Κι' ένιωσε εφτύς τ' Ατρέα ο γιος, ο μαχητής Μενέλας, | |
5 | χαϊδέφτρα πρωτοβύζαχτη, πριν άγνωρη από γέννα· έτσι σιμά του στάθηκε ο καστανός Μενέλας κρατώντας στο νεκρό μπροστά ασπίδα και κοντάρι, μ' απόφαση όπιος αντικρύ του βγει ναν τον σπαράξει. |
Όμως αδιάφορος κι' ο γιος δεν έμεινε του Πάνθου | |
10 | άμα ο λεβέντης Πάτροκλος σκοτώθηκε, μόν πήγε κοντά του εκεί και στάθηκε και του Μενέλα τούπε « Θεόσπαρτε τ' Ατρέα γιε, Μενέλα πολεμάρχη, » πίσω! Τα λάφυρα άσ' τα αφτού και το νεκρό παραίτα, » γιατί απ' τους ξακουστούς βοηθούς ή Τρώες πριν κανείς μου |
15 | » με τ' όπλο δεν τον κάρφωσε μες στης σφαγής τ' ανάστα. » Έτσι άφισε να δοξαστώ μες στο στρατό των Τρώων, » μη σε βαρέσω και ξινή σου βγει η παλικαριά σου.» |
Τότες βαριά αγανάχτησε κι' απάντησε ο Μενέλας | |
20 | » Του λιονταριού, της πάρδαλης δεν είναι τόση η τόλμη, » δεν έχει τόση ο ξεσκιστής αγριόχοιρος που μέσα » στα στήθια η γίγισσα καρδιά τού βράζει απ' αντριοσύνη, » όση έχουνε περφάνια οι γιοι του Πάνθου οι φαντασμένοι. » Μα λέω, κι' ο Απερήνορας δε χάρηκε ο λεβέντης |
25 | » τη νιότη, όταν μ' αψήφισε και πρόβαλε αντικρύ μου, » κι' είπε πως είμαι τάχα εγώ το πιο αχαμνό κοντάρι » των Αχαιών· όμως θαρρώ δε θα καλοκαρδίσει » γυναίκα, και γονιούς ξανά γυρνώντας στο χωριό του. » Όπως θα ξεκοιλιάσω εδώ κι' εσένα, ορέ, σ' το τάζω, |
30 | » αν μου φορτώνεσαι. Μα εγώ στο λέω για το καλό σου. » χάϊντε πια τώρα μη ζητάς μαζί μου εδώ πολέμους, » μην πάθεις... πάντα ο φρόνιμος πριν πάθει λογαριάζει.» |
Είπε, μα δεν τον έπεισε, παρά τ' αντείπε πάλι | |
35 | » τον αδερφό που μούσφαξες —και καμαρώνεις κιόλας— » και μες στο νιο νοικοκυριό τού χήρεψες το τέρι, » κι' έκανες πίκρες να ποθούν και κλάματα οι γονιοί του. » Ίσως των έρμων μιά σταλιά το δάκρυ τους στεγνώσει, » αν την αρματωσά σου εγώ και το κεφάλι πάρω |
40 | » και τ' απιθώσω σπίτι μας στα χέρια των γονιών του. » Μα αφτή η δουλιά αδοκίμαστη καιρό δε θα τραβήξει » είτε απολέμιστη... ότι βγει, καν θάνατος καν νίκη.» |
Έτσι είπε, και μιά κονταριά τού σφίγγει στην ασπίδα, | |
45 | στράβωσε η μύτη. Χοίμηξε κατόπι ο γιος τ' Ατρέα με το κοντάρι, κάνοντας παράκληση του Δία, κι' εκεί που πίσω κώλωνε να φύγει τού το μπήγει στου λαρυγγιού τα θέμελα, και σπρώχνει όσο μπορούσε με τη βαριά χερούκλα του, τόσο π' αντίκρυ βγήκε τ' όπλου ο χαλκός διαβαίνοντας τον τροφαντό λαιμό του· |
