Ἡμιχόριον Α ὅ τοι κατόπτης, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, στρατοῦ |
Η ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ Να του στρατού ό κατάσκοπος, αν δε γελιούμαι, |
|
370 |
πευθώ τιν᾽ ἡμῖν, ὦ φίλαι, νέαν φέρει, σπουδῇ διώκων πομπίμους χνόας ποδῶν. |
κάποια καινούργιαν είδηση, φίλες, μας φέρνει με βία τ' αδράχτια στρέφοντας των ποδαριώ του. |
Ἡμιχόριον Β καὶ μὴν ἄναξ ὅδ᾽ αὐτὸς Οἰδίπου τόκος εἰς ἀρτίκολλον ἀγγέλου λόγον μαθεῖν· σπουδὴ δὲ καὶ τοῦδ᾽ οὐκ ἀπαρτίζει πόδα. |
Μα να κι ό ίδιος ό βασιλιάς ό γυιός του Οιδίπου φτάνει να μάθη σε καιρό τα νέα μαντάτα κι από τη βία κι αυτός δεν πάει τα πόδια ταίρια. |
|
Ἄγγελος | ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ | |
375 |
λέγοιμ᾽ ἂν εἰδὼς εὖ τὰ τῶν ἐναντίων, ὥς τ᾽ ἐν πύλαις ἕκαστος εἴληχεν πάλον. Τυδεὺς μὲν ἤδη πρὸς πύλαισι Προιτίσιν βρέμει, πόρον δ᾽ Ἰσμηνὸν οὐκ ἐᾷ περᾶν ὁ μάντις· οὐ γὰρ σφάγια γίγνεται καλά. |
Όλα τα ξέρω να σας πω για τους εχθρούς μας καί για ποια πύλη τράβηξε καθένας κλήρο. Πρώτα στου Προίτου εμπρός τίς πύλες απ' τα τώρα βροντάει ό Τυδέας· μα ό μάντης του Ισμηνού το ρέμμα δεν τον αφήνει να περάση, γιατί δείχνουν όχι καλά οί θυσίες· μ' απ' τη λύσσα εκείνος |
380 |
Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένος μεσημβριναῖς κλαγγαῖσιν ὡς δράκων βοᾷ· θείνει δ᾽ ὀνείδει μάντιν Οἰκλείδην σοφόν, σαίνειν μόρον τε καὶ μάχην ἀψυχίᾳ. |
καί του πολέμου τη μανία ξεφρενιασμένος, σαν όφιος στο μεσημερνό χουγιάζει κάμμα καί λούζει με βρισιές το σοφό μάντη Οικλείδη, πώς μπρος στη μάχη καί στο θάνατο ζαρώνει από ανανδρία· καί τέτοια κράζοντας τινάζει |
τοιαῦτ᾽ ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους | τρείς δασές χήτες πού του κρέμουνται απ' το κράνος, | |
385 |
σείει, κράνους χαίτωμ᾽, ὑπ᾽ ἀσπίδος δ᾽ ἔσω χαλκήλατοι κλάζουσι κώδωνες φόβον· ἔχει δ᾽ ὑπέρφρον σῆμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδος τόδε, φλέγονθ᾽ ὑπ᾽ ἄστροις οὐρανὸν τετυγμένον· λαμπρὰ δὲ πανσέληνος ἐν μέσῳ σάκει, |
καί κάτω άπ' την ασπίδα χάλκινα κουδούνια τρομάρα ηχολογούν κ' έχει σ' αυτήν απάνω τέτοια περήφανα σημάδια δουλεμένα: τον ουρανό πού αστράφτει άπ' άστρα καί στη μέση βασίλισσα των άστρων σ' όλη της τη δόξα |
390 |
πρέσβιστον ἄστρων, νυκτὸς ὀφθαλμός, πρέπει. τοιαῦτ᾽ ἀλύων ταῖς ὑπερκόμποις σαγαῖς βοᾷ παρ᾽ ὄχθαις ποταμίαις, μάχης ἐρῶν, ἵππος χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων μένει, ὅστις βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει μένων. |
λάμπ' η Σελήνη ολόγιομη, της νύχτας μάτι. Με τέτοια ξώφρεν' άρματα σα ξεπαρμένος χουγιάζει εμπρός στον ποταμό διψόντας μάχη, σαν τ' άτι πού τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμια καί φρουμανίζει ως πού τη σάλπιγγα ν' ακούση. |
395 |
τίν᾽ ἀντιτάξεις τῷδε; τίς Προίτου πυλῶν κλῄθρων λυθέντων προστατεῖν φερέγγυος; |
Ποιό θενά στείλης μπρος σ' αυτόν; ποιος, σα θ' ανοίξουν του Προίτου οί πύλες, άξιος να τίς διαφεντέψη; |
Ἐτεοκλής κόσμον μὲν ἀνδρὸς οὔτιν᾽ ἂν τρέσαιμ᾽ ἐγώ, οὐδ᾽ ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματα· λόφοι δὲ κώδων τ᾽ οὐ δάκνουσ᾽ ἄνευ δορός. |
ΕΤΕΟΚΛΗΣ Δεν ειμ' εγώ που οί αρματωσιές να με τρομάζουν, ουδέ ξέρω πληγές ν' ανοίγουν τα σημάδια καί δίχως δόρυ να δαγκούν κουδούνια η φούντες. |
|
400 |
καὶ νύκτα ταύτην ἣν λέγεις ἐπ᾽ ἀσπίδος ἄστροισι μαρμαίρουσαν οὐρανοῦ κυρεῖν, τάχ᾽ ἂν γένοιτο μάντις ἡ ἀνοία τινί. εἰ γὰρ θανόντι νὺξ ἐπ᾽ ὀφθαλμοῖς πέσοι, τῷ τοι φέροντι σῆμ᾽ ὑπέρκομπον τόδε |
Μα όσο γι' αυτή τη Νύχτα, πούναι, λες, απάνω στην ασπίδα κι αστράφτει με τ' ουράνια τ' άστρα, ίσως με νόημα μάντης να γενή για κάποιον. Γιατ' αν ή νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέση αυτού, πού το περήφανο κρατάει σημάδι, |
405 |
γένοιτ᾽ ἂν ὀρθῶς ἐνδίκως τ᾽ ἐπώνυμον, καὐτὸς καθ᾽ αὑτοῦ τήνδ᾽ ὕβριν μαντεύσεται. ἐγὼ δὲ Τυδεῖ κεδνὸν Ἀστακοῦ τόκον τῶνδ᾽ ἀντιτάξω προστάτην πυλωμάτων, μάλ᾽ εὐγενῆ τε καὶ τὸν Αἰσχύνης θρόνον |
μ' όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάση κι ό ίδιος την ίδια του πομπή θάχει μαντέψει. Μα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσω γυιό του Αστακού, να διαφεντεύη αυτή την πύλη· από πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο |
410 |
τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας λόγους. αἰσχρῶν γὰρ ἀργός, μὴ κακὸς δ᾽ εἶναι φιλεῖ. σπαρτῶν δ᾽ ἀπ᾽ ἀνδρῶν, ὧν Ἄρης ἐφείσατο, ῥίζωμ᾽ ἀνεῖται, κάρτα δ᾽ ἔστ᾽ ἐγχώριος, Μελάνιππος· ἔργον δ᾽ ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ· |
της ντροπής κι αποστρέφεται τίς κομποφάνειες, αργός στα αισχρά, δειλός δε συνηθίζει νάναι κ' η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένος π' άφησε ό Άρης ζωντανούς· ντόπιο βλαστάρι με τα όλα του, ό Μελάνιππος· το τέλος βέβαια ό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του, αυτόν όμως |
