Η Ιλιάδα

Μεταφρασμένη από τον Αλέξ. Πάλλη

Π

Σαν έτσι αφτοί για τ' όμορφο καράβι πολεμούσαν.
Και τότες φτάνει ο Πάτροκλος μπροστά στον Αχιλέα
χύνοντας δάκρια φλογερά, σα βρύση βουρκωμένη
π' απ' ορθολίθι τα θολά κατρακυλάει νερά της.

5Και σαν τον είδε ο θεϊκός τον πόνεσε Αχιλέας,
και κράζοντάς τον του λαλεί διο φτερωμένα λόγια.
« Τί κλαις σαν κόρη, Πάτροκλε, μικρούλα που της μάννας
» ζητάει, μαζί της τρέχοντας, στα χέρια ναν την πάρει,
» και την τραβά ενώ βιάζεται, κι' ως που ναν τη σηκώσει
10» τη βλέπει πάντα ολόδακρη πιασμένη απ' την ποδιά της ;
» Έτσι τα δάκρια, Πάτροκλε, σαν κοπελούδι χύνεις.
» Μην ξέρεις τίποτα κακό για τα παιδιά ή για μένα;
» μην άκουσες εσύ καμιά πικρή είδηση απ' τη Φτία;
» Ωστόσο ζει ο Μενοίτης λεν, τ' Αχτόρου ο γιος, ακόμα,
15» ζει κι' ο Πηλιάς, του Αιακού ο γιος, μες στα βουνά μας,
» που να κλαφτούμε, αν πέθαναν, βαριόκαρδα κι' οι διο μας.
19» Μα πες τί κλαις, να ξέρουμε κι' οι διο μας, μην το κρύβεις.»
20

Τότ' είπες, Πάτροκλε αλογά, με στεναγμούς και κλάμα
« Ω αδέρφι, του Πηλέα γιε, των Αχαιών αθέρα,
» συμπάθα· τι άγρια το στρατό φουρτούνα συνεπήρε.
» Τι όσοι είταν πριν οι πιο καλοί, από σαΐτες όλοι
» κι' από κοντάρια κοίτουνται στα πλοία χτυπημένοι.

25» Σαΐτα του Τυδέα ο γιος, και κονταριά ο Δυσσέας,
» έφαγε κονταριά κι' ο γιος τ' Ατρέα ο Αγαμέμνος·
» κι' έχει αρπαγμένα στο μερί σαΐτα ο γιος του Βαίμου.
» Αφτούς γιατροί με τα πολλά βοτάνια τους κοιτάζουν
» και τους γιατρέβουν τις πληγές. Μα εσύ καρδιά δεν έχεις !
30» Σαν τέτιο πάθος που βαστάς πεισματικά στα στήθια
» θεός να σώζει, ώ της κακής της ώρας παλικάρι !
» Πιός άλλος, πες, κι' απ' τους στερνούς θα δει καλό από σένα
» αχ οχ τη μάβρη συφορά τους Αχαιούς δε σώσεις ;
» Άσπλαχνε, η Θέτη μάννα σου, πατέρας σου ο Πηλέας
» δεν είναι· εσένα θάλασσα σε γέννησε αφρισμένη
35» και γκρεμοβράχια, τι θεριού καρδιά 'χεις μες στα στήθια.
» Μα αν ίσως σου δειλιάει καμιά το νου σου προφητεία
» πούχε απ' το Δία ακούσει πριν η σεβαστή σου η μάννα,
» μα άφισε καν να σύρω εγώ, μαζί μου ας βγουν και τάλλα
» τα παλικάρια μήπως δει φως ο στρατός μιά στάλα.
40» Και δάνεισε μου τ' άρματα, σα βγω, τ' αστραφτερά σου,
» ίσως ότι είμαι τάχα εσύ νομίζοντας με οι Τρώες
» σταθούν, κι' έτσι ανασάνουνε οι παινεμένοι Αργίτες
» πούλιωσαν πια· τι λιγοστή απ' τη σφαγή είναι ανάσα.
» Έφκολα ακούραστος λαός πολεμοκουρασμένους
45» θα διώξει πίσω ως στο καστρί αλάργα απ' τις καλύβες. »

Έτσι είπε περκαλώντας τον ... α τί τυφλός, γιατί είταν
δικό του χάρο και κακό να περκαλέσει τέλος !

Τότε αναστέναξε βαθιά και τούπε ο Αχιλέας
« Ώχου, τί λόγο, Πάτροκλε θεόσπαρτε, μου κραίνεις !

50» Δε συλλογιέμαι εγώ καμιά μαντολογιά που ξέρω,
» λόγο δε μούπε η σεβαστή μητέρα μου απ' το Δία·
» λάβρα όμως τόχω της καρδιάς, πάει να μου φέρει φρένια,
» όταν κανείς τον ίσο του να παραπάει γυρέβει
» και πίσω αρπά του το πρεσβιό, τι πιό 'ναι δυνατός του.
55» Αφτός με τυραγνά ο καημός, τι μάτωσε η καρδιά μου,
» γιατί τη νιά που χώρισε πρεσβιό ο στρατός για μένα
» και πήρα με τη σπάθα μου πατώντας καστροχώρια,
» αφτή ξανά οχ τα χέρια μου την πήρε ο Αγαμέμνος,
» τ' Ατρέα ο γιος, σα νάμουνα λες του σωρού ραγιάς του.
60» Μα τώρα αφτά ας κουρέβουνται· γραφτό 'ταν να μη μείνει
» πάντα η καρδιά μου αμέρωτη, κι' εγώ δα πούπε ο νους μου
» πως πριν δεν πάβω το θυμό πριν καταντήσει πρώτα
» ως στα καράβια αφτά μου εδώ η μάχη κι' η αντάρα.
» Τώρα έλα βάλε, Πάτροκλε, τα ξακουστά άρματά μου
65» να πας στη μάχη τα παιδιά που λαχταρούν κοντάρι,
» τι μάβρο σύγνεφο, οι οχτροί, δες ! πλάκωσαν τα πλοία
» βαριά, κι' είναι όλοι οι Δαναοί ρηγμένοι στ' ακροβράχια
» άκρη άκρη· λίγο κι' ο γιαλός θάν τους χωνέψει πίσω.
» Τι όλο όξω βγήκε οχ το καστρί της Τριάς το ψυχομέτρι....
70» πώς όχι ; Ομπρός τους δε θωρούν του κράνου μου την όψη
» ν' αστράφτει· ειδέ θα γιόμιζε κουφάρια κάθε αβλάκι
» μεμιάς αν ήξερε ο τρανός τι μ' άξιζε Αγαμέμνος.
» Μα νά τα τώρα, ας χαίρεται, τα πλοία τού βαρούνε.
75» Τι δόντια πια δε δείχνει εκεί Διομήδικο κοντάρι,
» γύρω δεν άκουσα να βγει λαλιά οχ τον Αγαμέμνο,
» το σκύλο αφτό τον άπιστο· μα ο Έχτορας θα σκάσει
» απ' τ' άπαφτο λες σκούξιμο, που στέλνει Τρώες γύρω
» παντού, και μες στον κάμπο αφτοί κάθε Αχαιό σαρώνουν.
80» Μα τρέξε — πρέπει — Πάτροκλε, να σώσεις την αρμάδα
» απ' τη φωτιά, μην τους καεί και πια δε δουν πατρίδα.
83» Μα άκου καλά τι θα σου πω και τήρα μην ξεχάσεις.
87» Διώξε οχ τα πλοία τους οχτρούς, και πίσω εφτύς ! Και νίκη
» όταν σου δώκει και χαρείς ο βροντολάλος Δίας,
89 91» μη σε μεθήσει ο πόλεμος και πάρα θες αλάργα
» δίχως μου ως στο καστρί να πας, ομπρός σου οχτρούς βαρώντας,
» μην τύχει κι' απ' τον Έλυμπο κανείς θεός αιώνιος
» στη μέση μπει, τι αφτούς πολύ τους προστατέβει ο Φοίβος·
95» μον πόδα πίσω γύρισε, τα πλοία άμα αλαφρύνεις,
» κι' εκείνους άσ' τους όσο θέν να φαγωθούν στον κάμπο. »
101