50 | κι' έπεσε αχώντας, βούηξαν και τ' άρματα από πάνου. |
53 | Πώς νιο φυντάνι θρέφει ελιάς ο χωριανός σε θέση ακρότοπη —όπου γάργαρα νερά απ' τη γη αναβρύζουν— |
55 | πανώριο δροσοστόλιστο, κι' αγέρια το χαϊδέβουν κάθε λογής, και με πυκνά λουλούδια χρυσανθίζει, μα άξαφνα σφίγγει ο άνεμος, κι' ορμώντας τ' αγριοκαίρι όξω απ' τη γούβα το πετάει και χάμου το πλαγιάζει· παρόμια το λεβέντη γιο του Πάνθου κι' ο Μενέλας |
60 | ξάπλωσε χάμου κι' έπειτα ζητούσε ναν τον γδύσει. Πώς με το θάρρος των νυχιών βουνόθρεφτο λιοντάρι γελάδα αρπάει την πιο όμορφη από σωρό που βόσκει, και με τα δόντια τα σκληρά κρατώντας την της σπάζει το σβέρκο πρώτα, κι' έπειτα τη σκίζει και της χάφτει |
65 | αίμας και σπλάχνα, κι' όλοι τους —και σκύλοι και τσοπάνοι— γύρω απ' αλάργα σκούζουνε φωνάζουν, μα δε θέλουν ναν του ρηχτούνε, τι χλωμός όλους τους κόβει φόβος· έτσι απ' τους Τρώες κανενός μέσα η καρδιά στα στήθια δεν τόλμαε να προβάλει ομπρός στο μαχητή Μενέλα. |
70 | Τότε ήθε πάρει μιά χαρά απ' το νεκρό τα πλούσια |
75 | « Έχτορα, τρέχεις τώρα εσύ και κυνηγάς του κάκου » τ' άλογα τ' Αχιλέα εδώ· μα αφτά ναν τα δαμάσει » θνητός και ζέψει σα βαρύ, αίμα αν δε φτύσει πρώτα, » άλλος παρά τον Αχιλιά π' αθάνατη έχει μάννα· » μα σύγκαιρα τ' Ατρέα ο γιος, ο μαχητής Μενέλας, |
80 | » στητός μπροστά στον Πάτροκλο μάς κάρφωσε έναν πρώτο » παλικαρά, τον Έφορβο, και τη ζωή τού πήρε.» |
Είπε ο θεός, και γύρισε ξανά στ' αντροπελέκι. | |
Μάτωσε τότες η καρδιά του Έχτορα απ' τη λύπη, | |
85 | τον έναν π' άρπαε τ' άρματα, τον άλλον πούταν χάμου στρωμένος κι' αίμας έτρεχε οχ τη βαθιά πληγή του· τότες περνάει χαλκόπλιστος των μπροστινών τούς λόχους φριχτά αλυχτώντα, ανέμποδος φωτιά σα φουντωμένη. |
Μά 'χε το νου του κι' άκουσε τ' αλύχτημα ο Μενέλας, | |
90 | κι' έτσι είπε αναστενάζοντας μες στη γερή καρδιά του « Ώχου, αν την πλούσια αρματωσά αφίσω, κι' αν το βλάμη » πούχασε εδώ τη νιότη του για να τιμήσει εμένα, » μήπως ρεζιλεφτώ αν κανείς με δει τυχόν δικός μας· » μα αν πάλε Τρώες κι' Έχτορα σταθώ και πολεμήσω |
95 | » μονάχος, μήπως όλοι τους με ζώσουν πούναι τόσοι, » γιατί όλο δες! ο Έχτορας μου φέρνει το κοπάδι. » Μα τί τα θέλει κι' όλα αφτά μού τ' αναδέβει ο νους μου ; » Με δίχως τύχη αν πολεμάς θεοπροστάτεφτο άντρα, » μεγάλο δεν αργεί κακό να βγει σου στο κεφάλι. |
