Α | ||
1.1 | Τῶν ὄντων τὰ μέν ἐστιν ἐφ' ἡμῖν, τὰ δὲ οὐκ ἐφ' ἡμῖν. ἐφ' ἡμῖν μὲν ὑπόληψις, ὁρμή, ὄρεξις, ἔκκλισις καὶ ἑνὶ λόγῳ ὅσα ἡμέτερα ἔργα· οὐκ ἐφ' ἡμῖν δὲ τὸ σῶμα, ἡ κτῆσις, δόξαι, ἀρχαὶ καὶ ἑνὶ λόγῳ ὅσα οὐχ ἡμέτερα ἔργα. | 1. Εκ των πραγμάτων άλλα μεν είνε εις την εξουσίαν μας, άλλα πάλιν δεν είνε. Εις την εξουσίαν μας είνε η γνώμη, η ορμή, είτε η όρεξις, μ' ένα λόγον όσα είνε έργα μας. Δεν είνε εις την εξουσίαν μας το σώμα, η περιουσία, αι αρχαί, μ' ένα λόγον όσα δεν είν' έργα μας. |
1.2 | καὶ τὰ μὲν ἐφ' ἡμῖν ἐστι φύσει ἐλεύθερα, ἀκώλυτα, ἀπαραπόδιστα, τὰ δὲ οὐκ ἐφ' ἡμῖν ἀσθενῆ, δοῦλα, κωλυτά, ἀλλότρια. | 2. Και, όσα μεν είνε εις την εξουσίαν μας, υπάρχουν φύσει ελεύθερα, ακώλυτα, ανεμπόδιστα· όσα όμως δεν είνε εις την εξουσίαν μας, αδύνατα, δούλα, υποκείμενα εις εμπόδια, ξένα. |
1.3 | μέμνησο οὖν, ὅτι, ἐὰν τὰ φύσει δοῦλα ἐλεύθερα οἰηθῇς καὶ τὰ ἀλλότρια ἴδια, ἐμποδισθήσῃ, πενθήσεις, ταραχθήσῃ, μέμψῃ καὶ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους, ἐὰν δὲ τὸ σὸν μόνον οἰηθῇς σὸν εἶναι, τὸ δὲ ἀλλότριον, ὥσπερ ἐστίν, ἀλλότριον, οὐδείς σε ἀναγκάσει οὐδέποτε, οὐδείς σε κωλύσει, οὐ μέμψῃ οὐδένα, οὐκ ἐγκαλέσεις τινί, ἄκων πράξεις οὐδὲ ἕν, οὐδείς σε βλάψει, ἐχθρὸν οὐχ ἕξεις, οὐδὲ γὰρ βλαβερόν τι πείσῃ. | 3. Να ενθυμηθής λοιπόν ότι, αν, όσα φύσει δούλα είνε, ελεύθερα νομίσης και τα ξένα ιδικά σου, θα προσκόψης εις εμπόδια, θα πενθήσης, θα μεμψιμοιρήσης προς θεούς και ανθρώπους· αν όμως το ιδικόν σου μοναχά νομίσης ότι είνε ιδικόν σου, το δε ξένον, καθώς και είνε πράγματι, ξένον, κανένα δεν θα υποστής ποτέ σου εξαναγκασμόν, δεν θα κατηγορήσης, ούτε θα ενοχοποιήσης κανένα, παρά την θέλησιν σου τίποτε δεν θα κάμης, δεν θα σε βλάψη κανείς, εχθρόν δεν θ' αποκτήσης· και χωρίς άλλο βλαβερόν τίποτε δεν θα πάθης. |
1.4 | τηλικούτων οὖν ἐφιέμενος μέμνησο, ὅτι οὐ δεῖ μετρίως κεκινημένον ἅπτεσθαι αὐτῶν, ἀλλὰ τὰ μὲν ἀφιέναι παντελῶς, τὰ δ' ὑπερτίθεσθαι πρὸς τὸ παρόν. ἐὰν δὲ καὶ ταῦτ' ἐθέλῃς καὶ ἄρχειν καὶ πλουτεῖν, τυχὸν μὲν οὐδ' αὐτῶν τούτων τεύξῃ διὰ τὸ καὶ τῶν προτέρων ἐφίεσθαι, πάντως γε μὴν ἐκείνων ἀποτεύξη, δι' ὧν μόνων ἐλευθερία καὶ εὐδαιμονία περιγίνεται. | 4. Αν λοιπόν επιθυμής τ' ανωτέρω τόσον μεγάλ' αγαθά, ενθυμήσου ότι ραθύμως να τα επιδιώκης δεν πρέπει, αλλά ν' αφήνης μερικά εκ των πραγμάτων ολοτελώς, άλλα πάλιν ν' αναβάλλης προς το παρόν. Αν όμως θέλης συγχρόνως ν' άρχης και να πλουτής, πιθανόν μεν είνε να μην επιτυχής ούτε αυτά, διότι θα επιδιώκης και τα προηγούμενα, οπωσδήποτε θ' αποτύχης εις εκείνα, με τα οποία η ελευθερία και η ευτυχία προσαποκτάται. |
