμα του δείπνου· αλλά έχεις αφ' ενός μεν ότι δεν επήνεσες εκείνον που δεν ήθελες, και εξ άλλου ότι δεν εδοκίμασες τους κακούς τρόπους των δούλων που φυλάττουν την είσοδόν του. |
ΚΣΤ | ||
26.1 | Τὸ βούλημα τῆς φύσεως καταμαθεῖν ἔστιν ἐξ ὧν οὐ διαφερόμεθα πρὸς ἀλλήλους. οἷον, ὅταν ἄλλου παιδάριον κατεάξῃ τὸ ποτήριον, πρόχειρον εὐθὺς λέγειν ὅτι ‘τῶν γινομένων ἐστίν’. ἴσθι οὖν, ὅτι, ὅταν καὶ τὸ σὸν κατεαγῇ, τοιοῦτον εἶναί σε δεῖ, ὁποῖον ὅτε καὶ τὸ τοῦ ἄλλου κατεάγη. οὕτω μετατίθει καὶ ἐπὶ τὰ μείζονα. τέκνον ἄλλου τέθνηκεν ἢ γυνή; οὐδείς ἐστιν ὃς οὐκ ἂν εἴποι ὅτι ‘ἀνθρώπινον’· ἀλλ' ὅταν τὸ αὐτοῦ τινος ἀποθάνῃ, εὐθὺς ‘οἴμοι, τάλας ἐγώ’. ἐχρῆν δὲ μεμνῆσθαι, τί πάσχομεν περὶ ἄλλων αὐτὸ ἀκούσαντες. | Το θέλημα της φύσεως είνε δυνατόν να μάθη κανείς εις εκείνα, περί των οποίων αι γνώμαί μας δεν διαφέρουν. Λόγου χάριν, όταν ενός άλλου το παιδάκι σπάση το ποτήρι, ημπορεί κανείς να έχη πρόχειρον το : “συνηθισμένα πράγματα”. Γνώριζε λοιπόν ότι, ακόμη και όταν σπάση το ιδικόν σου ποτήρι, πρέπει να είσαι τοιούτος οποίος θα ήσο και όταν είχε σπάση το ξένο ποτήρι. Μετάφερε την αναλογίαν τοιουτοτρόπως και εις τα μεγαλύτερα. Απέθανεν η γυναίκα ή το παιδί ενός άλλου; κανείς δεν υπάρχει που να μη σου πη “ανθρώπινον είνε τούτο”· αλλ' όταν αποθάνη το ιδικόν του παιδί κάποιου, λέγει ευθύς : Αλλοίμονο μου! Έπρεπεν όμως να ενθυμούμεθα τί πάσχομεν, όταν ακούωμεν να λέγεται τούτο δι άλλους. |
ΚΖ | ||
27.1 | Ὥσπερ σκοπὸς πρὸς τὸ ἀποτυχεῖν οὐ τίθεται, οὕτως οὐδὲ κακοῦ φύσις ἐν κόσμῳ γίνεται. | Όπως δεν θέτει κανείς σκοπόν του την αποτυχίαν, τοιουτοτρόπως ούτε φύσις κακού [5] γίνεται εις τον κόσμον. |
ΚΗ | ||
28.1 | Εἰ μὲν τὸ σῶμά σού τις ἐπέτρεπε τῷ ἀπαντήσαντι, ἠγανάκτεις ἄν· ὅτι δὲ σὺ τὴν γνώμην τὴν σεαυτοῦ ἐπιτρέπεις τῷ τυχόντι, ἵνα, ἐὰν λοιδορήσηταί σοι, ταραχθῇ ἐκείνη καὶ συγχυθῇ, οὐκ αἰσχύνῃ τούτου ἕνεκα; | Αν εμπιστεύοντο εις τον πρώτον τυχόντα το σώμά σου, θ' αγανακτούσες· και δεν εντρέπεσαι εμπιστευόμενος την ψυχήν σου εις τον τυχόντα, που είν' ενδεχόμενον να ταραχθή και να συγχυσθή; |
