Χορός
καὶ μὴν ὅδ᾽ ἀκτὰς ἐκλιπὼν θαλασσίους βουφορβὸς ἥκει σημανῶν τί σοι νέον. |
Η κορυφαία
του Χορού
Μα κοίτα! Απ' το γιαλό ένας γελαδάρης έρχεται, κάποιο νέο για να σου φέρει. |
|
Βουκόλος
Ἀγαμέμνονός τε καὶ Κλυταιμήστρας τέκνον, ἄκουε καινῶν ἐξ ἐμοῦ κηρυγμάτων. |
Γελαδάρης
Άκου από μένα ένα μαντάτο, κόρη της Κλυταιμήστρας και του γιου του Ατρέα. |
|
240 | Ἰφιγένεια
τί δ᾽ ἔστι τοῦ παρόντος ἐκπλῆσσον λόγου; |
Ιφιγένεια
Τι τρέχει; αυτό μας κόβει από το θρήνο. |
Βουκόλος
ἥκουσιν ἐς γῆν, κυανέαν Συμπληγάδα πλάτῃ φυγόντες, δίπτυχοι νεανίαι, θεᾷ φίλον πρόσφαγμα καὶ θυτήριον Ἀρτέμιδι. χέρνιβας δὲ καὶ κατάργματα |
Γελαδάρης
Ξεφύγανε τις μαύρες Συμπληγάδες με πλοίο, κι εδώ μας ήρθανε δυο νέοι, σφάγια γλυκά και προσφορά στη θεά μας την Άρτεμη. Έλα βιάσου να ετοιμάσεις |
|
245 | οὐκ ἂν φθάνοις ἂν εὐτρεπῆ ποιουμένη. | τον αγιασμό και τ' άλλα για θυσία. |
Ἰφιγένεια
ποδαποί; τίνος γῆς σχῆμ᾽ ἔχουσιν οἱ ξένοι; |
Ιφιγένεια
Πούθε είναι; η όψη που έχουν πώς τους δείχνει; |
|
Βουκόλος
Ἕλληνες· ἓν τοῦτ᾽ οἶδα κοὐ περαιτέρω. |
Γελαδάρης
Έλληνες· άλλο τίποτα δεν ξέρω. |
|
Ἰφιγένεια
οὐδ᾽ ὄνομ᾽ ἀκούσας οἶσθα τῶν ξένων φράσαι; |
Ιφιγένεια
Και πώς τους λεν; δεν άκουσες; δεν ξέρεις; |
|
Βουκόλος
Πυλάδης ἐκλῄζεθ᾽ ἅτερος πρὸς θατέρου. |
Γελαδάρης
Πυλάδη ο ένας έκραζε τον άλλον. |
|
250 | Ἰφιγένεια
τοῦ ξυζύγου δὲ τοῦ ξένου τί τοὔνομ᾽ ἦν; |
Ιφιγένεια
Κι αυτός, ο σύντροφός του, τι όνομα έχει; |
Βουκόλος
οὐδεὶς τόδ᾽ οἶδεν· οὐ γὰρ εἰσηκούσαμεν. |
Γελαδάρης
Δεν τ' άκουσε κανείς μας· άγνωστο είναι. |
|
Ἰφιγένεια
πῶς δ᾽ εἴδετ᾽ αὐτοὺς κἀντυχόντες εἵλετε; |
Ιφιγένεια
Πού τους είδατε; πες μου πώς πιαστήκαν; |
|
Βουκόλος
ἄκραις ἐπὶ ῥηγμῖσιν ἀξένου πόρου-- |
Γελαδάρης
Άκρη άκρη στ' αφιλόξενο ακρογιάλι |
|
Ἰφιγένεια
καὶ τίς θαλάσσης βουκόλοις κοινωνία; |
Ιφιγένεια
Στη θάλασσα οι βοσκοί σαν τι δουλειά έχουν; |
|
255 | Βουκόλος
βοῦς ἤλθομεν νίψοντες ἐναλίᾳ δρόσῳ. |
Γελαδάρης
Πήγαμ ' εκεί να πλύνουμε τα βόδια. |
