Χορός
κυάνεαι κυάνεαι σύνοδοι θαλάσσας, ἵν᾽ οἶ- στρος ὁ πετόμενος Ἀργόθεν ἄ- |
Χορός
Ω γαλάζιο, βαθυγάλαζο σμίξιμο των θαλασσών, όπου απ' τ' Άργος η βοϊδόμυγα πετώντας |
|
395 | ξενον
ἐπ᾽ οἶδμα διεπέρασεν . . .
Ἀσιήτιδα γαῖαν Εὐρώπας διαμείψας. τίνες ποτ᾽ ἄρα τὸν εὔυδρον δονακόχλοα |
πέρα πέρασε απ' το κύμα τ'
αφιλόξενο
τη γελάδα για τις χώρες της Ασίας απ' την Ευρώπη! Σαν ποιοι να 'ναι που του Ευρώτα |
400 | λιπόντες
Εὐρώταν ἢ
ῥεύματα σεμνὰ Δίρκας ἔβασαν ἔβασαν ἄμεικτον αἶαν, ἔνθα κούρᾳ δίᾳ τέγγει |
άφησαν τα ωραία νερά
και τα πράσινα καλάμια ή το ρέμα το τρισέβαστο της Δίρκης, για να φτάσουν σ' άγρια χώρα, όπου για χάρη της διογέννητης παρθένας αίμα ανθρώπινο ποτίζει |
405 | βωμοὺς
καὶ περικίονας
ναοὺς αἷμα βρότειον; |
το βωμό και το ιερό της,
τον περίστυλο ναό; |
ἦ ῥοθίοις
εἰλατίνας
δικρότοισι κώπας ἔπλευ- σαν ἐπὶ πόντια κύματα, νά- |
Με τραβήγματα διπλόκροτα
των ελάτινων κουπιών, με πανιά λινά απ' ανέμους φουσκωμένα |
|
410 | ιον ὄχημα
λινοπόροις αὔραις,
φιλόπλουτον ἅμιλλαν αὔξοντες μελάθροισιν; φίλα γὰρ ἐλπίς γ᾽, ἐπί τε πήμασιν βροτῶν |
ποντοπόροι ν' αρμενίσανε
στα κύματα
απ' τον πόθο σωρούς πλούτου μες στα σπίτια τους να υψώσουν; την καρδιά γλυκαίν' η ελπίδα |
415 | ἄπληστος
ἀνθρώποις, ὄλ-
βου βάρος οἳ φέρονται πλάνητες ἐπ᾽ οἶδμα πόλεις τε βαρβάρους περῶντες, κοινᾷ δόξᾳ· γνώμα δ᾽ οἷς μὲν ἄκαιρος ὄλ- |
κι είν' αχόρταγη - πηγή
συμφορών - για τους ανθρώπους που τα κέρδη κυνηγούνε τα μεγάλα ταξιδεύοντας στις χώρες των βαρβάρων· όνειρο κοινό είναι σ' όλους, μα του κέρδους η έγνοια σε άλλους άμετρη είναι, σ' άλλους πάλι |
420 | βου, τοῖς δ᾽ ἐς μέσον ἥκει. | με το μέτρο το σωστό. |
πῶς πέτρας
τὰς συνδρομάδας,
πῶς Φινεϊδᾶν ἀΰ- πνους ἀκτὰς ἐπέρασαν παρ᾽ ἅλιον |
Πώς τους αλληλόκρουστους
τους βράχους,
τάχα πώς των Φινειδών να περάσανε τ' ασίγαστ' ακρογιάλια; |
|
425 | αἰγιαλὸν
ἐπ᾽ Ἀμφιτρί-
τας ῥοθίῳ δραμόντες, ὅπου πεντήκοντα κορᾶν Νηρῄδων . . . . χοροὶ μέλπουσιν ἐγκύκλιοι, |
τρέχοντας γιαλό γιαλό
στ' ανεμόδαρτα νερό της Αμφιτρίτης, όπου οι πενήντα θυγατέρες του Νηρέα τραγουδούνε και χορεύουνε κυκλόσυρτο χορό; |
430 | πλησιστίοισι
πνοαῖς
συριζόντων κατὰ πρύμναν εὐναίων πηδαλίων αὔραις <σὺν> νοτίαις ἢ πνεύμασι Ζεφύρου, |
ή στον άνεμο αμολώντας τα
πανιά,
ενώ σφύριζε στην πρύμη το τιμόνι, ο οδηγός του καραβιού, πέρασαν με τη νοτιά, με τις πνοές του Ζέφυρου ίσως, |
435 | τὰν πολυόρνιθον
ἐπ᾽ αἶ-
αν, λευκὰν ἀκτάν, Ἀχιλῆ- ος δρόμους καλλισταδίους, ἄξεινον κατὰ πόντον; |
στη λευκήν ακρογιαλιά,
αναρίθμητων πετούμενων λημέρι, του γοργόδρομου Αχιλλέα λαμπρή απλωσιά, μες στον άξενο τον πόντο; |
εἴθ᾽
εὐχαῖσιν δεσποσύνοις
Λήδας Ἑλένα φίλα |
Άμποτε, όπως εύχεται η κυρά
μας,
απ' το κάστρο το τρωικό |
|
440 | παῖς
ἐλθοῦσα τύχοι τὰν
Τρῳάδα λι- ποῦσα πόλιν, ἵν᾽ ἀμφὶ χαί- τᾳ δρόσον αἱματηρὰν ἑλιχθεῖσα λαιμοτόμῳ |
ξεκινώντας η ακριβή της
Λήδας κόρη
να 'φτανε, η Ελένη, εδώ κι αφού αιμάτινο τριγύρω στα μαλλιά της κύκλο, |
445 | δεσποίνας
χειρὶ θάνοι
ποινὰς δοῦσ᾽ ἀντιπάλους. |
της θυσίας αρχή, η κυρά μας
της χαράξει,
να σφαχτεί, το χρέος της έτσι να πλερώσει ταιριαστό. |
ἁδίσταν
δ᾽ ἀγγελίαν
δεξαίμεσθ᾽, Ἑλλάδος ἐκ γᾶς πλωτήρων εἴ τις ἔβα, |
Μα το μήνυμα για μας το πιο
γλυκό
θα 'ταν, από την Ελλάδα κατά δω ένας ταξιδιάρης να φανεί |
|
450 | δουλείας
ἐμέθεν
δειλαίας παυσίπονος· κἀν γὰρ ὀνείροισι συνεί- ην δόμοις πόλει τε πατρῴ- ᾳ, τερπνῶν ὕπνων ἀπόλαυ- |
κι απ' τις πίκρες της σκλαβιάς
να με σώσει την καημένη· να 'μουνα στο σπίτι μου, αχ, και στον τόπο μου, έτσι καν μες στ' όνειρο μου· δώρα του ύπνου τα όνειρα είναι του γλυκού |
455 | σιν, κοινὰν χάριν ὄλβου. | και κοινό αγαθό του κόσμου. |