1.5 | εὐθὺς οὖν πάσῃ φαντασίᾳ τραχείᾳ μελέτα ἐπιλέγειν ὅτι ‘φαντασία εἶ καὶ οὐ πάντως τὸ φαινόμενον’. ἔπειτα ἐξέταζε αὐτὴν καὶ δοκίμαζε τοῖς κανόσι τούτοις οἷς ἔχεις, πρώτῳ δὲ τούτῳ καὶ μάλιστα, πότερον περὶ τὰ ἐφ' ἡμῖν ἐστιν ἢ περὶ τὰ οὐκ ἐφ' ἡμῖν· κἂν περί τι τῶν οὐκ ἐφ' ἡμῖν ᾖ, πρόχειρον ἔστω τὸ διότι ‘οὐδὲν πρὸς ἐμέ’ | 5. Ν' ασκής λοιπόν τον εαυτόν σου εις τρόπον, ώστε εις κάθε τραχείαν φαντασίαν να επιλέγη: “Φαντασία είσαι και όχι ό,τι φαίνεσαι να παρασταίνης”. Έπειτα να την εξετάζης και να την δοκιμάζης με τους κανόνας, τους οποίους έχεις και πρωτίστως με τον εξής : Είνε από όσα εξουσιάζομεν ή όχι τάχα; Και αν δεν είνε από όσα ευρίσκονται εις την εξουσίαν μας, ας είνε πρόχειρον το: “Δεν με αφορά”. |
Β | ||
2.1 | Μέμνησο, ὅτι ὀρέξεως ἐπαγγελία ἐπιτυχία, οὗ ὀρέγῃ, ἐκκλίσεως ἐπαγγελία τὸ μὴ περιπεσεῖν ἐκείνῳ, ὃ ἐκκλίνεται, καὶ ὁ μὲν <ἐν> ὀρέξει ἀποτυγχάνων ἀτυχής, ὁ δὲ <ἐν> ἐκκλίσει περιπίπτων δυστυχής. ἂν μὲν οὖν μόνα ἐκκλίνῃς τὰ παρὰ φύσιν τῶν ἐπὶ σοί, οὐδενί, ὧν ἐκκλίνεις, περιπεσῇ· νόσον δ' ἂν ἐκκλίνῃς ἢ θάνατον ἢ πενίαν, δυστυχήσεις. | 1. Να ενθυμηθής, ότι εκείνο, που η όρεξις φανερώνει ότι οφείλεται, είνε να επιτύχη εκείνο που ορέγεται, κ' εκείνο, που η αποστροφή φανερώνει ότι δεν θέλει, είνε να μην περιπέσης εις εκείνο που αυτή αποστρέφεται, κ' εκείνο; που αποτυγχάνει εις ό,τι ορέγεται είνε ατυχής, κ' εκείνος που επιδιώκει ό,τι αποστρέφεται είνε δυστυχής. Και αν μεν, εφ' όσον τούτο εξαρτάται από σε, αποστραφής τα παρά φύσιν, δεν θα περιπέσης εις κανέν από όσ' αποστρέφεσαι· αν όμως αποστροφής ή τον θάνατον ή την ανέχειαν, θα δυστυχήσης. |
2.2 | ἆρον οὖν τὴν ἔκκλισιν ἀπὸ πάντων τῶν οὐκ ἐφ' ἡμῖν καὶ μετάθες ἐπὶ τὰ παρὰ φύσιν τῶν ἐφ' ἡμῖν. τὴν ὄρεξιν δὲ παντελῶς ἐπὶ τοῦ παρόντος ἄνελε· ἄν τε γὰρ ὀρέγῃ τῶν οὐκ ἐφ' ἡμῖν τινος, ἀτυχεῖν ἀνάγκη τῶν τε ἐφ' ἡμῖν, ὅσων ὀρέγεσθαι καλὸν ἄν, οὐδὲν οὐδέπω σοι πάρεστι. μόνῳ δὲ τῷ ὁρμᾶν καὶ ἀφορμᾶν χρῶ, κούφως μέντοι καὶ μεθ' ὑπεξαιρέσεως καὶ ἀνειμένως. | 2. Παύσε να θέτης λοιπόν αντικείμενον της αποστροφής σου παν ό,τι δεν είνε εις την εξουσίαν μας, βάλε την αποστροφήν σου επάνω εις ό,τι είνε προς την φύσιν εναντίον. Αφαίρεσε κατά το παρόν από τον εαυτόν σου την όρεξιν παντελώς. Διότι, αν ορέγεσαι κάτι από όσα δεν εξαρτώνται από μας, κατ' ανάγκην θα γείνης δυστυχής, και από όσα μας εξαρτώνται, που θ' άξιζαν τον κόπον να τα ποθήσης, κανέν ακόμη δεν θα σου ανήκη. Συνήθιζε λοιπόν αποκλειστικώς τον εαυτόν σου να τείνη προς τα πράγματα και ν' απομακρύνεται απ αυτά, ελαφρά όμως κ' επιφυλακτικά και χωρίς καμμίαν ορμητικότητα. |
Γ | ||