415 |
Δίκη δ᾽ ὁμαίμων κάρτα νιν προστέλλεται εἴργειν τεκούσῃ μητρὶ πολέμιον δόρυ. |
το δίκιο της συγγένειας παρά καθ' άλλον στέλνει, για ν' αποδιώξη το εχθρικό κοντάρι μακρυά άπ' τη μάννα γη, πού τον γεννούσε. |
Χορός τὸν ἁμόν νυν ἀντίπαλον εὐτυχεῖν θεοὶ δοῖεν, ὡς δικαίως πόλεως πρόμαχος ὄρνυται· τρέμω δ᾽ αἱματη- |
ΧΟΡΟΣ Είθε να δώσουν οί θεοί στο δικό μου τον πρόμαχο τη νίκη, πού μ' όλα του τα δίκια ξεκινά για την πατρίδα του να πολεμήση· |
|
420 |
φόρους μόρους ὑπὲρ φίλων ὀλομένων ἰδέσθαι. |
μα τρέμω, μη μου γράφεται να ιδώ τον θάνατο δικούς μας να θερίζη. |
Ἄγγελος τούτῳ μὲν οὕτως εὐτυχεῖν δοῖεν θεοί· Καπανεὺς δ᾽ ἐπ᾽ Ἠλέκτραισιν εἴληχεν πύλαις, γίγας ὅδ᾽ ἄλλος τοῦ πάρος λελεγμένου |
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ Είθε λοιπόν σ' αυτόν τη νίκη ό θεός να δώση. Έπειτα, ό Καπανέας στην πύλη Ηλέχτρα πήρε θέση απ' τον κλήρο, αντίθεος πάλι αυτός άλλος |
|
425 |
μείζων, ὁ κόμπος δ᾽ οὐ κατ᾽ ἄνθρωπον φρονεῖ, πύργοις δ᾽ ἀπειλεῖ δείν᾽, ἃ μὴ κραίνοι τύχη· θεοῦ τε γὰρ θέλοντος ἐκπέρσειν πόλιν καὶ μὴ θέλοντός φησιν, οὐδὲ τὴν Διὸς ἔριν πέδοι σκήψασαν ἐμποδὼν σχεθεῖν. |
κι από τον πρί χειρότερος, πού ή έπαρση του δεν έχει μέτρο ανθρώπινο· τέτοιες φοβέρες ρίχτει στους πύργους μας, πού ή τύχη ας μη αληθέψη: Θέλει δε θέλει, λέει, ό θεός, θα την κουρσέψη την πόλη μας αυτός κι ούτ' αν στα πόδια μπρος του σκάση του Δία η συνερισιά, θα τον κρατήση· |
430 |
τὰς δ᾽ ἀστραπάς τε καὶ κεραυνίους βολὰς μεσημβρινοῖσι θάλπεσιν προσῄκασεν· ἔχει δὲ σῆμα γυμνὸν ἄνδρα πυρφόρον, φλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένη· χρυσοῖς δὲ φωνεῖ γράμμασιν "πρήσω πόλιν." |
γι' αυτόνα, λέει, κι οί αστραπές κ' οί κεραυνοί του με του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουν. Κ' έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγα καί λάμπ' η δάδα αρματωμένη στη δεξιά του καί με χρυσά ψηφιά, "Θα κάψω, λέει, την πόλη." |
435 |
τοιῷδε φωτὶ πέμπε—τίς ξυστήσεται, τίς ἄνδρα κομπάζοντα μὴ τρέσας μενεῖ; |
Πάνω σε τέτοιον άντρα στείλε... ποιό να στείλης; ποιός νάβγη εμπρός του αδείλιαστος στίς καυχησές του; |
Ἐτεοκλής καὶ τῷδε κέρδει κέρδος ἄλλο τίκτεται. τῶν τοι ματαίων ἀνδράσιν φρονημάτων ἡ γλῶσσ᾽ ἀληθὴς γίγνεται κατήγορος· Καπανεὺς δ᾽ ἀπειλεῖ, δρᾶν παρεσκευασμένος, |
ΕΤΕΟΚΛΗΣ Κέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλο· γι' ανθρώπους, πόχει πάθει ό νους καί παραδέρνουν, αληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσα. Κι ό Καπανέας είν' έτοιμος άπ' τίς φοβέρες |
|
440 |
θεοὺς ἀτίζων, κἀπογυμνάζων στόμα χαρᾷ ματαίᾳ θνητὸς ὢν εἰς οὐρανὸν πέμπει γεγωνὰ Ζηνὶ κυμαίνοντ᾽ ἔπη· πέποιθα δ᾽ αὐτῷ ξὺν δίκῃ τὸν πυρφόρον |
στα έργα να 'ρθή καί τους θεούς καταφρονόντας το στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζει, κ' ενώ είν' αυτός θνητός, βροντοφωνάει του Δία ψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγια. Μα έγνοια του, ελπίζω, πώς καθώς του αξίζει θάρθη |
445 |
ἥξειν κεραυνόν, οὐδὲν ἐξῃκασμένον μεσημβρινοῖσι θάλπεσιν τοῖς ἡλίου. ἀνὴρ δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ, κεἰ στόμαργός ἐστ᾽ ἄγαν, αἴθων τέτακται λῆμα, Πολυφόντου βία, φερέγγυον φρούρημα, προστατηρίας |
απάνου του του κεραυνού η φωτιά, πού διόλου με ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζη. Όσο από μας, στο πείσμα της αχρείας του γλώσσας, έχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ του, πού το λέει η καρδιά του, ό αντρείας ό Πολυφόντης φύλακας άξιος μπιστεμού, γιατί τον σκέπει |
450 |
Ἀρτέμιδος εὐνοίαισι σύν τ᾽ ἄλλοις θεοῖς. λέγ᾽ ἄλλον ἄλλαις ἐν πύλαις εἰληχότα. |
προστάτισσά του η Αρτέμιδα κ' οί θεοί οί άλλοι. λέγε άλλον τώρα σ' άλλη πύλη κληρωμένο. |
Χορός ὄλοιθ᾽ ὃς πόλει μεγάλ᾽ ἐπεύχεται, κεραυνοῦ δέ νιν βέλος ἐπισχέθοι, πρὶν ἐμὸν ἐσθορεῖν δόμον, πωλικῶν |
ΧΟΡΟΣ Κακιά ώρα να τον βρή πού για την πόλη τέτοιες ξερνάει κατάρες καί το βόλι του κεραυνού ας τον σταματήση, πρίν μέσ' στα σπίτια μου χυμίση |
|
455 |
θ᾽ ἑδωλίων ὑπερκόπῳ δορί ποτ᾽ ἐκλαπάξαι. |
κι άπ' την παρθενικιά μου τη φωλιά με κοντάρι περήφανο με ξεπορτίση. |
Ἄγγελος καὶ μὴν τὸν ἐντεῦθεν λαχόντα πρὸς πύλαις λέξω· τρίτῳ γὰρ Ἐτεόκλῳ τρίτος πάλος ἐξ ὑπτίου ᾽πήδησεν εὐχάλκου κράνους, |
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ Ποιος έπειτα κληρώθηκε καί για ποια πύλη τώρα θα πω· λοιπόν του Ετεόκλου τρίτου ό κλήρος πήδηξε από τ' ανάσκελο χάλκινο κράνος, |
|
460 |
πύλαισι Νηίστῃσι προσβαλεῖν λόχον. ἵππους δ᾽ ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμένας δινεῖ, θελούσας πρὸς πύλαις πεπτωκέναι. φιμοὶ δὲ συρίζουσι βάρβαρον τρόπον, μυκτηροκόμποις πνεύμασιν πληρούμενοι. |