Έτσι κουβέντιαζαν οι διο. Κι' ο Αίας πια στο πλοίο
δεν έστεκε, τι οι κονταριές τον έσφιγγαν των Τρώων.
Του Δία τον νικούσε ο νους κι' οι τόσοι αντάμα Τρώες
βαρώντας· κι' έβγαζε φριχτή τριγύρω στα μηλίγγια,

105σαν το χτυπούσαν, ταραχή τ' αστραφτερό του κράνος,
γιατί όλο στα καλόφτιαστα στεφάνια το βαρούσαν.
Κομένος τούταν ο ζερβύς ο νώμος που του κράταε
107πάντα γερά τη σκαλιστή εφτάπετσή του ασπίδα,
109τον είχε πιάσει και βαρύ λαχάνιασμα, κι' ολούθες
110τούτρεχε βρύση απ' το κορμί ο ίδρος, μηδ' ανάσα
στιγμή δεν είχε, και σωρός πλακώνανε οι λαχτάρες.

Και τώρα, Μούσες, πέστε μου, των ουρανών νυφούλες,
πώς πρώτα νάπεσε η φωτιά μες στην αρμάδα τάχα.
Στον Αία πήγε ο Έχτορας σιμά, κι' έτσι με τέχνη

115μιά τ' άστραψε καλή σπαθιά στο φράξινο κοντάρι
κοντά στης μύτης το καρφί, και τόκοψε ίσα πέρα.
Αφτό έτσι, ο Αίας κολοβό το σούσε μες στη χούφτα,
κι' αλάργα αχώντας τούπεσε χάμου ο χαλκένιος στόκος.
Τούνιωσε τότε η αντρικιά καρδιά —και τούρθε σύγκρια—
120το θεϊκό το δάχτυλο, πως κάθε μάχης τέχνη
του χάλναε ο Δίας κι' ήθελε τους Τρώες να νικήσουν.
Τότε έτσι ο Αίας κώλωσε οχ τα κοντάρια πίσω,
κι' εκείνοι ακούραστη φωτιά στο σπαθωτό καθίζουν
σκαφί· και φλόγα απάνου εφτύς τού χύθηκε ρημάχτρα.

Σαν έτσι τότρωγε η φωτιά. Και τότε ο Αχιλλέας

125χτυπάει τα διο του γόνατα και κράζει του Πατρόκλου
« Πάτροκλε, ομπρός, θεόσπαρτε, γενναίε αμαξομάχε,
» νά ! βλέπω γλώσσα ανήμερη φωτιάς κοντά στα πλοία.
» Τρέχα, μην πια τα κάψουνε και γλυτωμό δεν έχει.
» Οπλίσου, μην αργείς, κι' εγώ τους άντρες παρατάζω.»
130

Είπε, κι' αφτός οπλίστηκε το θαμπωτή χαλκό του.
Έβαλε πρώτα τα γερά τουσλούκια στα καλάμια,
πανώρια, πούταν μ' αργυρά θηλύκια αρμοδεμένα.
Έπειτα πήρε φόρεσε στο στήθος τα τσαπράζα,
αστρένια παρδαλόμορφα, του φτερωτού Αχιλλέα.

135Κατόπι γύρωθε κρεμάει στους ώμους του την πάλα,
μ' ασημοκάρφια κεντητή και λεπιδοχαλκένια,
κρεμάει και τη θεόρατη στεριόφτιαστή του ασπίδα.
Κι' έβαλε στ' αρχοντόμορφο κεφάλι τη φαντούσα
περκεφαλιά, που έτσι αγριωπή η αλογόφουντά της
πας στην κορφή κυμάτιζε, και πήρε διο αντριωμένα
139κοντάρια που του πάγαιναν στη δυνατή του χούφτα.
145

Και ναν του ζέψει τ' άλογο τον Αφτομέδο ορίζει,
που τον αγάπαε πιο πολύ στερνά απ' τον λοχοσπάστη
γιο του Πηλιά, και τα πιστά που τούχε, πως στη μάχη
έφοδο οχτρού δε θα σκιαχτεί. Και πάει ο Αφτομέδος
κι' εφτύς τον Ξάνθο στο ζυγό και τον Ψαρύ του ζέβει,
τα πιλαλά άτια, που μαζί πετούσαν με τ' αγέρια,

150που με το Ζέφυρο άνεμο τάχε μιά λάμια κάνει,
η Λεφκοπόδα, ενώβοσκε μιά μέρα στο λιβάδι
κοντά στο ρέμα τ' Ωκιανού. Και μες στα παραλούρια
το γάβρο δένει Πήδασο—που ο Αχιλιάς τον πήρε
τότες τ' Αητιού σαν πάτησε το στεριωμένο κάστρο—
πούτρεχε μ' άτια αθάνατα, θνητό κιάς είταν θρέμμα.
155

Πάει τότε ο Αχιλιάς παντού από καλύβα σ' άλλη

156 166κι' όλους φωνάζει στ' άρματα. Και πρόθυμοι όξω οι άντρες
πρόστρεξαν όλοι, κι' έστεκε στη μέση ο Αχιλέας
αμαξωτούς θαρρύνοντας κι' ασπιδωμένους άντρες.

