Χορός
ἀλλ᾽ οἵδε χέρας δεσμοῖς δίδυμοι συνερεισθέντες χωροῦσι, νέον πρόσφαγμα θεᾶς· σιγᾶτε, φίλαι. τὰ γὰρ Ἑλλήνων ἀκροθίνια δὴ |
Χορός
Αλλά να, με τα χέρια δεμένα σφιχτά, οι δυο νέοι προχωρούν, της θεάς τα καινούργια σφαχτάρια· καλές μου, σιωπή! Για θυσίας προσφορά, της Ελλάδας ανθοί, |
|
460 | ναοῖσι
πέλας τάδε βαίνει· οὐδ᾽ ἀγγελίας ψευδεῖς ἔλακεν βουφορβὸς ἀνήρ. ὦ πότνι᾽, εἴ σοι τάδ᾽ ἀρεσκόντως πόλις ἥδε τελεῖ, δέξαι θυσίας, |
να, σιμώνουνε πια στο ναό·
και δεν ήτανε ψέματ' αυτά που ο βοσκός των γελάδων μας είπε. Αν σου αρέσουν των ντόπιων, θεά, οι τελετές, δέξου αυτές τις θυσίες, που ανόσιες ο νόμος σ' εμάς |
465 | ἃς ὁ
παρ᾽ ἡμῖν νόμος οὐχ ὁσίας [Ἕλλησι διδοὺς] ἀναφαίνει. |
τις λογιάζει, κι αλάργα από
τέτοιες κρατά
των Ελλήνων τα χέρια. |
Ἰφιγένεια
εἶἑν· τὰ τῆς θεοῦ μὲν πρῶτον ὡς καλῶς ἔχῃ φροντιστέον μοι. μέθετε τῶν ξένων χέρας, ὡς ὄντες ἱεροὶ μηκέτ᾽ ὦσι δέσμιοι. |
Ιφιγένεια
Αρκεί· Η πρώτη μου φροντίδα πρέπει να είναι καλά να γίνουν τα ιερά· τα χέρια των ξένων λύστε· αφού είναι πια δοσμένοι στη θεά, δεμένοι να μην είναι. |
|
470 | ναοῦ
δ᾽ ἔσω στείχοντες εὐτρεπίζετε ἃ χρὴ ᾽πὶ τοῖς παροῦσι καὶ νομίζεται. φεῦ· τίς ἆρα μήτηρ ἡ τεκοῦσ᾽ ὑμᾶς ποτε πατήρ τ᾽; ἀδελφή τ᾽, εἰ γεγῶσα τυγχάνει-- οἵων στερεῖσα διπτύχων νεανιῶν |
Μπείτε
εσείς στο ναό, και μέσα κει ετοιμάστε όσα απαιτούνε το έθιμο κι η ανάγκη. Αλί! Ποιά μάνα να σας έκαμε, ποιος τάχα πατέρας; Κι η αδερφή σας τι λεβέντες - αν έχετε αδερφή - θα χάσει, κι έρμη |
475 | ἀνάδελφος
ἔσται. --τὰς τύχας τίς οἶδ᾽ ὅτῳ τοιαίδ᾽ ἔσονται; πάντα γὰρ τὰ τῶν θεῶν ἐς ἀφανὲς ἕρπει, κοὐδὲν οἶδ᾽ οὐδεὶς κακὸν <*> ἡ γὰρ τύχη παρήγαγ᾽ ἐς τὸ δυσμαθές. πόθεν ποθ᾽ ἥκετ᾽, ὦ ταλαίπωροι ξένοι; |
θα μείνει! Ποιον θα βρει
μια τέτοια τύχη
κανείς δεν ξέρει· η θεά βουλή βαδίζει στα σκοτεινά· και το κακό κανένας δεν το μαντεύει· η τύχη εκεί το φέρνει που δεν το νιώθεις. Άμοιροί μου ξένοι, πούθε έρχεστε: Μεγάλο το ταξίδι που κάματε ως εδώ· ο καιρός που θα είστε |
480 | ὡς διὰ
μακροῦ μὲν τήνδ᾽ ἐπλεύσατε χθόνα, μακρὸν δ᾽ ἀπ᾽ οἴκων χρόνον ἔσεσθ᾽ ἀεὶ κάτω. |
μακριά από την πατρίδα σας,
στον κάτω
κόσμο πολύς θα 'ναι και εκείνος, αιώνιος. |
Ὀρέστης
τί ταῦτ᾽ ὀδύρῃ, κἀπὶ τοῖς μέλλουσι νῷν κακοῖσι λυπεῖς, ἥτις εἶ ποτ᾽, ὦ γύναι; οὔτοι νομίζω σοφόν, ὃς ἂν μέλλων κτενεῖν |
Ορέστης
Κυρά μου, όποια και να 'σαι, τι τις θέλεις αυτές τις κλάψες, και προσθέτεις λύπες σ' όσα μας περιμένουνε; Δεν το 'χω |
|
485 | οἴκτῳ
τὸ δεῖμα τοὐλέθρου νικᾶν θέλῃ. οὐχ ὅστις Ἅιδην ἐγγὺς ὄντ᾽ οἰκτίζεται σωτηρίας ἄνελπις· ὡς δύ᾽ ἐξ ἑνὸς κακὼ συνάπτει, μωρίαν τ᾽ ὀφλισκάνει θνῄσκει θ᾽ ὁμοίως· τὴν τύχην δ᾽ ἐᾶν χρεών. |
για φρόνιμο, ένας που είναι
για να σφάξει
το φόβο του χαμού μες στη σπλαχνιά να θέλει να τον πνίξει· το ίδιο κι όταν το θάνατο θρηνεί που στέκει εμπρός του χωρίς να υπάρχει ελπίδα σωτηρίας· έτσι το ένα κακό διπλό το κάνει: και για άμυαλος περνά και δε γλιτώνει. |
490 | ἡμᾶς
δὲ μὴ θρήνει σύ· τὰς γὰρ ἐνθάδε θυσίας ἐπιστάμεσθα καὶ γιγνώσκομεν. |
Αυτά στην τύχη ας μείνουν.
Και για μας
μην κλαις· γιατί για τις εδώ θυσίες τα 'χουμε μάθει και γνωστές μας είναι. |
Ἰφιγένεια
πότερος ἄρ᾽ ὑμῶν ἐνθάδ᾽ ὠνομασμένος Πυλάδης κέκληται; τόδε μαθεῖν πρῶτον θέλω. |
Ιφιγένεια
Πυλάδη είπαν τον ένα σας· ποιος είναι; αυτό ζητώ να μάθω πρώτα πρώτα. |
|
Ὀρέστης
ὅδ᾽, εἴ τι δή σοι τοῦτ᾽ ἐν ἡδονῇ μαθεῖν. |
Ορέστης
Αυτός εδώ, αν σ' ευφραίνει να το ξέρεις. |
|
495 | Ἰφιγένεια
ποίας πολίτης πατρίδος Ἕλληνος γεγώς; |
Ιφιγένεια
Ποια πόλη ελληνική πατρίδα του είναι; |
Ὀρέστης
τί δ᾽ ἂν μαθοῦσα τόδε πλέον λάβοις, γύναι; |
Ορέστης
Κυρά, τι θα κερδίσεις αν το μάθεις; |
|
Ἰφιγένεια
πότερον ἀδελφὼ μητρός ἐστον ἐκ μιᾶς; |
Ιφιγένεια
Αδέρφια οι δυο σας είστε; γιοι μιας μάνας; |
|
Ὀρέστης
φιλότητί γ᾽· ἐσμὲν δ᾽ οὐ κασιγνήτω, γύναι. |
Ορέστης
Αδέρφια στην αγάπη, μα όχι στο αίμα. |
|
Ἰφιγένεια
σοὶ δ᾽ ὄνομα ποῖον ἔθεθ᾽ ὁ γεννήσας πατήρ; |
Ιφιγένεια
Σ' εσέ ο γονιός σου τι όνομα έχει δώσει; |
|
500 | Ὀρέστης
τὸ μὲν δίκαιον Δυστυχὴς καλοίμεθ᾽ ἄν. |
Ορέστης
Δύστυχο όποιος με κράζει θα 'χει δίκιο. |
Ἰφιγένεια
οὐ τοῦτ᾽ ἐρωτῶ· τοῦτο μὲν δὸς τῇ τύχῃ. |
Ιφιγένεια
Αυτό στην τύχη ανήκει· άλλο ρωτάω. |
|
Ὀρέστης
ἀνώνυμοι θανόντες οὐ γελῴμεθ᾽ ἄν. |
Ορέστης
Του ανώνυμου θανή δεν τη γελούνε. |
|
Ἰφιγένεια
τί δὲ φθονεῖς τοῦτο; ἦ φρονεῖς οὕτω μέγα; |
Ιφιγένεια
Τι το κρατάς κρυφό; από περηφάνια; |
|
Ὀρέστης
τὸ σῶμα θύσεις τοὐμόν, οὐχὶ τοὔνομα. |
Ορέστης
Το σώμα μου, όχι τ' όνομα, θα σφάξεις. |
|
505 | Ἰφιγένεια
οὐδ᾽ ἂν πόλιν φράσειας ἥτις ἐστί σοι; |
Ιφιγένεια
Πούθε είσαι; ούτε κι αυτό να πεις δε θέλεις; |
Ὀρέστης
ζητεῖς γὰρ οὐδὲν κέρδος, ὡς θανουμένῳ. |
Ορέστης
Τι θα ωφελήσει, αφού για θάνατο είμαι; |
|
Ἰφιγένεια
χάριν δὲ δοῦναι τήνδε κωλύει τί σε; |
Ιφιγένεια
Τι σε μποδάει τη χάρη να μου κάμεις; |
|
Ὀρέστης
τὸ κλεινὸν Ἄργος πατρίδ᾽ ἐμὴν ἐπεύχομαι. |
Ορέστης
Τ' Άργος το ξακουστό πατρίδα μου είναι. |
|
Ἰφιγένεια
πρὸς θεῶν, ἀληθῶς, ὦ ξέν᾽, εἶ κεῖθεν γεγώς; |
Ιφιγένεια
Για τ' όνομα των θεών! Αλήθεια, ξένε; |
|
510 | Ὀρέστης
ἐκ τῶν Μυκηνῶν <γ᾽>, αἵ ποτ᾽ ἦσαν ὄλβιαι. |
Ορέστης
Η ευτυχισμένη άλλη φορά Μυκήνα. |
Ἰφιγένεια
φυγὰς <δ᾽> ἀπῆρας πατρίδος, ἢ ποίᾳ τύχῃ; |
Ιφιγένεια
Πώς έφυγες; εξόριστος μην είσαι: |
|
Ὀρέστης
φεύγω τρόπον γε δή τιν᾽ οὐχ ἑκὼν ἑκών. |
Ορέστης
Κι ήθελα κι όχι· ένα είδος εξορία. |
|
Ἰφιγένεια
ἆρ᾽ ἄν τί μοι φράσειας ὧν ἐγὼ θέλω; |
Ιφιγένεια
Μπορείς να πεις για μερικά που θέλω; |
|
Ὀρέστης
ὡς ἐν παρέργῳ τῆς ἐμῆς δυσπραξίας. |
Ορέστης
Ναι, με όση αδειά μου αφήνει η συμφορά μου. |
|
515 | Ἰφιγένεια
καὶ μὴν ποθεινός γ᾽ ἦλθες ἐξ Ἄργους μολών. |
Ιφιγένεια
Χαρά είν' ο ερχομός σου, αφού είσ' απ' τ' Άργος. |
Ὀρέστης
οὔκουν ἐμαυτῷ γ᾽· εἰ δὲ σοί, σὺ τοῦτ᾽ ἔρα. |
Ορέστης
Όχι για με· αν για σένα, τότε χαίρου. |
|
Ἰφιγένεια
Τροίαν ἴσως οἶσθ᾽, ἧς ἁπανταχοῦ λόγος. |
Ιφιγένεια
Την Τροία την κοσμολάλητη θα ξέρεις. |
|
Ὀρέστης
ὡς μήποτ᾽ ὤφελόν γε μηδ᾽ ἰδὼν ὄναρ. |
Ορέστης
Να μην την είχα δει ούτε στ' όνειρο μου! |
|
Ἰφιγένεια
φασίν νιν οὐκέτ᾽ οὖσαν οἴχεσθαι δορί. |
Ιφιγένεια
Έχει χαθεί απ' τον πόλεμο, μας είπαν. |
|
520 | Ὀρέστης
ἔστιν γὰρ οὕτως οὐδ᾽ ἄκραντ᾽ ἠκούσατε. |
Ορέστης