3.1 | Ἐφ' ἑκάστου τῶν ψυχαγωγούντων ἢ χρείαν παρεχόντων ἢ στεργομένων μέμνησο ἐπιλέγειν, ὁποῖόν ἐστιν, ἀπὸ τῶν σμικροτάτων ἀρξάμενος· ἂν χύτραν στέργῃς, ὅτι ‘χύτραν στέργω’. κατεαγείσης γὰρ αὐτῆς οὐ ταραχθήσῃ· ἂν παιδίον σαυτοῦ καταφιλῇς ἢ γυναῖκα, ὅτι ἄνθρωπον καταφιλεῖς· ἀποθανόντος γὰρ οὐ ταραχθήσῃ. | Διά κάθε πράγμα που σ' ευχαριστεί, ή που αγαπάς, ή σου χρειάζεται, ενθυμού να λέγης τί πράγμα είνε, αφού αρχίσης από τα μικροτέρα· αν αγαπάς χύτραν, να λέγης ότι “αγαπώ χύτραν”, διά να μη ταραχθής, αν τυχόν σπάση· αν καταφιλής το παιδί σου ή την γυναικά σου, ότι άνθρωπον καταφιλείς· που και ν' αποθάνη ακόμη δεν θα ταραχθής. |
Δ | ||
4.1 | Ὅταν ἅπτεσθαί τινος ἔργου μέλλῃς, ὑπομίμνῃσκε σεαυτόν, ὁποῖόν ἐστι τὸ ἔργον. ἐὰν λουσόμενος ἀπίῃς, πρόβαλλε σεαυτῷ τὰ γινόμενα ἐν βαλανείῳ, τοὺς ἀπορραίνοντας, τοὺς ἐγκρουομένους, τοὺς λοιδοροῦντας, τοὺς κλέπτοντας. καὶ οὕτως ἀσφαλέστερον ἅψῃ τοῦ ἔργου, ἐὰν ἐπιλέγῃς εὐθὺς ὅτι ‘λούσασθαι θέλω καὶ τὴν ἐμαυτοῦ προαίρεσιν κατὰ φύσιν ἔχουσαν τηρῆσαι’. καὶ ὡσαύτως ἐφ' ἑκάστου ἔργου. οὕτω γὰρ ἄν τι πρὸς τὸ λούσασθαι γένηται ἐμποδών, πρόχειρον ἔσται διότι ‘ἀλλ' οὐ τοῦτο ἤθελον μόνον, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐμαυτοῦ προαίρεσιν κατὰ φύσιν ἔχουσαν τηρῆσαι· οὐ τηρήσω δέ, ἐὰν ἀγανακτῶ πρὸς τὰ γινόμενα.’ | 1. Όταν πρόκειται να καταπιασθή ένα έργον, να υπενθυμίζης εις τον εαυτόν σου τί είδους έργον είνε. Εάν λόγου χάριν πηγαίνης να κάμης λουτρόν, πρόβαλλε εις τον εαυτόν σου όσα γίνονται εις τον λουτρώνα· εκείνους που πετούν νερά, εκείνους που σπρώχνουν, που κοροϊδεύουν, που κλέπτουν και θα καταπιασθής έτσι το έργον ασφαλέστερα, εάν λέγης αμέσως ότι “θέλω να λουσθώ, κ' έκτος τούτου όμως, να διατηρήσω την ψυχικήν μου κατάστασιν σύμφωνην προς την φύσιν”.Παρομοίως διά κάθε άλλο έργον. Διότι κατ' αυτόν τον τρόπον, και αν σταθή κανένα εμπόδιον διά το λουτρόν, θα έχης πρόχειρον τούτο : “Μα δεν ήθελα μόνον αυτό, αλλ' ακόμη να διατηρήσω την ψυχικήν μου διάθεσιν [1] σύμφωνην προς την φύσιν και βέβαια δεν θα την διατηρήσω, εάν αγανακτώ με κάθε ψύλλου πήδημα”. |
Ε | ||
5.1 | Ταράσσει τοὺς ἀνθρώπους οὐ τὰ πράγματα, ἀλλὰ τὰ περὶ τῶν πραγμάτων δόγματα· οἷον ὁ θάνατος οὐδὲν δεινόν (ἐπεὶ καὶ Σωκράτει ἂν ἐφαίνετο), ἀλλὰ τὸ δόγμα τὸ περὶ τοῦ θανάτου, διότι δεινόν, ἐκεῖνο τὸ δεινόν ἐστιν. ὅταν οὖν ἐμποδιζώμεθα ἢ ταρασσώμεθα ἢ λυπώμεθα, μηδέποτε ἄλλον αἰτιώμεθα, ἀλλ' ἑαυτούς, τοῦτ' ἔστι τὰ ἑαυτῶν δόγματα. ἀπαιδεύτου ἔργον τὸ ἄλλοις ἐγκαλεῖν, ἐφ' οἷς αὐτὸς πράσσει κακῶς· ἠργμένου παιδεύεσθαι τὸ ἑαυτῷ· πεπαιδευμένου τὸ μήτε ἄλλῳ μήτε ἑαυτῷ. | 2. Δεν είνε τα πράγματα που ταράττουν τους ανθρώπους, αλλ' αι γνώμαί των περί των πραγμάτων, λόγου χάριν ο θάνατος, πράγμα διόλου κακόν, άλλως θα εφαίνετο και εις τον Σωκράτη κακόν αλλά η γνώμη μας περί του θανάτου ότι είνε κακόν, εκείνο είνε το κακόν. Οταν λοιπόν εμποδιζώμεθα ή ταραττώμεθα ή λυπούμεθα, ποτέ να μην αιτιώμεθ' άλλον παρά τους εαυτούς μας, δήλα δη τας γνώμας που έχομεν περί των συμβαινόντων. Είνε ίδιον αφιλοσοφήτου [2] το να ενοχοποιή κανείς άλλους δι' όσα ο ίδιος κακώς επιτελεί· ίδιον ανθρώπου που έχει αρχίση να φιλοσοφή να τ' αποδίδη εις τον εαυτόν του· και ίδιον φιλοσόφου να μη τ' αποδίδη ούτε εις άλλον, ούτε και εις τον εαυτόν του. |