Πενήντα θάταν τα γοργά καράβια που στην Τροία

170οδήγαε του Πηλέα ο γιος με λαμνοκόπους μέσα
από πενήντα αντρόκαρδους. Και κάνοντάς τους λόχους
171διόρισε πέντε οπλαρχηγούς που τα πιστά τους είχε.
173

Τον πρώτο λόχο αρχήγεβε ο παρδαλοτσαπράζης
Μενέστης, σπέρμα του Σπερχιού, διόθρεφτου ποτάμου,

175που η Πολύδωρα, του Πηλιά τον έκαμε μιά κόρη
με τον ακούραστο Σπερχιό, γυναίκα με θεόνε·
μά 'λέγαν τάχα με το γιο —το Βώρο του Περγήρη,
που την παντρέφτηκε ανοιχτά βαριά αγοράζοντάς την.
Τον άλλο λόχο ο Έβδωρος οδήγαε, γεννημένος
180δίχως στεφάνι απ' την καλή χορέφτρα Πολυμήλα,
κόρη του Φύλα. Αφτή ο Ερμής την πόθησε μιά μέρα
όταν την είδε μ' άλλες νιες που χόρεβε στη σκόλη
της χρυσοδόξαρης θεάς, της κυνηγήτρας κόρης,
κι' εφτύς ανέβηκε ο καλός θεός κρυφά στον πύργο
185και την αγκάλιασε, και γιο της έσπειρε λεβέντη,
γοργό πολύ στο τρέξιμο, στις κονταριές τεχνίτη·
π' όταν κατόπι η Λεφτερό, των πόνων η χαρίστρα,
έβγαλε το παιδί στο φως και του ήλιου 'δε αχτίδα,
τότες την κόρη ο Εχεκλής, τ' αφέντη ο γιος Αχτόρου,
190την πήρε τέρι σπίτι του βαριά πλερώνοντάς την,
και το παιδί τ' ανάθρεψε με χάδια ο γέρο-Φύλας,
ολόψυχα αγαπώντας το σα νάταν γιος δικός του.
Τον τρίτο λόχο ο Πείσαντρος οδήγαε, ο φημισμένος
γιος του Μαιμάλου, πούτανε το πιο γερό κοντάρι
195των Μυρμιδόνων ύστερα απ' τ' Αχιλιά το βλάμη.
Ο γέρος πάλε Φοίνικας τον τέταρτο οδηγούσε.
Τον πέμτο τού Λαέρτη ο γιος, ο άξιος Αλκιμέδος.

Και πια άμα με τους αρχηγούς ο Αχιλιάς τους λόγους
καλά 'στησε και χώρισε, τότες σφιχτό 'πε λόγο

200 « Παιδιά, κανείς μη μου ξεχνάει τί λόγια για τους Τρώες
» εδώ παχιά μού κόβατε, και τα παράπονά σας
» στιγμή δεν πάβατε όλοι σας σαν είμουν θυμωμένος
» 'Έρμε αρχηγέ, έτσι για θυμούς σ' έκανε εσένα η μάννα,
» που, άκαρδε, τα παιδιά βαστάς με το στανιό απ' τη μάχη.
205» Κάλια στη Φτιά ας γυρίσουμε με τα θαλάσσια πλοία
» ξανά, αφού μπήκε σου κακός έτσι θυμός στα σπλάχνα.'
» Τέτια συχνά όλοι σωρεφτοί μου σκούζατε· νά! τώρα
» σφαγής βαριά άνοιξε δουλιά πούχατε πριν σας πόθο,
» και σύρτε μ' άτρομη όλοι σας καρδιά να πολεμήστε.»
210

Έτσι είπε, και τους έβαλε απόφαση και θάρρος,
και πιο όλοι οι λόφοι πύρωσαν μ' τ' αρχηγού το λόγο.
Πώς αραδιάζει ο μάστορης σε τοίχο ολόρθου πύργου
πυκνές τις πέτρες, που βοριά να μην τις σπάει δρολάπι,
έτσι τα κράνα γράμμιζαν κι' αφαλωμένα ασπίδια.

215Ασπίδα ασπίδα στήριζε, άντρα άντρας, κράνος κράνος,
κι' άγγιζαν τα φουντόκρανα με τους χαλκένιους γρόμπους
σα σκύβανε· έτσι στη σειρά πυκνοί σταθήκανε όλοι.
Κι' ομπρός ομπρός διο στέκουνταν μ' τ' άρματά τους άντρες,
ο δοξασμένος Πάτροκλος με το γερό Αφτομέδο,
220διο μ' έναν πόθο, ολόμπροστα να θανατώνουν Τρώες.

Ωστόσο του Πηλέα ο γιος γυρίζει στην καλύβα
κι' ανοίγει εκεί το σκέπασμα κουτιού πλουμουδισμένου,
που η αργυρόποδη θεά του τόχε βάλει, η Θέτη,
να πάρει μες στο πλοίο του, καλά στοιβάζοντάς το
με φλοκοπέφκια, ρουχικά, κι' ανεμοκόφτρες κάπες.