Έτσι έχει γίνει· δε σας είπαν ψέμα. |
Ἰφιγένεια
Ἑλένη δ᾽ ἀφῖκται δῶμα Μενέλεω πάλιν; |
Ιφιγένεια
Και στου Μενέλαου γύρισε η Ελένη; |
|
Ὀρέστης
ἥκει, κακῶς γ᾽ ἐλθοῦσα τῶν ἐμῶν τινι. |
Ορέστης
Ναι, και για συμφορά κάποιου δικού μου. |
|
Ἰφιγένεια
καὶ ποῦ ᾽στι; κἀμοὶ γάρ τι προυφείλει κακόν. |
Ιφιγένεια
Και πού είναι; κάτι οφείλει και σ' εμένα. |
|
Ὀρέστης
Σπάρτῃ ξυνοικεῖ τῷ πάρος ξυνευνέτῃ. |
Ορέστης
Στη Σπάρτη με τον πρώτο της τον άντρα. |
|
525 | Ἰφιγένεια
ὦ μῖσος εἰς Ἕλληνας, οὐκ ἐμοὶ μόνῃ. |
Ιφιγένεια
Η Ελλάδα τη μισεί, κι όχι εγώ μόνο. |
Ὀρέστης
ἀπέλαυσα κἀγὼ δή τι τῶν κείνης γάμων. |
Ορέστης
Από την παντρειά της κάτι είδα κι εγώ. |
|
Ἰφιγένεια
νόστος δ᾽ Ἀχαιῶν ἐγένεθ᾽, ὡς κηρύσσεται; |
Ιφιγένεια
Γυρίσαν οι Αχαιοί, όπως είναι η φήμη; |
|
Ὀρέστης
ὡς πάνθ᾽ ἅπαξ με συλλαβοῦσ᾽ ἀνιστορεῖς. |
Ορέστης
Πως μονοκοπανιάς ρωτάς με για όλα! |
|
Ἰφιγένεια
πρὶν γὰρ θανεῖν σε, τοῦδ᾽ ἐπαυρέσθαι θέλω. |
Ιφιγένεια
Αυτό να βγάλω πριν απ' τη θανή σου. |
|
530 | Ὀρέστης
ἔλεγχ᾽, ἐπειδὴ τοῦδ᾽ ἐρᾷς· λέξω δ᾽ ἐγώ. |
Ορέστης
Αφού σου αρέσει, ρώτα θ' απαντήσω. |
Ἰφιγένεια
Κάλχας τις ἦλθε μάντις ἐκ Τροίας πάλιν; |
Ιφιγένεια
Γύρισε πίσω κάποιος Κάλχας, μάντης; |
|
Ὀρέστης
ὄλωλεν, ὡς ἦν ἐν Μυκηναίοις λόγος. |
Ορέστης
Χάθηκε κατά που έλεαν στη Μυκήνα. |
|
Ἰφιγένεια
ὦ πότνι᾽, ὡς εὖ. --τί γὰρ ὁ Λαέρτου γόνος; |
Ιφιγένεια
Ω θεά μου, τι καλά! Κι ο γιος του Λαέρτη; |
|
Ὀρέστης
οὔπω νενόστηκ᾽ οἶκον, ἔστι δ᾽, ὡς λόγος. |
Ορέστης
Στο σπίτι του όχι ακόμα· ζει όμως, λένε. |
|
535 | Ἰφιγένεια
ὄλοιτο, νόστου μήποτ᾽ ἐς πάτραν τυχών. |
Ιφιγένεια
Που να χαθεί και να μη δει πατρίδα! |
Ὀρέστης
μηδὲν κατεύχου· πάντα τἀκείνου νοσεῖ. |
Ορέστης
Μαύρα όλα είναι γι' αυτόν· μην καταριέσαι. |
|
Ἰφιγένεια
Θέτιδος δ᾽ ὁ τῆς Νηρῇδος ἔστι παῖς ἔτι; |
Ιφιγένεια
Και της Νηρηίδας Θέτιδας ο γιος; |
|
Ὀρέστης
οὐκ ἔστιν· ἄλλως λέκτρ᾽ ἔγημ᾽ ἐν Αὐλίδι. |
Ορέστης
Δε ζει· κι ο γάμος στην Αυλίδα ψέμα. |
|
Ἰφιγένεια
δόλια γάρ, ὡς ἴσασιν οἱ πεπονθότες. |
Ιφιγένεια
Ξεγέλασμα ήταν· οι παθοί το ξέρουν. |
|
540 | Ὀρέστης
τίς εἶ ποθ᾽; ὡς εὖ πυνθάνῃ τἀφ᾽ Ἑλλάδος. |
Ορέστης
Τι ωραία ρωτάς για την Ελλάδα! Ποια είσαι; |
Ἰφιγένεια
ἐκεῖθέν εἰμι· παῖς ἔτ᾽ οὖσ᾽ ἀπωλόμην. |
Ιφιγένεια
Είμαι από κει, μα χάθηκα, μικρούλα. |
|
Ὀρέστης
ὀρθῶς ποθεῖς ἄρ᾽ εἰδέναι τἀκεῖ, γύναι. |
Ορέστης
Τότε σωστό να θέλεις να μαθαίνεις. |
|
Ἰφιγένεια
τί δ᾽ ὁ στρατηγός, ὃν λέγουσ᾽ εὐδαιμονεῖν; |
Ιφιγένεια
Πώς είν' ο, ως λεν, καλότυχος στρατάρχης; |
|
Ὀρέστης
τίς; οὐ γὰρ ὅν γ᾽ ἐγᾦδα τῶν εὐδαιμόνων. |
Ορέστης
Καλότυχος δεν είναι αυτός που ξέρω. |
|
545 | Ἰφιγένεια
Ἀτρέως ἐλέγετο δή τις Ἀγαμέμνων ἄναξ. |
Ιφιγένεια
Για κάποιον Αγαμέμνονα έχω ακούσει... |
Ὀρέστης
οὐκ οἶδ᾽· ἄπελθε τοῦ λόγου τούτου, γύναι. |
Ορέστης
Δεν ξέρω· άσ' την κουβέντα αυτή, κυρά μου. |
|
Ἰφιγένεια
μὴ πρὸς θεῶν, ἀλλ᾽ εἴφ᾽, ἵν᾽ εὐφρανθῶ, ξένε. |
Ιφιγένεια
Μη! Θα μ' ευχαριστήσεις· πες μου, ξένε. |
|
Ὀρέστης
τέθνηχ᾽ ὁ τλήμων, πρὸς δ᾽ ἀπώλεσέν τινα. |
Ορέστης
Δε ζει· καί πήρε κι άλλον στο χαμό του. |
|
Ἰφιγένεια
τέθνηκε; ποίᾳ συμφορᾷ; τάλαιν᾽ ἐγώ. |
Ιφιγένεια
Πέθανε; με ποιον τρόπο; Συφορά μου! |
|
550 | Ὀρέστης
τί δ᾽ ἐστέναξας τοῦτο; μῶν προσῆκέ σοι; |
Ορέστης
Τι αναστενάζεις; Ήταν συγγενής σου; |
Ἰφιγένεια
τὸν ὄλβον αὐτοῦ τὸν πάροιθ᾽ ἀναστένω. |
Ιφιγένεια
Θρηνώ την περασμένη του ευτυχία. |
|
Ὀρέστης
δεινῶς γὰρ ἐκ γυναικὸς οἴχεται σφαγείς. |
Ορέστης
Τέλος φριχτό! Τον έσφαξε η γυναίκα του. |
|
Ἰφιγένεια
ὦ πανδάκρυτος ἡ κτανοῦσα . . . χὡ κτανών. |
Ιφιγένεια
Κι η φόνισσα για κλάψες και το θύμα. |
|
Ὀρέστης
παῦσαί νυν ἤδη μηδ᾽ ἐρωτήσῃς πέρα. |
Ορέστης
Φτάνει ως εδώ, και για άλλο μη ρωτήσεις. |
|
555 | Ἰφιγένεια
τοσόνδε γ᾽, εἰ ζῇ τοῦ ταλαιπώρου δάμαρ. |
Ιφιγένεια
Μόνο ένα: ζει του δύστυχου η γυναίκα; |
Ὀρέστης
οὐκ ἔστι· παῖς νιν ὃν ἔτεχ᾽, οὗτος ὤλεσεν. |
Ορέστης
Τη σκότωσε το σπλάχνο της, ο γιος της. |
|
Ἰφιγένεια
ὦ συνταραχθεὶς οἶκος. ὡς τί δὴ θέλων; |
Ιφιγένεια
Ω ανταριασμένο σπίτι! Για ποιο λόγο; |
|
Ὀρέστης
πατρὸς θανόντος τήνδε τιμωρούμενος. |
Ορέστης
Γιατί είχε εκείνη σφάξει το γονιό του. |
|
Ἰφιγένεια
φεῦ· ὡς εὖ κακὸν δίκαιον εἰσεπράξατο. |
Ιφιγένεια
Αλί! Η τιμωρία φριχτή, μα πόσο δίκια! |
|
560 | Ὀρέστης
ἀλλ᾽ οὐ τὰ πρὸς θεῶν εὐτυχεῖ δίκαιος ὤν. |
Ορέστης
Δίκια, μα αυτόν οί θεοί κακά τον πάνε. |
Ἰφιγένεια
λείπει δ᾽ ἐν οἴκοις ἄλλον Ἀγαμέμνων γόνον; |
Ιφιγένεια
Άλλο παιδί δεν άφησ' ο Αγαμέμνονας; |
|
Ὀρέστης
λέλοιπεν Ἠλέκτραν γε παρθένον μίαν. |
Ορέστης
Μια μόνο θυγατέρα, την Ηλέκτρα. |
|
Ἰφιγένεια
τί δέ; σφαγείσης θυγατρὸς ἔστι τις λόγος; |
Ιφιγένεια
Για τη σφαγμένη κόρη δε μιλούνε; |
|
Ὀρέστης
οὐδείς γε, πλὴν θανοῦσαν οὐχ ὁρᾶν φάος. |
Ορέστης
Πως πέθανε και πάει πια· τίποτ' άλλο. |
|
565 | Ἰφιγένεια
τάλαιν᾽ ἐκείνη χὡ κτανὼν αὐτὴν πατήρ. |
Ιφιγένεια
Δόλια κι αυτή κι ο που την είχε σφάξει. |
Ὀρέστης
κακῆς γυναικὸς χάριν ἄχαριν ἀπώλετο. |
Ορέστης
Για μια γυναίκα ανάξια αδικοχάθηκε. |
|
Ἰφιγένεια
ὁ τοῦ θανόντος δ᾽ ἔστι παῖς Ἄργει πατρός; |
Ιφιγένεια
Κι ο γιος του σκοτωμένου υπάρχει στο Άργος; |
|
Ὀρέστης
ἔστ᾽, ἄθλιός γε, κοὐδαμοῦ καὶ πανταχοῦ. |
Ορέστης
Πουθενά και παντού· ζει μαύρος κι έρμος. |
|
Ἰφιγένεια
ψευδεῖς ὄνειροι, χαίρετ᾽· οὐδὲν ἦτ᾽ ἄρα. |
Ιφιγένεια
Άι στο καλό, όνειρο μου· ψεύτικο ήσουν. |
|
Ὀρέστης | Ορέστης | |
570 | οὐδ᾽
οἱ σοφοί γε δαίμονες κεκλημένοι πτηνῶν ὀνείρων εἰσὶν ἀψευδέστεροι. πολὺς ταραγμὸς ἔν τε τοῖς θείοις ἔνι κἀν τοῖς βροτείοις· ἓν δὲ λυπεῖται μόνον, ὃς οὐκ ἄφρων ὢν μάντεων πεισθεὶς λόγοις |
Σαν τα πετούμενα όνειρα
άλλο τόσο
ψεύτες κι οι θεοί, που αυτούς σοφούς τους λένε. Και μες στα θεία και μες στ' ανθρώπινα όλα πολλή θολούρα αυτόν ένα τον θλίβει: αν κι έχει γνώση, πίστεψε μαντείες |
575 | ὄλωλεν--ὡς ὄλωλε τοῖσιν εἰδόσιν. | και χάθηκε· όσοι ξέρουν, ξέρουν πώς. |
Χορός
φεῦ φεῦ· τί δ᾽ ἡμεῖς οἵ τ᾽ ἐμοὶ γεννήτορες; ἆρ᾽ εἰσίν; ἆρ᾽ οὐκ εἰσί; τίς φράσειεν ἄν; |
Χορός
Αλίμονο! Εμείς πάλι; κι οι γονιοί μας; Ζούνε; δε ζούνε; ποιος θα μας το πει; |
|
Ἰφιγένεια
ἀκούσατ᾽· ἐς γὰρ δή τιν᾽ ἥκομεν λόγον, ὑμῖν τ᾽ ὄνησιν, ὦ ξένοι, σπουδῆς ἅμα |
Ιφιγένεια
Ακούστε, ξένοι· κάποια σκέψη μου ήρθε, ωφέλιμη για σας, μα και για μένα. |
|
580 | κἀμοί.