ΚΘ | ||
29.1 | Ἑκάστου ἔργου σκόπει τὰ καθηγούμενα καὶ τὰ ἀκόλουθα αὐτοῦ καὶ οὕτως ἔρχου ἐπ' αὐτό. εἰ δὲ μή, τὴν μὲν πρώτην προθύμως ἥξεις ἅτε μηδὲν τῶν ἑξῆς ἐντεθυμημένος, ὕστερον δὲ ἀναφανέντων δυσχερῶν τινων αἰσχρῶς ἀποστήσῃ. | 1. Καθενός έργου να εξετάζης τα προηγούμενα και τα επακόλουθα του και κατ' αυτόν τον τρόπον να φθάνης εις αυτό· ειδεμή, θα συμβή κατ' αρχάς μεν πρόθυμα να το καταπιασθής, διότι δεν θα έχης συλλογισθή την αλληλουχίαν των πραγμάτων ύστερα δε, μόλις παρουσιασθούν κάποιαι δυσχέρειαι, θα τ' αφήσης μ' εντροπήν σου 'ς τη μέση. |
29.2 | θέλεις Ὀλύμπια νικῆσαι; κἀγώ, νὴ τοὺς θεούς· κομψὸν γάρ ἐστιν. ἀλλὰ σκόπει τὰ καθηγούμενα καὶ τὰ ἀκόλουθα καὶ οὕτως ἅπτου τοῦ ἔργου. δεῖ σ' εὐτακτεῖν, ἀναγκοτροφεῖν, ἀπέχεσθαι πεμμάτων, γυμνάζεσθαι πρὸς ἀνάγκην, ἐν ὥρᾳ τεταγμένῃ, ἐν καύματι, ἐν ψύχει, μὴ ψυχρὸν πίνειν, μὴ οἶνον, ὡς ἔτυχεν, ἁπλῶς ὡς ἰατρῷ παραδεδωκέναι σεαυτὸν τῷ ἐπιστάτῃ, εἶτα ἐν τῷ ἀγῶνι παρορύσσεσθαι, ἔστι δὲ ὅτε χεῖρα ἐκβαλεῖν, σφυρὸν στρέψαι, πολλὴν ἁφὴν καταπιεῖν, ἔσθ' ὅτε μαστιγωθῆναι καὶ μετὰ τούτων πάντων νικηθῆναι. | 2. Θέλεις να νικήσης εις τα Ολύμπια; Κ' εγώ μα τους θεούς· διότι είνε κάτι τι ωραίον. Αλλ' εξέταζε τα προηγούμενα και τα επακόλουθα και έπειτα να επιχειρής. Πρέπει να υπακούης εις ωρισμένην διδασκαλίαν· να τρώγης καταναγκαστικήν τροφήν, ν' απέχης από γλυκίσματα, να γυμνάζεται αναγκαστικώς εις ωρισμένην ώραν, με την ζέστην ,με το ψύχος, να μη πίνης ψυχρό νερό ούτε κρασί όπως τύχη, αλλά να παραδώσης τον εαυτόν σου εις τα χέρια του προπονητού, όπως εις χέρια ιατρού, έπειτα κατά την διάρκειαν της πάλης να κάμνης τάφρους—πότε να βγάλης το χέρι σου, να στραγγουλίσης το πόδι σου, να καταπιής σκόνην πολλήν, να μαστιγωθής κάποτε, και ύστερ' από όλ' αυτά, να νικηθής. |