225Ποτήρι φύλαε μέσα εκεί καλόφτιαστο, π' ούτ' άντρας
μ' αφτά άλλος έπινε κρασί, μήτ' έπιανε να στάξει
αλλού θεού ποτές του εξόν τού Δία τού πατέρα.
Το πήρε τότε απ' το κουτί, το πάστρεψε με θιάφι
πρώτα, και τόπλυνε έπειτα μ' αγνό νερό οχ τη βρύση.
230Κατόπι νίβοντας κι' αφτός τα χέρια, το γιομίζει
μάβρο κρασί, και στέκεται μες στης αβλής τη μέση.
Κι' έσταζε τότε εκεί κρασί θωρώντας τα ουράνια
και δέουνταν, και του Διός δεν ξέφυγε το μάτι
« Ώ Δία Δωδωνάρχοντα, Πελασγικέ, π' ορίζεις
» μακριά τη μυριοχιόνιστη Δωδώνη, και χωριά 'χουν
235» γύρω οι Σελλοί, οι λερόποδοι χαμόστρωτοί σου μάντες,
» κι' άλλοτες πριν μου ξάκουσες τη δέηση μου εμένα,
» και για το δίκιο μου έστρεξες τους Αχαιούς στον κάμπο
» και παίδεψες σπαραχτικά· και τώρα πάλι, ώ Δία,
» περικαλώ σε, ακόμα αφτό τον πόθο ξάκουσέ μου.
» Εγώ θα μείνω τώρα εδώ, μα μ' όλους μου τους λόχους
240» αδέρφι στέλνω αγαπητό να πάει να πολεμήσει,
» και δόξασ' τον, δυνάμωσ' του, ώ βροντολάλε Δία,
» μέσα στα στήθια την καρδιά, που ο Έχτορας να μάθει,
» κι' αν μοναχός του ο βλάβης μου να πολεμάει κατέχει,
» ή τότες μόνο τού λυσσούν τ' αζύγωτά του χέρια
245» όταν μαζί του πάω κι' εγώ στο πανηγύρι τ' Άρη.
» Μα όταν πια διώξει τη σφαγή κι' αντάρα οχ τα καράβια,
» άπαθος κάνε τότε εδώ να μου γυρίσει πίσω
» μ' όλα μου τ' άρματα, μαζί κι' ο άσκιαχτος στρατός μου.»

Έτσι είπε και την άκουσε τη δέηση του ο Δίας.

250Για τόνα τούπε μάλιστα, για τ' άλλο τούπε τ' όχι·
ναν τα γλυτώσει τούστρεξε οχ τα χαμό τα πλοία,
ναν τούρθει πίσω ζωντανός, όχι είπε πως δε θάρθει.

Έτσι λοιπόν σαν έσταξε του Δία, εφτύς γυρίζει
μέσα ξανά, και το καφκί μες στο κουτί απιθώνει.

255Έπειτα βγαίνει εκεί μπροστά και στέκει στην καλύβα,
τι καν τα μάτια του να δουν τον πόλεμο ποθούσε.
268

Τότες γυρνάει ο Πάτροκλος και στους συντρόφους κράζει
« Παιδιά, της Φτιας σταβραετοί, συντρόφοι τ' Αχιλέα,

270» άντρες φανείτε κι' όλοι σας σα σκύλοι πολεμήστε.
» Έτσι, παιδιά, θα δοξαστεί κι' ο αρχηγός, που πρώτος
» είναι, τον ξέρουν, στη φωτιά, και πρώτοι οι παραγιοί του·
» έτσι θα δει το κρίμας του κι' ο γιος τ' Ατρέα ακόμα
» π' αψήφισε το πιο γερό των Αχαιών κοντάρι.»
275

Έτσι είπε, και τους έβαλε απόφαση και θάρρος.

257 259

Κι' ομπρός όλοι ίσια χύθηκαν απ' το καραβοστάσι,

260σα σφήκες πούχουνε φωλιές σε μονοπάτι απάνου,
και τα παιδιά 'χουν σύστημα ναν τις πεισμώνουν πάντα,
262 254έτσι από σκανταλιά, κι' αφτές μ' ατρόμητο όλες θάρρος
265ίσα τους πέφτουν θέλοντας να σώσουν τα μικρά τους·
έτσι όλοι χύθηκαν τυφλά οι Μυρμιδόνες τότες
οχ τα καράβια με φωνή και ξεκουφάστρα αντάρα,
276κι' έπεσαν τους οχτρούς να φαν, κι' ολόγυρα η αρμάδα
τρομαχτικά αντιβούηξε απ' του στρατού τα ζήτω.
284

Και πρώτος τότε ο Πάτροκλος τινάζει το κοντάρι

285ίσα στη μέση, οπούτανε πιο πυκνωμένη η μάχη,
στ' ακροκαράβι εκεί κοντά τ' αρχόντου Πρωτεσίλα,
και τον Πυραίχμη κάρφωσε πούχε απ' τ' Αξιού το ρέμα
αμαξοπλίτες Παίονες της Αμυδός φερμένα.
Στον ώμο βρήκε τον δεξά, κι' εκείνος ξεφωνώντας
290πέφτει στα βούρκα ανάσκελα, και γύρω του οι συντρόφοι
σκορπούν, τι σ' όλους έβαλε μες στην ψυχή τρομάρα
σα σκότωσε τον αρχηγό πούταν στη μάχη ο πρώτος.
Και διώχνοντάς τους έσβυσε τις φλόγες, και το πλοίο
294έμεινε εκεί μισόκαφτο, και πόδισαν οι Τρώες.
297

Κι' όπως απ' αψηλή κορφή βουνού μεγάλου ο Δίας
πυκνό αλαργέβει σύγνεφο, και γύρω τ' ακροτήρια
προβάλνουν και τα ξέφαντα και τροφαντά λιβάδια,

300τι κάτου πλημμυράει το φως οχ τ' ουρανού το θόλο·
301 302έτσι είδαν φως οι Δαναοί σα γλύτωσε η αρμάδα
303 305απ' τη φωτιά και κώλωσαν θένε δε θέν οι Τρώες.
656Και πρώτος χάνει ο Έχτορας το θάρρος, και πηδώντας
στ' αμάξι φέβγει ακράτητος, και πρόσταζε όλοι πίσω
658να φύγουν, τι είδε του Διός πως είχε αλλάξει η γνώμη.
352

Τότες πώς κλέφτες λύκοι παν οχ το βυζί της μάννας
αρνιά ν' αρπάξουν και τραγιά, κι' οι μάννες μες στο λόγγο
σκορπούν απ' του βοσκού ατζαμιά, και σαν το δουν οι λύκοι

355γλήγορα γύρω αρπούν κι' αφτές παράλυτες του φόβου·
έτσι όρμησαν οι Δαναοί να φαν οχτρούς, κι' οι Τρώες
φύγει όπου φύγει, κι' άτιμος τους συνεπήρε τρόμος.
372Τι πίσω πλάκωνε στοιχιό ο Πάτροκλος, και πάντα
ομπρός ! στους άντρες φώναζε, που οι Τρώες σαστισμένοι
374 375και σκούζοντας κάθε στρατί πλημμύρησαν, και τ' άτια
375 376άναβλα πήραν του καστριού στα τέσσερα το δρόμο.
399