Ἰφιγένεια
ἐκεῖσε δὴ ᾽πάνελθε, πῶς νιν εἵλετε τρόπῳ θ᾽ ὁποίῳ· τοῦτο γὰρ μαθεῖν θέλω. χρόνιοι γὰρ ἥκουσ᾽· οὐδέ πω βωμὸς θεᾶς Ἑλληνικαῖσιν ἐξεφοινίχθη ῥοαῖς. |
Ιφιγένεια
Απάντησέ μου' που τους πιάσατε, είπα, και με ποιον τρόπο; αυτό ζητώ να μάθω. Πριν από τούτους, το βωμό της θεάς μας καιρό είχε να το βάψει Ελλήνων αίμα. |
|
260 | Βουκόλος
ἐπεὶ τὸν ἐσρέοντα διὰ Συμπληγάδων |
Γελαδάρης
Στη θάλασσα που εδώ χτυπάει, περνώντας |
βοῦς
ὑλοφορβοὺς πόντον εἰσεβάλλομεν,
ἦν τις διαρρὼξ κυμάτων πολλῷ σάλῳ κοιλωπὸς ἀγμός, πορφυρευτικαὶ στέγαι. ἐνταῦθα δισσοὺς εἶδέ τις νεανίας |
τις Συμπληγάδες,
βάζαμε τα βόδια,
θρεφτά του λόγκου· εκεί 'ναι μια κουφάλα, στο βράχο απ' τις φουρτούνες ανοιγμένη, σκεπή για τους ψαράδες της πορφύρας. Ένας μας, γελαδάρης, είδε μέσα |
|
265 | βουφορβὸς
ἡμῶν, κἀπεχώρησεν πάλιν
ἄκροισι δακτύλοισι πορθμεύων ἴχνος. ἔλεξε δ᾽· Οὐχ ὁρᾶτε; δαίμονές τινες θάσσουσιν οἵδε. --θεοσεβὴς δ᾽ ἡμῶν τις ὢν ἀνέσχε χεῖρα καὶ προσηύξατ᾽ εἰσιδών· |
δυο νέους, κι ακροπατώντας
ήρθε πίσω
και λέει σ' εμάς· “δε βλέπετε; να, θεοί 'ναι, δεν ξέρω ποιοι, που κάθονται” Ένας άλλος δικός μας, θεοφοβούμενος, τους βλέπει, τα χέρια υψώνει και μια δέηση κάνει: |
270 | ὦ ποντίας
παῖ Λευκοθέας, νεῶν φύλαξ,
δέσποτα Παλαῖμον, ἵλεως ἡμῖν γενοῦ, εἴτ᾽ οὖν ἐπ᾽ ἀκταῖς θάσσετον Διοσκόρω, ἢ Νηρέως ἀγάλμαθ᾽, ὃς τὸν εὐγενῆ ἔτικτε πεντήκοντα Νηρῄδων χορόν. |
“ω γιε της Λευκοθέας
της πελαγίσιας,
σώστη των πλοίων Παλαίμονά μου αφέντη, γίνε ίλεος*, μα κι εσείς, ω Διόσκουροί μου, αν είστ' εσείς που κάθεστε στους βράχους, ή του Νηρέα χαρές, που είν' ο πατέρας χορού πενήντα ευγενικών Νηρηίδων” |
275 | ἄλλος
δέ τις μάταιος, ἀνομίᾳ θρασύς,
ἐγέλασεν εὐχαῖς, ναυτίλους δ᾽ ἐφθαρμένους θάσσειν φάραγγ᾽ ἔφασκε τοῦ νόμου φόβῳ, κλύοντας ὡς θύοιμεν ἐνθάδε ξένους. ἔδοξε δ᾽ ἡμῶν εὖ λέγειν τοῖς πλείοσι, |
Μα ένας άλλος μας,
άπιστος κι αυθάδης