για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλες. Καί γύρο φέρνει τ' άτια του, πού φρουμανίζουν στα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτες κι άγρια σφυρίζουν οί χημοί, πού απ' τα ρουθούνια τα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν. |
465 |
ἐσχημάτισται δ᾽ ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπον· ἀνὴρ [δ᾽·] ὁπλίτης κλίμακος προσαμβάσεις στείχει πρὸς ἐχθρῶν πύργον, ἐκπέρσαι θέλων. βοᾷ δὲ χοὖτος γραμμάτων ἐν ξυλλαβαῖς, ὡς οὐδ᾽ ἂν Ἄρης σφ᾽ ἐκβάλοι πυργωμάτων. |
Κ' η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδι, έναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνω σε πύργο εχθρών μ' απόφαση για να τον πάρη· καί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμένα πώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τους πύργους. |
470 |
καὶ τῷδε φωτὶ πέμπε τὸν φερέγγυον πόλεως ἀπείργειν τῆσδε δούλιον ζυγόν. |
Λοιπόν αντίκρυ καί σ' αυτόν στείλε τον άξιον από ζυγό σκλαβιάς την πόλη μας να σώζη. |
Ἐτεοκλής πέμποιμ᾽ ἂν ἤδη τόνδε, σὺν τύχῃ δέ τῳ· καὶ δὴ πέπεμπται κόμπον ἐν χεροῖν ἔχων, Μεγαρεύς, Κρέοντος σπέρμα τοῦ σπαρτῶν γένους, |
ΕΤΕΟΚΛΗΣ Θάστελλα ευτύς τέτοιον πού λες· μ' από μιά τύχη έχει σταλή ένας κιόλα, πού την έπαρση έχει μόνον στα χέρια, ό Μεγαρέας, του Κρέοντα σπέρμα κι απ' των Σπαρτών το γένος, πού δε θα τρομάξη |
|
475 |
ὃς οὔτι μάργων ἱππικῶν φρυαγμάτων βρόμον φοβηθεὶς ἐκ πυλῶν χωρήσεται, ἀλλ᾽ ἢ θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθονί, ἢ καὶ δύ᾽ ἄνδρε καὶ πόλισμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδος ἑλὼν λαφύροις δῶμα κοσμήσει πατρός. |
το λυσσασμένο χουγιατό απ' τ' αλογήσιο φρουμάνισμα, να πάρη πόδι από τίς πύλες, μα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέος στη γη πού τον ανάθρεψε, ή αφού θα πάρη τους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδα, θα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του. |
480 | κόμπαζ᾽ ἐπ᾽ ἄλλῳ, μηδέ μοι φθόνει λέγων. | Άλλου καύχησες 'πές καί μη μου τίς ζηλεύεις. |
Χορός ἐπεύχομαι τῷδε μὲν εὐτυχεῖν, ἰὼ πρόμαχ᾽ ἐμῶν δόμων, τοῖσι δὲ δυστυχεῖν. ὡς δ᾽ ὑπέραυχα βάζουσιν ἐπὶ πτόλει μαινομένᾳ φρενί, τώς νιν |
ΧΟΡΟΣ Για σε την νίκη, ώ των σπιτιών μου πρόμαχε, παρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνους· κι έτσ' όπως για την πόλη μας ασύφταστα καυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα, |
|
485 | Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων. |
έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητής με βλέμματα οργισμένα. |
Ἄγγελος τέταρτος ἄλλος, γείτονας πύλας ἔχων Ὄγκας Ἀθάνας, ξὺν βοῇ παρίσταται, Ἱππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τύπος· ἅλω δὲ πολλήν, ἀσπίδος κύκλον λέγω, |
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ Τέταρτος άλλος, πού τίς διπλανές τίς πύλες πήρε της Όγκας Αθηνάς, με βοή σιμώνει γίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα του, ό Ιππομέδοντας, πού όταν να γυρνάη τον είδα στα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του |
|
490 |
ἔφριξα δινήσαντος· οὐκ ἄλλως ἐρῶ. ὁ σηματουργὸς δ᾽ οὔ τις εὐτελὴς ἄρ᾽ ἦν ὅστις τόδ᾽ ἔργον ὤπασεν πρὸς ἀσπίδι, Τυφῶν᾽ ἱέντα πύρπνοον διὰ στόμα λιγνὺν μέλαιναν, αἰόλην πυρὸς κάσιν· |
ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ' αρνιούμαι. Δε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτης πού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσει: έναν Τυφώνα, πού απ' το φλογοβόλο στόμα βγάζει στριφτό καπνό, της φωτιάς μαύρο αδέρφι· |
495 |
ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτος προσηδάφισται κοιλογάστορος κύκλου. αὐτὸς δ᾽ ἐπηλάλαξεν, ἔνθεος δ᾽ Ἄρει βακχᾷ πρὸς ἀλκὴν Θυιὰς ὣς φόβον βλέπων. τοιοῦδε φωτὸς πεῖραν εὖ φυλακτέον· |
κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνι, τον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκο. Κι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτος λυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ' άγρια μάτια. Πρέπει λοιπόν απ' την ορμή τέτοιου ενός άντρα |
500 | Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται. |
καλά να φυλαχτούμε, γιατ' οι κομπασμοί του από τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες. |
Ἐτεοκλής πρῶτον μὲν Ὄγκα Παλλάς, ἥτ᾽ ἀγχίπτολις, πύλαισι γείτων, ἀνδρὸς ἐχθαίρουσ᾽ ὕβριν, εἴρξει νεοσσῶν ὣς δράκοντα δύσχιμον· Ὑπέρβιος δέ, κεδνὸς Οἴνοπος τόκος, |
ΕΤΕΟΚΛΗΣ Μα πρώτα η Όγκα η Αθηνά, πού έξω άπ' τη Θήβα κάθεται πλάϊ στην πύλη αυτή, εχθρεύοντάς του την έπαρση, σαν άγριο φείδι άπ' τα πουλιά της θε ν' αποδιώξη · κ' έπειτα ό γενναίος Υπέρβιος του Οίνοπου ό γυιός διαλέχτηκε για νάβγη μπρος του, |
|
505 |
ἀνὴρ κατ᾽ ἄνδρα τοῦτον ᾑρέθη, θέλων ἐξιστορῆσαι μοῖραν ἐν χρείᾳ τύχης, οὔτ᾽ εἶδος οὔτε θυμὸν οὐδ᾽ ὅπλων σχέσιν μωμητός, Ἑρμῆς δ᾽ εὐλόγως ξυνήγαγεν. ἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται, |
πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν' αντικρύση, όταν θα τύχ' η ανάγκη, καί κανείς ψεγάδι στη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά του δε θα του βρή· κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξει· εχθρός μ' εχθρό θα 'ρθούν στα χέρια αυτός καί κείνος |
510 |
ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ᾽ ἀσπίδων θεούς· ὁ μὲν γὰρ πύρπνοον Τυφῶν᾽ ἔχει, Ὑπερβίῳ δὲ Ζεὺς πατὴρ ἐπ᾽ ἀσπίδος σταδαῖος ἧσται, διὰ χερὸς βέλος φλέγων· κοὔπω τις εἶδε Ζῆνά που νικώμενον. |
κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουν· γιατ' έχει ό ένας τον Τυφώνα, που άπ' το στόμα βγάζει φωτιές· στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδα στητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέρια, κι ό Δίας να νικηθή, κανείς ποτέ δεν τό ειδε. |
515 |
τοιάδε μέντοι προσφίλεια δαιμόνων· πρὸς τῶν κρατούντων δ᾽ ἐσμέν, οἱ δ᾽ ἡσσωμένων, εἰ Ζεύς γε Τυφῶ καρτερώτερος μάχῃ· |
(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουν, κι είμαστε με των νικητών εμείς το μέρος κι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαια είναι πιο δυνατός απ' τον Τυφώνα ό Δίας· |
519 | εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ ἀντιστάτας, | καί το ίδιο, φυσικά, καί με τους δυό θα τύχη, |
518 | Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ | καί τον Υπέρβιο, σύμφωνα με το έμβλημα του, |
520 | γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών. | θε να γλυτώση ό Δίας, πόχει στην ασπίδα. |
Χορός πέποιθα <δὴ> τὸν Διὸς ἀντίτυπον ἔχοντ᾽ ἄφιλον ἐν σάκει τοῦ χθονίου δέμας δαίμονος, ἐχθρὸν εἴκασμα βροτοῖς τε καὶ δαροβίοισι θεοῖσιν, |
ΧΟΡΟΣ Πιστεύω εκείνος, πόχει στην ασπίδα του το γυιό της Γης, τον άγριο αντίμαχο του Δία, εικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητή καί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψη, την κεφαλή του την κακή |
|
525 | πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν. | στίς πύλες μας μπροστά πώς θα συντρίψη. |
Ἄγγελος οὕτως γένοιτο. τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω, πέμπταισι προσταχθέντα Βορραίαις πύλαις, τύμβον κατ᾽ αὐτὸν Διογενοῦς Ἀμφίονος· ὄμνυσι δ᾽ αἰχμὴν ἣν ἔχει μᾶλλον θεοῦ |
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ Ο θεός να δώση· κι έρχομαι στον πέμπτο τώρα που τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύλη, στού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμα· κι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρι καί πού με πίστη το τιμά κι άπ' το θεό του |
|
530 |
σέβειν πεποιθὼς ὀμμάτων θ᾽ ὑπέρτερον, ἦ μὴν λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳ Διός· τόδ᾽ αὐδᾷ μητρὸς ἐξ ὀρεσκόου βλάστημα καλλίπρῳρον, ἀνδρόπαις ἀνήρ· στείχει δ᾽ ἴουλος ἄρτι διὰ παρηίδων, |
κι από το φως του πιότερο, πώς θα κουρσέψη την πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμα. Έτσι μιλάει κι αυτός, ωριόκορμο βλαστάρι από βουνήσια μάννα, αντρόπαιδο λεβέντης, που ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος, |
535 | ὥρας φυούσης, ταρφὺς ἀντέλλουσα θρίξ. | σγουρής τρίχας πυκνής που η πρώτ' η νιότη αδρύνει. |
ὁ δ᾽ ὠμόν, οὔτι παρθένων ἐπώνυμον, φρόνημα, γοργὸν δ᾽ ὄμμ᾽ ἔχων, προσίσταται. οὐ μὴν ἀκόμπαστός γ᾽ ἐφίσταται πύλαις· τὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ |
Κι όμως μ' άγριαν ορμή, πού διόλου δεν ταιριάζει με το παρθενικό όνομα του, καί με κάτι μάτια πού βγάζουν σπίθες, καταδώ ζυγώνει ό Αρκαδηνός Παρθενοπαίος· πού ενώ είναι ξένος, |
|
540 |
σάκει, κυκλωτῷ σώματος προβλήματι, Σφίγγ᾽ ὠμόσιτον προσμεμηχανημένην γόμφοις ἐνώμα, λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμας, φέρει δ᾽ ὑφ᾽ αὑτῇ φῶτα Καδμείων ἕνα, ὡς πλεῖστ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ τῷδ᾽ ἰάπτεσθαι βέλη. |
με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής του να ξεπλερώση στο Αργός· κι ήρθε, φαίνεται, όχι να εμπορευτή τον πόλεμο, κι ουδέ το δρόμο το μακρυνό πού διάβηκε, να τον ντροπιάση. Κι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκει· |
545 |
ἐλθὼν δ᾽ ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχην, μακρᾶς κελεύθου δ᾽ οὐ καταισχυνεῖν πόρον, Παρθενοπαῖος Ἀρκάς· ὁ δὲ τοιόσδ᾽ ἀνὴρ μέτοικος, Ἄργει δ᾽ ἐκτίνων καλὰς τροφάς, πύργοις ἀπειλεῖ τοῖσδ᾽ ἃ μὴ κραίνοι θεός. |
γιατί το ντρόπιασμα της πόλης μας απάνω στη χάλκινη του ασπίδα, σκέπη του κορμιού του, στριφογυρνούσε: καρφωτή με τέχνη εικόνα ξώκρουστη, φανταχτή, της ωμοφάγας Σφίγγας μ' έναν κάτω απ' τα νύχια της απ' τους Καδμείους, πού επάνω του τα πιότερα να χτυπούν βέλη. |
Ἐτεοκλής |
ΕΤΕΟΚΛΗΣ |
|
550 |