ΣΤ | ||
6.1 | Ἐπὶ μηδενὶ ἐπαρθῇς ἀλλοτρίῳ προτερήματι. εἰ ὁ ἵππος ἐπαιρόμενος ἔλεγεν ὅτι ‘καλός εἰμι’, οἰστὸν ἂν ἦν· σὺ δέ, ὅταν λέγῃς ἐπαιρόμενος ὅτι ‘ἵππον καλὸν ἔχω’, ἴσθι, ὅτι ἐπὶ ἵππου ἀγαθῷ ἐπαίρῃ. τί οὖν ἐστι σόν; χρῆσις φαντασιῶν. ὥσθ', ὅταν ἐν χρήσει φαντασιῶν κατὰ φύσιν σχῇς, τηνικαῦτα ἐπάρθητι· τότε γὰρ ἐπὶ σῷ τινι ἀγαθῷ ἐπαρθήσῃ. | Διά κανένα ξένον προτέρημα μην επαρθής. Αν το άλογον επαιρόμενον έλεγεν “είμαι ωραίον” θα ήτον υποφερτόν. Όταν όμως εσύ λέγης επαιρόμενος “έχω καλό άλογο”, γνώριζε ότι επαίρεσαι διά προτέρημα ενός αλόγου όχι ιδικόν σου. Κ' εν τούτοις τί είνε ιδικόν σου; ο τρόπος με τον οποίον μεταχειρίζεσαι τας φαντασίας των πραγμάτων. Ώστε λοιπόν, μόνον όταν εις τον χειρισμόν των φαντασιών λάβης σύμβουλον την φύσιν, τότε να επαρθής, διότι τότε θα επαρθής διά κάποιο αγαθόν που είνε ιδικόν σου. |
Ζ | ||
7.1 | Καθάπερ ἐν πλῷ τοῦ πλοίου καθορμισθέντος εἰ ἐξέλθοις ὑθρεύσασθαι, ὁδοῦ μὲν πάρεργον καὶ κοχλίδιον ἀναλέξῃ καὶ βολβάριον, τετάσθαι δὲ δεῖ τὴν διάνοιαν ἐπὶ τὸ πλοῖον καὶ συνεχῶς ἐπιστρέφεσθαι, μή ποτε ὁ κυβερνήτης καλέσῃ, κἂν καλέσῃ, πάντα ἐκεῖνα ἀφιέναι, ἵνα μὴ δεδεμένος ἐμβληθῇς ὡς τὰ πρόβατα· οὕτω καὶ ἐν τῷ βίῳ, ἐὰν διδῶται ἀντὶ βολβαρίου καὶ κοχλιδίου γυναικάριον καὶ παιδίον, οὐδὲν κωλύσει· ἐὰν δὲ ὁ κυβερνήτης καλέσῃ, τρέχε ἐπὶ τὸ πλοῖον ἀφεὶς ἐκεῖνα ἅπαντα μηδὲ ἐπιστρεφόμενος. ἐὰν δὲ γέρων ᾖς, μηδὲ ἀπαλλαγῇς ποτε τοῦ πλοίου μακράν, μή ποτε καλοῦντος ἐλλίπῃς. | Όπως εις ένα ταξίδι, αφού το πλοίον αγκυροβολήση, καθώς θα εξέλθης διά νερόν, ημπορείς παρέργως εις τον δρόμον σου να περιμαζεύσης είτ' ένα κοχύλι, είτ' ένα κρεμμύδι και να έχης καρφωμένην την προσοχήν σου όμως εις το πλοίον, και συμβαίνει τότε να στρέφεσαι συνεχώς οπίσω μη τυχόν σε καλέση ο κυβερνήτης, και αν σε καλέση, ν' αφήνης όλ' αυτά, μήπως και σε βάλουν δεμένον εις καμμίαν άκρην του πλοίου, όπως τα πρόβατα· έτσι και εις την ζωήν εάν δίδεται αντί κρεμμυδιού και κοχυλιού μία γυναικούλα ή ένα παιδάκι δεν θα σ' εμποδίση τίποτε να τα έχης, αν τα θέλης, εάν όμως σε καλέση ο κυβερνήτης, τρέχε προς το πλοίον, αφήνων όλ' αυτά, χωρίς να κυτάξης οπίσω. "Αν πάλιν είσαι γέρων, ούτε ν' απομακρυνθής καν από το πλοίον, μήπως, όταν τύχη να σε καλέση ο κυβερνήτης δεν είσαι παρών. |
Η | ||
8.1 | Μὴ ζήτει τὰ γινόμενα γίνεσθαι ὡς θέλεις, ἀλλὰ θέλε τὰ γινόμενα ὡς γίνεται καὶ εὐροήσεις. | Μη ζητής όσα γίνονται να γίνωνται όπως τα θέλεις εσύ, αλλά θέλε μάλλον όσα γίνονται, όπως γίνονται, και θα περάσης καλά. |