τὸ δ᾽ εὖ μάλιστά γ᾽ οὕτω γίγνεται, εἰ πᾶσι ταὐτὸν πρᾶγμ᾽ ἀρεσκόντως ἔχει. θέλοις ἄν, εἰ σῴσαιμί σ᾽, ἀγγεῖλαί τί μοι πρὸς Ἄργος ἐλθὼν τοῖς ἐμοῖς ἐκεῖ φίλοις, δέλτον τ᾽ ἐνεγκεῖν, ἥν τις οἰκτίρας ἐμὲ |
Κι η ωφέλεια τότε δα καλύτερη
είναι,
όταν αρέσει σε όλους το ίδιο πράμα. Θα 'θελες, αν ελεύθερο σ' αφήσω, να δώσεις στο Άργος, στους εκεί δικούς μου, ένα από μένα μήνυμα, ένα γράμμα; |
585 | ἔγραψεν
αἰχμάλωτος, οὐχὶ τὴν ἐμὴν φονέα νομίζων χεῖρα, τοῦ νόμου δ᾽ ὕπο θνῄσκειν τὰ τῆς θεοῦ, τάδε δίκαι᾽ ἡγουμένης; οὐδένα γὰρ εἶχον ὅστις ἀγγείλαι μολὼν ἐς Ἄργος αὖθις, τάς <τ᾽> ἐμὰς ἐπιστολὰς |
Το 'γράψε ένας αιχμάλωτος,
που με είχε
συμπονέσει, γιατ' ήξερε αυτός ότι δε δίνει φόνο το δικό μου χέρι, πως το έθιμο τα θύματα ζητάει της θεάς, που τέτοια πράξη ορθή την κρίνει. Δεν είχα όμως κανέναν που να πάει στ' Αργός ξανά μ' αυτό μου το μαντάτο |
590 | πέμψειε
σωθεὶς τῶν ἐμῶν φίλων τινί. σὺ δ᾽--εἶ γάρ, ὡς ἔοικας, οὔτε δυσμενὴς καὶ τὰς Μυκήνας οἶσθα χοὓς κἀγὼ θέλω-- σώθητι, καὶ σὺ μισθὸν οὐκ αἰσχρὸν λαβών, κούφων ἕκατι γραμμάτων σωτηρίαν. |
και, αφού σωθεί, το γράμμα
μου να δώσει
σ' ένα δικό μου. Εσύ - μια κι είσαι, ως δείχνεις, από γενιά, και ξέρεις τη Μυκήνα κι αυτόν που θέλω εγώ - τη ζωή σου σώσε· θα λάβεις πλερωμή που αξίζει: για ένα γράμμα - βάρος μικρό - τη σωτηρία! |
595 | οὗτος
δ᾽, ἐπείπερ πόλις ἀναγκάζει τάδε, θεᾷ γενέσθω θῦμα χωρισθεὶς σέθεν. |
Κι αυτός, αφού τ' ορίζει η
πόλη ας μείνει
χώρια από σε, της θεάς να γίνει θύμα. |
Ὀρέστης
καλῶς ἔλεξας τἄλλα πλὴν ἕν, ὦ ξένη· τὸ γὰρ σφαγῆναι τόνδε μοι βάρος μέγα. ὁ ναυστολῶν γάρ εἰμ᾽ ἐγὼ τὰς συμφοράς, |
Ορέστης
Όσα είπες, όλα ωραία, εχτός από ένα· τούτου η σφαγή είν' αβάσταχτη για μένα. Το πλοίο των συμφορών το 'χω αρματώσει |
|
600 | οὗτος
δὲ συμπλεῖ τῶν ἐμῶν μόχθων χάριν. οὔκουν δίκαιον ἐπ᾽ ὀλέθρῳ τῷ τοῦδ᾽ ἐμὲ χάριν τίθεσθαι καὐτὸν ἐκδῦναι κακῶν. ἀλλ᾽ ὣς γενέσθω· τῷδε μὲν δέλτον δίδου· πέμψει γὰρ Ἄργος, ὥστε σοι καλῶς ἔχειν· |
εγώ· κι αυτός συνταξιδεύει
μόνο
για βοηθός μου. Λοιπόν δεν είναι δίκιο, με το χαμό του φίλου για όρο, χάρες να κάνω κι έτσι εγώ να ξεγλιστρήσω. Μα ας γίνει αλλιώς· σ' αυτόν το γράμμα δώσε· στ' Αργός θα πάει, κι ό,τι ζητάς θα το 'χεις· |
605 | ἡμᾶς
δ᾽ ὁ χρῄζων κτεινέτω. τὰ τῶν φίλων αἴσχιστον ὅστις καταβαλὼν ἐς ξυμφορὰς αὐτὸς σέσῳσται. τυγχάνει δ᾽ ὅδ᾽ ὢν φίλος, ὃν οὐδὲν ἧσσον ἢ ᾽μὲ φῶς ὁρᾶν θέλω. |
κι εμένα ας με σκοτώσει όποιος
το θέλει·
Πολλή ντροπή, τους φίλους σου να ρίχνεις σε συμφορές και να γλιτώνεις ο ίδιος! Κι η ζωή ενός φίλου όπως αυτός δεν είναι λιγότερο ακριβή από τη δικιά μου. |
Ἰφιγένεια
ὦ λῆμ᾽ ἄριστον, ὡς ἀπ᾽ εὐγενοῦς τινος |
Ιφιγένεια
Ω ευγενικιά ψυχή! Μεγάλης ρίζας |
|
610 | ῥίζης
πέφυκας τοῖς φίλοις τ᾽ ὀρθῶς φίλος. τοιοῦτος εἴη τῶν ἐμῶν ὁμοσπόρων ὅσπερ λέλειπται. καὶ γὰρ οὐδ᾽ ἐγώ, ξένοι, ἀνάδελφός εἰμι, πλὴν ὅσ᾽ οὐχ ὁρῶσά νιν. ἐπεὶ δὲ βούλῃ ταῦτα, τόνδε πέμψομεν |
θα 'σαι βλαστός· στους φίλους
τέλειος φίλος·
μακάρι κι ο αδερφός πόχω αφησμένον να σου μοιάζει· γιατί και εγώ έχω, ξένοι, αδερφό, που μονάχα δεν τον βλέπω. Κι αφού το θέλεις, τούτον με το γράμμα |
615 | δέλτον
φέροντα, σὺ δὲ θανῇ· πολλὴ δέ τις προθυμία σε τοῦδ᾽ ἔχουσα τυγχάνει. |
θα στείλουμε κι εσύ ας πεθάνεις·
τόση
αφού σ' αυτό έχεις κιόλας προθυμία. |
Ὀρέστης
θύσει δὲ τίς με καὶ τὰ δεινὰ τλήσεται; |
Ορέστης
Τη φοβερή θυσία ποιος θ' αναλάβει; |
|
Ἰφιγένεια
ἐγώ· θεᾶς γὰρ τῆσδε προστροπὴν ἔχω. |
Ιφιγένεια
Εγώ· τη θεά μας έτσι εξιλεώνω. |
|
Ὀρέστης
ἄζηλά γ᾽, ὦ νεᾶνι, κοὐκ εὐδαίμονα. |
Ορέστης
Άγριο και θλιβερό, κοπέλα μου, έργο. |
|
620 | Ἰφιγένεια
ἀλλ᾽ εἰς ἀνάγκην κείμεθ᾽, ἣν φυλακτέον. |
Ιφιγένεια
Ίου το επιβάλλουν πρέπει να υπακούσω. |
Ὀρέστης
αὐτὴ ξίφει θύουσα θῆλυς ἄρσενας; |
Ορέστης
Γυναίκα εσύ, να μαχαιρώνεις άντρες! |
|
Ἰφιγένεια
οὔκ, ἀλλὰ χαίτην ἀμφὶ σὴν χερνίψομαι. |
Ιφιγένεια
Μόνο αγιασμό θα ρίξω στα μαλλιά σου. |
|
Ὀρέστης
ὁ δὲ σφαγεὺς τίς; εἰ τάδ᾽ ἱστορεῖν με χρή. |
Ορέστης
Κι ο θύτης ποιος; αν πρέπει να ρωτάω. |
|
Ἰφιγένεια
ἔσω δόμων τῶνδ᾽ εἰσὶν οἷς μέλει τάδε. |
Ιφιγένεια
Στο ναό είναι κάποιοι που έχουν τη φροντίδα. |
|
625 | Ὀρέστης
τάφος δὲ ποῖος δέξεταί μ᾽, ὅταν θάνω; |
Ορέστης
Κι αφού πεθάνω, σαν τι τάφο θα έχω; |
Ἰφιγένεια
πῦρ ἱερὸν ἔνδον χάσμα τ᾽ εὐρωπὸν πέτρας. |
Ιφιγένεια
Ιερή φωτιά, χάσμα πλατύ του βράχου. |
|
Ὀρέστης
φεῦ· πῶς ἄν μ᾽ ἀδελφῆς χεὶρ περιστείλειεν ἄν; |
Ορέστης
Αλί! Που σαι, αδερφή να με νεκροστολίοεις! |
|
Ἰφιγένεια
μάταιον εὐχήν, ὦ τάλας, ὅστις ποτ᾽ εἶ, ηὔξω· μακρὰν γὰρ βαρβάρου ναίει χθονός. |
Ιφιγένεια
Η ευχή σου μάταιη, δόλιε, όποιος και να 'σαι· είναι μακριά απ' τη χώρα των βαρβάρων. |
|
630 | οὐ μήν,
ἐπειδὴ τυγχάνεις Ἀργεῖος ὤν, ἀλλ᾽ ὧν γε δυνατὸν οὐδ᾽ ἐγὼ λείψω χάριν. πολύν τε γάρ σοι κόσμον ἐνθήσω τάφῳ, ξανθῷ τ᾽ ἐλαίῳ σῶμα σὸν κατασβέσω, καὶ τῆς ὀρείας ἀνθεμόρρυτον γάνος |
Μα αφού είσ' Αργείος, κι εγώ
θα κάμω κάθε
χάρη για σε που μου περνά απ' το χέρι. Στολίδια μες στον τάφο σου θα βάλω πολλά, με ξανθό λάδι θα σου σβήσω τη στάχτη, και θα ρίξω στην πυρά σου τις γλυκιές σταλαξιές που απ' τ' άνθη βγάζει |
635 | ξουθῆς μελίσσης ἐς πυρὰν βαλῶ σέθεν. | το βουνίσιο ξανθόμαυρο μελίσσι. |
ἀλλ᾽
εἶμι δέλτον τ᾽ ἐκ θεᾶς ἀνακτόρων οἴσω· τὸ μέντοι δυσμενὲς μὴ ᾽μοὶ λάβῃς. |
Μα πάω να φέρω απ' το ναό
το γράμμα·
και το κακό σ' εμένα μην το ρίχνεις. |
|
φυλάσσετ᾽
αὐτούς, πρόσπολοι, δεσμῶν ἄτερ-- ἴσως ἄελπτα τῶν ἐμῶν φίλων τινὶ |
Φυλάγετέ τους, δούλοι, αλλά
λυμένους.
Ανέλπιστο ίσως μήνυμα να στείλω στον πιο μου αγαπημένο απ' τους δικούς μου |
|
640 | πέμψω
πρὸς Ἄργος, ὃν μάλιστ᾽ ἐγὼ φιλῶ, καὶ δέλτος αὐτῷ ζῶντας οὓς δοκεῖ θανεῖν λέγουσα πιστὰς ἡδονὰς ἀπαγγελεῖ. |
μες στο Άργος, και το γράμμα,
αφού του μάθει
πως ζουν αυτοί, που για νεκρούς τους έχει, μια βάσιμη ευχαρίστηση του δώσει. |
Χορός
κατολοφύρομαι σὲ τὸν χερνίβων |
Χορός
Κλαίμε για σένα. που αιμάτινες στάλες |
|
645 | ῥανίσι μελόμενον αἱμακταῖς. | σε καρτερούνε ιερού ραντισμού |
Ὀρέστης
οἶκτος γὰρ οὐ ταῦτ᾽, ἀλλὰ χαίρετ᾽, ὦ ξέναι. |
Ορέστης
Ξένες, δεν είν' αυτά για κλάψες· γεια σας. |
|
Χορός
σὲ δὲ τύχας μάκαρος, ὦ νεανία, σεβόμεθ᾽, ἐς πάτραν ὅτι ποτ᾽ ἐπεμβάσῃ. |
Χορός
Και μακαρίζουμ' εσέ, παλικάρι, για την καλή σου την τύχη, που θα πατήσεις το χώμα του τόπου σου. |
|
Πυλάδης | Πυλάδης | |
650 | ἄζηλά τοι φίλοισι, θνῃσκόντων φίλων. | Φριχτό στο φίλο. φίλο του να χάνει. |
Χορός
ὦ σχέτλιοι πομπαί. φεῦ φεῦ, διόλλυσαι. αἰαῖ αἰαῖ. πότερος ὁ μᾶλλον; |
Χορός
Ω θλιβερό ξεπροβόδισμα! Χάνεσαι, αλίμονο, αλίμονο! Αχ, απ' τους δυο σας ποιος είναι ο πιο δύστυχος; |
|
655 | ἔτι γὰρ
ἀμφίλογα δίδυμα μέμονε φρήν, σὲ πάρος ἢ σὲ ἀναστενάξω γόοις. |
Και παραδέρνει μου ο νους
σε δυο γνώμες ανάμεσα,
ποιόν απ' τους δυο σας να κλάψω. |
Ὀρέστης | Ορέστης | |
658 | Πυλάδη, πέπονθας ταὐτὸ πρὸς θεῶν ἐμοί; | Πυλάδη, έχεις κι εσύ την ίδια σκέψη; |
Πυλάδης
οὐκ οἶδ᾽· ἐρωτᾷς οὐ λέγειν ἔχοντά με. |
Πυλάδης
Όπως ρωτάς δεν ξέρω ν' απαντήσω. |
|
Ὀρέστης | Ορέστης | |
660 | τίς ἐστὶν
ἡ νεᾶνις; ὡς Ἑλληνικῶς ἀνήρεθ᾽ ἡμᾶς τούς τ᾽ ἐν Ἰλίῳ πόνους νόστον τ᾽ Ἀχαιῶν τόν τ᾽ ἐν οἰωνοῖς σοφὸν Κάλχαντ᾽ Ἀχιλλέως τ᾽ ὄνομα, καὶ τὸν ἄθλιον Ἀγαμέμνον᾽ ὡς ᾤκτιρ᾽ ἀνηρώτα τέ με |
Ποια να 'ναι η νέα; Σαν καθαυτό
Ελληνίδα
μας ρώταε για τον πόλεμο της Τροίας, για των Αχαιών το γυρισμό, το μάντη τον Κάλχα και τον ένδοξο Αχιλλέα· πώς πόνεσε το δύστυχο Αγαμέμνονα! |
665 | γυναῖκα
παῖδάς τε. ἔστιν ἡ ξένη γένος ἐκεῖθεν Ἀργεία τις· οὐ γὰρ ἄν ποτε δέλτον τ᾽ ἔπεμπε καὶ τάδ᾽ ἐξεμάνθανεν, ὡς κοινὰ πράσσουσ᾽, Ἄργος εἰ πράσσει καλῶς. |
ρώταε για τη γυναίκα, τα
παιδιά του.