απ' την ασέβεια, γέλασε για τούτη τη δέηση κι είπε ναυτικοί πως θα ήταν καραβοτσακισμένοι, που θ' ακούσαν για το έθιμο να σφάζουμε τους ξένους και κάθονταν στον σπήλιο από το φόβο· οι πιο πολλοί δίκιο είπαμε πως έχει |
280 | θηρᾶν τε τῇ θεῷ σφάγια τἀπιχώρια. | και να τους κυνηγήσουμε
για σφάγια
της θεάς μας, όπως είναι ο ντόπιος νόμος. |
κἀν τῷδε
πέτραν ἅτερος λιπὼν ξένοιν
ἔστη κάρα τε διετίναξ᾽ ἄνω κάτω κἀπεστέναξεν ὠλένας τρέμων ἄκρας, μανίαις ἀλαίνων, καὶ βοᾷ κυναγὸς ὥς· |
Φεύγει απ ' το βράχο
ωστόσο ο ένας ξένος,
τινάζει πάνω κάτω το κεφάλι, βογκάει, τρέμουν τα χέρια του, τον πιάνει τρέλα, και κράζει κυνηγός σα να 'ναι: |
|
285 | Πυλάδη,
δέδορκας τήνδε; τήνδε δ᾽ οὐχ ὁρᾷς
Ἅιδου δράκαιναν, ὥς με βούλεται κτανεῖν δειναῖς ἐχίδναις εἰς ἔμ᾽ ἐστομωμένη; ἣ δ᾽ ἐκ χιτώνων πῦρ πνέουσα καὶ φόνον πτεροῖς ἐρέσσει, μητέρ᾽ ἀγκάλαις ἐμὴν |
“Βλέπεις, Πυλάδη,
αυτή; και τούτη του Άδη
δε βλέπεις τη δρακόντισσα, που θέλει να με σκοτώσει. αρματωμένη ως είναι με οχιές φριχτές που ενάντια μου τις στρέφει; Και η άλλη, απ' το χιτώνα της φυσώντας φωτιά και φόνο, κοίτα φτερολάμνει στην αγκαλιά τη μάνα μου κρατώντας, |
290 | ἔχουσα--πέτρινον
ὄχθον, ὡς ἐπεμβάλῃ.
οἴμοι, κτενεῖ με· ποῖ φύγω; |
για να τη ρίξει απάνω
μου κοτρόνα.
Θα με σκοτώσει· αχ, πού να φύγω;” Ωστόσο |
291a | παρῆν
δ᾽ ὁρᾶν
οὐ ταῦτα μορφῆς σχήματ᾽, ἀλλ᾽ ἠλλάσσετο φθογγάς τε μόσχων καὶ κυνῶν ὑλάγματα, ἃς φᾶσ᾽ Ἐρινῦς ἱέναι μιμήματα. |
καμιά μορφή από τούτες
δε φαινόταν·
των δαμαλιών μουγκρίσματα των σκύλων γαβγίσματα, γι' αυτόν τα ουρλιάσματα ήταν που, καθώς λένε, βγάζουν οι Ερινύες. |
295 | ἡμεῖς
δὲ συσταλέντες, ὡς θαμβούμενοι,
σιγῇ καθήμεθ᾽· ὃ δὲ χερὶ σπάσας ξίφος, μόσχους ὀρούσας ἐς μέσας λέων ὅπως, παίει σιδήρῳ λαγόνας ἐς πλευράς θ᾽ ἱείς, δοκῶν Ἐρινῦς θεὰς ἀμύνεσθαι τάδε, |
Εμείς, βουβοί, ζαρώσαμε
στην άκρη
σα για θάνατο· εκείνος ξεσπαθώνει κι ως λιοντάρι χιμώντας στα δαμάλια χτυπά με το σπαθί πλευρά, λαγόνια, με την ιδέα πως αντιστέκεται έτσι στις Ερινύες· και βάφτηκε αίμα η άπλα |
300 | ὡς αἱματηρὸν
πέλαγος ἐξανθεῖν ἁλός.