100 | » Έτσι πιός θάβρει φταίξιμο αν δει πως τάχα ομπρός του » τραβιούμαι, αφού στον πόλεμο θεός τον παραστέκει. » Μα ας είταν κάπου νάβρισκα τον αντριωμένο μου Αία ! » Τότες γυρνώντας πάλε οι διο ξαναρχινούμε μάχη » κιάς έχουμε καταδρομή, κι' έτσι ίσως ενωμένοι » σώσουμε καν το λείψανο για το γοργό Αχιλέα |
105 | » απ' τους οχτρούς· τώρα άλλη πια παρηγοριά δεν έχει. » |
Μα εκεί π' αφτά τ' ανάδεβε μες στης καρδιάς τα βαθιά, | |
110 | π' από βουστάσι με φωνές το διώχνουν και με φράξα χωριάτες και μαντρόσκυλα, και του θεριού στα στήθια βράζει η καρδιά του κι' άθελα οχ το μαντρί αλαργέβει· έτσι οχ τον Πάτροκλο έφεβγε κι' ο καστανός Μενέλας. Και στο στρατό σαν έφτασε, γυρίζει ομπρός και στέκει, |
115 | κι' ολούθες τήραζε να δει το γίγα αν θάβρισκε Αία. |
Και νά σε λίγο τον θωράει ζερβά ζερβά της μάχης | |
119 | και πάει κοντά του στέκεται και του μιλάει διο λόγια |
120 | « Αία μου, ομπρός! Τον Πάτροκλο μάς σκότωσαν! Ω αδρέφι, » μη στέκεις παρά ας τρέξουμε, κι' έτσι ίσως ενωμένοι |
* | » σώσουμε καν το λείψανο για το γοργό Αχιλέα » απ' τους οχτρούς· τώρα άλλη πια παρηγοριά δεν έχει. » * |
123 | Είπε, κι' ανάβει την καρδιά του πολεμόχαρου Αία, |
125 | Και τότε εκεί τον Πάτροκλο ο Έχτορας στον κάμπο |
129 | κι' ο Έχτορας ως στο σωρό κωλώνει του στρατού του. |
132 | Τότες σκεπάζει το νεκρό με την πλατιά του ασπίδα και στέκει ο Αίας μ' ανοιχτά τα γιγαντένια σκέλια, σα λιονταρού που, ενώ περνά το δάσος με μικρά της, |
135 | άξαφνα βρίσκει παγανιά στο δρόμο της, και στέκει στα κουταβάκια ομπρός αντριά γιομάτη, κι' όλο κάτου τραβάει το φρυδοτόμαρο σκεπάζοντας τα μάτια· |
137 | έτσι κι' ο Αίας στάθηκε μπροστά στο σκοτωμένο. |
192 | Και τότε απ' την πολύδακρη ο Έχτορας τη μάχη |
195 | κι' έβαζε αφτός τ' αθάνατα τα όπλα τ' Αχιλέα που ουράνιοι στον Πηλιά θεοί τα χάρισαν, κι' εκείνος |
196 | τάδωκε πάλι γέρος πια του λατρεμένου γιου του. |
198 | Και σαν τον είδε από ψηλά ο συγνεφιάστης Δίας |
200 | μες στην καρδιά του λάλησε κουνώντας το κεφάλι « Α δόλιε, μηδέ καν σου πάει στο χάρο ο νους, που σ' έχει » από κοντά, παρά άλιωτη αρματωσά μού βάζεις » παλικαριού κοσμάκουστου που τόνε τρέμουν κι' άλλοι· » που βλάμη τού θανάτωσες λεβέντη κι' αντριωμένο |
205 | » και την αρματωσά άπρεπα από κεφάλι κι' ώμους » του πήρες. Νίκη όμως τρανή θα σου χαρίσω τώρα, » αφού δεν έχει οχ τη σφαγή πίσω να πας, και μέσα » να πάρει και να σου νιαστεί τα όπλα η Αντρομάχη. » |