Τον Πρόνο τότες σούγλισε με το λαμπρό όπλο πρώτα—

400στα στήθια εκεί σαν τάδειξε ασπιδογυμνωμένα—
πούπεσε αχώντας και νεκρός απόμεινε στον τόπο.
Δέφτερο εκεί το Θέστορα, με το βαρύ κοντάρι
ορμώντας —κάθουνταν αφτός στ' αμάξι ζαρωμένος,
τι τάχασε και τούπεσαν τα γκέμια του απ' τα χέρια—
405αφτόν δεξά στα μάγουλο ζυγώνει και του μπήγει
μιά κονταριά και του τρυπάει το δοντοφράχτη ως πέρα.
Έτσι όξω από την άμαξα πιασμένο στο κοντάρι
τόνε τραβούσε, σαν ψαράς που στέκει σ' ακροβράχι
και ψάρι βγάζει οχ το γιαλό μ' αρμίδι και μ' αγκύστρι·
έτσι έσερνε ανοιχτόστομο το Θέστορα με τ' όπλο
410οχ το κουτί, και πίστομα τον πέταξ' άψυχο όξω.
Έπειτα τρέχει και χτυπάει με πέτρα τον Ερύλα
κατάμεσα της κεφαλής, που μες στο στέριο κράνος
άνοιξε σε κομάτια διό· κι' έπεσε εκείνος μπρούμπα,
κι' ανήλιος γύρω θάνατος του χύθηκε στα μάτια.
415Κατόπι τον Τληπόλεμο κι' Αφοτερό κι' Επάλτη,
τον Έχιο και τον Έβιππο και το Βιφιά και Πύρη
και τον Ερύμα και το γιο του πρωταρχόντου Αργέα,
τους έστρωσε όλους σωρεφτούς στη γης την πλουτοδότρα.

Μα άμα τότ' είδε ο Σαρπηδός τους άφασκιους συντρόφους

420π' απ' τ' αντριωμένου σφάχτηκαν Πατρόκλου το κοντάρι,
γυρνάει με λόγια αγγιχτικά και σκούζει στους Λυκιώτες
« Παιδιά, πού φέβγετε ; Ντροπής! Σταθείτε, ορέ, με θάρρος,
» τι εγώ σ' αφτόν θα βγω μπροστά τον άντρα, για να μάθω
» πιός είναι αφτός που μας νικάει κι' έκανε τόσο θρήνος,
425» γιατί πολλών παλικαριών έφαγε εδώ το μάτι. »

Είπε, και χάμου πήδηξε με τ' άρματα απ' τ' αμάξι,
πήδηξε κι' όξω ο Πάτροκλος άμα αντικρύ τον είδε.
Κι' οι διο, όπως διο γαντζόμυτοι αητοί καρφονυχάτοι
μ' άγριες στριγγιές ξεσκίζουνται σε σύραχο βουνήσο,

430έτσι κι' αφτοί στριγγίζοντας να φαγωθούν χοιμούνε.

Και σαν τους είδε, πόνεσε μέσα η καρδιά του Δία,
κι' εφτύς της Ήρας λάλησε διο φτερωμένα λόγια
«Ώχου, γραφτό 'ναι ο Σαρπηδός —θνητός που κάλια απ' όλους
» λατρέβω εγώ—να μου σφαχτεί με του Πατρόκλου χέρι.

435» Και συλλογιέμαι, κι' η καρδιά διπλόγνωμα με σέρνει·
» πότες μου λέει πως άρπαξ' τον απ' τη σφαγή και σύρ' τον,
» έστι όσο ζει, ως μες στης Λυκιάς την πλούσια του πατρίδα,
» και πότες, τώρα πια ας σφαχτεί με του Πατρόκλου τ' όπλο. »

Τότες του λέει η δέσποινα, η μαρμαρόλαιμη Ήρα

440 « μα αλήθια τώρα αφτό το λες, γιε σεβαστέ του Κρόνου;
» Άντρα θνητόνε, από καιρούς σημαδεφτό της μοίρας,
» θες πάλι απ' τον κακόκραχτο να λεφτερώσεις χάρο;
» Κάν' το· όμως μερικοί θεοί, σ' το λέω, θα πικραθούμε.
» Τώρα ένα λόγο θα σου πω και πρόσεξε ν' ακούσεις.
445» Αν πας κι' αφτόν στον τόπο του τον στείλεις ζωντανόνε,
» τότ' ίσως κι' άλλος μας θεός γυρέψει, συλλογίσου,
» να βγάλει οχ τη σκληρή σφαγή παιδί του αγαπημένο,
» τί γύρω του τρανού καστριού της Τροίας πολεμούνε
449» κι' άλλων πολλά παιδιά θεών που θα σκυλιάσουν όλοι.
» Μα αν σούναι ακριβαγάπητος κι' αν σ' τον θρηνούν τα σπλάχνα,
» τώρα άφισ' τον κι' ας σκοτωθεί με του Πατρόκλου χέρι,
» μα όταν ανάσα και ζωή τον παραιτήσουν, στείλε
» το θάνατο και το βαθύ τον Ύπνο ναν τον πάρουν,
455» ως ναν τον πάνε στης πλατιάς μες στα χωριά Λυκίας,
» όπου ξαδέρφοι κι' αδερφοί με μνήμα και με στήλη
» θάν τον στολίσουν· τι πρεσβιό αφτό 'ναι των νέκρωνε.»

Είπε, και των θεών κι' αντρών την άκουσε ο πατέρας.
Και ματωμένες έβρεχε κατά τη γης ψιχάλες

460τιμώντας τον καλό του γιο, πούταν στης Τριάς τους κάμπους
ναν του σφαχτεί τότε άδικα αλάργα απ' την πατρίδα.