εἰ γὰρ τύχοιεν ὧν φρονοῦσι πρὸς θεῶν, αὐτοῖς ἐκείνοις ἀνοσίοις κομπάσμασιν· ἦ τἂν πανώλεις παγκάκως τ᾽ ὀλοίατο. ἔστιν δὲ καὶ τῷδ᾽, ὃν λέγεις τὸν Ἀρκάδα, ἀνὴρ ἄκομπος, χεὶρ δ᾽ ὁρᾷ τὸ δράσιμον, |
Νάταν απ' τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαν των λογισμών των, καί να χάνονταν πανάθλια μαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές των. Μα καί γι' αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ' ένας με δίχως κομπασμούς, μα πού η δεξιά του βλέπει |
555 |
Ἄκτωρ ἀδελφὸς τοῦ πάρος λελεγμένου· ὃς οὐκ ἐάσει γλῶσσαν ἐργμάτων ἄτερ ἔσω πυλῶν ῥέουσαν ἀλδαίνειν κακά, οὐδ᾽ εἰσαμεῖψαι θηρὸς ἐχθίστου δάκους εἰκὼ φέροντα πολεμίας ἐπ᾽ ἀσπίδος· |
τί έχει να κάνη - ο Άχτορας, αδερφός τάλλου πού είπαμε πρίν πού δε θ' αφήση έτσι μια γλώσσα δίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστρα για να πληθύνη συμφορές, ούτε καί νάμπη στην πόλη εκείνος, πόχει την εικόνα τάγριου καί μισητού θεριού σ' εχθρικιά ασπίδα επάνω· |
560 |
ἣ ᾽ξωθεν εἴσω τῷ φέροντι μέμψεται, πυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσ᾽ ὑπὸ πτόλιν. θεῶν θελόντων τἂν ἀληθεύσαιμ᾽ ἐγώ. |
μ' απ' όξω αυτή, παράπονα μαζί του θάχη, όταν θα τρώη πυκνές κρουξιές κάτω άπ' την πόλη. Καί πρώτα ό θεός, πιστεύω πώς δε θάβγω ψεύτης. |
Χορός ἱκνεῖται λόγος διὰ στηθέων, τριχὸς δ᾽ ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται, |
ΧΟΡΟΣ Περνάει ό φόβος μες στα στήθια μου κι ορθές σηκώνουνται της κεφαλής μου οι τρίχες |
|
565 |
μεγάλα μεγαληγόρων κλυούσᾳ ἀνοσίων ἀνδρῶν. εἴθε γὰρ θεοὶ τοῦδ᾽ ὀλέσειαν ἐν γᾷ. |
ν' ακούω τα μεγάλα λόγια των, που από μεγάλο οι ανόσιοι κομπάζουν στόμα. Μα άμποτε να τους ξολοθρέψουν οι θεοί σ' αυτό το χώμα. |
Ἄγγελος ἕκτον λέγοιμ᾽ ἂν ἄνδρα σωφρονέστατον, ἀλκήν τ᾽ ἄριστον μάντιν, Ἀμφιάρεω βίαν· |
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ Τώρα έρχομαι στον έχτον, άνθρωπο με γνώση κι αντρεία ξεχωριστή, τον Αμφιάραο μάντη· |
|
570 |
Ὁμολωίσιν δὲ πρὸς πύλαις τεταγμένος κακοῖσι βάζει πολλὰ Τυδέως βίαν· τὸν ἀνδροφόντην, τὸν πόλεως ταράκτορα, μέγιστον Ἄργει τῶν κακῶν διδάσκαλον, Ἐρινύος κλητῆρα, πρόσπολον φόνου, |
αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδα μ' ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέα, το φονιά, πού τη χώρα του έφερε άνω κάτω, τον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ' Άργος, του θανάτου υπουργό, της Ερινύας κλητήρα, |
575 |
κακῶν τ᾽ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριον. καὶ τὸν σὸν αὖθις προσθροῶν ὁμόσπορον, ἐξυπτιάζων ὄμμα, Πολυνείκους βίαν, δίς τ᾽ ἐν τελευτῇ τοὔνομ᾽ ἐνδατούμενος, καλεῖ. λέγει δὲ τοῦτ᾽ ἔπος διὰ στόμα· |
το σύμβουλο, για τα κακά όλ' αυτά, του Αδράστου. Κ' έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σου, με μάτια ανάστροφα του κράζει: "Πολυνείκη" —χωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ' όνομά του— καί τέτοια λέει το στόμα του· "είν' αυτό πράμα |
580 |
"ἦ τοῖον ἔργον καὶ θεοῖσι προσφιλές, καλόν τ᾽ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροις, πόλιν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖς πορθεῖν, στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβεβληκότα; μητρός τε πηγὴν τίς κατασβέσει δίκη; |
που να το στρέγουν οί θεοί; κι είναι τιμή σου για να τ' ακούν οί απόγονοι καί να το λένε, πώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξης τη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς της; ποιά δίκη, πες, τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση; |
585 |
πατρίς τε γαῖα σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶ ἁλοῦσα πῶς σοι ξύμμαχος γενήσεται; ἔγωγε μὲν δὴ τήνδε πιανῶ χθόνα, μάντις κεκευθὼς πολεμίας ὑπὸ χθονός. |
καί πώς την πατρική σου γη, εχθροπατημένη εξ αφορμής σου, με το μέρος σου πια θάχης; Αλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμα κάτω απ' τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντης· |
590 |
μαχώμεθ᾽, οὐκ ἄτιμον ἐλπίζω μόρον." τοιαῦθ᾽ ὁ μάντις ἀσπίδ᾽ εὐκήλως ἔχων πάγχαλκον ηὔδα· σῆμα δ᾽ οὐκ ἐπῆν κύκλῳ. οὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος, ἀλλ᾽ εἶναι θέλει, βαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενος, ἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα. |
μα εμπρός! κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξα. Τέτοια έλεγε, χωρίς επίδειξες κρατόντας την ολόχαλκη ασπίδα του· κι ούτε κανένα σημάδι ήταν επάνω της· γιατί δε θέλει να φαίνεται ξεχωριστός, μα νάναι αλήθεια βαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι, απ' ούθε οί καλοστόχαστες βουλές βλασταίνουν. |
595 |
τούτῳ σοφούς τε κἀγαθοὺς ἀντηρέτας πέμπειν ἐπαινῶ. δεινὸς ὃς θεοὺς σέβει. |
Σ' αυτόν αντίκρυ φρόνιμους κι αντρείους να στείλης — η γνώμη μου είναι — αντίπαλους· γιατ' όποιος σέβεται τους θεούς, να τον φοβάσαι πρέπει. |