κἀν τῷδε πᾶς τις, ὡς ὁρᾷ βουφόρβια πίπτοντα καὶ πορθούμεν᾽, ἐξωπλίζετο, κόχλους τε φυσῶν συλλέγων τ᾽ ἐγχωρίους· πρὸς εὐτραφεῖς γὰρ καὶ νεανίας ξένους |
της θάλασσας. Ως
βλέπει πια ο καθένας
τα βόδια του να πέφτουν, να χαλιούνται, άρματ' αδράχνει και μαζεύει ντόπιους φυσώντας σε κοχύλες· δεν είν' άξιοι, κρίναμε, γελαδάρηδες ανθρώποι |
305 | φαύλους
μάχεσθαι βουκόλους ἡγούμεθα.
πολλοὶ δ᾽ ἐπληρώθημεν ἐν μακρῷ χρόνῳ. πίπτει δὲ μανίας πίτυλον ὁ ξένος μεθείς, στάζων ἀφρῷ γένειον· ὡς δ᾽ ἐσείδομεν προύργου πεσόντα, πᾶς ἀνὴρ ἔσχεν πόνον |
με ξένους νέους κι
αντρείους να παραβγούνε,
Και γίναμε πολλοί σε λίγην ώρα. Πέρασε η κρίση της μανίας, και πέφτει μ' αφρούς στο στόμα ο ξένος· βλέποντάς τον νά πέφτει απά στην ώρα, όλοι βαλθήκαν |
310 | βάλλων
ἀράσσων. ἅτερος δὲ τοῖν ξένοιν
ἀφρόν τ᾽ ἀπέψη σώματός τ᾽ ἐτημέλει πέπλων τε προυκάλυπτεν εὐπήνους ὑφάς, καραδοκῶν μὲν τἀπιόντα τραύματα, φίλον δὲ θεραπείαισιν ἄνδρ᾽ εὐεργετῶν. |
από μακριά ή κοντά
να τον βαρούνε.
Σφόγγιζε τους αφρούς του ο άλλος ξένος και τον γνοιαζόταν, κι έβαζε μπροστά του ωραίο κρουστό υφαντό, να τον σκεπάσει· είχε απ' τη μια το νου του στις ριξιές μας και φρόντιζε απ' την άλλη για το φίλο. |
315 | ἔμφρων
δ᾽ ἀνᾴξας ὁ ξένος πεσήματος
ἔγνω κλύδωνα πολεμίων προσκείμενον καὶ τὴν παροῦσαν συμφορὰν αὐτοῖν πέλας, ᾤμωξέ θ᾽· ἡμεῖς δ᾽ οὐκ ἀνίεμεν πέτροις βάλλοντες, ἄλλος ἄλλοθεν προσκείμενοι. |
Ορθός πηδάει, στα
σύγκαλά του, ο ξένος,
κι ως βλέπει να πλακώνει οχτρών φουρτούνα και να σιμώνει το κακό, βογκάει· κι εμείς, άλλοι από δω άλλοι κείθε ορμώντας, γραμμή πετροβολούμε· τότε ακούστη |
320 | οὗ δὴ
τὸ δεινὸν παρακέλευσμ᾽ ἠκούσαμεν·
Πυλάδη, θανούμεθ᾽, ἀλλ᾽ ὅπως θανούμεθα κάλλισθ᾽· ἕπου μοι, φάσγανον σπάσας χερί. -- |
το φοβερό του πρόσταγμα·
“Πυλάδη,
ο θάνατός μας βέβαιος, αλλά να 'ναι τιμημένος· ξεσπάθωσε κι ακλούθα”. |
ὡς δ᾽
εἴδομεν δίπαλτα πολεμίων ξίφη,
φυγῇ λεπαίας ἐξεπίμπλαμεν νάπας. |
Σαν είδαμε τα δυο
σπαθιά να παίζουν,
πιάσαμε τα βραχόσπαρτα φαράγγια. |
|
325 | ἀλλ᾽,
εἰ φύγοι τις, ἅτεροι προσκείμενοι