Κι' οι διο αρχηγοί σα ζύγωσαν με τ' άρματα στα χέρια,
τότε ο αφέντης Πάτροκλος τον κοσμοξακουσμένο
Θρασύδημο, που παραγιός του Σαρπηδού 'ταν άξιος,

465τρυπάει στη ρίζα της κοιλιάς και τη ζωή τού κόφτει.
Κι' ο Σαρπηδός με το λαμπρό κοντάρι δεν τον ήβρε
κατόπι ορμώντας, μα βαράει δεξά στον ώμο τ' άτι
τ' αποξινό, τον Πήδασο, που μούγκριζε φυσούσε,
κι' απέ έπεσε μ' αχό βαρύ και πέταξε η ψυχή του.
470Χώρισαν τ' άλλα διο... ο ζυγός τους έτριζε... τα γκέμια
μπερδέφτηκαν σα στρώθηκε τ' αποξινό στις σκόνες.
Σ' αφτό όμως βρήκε εφτύς γιατριά ο άξιος Αφτομέδος·
δεν τάχασε, μόν σέρνοντας οχ το παχύ μερί του
την κάμα, τρέχει τα λουριά και κόβει του Πηδάσου,
475κι' έτσι τ' αλόγατα έσιαξαν και μπήκαν στα λουριά τους.

Ξανά τότε όρμησαν οι διο μ' αμάχη ψυχοφάγα.
Κι' ο Σαρπηδός αστόχησε με το κοντάρι πάλι,
τι η μύτη απάνου πέρασε απ' τα ζερβύ τον ώμο
δίχως να βρει. Κατόπι ορμά με το χαλκό ο Πατρόκλης,

480που έτσι του κάκου τ' όπλο του δεν πήδησε απ' το χέρι,
μόν μπήκε εκεί που την καρδιά την κλιούν τα σπλάχνα γύρω.
Σαν έλατο ή βελανιδιά σωριάστηκε ή σα λέφκα
χοντρή, που κόβει ο μάστορης στα όρη με τσεκούρι
νιοτρόχιστο, όταν ξυλική τρεχαντηριού συνάζει·
485έτσι στρωμένος κατά γης σ' άτια μπροστά κι' αμάξι
μούγκριζε νυχοσφίγγοντας το ματωμένο χώμα.
503Τότε ο λεβέντης Πάτροκλος του βάζει το ποδάρι
στα στήθια απάνου, κι' έσυρε το χαλκωμένο φράξο
οχ το κορμί, και βγήκε εφτύς στόκος μαζί και σπλάχνα.
659Δε στέκουν τότες, μόν σκορπούν κι' οι δυνατοί Λυκιώτες
όλοι, σαν είδαν κι' έπεσε στη μάχη ο βασιλιάς τους·
663κι' αρπούν τα όπλα οι Δαναοί απ' του νεκρού τους ώμους,
αχτιδοβόλα χάλκινα, που σ' ένα διο συντρόφους
665τάδωκε του Μενοίτη ο γιος ναν του τα παν στα πλοία.

Τότες στο Φοίβο γύρισε κι' είπε ο μεγάλος Δίας
« Φοίβε μου γιε μου, πήγαινε το Σαρπηδό να βγάλεις
» αλάργα τώρα απ' τις ρηξές, και πάρε οχ το ποτάμι
» αγνό νερό και πλύνε του τις ματωμένες σάρκες,

670» άλειψ' τον λάδι αθάνατο κι' άλιωτα βάλ' του ρούχα.
» Και στείλε διο οδηγούς γοργούς μαζί να τον σηκώσουν,
» το Χάρο κι' Ύπνο, δίδυμα διο αδέρφια, που σε λίγο
» θάν τόνε παν ως στης Λυκιάς μες στα χωριά τα πλούσια,
» κι' εκεί ξαδέρφοι κι' αδερφοί με μνήμα και με στήλη
675» θάν τον στολίσουν· τι πρεσβιό αφτό 'ναι των νεκρώνε. »

Είπε και του πατέρα εφτύς το λόγο ακούει ο Φοίβος,
και κάτου τρέχει οχ τα βουνά της Ίδας ως στον κάμπο,
κι' όξω μακριά το Σαρπηδό απ' τις ρηξές σηκώνει,
πολύ μακριά, μ' αγνό νερό τον πλαίνει ποταμήσο,

680του αλείφει λάδι αθάνατο, του βάζει αιώνια ρούχα,
και στέλνει διό οδηγούς γοργούς μαζί να τον σηκώσουν,
το Χάρο κι' Ύπνο, δίδυμα διο αδέρφια, που σε λίγο
ως στης Λυκιάς τον πήγανε μες στα χωριά τα πλούσια.

Κι' ο Πάτροκλος φωνάζει ομπρός ! στον αμαξά στα ζώα,

685και τρέχει πίσω απ' τους οχτρούς ... ώ τί βαρύ το λάθος,
γιατί αν ο έρμος τ' αρχηγού τα λόγια δεν ξεχνούσε,
θάχε σωθεί απ' το θάνατο κι' απ' τα σκοτάδια τ' Άδη.
688Μα πάντα νά ! νικάει ο νους του Δία, κι' όχι αθρώπων,
691που έτσι και τότες την καρδιά τού φτέρωσε στα στήθια.

Τότε πιούς πρώτους, Πάτροκλε, πιούς ρήμαξες κατόπι,
όταν τα βρόχια πια οι θεοί σού στήσανε του χάρου;
Τον Άδραστο θανάτωσες και το Μεγάδη πρώτους,

695το Έλασο το Βίστορα τον Έχεκλο τον Πέρμο,
κατόπι το Μελάνιππο το Μόλη τον Πυλάρτη·
όλους αφτούς, ενώφεβγαν αλαφιασμένοι οι άλλοι.
712

Ωστόσο ο Έχτορας βαστάει στο Ζερβοπόρτι τ' άτια
κι' εκεί λογάριαζε αν ξανά θα τρέξει στην αντάρα.
να πολεμήσει, ή το στρατό θα κλείσει μες στο κάστρο.

715Κι' ενώ τ' ανάδεβε, νά! εκεί προβάλλει ομπρός του ο Φοίβος,
μιασμένος μ' άντρα δυνατό, τον Άση τον ξεστήθια,
πούτανε θιός του, αφτάδερφος της σεβαστής Εκάβης,
και τ' αρχηγού τού Δύμα γιος που στης Φρυγιάς τα μέρη
βασίλεβε, τριγύρω εκεί στου Σαγγαριού το ρέμα·
720έτσι μιασμένος τότε ο γιος τούπε του Δία, ο Φοίβος
« Κρίμας τη φήμη σου, Έχτορα ! Τί παραιτάς τη μάχη ;
» Τί να σου κάνω πούσαι εσύ πιο δυνατό κοντάρι !
» αλλιώς, εφτύς θα σούδειχνα πώς παραιτούν πολέμους.
» Μόν έλα λάλα τ' άλογα κατά τον Πάτροκλο ίσια,
725» μήπως τον σφάξεις αν τυχόν σου δώκει νίκη ο Φοίβος. »

Έτσι είπε κι' έφυγε ο Θεός. Και τότε εκεί προστάζει
ο ξακουσμένος Έχτορας τον άφοβο Κεβριόνη
ξανά με τα γοργά άλογα στον κάμπο να γυρίσει.