Ἐτεοκλής φεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῖς δίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροις. ἐν παντὶ πράγει δ᾽ ἔσθ᾽ ὁμιλίας κακῆς |
ΕΤΕΟΚΛΗΣ Αλλοίμονο, ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμο τον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμους! Σαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλο δεν είναι σε καμμιά δουλειά, καί να σοδέψης |
|
600 |
κάκιον οὐδέν, καρπὸς οὐ κομιστέος· ἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεται. ἢ γὰρ ξυνεισβὰς πλοῖον εὐσεβὴς ἀνὴρ ναύταισι θερμοῖς καὶ πανουργίᾳ τινὶ ὄλωλεν ἀνδρῶν σὺν θεοπτύστῳ γένει, |
μην καρτεράς καρπό απ' αυτή· απ' τα χωράφια της αμαρτίας θάνατος καρπολογιέται. Αν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβι βρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμα, πάει, χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα. |
605 |
ἢ ξὺν πολίταις ἀνδράσιν δίκαιος ὢν ἐχθροξένοις τε καὶ θεῶν ἀμνήμοσιν, ταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματος, πληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ ᾽δάμη. |
Κι' αν ζή, αυτός δίκαιος άνθρωπος, με συντοπίτες εχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουν, θα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυ κι άπ' το ίδιο χτύπημα θεού, που όλους θέ νάβρη. |
οὕτως δ᾽ ὁ μάντις, υἱὸν Οἰκλέους λέγω, | Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης, | |
610 |
σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρ, μέγας προφήτης, ἀνοσίοισι συμμιγεὶς θρασυστόμοισιν ἀνδράσιν βίᾳ φρενῶν, τείνουσι πομπὴν τὴν μακρὰν πάλιν μολεῖν, Διὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται. |
φρόνιμος άντρας, δίκαιος, ευσεβής κι αντρείος, μέγας προφήτης, μια που δίχως να το θέλη, με ανόσιους, αυθαδόστομους έσμιξ' ανθρώπους, πού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσω, μες στα ίδια δίχτυα θα συρθή— αν θεός θέλη. |
615 |
δοκῶ μὲν οὖν σφε μηδὲ προσβαλεῖν πύλαις οὐχ ὡς ἄθυμος οὐδὲ λήματος κάκῇ, ἀλλ᾽ οἶδεν ὥς σφε χρὴ τελευτῆσαι μάχῃ, εἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι Λοξίου· φιλεῖ δὲ σιγᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια. |
Μα εγώ φοβούμαι πώς αυτός ούτε θα ορμήση στίς πύλες καν, κι όχι γιατί του λείπει αντρεία καί δεν το λέει ή καρδιά του, μα γιατί το ξέρει πώς άφευχτα νεκρός στη μάχη θενά πέση, αν του Απόλλωνα οί χρησμοί δεν είναι στείροι, |
620 |
ὅμως δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ φῶτα, Λασθένους βίαν, ἐχθρόξενον πυλωρὸν ἀντιτάξομεν, γέροντα τὸν νοῦν, σάρκα δ᾽ ἡβῶσαν φύει, ποδῶκες ὄμμα, χεῖρα δ᾽ οὐ βραδύνεται παρ᾽ ἀσπίδος γυμνωθὲν ἁρπάσαι δόρυ. |
καί ξέρει ή να σωπαίνη, ή τα πρεπά να λέη. Μα όπως καί νάναι, αντίκρυ καί σ' αυτόν θα στήσω εχθρόξενο φρουρό της πύλης, το Λαστένη, γέρο στο νου, μα έχει κορμί παλληκαρίσιο, γρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέρι ν' αρπά του εχθρού τ' απόσκεπα με το κοντάρι. |
625 | θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς. | Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη. |
Χορός κλύοντες θεοὶ δικαίας λιτὰς ἁμετέρας τελεῖθ᾽, ὡς πόλις εὐτυχῇ, δορίπονα κάκ᾽ ἐκτρέποντες <ἐς> γᾶς ἐπιμόλους· πύργων δ᾽ ἔκτοθεν |
ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς, θεοί, τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ' όλη του πολέμου την οργή σ' αυτών, πού πλάκωσαν τη γη μου, τα κεφάλια· τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη |
|
630 | βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ. | έξω άπ' τους πύργους καί να τους σύντριψη. |
Ἄγγελος τὸν ἕβδομον δὴ τόνδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις λέξω, τὸν αὐτοῦ σοῦ κασίγνητον, πόλει οἵας ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχας· πύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί, |
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ Ο έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύλη στέκετ' αντίκρυ, ό ίδιος ό αδερφός σου, άκου τί καταριέται κ' εύχεται να βρούν την πόλη: Αφού τους πύργους μας πατήση καί της χώρας |
|
635 |
ἁλώσιμον παιᾶν᾽ ἐπεξιακχάσας, σοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλας, ἢ ζῶντ᾽ ἀτιμαστῆρα τὼς ἀνδρηλάτην φυγῇ τὸν αὐτὸν τόνδε τείσασθαι τρόπον. τοιαῦτ᾽ ἀυτεῖ καὶ θεοὺς γενεθλίους |
άρχοντας κηρυχθή, της νίκης ν' αλαλάξη τον παιάνα, κι έπειτα να μετρηθή με σένα κ' ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέση, ή, ζωντανός, σου εκδικηθή την ατιμία της εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σένα. Τέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης |
640 |
καλεῖ πατρῴας γῆς ἐποπτῆρας λιτῶν τῶν ὧν γενέσθαι πάγχυ Πολυνείκους βία. ἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔκυκλον σάκος διπλοῦν τε σῆμα προσμεμηχανημένον. |