Είπε, και το μαβρόσγουρο κουνάει κεφάλι ο Δίας. | |
210 | Και τέριαξε η αρματωσά στου Έχτορα το σώμα, |
215 | Και σ' όλους πήγε και φωτιά τους έβαλε, έναν έναν, στο Μέδο και Θερσίλοχο, στο Μέστλη και στο Γλάφκο, στον Ιπποθό, Δεισήνορα, κι' Αστεροπιό, και Φόρκη, στο Χρόμιο τον παλικαρά, στον Έννομο το μάντη. |
Σε δάφτους πήγε κι' έκραξε ναν τους φιλοτιμήσει | |
220 | « Ακούστε, γείτονες βοηθοί που μούρθατε κοπάδια, » εγώ λαό δε γύρεβα, μήδε έθνος μούχε λείψει, » κι' εδώ όλους απ' τους τόπους σας σας μάζεψα έναν έναν, » μόν για να σώστε πρόθυμοι των Τρώων τις γυναίκες » και τα παιδιά τ' ανήλικα απ' των οχτρών τα νύχια. |
225 | » Τέτια μ' ολπίδα σε θροφές και φόρους νύχτα μέρα » λιώνω τους Τρώες μου, κι' εσάς κάθε όρεξή σας κάνω. » Έτσι ο καθείς κατάστηθα ορμώντας θέλει ας πέσει » θέλει ας σωθεί· γιατί είναι αφτό της μάχης το παιχνίδι. » Κι' όπιος, παιδιά, κι' έτσι νεκρό τον Πάτροκλο όπως είναι |
230 | » σύρει οχ τα χέρια των οχτρών και του κωλώσει ο Αίας, » του δίνω τα μισά άρματα να πάρει, εγώ κρατώντας » τ' άλλα μισά· κι' η δόξα του όση η δική μου θάναι.» |
Είπε, κι' εκείνοι χύθηκαν σα δρόλαπας όλοι ίσα | |
235 | ν' αρπάξουνε ως στο μέρος τους τον Πάτροκλο απ' τον Αία... λωλοί! τι απάνου του έσκάψε πολλών εκεί το λάκκο. |
Στερνά όμως είπε του άσκιαχτου Μενέλα τότε ο Αίας | |
240 | » Ναί, τώρα πια τον Πάτροκλο δε συλλογιέμαι τόσο » π' όρνια και σκύλους γλήγορα στο κάστρο θα χορτάσει, » όσο για το κεφάλι μου και το δικό σου τρέμω » μην πάθουν, τι όλα σκέπασε πολέμου αντάρα γύρω, » και χάσκει ρούφουλας θαρρείς ο Έχτορας μπροστά μας. |
245 | » Μα φώναξε, κι' ίσως κανείς ακούσει πολεμάρχης. » |
Είπε, και πρόθυμα άκουσε ο μαχητής Μενέλας, | |
250 | » και στου Μενέλα, κι' ο καθείς με την εφκή του Δία » τιμή και δόξα χαίρεται και το λαό του ορίζει· » χώρια εδώ μούναι δύσκολο κάθε άντρα να ξανοίξω » μέσα στο πλήθος — τι η φωτιά τόσο λυσσάει της μάχης — » μα ας τρέξει μόνος του ο καθείς, και μην καταδεχτείτε |
255 | » να γίνει ο Πάτροκλος σκυλιών στο κάστρο πανηγύρι.» |
Είπε, και του Οϊλιά ο γοργός αμέσως άκουσε Αίας, | |
259 | Μηριόνης, ισοδύναμος του θνητοφάγου τ' Άρη. |
262 | Κι' οι Τρώες όλοι ορμούν μαζί, κι' ο Έχτορας οδήγαε. |
264 | Πώς σπάει σε κάβο ορθόβραχο το κύμα, και βουήζει |