Κι' ο Φοίβος πάει ως στων στρατών και χώνεται την πύκνα,
κι' άσκημη ρήχνει ταραχή στων Αχαιών τους λόχους,

730μα δόξα δίνει κι' αφοβιά στον Έχτορα στους Τρώες,
552κι' άξαφνα γύρισαν γραμμή τους Αχαιούς να φάνε,
μ' ομπρός ομπρός τον Έχτορα, το φοβερό λιοντάρι.
731Αφτός καθ' άλλον άφινε οχτρό και δε βαρούσε,
κι' ίσια στον Πάτροκλο όρμησε. Κι' ο Πάτροκλος αντίκρυ
πήδηξε χάμου οχ τ' άλογα, και κράταε το κοντάρι
με το ζερβύ, κι' αδράζοντας με το δεξύ μιά πέτρα,
735χοντρή κοτρώνα που όλη του του γιόμισε τη χούφτα,
ρήχνει μ' ορμή, τι δα καιρό δεν άφισε ν' αγιάσουν·
μήδ' είταν άστοχη η ρηξά, τι τον Κεβριόνη, νόθο
γιο του Πριάμου, κι' αμαξά του φημισμένου Εχτόρου,
τον ήβρε εκεί στα κούτελο ενώ τα γκέμια βάσταε.
740Κι' έσπασε η πέτρα και τα διο τα φρύδια, μηδ' αμπόδιο
στάθη το κόκκαλο, κι' αφτού τα μάτια ομπρός στα πόδια
τούπεσαν χάμου στα πηλά, κι' αφτός βουτά απ' τ' αμάξι
σα σφουγγαράς, κι οχ το σκαρί τού μίσεψε η ψυχή του.

Και τούπες τότες, Πάτροκλε λεβέντη, περγελώντας

745 « Ωχ ωχ, ο σκύλος τί αλαφρύς ! βουτιές που σου τις παίρνει.
» Μα αν γίνει αφτός θαλασσινός, τί λόγος, ένα πλήθος
» θα θρέψει, απ' τα καΐκι του πηδώντας και στον πάτο
» σφουγγάρια ψάχνοντας να βρει, κιάς είναι οργιές το βάθος,
» σαν που στον κάμπο νά ! άφοβα πηδά απ' τ' αμάξι τώρα.
750» Έχουν λοιπόν στο κάστρο τους κι' οι Τρώες μπεχλιβάνια. »

Έτσι σαν είπε, χύθηκε να γδύσει τον Κεβριόνη·
θεριό 'ταν λες που χύνεται βουστάσι να ρημάξει,
μα απ' αφοβιά του χάνεται τι το βαρούν στα στήθια·
σαν έτσι, Πάτροκλε, όρμησες με λύσσα στον Κεβριόνη.

755Μα κι' απ' αντίκρυ ο Έχτορρς πηδά οχ τ' αμάξι χάμου,
και τότε αρχίζουν πόλεμο για τον Κεβριόνη οι διο τους,
σα λέοντες που έτσι κι' οι διο λεβέντες, πεινασμένοι,
σκίζουνται σε βουνού κορφή για σκοτωμένο αλάφι·
έτσι για τον Κεβριόνη οι διο της μάχης κατεχάροι,
760ο Πάτροκλος κι' ο Έχτορας, τ' ατρόμητα λιοντάρια,
διψούσαν μ' άσπλαχνο χαλκό να πετσοκοπηθούνε.

Κι' ο Έχτορας μιάς κι' έπιασε τ' αδερφικό κεφάλι,
δεν τ' άφινε· κι' ο Πάτροκλος αντίκρυ απ' το ποδάρι
τραβούσε, κι' έστησαν σφαγή μιά πεισματάρα οι άλλοι.

765Πώς σ' όρους διάσκελο ο βοριάς κι' ο νότος πολεμούνε
πιός πιο πολύ τα σύμπυκνα να σείσει δεντροκόρμια,
οξές και φράξα κι' ακρανιές με σύμπυκνα τα φύλλα,
που δυνατόλαλα χτυπούν τ' απλόβεργα κλαριά τους
τόνα με τ' άλλο, κι' η λογγιά σα σπάζουν σαλαγίζει·
770έτσι όρμησαν κι' οι διο στρατοί να χτυπηθούν με λύσσα
και σφάζουνταν, μηδ' είχε πια φεβγιό κανείς στο νου του.
Κι' είχαν τριγύρω στο νεκρό πολλά μπηχτεί κοντάρια,
πολλές σαΐτες φτερωτές δοξαροτιναγμένες,
και τις ασπίδες έκροσγαν πολλά χοντρά κοτρώνια,
775σαν πολεμούσαν κύκλω του. Κι' ο ξακουστός Κεβριόνης
κοίτουνταν μες στον κουρνιαχνό μακρύς εδώ κι' ως πέρα
με δίχως πια μιαλό και νου για αμαξοσύνες κι' άτια.

Κι' ως τότε ο Ήλιος π' άγγιζε τα μεσουράνια απάνου,
έβρισκαν κι' απ' τους διο οι ρηξές κι' ισόπεφτε το πλήθος·
μα όταν το πίσω πήρε πια στρατί για να ξεζέψει,

780τότες πια τέλος άγραφα νικήσανε οι Αργίτες
κι' έσυραν όξω το νεκρό απ' τις ρηξές, και πήγαν
πέρα μακριά και τ' άρματα του βγάλανε οχ τους ώμους.