Θ | ||
9.1 | Νόσος σώματός ἐστιν ἐμπόδιον, προαιρέσεως δὲ οὔ, ἐὰν μὴ αὐτὴ θέλῃ. χώλανσις σκέλους ἐστὶν ἐμπόδιον, προαιρέσεως δὲ οὔ. καὶ τοῦτο ἐφ' ἑκάστου τῶν ἐμπιπτόντων ἐπίλεγε· εὑρήσεις γὰρ αὐτὸ ἄλλου τινὸς ἐμπόδιον, σὸν δὲ οὔ. | Η ασθένεια είν' εμπόδιον του σώματος, όχι της ψυχικής διαθέσεως. Το να γείνης χωλός είν' εμπόδιον του σκέλους σου, όχι της ψυχικής σου διαθέσεως. Και τούτο να λέγης κάθε τόσο εις παν ό,τι σου συμβαίνει· διότι θα το ευρίσκης εμπόδιον κάποιου άλλου· ιδικόν σου όμως όχι. |
Ι | ||
10.1 | Ἐφ' ἑκάστου τῶν προσπιπτόντων μέμνησο ἐπιστρέφων ἐπὶ σεαυτὸν ζητεῖν, τίνα δύναμιν ἔχεις πρὸς τὴν χρῆσιν αὐτοῦ. ἐὰν καλὸν ἴδῃς ἢ καλήν, εὑρήσεις δύναμιν πρὸς ταῦτα ἐγκράτειαν· ἐὰν πόνος προσφέρηται, εὑρήσεις καρτερίαν· ἂν λοιδορία, εὑρήσεις ἀνεξικακίαν. καὶ οὕτως ἐθιζόμενόν σε οὐ συναρπάσουσιν αἱ φαντασίαι. | Εις καθετί που σου παρουσιάζεται να ζητής, επιστρέφων εις τον εαυτόν σου, ποίαν δύναμιν έχεις που εις τούτο να σε καθοδήγηση. Εαν ιδής λ. χ. μίαν ωραίαν γυναίκα, θα εύρης μέσα σου δύναμιν την εγκράτειαν. Εάν σου προσφέρεται πόνος, θα ευρίσκης την καρτερίαν· αν κακογλωσσιά, την ανεξικακίαν. Και, αν συνηθίζης έτσι τον εαυτόν σου, δεν θα σε συναρπάζουν αι φαντασίαι. |
ΙΑ | ||
11.1 | Μηδέποτε ἐπὶ μηδενὸς εἴπῃς ὅτι ‘ἀπώλεσα αὐτό’, ἀλλ' ὅτι ‘ἀπέδωκα’. τὸ παιδίον ἀπέθανεν; ἀπεδόθη. ἡ γυνὴ ἀπέθανεν; ἀπεδόθη. ‘τὸ χωρίον ἀφῃρέθην.’ οὐκοῦν καὶ τοῦτο ἀπεδόθη. ‘ἀλλὰ κακὸς ὁ ἀφελόμενος.’ τί δὲ σοὶ μέλει, διὰ τίνος σε ὁ δοὺς ἀπῄτησε; μέχρι δ' ἂν διδῷ, ὡς ἀλλοτρίου αὐτοῦ ἐπιμελοῦ, ὡς τοῦ πανδοχείου οἱ παριόντες. | Ποτέ σου δι' οποιονδήποτε πράγμα μην είπης “το έχασα”, αλλά “το έδωκα πάλιν ως οφειλόμενον”. Απέθανε το παιδί σου; Απεδόθη. Απέθανεν η γυναίκα σου; απεδόθη. “Μου αφήρεσαν την ιδιοκτησίαν”. Και αυτή λοιπόν απεδόθη. “Μα είνε κακός εκείνος που την αφήρεσεν”. Αλλά τί τάχα σε μέλει διά μέσου τίνος σου τα επήρεν οπίσω εκείνος που σου τα έδωκεν; Εφόσον σου τ' αφήνει, φρόντιζε δι' αυτά ως διά κάτι ξένον, καθώς διά το πανδοχείον όσοι περνούν απ' εκεί. |
ΙΒ | ||
12.1 | Εἰ προκόψαι θέλεις, ἄφες τοὺς τοιούτους ἐπιλογισμούς. ‘ἐὰν ἀμελήσω τᾶν ἐμῶν, οὐχ ἕξω διατροφάς’· ‘ἐὰν μὴ κολάσω τὸν παῖδα, πονηρὸς ἔσται.’ κρεῖσσον γὰρ λιμῷ ἀποθανεῖν ἄλυπον καὶ ἄφοβον γενόμενον ἢ ζῆν ἐν ἀφθόνοις ταρασσόμενον. κρεῖττον δὲ τὸν παῖδα κακὸν εἶναι ἢ σὲ κακοδαίμονα. | 1. Αν θέλης να προκόψης, ν' αφήσης στοχασμούς ωσάν αυτούς λ.χ.: “αν δεν φροντίσω διά τας εργασίας μου, θα μου λείψη το ψωμί”. “Αν δεν βασανίσω τον δούλον μου, θα πάρη κακόν δρόμον”. Διότι είνε προτιμότερον ν' αποθάνη κάνει; από πείναν χωρίς φόβους και λύπας παρά να ζη πλούσια χωρίς γαλήνην· και είνε προτιμότερον να είνε ο δούλος σου δυστυχής παρά δυστυχής εσύ. |