265 | γύρω κάθε άκρη ενώ ο αφρός πηδάει στις πέτρες όξω, με τέτοια πλάκωναν βουή. Μα κι' αντικρύ οι Αργίτες όλοι τους μιά μ' απόφαση μπροστά στο σκοτωμένο |
268 | είταν στημένοι ολόφραχτοι με τα χαλκένια ασπίδια. |
274 | Και πρώτοι οι Τρώες άμπωξαν τους άκουρους Αργίτες |
275 | π' αφίσαν το νεκρό εκειπά και πόδισαν, μα οι Τρώες κανέναν τους δε σκότωσαν κιάς είχαν τόσο πάθος, παρά τραβούσαν το νεκρό. Μα λίγο κι' οι Αργίτες είταν μακριά να σέρνουνται, τι πίσω εφτύς τους πήγε ο Αίας, πρώτος σ' ομορφιά και πρώτος σε κοντάρι |
280 | μέσα στο στράτεμα όλο εξόν τον άφταστο Αχιλέα. Τι σαν κάπρι λες χύθηκε τους μπροστινούς περνώντας λογγόθρεφτο, που στα βουνά γυρνάει μέσα από δάσος και σκύλους άκοπα σκορπάει και νιους παλικαράδες· έτσι ο λεβέντης Αίας, γιος τ' αρχόντου Τελαμώνα, |
285 | χοιμάει και τους σωρούς σκορπάει σε μιά στιγμή των Τρώων, πούστεκαν στο νεκρό κοντά κι' όλοι είχαν έναν πόθο, να δοξαστούν τραβώντας τον ως στο δικό τους κάστρο. |
Έσερνε τότες το νεκρό μες στη σκυλήσα μάχη | |
290 | δεμένο μ' ασπιδόλουρο κοντά στους αστραγάλους γύρω στα νέβρα, τι ήθελε στον Έχτορα στους Τρώες ζήλο να δείξει ... μα κακό του βγήκε στο κεφάλι, που δεν τ' αμπόδισε κανείς κιάς λαχταρούσαν τόσο. Τι ο Αίας μέσα απ' το σωρό χοιμάει και τον σουγλίζει |
294 | από κοντά, τρυπώντας του το χαλκοστέριο κράνος, |
297 | κι' οχ την πληγή όξω πήδησαν κοντά στο σουληνάρι ανάκατα αίμα και μιαλός. Έτσι έσβυσε η ζωή του, κι' από τη χούφτα αφίνοντος να πέσει χάμου ο πόδας |
300 | στρώθηκε εκεί τ' απίστομα στον Πάτροκλο από πάνου, μακριά απ' την πλούσια Λάρισσα, και να γεροκομήσει γραφτό δεν τούταν τους γονιούς, μόν τούκοψε τα νιάτα ο Αίας, γίγας μαχητής, με το πικρό κοντάρι. |
Τότες στον Αία ο Έχτορας τινάζει το κοντάρι, | |
305 | που εκείνος τόδε απ' αντικρύ κι' απόφυγε το χτύπο μόλις· μα του λιοντόκαρδου Βιφίτου γιο, το Σκέδη, των Φωκιωτών τον πιο γερό, που πύργο 'χε στημένα στο φημισμένο Πανοπιό, χωριών πολλών αφέντης, αφτόν βαράει κατάμεσα της κλείδας, κι' ήβγε ως πέρα — |
310 | κάτου απ' τον ώμο προόριζα — τ' όπλου η χαλκένια μύτη. Και πέφτοντας βροντάει, αχούν και τ' άρματα από πάνου. |
Κι' ο Αίας πάλι ένα απ' τους γιους του Φαίνοπα, το Φόρκη — | |
315 | έπεσε, κι' άδραξε τη γης σφιχτά στην αγκαλιά του. |
Κωλώνει τότε ο Έχτορας κι' οι στρατηγοί των Τρώων, | |