τους γενεθλίους θεούς της πατρικής της χώρας για να επιβλέψουν τίς ευχές του πέρα ως πέρα. Καί νέα κρατεί ολοστρόγγυλη στο χέρι ασπίδα μ' επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο: |
χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἰδεῖν | έναν πολεμιστή φτιασμένο από χρυσάφι | |
645 |
ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη. Δίκη δ᾽ ἄρ᾽ εἶναί φησιν, ὡς τὰ γράμματα λέγει "κατάξω δ᾽ ἄνδρα τόνδε καὶ πόλιν ἕξει πατρῴων δωμάτων τ᾽ ἐπιστροφάς." τοιαῦτ᾽ ἐκείνων ἐστὶ τἀξευρήματα. |
μια γυναίκα οδηγά, που σεμνά πάει εμπρός του πως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή, καθώς το λένε τα γράμματα "Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρη πίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτια." Τέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνων· |
650 |
[σὺ δ᾽ αὐτὸς ἤδη γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ·] ὡς οὔποτ᾽ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτων μέμψῃ, σὺ δ᾽ αὐτὸς γνῶθι ναυκληρεῖν πόλιν. |
μα βέβαια παράπονο λέω να μην έχης γι' αυτά τα νέα που σου έφερα· μα o ίδιος τώρα κρίνε πώς το καράβι μας θα τιμονέψης. |
Ἐτεοκλής ὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος, |
ΕΤΕΟΚΛΗΣ Ώ θεομίσητη εσύ καί πολύ θεοβλαμμένη |
|
655 |
ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένος· ὤμοι, πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροι. ἀλλ᾽ οὔτε κλαίειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι πρέπει, μὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόος. ἐπωνύμῳ δὲ κάρτα, Πολυνείκει λέγω, τάχ᾽ εἰσόμεσθα τοὐπίσημ᾽ ὅποι τελεῖ, |
του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μου, ωϊμέ! και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρες. Μα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγια μήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνος. Όσο γι' αυτόν, πού αξίζει αλήθεια τ' όνομά του, τον Πολυνείκη, γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο |
660 |
εἴ νιν κατάξει χρυσότευκτα γράμματα ἐπ᾽ ἀσπίδος φλύοντα σὺν φοίτῳ φρενῶν. εἰ δ᾽ ἡ Διὸς παῖς παρθένος Δίκη παρῆν ἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν, τάχ᾽ ἂν τόδ᾽ ἦν· ἀλλ᾽ οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον, |
το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσω τα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδα με της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσα. Γιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρη, Δίκη ή παρθένα, στα έργα του και τις βουλές του, ίσως να γίνουνταν κι αυτό· μα ούτε σα βγήκε |
665 |
οὔτ᾽ ἐν τροφαῖσιν, οὔτ᾽ ἐφηβήσαντά πω, οὔτ᾽ ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος, Δίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατο· οὐδ᾽ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳ οἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας. |
απ' της μητέρας τα σκοτάδια, ούτε στα χρόνια πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτα κι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού του, η Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξη· κι ουδέ τώρα πιστεύω, πού ήρθε να χαλάση την πατρική του γη, πώς πλάϊ του θενά στέκη· |
670 |
ἦ δῆτ᾽ ἂν εἴη πανδίκως ψευδώνυμος Δίκη, ξυνοῦσα φωτὶ παντόλμῳ φρένας. τούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαι αὐτός· τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτερος; ἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις, |
ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ ναταν η Δίκη, αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντρα, πού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ' όποιο κρίμα. Σ' αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιος να του έβγω αντίκρυ· καί ποιος άλλος με ποιο δίκιο; άρχοντας μ' άρχοντα και μ' αδερφό αδερφός του |
675 |
ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι. φέρ᾽ ὡς τάχος κνημῖδας, αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα. |
κ' εχθρός μ' εχθρό θα χτυπηθώ. Φέρτε μου αμέσως τις κνημίδες, σκεπή για πέτρες και σαΐτες. |
Χορός μή, φίλτατ᾽ ἀνδρῶν, Οἰδίπου τέκος, γένῃ ὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳ· ἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις |
ΧΟΡΟΣ Μη πολυαγάπητε, του Οιδίπου γυιέ, μη γίνης όμοιος στο νου μ' αυτόν, πού όσ' άκουσε του αξίζουν· είν' αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε |
|
680 |
ἐς χεῖρας ἐλθεῖν· αἷμα γὰρ καθάρσιον. ἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽ αὐτοκτόνος, οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος. |