Αργίτισσα είναι, κείθε θα βαστάει· αλλιώς γραφή δε θα 'στελνε, ούτε τόσα θα ζητούσε να μάθει, ως να κρεμόταν από την τύχη του Άργους και η δικιά της. |
Πυλάδης
ἔφθης με μικρόν· ταὐτὰ δὲ φθάσας λέγεις, |
Πυλάδης
Με πρόλαβες· να πω σκεφτόμουν τα ίδια, |
|
670 | πλὴν
ἕν· τὰ γὰρ τῶν βασιλέων παθήματα ἴσασι πάντες, ὧν ἐπιστροφή τις ἦν. ἀτὰρ διῆλθον χἅτερον λόγον τινά. |
εξόν ένα: όσοι σμίγουν με
τον κόσμο,
μαθαίνουνε τα νέα των βασιλιάδων. Κάτι άλλο σκέφτομαι όμως. |
Ὀρέστης
τίν᾽; ἐς τὸ κοινὸν δοὺς ἄμεινον ἂν μάθοις. |
Ορέστης
Τι; Όταν κι άλλος τ' ακούσει, πιο καλά θα βρεις τη λύση. |
|
Πυλάδης
αἰσχρὸν θανόντος σοῦ βλέπειν ἡμᾶς φάος· |
Πυλάδης
Ντροπή να ζήσω, όταν εσύ πεθάνεις· |
|
675 | κοινῇ
τ᾽ ἔπλευσα . . . δεῖ με καὶ κοινῇ θανεῖν. καὶ δειλίαν γὰρ καὶ κάκην κεκτήσομαι Ἄργει τε Φωκέων τ᾽ ἐν πολυπτύχῳ χθονί, δόξω δὲ τοῖς πολλοῖσι--πολλοὶ γὰρ κακοί-- προδοὺς σεσῷσθαί σ᾽ αὐτὸς εἰς οἴκους μόνος |
μαζί σου στο ταξίδι, πρέπει
να 'ρθω
μαζί σου και στον Άδη. Αλλιώς και στο Άργος και μες στην πολυχάραδρη Φωκίδα άναντρο και δειλό θα με νομίσουν θα κρίνουν οι πολλοί - γιατί άναντροι είναι κιόλα οι πολλοί - πως γλίτωσα και μόνος γύρισα πίσω, αφού σε πρόδωσα· ίσως |
680 | ἢ καὶ
φονεύσας ἐπὶ νοσοῦσι δώμασι ῥάψαι μόρον σοι σῆς τυραννίδος χάριν, ἔγκληρον ὡς δὴ σὴν κασιγνήτην γαμῶν. ταῦτ᾽ οὖν φοβοῦμαι καὶ δι᾽ αἰσχύνης ἔχω, κοὐκ ἔσθ᾽ ὅπως οὐ χρὴ συνεκπνεῦσαί μέ σοι |
πως, βλέποντας τα πάθια του
σπιτιού σας,
σού 'στησα ενέδρα, σού 'σκαψα το λάκκο, το θρόνο για να πάρω εγώ, σαν άντρας της αδερφής σου, μόνης κληρονόμας. Αυτά φοβούμαι, αυτά ντροπή μου φέρνουν, κι αδύνατο να μη σ' ακολουθήσω |
685 | καὶ σὺν
σφαγῆναι καὶ πυρωθῆναι δέμας, φίλον γεγῶτα καὶ φοβούμενον ψόγον. |
στη σφαγή, στη θανή, στο κάψιμο
σου,
σα φίλος. κι από φόβο κατηγόριας. |
Ὀρέστης
εὔφημα φώνει· τἀμὰ δεῖ φέρειν κακά, ἁπλᾶς δὲ λύπας ἐξόν, οὐκ οἴσω διπλᾶς. ὃ γὰρ σὺ λυπρὸν κἀπονείδιστον λέγεις, |
Ορέστης
Μίλα καλά τις συφορές μου πρέπει να τις σηκώνω εγώ· κι αφού έναν πόνο να 'χω μπορώ, δεν παίρνω κι άλλον. Τούτο που πόνο και ντροπή το λες, θα μείνει |
|
690 | ταὔτ᾽
ἔστιν ἡμῖν, εἴ σε συμμοχθοῦντ᾽ ἐμοὶ κτενῶ· τὸ μὲν γὰρ εἰς ἔμ᾽ οὐ κακῶς ἔχει, πράσσονθ᾽ ἃ πράσσω πρὸς θεῶν, λῦσαι βίον. σὺ δ᾽ ὄλβιός τ᾽ εἶ, καθαρά τ᾽, οὐ νοσοῦντ᾽, ἔχεις μέλαθρ᾽, ἐγὼ δὲ δυσσεβῆ καὶ δυστυχῆ. |
σ' εμένα, αν σε σκοτώσω, ενώ
βοηθός μου
στους κόπους μου ήσουν κι ούτε δα άσκημο είναι, αφού οι θεοί με καταντήσαν έτσι, να φύγω από τον κόσμο· εσύ όμως είσαι καλότυχος, και αγνό το σπιτικό σου, κι όχι καταραμένο, μολυσμένο |
695 | σωθεὶς
δέ, παῖδας ἐξ ἐμῆς ὁμοσπόρου κτησάμενος, ἣν ἔδωκά σοι δάμαρτ᾽ ἔχειν-- ὄνομά τ᾽ ἐμοῦ γένοιτ᾽ ἄν, οὐδ᾽ ἄπαις δόμος πατρῷος οὑμὸς ἐξαλειφθείη ποτ᾽ ἄν. ἀλλ᾽ ἕρπε καὶ ζῆ καὶ δόμους οἴκει πατρός. |
σαν το δικό μου. Κι αν εσύ
ξεφύγεις
και κάμεις και παιδιά απ' την αδερφή μου, που για γυναίκα σου έδωσα, θα ζήσει κι εμένα τ' όνομα μου, κι άκληρο έτσι το πατρογονικό μου δε θα σβήσει ποτέ. Μονάχα πήγαινε και ζήσε, και το σπίτι κυβέρνα του πατέρα. |
700 | ὅταν
δ᾽ ἐς Ἑλλάδ᾽ ἵππιόν τ᾽ Ἄργος μόλῃς, πρὸς δεξιᾶς σε τῆσδ᾽ ἐπισκήπτω τάδε· τύμβον τε χῶσον κἀπίθες μνημεῖά μοι, καὶ δάκρυ᾽ ἀδελφὴ καὶ κόμας δότω τάφῳ. ἄγγελλε δ᾽ ὡς ὄλωλ᾽ ὑπ᾽ Ἀργείας τινὸς |
Και στην Ελλάδα σα θα πας
και στο Άργος
το πλούσιο σε άτια, μια εντολή σου δίνω ορκίζοντας σε στο δεξί σου χέρι· τάφο ύψωσε μου, βάλε απάνω μνήμης σημάδια, και στο λάκκο μου να δώσει και δάκρυα και μαλλιά της η αδερφή μου. Πέθανα, πες, αφού με αγίασμα πρώτα |
705 | γυναικός,
ἀμφὶ βωμὸν ἁγνισθεὶς φόνῳ. καὶ μὴ προδῷς μου τὴν κασιγνήτην ποτέ, ἔρημα κήδη καὶ δόμους ὁρῶν πατρός. καὶ χαῖρ᾽· ἐμῶν γὰρ φίλτατόν σ᾽ ηὗρον φίλων, ὦ συγκυναγὲ καὶ συνεκτραφεὶς ἐμοί, |
πλάι στο βωμό με ράντισε
μια Αργεία.
Κι η ερμιά του σπιτιού μου ας μη σε κάμει ν' απαρνηθείς ποτέ την αδερφή μου. Και τώρα γεια σου· εσύ 'σουν της καρδιάς μου ο φίλος, σύντροφε μου στους αγώνες και συνανάθροφέ μου, εσύ, που τόσο |
710 | ὦ πόλλ᾽ ἐνεγκὼν τῶν ἐμῶν ἄχθη κακῶν. | βάρος απ' τα δεινά μου έχεις σηκώσει. |
ἡμᾶς
δ᾽ ὁ Φοῖβος μάντις ὢν ἐψεύσατο· τέχνην δὲ θέμενος ὡς προσώταθ᾽ Ἑλλάδος ἀπήλασ᾽, αἰδοῖ τῶν πάρος μαντευμάτων. ᾧ πάντ᾽ ἐγὼ δοὺς τἀμὰ καὶ πεισθεὶς λόγοις, |
Ο Φοίβος με ξεγέλασε, αν
και μάντης·
από ντροπή για τον παλιό χρησμό του μ' έστειλε πέρα αλάργα απ' την Ελλάδα με πονηριά. Βασίστηκα σ' εκείνον, τον πίστεψα, της μάνας μου έχω γίνει |
|
715 | μητέρα κατακτὰς αὐτὸς ἀνταπόλλυμαι. | φονιάς, κι ανταμοιβή μου είν' ο χαμός μου. |
Πυλάδης
ἔσται τάφος σοι, καὶ κασιγνήτης λέχος οὐκ ἂν προδοίην, ὦ τάλας, ἐπεί σ᾽ ἐγὼ θανόντα μᾶλλον ἢ βλέπονθ᾽ ἕξω φίλον. ἀτὰρ τὸ τοῦ θεοῦ σ᾽ οὐ διέφθορέν γέ πω |
Πυλάδης
Και τάφο θα έχεις, και την αδερφή σου δε θα την αρνηθώ, φτωχέ μου· φίλο θα σ' έχω πιο ακριβό, σα θα πεθάνεις, κι απ' όσο σε είχα ζωντανό. Δε σ' έχει χαλάσει ωστόσο ακόμα η θεία μαντεία, |
|
720 | μάντευμα·
καίτοι
γ᾽ ἐγγὺς ἕστηκας φόνου. ἀλλ᾽ ἔστιν, ἔστιν, ἡ λίαν δυσπραξία λίαν διδοῦσα μεταβολάς, ὅταν τύχῃ. |
αν και είναι πια κοντά η
σφαγή· η μεγάλη
κακοτυχιά καμιά φορά τυχαίνει να φέρει και αλλαγή πολύ μεγάλη. |
Ὀρέστης
σίγα· τὰ Φοίβου δ᾽ οὐδὲν ὠφελεῖ μ᾽ ἔπη· γυνὴ γὰρ ἥδε δωμάτων ἔξω περᾷ. |
Ορέστης
Σώπα· δε μ' ωφελεί ο χρησμός του Φοίβου. Απ' το ναό η γυναίκα, να τη, βγαίνει. |
|
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
725 | ἀπέλθεθ᾽
ὑμεῖς καὶ παρευτρεπίζετε τἄνδον μολόντες τοῖς ἐφεστῶσι σφαγῇ. |
Εσείς, πια μπείτε μέσα και
βοηθήστε
εκείνους που ετοιμάζουν τη θυσία. |
δέλτου
μὲν αἵδε πολύθυροι διαπτυχαί, ξένοι, πάρεισιν· ἃ δ᾽ ἐπὶ τοῖσδε βούλομαι, ἀκούσατ᾽. οὐδεὶς αὑτὸς ἐν πόνοις <τ᾽> ἀνὴρ |
Ξένοι μου, να η γραφή με τις
πολλές της
δίπλες· μα ακούστε τι έχω να προσθέσω· κάθε άνθρωπος αλλάζει, όταν περάσει |
|
730 | ὅταν
τε πρὸς τὸ θάρσος ἐκ φόβου πέσῃ. ἐγὼ δὲ ταρβῶ μὴ ἀπονοστήσας χθονὸς θῆται παρ᾽ οὐδὲν τὰς ἐμὰς ἐπιστολὰς ὁ τήνδε μέλλων δέλτον εἰς Ἄργος φέρειν. |
στη σιγουριά απ' τη θέση
του κινδύνου.
Φούμαι μήπως, όταν φύγει εδώθε αυτός που είναι να πάει το γράμμα στο Άργος, αυτά που παραγγέλνω εγώ αψηφήσει. |
Ὀρέστης
τί δῆτα βούλῃ; τίνος ἀμηχανεῖς πέρι; |
Ορέστης
Λοιπόν τι θέλεις; Τι σε βάζει σε έγνοια; |
|
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
735 | ὅρκον
δότω μοι τάσδε πορθμεύσειν γραφὰς πρὸς Ἄργος, οἷσι βούλομαι πέμψαι φίλων. |
Να μου ορκιστεί πως τη γραφή
μου στο Άργος
θα φέρει και στο πρόσωπο που θέλω. |
Ὀρέστης
ἦ κἀντιδώσεις τῷδε τοὺς αὐτοὺς λόγους; |
Ορέστης
Αντίστοιχο όρκο εσύ δε θα του δώσεις; |
|
Ἰφιγένεια
τί χρῆμα δράσειν ἢ τί μὴ δράσειν; λέγε. |
Ιφιγένεια
Να κάμω ή να μην κάμω τι; Για λέγε. |
|
Ὀρέστης
ἐκ γῆς ἀφήσειν μὴ θανόντα βαρβάρου. |
Ορέστης
Πως ζωντανό απ' τη χώρα θα τον βγάλεις. |
|
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
740 | δίκαιον εἶπας· πῶς γὰρ ἀγγείλειεν ἄν; | Σωστά· πώς το μαντάτο αλλιώς θα δώσει; |
Ὀρέστης
ἦ καὶ τύραννος ταῦτα συγχωρήσεται; |
Ορέστης
Κι ο βασιλιάς σ' αυτά θα συμφωνήσει; |
|
Ἰφιγένεια
ναί. πείσω σφε, καὐτὴ ναὸς εἰσβήσω σκάφος. |
Ιφιγένεια
Ναι, θα του κάμω εγώ τη γνώμη κι η ίδια το φίλο σου θα βάλω στο καράβι. |
|
Ὀρέστης
ὄμνυ· σὺ δ᾽ ἔξαρχ᾽ ὅρκον ὅστις εὐσεβής. |
Ορέστης
Ορκίσου. Εσύ λόγια όρκου λέγε τίμιου. |
|
Ἰφιγένεια
δώσω, λέγειν χρή, τήνδε τοῖσι σοῖς φίλοις. |
Ιφιγένεια
Να πεις: θα δώσω τούτο στους δικούς σου. |
|
Πυλάδης | Πυλάδης | |
745 | τοῖς σοῖς φίλοισι γράμματ᾽ ἀποδώσω τάδε. | Θα δώσω στους δικούς σου αυτό το γράμμα. |
Ἰφιγένεια
κἀγὼ σὲ σώσω κυανέας ἔξω πέτρας. |
Ιφιγένεια
Κι εγώ από τους μαύρους βράχους θα σε βγάλω. |
|
Πυλάδης
τίν᾽ οὖν ἐπόμνυς τοισίδ᾽ ὅρκιον θεῶν; |
Πυλάδης
Στ' όνομα τίνος θεού τον όρκο δίνεις; |
|
Ἰφιγένεια
Ἄρτεμιν, ἐν ἧσπερ δώμασιν τιμὰς ἔχω. |
Ιφιγένεια
Στης Άρτεμης, σαν ιέρεια του ναού της. |
|
Πυλάδης
ἐγὼ δ᾽ ἄνακτά γ᾽ οὐρανοῦ, σεμνὸν Δία. |
Πυλάδης
Στου Δία εγώ, τρανού στα ουράνια αφέντη. |
|
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
750 | εἰ δ᾽ ἐκλιπὼν τὸν ὅρκον ἀδικοίης ἐμέ; | Κι αν τον όρκο πατώντας με αδικήσεις; |
Πυλάδης
ἄνοστος εἴην· τί δὲ σύ, μὴ σῴσασά με; |
Πυλάδης
Να μη γυρίσω· εσύ, αν δε με λυτρώσεις; |
|
Ἰφιγένεια
μήποτε κατ᾽ Ἄργος ζῶσ᾽ ἴχνος θείην ποδός. |
Ιφιγένεια
Στ' Άργος ποτέ να μην πατήσω ζώντας. |
|
Πυλάδης