12.2 | ἄρξαι τοιγαροῦν ἀπὸ τῶν σμικρῶν. ἐκχεῖται τὸ ἐλάδιον, κλέπτεται τὸ οἰνάριον· ἐπίλεγε ὅτι ‘τοσούτου πωλεῖται ἀπάθεια, τοσούτου ἀταραξία’· προῖκα δὲ οὐδὲν περιγίνεται. ὅταν δὲ καλῇς τὸν παῖδα, ἐνθυμοῦ, ὅτι δύναται μὴ ὑπακοῦσαι καὶ ὑπακούσας μηδὲν ποιῆσαι ὧν θέλεις· ἀλλ' οὐχ οὕτως ἐστὶν αὐτῷ καλῶς, ἵνα ἐπ' ἐκείνῳ ᾖ τὸ σὲ μὴ ταραχθῆναι. | 2. Άρχισε λοιπόν από τα μικρά. Σου χύνεται το λαδάκι σου; Σου κλέπτουν το κρασάκι σου; να επιλέγης : “Τόσον ακριβά πωλείται η απάθεια, τόσον ακριβά η αταραξία”· χάρισμα δεν δίδεται τίποτε. Όταν δε καλής τον δούλόν σου, να συλλογίζεσαι ότι ενδεχόμενον να μην υπακούση, και, αν υπακούση [φαινομενικώς], να μην κάμη κανέν από τα θελήματα σου· αλλ' η θέσις του βέβαια δεν είνε και τόσον ωραία, ώστε να είνε 'ς το χέρι του η αταραξία σου. [3] |
ΙΓ | ||
13.1 | Εἰ προκόψαι θέλεις, ὑπόμεινον ἕνεκα τῶν ἐκτὸς ἀνόητος δόξας καὶ ἠλίθιος, μηδὲν βούλου δοκεῖν ἐπίστασθαι· κἂν δόξῃς τις εἶναί τισιν, ἀπίστει σεαυτῷ. ἴσθι γὰρ ὅτι οὐ ῥᾴδιον τὴν προαίρεσιν τὴν σεαυτοῦ κατὰ φύσιν ἔχουσαν φυλάξαι καὶ τὰ ἐκτός, ἀλλὰ τοῦ ἑτέρου ἐπιμελούμενον τοῦ ἑτέρου ἀμελῆσαι πᾶσα ἀνάγκη. | Αν θέλης να προκόψης, υπόμεινε να σε νομίζουν ως προς τα εξωτερικά πράγματα ανόητον και ηλίθιον, κάμνε πως δεν ηξεύρεις τίποτε, και αν φανής εις μερικούς ότι είσαι κάτι, άρχισε να δυσπιστής προς τον εαυτόν σου. Διότι πρέπει να γνωρίζης ότι δεν είν' εύκολον να διατηρήσης την ψυχικήν σου διάθεσιν κατά φύσιν και συγχρόνως να φροντίζης διά τα εξωτερικά πράγματα, αλλά φροντίζων διά το ένα θ' αμελήσης εξ ανάγκης το άλλο. |
ΙΔ | ||
14.1 | Ἐὰν θέλῃς τὰ τέκνα σου καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τοὺς φίλους σου πάντοτε ζῆν, ἠλίθιος εἶ· τὰ γὰρ μὴ ἐπὶ σοὶ θέλεις ἐπὶ σοὶ εἶναι καὶ τὰ ἀλλότρια σὰ εἶναι. οὕτω κἂν τὸν παῖδα θέλῃς μὴ ἁμαρτάνειν, μωρὸς εἶ· θέλεις γὰρ τὴν κακίαν μὴ εἶναι κακίαν, ἀλλ' ἄλλο τι. ἐὰν δὲ θέλῃς ὀρεγόμενος μὴ ἀποτυγχάνειν, τοῦτο δύνασαι. τοῦτο οὖν ἄσκει, ὃ δύνασαι. | Αν θέλης τα παιδιά σου και η γυναίκα σου να ζουν παντοτινά, είσαι ηλίθιος· διότι θέλεις να εξουσιάζης ό,τι δεν σου ανήκει, και τα ξένα ιδικά σου να είνε. Ομοίως, και αν ο δούλος σου θέλης να μη κάμνη λάθη, είσαι μωρος· διότι είνε ως να θέλης η κακία να μην είνε κακία, αλλά κάτι τι άλλο. Αν πάλιν θέλης να μην αποτυγχάνης εις τας ορέξεις σου, τούτο αδύνατον δεν είνε. Προσπάθει να επιτυγχάνης λοιπόν ό,τι είνε δυνατόν να επιτύχης. |
14.2 | κύριος ἑκάστου ἐστὶν ὁ τῶν ὑπ' ἐκείνου θελομένων ἢ μὴ θελομένων ἔχων τὴν ἐξουσίαν εἰς τὸ περιποιῆσαι ἢ ἀφελέσθαι. ὅστις οὖν ἐλεύθερος εἶναι βούλεται, μήτε θελέτω τι μήτε φευγέτω τι τῶν ἐπ' ἄλλοις· εἰ δὲ μή, δουλεύειν ἀνάγκη. | 2. Κύριος κάθε άνθρωπου είν' εκείνος που έχει την εξουσίαν να του δώση ή να του αφαιρέση ό,τι θέλει ή δεν θέλει. Εκείνος λοιπόν που θέλει να είνε ελεύθερος, ας μη θέλη, ή ας μην αποφεύγη τίποτε εκ των εξαρτωμένων από άλλους· ει δε μη, θα είνε αναγκαίως δούλος. |