Όρμησε πάλι ο Πάτροκλος να πετσοκόψει Τρώες.
Τρεις τότε χύθηκε φορές σα θνητοφάγος Άρης

785φριχτά αλυχτώντας, και τις τρεις εννιά 'σφαξε ανομάτους·
μα κι' όταν τέταρτη όρμησε σαν το στοιχιό με τ' όπλο,
τότε άχ! η ώρα, Πάτροκλε, σου σήμανε η στερνή σου !
Τι ομπρός τού βγήκε σκιαχτερός ο Φοίβος μες στη μάχη
δίχως στον τόσο αναβρασμό πως πλάκωνε να νιώσει.
790Τι σκεπασμένος με πηχτή θολούρα τον ζυγώνει...
και στέκει πίσω... του χτυπάει ώμους πλατιούς και ράχη
792μ' έτσι τη χούφτα ορθάνοιχτη που τούστριψαν τα μάτια.
806Στάθηκε τότε ολόξαφνος, κι' εφτύς καθώς τον είδε
τρέχει ένας Δάρδανος κι' εκεί του στέλνει το κοντάρι
από κοντά στη ράχη του, κατάμεσα των ώμων,
του Πάνθου ο νιός ο Έφορβος που κάθε νιο νικούσε
με το κοντάρι τ' άλογα τα φτερωτά του πόδια
810που κι' άντρες τότε ως είκοσι είχε απ' τ' αμάξια ρήξει
κιάς πρωτοβγήκε μ' αμαξά πώς πολεμούν να μάθει.
Μα πιός, λεβέντη Πάτροκλε, σούμπηξε τ' όπλο πρώτος·
δε σ' έσφαξε όμως, μόν ξανά τ' άρπαξε εφτύς τρεχάτος
814κι' έφυγε πίσω ως στο σωρό χωρίς να σε προσμείνει.
816

Βλαμένος τότε ο Πάτροκλος απ' του θεού το χτύπο
κι' απ' την πληγή του, γύριζε —για να σωθεί οχ το χάρο—
κατά των φίλων τους σωρούς· μα ο Έχτορας τον είδε
πως κώλωνε, από κοφτερό κοντάρι τρυπημένος,

820κι' όξω πετιέται απ' τις σειρές των Τρώων, και κοντά του
χοιμάει και χώνει χαλκό στου ψυχικού τη ρίζα
και πέρα ως πέρα τον τρυπάει. Έπεσε τότε αχώντας,
και πλήγωσε βαθιά βαθιά κάθε Αχαιού τα σπλάχνα.
Πώς λέοντας μαχονικάει κάπρι στεριοδοντάτο—
σαν πολεμούν περήφανα σ' ολόρθο κορφοβούνι
825για μιά πηγούλα, τι διψούν και θέν κι' οι διο να πιούνε —
και το σπαράζει, ενώ φυσάει και μάχεται ως στο τέλος·
έτσι με τ' όπλο από κοντά και το Δαρδανοφάγο
γιο του Μενοίτη ο Έχτορας έστρωσε εκεί στο χώμα.

Έσκουξε τότε ο Έχτορας περήφανα και τούπε

830 « Δεν είσαι εσύ που μ' όλπιζες πως τάχα θα ρημάξεις
» την ξακουστή πατρίδα μου και πως στης Φτιας τα μέρη
» σκλάβες θα πας τα τέρια μας με τα γοργά σου πλοία;
» Μουρλέ, μα ομπρός τους τ' άφταστο του Έχτορα ζεβγάρι
» στη μάχη πάει με δρασκελιές, κ' είμαι κι' εγώ το πρώτο
835» κοντάρι αδείλιαστου στρατού που θαν τις σώσω θέλω
» απ' τη σκλαβιά. Μα εσένα εδώ αγιούπες θα σε φάνε.
» Ά δόλιε, πούταν και βοηθός δε σούρθε ο Αχιλέας ;
» Το παλικάρι! πούμεινε στο πλοίο, μα να στείλει
» ήξερε εσένα μιά χαρά, παχιά μιλώντας λόγια
» 'Λεβέντη... Πάτροκλε... αλογά... πριν μη γυρίσεις πόδα
840» κατά τα πλοία οχ τη σφαγή πριν σκίσεις τα τσαπράζα
» στου Έχτορα τ' αντροφονιά τα ματωμένα στήθια.'
» Έτσι θα σούπε, κι' άμιαλε, τον άκουσε ο μιαλός σου. »

Τότ' είπες, Πάτροκλε αλογά, με την ψυχή στο στόμα
« Τώρα καμάρωνε, Έχτορα, όσο μπορείς, τι ο Δίας

845» νίκη κι' ο Φοίβος σούδωκαν που μ' έσφαξαν εμένα·
847» τι σαν κι' εσένα κι' είκοσι να θε μου βγουν, εδώ όλοι
» θάτρωγαν χώμα, απ' το γερό χαλκό μου καρφωμένοι.
» Ναί, εμένα η έρμα η Μοίρα μου με σκότωσε κι' ο Φοίβος
850» κι' από θνητούς ο Έφορβος· ύστερα εσύ ήρθες, τρίτος.
» Μα άκου, ένα λόγο θα σου πω και να μου τον θυμάσαι.
» Καιρό κι' εσύ δε θα χαρείς — και ξέρε το — τι σ' έχει
» από κοντά πια η Μοίρα σου κι' ο θνητοφάγος Χάρος,
» π' από το χέρι είναι να πας του ξακουστού Αχιλέα.»
855

Είπε, και μάβρο σύγνεφο τον σκέπασε θανάτου,
και πέταξε οχ τα στήθια του να πάει η ψυχή στον Άδη,
κι' έκλαιε το μάβρο της γραφτό π' άφηκε αντριά και νιότη.

Μα και νεκρό έτσι ο Έχτορας του φώναξε και τούπε
« Πάτροκλε, τί μαντολογάς και τί μου ψέλνεις χάρους;

860» Πιός σ' τόπε αν δε θα πάει κι' ο γιος της Χρυσομάλλως Θέτης
» στον τάφο πριν, από σκληρό χαλκό μου τρυπημένος;»

Έτσι είπε, και πατώντας τον τραβάει το χάλκινο όπλο
οχ την πληγή, κι' ανάσκελα τον σπρώχνει απ' το κοντάρι.
Κι' εφτύς το πήρε κι' έτρεξε κατά τον Αφτομέδο,

865αμαξολάτη ισόθεο του φτερωτού Αχιλέα,
τι τού διψούσε τη ζωή. Μα αφτόν μακριά απ' τη μάχη
τον έβγαζαν τ' αθάνατα γοργόποδα άλογά του,
δώρα λαμπρά πούχαν θεοί δοσμένα στον Πηλέα.

 


Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Ιούνιος 2004