ἄκουε δή νυν ὃν παρήλθομεν λόγον. |
Πυλάδης
Κάτι ξεχάσαμε όμως· άκουσε το. |
|
Ἰφιγένεια
ἀλλ᾽ αὖθις ἔσται καινός, ἢν καλῶς ἔχῃ. |
Ιφιγένεια
Για το σωστό είναι πάντοτε ευκαιρία. |
|
Πυλάδης | Πυλάδης | |
755 | ἐξαίρετόν
μοι δὸς τόδ᾽, ἤν τι ναῦς πάθῃ, χἡ δέλτος ἐν κλύδωνι χρημάτων μέτα ἀφανὴς γένηται, σῶμα δ᾽ ἐκσῴσω μόνον, τὸν ὅρκον εἶναι τόνδε μηκέτ᾽ ἔμπεδον. |
Μια εξαίρεση μονάχα να μου
δώσεις;
το πλοίο αν πάθει και χαθεί το γράμμα μαζί με το φορτίο μέσα στο κύμα και μόνο τη ζωή μου εγώ γλιτώσω, δεσμευτικός πια ο όρκος να μην είναι. |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
ἀλλ᾽ οἶσθ᾽ ὃ δράσω; πολλὰ γὰρ πολλῶν κυρεῖ· | Τότε θα κάμω έν' άλλο· πετυχαίνεις | |
760 | τἀνόντα
κἀγγεγραμμέν᾽ ἐν δέλτου πτυχαῖς λόγῳ φράσω σοι πάντ᾽ ἀναγγεῖλαι φίλοις. ἐν ἀσφαλεῖ γάρ· ἢν μὲν ἐκσῴσῃς γραφήν, αὐτὴν φράσει σιγῶσα τἀγγεγραμμένα· ἢν δ᾽ ἐν θαλάσσῃ γράμματ᾽ ἀφανισθῇ τάδε, |
πολλά, πολλά αν προβλέπεις·
όσα μέσα
στο γράμμα είναι γραμμένα, με το στόμα θα σου τα πω, να φέρεις στους δικούς μου το μήνυμα μου· κι έτσι σίγουρο είναι· σώο πας το γράμμα; φανερώνει το ίδιο, αμίλητο, όσα κρύβει· πάει χαμένο στη θάλασσα; τη ζωή σου εσύ αν γλιτώσεις, |
765 | τὸ σῶμα σῴσας τοὺς λόγους σῴσεις ἐμοί. | μαζί μ' αυτή κι όσα θα πω γλιτώνουν. |
Πυλάδης
καλῶς ἔλεξας τῶν θεῶν ἐμοῦ θ᾽ ὕπερ. σήμαινε δ᾽ ᾧ χρὴ τάσδ᾽ ἐπιστολὰς φέρειν πρὸς Ἄργος ὅ τι τε χρὴ κλύοντα σοῦ λέγειν. |
Πυλάδης
Το 'πες ωραία για σένα και για μένα. Σε ποιον να φέρω το μαντάτο στο Άργος; τι θέλεις να του πω; φανέρωσέ το. |
|
Ἰφιγένεια
ἄγγελλ᾽ Ὀρέστῃ, παιδὶ τῷ Ἀγαμέμνονος· |
Ιφιγένεια
Στον Αγαμεμνονίδη Ορέστη πες· |
|
770 | Ἡ ᾽ν
Αὐλίδι σφαγεῖσ᾽ ἐπιστέλλει τάδε ζῶσ᾽ Ἰφιγένεια, τοῖς ἐκεῖ δ᾽ οὐ ζῶσ᾽ ἔτι-- |
“Να τι σου παραγγέλνει η
Ιφιγένεια,
εκείνη που τη σφάξαν στην Αυλίδα, που ζει κι αυτού περνά για πεθαμένη...” |
Ὀρέστης
ποῦ δ᾽ ἔστ᾽ ἐκείνη; κατθανοῦσ᾽ ἥκει πάλιν; |
Ορέστης
Και πού είναι; ξαναγύρισε απ' τον Άδη; |
|
Ἰφιγένεια
ἥδ᾽ ἣν ὁρᾷς σύ· μὴ λόγοις ἔκπλησσέ με. Κόμισαί μ᾽ ἐς Ἄργος, ὦ σύναιμε, πρὶν θανεῖν, |
Ιφιγένεια
Αυτή που τώρα βλέπεις· μη με κόβεις. “Από τη γη τη βάρβαρη, αδερφέ μου, πάρε με πίσω στο Αργός, πριν πεθάνω, |
|
775 | ἐκ βαρβάρου
γῆς καὶ μετάστησον θεᾶς σφαγίων, ἐφ᾽ οἷσι ξενοφόνους τιμὰς ἔχω. |
κι από τ' αξίωμα πόχω απάλλαξε
με,
για τη θεά τους ξένους να θυσιάζω..." |
Ὀρέστης
Πυλάδη, τί λέξω; ποῦ ποτ᾽ ὄνθ᾽ ηὑρήμεθα; |
Ορέστης
Τι να πω; Πού βρισκόμαστε, Πυλάδη; |
|
Ἰφιγένεια
ἢ σοῖς ἀραία δώμασιν γενήσομαι. |
Ιφιγένεια
“Κατάρα αλλιώς στο σπίτι σου θα γίνω, |
|
Πυλάδης
Ὀρέστα--; |
Ορέστη”, τ' όνομα του ξαναλέω, | |
Ἰφιγένεια
ἵν᾽ αὖθις ὄνομα δὶς κλύων μάθῃς. |
να το θυμάσαι. | |
Πυλάδης | Ορέστης | |
780 | ὦ θεοί. | Θεοί! |
Ἰφιγένεια
τί τοὺς θεοὺς ἀνακαλεῖς ἐν τοῖς ἐμοῖς; |
Ιφιγένεια
Γιατί τους κράζεις, τους θεούς σ' ένα δικό μου ζήτημα; |
|
Πυλάδης
οὐδέν· πέραινε δ᾽· ἐξέβην γὰρ ἄλλοσε. τάχ᾽ οὐκ ἐρωτῶν σ᾽ εἰς ἄπιστ᾽ ἀφίξομαι. |
Ορέστης
Όχι... Ο νους μου πήγε αλλού· για εξακολούθει. Κι ανερώτητα, απίστευτα θ' ακούσω. |
|
Ἰφιγένεια
λέγ᾽ οὕνεκ᾽ ἔλαφον ἀντιδοῦσά μου θεὰ Ἄρτεμις ἔσῳσέ μ᾽, ἣν ἔθυσ᾽ ἐμὸς πατήρ, |
Ιφιγένεια
Μ' έσωσε, πες του, η Άρτεμη· έβαλε ένα ελάφι αντίς για μένα· αυτό ο πατέρας έσφαξε, και θαρρούσε, στο κορμί μου |
|
785 | δοκῶν
ἐς ἡμᾶς ὀξὺ φάσγανον βαλεῖν, ἐς τήνδε δ᾽ ᾤκισ᾽ αἶαν. αἵδ᾽ ἐπιστολαί, τάδ᾽ ἐστὶ τἀν δέλτοισιν ἐγγεγραμμένα. |
το κοφτερό πως έμπηγε μαχαίρι·
η θεά μ έφερε δω. Η παραγγελιά μου αυτή ναι αυτά, γραμμένα και στο γράμμα. |
Πυλάδης | Πυλάδης | |
ὦ ῥᾳδίοις
ὅρκοισι περιβαλοῦσά με, κάλλιστα δ᾽ ὀμόσασ᾽, οὐ πολὺν σχήσω χρόνον, |
Ω εσύ, που μ' εύκολο όρκο
μ' είχες δέσει
κι έδωσες έξοχο όρκο η ίδια, αμέσως |
|
790 | τὸν δ᾽
ὅρκον ὃν κατώμοσ᾽ ἐμπεδώσομεν. ἰδού, φέρω σοι δέλτον ἀποδίδωμί τε, Ὀρέστα, τῆσδε σῆς κασιγνήτης πάρα. |
ό,τι έταξα θα κάμω· δε θ'
αργήσω.
Σου φέρνω και σου δίνω, Ορέστη γράμμα που η αδερφή σου, τούτη δω, σου στέλνει. |
Ὀρέστης | Ορέστης | |
δέχομαι·
παρεὶς δὲ γραμμάτων διαπτυχὰς τὴν ἡδονὴν πρῶτ᾽ οὐ λόγοις αἱρήσομαι. |
Ευχαριστώ, μα αφήνοντας
το γράμμα
έμπραχτα τη χαρά θα νιώσω πρώτα. |
|
795 | ὦ φιλτάτη
μοι σύγγον᾽, ἐκπεπληγμένος ὅμως σ᾽ ἀπίστῳ περιβαλὼν βραχίονι ἐς τέρψιν εἶμι, πυθόμενος θαυμάστ᾽ ἐμοί. |
Γλυκιά αδερφή, κατάπληχτος
σε παίρνω
στα χέρια μου - και τα ίδια δεν πιστεύουν - κι ευφραίνομαι απ' το θάμα που έχω μάθει. |
Χορός | Χορός | |
ξέν᾽,
οὐ δικαίως τῆς θεοῦ τὴν πρόσπολον χραίνεις ἀθίκτοις περιβαλὼν πέπλοις χέρα. |
Ξένε, κακό την ιέρεια να
μολύνεις,
τ' ανέγγιχτα της πέπλα ν' αγκαλιάζεις. |
|
Ὀρέστης | Ορέστης | |
800 | ὦ συγκασιγνήτη
τε κἀκ ταὐτοῦ πατρὸς Ἀγαμέμνονος γεγῶσα, μή μ᾽ ἀποστρέφου, ἔχουσ᾽ ἀδελφόν, οὐ δοκοῦσ᾽ ἕξειν ποτέ. |
Του Αγαμέμνονα κόρη, του
γονιού μου,
αδερφή, μη γυρίζεις απ' την άλλη, που ανέλπιστα έχεις, να, τον αδερφό σου. |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
ἐγώ σ᾽
ἀδελφὸν τὸν ἐμόν; οὐ παύσῃ λέγων; τὸ δ᾽ Ἄργος αὐτοῦ μεστὸν ἥ τε Ναυπλία. |
Εγώ αδερφό μου εσένα; πάψε,
σώπα·
τ' Άργος και τη Ναυπλία γεμίζει εκείνος. |
|
Ὀρέστης | Ορέστης | |
805 | οὐκ ἔστ᾽ ἐκεῖ σός, ὦ τάλαινα, σύγγονος. | Δεν είναι εκεί, καημένη, ο αδερφός σου. |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
ἀλλ᾽ ἡ Λάκαινα Τυνδαρίς σ᾽ ἐγείνατο; | Τι; η κόρη του Τυνδάρεω μάνα σου είναι; | |
Ὀρέστης | Ορέστης | |
Πέλοπός γε παιδὶ παιδός, οὗ ᾽κπέφυκ᾽ ἐγώ. | Κι ο γιος του γιου του Πέλοπα γονιός μου. | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
τί φῄς; ἔχεις τι τῶνδέ μοι τεκμήριον; | Τι λες; μπορείς γι' αυτά να πεις σημάδια; | |
Ὀρέστης | Ορέστης | |
ἔχω· πατρῴων ἐκ δόμων τι πυνθάνου. | Ναι· για το γονικό μας ρώτησε με. | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
810 | οὐκοῦν λέγειν μὲν χρὴ σέ, μανθάνειν δ᾽ ἐμέ. | Καλά να λες εσύ, κι εγώ ν' ακούω. |
Ὀρέστης | Ορέστης | |
λέγοιμ᾽
ἄν, ἀκοῇ πρῶτον Ἠλέκτρας τάδε· Ἀτρέως Θυέστου τ᾽ οἶσθα γενομένην ἔριν; |
Πρώτα όσα μου 'χει πει η Ηλέκτρα.
Ξέρεις
πως μάλωσε ο Ατρέας με το Θυέστη; |
|
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
ἤκουσα· χρυσῆς ἀρνὸς ἦν νείκη πέρι. | Για το χρυσό τ' αρνί· ναι, το 'χω ακούσει. | |
Ὀρέστης | Ορέστης | |
ταῦτ᾽ οὖν ὑφήνασ᾽ οἶσθ᾽ ἐν εὐπήνοις ὑφαῖς; | Το ιστόρισες αυτό μες στα
υφαντά σου;
ιστορώ: εδώ. αφηγούμαι με εικόνες κεντώ, ζωγραφίζω |
|
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
815 | ὦ φίλτατ᾽, ἐγγὺς τῶν ἐμῶν κάμπτεις φρενῶν. | Ξυστά περνάς, καλέ μου, απ' την καρδιά μου. |
Ὀρέστης | Ορέστης | |
εἰκώ τ᾽ ἐν ἱστοῖς ἡλίου μετάστασιν; | Κι άλλο πλουμί; ν' αλλάζει δρόμο ο ήλιος; | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
ὕφηνα καὶ τόδ᾽ εἶδος εὐμίτοις πλοκαῖς. | Ναι, το ύφαναν κι αυτό τα νήματα μου. | |
Ὀρέστης | Ορέστης | |
καὶ λούτρ᾽ ἐς Αὖλιν μητρὸς ἀνεδέξω πάρα; | Για την Αυλίδα ξεκινώντας
πήρες
νερό απ' τη μάνα για λουτρό του γάμου; |
|
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
οἶδ᾽· οὐ γὰρ ὁ γάμος ἐσθλὸς ὤν μ᾽ ἀφείλετο. | Γάμου ευτυχία δεν το 'σβησε απ' το νου μου. | |
Ὀρέστης | Ορέστης | |
820 | τί γάρ; κόμας σὰς μητρὶ δοῦσα σῇ φέρειν; | Κι έστειλες στη μητέρα τα μαλλιά σου; |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
μνημεῖά γ᾽ ἀντὶ σώματος τοὐμοῦ τάφῳ. | Να μπουν στον τάφο αντίς για το κορμί μου. | |
Ὀρέστης | Ορέστης | |
ἃ δ᾽
εἶδον αὐτός, τάδε φράσω τεκμήρια· Πέλοπος παλαιὰν ἐν δόμοις λόγχην πατρός, ἣν χερσὶ πάλλων παρθένον Πισάτιδα |
Και τώρα τα σημάδια που 'δα
ο ίδιος;
στο σπίτι του πατέρα, την παλιά του Πέλοπα τη λόγχη, που μ' εκείνη - στα χέρια παίζοντας την - τον Οινόμαο |
|
825 | ἐκτήσαθ᾽
Ἱπποδάμειαν, Οἰνόμαον κτανών, ἐν παρθενῶσι τοῖσι σοῖς κεκρυμμένην. |
σκότωσε, κι έτσι γίνηκε δικιά
του
της Πίσας η παρθένα, η Ιπποδάμεια· μες στην παρθενική σου κάμαρα είναι. |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
ὦ φίλτατ᾽,
οὐδὲν ἄλλο, φίλτατος γὰρ εἶ, ἔχω σ᾽, Ὀρέστα, τηλύγετον [χθονὸς] ἀπὸ πατρίδος |
Ω εσύ, - πώς να σε πω; - ακριβέ,
ακριβέ μου
Ορέστη, σ' έχω εδώ, πολύ μακριά από τ' Άργος, μακριά από την πατρίδα μας, αγαπημένε! |
|
830 | Ἀργόθεν, ὦ φίλος. | |
Ὀρέστης | Ορέστης | |
κἀγώ
σε τὴν θανοῦσαν, ὡς δοξάζεται. κατὰ δὲ δάκρυ, κατὰ δὲ γόος ἅμα χαρᾷ τὸ σὸν νοτίζει βλέφαρον, ὡσαύτως δ᾽ ἐμόν. |
Κι εσένα εγώ, που σ' έλεαν
πεθαμένη.