29.3 | ταῦτα ἐπισκεψάμενος, ἂν ἔτι θέλῃς, ἔρχου ἐπὶ τὸ ἀθλεῖν. εἰ δὲ μή, ὡς τὰ παιδία ἀναστραφήσῃ, ἃ νῦν μὲν παλαιστὰς παίζει, νῦν δὲ μονομάχους, νῦν δὲ σαλπίζει, εἶτα τραγῳδεῖ· οὕτω καὶ σὺ νῦν μὲν ἀθλητής, νῦν δὲ μονομάχος, εἶτα ῥήτωρ, εἶτα φιλόσοφος, ὅλῃ δὲ τῇ ψυχῇ οὐδέν· ἀλλ' ὡς πίθηκος πᾶσαν θέαν, ἣν ἂν ἴδῃς, μιμῇ καὶ ἄλλο ἐξ ἄλλου σοι ἀρέσκει. οὐ γὰρ μετὰ σκέψεως ἦλθες ἐπί τι οὐδὲ περιοδεύσας, ἀλλ' εἰκῇ καὶ κατὰ ψυχρὰν ἐπιθυμίαν. | 3. Αν, αφού καλοσκεφθής τ' ανωτέρω, δεν σου κοπή η όρεξις, γίνε αθλητής. Ει δ' άλλως, θα κάμης και συ σαν τα παιδιά που παίζουν τόρα τους παλαιστάς, τόρα τους μονομάχους, τόρα σαλπίζουν, έπειτα κάμνουν τους τραγωδούς· έτσι και συ τόρα μεν αθλητής, τόρα μονομάχος, έπειτα ρήτωρ, έπειτα φιλόσοφο; και με όλην την ψυχήν σου τίποτε, αλλά 'σάν πίθηκος, ό,τι ιδής απομιμείσαι και όλα σου αρέσουν διαδοχικώς. Διότι δεν εκαταπιάσθης κάτι τι με σκέψιν και προηγουμένην έρευναν, αλλά τυχαίως και χωρίς να το πολυεπιθυμής. |
29.4 | οὕτω θεασάμενοί τινες φιλόσοφον καὶ ἀκούσαντες οὕτω τινὸς λέγοντος, ὡς Εὐφράτης λέγει (καίτοι τίς οὕτω δύναται εἰπεῖν, ὡς ἐκεῖνος;), θέλουσι καὶ αὐτοὶ φιλοσοφεῖν. | 4. Τοιουτοτρόπως μερικοί, αν τύχη και ιδούν φιλόσοφον, ή ακούσουν κανένα να ομιλή όπως ο Ευφράτης [6] (αν και ποίος ημπορεί να ομιλήση όπως εκείνος;), θέλουν κ' εκείνοι να φιλοσοφούν. |
29.5 | ἄνθρωπε, πρῶτον ἐπίσκεψαι, ὁποῖόν ἐστι τὸ πρᾶγμα· εἶτα καὶ τὴν σεαυτοῦ φύσιν κατάμαθε, εἰ δύνασαι βαστάσαι. πένταθλος εἶναι βούλει ἢ παλαιστής; ἴδε σεαυτοῦ τοὺς βραχίονας, τοὺς μηρούς, τὴν ὀσφὺν κατάμαθε. | 5. Άνθρωπε, πρώτα πρώτα ερεύνησε την φύσιν του πράγματος· έπειτα γνώρισε καλά και την ιδικήν σου φύσιν, αν ημπορείς να βαστάσης. Θέλεις ν' αγωνισθής εις το πένταθλον ή την πάλην; Κύτταξε τους βραχίονας σου, τους μηρούς σου, εξέτασε καλά την μέσην σου. |
29.6 | ἄλλος γὰρ πρὸς ἄλλο πέφυκε. δοκεῖς, ὅτι ταῦτα ποιῶν ὡσαύτως δύνασαι ἐσθίειν, ὡσαύτως πίνειν, ὁμοίως ὀρέγεσθαι, ὁμοίως δυσαρεστεῖν; ἀγρυπνῆσαι δεῖ, πονῆσαι, ἀπὸ τῶν οἰκείων ἀπελθεῖν, ὑπὸ παιδαρίου καταφρονηθῆναι, ὑπὸ τῶν ἀπαντώντων καταγελασθῆναι, ἐν παντὶ ἧττον ἔχειν, ἐν τιμῇ, ἐν ἀρχῇ, ἐν δίκῃ, ἐν πραγματίῳ παντί. | 6. Διότι κάθε άνθρωπος έχει γείνη διά κάτι τι ιδιαίτερον. Νομίζεις ότι κάμνων αυτά ημπορείς κατά τον ίδιον τρόπον να τρώγης, να πίνης κατά τον ίδιον τρόπον, να ορέγεσαι, ν' αποστρέφεσαι ομοιοτρόπως; πρέπει ν' αγρυπνήσης, να κοπιάσης, να φύγης από το σπίτι σου, να καταγελασθής από τα δουλάκια, να καταγελασθής από τους διαβάτας, να μειονεκτής εις το κάθε τί, εις τας τιμάς, εις την αρχήν, εις τα δικαστήρια, εις κάθε πραγματάκι. |
29.7 | ταῦτα ἐπίσκεψαι. εἰ θέλεις ἀντικαταλλάξασθαι τούτων ἀπάθειαν, ἐλευθερίαν, ἀταραξίαν· εἰ δὲ μή, μὴ προσάγαγε. μὴ ὡς τὰ παιδία νῦν φιλόσοφος, ὕστερον δὲ τελώνης, εἶτα ῥήτωρ, εἶτα ἐπίτροπος Καίσαρος. ταῦτα οὐ συμφωνεῖ. ἕνα σε δεῖ ἄνθρωπον ἢ ἀγαθὸν ἢ κακὸν εἶναι· ἢ τὸ ἡγεμονικόν σε δεῖ ἐξεργάζεσθαι τὸ σαυτοῦ ἢ τὸ ἐκτὸς ἢ περὶ τὰ ἔσω φιλοτεχνεῖν ἢ περὶ τὰ ἔξω· τοῦτ' ἔστιν ἢ φιλοσόφου τάξιν ἐπέχειν ἢ ἰδιώτου. | Συλλογίσου τα καλά. Αν θέλης ν' αντικαταστήσης μ' αυτά την απάθειαν, την ελευθερίαν, την αταραξίαν ει δ' άλλως, μην πλησιάσης. Μην γείνης 'σάν τα παιδάκια, τόρα φιλόσοφος, ύστερώτερα τελώνης, κατόπιν ρήτωρ, κατόπιν Καισαρικός επίτροπος. Αυτά δεν συμφωνούν. Πρέπει να είσαι ένας άνθρωπος ή αγαθός ή κακός, ή πρέπει να καλλιεργήσης την ψυχήν σου, ή τα εξωτερικά πράγματα, ή προς τα εσωτερικά να προσαρμόζης τον εαυτόν σου, ή προς τα εξωτερικά, δήλα δη να επέχης τάξιν ή φιλοσόφου ή ιδιώτου. [7] |
Λ’ | ||
30.1 | Τὰ καθήκοντα ὡς ἐπίπαν ταῖς σχέσεσι παραμετρεῖται. πατήρ ἐστιν· ὑπαγορεύεται ἐπιμελεῖσθαι, παραχωρεῖν ἁπάντων, ἀνέχεσθαι λοιδοροῦντος, παίοντος. ‘ἀλλὰ πατὴρ κακός ἐστι’. μή τι οὖν πρὸς ἀγαθὸν πατέρα φύσει ᾠκειώθης; ἀλλὰ πρὸς πατέρα. ‘ὁ ἀδελφὸς ἀδικεῖ.’ τήρει τοιγαροῦν τὴν τάξιν τὴν σεαυτοῦ πρὸς αὐτὸν μηδὲ σκόπει, τί ἐκεῖνος ποιεῖ, ἀλλὰ τί σοὶ ποιήσαντι κατὰ φύσιν ἡ σὴ ἕξει προαίρεσις· σὲ γὰρ ἄλλος οὐ βλάψει, ἂν μὴ σὺ θέλῃς· τότε δὲ ἔσῃ βεβλαμμένος, ὅταν ὑπολάβῃς βλάπτεσθαι. οὕτως οὖν ἀπὸ τοῦ γείτονος, ἀπὸ τοῦ πολίτου, ἀπὸ τοῦ στρατηγοῦ τὸ καθῆκον εὑρήσεις, ἐὰν τὰς σχέσεις