ἔβαλλον αὐτούς· εἰ δὲ τούσδ᾽ ὠσαίατο, αὖθις τὸ νῦν ὑπεῖκον ἤρασσεν πέτροις. ἀλλ᾽ ἦν ἄπιστον· μυρίων γὰρ ἐκ χερῶν οὐδεὶς τὰ τῆς θεοῦ θύματ᾽ εὐτύχει βαλών. |
Μα αν φεύγαν μερικοί,
ζυγώνανε άλλοι
και ρίχνανε· αν αυτούς μπροστά τους βάζαν, όσοι είχαν φύγει πριν ξαναρχινούσαν το πετροβολητό· μα απίστευτο είναr χιλιάδες χέρια, και δεν βρέθηκε ένας της θεάς μας να πετύχει τα σφαχτά. |
330 | μόλις
δέ νιν τόλμῃ μὲν οὐ χειρούμεθα,
κύκλῳ δὲ περιβαλόντες ἐξεκλέψαμεν πέτροισι χειρῶν φάσγαν᾽, ἐς δὲ γῆν γόνυ καμάτῳ καθεῖσαν. πρὸς δ᾽ ἄνακτα τῆσδε γῆς κομίζομέν νιν. ὃ δ᾽ ἐσιδὼν ὅσον τάχος |
Και τέλος δεν τους
βάλαμε στο χέρι
με την αντρεία· τους ζώσαμε ένα γύρο, και τα σπαθιά τους πέσανε απ'. τα χέρια, και οι πέτρες τα παράλυσαν· στο χώμα γονάτισαν κατάκοποι· στο ρήγα τους πήγαμε, κι αυτός, μόλις τους είδε, |
335 | ἐς χέρνιβάς τε καὶ σφαγεῖ᾽ ἔπεμπέ σοι. | πρόσταξε ευθύς σ'
εσέ να οδηγηθούνε,
να γίνει ο ραντισμός τους και η σφαγή τους. |
ηὔχου
δὲ τοιάδ᾽, ὦ νεᾶνί, σοι ξένων
σφάγια παρεῖναι· κἂν ἀναλίσκῃς ξένους τοιούσδε, τὸν σὸν Ἑλλὰς ἀποτείσει φόνον δίκας τίνουσα τῆς ἐν Αὐλίδι σφαγῆς. |
Τέτοια απ' τα ξένα
σφάγια, κοπελιά μου,
να δέεσαι να 'ρχονται· αν θυσιάζεις τέτοιους, το φόνο σου η Ελλάδα θα πλερώσει, που 'θελε να σε σφάξει στην Αυλίδα. |
|
340 | Χορός
θαυμάστ᾽ ἔλεξας τὸν μανένθ᾽, ὅστις ποτὲ Ἕλληνος ἐκ γῆς πόντον ἦλθεν ἄξενον. |
Χορός
Παράξενη είναι η τρέλα του Έλληνα, όποιος και να 'ναι, που στον άξενο ήρθε πόντο. |
Ἰφιγένεια
εἶἑν· σὺ μὲν κόμιζε τοὺς ξένους μολών, τὰ δ᾽ ἐνθάδ᾽ ἡμεῖς ὅσια φροντιούμεθα-- |
Ιφιγένεια
Καλά· τους ξένους τρέχα εσύ να φέρεις· για το ιερό μου χρέος έχω το νου μου. |
|
ὦ καρδία τάλαινα, πρὶν μὲν ἐς ξένους | Δόλια καρδιά μου, ως τώρα για τους ξένους | |
γαληνὸς
ἦσθα καὶ φιλοικτίρμων ἀεί,
ἐς θοὑμόφυλον ἀναμετρουμένη δάκρυ, Ἕλληνας ἄνδρας ἡνίκ᾽ ἐς χέρας λάβοις. νῦν δ᾽ ἐξ ὀνείρων οἷσιν ἠγριώμεθα, δοκοῦσ᾽ Ὀρέστην μηκέθ᾽ ἥλιον βλέπειν, |
ήσουν γλυκιά, πονετικιά
ήσουν πάντα,
κι Έλληνες όταν σου 'πεφταν στα χέρια, δάκρυζες, σαν ομόφυλοί σου που ήταν. Μα τώρα, τ' όνειρό μου μ' έχει αγριέψει· ο Ορέστης λέω, δε ζει· για σας συμπόνια, |
|
350 | δύσνουν
με λήψεσθ᾽, οἵτινές ποθ᾽ ἥκετε.