ΙΕ | ||
15.1 | Μέμνησο, ὅτι ὡς ἐν συμποσίῳ σε δεῖ ἀναστρέφεσθαι. περιφερόμενον γέγονέ τι κατὰ σέ· ἐκτείνας τὴν χεῖρα κοσμίως μετάλαβε. παρέρχεται· μὴ κάτεχε. οὔπω ἥκει· μὴ ἐπίβαλλε πόρρω τὴν ὄρεξιν, ἀλλὰ περίμενε, μέχρις ἂν γένηται κατὰ σέ. οὕτω πρὸς τέκνα, οὕτω πρὸς γυναῖκα, οὕτω πρὸς ἀρχάς, οὕτω πρὸς πλοῦτον· καὶ ἔσῃ ποτὲ ἄξιος τῶν θεῶν συμπότης. ἂν δὲ καὶ παρατεθέντων σοι μὴ λάβῃς, ἀλλ' ὑπερίδῃς, τότε οὐ μόνον συμπότης τῶν θεῶν ἔσῃ, ἀλλὰ καὶ συνάρχων. οὕτω γὰρ ποιῶν Διογένης καὶ Ἡράκλειτος καὶ οἱ ὅμοιοι ἀξίως θεῖοί τε ἦσαν καὶ ἐλέγοντο. | Έχε υπ' όψει σου ότι πρέπει να συμπεριφέρεσαι εις την ζωήν σου, όπως εις ένα συμπόσιον (περιφέρουν εις το τραπέζι την απλάδα· άπλωσε και πάρε και συ, με διάκρισιν όμως· την απομακρύνουν; μη την κρατής. Δεν έφθασεν ακόμη; συγκράτει την όρεξίν σου έως ότου έλθη η σειρά σου), ομοίως προς τα παιδιά, προς την γυναίκα σου, κατ' αυτόν τον τρόπον προς τας αρχάς, προς τα πλούτη. Και θα κατασταθής τότε άξιος των θεών συμπότης. Αν δε, και αφού σου παρατεθούν τα τρόφιμα, τα περιφρονήσης και δεν απλώσης χέρι, τότε όχι μόνον συμπότης των θεών θα γείνης, αλλά και συνάρχων. Διότι ομοίως πράττοντες ο Διογένης και ο Ηράκλειτος, και οι όμοιοί των, επαξίως κ' ελέγοντο και ήσαν θείοι. |
ΙΣΤ | ||
16.1 | Ὅταν κλαίοντα ἴδῃς τινὰ ἐν πένθει ἢ ἀποδημοῦντος τέκνου ἢ ἀπολωλεκότα τὰ ἑαυτοῦ, πρόσεχε μή σε ἡ φαντασία συναρπάσῃ ὡς ἐν κακοῖς ὄντος αὐτοῦ τοῖς ἐκτός, ἀλλ' εὐθὺς ἔστω πρόχειρον ὅτι ‘τοῦτον θλίβει οὐ τὸ συμβεβηκός (ἄλλον γὰρ οὐ θλίβει), ἀλλὰ τὸ δόγμα τὸ περὶ τούτου’. μέχρι μέντοι λόγου μὴ ὄκνει συμπεριφέρεσθαι αὐτῷ, κἂν οὕτω τύχῃ, καὶ συνεπιστενάξαι· πρόσεχε μέντοι μὴ καὶ ἔσωθεν στενάξῃς. | 1. Όταν ιδής κανένα πενθούντα να κλαίη, διότι ξενιτεύεται το παιδί του, η διότι έχασε την περιουσίαν του, πρόσεχε μη σε συναρπάση η φαντασία [4] ότι τα εξωτερικά γεγονότα που του συμβαίνουν είνε κακά, αλλ' αμέσως να συλλογίζεσαι ότι δεν τον θλίβει το συμβεβηκός—αφού ούτε άλλον θλίβει—αλλά η περί τούτου γνώμη του. Και με τα λόγια μεν μη διστάζης να τον συλλυπήσαι· και, αν θέλης, ακόμη και αναστέναξε μαζί του· πρόσεχε μην αναστενάξης και μέσα σου όμως. |
ΙΖ | ||
17.1 | Μέμνησο, ὅτι ὑποκριτὴς εἶ δράματος, οἵου ἂν θέλῃ ὁ διδάσκαλος· ἂν βραχύ, βραχέος· ἂν μακρόν, μακροῦ· ἂν πτωχὸν ὑποκρίνασθαί σε θέλῃ, ἵνα καὶ τοῦτον εὐφυῶς ὑποκρίνῃ ἂν χωλόν, ἂν ἄρχοντα, ἂν ἰδιώτην. σὸν γὰρ τοῦτ' ἔστι, τὸ δοθὲν ὑποκρίνασθαι πρόσωπον καλῶς· ἐκλέξασθαι δ' αὐτὸ ἄλλου. | Συλλογίσου ότι είσαι υποκριτής του δράματος που ο ποιητής θέλει· αν είνε σύντομον το δράμα, συντόμου, αν μακρόν, μακρού· αν θέλη να υποκρίνεσαι πτωχόν, υποκρίνου και τον πτωχόν αρμόδια· αν χωλόν θέλη να υποκρίνεσαι, αν άρχοντα θέλη, αν θέλη ιδιώτην. Διότι εις την εξουσίαν σου είνε το να υποκριθής καλά το πρόσωπον που σου εδόθη· αλλά εις την εξουσίαν άλλου να εκλέξη το πρόσωπον που θα υποκριθής. |