ἐθίζῃ θεωρεῖν. | 1. Τα καθήκοντα γενικώς κανονίζονται κατά τας σχέσεις. Πατέρας σου είνε; Σου υπαγορεύεται να φροντίζης περί αυτού, να κάμνης παντού παραχωρήσεις, ν' ανέχεσαι τας ύβρεις του, τα κτυπήματά του. “Μα είνε κακός πατέρας”. Και μήπως έλαβες από την φύσιν καλόν πατέρα; έλαβες πατέρα. “Ο αδελφός μου με αδικεί”, θα 'πης. Να διατηρής μολαταύτα τα εκ των σχέσεων πηγάζοντα προς αυτόν καθήκοντα σου· ούτε και να εξετάζης τί κάμνει εκείνος, αλλά τί κάμνων εσύ θ' αφίνης μολαταύτα την ψυχικήν σου διάθεσιn [7a] προς την φύσιν σύμφωνην, διότι κανείς δεν θα σε βλάψη, αν δεν θέλης εσύ· τότε θα έχης πάθη βλάβην, όταν νομίσης ότι βλάπτεσαι. Αν λοιπόν φροντίζης κατ' αυτόν τον τρόπον να μανθάνης τας σχέσεις σου προς τον άλλον ως γείτονα, ως πολίτην ή ως στρατηγόν, θα συνηθίσης εις το να θεωρής τα εκ των σχέσεων καθήκοντα. |
ΛΑ | ||
31.1 | Τῆς περὶ τοὺς θεοὺς εὐσεβείας ἴσθι ὅτι τὸ κυριώτατον ἐκεῖνό ἐστιν, ὀρθὰς ὑπολήψεις περὶ αὐτῶν ἔχειν ὡς ὄντων καὶ διοικούντων τὰ ὅλα καλῶς καὶ δικαίως καὶ σαυτὸν εἰς τοῦτο κατατεταχέναι, τὸ πείθεσθαι αὐτοῖς καὶ εἴκειν πᾶσι τοῖς γινομένοις καὶ ἀκολουθεῖν ἑκόντα ὡς ὑπὸ τῆς ἀρίστης γνώμης ἐπιτελουμένοις. οὕτω γὰρ οὐ μέμψῃ ποτὲ τοὺς θεοὺς οὔτε ἐγκαλέσεις ὡς ἀμελούμενος. | 1. Γνώριζε, ότι το κυριώτατον της ευσεβείας προς τους θεούς είναι τούτο: να έχης δήλα δη ορθάς περί τούτων αντιλήψεις, ότι υπάρχουν και διοικούν όλα τα πράγματα καλά και δίκαια, και να έχης μονίμως τάξη τον εαυτόν σου εις τούτο, να πείθεσαι δήλα δη εις αυτούς και να υπείκης εις ό,τι γίνεται και ν' ακολουθής θεληματικά τούτο, ως επιτελούμενον πολύ ευλόγως. Διότι κατ' αυτόν τον τρόπον ούτε θα παραπονεθής ποτέ εναντίον των θεών, ούτε θα τους κατηγορήσης ότι δεν φροντίζουν περί σου. |