καὶ τοῦτ᾽ ἄρ᾽ ἦν ἀληθές, ᾐσθόμην, φίλαι· οἱ δυστυχεῖς γὰρ τοῖσι δυστυχεστέροις αὐτοὶ κακῶς πράξαντες οὐ φρονοῦσιν εὖ. ἀλλ᾽ οὔτε πνεῦμα Διόθεν ἦλθε πώποτε, |
όποιοι και να 'στε
που έρχεστε, δε νιώθω.
Σωστό ειν' αυτό που λένε, φίλες· τώρα το βλέπω· συμφορά σα σε χτυπήσει, δε συμπαθάς τον πιο δυστυχισμένο. Μα ανέμου πνοή καμιά απ' το Δία ως τώρα |
355 | οὐ πορθμίς,
ἥτις διὰ πέτρας Συμπληγάδας
Ἑλένην ἀπήγαγ᾽ ἐνθάδ᾽, ἥ μ᾽ ἀπώλεσεν, Μενέλεών θ᾽, ἵν᾽ αὐτοὺς ἀντετιμωρησάμην, τὴν ἐνθάδ᾽ Αὖλιν ἀντιθεῖσα τῆς ἐκεῖ, οὗ μ᾽ ὥστε μόσχον Δαναΐδαι χειρούμενοι |
ούτε κανένα πέραμα
δεν ήρθε,
που μέσ' απ' το στενό των Συμπληγάδων την Ελένη, πηγή της συμφοράς μου, μαζί με το Μενέλαο να μας φέρει, για να εκδικιόμουν και μιαν άλλη Αυλίδα να 'στηνα εδώ γι ' αυτούς, αντίς για κείνη, όπου οι Αργείοι κρατώντας με ως δαμάλα |
360 | ἔσφαζον,
ἱερεὺς δ᾽ ἦν ὁ γεννήσας πατήρ.
οἴμοι--κακῶν γὰρ τῶν τότ᾽ οὐκ ἀμνημονῶ-- ὅσας γενείου χεῖρας ἐξηκόντισα γονάτων τε τοῦ τεκόντος, ἐξαρτωμένη, λέγουσα τοιάδ᾽· ὦ πάτερ, νυμφεύομαι |
μ' έσφαζαν κι ήταν
θύτης μου ο γονιός μου.
Αχ - δεν ξεχνώ τις τότε πίκρες - πόσες φορές στα γένια του άπλωσα τα χέρια μου, στα γόνατά του! Πάνω του κρεμιόμουν και του έλεγα: “φριχτή παντρειά μου κάνεις, πατέρα· τη στιγμή που εσύ με σφάζεις |
365 | νυμφεύματ᾽
αἰσχρὰ πρὸς σέθεν· μήτηρ δ᾽ ἐμὲ
σέθεν κατακτείνοντος Ἀργεῖαί τε νῦν ὑμνοῦσιν ὑμεναίοισιν, αὐλεῖται δὲ πᾶν μέλαθρον· ἡμεῖς δ᾽ ὀλλύμεσθα πρὸς σέθεν. Ἅιδης Ἀχιλλεὺς ἦν ἄρ᾽, οὐχ ὁ Πηλέως, |
η μάνα μου κι οι Αργίτισσες
του γάμου
τραγούδι λεν για μένα, όλο το σπίτι γεμίζει αυλών αχούς· κι απ' το δικό σου χάνομαι χέρι εγώ· ώστε ήταν ο Άδης - κι όχι ο Πηλείδης - ο Αχιλλέας που γι' άντρα |
370 | ὅν μοι
προσείσας πόσιν, ἐν ἁρμάτων ὄχοις