Και τότε οι πολεμόχαροι Αργίτες μες στο κάστρο | |
320 | τους Τρώες πίσω θάκλειναν τρομοπαραλυμένους, και δοξασμένα — στου γραφτού το πείσμα — θα νικούσαν με την αντριά και τόλμη τους, μα σύντομα ο Απόλλος πύρωσε τον Αινεία εκεί, μιασμένος σαν τον κράχτη Περίφα, του Φωνάκλα γιο, που σπίτι τους γερνούσε |
325 | κράχτης του γέρου του γονιού πιστός κι' αγαπημένος· όμιος μ' αφτόν τού μίλησε ο γιος του Δία Απόλλος « Αινεία, πώς θα σώζατε τ' όρθιο καστρί αν η μοίρα » και κάπως δεν καλόθελε, σαν που πολλούς είδα άλλους » δίχως βοήθια θεϊκιά — με τόλμη αντριά και θάρρος |
330 | » και μ' όσο αφτοί είχανε λαό — να σώζουν τα χωριά τους ; » Μα εσάς πιο θέλει απ' των οχτρών τη νίκη σας ο Δίας, » μα νά! δεν πολεμάτε εσείς, παρά δειλιάτε αιώνια.» |
Είπε κι' εκείνος ένιωσε το Φοίβο σαν τον είδε | |
335 | « Έχτορα κι' οι λοιποί αρχηγοί των Τρώων και βοηθώνε, » ντροπής σας αν ως στο καστρί οι παινεμένοι Αργίτες » τώρα έτσι σβάρνα αν θα μας παν παράλυτους της δείλιας ! » Μα τώρα ότι με ζύγωσε κάπιος θεός, και μούπε » το Δία, ολόπρωτο οριστή, πως μας συντρέχει πάντα· |
340 | » έτσι όλοι ας τρέξουμε ίσα ομπρός, και δίχως πετσοκόπι » ας μην τον πάνε οι σκυλοχτροί τον Πάτροκλο ως στα πλοία.» |
Είπε, και πρώτος χύνεται μπροστά μπροστά και στέκει | |
345 | τ' Αρίσβα γιο κι' αγαπητό του Λυκομήδη φίλο. Και σαν τον είδε πούπεσε, πικράθη ο Λυκομήδης, και τρέχει στέκει ολόκοντα και ρήχνει το λαμπρό όπλο, και τ' όπλο του τον Απισά κάτου χτυπά απ' τη σκέπη στο σκώτι, και τον προβοδάει, ένα άντρα πολεμάρχο, |
350 | που πέρα απ' τη χοντρόσβωλη την Παιονιά 'χε φτάσει κι' είταν στερνά απ' τον Αστροπιό το πιο γερό κοντάρι. |
Λυπήθη τότε ο Αστροπιός πεσμένο σαν τον είδε, | |
355 | στέκανε γύρω στο νεκρό με πρόβαλτα κοντάρια. |
Τι ο Αίας έτρεχε παντού, τους θάρρυνε τους μίλαε, | |
360 | Έτσι έκραζε ο θεόρατος ο Αίας, κι' απ' το αίμα μούσκεβε η γης το κόκκινο, και πέφτανε σφαγμένοι γειτονικά άφοβοι βοηθοί και Τρώες, μα κι' Αργίτες |
363 | μαζί τους· τι δα απλήγωτα κι' αφτοί δεν πολεμούσαν. |
384 | Έτσι άγρια ζάλη ολημερύς φουρτούνιαζε πολέμου |
385 | σκυλήσου. Κι' ίδρος κουρνιαχτός, δίχως στιγμής ανάσα, τα μάτια κάθε μαχητή περέχαε και ρουθούνια και χέρια πόδια γόνατα καθώς πετσοκοπιούνταν γύρω όλοι εκεί στον παραγιό του ξακουστού Αχιλέα. Κι' όπως σα δώσει ο μάστορης τάβρου τρανού τομάρι |