31.2 | ἄλλως δὲ οὐχ οἷόν τε τοῦτο γίνεσθαι, ἐὰν μὴ ἄρῃς ἀπὸ τῶν οὐκ ἐφ' ἡμῖν καὶ ἐν τοῖς ἐφ' ἡμῖν μόνοις θῇς τὸ ἀγαθὸν καὶ τὸ κακόν. ὡς, ἄν γέ τι ἐκείνων ὑπολάβῃς ἀγαθὸν ἢ κακόν, πᾶσα ἀνάγκη, ὅταν ἀποτυγχάνῃς ὧν θέλεις καὶ περιπίπτῃς οἷς μὴ θέλεις, μέμψασθαί σε καὶ μισεῖν τοὺς αἰτίους. | 2. Κατ' άλλον τρόπον τούτο δεν είνε δυνατόν να γείνη, εάν δεν αφαρέσης από όσα δεν είνε εις την εξουσίαν μας το αγαθόν και το κακόν και το θέσης εις όσα έχομεν εις την εξουσίαν μας. Παραδείγματος χάριν, αν θεωρήσης κάποιο απ' αυτά αγαθόν ή κακόν, κατ' ανάγκην, όταν θ' αποτυγχάνης εις όσα θέλεις, και περιπίπτης εις όσα δεν θέλεις, θα κατηγορήσης και θα μισήσης τους αιτίους. |
31.3 | πέφυκε γὰρ πρὸς τοῦτο πᾶν ζῷον τὰ μὲν βλαβερὰ φαινόμενα καὶ τὰ αἴτια αὐτῶν φεύγειν καὶ ἐκτρέπεσθαι, τὰ δὲ ὠφέλιμα καὶ τὰ αἴτια αὐτῶν μετιέναι τε καὶ τεθηπέναι. ἀμήχανον οὖν βλάπτεσθαί τινα οἰόμενον χαίρειν τῷ δοκοῦντι βλάπτειν, ὥσπερ καὶ τὸ αὐτῇ τῇ βλάβῃ χαίρειν ἀδύνατον. | 3. Διότι κάθε ζώον είνε πλασμένον ούτως ώστε, όσα μεν του φαίνονται βλαβερά, και τας αιτίας των ακόμη ν' αποφεύγη και ν' απομακρύνεται, όσα δε του φαίνονται ωφέλιμα, και τα αίτιά των να ζητή επιμόνως και να εξαφνίζεται εξ αφορμής των. Διότι είνε παράδοξον, νομίζων κανείς ότι βλάπτεται, να χαίρη εξ αιτίας εκείνου που νομίζει ότι τον βλάπτει, καθώς είνε δυνατόν να χαίρη δι' αυτήν ταύτην την βλάβην. |
31.4 | ἔνθεν καὶ πατὴρ ὑπὸ υἱοῦ λοιδορεῖται, ὅταν τῶν δοκούντων ἀγαθῶν εἶναι τῷ παιδὶ μὴ μεταδιδῷ· καὶ Πολυνείκην καὶ Ἐτεοκλέα τοῦτ' ἐποίησε πολεμίους ἀλλήλοις τὸ ἀγαθὸν οἴεσθαι τὴν τυραννίδα. διὰ τοῦτο καὶ ὁ γεωργὸς λοιδορεῖ τοὺς θεούς, διὰ τοῦτο ὁ ναύτης, διὰ τοῦτο ὁ ἔμπορος, διὰ τοῦτο οἱ τὰς γυναῖκας καὶ τὰ τέκνα ἀπολλύντες. ὅπου γὰρ τὸ συμφέρον, ἐπεῖ καὶ τὸ εὐσεβές. ὥστε, ὅστις ἐπιμελεῖται τοῦ ὀρέγεσθαι ὡς δεῖ καὶ ἐκκλίνειν, ἐν τῷ αὐτῷ καὶ εὐσεβείας ἐπιμελεῖται. | 4. Διά τούτο και ο πατέρας κατηγορείται από τον υιόν, όταν δεν μεταδίδη εις το παιδί του από τα νομιζόμενα αγαθά· και τον Πολυνείκη και τον Ετεοκλή αυτό έκαμεν εχθρούς μεταξύ των, το ότι ενόμιζαν την βασιλείαν καλόν πράγμα. Διά τούτο και ο γεωργός κατηγορεί τους θεούς, διά τούτο ο ναύτης, διά τούτο ο έμπορος, διά τούτο όσοι χάνουν τας γυναίκας των και τα παιδιά των. Διότι, όπου το συμφέρον υπάρχει, εκεί και η ευσέβεια. Ώστ' εκείνος που φροντίζει διά τας ορέξεις του κατά πρέποντα τρόπον και διά τας αποστροφάς του, φροντίζει συγχρόνως και διά την ευσέβειαν. |
