Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

β' στάσιμο

   
    ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ
720 Χορός
πέφρικα τὰν ὠλεσίοικον
θεόν, οὐ θεοῖς ὁμοίαν,
παναλαθῆ κακόμαντιν
πατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺν
τελέσαι τὰς περιθύμους
ΧΟΡΟΣ
Τρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρα
τη φριχτή θεά, πού με θεούς δε μοιάζει,
την αλάθευτη της συμφοράς μηνύτρα
Ερινύα, πού ενός γονιού η κατάρα κράζει,
μην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη
725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος·
παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει.
πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβη·
γιατ' η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά του
μες στ' αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου.
  ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷ,
Χάλυβος Σκυθᾶν ἄποικος,
κτεάνων χρηματοδαίτας
Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος, πού ήρθε
από της Σκυθίας — ο Χάλυβας — τα μέρη,
πού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει,
730 πικρός, ὠμόφρων σίδαρος,
χθόνα ναίειν διαπήλας,
ὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειν,
τῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους.
ο σκληρόκαρδος, με σίδερο στο χέρι
καί τα ζάρια του μ' απόφαση τινάζει,
τόση να κρατούν στην κατοχή τους χώρα
όσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοι,
τους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι.
 
ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως

Κι όταν θα πέσουν νεκροί
735 αὐτοδάικτοι θάνωσι,
καὶ γαΐα κόνις πίῃ
μελαμπαγὲς αἷμα φοίνιον,
τίς ἂν καθαρμοὺς πόροι,
τίς ἄν σφε λούσειεν; ὦ
ο ένας απ' τ' άλλου σφαγμένος το χέρι
και το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιη
το ξερό χώμα της γης,
ποιός καθαρμούς θα προσφέρη;
ποιός θα τους λούση;
740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσι
συμμιγεῖς κακοῖς.
ώ των σπιτιών τους νέες συμφορές
πού σ' ένα σμίγετε με τις παλιές!
  παλαιγενῆ γὰρ λέγω
παρβασίαν ὠκύποινον·
αἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει·
Την αμαρτία λογιάζω την παλιά
τη γοργοπληρωμένη, μα που μένει
ακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά:
745 Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιος
βίᾳ, τρὶς εἰπόντος ἐν
μεσομφάλοις Πυθικοῖς
χρηστηρίοις θνᾴσκοντα γέννας
ἄτερ σῴζειν πόλιν,
όταν ο Λάιος στο πείσμα
του Απόλλωνα, πού τούπε τρείς φορές
απ' τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικά,
αν θέλ' η Θήβα να σωθή από συμφορές,
να μην αφήση πίσω του παιδιά.
750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶν
ἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷ,
πατροκτόνον Οἰδιπόδαν,
ὅστε ματρὸς ἁγνὰν
σπείρας ἄρουραν, ἵν᾽ ἐτράφη,
Μ' απ' το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμα
και γέννησε τον ίδιο θάνατό του,
τον πατροχτόνο γυιό του
Οιδίποδα, πού τόλμησε
μες στο ιερό της μάννας του χωράφι,
που η ύπαρξη του εθράφη,
755 ῥίζαν αἱματόεσσαν
ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη.
  ἔτλα· παράνοια συνᾶγε
νυμφίους φρενώλεις.
— Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρους
σ' ώρα ωργισμένη!
  κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγει·
τὸ μὲν πίτνον, ἄλλο δ᾽ ἀείρει
Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορές
τόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο
760 τρίχαλον, ὃ καὶ περὶ πρύμναν
πόλεως καχλάζει.
μεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγου
τείνει, πύργος ἐν εὔρει.
δέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι
τρίκορφο πιο μεγάλο
σηκώνεται, πού ολόγυρα
στην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζει,
ενώ στη μέση βάζει
το φτενό ο πύργος φράχτη του γι' απαντοχή μας·
και τρέμω, με τους βασιλιάδες της
765 μὴ πόλις δαμασθῇ.
κ' η πόλη μη χαθή η δική μας.
  τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶν
βαρεῖαι καταλλαγαί· τὰ δ᾽ ὀλοὰ
πελόμεν᾽ οὐ παρέρχεται.
πρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει
Γιατί μια κατάρα παλιά
βαρύν εξοφλημό στο τέλος έχει·
κι αν ο όλεθρος τους ταπεινούς
φτωχούς ανθρώπους παρατρέχει,
770 ἀνδρῶν ἀλφηστᾶν
ὄλβος ἄγαν παχυνθείς.
μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρους
που ο πλούτος των παραπαχαίνει
έξω από το μέτρο, συγκλαδόκορμο ξερρίζωμα
τους περιμένει.
  τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασαν
θεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁ
πολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν,
Ποιόν άνθρωπο καμιά φορά
τίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσο
κ' η πολυσύχναστη αγορά
της πολιτείας μας, όσο
775 ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίον,
τὰν ἁρπαξάνδραν
κῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας;
τιμούσαν τότε τον Οιδίποδα
όταν τη χώρα είχε απαλλάξη
από το τέρας, τόσους άντρες της
πού είχεν αρπάξη;
  ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρων
ἐγένετο μέλεος ἀθλίων
Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαν,
του μαύρου, οι θλιβεροί του γάμοι,
780 γάμων, ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶν
μαινομένᾳ κραδίᾳ
δίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσεν·
πατροφόνῳ χερὶ τῶν
κρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη·
τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγο
διπλά κακά επήε να κάμη·
με το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάς
ξερρίζωσε τα μάτια τα δικά του,
τα πιο ακριβά στον άνθρωπο
κι απ' τα παιδιά του.
785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίας
ἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶς,
αἰαῖ, πικρογλώσσους ἀράς,
καί σφε σιδαρονόμῳ
διὰ χερί ποτε λαχεῖν
Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριο
το πάθος του, γιατί τους είχε θρέψη,
πικρόγλωσσες, αλλοίμονο,
κατάρες βρήκε να γυρέψη·
το βιός του να μοιράσουν μια φορά
με σίδερο στο χέρι· καί πώς τρέμω τώρα
790 κτήματα· νῦν δὲ τρέω
μὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς.
να μην το κάμη η Ερινύα
ώραν την ώρα!

 

Αρχή σελίδας
Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Ιούλιος 2003