390 | σε νιους να χρίσουν μ' άλειμα και να τεντώσουν γύρω, κι' οι νιοι το παίρνουν κι' ανοιχτοί κύκλω όλοι το τραβούνε γερά, κι' η ύλη μπαίνοντας καλντίζει η δύναμή του, κι' όλο παντού τεντώνεται καθώς τραβούνε τόσοι· έτσι κι' οι διο τους το νεκρό τραβούσαν πέρα δώθες |
395 | μικρό σε κύκλο, κι' όλπιζαν κάθε στιγμή κι' οι διο τους οι Τρώες ναν τον σύρουνε στο κάστρο, κι' οι Αργίτες στα βαθουλά καράβια τους. Θεριά λες πολεμούσαν· νά θε τους δει θεά Αθηνά, νά θε αντροσκιάχτης Άρης, |
399 | λόγο αχαμνό δε θάλεγαν, όσο κι' αν είχαν πάθος. |
414 | Έτσι πολέμαε, κι' έλεγε κάθε Αχαιός λεβέντης |
415 | « Ντροπής, αδρέφια, κι' ατιμιά να τραβηχτούμε πίσω ! » Δεν έχει, σ' όλους μας εδώ μπροστά ας ανοίξει πρώτα » η μάβρη γης! Ναί, κάλια αφτό, κάλια ότι τύχει ας τύχει, » αν είναι αφτόν ν' αφίσουμε στους ασπιστάδες Τρώες » να μας τον σύρουν στο καστρί και να βουήξει ο κόσμος. » |
420 | Και πάλε αφτά κάθε έλεγε χαλκοπλισμένος Τρώας |
Έτσι έλεγαν, και πύρωνε την τόλμη ο ένας τ' άλλου | |
425 | ως στον χαλκόστρωτο ουρανό μέσα απ' τον άδιο αιθέρα. |
651 | Τέλος πια ο Αίας μίλησε στο γιο τ' Ατριά Μενέλα |
655 | » και ναν του πει πως χάθηκε ο λατρεφτός του βλάμης. » |
Είπε και πρόθυμα άκουσε ο καστανός Μενέλας, | |
659 | σαν κουραστεί ερεθίζοντας σκυλιά και παλικάρια, |
660 | που όλη τη νύχτα ξάγρυπνοι φρουρούν αρματωμένοι, και το λιοντάρι θέλοντας να φάει βοιδήσο πάχος χοιμάει, μα δίχως όφελος, τι από βαριές χερούκλες όπλα πολλά του πέφτουνε και κούτσουρα αναμένα στα μάτια ομπρός, που μ' όλη του την προθυμιά το σκιάζουν, και πια αλαργέβει την αβγή με σπλάχνα πικραμένα· |
665 | έτσι έφεβγε απ' τον Πάτροκλο κι' ο θαρρετός Μενέλας πολλά άθελα, γιατί έτρεμε μην τον αφίσουν όλοι σκυλιών ξεσκλίδι, αν πανικός ακράτητος τους πιάσει. |
Και ξόρκιζε τους Αίϊδες, ξορκίζει το Μηριόνη | |
670 | » τώρα όλοι θυμηθείτε τες του δόλιου μας Πατρόκλου » τις χάρες. Πάντα 'να γλυκό να πει είχε σ' όλους λόγο » σα ζούσε... άχ τώρα θάνατος τον πήρε κι' άγρια μοίρα. » |
Έτσι τους είπε, κι' έφυγε ο καστανός Μενέλας | |
675 | πολύ πιο διαπεραστικά το μάτι του ξανοίγει, που κι' απ' τα ύψη ο γλήγορος λαγός δεν του ξεφέβγει κρυμένος μες σε σύμπυκνα θυμάρια, μόν βουτώντας έτσι άψε σβύσε τον αρπάει και τη ζωή τού κόβει· έτσι κι' εσύ, τ' Ατρέα γιε, τ' αστραφτερά σου μάτια |