στα χέρια· κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμα· μα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ' το ίδιο το χέρι τους, ποτέ το κρίμ' αυτό δε λυώνει. |
Ἐτεοκλής εἴπερ κακὸν φέροι τις, αἰσχύνης ἄτερ ἔστω· μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι· |
ΕΤΕΟΚΛΗΣ Αν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθη, καλώς! γιατ' είν' για τους νεκρούς το μόνο κέρδος· |
|
685 | κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς. | μα κακό με ντροπή, μην πής πώς δόξα φέρνει. |
Χορός τί μέμονας, τέκνον; μή τί σε θυμοπληθὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω· κακοῦ δ᾽ ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν. |
ΧΟΡΟΣ Τι ν' αυτός, γυιέ μου, ο πειρασμός; η θεοβλάβη πού με λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νού; μη σε ξεσύρη· την αρχή πνίξε πάθους κακού. |
|
Ἐτεοκλής ἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός, |
ΕΤΕΟΚΛΗΣ Μια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα, ας πάη |
|
690 |
ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸν Φοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος. |
πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμα όλη, στο Φοίβο η βδελυχτή, του Λάϊου η γέννα. |
Χορός ὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ- νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖν αἵματος οὐ θεμιστοῦ. |
ΧΟΡΟΣ Πολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει, φονικό να κάμης, πού πικρό θέ νάχη το καρπό, γιατ' είναι κρίμ' αντίθεο το αίμα τ' αδερφικό. |
|
Ἐτεοκλής | ΕΤΕΟΚΛΗΣ | |
695 | φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽ ἀρὰ | Γιατ' η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα |
ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνει, λέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρου. |
καθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτια μου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος. |
|
Χορός ἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου· κακὸς οὐ κεκλή- σῃ βίον εὖ κυρήσας· μελάναιγις [δ᾽·] οὐκ |
ΧΟΡΟΣ Μα εσύ μην παρασέρνεσαι· κι ούτ' άναντρο κανείς θέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωή· |
|
700 |
εἶσι δόμων Ἐρινύς, ὅταν ἐκ χερῶν θεοὶ θυσίαν δέχωνται; |
τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ' η Ερινύς πού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί. |
Ἐτεοκλής θεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθα, χάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεται· τί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον; |
ΕΤΕΟΚΛΗΣ Οι θεοί! μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουν καί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μας· τί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα; |
|
Χορός | ΧΟΡΟΣ | |
705 |
νῦν ὅτε σοι παρέστακεν· ἐπεὶ δαίμων λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸς ἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳ πνεύματι· νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ. |
Κάν τώρα, όσο 'ναι έτσι κοντά· γιατί με τον καιρό μπορεί να στρέψ' η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθή μεταλλαγμένη, πνέοντας μ' αγέρα πιο απαλό· μα τώρ' ακόμα βράζει μ' άγρια οργή. |
Ἐτεοκλής ἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα· |
ΕΤΕΟΚΛΗΣ Γιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου · |
|
710 |
ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων ὄψεις, πατρῴων χρημάτων δατήριοι. |
κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου βγήκαν, πού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του. |
Χορός πιθοῦ γυναιξί, καίπερ οὐ στέργων ὅμως. |
ΧΟΡΟΣ Άκου και μας γυναίκες, αν και δε μας στρέγεις. |
|
Ἐτεοκλής λέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις· οὐδὲ χρὴ μακράν. |
ΕΤΕΟΚΛΗΣ Λέγετε, αν έχη διάφορο· μα λίγα λόγια. |
|
Χορός μὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις. |
ΧΟΡΟΣ Άφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη. |
|
Ἐτεοκλής | ΕΤΕΟΚΛΗΣ | |
715 | τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς λόγῳ. | Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη. |
Χορός νίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεός. |
ΧΟΡΟΣ Μα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη. |
|
Ἐτεοκλής οὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος. |
ΕΤΕΟΚΛΗΣ Δεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης. |
|
Χορός ἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις; |
ΧΟΡΟΣ Μα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες να τρυγήσης; |
|
Ἐτεοκλής θεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά. |
ΕΤΕΟΚΛΗΣ Κακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις. |
|