ΙΗ | ||
18.1 | Κόραξ ὅταν μὴ αἴσιον κεκράγῃ, μὴ συναρπαζέτω σε ἡ φαντασία· ἀλλ' εὐθὺς διαίρει παρὰ σεαυτῷ καὶ λέγε ὅτι ‘τούτων ἐμοὶ οὐδὲν ἐπισημαίνεται, ἀλλ' ἢ τῷ σωματίῳ μου ἢ τῷ κτησειδίῳ μου ἢ τῷ δοξαρίῳ μου ἢ τοῖς τέκνοις ἢ τῇ γυναικί. ἐμοὶ δὲ πάντα αἴσια σημαίνεται, ἐὰν ἐγὼ θέλω· ὅ τι γὰρ ἂν τούτων ἀποβαίνῃ, ἐπ' ἐμοί ἐστιν ὠφεληθῆναι ἀπ' αὐτοῦ’. | Να μη σε ταράξη η φαντασία, αν τύχη και κράξη δυσοιώνως κοράκι· να διακρίνης λοιπόν αμέσως εντός σου, ότι εις όλ' αυτά τίποτε δεν προμηνύεται δι' εμέ, αλλ' ή 'ς το σώμα μου, είτε 'ς την περιουσιούλαν μου, ή την δοξούλαν μου, ή τα παιδιά μου, ή την γυναικά μου. Όμως εις εμέ όλα προμηνύοντ' ευχάριστα, αν εγώ το θέλω· επειδή, οτιδήποτε αν συμβή, υπάρχει τρόπος να ωφεληθώ απ' αυτό. |
ΙΘ | ||
19.1 | Ἀνίκητος εἶναι δύνασαι, ἐὰν εἰς μηδένα ἀγῶνα | 1. Ανίκητος είνε δυνατόν να είσαι, αν δεν κατέρχεσαι ποτέ εις αγώνα, εις τον οποίον δεν ημπορείς να νικήσης. |
19.2 | καταβαίνῃς, ὃν οὐκ ἔστιν ἐπὶ σοὶ νικῆσαι. ὅρα μήποτε ἰδών τινα προτιμώμενον ἢ μέγα δυνάμενον ἢ ἄλλως εὐδοκιμοῦντα μακαρίσῃς, ὑπὸ τῆς φαντασίας συναρπασθείς. ἐὰν γὰρ ἐν τοῖς ἐφ' ἡμῖν ἡ οὐσία τοῦ ἀγαθοῦ ᾖ, οὔτε φθόνος οὔτε ζηλοτυπία χώραν ἔχει· σύ τε αὐτὸς οὐ στρατηγός, οὐ πρύτανις ἢ ὕπατος εἶναι θελήσεις, ἀλλ' ἐλεύθερος. μία δὲ ὁδὸς πρὸς τοῦτο, καταφρόνησις τῶν οὐκ ἐφ' ἡμῖν. | 2. Πρόσεχε, αν ιδής κάποιον προτιμώμενον, ή να έχη μεγάλην δύναμιν, ή κατ' άλλον τρόπον να ευδοκιμή, μήπως τον καλοτυχίσης συναρπασθείς από την φαντασίαν. Διότι, αν η ουσία του καλού υπάρχ' εις εκείνα που είνε εις την εξουσίαν μας, ούτε φθόνος, ούτε ζηλοτυπία έχει τον τόπον της, και συ ο ίδιος ούτε στρατηγός ούτε πρύτανις ή ύπατος θα επιθυμήσης να γείνης, αλλά ελεύθερος να μείνης. Ένας δρόμος προς τούτο υπάρχει: η καταφρόνησις εκείνων που δεν είνε εις την εξουσίαν μας. |
1) Προαίρεσιν.
2) Ιδιώτου.
3) Μετέφρασα όπως ο Κάρολος Τhrot “Sa Situation n'est pas assez belle pour qu' il depende de lui que tu ne sois pas trouble”· Το κείμενον έχει: “Ουχ ούτως εστίν αυτώ καλώς, ίνα επ' εκείνω η το σε μη ταραχθήναι”. Κατά λέξιν μετάφρασις είνε αδύνατος. Ελευθέρως παραφράζει και ο Ι. Λεοπάρδης Νοn νoler tanto concedre al tuo fante, cheegli abbia in sua mano di poterti turbare la quiete dell' animo.
4) Διετήρησο εις όλα τα μέρη της μεταφράσεως την λέξιν του κειμένου Διογένης. “Φαντασία έστι τύπωσις εν τη ψυχή”. Ο Leopardi μεταφράζει “apparenza”.