680 | κατά των λόχων τους σωρούς παντού τα γύρναες τότες, αν το Αντίλοχο ίσως δεις στον κάμπο ζωντανόνε. |
Και σε λιγάκι τον θωράει ζερβά ζερβά της μάχης | |
685 | « Αντίλοχε, έλα γλήγορα, θεόσπαρτε, να μάθεις » πικρή είδηση που έτσι άχ ποτές ας μη μας είχε τύχει ! » Τώρα το βλέπεις μόνος σου, το ξέρεις πως ο Δίας » εμάς μας βρέχει συφορές και πως νικούν οι Τρώες. » Κι' έπεσε πάει απ' όλους μας η πιο καλή μας σπάθα, |
690 | » ο Πάτροκλος, και το στρατό γονάτισε ο χαμός του. » Μα τρέξε εσύ στα πλοία εφτύς και πες το τ' Αχιλέα, » μήπως προφτάσει το νεκρό και σώσει ως στα καράβια » γυμνό· τα όπλα βρίσκουνται στου Έχτορα τα χέρια.» |
Είπε, κι' εκιός λες πάγωσε σαν άκουσε το λόγο. | |
695 | Ώρα πολλή λογαλαλιά τον είχε, κι' η ανάσα τού πιάστηκε, και γιόμισαν τα διο του μάτια δάκρια. Μα κι' έτσι δεν αστόχησε τα λόγια του Μενέλα, μόν τρέχει ομπρός, και τ' άρματα σ' ένα συντρόφι αφήκε, στα Λαοδόκο, που κοντά τού γύρναε τα γοργά άτια. |
700 | Έτσι, λεβέντη Αντίλοχε, στα δάκρια βουτημένο |
706 | Μα ο γιός τ' Ατρέα ως στο νεκρό γυρνάει τρεχάτος πίσω. |
710 | » όση κι' αν τούχε μαχητά του Έχτορα και μίσος. » Τί πώς ; Δε γίνεται άνοπλος να βγει να πολεμήσει. » Μα ας δούμε ελάτε μόνοι μας πιός τρόπος τώρα μένει » που το νεκρό να σώσουμε και πού κι' εμείς να βγούμε » απ' των οχτρών το ζώσιμο μ' ακέριο το πετσί μας. » |
715 | Τότες ο γιγαντένιος γιος τού λέει του Τελαμώνα |
720 | » οι διο μας μ' ένα τ' όνομα και μιά καρδιά, π' αντάμα » στέκοντας πάντα ατρόμητοι τον Άρη καρτεράμε.» |
Είπε, κι' οι διο τους το νεκρό αγκαλιαστά από χάμου | |
725 | Κι' όρμησαν ίσα σα σωρός σκυλιά που πληγωμένο |
727 | καπρί να φτάσουν χύνουνται και λιώμα ναν το κάνουν· |
730 | έτσι όρμησαν κατόπι τους κοπαδιαστοί κι' οι Τρώες. |
735 | Μα εκείνοι με τον Πάτροκλο στους ώμους πήραν δρόμο |
742 | Πώς διο μουλάρια βάζοντας τα δυνατά τους σέρνουν ή καραβόξυλο ή χοντρό οχ τα βουνά δοκάρι σε μονοπάτι ανόμαλο, και λύνεται η καρδιά τους |
745 | ενώ τραβούν και βιάζουνται λαχανιστά δρώμενα· σαν έτσι οι διο τους βιαστικά το σώμα κουβαλούσαν. Και πίσωθε οι διο Αίϊδες αμπόδιζαν τους Τρώες, |
747 | λες κάβος βραχοστήθωτος που σταματάει το κύμα |
751 | σαν αφροσπάει κι' ανόφελα λυσσάει ναν τον κλονίσει· έτσι όλο πίσω οι Αίϊδες βαρούσαν το γιουρούσι των Τρώων, π' όλοι τους μαζί με πείσμα ακολουθούσαν, μ' άρχους διο ομπρός ατρόμητους, τον Έχτορα κι' Αινεία. |