31.5 | σπένδειν δὲ καὶ θύειν καὶ ἀπάρχεσθαι κατὰ τὰ πάτρια ἑκάστοτε προσήκει καθαρῶς καὶ μὴ ἐπισεσυρμένως μηδὲ ἀμελῶς μηδέ γε γλίσχρως μηδὲ ὑπὲρ δύναμιν. | 5. Το να κάμνης σπονδάς και να θυσιάζης και να κάμνης αναθήματα κατά τα πάτρια είνε προσήκον, ευρισκόμενος όμως εις καθαράν κατάστασιν και χωρίς νωχέλειαν, ούτε αφροντίστως, ούτε βέβαια πτωχικά, ούτε υπέρ την δύναμίν σου. |
ΚΒ | ||
32.1 | Ὅταν μαντικῇ προσίῃς, μέμνησο, ὅτι, τί μὲν ἀποβήσεται, οὐκ οἶδας, ἀλλὰ ἥκεις ὡς παρὰ τοῦ μάντεως αὐτὸ πευσόμενος, ὁποῖον δέ τι ἐστίν, ἐλήλυθας εἰδώς, εἴπερ εἶ φιλόσοφος. εἰ γάρ ἐστί τι τῶν οὐκ ἐφ' ἡμῖν, πᾶσα ἀνάγκη μήτε ἀγαθὸν αὐτὸ εἶναι μήτε κακόν. | Όταν προσέρχεσαι εις μαντείον, συλλογίσου πως, τί θα γείνη μεν σου είνε άγνωστον, αλλ' ότι θα το μάθης από τον μάντιν, τί δε ημπορεί να είνε το ηξεύρεις εκ των προτέρων, αν είσαι βέβαια φιλόσοφος. Διότι, αν είνε κάτι από όσα δεν είνε εις την εξουσίαν μας, αναγκαίως ούτε αγαθόν ούτε κακόν θα είνε. |
32.2 | μὴ φέρε οὖν πρὸς τὸν μάντιν ὄρεξιν ἢ ἔκκλισιν μηδὲ τρέμων αὐτῷ πρόσει, ἀλλὰ διεγνωκώς, ὅτι πᾶν τὸ ἀποβησόμενον ἀδιάφορον καὶ οὐδὲν πρὸς σέ, ὁποῖον δ' ἂν ᾖ, ἔσται αὐτῷ χρήσασθαι καλῶς καὶ τοῦτο οὐθεὶς κωλύσει. θαῤῥῶν οὖν ὡς ἐπὶ συμβούλους ἔρχου τοὺς θεούς· καὶ λοιπόν, ὅταν τί σοι συμβουλευθῇ, μέμνησο τίνας συμβούλους παρέλαβες καὶ τίνων παρακούσεις ἀπειθήσας. | Να μη φέρης λοιπόν πηγαίνων εις τον μάντιν ούτε όρεξιν ούτε αποστροφήν μαζί σου, μήτε τρέμων να προσέρχεσαι, αλλά ωσάν άνθρωπος που έχει καλά γνωρίση ότι, πάν ό,τι μέλλει να συμβή είνε κάτι τι αδιάφορον και που δεν αφορά καθόλου εις αυτόν, και οτιδήποτε αν είνε ημπορείς να το χρησιμοποιήσης και κανείς δεν θα σ' εμποδίση εις τούτο. Με θάρρος λοιπόν να πηγαίνης προς τους θεούς, ως προς συμβούλους· και όταν σου δοθή κάποια συμβουλή, συλλογίσου ποίους συμβούλους παρέλαβες και ποίους, αν τυχόν απειθήσης, μέλλεις να παρακούσης. |