Και βρέχουνε τα μάτια και των δυο μας δάκρυα, μαζί με τη χαρά και θρήνοι. |
|
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
τόδ᾽ ἔτι βρέφος | Μωρούλι ακόμη, | |
835 | ἔλιπον
ἀγκάλαισι νεαρὸν τροφοῦ νεαρὸν ἐν δόμοις. ὦ κρεῖσσον ἢ λόγοισιν εὐτυχοῦσά μου |
μωρούλι τρυφερό, στο σπίτι
στης βάγιας του την αγκαλιά τον είχα αυτόν αφήσει. Ψυχή μου, λόγια δεν τη λεν την ευτυχία σου, τι να πω; |
839 | ψυχά, τί φῶ; θαυμάτων | Αυτά όλα πια τα ξεπερνούν, και θάματα και λόγια. |
840 | πέρα καὶ λόγου πρόσω τάδ᾽ ἐπέβα. | |
Ὀρέστης | Ορέστης | |
τὸ λοιπὸν εὐτυχοῖμεν ἀλλήλων μέτα. | Εδώ κι εμπρός οι δυο μας να ευτυχούμε. | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
ἄτοπον
ἁδονὰν ἔλαβον, ὦ φίλαι· δέδοικα δ᾽ ἐκ χερῶν με μὴ πρὸς αἰθέρα ἀμπτάμενος φύγῃ· |
Είναι παράξενη η χαρά που
νιώθω, αγαπητές μου·
φοβούμαι μην πετάξει στον ουρανό, και μέοα από τα χέρια μου τον χάσω· |
|
845 | ἰὼ Κυκλωπὶς
ἑστία· ἰὼ πατρίς, Μυκήνα φίλα, χάριν ἔχω ζόας, χάριν ἔχω τροφᾶς, ὅτι μοι συνομαίμονα τόνδε δόμοις ἐξεθρέψω φάος. |
ω του σπιτιού γωνιά κυκλώπεια,
ω
πατρίδα μου, Μυκήνα αγαπημένη, σ' ευχαριστώ που του 'δωσες τη ζωή, που τον ανάθρεψες, που αυτόν εδώ τον αδερφό μου ανάστησες φως σωτηρίας του σπιτικού μας. |
Ὀρέστης | Ορέστης | |
850 | γένει
μὲν εὐτυχοῦμεν, ἐς δὲ συμφοράς, ὦ σύγγον᾽, ἡμῶν δυστυχὴς ἔφυ βίος. |
Η τύχη αρχοντικιά γενιά,
αδερφή μου,
μας έδωσε, μα ζωή συφοριασμένη. |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
ἐγᾦδ᾽ ἁ μέλεος, οἶδ᾽, ὅτε φάσγανον | Το 'νιωοα, η μαύρη, το 'νιωσα, όταν έβαλε | |
854 | δέρᾳ θῆκέ μοι μελεόφρων πατήρ. | με μαύρη σκέψη ο κύρης μας μαχαίρι στο λαιμό μου. |
Ὀρέστης | Ορέστης | |
855 | οἴμοι. δοκῶ γὰρ οὐ παρών σ᾽ ὁρᾶν ἐκεῖ. | Εκεί σα να σε βλέπω, κι ας μην ήμουν. |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
ἀνυμέναιος,
<ὦ> σύγγον᾽, Ἀχιλλέως ἐς κλισίαν λέκτρων |
Αχ ναι, αδερφέ, όταν δολερά
με πήγαιναν για τη σκηνή, την κλίνη του Αχιλλέα, |
|
859 | δολίαν ὅτ᾽ ἀγόμαν· | για γάμο που δεν ήτανε να γίνει· |
860 | παρὰ
δὲ βωμὸν ἦν δάκρυα καὶ γόοι. φεῦ φεῦ χερνίβων <τῶν> ἐκεῖ. |
κι ήτανε στο βωμό κοντά δάκρυα
και βόγκοι.
Οϊμέ, θυσίας ραντίσματα που γίνανε κει κάτω! |
Ὀρέστης | Ορέστης | |
ᾤμωξα κἀγὼ τόλμαν ἣν ἔτλη πατήρ. | Κι εγώ για του πατέρα κλαίω την τόλμη. | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
864 | ἀπάτορ᾽ ἀπάτορα πότμον ἔλαχον. | Σκληρός πατέρας μου έλαχε και τύχη μαύρη. |
865 | ἄλλα δ᾽ ἐξ ἄλλων κυρεῖ | Κι οι συμφορές - έτσι τα φέρνει κάποιος θεός – |
867 | δαίμονος τύχᾳ τινός. | η μια αναβρύζει από την άλλη. |
Ὀρέστης | Ορέστης | |
866 | εἰ σόν γ᾽ ἀδελφόν, ὦ τάλαιν᾽, ἀπώλεσας. | Ναι, αν σκότωνες τον αδερφό σου, δόλια... |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
868 | ὦ μελέα δεινᾶς τόλμας. δείν᾽ ἔτλαν | Ω συμφορά μου, αποκοτιά φριχτή! |
870 | δείν᾽
ἔτλαν, ὤμοι σύγγονε. παρὰ δ᾽ ὀλίγον ἀπέφυγες ὄλεθρον ἀνόσιον ἐξ ἐμᾶν δαϊχθεὶς χερῶν. ἁ δ᾽ ἐπ᾽ αὐτοῖσι τίς τελευτά; τίς τύχα μοι συγχωρήσει; |
Έργο φριχτό αποκότησα, φριχτό,
αδερφέ μου.
Και λίγο ακόμα, ανόσιο θα 'βρισκες χαμό και σπαραγμό απ' τα χέρια τα δικά μου. Αλλά το τέλος τώρα θα είναι ποιο; Ποιά τύχη πλάι μου θα σταθεί; |
875 | τίνα σοι πόρον εὑρομένα-- | Για σε τι πέρασμα να βρω, |
878 | πάλιν
ἀπὸ πόλεως, ἀπὸ φόνου πέμψω πατρίδ᾽ ἐς Ἀργείαν, |
μακριά απ' τη χώρ' αυτή, μακριά
απ' το σκοτωμό,
για να σε στείλω πίσω στο Άργος, |
880 | πρὶν
ἐπὶ ξίφος αἵματι σῷ πελάσαι; τόδε τόδε σόν, ὦ μελέα ψυχά, χρέος ἀνευρίσκειν. |
πριν το αίμα σου γυρεύοντας,
ζυγώσει το σπαθί;
Δικό σου χρέος, ταλαίπωρη ψυχή, δικό σου χρέος, αυτό να ψάξεις νά ' βρεις. |
884 | πότερον κατὰ χέρσον, οὐχὶ ναΐ--; | Άραγε από στεριά κι όχι με πλοίο; |
885 | ἀλλὰ
ποδῶν ῥιπᾷ θανάτῳ πελάσεις ἄρα βάρβαρα φῦλα καὶ δι᾽ ὁδοὺς ἀνόδους στείχων· διὰ κυανέας μὴν |
Μα. πεζοπόρος τρέχοντας,
θα 'σαι κοντά στο θάνατο,
ανάμεσ' από βάρβαρες φυλές ως θα περνάς και δρόμους κακοτράχαλους. |
890 | στενοπόρου
πέτρας μακρὰ κέλευθα να- ΐοισιν δρασμοῖς. |
Από των μαυρογάλαζων των
βράχων πάλι το στενό
είναι μακριά η φευγάλα με καράβι. |
894 | τάλαινα, τάλαινα. | Άμοιρη εγώ, άμοιρη εγώ. |
τίς ἂν
οὖν τάδ᾽ ἂν ἢ θεὸς ἢ βροτὸς ἢ τί τῶν ἀδοκήτων, πόρον ἄπορον ἐξανύσας, δυοῖν τοῖν μόνοιν Ἀτρείδαιν <φαίνοι> κακῶν ἔκλυσιν; |
Αχ, ποιος θεός ή ποιος θνητός
ή ποια
δύναμη ανέλπιστη λοιπόν πέρασμ' ανεύρετο θα βρει, θα φανερώσει λυτρωμό στους δυο που ακόμ' απόμειναν απ' τη γενιά του Ατρέα; |
|
Χορός | Χορός | |
900 | ἐν τοῖσι
θαυμαστοῖσι καὶ μύθων πέρα τάδ᾽ εἶδον αὐτὴ κοὐ κλύουσ᾽ ἀπαγγελῶ. |
Το θάμ' αυτό, το ανώτερο από
λόγια,
θα 'χω να το ιστορώ σαν κάτι που είδαν τα μάτια μου, όχι που άκουσαν τ' αυτιά μου. |
Πυλάδης | Πυλάδης | |
τὸ μὲν
φίλους ἐλθόντας εἰς ὄψιν φίλων, Ὀρέστα, χειρῶν περιβολὰς εἰκὸς λαβεῖν· λήξαντα δ᾽ οἴκτων κἀπ᾽ ἐκεῖν᾽ ἐλθεῖν χρεών, |
Φυσικό, ν' αγκαλιάζονται,
σα σμίγουν,
Ορέστη, συγγενείς· ανάγκη, ωστόσο τα συγκινητικά να σταματήσουν και να σκεφτούμε πώς, τη σωτηρία |
|
905 | ὅπως
τὸ κλεινὸν ὄνομα τῆς σωτηρίας λαβόντες ἐκ γῆς βησόμεσθα βαρβάρου. σοφῶν γὰρ ἀνδρῶν ταῦτα, μὴ ᾽κβάντας τύχης, καιρὸν λαβόντας, ἡδονὰς ἄλλας λαβεῖν. |
- λέξη λαμπρή! - αφού βρούμε,
από τη χώρα
θα βγούμε των βαρβάρων. Ευκαιρία σα βρουν οι μυαλωμένοι, δεν το ρίχνουν σ' άλλες χαρές, λοξοδρομώντας έξω απ' το στρατί που η τύχη τους ανοίγει. |
Ὀρέστης | Ορέστης | |
καλῶς ἔλεξας· τῇ τύχῃ δ᾽ οἶμαι μέλειν | Σωστά· μαζί μ' εμάς θαρρώ κι η τύχη | |
910 | τοῦδε
ξὺν ἡμῖν· ἢν δέ τις πρόθυμος ᾖ, σθένειν τὸ θεῖον μᾶλλον εἰκότως ἔχει. |
πως γνοιάζεται γι' αυτό·
μα δυναμώνει
κι η θεία βοήθεια, προθυμία σα βλέπει· |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
μηδέν
μ᾽ ἐπίσχῃ γ᾽· οὐδ᾽ ἀποστήσει λόγου, πρῶτον πυθέσθαι τίνα ποτ᾽ Ἠλέκτρα πότμον εἴληχε βιότου· φίλα γὰρ ἔστε πάντ᾽ ἐμοί. |
Τίποτε ας μην μποδίσει -
δε θα βγούμε
κιόλ' απ' το θέμα - να ρωτήσω πρώτα ποια μοίρα στη ζωή έχει βρει η Ηλέκτρα· οι δυο σας είστε ό,τι αγαπώ στον κόσμο. |
|
Ὀρέστης | Ορέστης | |
915 | τῷδε ξυνοικεῖ βίον ἔχουσ᾽ εὐδαίμονα. | Να, αυτόν πήρε άντρα κι είν' ευτυχισμένη. |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
οὗτος δὲ ποδαπὸς καὶ τίνος πέφυκε παῖς; | Κι αυτός πούθε είναι; ποιον έχει πατέρα; | |
Ὀρέστης | Ορέστης | |
Στρόφιος ὁ Φωκεὺς τοῦδε κλῄζεται πατήρ. | Είναι του Στρόφιου γιος, απ' τη Φωκίδα. | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
ὁ δ᾽ ἐστί γ᾽ Ἀτρέως θυγατρός, ὁμογενὴς ἐμός; | Κόρη του Ατρέα η μάνα του; γενιά μου; | |
Ὀρέστης | Ορέστης | |
ἀνεψιός γε, μόνος ἐμοὶ σαφὴς φίλος. | Ξάδερφος· και πιστός μου - ο μόνος! - φίλος. | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
920 | οὐκ ἦν τόθ᾽ οὗτος ὅτε πατὴρ ἔκτεινέ με. | Σα μ' έσφαζε ο πατέρας, δεν υπήρχε. |
Ὀρέστης | Ορέστης | |
οὐκ ἦν· χρόνον γὰρ Στρόφιος ἦν ἄπαις τινά. | Είχε αργήσει παιδί να κάμει ο Στρόφιος. | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
χαῖρ᾽ ὦ πόσις μοι τῆς ἐμῆς ὁμοσπόρου. | Άντρα της αδερφής μου· χαιρετώ σε. | |
Ὀρέστης | Ορέστης | |
κἀμός γε σωτήρ, οὐχὶ συγγενὴς μόνον. | Και μόνο συγγενής; σωτήρας μου είναι. | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
τὰ δεινὰ δ᾽ ἔργα πῶς ἔτλης μητρὸς πέρι; | Κι η μάνα... πώς το βάσταξε η καρδιά σου; | |
Ὀρέστης | Ορέστης | |
925 | σιγῶμεν αὐτά· πατρὶ τιμωρῶν ἐμῷ. | Σ' αυτά σιωπή· για του πατέρα το αίμα. |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
ἡ δ᾽ αἰτία τίς ἀνθ᾽ ὅτου κτείνει πόσιν; | Κι αυτή γιατί τον σκότωσε; Η αιτία; | |
Ὀρέστης | Ορέστης | |
ἔα τὰ μητρός· οὐδὲ σοὶ κλύειν καλόν. | Και να τ' ακούς είν' άσκημο· άφησε τα. | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
σιγῶ· τὸ δ᾽ Ἄργος πρὸς σὲ νῦν ἀποβλέπει; | Καλά· κι είσ' αρχηγός εσύ μες στο Άργος; | |
Ὀρέστης | Ορέστης | |
Μενέλαος ἄρχει· φυγάδες ἐσμὲν ἐκ πάτρας. | Ο Μενέλαος· εγώ 'μαι σε εξορία | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
930 | οὔ που νοσοῦντας θεῖος ὕβρισεν δόμους; | Αυθαιρεσία του θείου, στη δύσκολη ώρα; |