ἐς αἱματηρὸν γάμον ἐπόρθμευσας δόλῳ. ἐγὼ δὲ λεπτῶν ὄμμα διὰ καλυμμάτων ἔχουσ᾽, ἀδελφόν τ᾽ οὐκ ἀνειλόμην χεροῖν, --ὃς νῦν ὄλωλεν--οὐ κασιγνήτῃ στόμα |
προβάλλοντας με
δόλο, μες στ' αμάξι
για ματωμένο εδώ μ' έσυρες γάμο”. Με πέπλο εγώ αγανό στο πρόσωπό μου, δε σήκωσα στα χέρια μου τ' αδέρφι - αυτό που τώρα πάει -, την αδερφή μου, δε φίλησα στο στόμα από ντροπή |
375 | συνῆψ᾽
ὑπ᾽ αἰδοῦς, ὡς ἰοῦσ᾽ ἐς Πηλέως
μέλαθρα· πολλὰ δ᾽ ἀπεθέμην ἀσπάσματα ἐς αὖθις, ὡς ἥξουσ᾽ ἐς Ἄργος αὖ πάλιν. |
που πήγαινα στο σπίτι
του Πηλέα·
για αργότερα, είπα, ας μείνουν οι ασπασμοί μου, σα να ήταν να γυρίσω πίσω στο Άργος, |
ὦ τλῆμον,
εἰ τέθνηκας, ἐξ οἵων καλῶν
ἔρρεις, Ὀρέστα, καὶ πατρὸς ζηλωμάτων-- |
Άμοιρε, Ορέστη, αν
πέθανες, τι πλούτια,
τι πατρικά έχεις χάσει μεγαλεία! |
|
380 | τὰ τῆς
θεοῦ δὲ μέμφομαι σοφίσματα,
ἥτις βροτῶν μὲν ἤν τις ἅψηται φόνου, ἢ καὶ λοχείας ἢ νεκροῦ θίγῃ χεροῖν, βωμῶν ἀπείργει, μυσαρὸν ὡς ἡγουμένη, αὐτὴ δὲ θυσίαις ἥδεται βροτοκτόνοις. |
Της θεάς μας οι ξυπνάδες
δε μου αρέσουν·
αν με τα χέρια ένας θνητός αγγίξει φόνου αίμα ή και λεχώνα ή πεθαμένον, τον διώχνει, ως μολυσμένο, απ' το βωμό της, κι αυτή θυσίες ανθρώπων την ευφραίνουν. |
385 | οὐκ ἔσθ᾽
ὅπως ἔτεκεν ἂν ἡ Διὸς δάμαρ
Λητὼ τοσαύτην ἀμαθίαν. ἐγὼ μὲν οὖν τὰ Ταντάλου θεοῖσιν ἑστιάματα ἄπιστα κρίνω, παιδὸς ἡσθῆναι βορᾷ, τοὺς δ᾽ ἐνθάδ᾽, αὐτοὺς ὄντας ἀνθρωποκτόνους, |
Αδύνατο η Λητώ, του
Δία γυναίκα,
να γέννησε ένα τόσο ανόητο πλάσμα. Ούτε όσα λεν για τα ταντάλεια δείπνα, πως τάχα θεοί γευτήκανε τις σάρκες του παιδιού του, πιστεύω· οι ντόπιοι πάλι, νομίζω, είν' αιμοβόροι και ζητούνε |
390 | ἐς τὴν
θεὸν τὸ φαῦλον ἀναφέρειν δοκῶ·
οὐδένα γὰρ οἶμαι δαιμόνων εἶναι κακόν. |
στους θεούς να ρίξουν
τ' άγριο φυσικό τους·
κανένας, λέω, θεός κακός δεν είναι. |
ίλεος: σπλαχνικός φτερολάμνω: χτυπώ τα φτερά σαν κουπιά αγανός: αραιά υφασμένος |