32.3 | ἔρχου δὲ ἐπὶ τὸ μαντεύεσθαι, καθάπερ ἠξίου Σωκράτης, ἐφ' ὧν ἡ πᾶσα σκέψις τὴν ἀναφορὰν εἰς τὴν ἔκβασιν ἔχει καὶ οὔτε ἐκ λόγου οὔτε ἐκ τέχνης τινὸς ἄλλης ἀφορμαὶ δίδονται πρὸς τὸ συνιδεῖν τὸ προκείμενον· ὥστε, ὅταν δεήσῃ συγκινδυνεῦσαι φίλῳ ἢ πατρίδι, μὴ μαντεύεσθαι, εἰ συγκινδυνευτέον. καὶ γὰρ ἂν προείπῃ σοι ὁ μάντις φαῦλα γεγονέναι τὰ ἱερά, δῆλον ὅτι θάνατος σημαίνεται ἢ πήρωσις μέρους τινὸς τοῦ σώματος ἢ φυγή· ἀλλ' αἱρεῖ ὁ λόγος καὶ σὺν τούτοις παρίστασθαι τῷ φίλῳ καὶ τῇ πατρίδι συγκινδυνεύειν. τοιγαροῦν τῷ μείζονι μάντει πρόσεχε, τῷ Πυθίῳ, ὃς ἐξέβαλε τοῦ ναοῦ τὸν οὐ βοηθήσαντα ἀναιρουμένῳ τῷ φίλῳ. | 3. Και να πηγαίνης εις τα μαντεία, καθώς ήθελεν ο Σωκράτης, δι' όσα αναφέρονται εις την έκτασιν και περί των οποίων ούτε διά του λόγου, ούτε με κάποιαν άλλην τέχνην δίδονται αφορμαί να μάθης ό,τι θέλεις· ώστε, όταν θα χρειασθή να συγκινδυνεύσης με φίλον ή με την πατρίδα σου, δεν πρέπει να ερωτήσης το μαντείον, αν πρέπει να συγκινδυνεύσης. Διότι, και αν σου προείπη ο μάντις, ότι τα ιερά δεν προμηνύουν καλόν, είνε φανερόν ότι ο θάνατος σημαίνεται, ή φθορά εις μέρος του σώματός σου, είτε εξορία· αλλά ο λόγος επιτάττει και μ' όλ' αυτά να παραστέκεσαι εις τον φίλον σου και να συγκινδυνεύης με την πατρίδα σου. Λοιπόν πρόσεχε εις τον μεγαλύτερον μάντιν, τον Πύθιον, ο οποίος εξέβαλε ποτέ από τον ναόν τον μη βοηθήσαντα τον φίλον του, φονευόμενον. |
5. Το κείμενον “ουδέ κακού φύσις εν κόσμω γίνεται”. Φύσις κακού το κακόν ως φυσικόν προϊόν. Το "γίνεται" ο Γάλλος μεταφραστής αποδίδει με το existe και ο Leopardi με το si genere. Διετήρησα την λέξιν διά την ακρίβειαν με όλον το ασυνήθιστον της εκφράσεως.
6 Ευφράτης, Σύρος, φιλόσοφος. Ο Πλίνιος ο νεώτερος λέγει περί αυτού “...Συζητεί με ακρίβειαν, βαρύτητα, κομψότητα· συχνά προσεγγίζει του Πλάτωνος το ύψος...”
7) Ανθρώπου ξένου προς την φιλοσοφίαν.
7α) Προαίρεσιν.