Ὀρέστης | Ορέστης | |
οὔκ, ἀλλ᾽ Ἐρινύων δεῖμά μ᾽ ἐκβάλλει χθονός. | Όχι· των Ερινυών με διώχνει ο φόβος. | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
ταῦτ᾽ ἆρ᾽ ἐπ᾽ ἀκταῖς κἀνθάδ᾽ ἠγγέλης μανείς; | Τρελό είπαν σε είδαν στ' ακρογιάλι· αυτό 'ναι; | |
Ὀρέστης | Ορέστης | |
ὤφθημεν οὐ νῦν πρῶτον ὄντες ἄθλιοι. | Με είδαν πολλοί σε τέτοιο χάλι ως τώρα. | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
ἔγνωκα· μητρός σ᾽ οὕνεκ᾽ ἠλάστρουν θεαί. | Νιώθω· οι θεές σε κέντριζαν της μάνας. | |
Ὀρέστης | Ορέστης | |
935 | ὥσθ᾽ αἱματηρὰ στόμι᾽ ἐπεμβαλεῖν ἐμοί. | Το γκέμι τους μου μάτωνε το στόμα. |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
τί γάρ ποτ᾽ ἐς γῆν τήνδ᾽ ἐπόρθμευσας πόδα; | Κι εδώ, στη χώρα τούτη, γιατί να 'ρθεις; | |
Ὀρέστης | Ορέστης | |
Φοίβου κελευσθεὶς θεσφάτοις ἀφικόμην. | Με πρόσταξε χρησμός του Φοίβου και ήρθα. | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
τί χρῆμα δράσειν; ῥητὸν ἢ σιγώμενον; | Να κάμεις τι; Κρυφό αν δεν είναι, πες το. | |
Ὀρέστης | Ορέστης | |
λέγοιμ᾽ ἄν· ἀρχαὶ δ᾽ αἵδε μοι πολλῶν πόνων. | Το λέω· κι αυτή η αρχή 'ναι των παθών μου. | |
940 | ἐπεὶ
τὰ μητρὸς ταῦθ᾽ ἃ σιγῶμεν κακὰ ἐς χεῖρας ἦλθε, μεταδρομαῖς Ἐρινύων ἠλαυνόμεσθα φυγάδες, ἔνθεν μοι πόδα ἐς τὰς Ἀθήνας δῆτ᾽ ἔπεμψε Λοξίας, δίκην παρασχεῖν ταῖς ἀνωνύμοις θεαῖς. |
Σαν έφτασαν στα χέρια μου
της μάνας
οι συμφορές - γι' αυτές ας μη μιλούμε -, στα ξένα οι Ερινύες με κυνηγούσαν, ώσπου ο Λοξίας με στέλνει στην Αθήνα, στις θεές τις τρομερές να δώσω λόγο. |
945 | ἔστιν
γὰρ ὁσία ψῆφος, ἣν Ἄρει ποτὲ Ζεὺς εἵσατ᾽ ἔκ του δὴ χερῶν μιάσματος. ἐλθὼν δ᾽ ἐκεῖσε--πρῶτα μέν μ᾽ οὐδεὶς ξένων ἑκὼν ἐδέξαθ᾽, ὡς θεοῖς στυγούμενον· οἳ δ᾽ ἔσχον αἰδῶ, ξένια μονοτράπεζά μοι |
Είν' ένα εκεί ιερό κριτήριο·
ο Δίας
κάποτε το 'χε ιδρύσει για τον Άρη, που με αίμα είχε τα χέρια του μολύνει. Πήγα· κανένας στην αρχή δεν είχε την προθυμία να με δεχτεί σαν ξένο· με κρίνανε θεομίσητο· όσοι νιώσαν |
950 | παρέσχον,
οἴκων ὄντες ἐν ταὐτῷ στέγει, σιγῇ δ᾽ ἐτεκτήναντ᾽ ἀπόφθεγκτόν μ᾽, ὅπως δαιτὸς γενοίμην πώματός τ᾽ αὐτοῖς δίχα, ἐς δ᾽ ἄγγος ἴδιον ἴσον ἅπασι βακχίου μέτρημα πληρώσαντες εἶχον ἡδονήν. |
λίγη σπλαχνιά, μου πρόσφερναν
στα σπίτια
φιλοξενία σε χωριστό τραπέζι και, σιωπηλοί, βουβό κι εμένα με είχαν, στο φαΐ και στο πιοτό τους να είμαι χώρια· σε κούπες χωριστές - μέτρο ίσο για όλους – κρασί κερνούσαν, κι έτσι τρωγοπίναν. |
955 | κἀγὼ
᾽ξελέγξαι μὲν ξένους οὐκ ἠξίουν, ἤλγουν δὲ σιγῇ κἀδόκουν οὐκ εἰδέναι, μέγα στενάζων οὕνεκ᾽ ἦ μητρὸς φονεύς. κλύω δ᾽ Ἀθηναίοισι τἀμὰ δυστυχῆ τελετὴν γενέσθαι, κἄτι τὸν νόμον μένειν, |
Να ελέγξω εγώ τους ξένους
δεν μπορούσα·
πονούσα σιωπηλός και καμωνόμουν πως τίποτα δε νιώθω, και βογκούσα πολύ, γιατί φονιάς της μάνας μου ήμουν. Κι ακούω πως στην Αθήνα οι συμφορές μου έγιναν τελετή· η συνήθεια μένει |
960 | χοῆρες ἄγγος Παλλάδος τιμᾶν λεών. | και τώρ' ακόμα· της χοϊκής
κανάτας
γιορτή ο λαός γιορτάζει της Παλλάδας. |
ὡς δ᾽
εἰς Ἄρειον ὄχθον ἧκον, ἐς δίκην ἔστην, ἐγὼ μὲν θάτερον λαβὼν βάθρον, τὸ δ᾽ ἄλλο πρέσβειρ᾽ ἥπερ ἦν Ἐρινύων. εἰπὼν <δ᾽> ἀκούσας θ᾽ αἵματος μητρὸς πέρι, |
Σαν έφτασα στο βράχο του
Άρη, η δίκη
άρχισε· απ' τα δυο βάθρα πάνω το ένα, και τ' άλλο η πιο προεστή απ' τις Ερινύες. Είπα και μου είπαν για της μάνας το αίμα, |
|
965 | Φοῖβός
μ᾽ ἔσῳσε μαρτυρῶν, ἴσας δέ μοι ψήφους διηρίθμησε Παλλὰς ὠλένῃ· νικῶν δ᾽ ἀπῆρα φόνια πειρατήρια. ὅσαι μὲν οὖν ἕζοντο πεισθεῖσαι δίκῃ, ψῆφον παρ᾽ αὐτὴν ἱερὸν ὡρίσαντ᾽ ἔχειν· |
κι η μαρτυρία με γλίτωσε
του Φοίβου·
στη διαλογή, το χέρι της Παλλάδας μέτρησε ισοψηφία· κι έφυγα τότες, αφού τη φονική κέρδισα δίκη. |
970 | ὅσαι
δ᾽ Ἐρινύων οὐκ ἐπείσθησαν νόμῳ, δρόμοις ἀνιδρύτοισιν ἠλάστρουν μ᾽ ἀεί, ἕως ἐς ἁγνὸν ἦλθον αὖ Φοίβου πέδον, καὶ πρόσθεν ἀδύτων ἐκταθείς, νῆστις βορᾶς, ἐπώμοσ᾽ αὐτοῦ βίον ἀπορρήξειν θανών, |
Όσες την κρίση αυτή Ερινύες
δεχτήκαν,
έμειναν, και κοντά στο δικαστήριο θέση για ναό τους διάλεξαν· μα οι άλλες με κέντριζαν αδιάκοπα να τρέχω, ώσπου ξανά στο ναό του Φοίβου πήγα, ξαπλώθηκα μπρος στο άδυτο, και, δίχως να τρώγω, ορκίστηκα ότι στη ζωή μου θα 'βαζα τέρμα εκεί, αν ο Φοίβος ο ίδιος |
975 | εἰ μή
με σώσει Φοῖβος, ὅς μ᾽ ἀπώλεσεν. ἐντεῦθεν αὐδὴν τρίποδος ἐκ χρυσοῦ λακὼν Φοῖβός μ᾽ ἔπεμψε δεῦρο, διοπετὲς λαβεῖν ἄγαλμ᾽ Ἀθηνῶν τ᾽ ἐγκαθιδρῦσαι χθονί. ἀλλ᾽ ἥνπερ ἡμῖν ὥρισεν σωτηρίαν, |
δε μ' έσωζε, που με είχε καταστρέψει.
Φωνή του Φοίβου απ' το χρυσό τριπόδι ακούστη τέλος· μ' έστελνε εδώ πέρα να πάρω την εικόνα, που είχε πέσει από τον ουρανό, και να τη στήσω στων Αθηναίων τη χώρα. Βοήθησε με |
980 | σύμπραξον·
ἢν γὰρ θεᾶς κατάσχωμεν βρέτας, μανιῶν τε λήξω καὶ σὲ πολυκώπῳ σκάφει στείλας Μυκήναις ἐγκαταστήσω πάλιν. ἀλλ᾽, ὦ φιληθεῖσ᾽, ὦ κασίγνητον κάρα, σῷσον πατρῷον οἶκον, ἔκσῳσον δ᾽ ἐμέ· |
λοιπόν για να σωθώ, σαν που
έχει ορίσει·
αν το άγαλμα της θεάς δικό μας γίνει, θα γιατρευτώ και το πολύκουπό μου καράβι στη Μυκήνα θα σε πάει. Αγαπημένη εσύ, ακριβή αδερφή μου, σώσε το πατρικό μας, γλίτωσε με |
985 | ὡς τἄμ᾽
ὄλωλε πάντα καὶ τὰ Πελοπιδῶν, οὐράνιον εἰ μὴ ληψόμεσθα θεᾶς βρέτας. |
κι εμέ· γιατί αν δεν πάρουμε
στα χέρια
την απ' τον ουρανό πεσμένη εικόνα, κι εγώ κι οι Πελοπίδες σβήνουμε όλοι. |
Χορός | Χορός | |
δεινή
τις ὀργὴ δαιμόνων ἐπέζεσε τὸ Ταντάλειον σπέρμα διὰ πόνων τ᾽ ἄγει. |
Άγρια, καυτή η οργή των θεών
πλακώνει
στου Τάνταλου το σόι και το παιδεύει. |
|
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
τὸ μὲν πρόθυμον, πρίν σε δεῦρ᾽ ἐλθεῖν, ἔχω | Και πριν εσύ να 'ρθεις εδώ, ποθούσα | |
990 | Ἄργει
γενέσθαι καὶ σέ, σύγγον᾽, εἰσιδεῖν. θέλω δ᾽ ἅπερ σύ, σέ τε μεταστῆσαι πόνων νοσοῦντά τ᾽ οἶκον, οὐχὶ τῷ κτανόντι με θυμουμένη, πατρῷον ὀρθῶσαι· θέλω· σφαγῆς τε γὰρ σῆς χεῖρ᾽ ἀπαλλάξαιμεν ἂν |
στ' Άργος να πάω, κι εσέ να
δω, αδερφέ μου.
Και θέλω, όσο κι εσύ, απ' τα βάσανα σου να σε βγάλω, και το άρρωστο μας σπίτι - χωρίς συνερισιά γι' αυτόν που πήγε να με σκοτώσει - ορθό να το στυλώσω· κι απ' το αίμα σου έτσι καθαρά εγώ θα 'χω |
995 | σῴσαιμί
τ᾽ οἴκους. τὴν θεὸν δ᾽ ὅπως λάθω δέδοικα καὶ τύραννον, ἡνίκ᾽ ἂν κενὰς κρηπῖδας εὕρῃ λαΐνας ἀγάλματος. πῶς δ᾽ οὐ θανοῦμαι; τίς δ᾽ ἔνεστί μοι λόγος; ἀλλ᾽, εἰ μὲν--ἕν τι--τοῦθ᾽ ὁμοῦ γενήσεται, |
τα χέρια, και θα σώσω και
το σπίτι·
δεν ξέρω μόνο πώς της θεάς το μάτι θα ξεφύγω, και πώς δε θα το νιώσει ο βασιλιάς, το πέτρινο όταν βάθρο θα το 'βρει δίχως το άγαλμα· τι θα 'χω να πω; θα με σκοτώσουν. Αν μπορούνε |
1000 | ἄγαλμά
τ᾽ οἴσεις κἄμ᾽ ἐπ᾽ εὐπρύμνου νεὼς ἄξεις, τὸ κινδύνευμα γίγνεται καλόν· τούτου δὲ χωρισθεῖσ᾽--ἐγὼ μὲν ὄλλυμαι, σὺ δ᾽ ἂν τὸ σαυτοῦ θέμενος εὖ νόστου τύχοις. οὐ μήν τι φεύγω γ᾽, οὐδέ σ᾽ εἰ θανεῖν χρεὼν |
τα δυο μαζί να γίνουν, και
να πάρεις
τ' άγαλμα και στ' ωριόπρυμο καράβι να πας κι εμένα, ωραίο τ' απότολμο έργο· αν όχι, εγώ πια χάνομαι, μα εσύ μπορείς να τα βολέψεις και να φύγεις στον τόπο μας· μα εγώ, και με τη ζωή μου |
1005 | σῴσασαν·
οὐ γὰρ ἀλλ᾽ ἀνὴρ μὲν ἐκ δόμων θανὼν ποθεινός, τὰ δὲ γυναικὸς ἀσθενῆ. |
το λυτρωμό σου αν είναι να
πλερώσω,
δεν κάνω πίσω· αποζητιέται ο άντρας, σα λείψει, ενώ γυναίκα, όχι και τόσο. |
Ὀρέστης | Ορέστης | |
οὐκ ἂν
γενοίμην σοῦ τε καὶ μητρὸς φονεύς· ἅλις τὸ κείνης αἷμα· κοινόφρων δὲ σοὶ καὶ ζῆν θέλοιμ᾽ ἂν καὶ θανὼν λαχεῖν ἴσον. |
Φονιάς και της μητέρας και
δικός σου
δε θα 'μαι· φτάνει το αίμα εκείνης· θέλω μαζί σου, με μια γνώμη, και να ζήσω και να πεθάνω· θα σε πάω στο σπίτι μας, |
|
1010 | ἄξω δέ
γ᾽, ἤνπερ καὐτὸς ἐνταυθοῖ περῶ, πρὸς οἶκον, ἢ σοῦ κατθανὼν μενῶ μέτα. γνώμης δ᾽ ἄκουσον· εἰ πρόσαντες ἦν τόδε Ἀρτέμιδι, πῶς ἂν Λοξίας ἐθέσπισε κομίσαι μ᾽ ἄγαλμα θεᾶς πόλισμ᾽ ἐς Παλλάδος |
αν φτάσω εκεί ο ίδιος, ή μαζί
σου
νεκρός θα μείνω. Κι άκουσε τι λέω: στην Άρτεμη αν αυτό δυσάρεστο ήταν, πως το άγαλμα της όρισε ο Λοξίας στην πόλη της Παλλάδας να το πάω |
1015 | <*> καὶ σὸν πρόσωπον εἰσιδεῖν; ἅπαντα γὰρ συνθεὶς τάδ᾽ εἰς ἓν νόστον ἐλπίζω λαβεῖν. |
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . .
και να σε δω; όλ' αυτά αν τα συνταιριάσω, ελπίζω να γυρίσω στην πατρίδα. |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
πῶς οὖν
γένοιτ᾽ ἂν ὥστε μήθ᾽ ἡμᾶς θανεῖν, λαβεῖν θ᾽ ἃ βουλόμεσθα; τῇδε γὰρ νοσεῖ νόστος πρὸς οἴκους· ἡ δὲ βούλησις πάρα. |
Μα πώς να γίνει, μήτε κι η
ζωή μας
να πάθει, και να πάρουμε ό,τι θέλουμε; Ο γυρισμός στον τόπο μας σκοντάφτει σ' αυτό μονάχα η διάθεση δε λείπει. |
|
Ὀρέστης | Ορέστης | |
1020 | ἆρ᾽ ἂν τύραννον διολέσαι δυναίμεθ᾽ ἄν; | Το βασιλιά αν σκοτώναμε; μπορούμε; |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
δεινὸν τόδ᾽ εἶπας, ξενοφονεῖν ἐπήλυδας. | Τον ντόπιο, εμείς ξενοφερμένοι; Φρίκη! | |
Ὀρέστης | Ορέστης | |
ἀλλ᾽, εἰ σὲ σώσει κἀμέ, κινδυνευτέον. | Πρέπει να το τολμήσουμε, αν μας σώζει. | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
οὐκ ἂν δυναίμην· τὸ δὲ πρόθυμον ᾔνεσα. | Το θάρρος σου μου αρέσει αδύνατο όμως. | |
Ὀρέστης | Ορέστης | |
τί δ᾽, εἴ με ναῷ τῷδε κρύψειας λάθρα; | Μες στο ναό αν με κρύψεις; πώς το κρίνεις; | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
1025 | ὡς δὴ σκότον λαβόντες ἐκσωθεῖμεν ἄν; | Λες, λυτρωμό να βρούμε στο σκοτάδι; |
Ὀρέστης | Ορέστης | |
κλεπτῶν γὰρ ἡ νύξ, τῆς δ᾽ ἀληθείας τὸ φῶς. | Νύχτα ζητά η κλεψιά, και φως η αλήθεια. | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
εἴσ᾽ ἔνδον ἱεροὶ φύλακες, οὓς οὐ λήσομεν. | Έχει φύλακες μέσα· θα μας νιώσουν. | |
Ὀρέστης | Ορέστης | |
οἴμοι, διεφθάρμεσθα· πῶς σωθεῖμεν ἄν; | Χαμένοι! Αχ που θα βρούμε σωτηρία; | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
ἔχειν δοκῶ μοι καινὸν ἐξεύρημά τι. | Θαρρώ πως βρήκα ένα καινούριο σχέδιο. | |
Ὀρέστης | Ορέστης | |
1030 | ποῖόν τι; δόξης μετάδος, ὡς κἀγὼ μάθω. | Σαν τι; κι εμένα πες το, να το ξέρω. |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
ταῖς σαῖς ἀνίαις χρήσομαι σοφίσμασι. | Τα πάθια σου για τέχνασμα θα πάρω. | |
Ὀρέστης | Ορέστης | |
δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας. | Στα τέτοια φοβερές είν' οι γυναίκες. | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
φονέα σε φήσω μητρὸς ἐξ Ἄργους μολεῖν. | Θα πω: φονιάς της μάνας μου ήρθε απ' τ' Άργος. | |
Ὀρέστης | Ορέστης | |
χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς. | Βάλε μπρος τα δεινά μου, αν βγαίνει ωφέλεια. | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
1035 | ὡς οὐ θέμις γε λέξομεν θύειν θεᾷ, | Θα πω πως δε βολεί να σε θυσιάσω. |
Ὀρέστης | Ορέστης | |
τίν᾽ αἰτίαν ἔχουσ᾽; ὑποπτεύω τι γάρ. | Για ποιαν αιτία; Θαρρώ, μαντεύω κάτι. | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
οὐ καθαρὸν ὄντα· τὸ δ᾽ ὅσιον δώσω φόβῳ. | Σα μολυσμένον· μόνο αγνούς προσφέρνω. | |
Ὀρέστης | Ορέστης | |
τί δῆτα μᾶλλον θεᾶς ἄγαλμ᾽ ἁλίσκεται; | Και παίρνεται με αυτό της θεάς η εικόνα; | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
πόντου σε πηγαῖς ἁγνίσαι βουλήσομαι, | Η θάλασσα, θα πω, θα σ' εξαγνίσει. | |
Ὀρέστης | Ορέστης | |
1040 | ἔτ᾽ ἐν δόμοισι βρέτας, ἐφ᾽ ᾧ πεπλεύκαμεν. | Η εικόνα η ποθητή στο ναό είν' ακόμα. |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
κἀκεῖνο νίψαι, σοῦ θιγόντος ὥς, ἐρῶ. | Την άγγιξες θα πω, και θα την πλύνω. | |
Ὀρέστης | Ορέστης | |
ποῖ δῆτα; πόντου νοτερὸν εἶπας ἔκβολον; | Και που λοιπόν; εκεί; σε κάτι ρήχες; | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
οὗ ναῦς χαλινοῖς λινοδέτοις ὁρμεῖ σέθεν. | Όπου λινά σκοινιά το πλοίο σου δένουν. | |
Ὀρέστης | Ορέστης | |
σὺ δ᾽ ἤ τις ἄλλος ἐν χεροῖν οἴσει βρέτας; | Τ' άγαλμα εσύ θα το σηκώνεις ή άλλος; | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
1045 | ἐγώ· θιγεῖν γὰρ ὅσιόν ἐστ᾽ ἐμοὶ μόνῃ. | Δεν επιτρέπεται άλλος, να τ' αγγίξει. |
Ὀρέστης | Ορέστης | |
Πυλάδης δ᾽ ὅδ᾽ ἡμῖν ποῦ τετάξεται πόνου; | Κι η θέση του Πυλάδη σε όλα τούτα; | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
ταὐτὸν χεροῖν σοὶ λέξεται μίασμ᾽ ἔχων. | Θα ' χει κι εκείνος το ίδιο μίασμα τάχα. | |
Ὀρέστης | Ορέστης | |
λάθρα δ᾽ ἄνακτος ἢ εἰδότος δράσεις τάδε; | Κι αυτά κρυφά απ' το ρήγα ή θα τα ξέρει: | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
πείσασα μύθοις· οὐ γὰρ ἂν λάθοιμί γε. | θα τον πλανέσω αλλιώς δεν του ξεφεύγω. | |
Ὀρέστης | Ορέστης | |
1050 | καὶ μὴν νεώς γε πίτυλος εὐήρης πάρα. | Έτοιμο και το πλοίο με τα κουπιά του. |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
σοὶ δὴ μέλειν χρὴ τἄλλ᾽ ὅπως ἕξει καλῶς. | Για τ' άλλα πια η φροντίδα είναι δικιά σου. | |
Ὀρέστης | Ορέστης | |
ἑνὸς
μόνου δεῖ, τάσδε συγκρύψαι τάδε. ἀλλ᾽ ἀντίαζε καὶ λόγους πειστηρίους εὕρισκ᾽· ἔχει τοι δύναμιν εἰς οἶκτον γυνή. |
Τώρα ένα μένει: μυστικό οι
γυναίκες
να το κρατήσουν. Έλα, ικέτευε τες και σκέψου με τι λόγια θα τις πείσεις· ξέρει η γυναίκα τις καρδιές να εγγίζει. |
|
1055 | τὰ δ᾽ ἄλλ᾽ ἴσως--. ἅπαντα συμβαίη καλῶς. | Τ' άλλα... οι θεοί δεξιά ας τα φέρουν όλα. |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
ὦ φίλταται
γυναῖκες, εἰς ὑμᾶς βλέπω, καὶ τἄμ᾽ ἐν ὑμῖν ἐστιν ἢ καλῶς ἔχειν ἢ μηδὲν εἶναι καὶ στερηθῆναι πάτρας φίλου τ᾽ ἀδελφοῦ φιλτάτης τε συγγόνου. |
Σ' εσάς ελπίζω, αγαπητές
μου, και είναι
στα χέρια σας η τύχη μου: ή να πάω καλά, ή να σβήσω ολότελα, να χάσω πατρίδα, αγαπητό αδερφό, αδερφούλα μυριάκριβη. Κι ας κάμω αρχή με τούτο: |
|
1060 | καὶ πρῶτα
μέν μοι τοῦ λόγου τάδ᾽ ἀρχέτω· γυναῖκές ἐσμεν, φιλόφρον ἀλλήλαις γένος σῴζειν τε κοινὰ πράγματ᾽ ἀσφαλέσταται. σιγήσαθ᾽ ἡμῖν καὶ συνεκπονήσατε φυγάς. καλόν τοι γλῶσσ᾽ ὅτῳ πιστὴ παρῇ. |
στο γυναικείο το φύλο, το
δικό μας,
η μια αγαπά την άλλη, ανάμεσα μας έχουμ' εμπιστοσύνη στις δουλειές μας. Κρατήστε το κρυφό, και στη φυγή μας βοηθήστε μας. Ωραίο να 'ναι κανένας εχέμυθος. Τρεις φίλτατους μια τύχη, |
ὁρᾶτε
δ᾽ ὡς τρεῖς μία τύχη τοὺς φιλτάτους, ἢ γῆς πατρῴας νόστον ἢ θανεῖν ἔχει. σωθεῖσα δ᾽, ὡς ἂν καὶ σὺ κοινωνῇς τύχης, σώσω σ᾽ ἐς Ἑλλάδ᾽. ἀλλὰ πρός σε δεξιᾶς σὲ καὶ σὲ ἱκνοῦμαι, σὲ δὲ φίλης παρηίδος, |
βλέπετε, περιμένει: ή στην
πατρίδα
να πάνε ή να χαθούν. Εγώ αν γλιτώσω, θα δω κι εσύ απ' την τύχη μου να λάβεις μερίδιο: να γυρίσεις στην Ελλάδα. Σας ικετεύω· στο δεξί σου χέρι σε ορκίζω εσέ, κι εσέ· στο μάγουλο σου |
|
1070 | γονάτων
τε καὶ τῶν ἐν δόμοισι φιλτάτων μητρὸς πατρός τε καὶ τέκνων ὅτῳ κυρεῖ. τί φατέ; τίς ὑμῶν φησιν ἢ τίς οὐ θέλειν-- φθέγξασθε--ταῦτα; μὴ γὰρ αἰνουσῶν λόγους ὄλωλα κἀγὼ καὶ κασίγνητος τάλας. |
εσένα το γλυκό· στα γόνατα
σας·
σ' ό,τι στο σπίτι πιο ακριβό σας είναι. μάνα, πατέρα και παιδιά... όσες έχουν. Τι λέτε; Ποια από σας λέει ναι - μιλήστε – ποια αρνιέται; Αν δε δεχτείτε εσείς, χαμένη είμαι, κι εγώ κι ο δόλιος ο αδερφός μου. |
Χορός | Χορός | |
1075 | θάρσει,
φίλη δέσποινα, καὶ σῴζου μόνον· ὡς ἔκ γ᾽ ἐμοῦ σοι πάντα σιγηθήσεται-- ἴστω μέγας Ζεύς--ὧν ἐπισκήπτεις πέρι. |
Θάρρος, καλή κυρά μας, κοίτα
μόνο
να γλιτώσεις· γι' αυτά που παραγγέλνεις μιλιά δε βγάζω, μάρτυράς μου ο Δίας. |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
ὄναισθε
μύθων καὶ γένοισθ᾽ εὐδαίμονες. σὸν ἔργον ἤδη καὶ σὸν ἐσβαίνειν δόμους· |
Καλό να δείτε, να είστε ευτυχισμένες
για τα καλά σας λόγια. Εσείς οι δύο |
|
1080 | ὡς αὐτίχ᾽
ἥξει τῆσδε κοίρανος χθονός, θυσίαν ἐλέγχων εἰ κατείργασται ξένων. |
στο ναό να μπείτε τώρα· όπου
και να 'ναι
ο βασιλιάς θα 'ρθει, για να ρωτήσει αν η θυσία των ξένων έχει γίνει. |
ὦ πότνι᾽,
ἥπερ μ᾽ Αὐλίδος κατὰ πτυχὰς δεινῆς ἔσωσας ἐκ πατροκτόνου χερός, σῶσόν με καὶ νῦν τούσδε τ᾽· ἢ τὸ Λοξίου |
Ω θεά, που στα φαράγγια της
Αυλίδας
από το φονικό πατρικό χέρι μ' έσωσες, έλα σώσε με και τώρα κι αυτούς μαζί μου· αλλιώς, η αιτία θα γίνεις |
|
1085 | οὐκέτι
βροτοῖσι διὰ σὲ ἐτήτυμον στόμα. ἀλλ᾽ εὐμενὴς ἔκβηθι βαρβάρου χθονὸς ἐς τὰς Ἀθήνας· καὶ γὰρ ἐνθάδ᾽ οὐ πρέπει ναίειν, παρόν σοι πόλιν ἔχειν εὐδαίμονα. |
να μην πιστεύουν πια οι θνητοί
τα λόγια
του Φοίβου. Έβγα καλόβουλη απ' τη χώρα τη βάρβαρη και φύγε στην Αθήνα· δε σου ταιριάζει εδώ να μένεις, όταν μπορείς να πας σε πόλη ευτυχισμένη. |
χοικός;
που έχει σχέση με τις χοές
ωριόπρυμος: που έχει ωραία πρύμη (καράβι) |