ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ

ΠΕΡΙ ΑΝΑΠΝΟΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ'.

Σύστασις και λειτουργία του πνεύμονος εις τα ανώτερα ζώα.

 
Διὰ τί δὲ τὰ ἔχοντα δέχεται τὸν ἀέρα καὶ ἀναπνέουσι͵ καὶ μάλιστ΄ αὐτῶν ὅσα ἔχουσιν ἔναιμον͵      1. Διατί δε τα ζώα τα έχοντα πνεύμονα δέχονται τον αέρα και αναπνέουσι, και μάλιστα όσα εξ αυτών έχουσι τον πνεύμονα πλήρη αίματος;
αἴτιον τοῦ μὲν ἀναπνεῖν ὁ πνεύμων σομφὸς ὢν καὶ συρίγγων πλήρης. καὶ ἐναιμότατον δὴ μάλιστα τοῦτο τὸ μόριον τῶν καλουμένων σπλάγχνων. 2. Αίτιον τούτου είναι ότι ο πνεύμων είναι σπογγώδης και πλήρης σωλήνων. Το μέρος τούτο έχει το περισσότερον αίμα εξ όλων των ονομαζομένων σπλάγχνων.
ὅσα δὴ ἔχει ἔναιμον αὐτό͵ ταχείας μὲν δεῖται τῆς καταψύξεως διὰ τὸ μικρὰν εἶναι τὴν ῥοπὴν τοῦ ψυχικοῦ πυρός͵ εἴσω δ΄ εἰσιέναι διὰ παντὸς διὰ τὸ πλῆθος τοῦ αἵματος καὶ τῆς θερμότητος. ταῦτα δ΄ ἀμφότερα ὁ μὲν ἀὴρ δύναται ῥᾳδίως ποιεῖν· διὰ γὰρ τὸ λεπτὴν ἔχειν τὴν φύσιν διὰ παντός τε καὶ ταχέως διαδυόμενος διαψύχει· τὸ δ΄ ὕδωρ τοὐναντίον. καὶ διότι δὴ μάλιστ΄ ἀναπνέουσι τὰ ἔχοντα τὸν πνεύμονα ἔναιμον͵ ἐκ τούτων δῆλον· τό τε γὰρ θερμότερον πλείονος δεῖται τῆς καταψύξεως͵ ἅμα δὲ καὶ πρὸς τὴν ἀρχὴν τῆς θερμότητος τὴν ἐν τῇ καρδίᾳ πορεύεται τὸ πνεῦμα ῥᾳδίως. 3. Όσα δε έχουσιν αίμα εις τον πνεύμονα, έχουσι χρείαν ταχείας καταψύξεως, διότι η ζωική θερμότης είναι λίαν ευκίνητος και διότι η ψύξις πρέπει να εισέρχηται εις όλον το εσωτερικόν του ζώου ένεκα της αφθονίας του αίματος και της θερμότητος. Και τα δύο δε ταύτα ο αήρ δύναται ευκόλως να εκτελή, διότι είναι φύσει λεπτός και εισδύων εις όλον το ζώον ταχέως ψύχει αυτό 48, ενώ το ύδωρ (θα εξετέλει) το εναντίον. Και ότι ιδία αναπνέουσιν εκείνα τα ζώα, όσων ο πνεύμων έχει αίμα, είναι φανερόν εκ τούτου, ότι δηλ. το θερμότερον έχει χρείαν περισσοτέρας ψύξεως, και συνάμα ο αήρ, ενώ πληροί τους πνεύμονας, ευκόλως φθάνει μέχρι της αρχικής πηγής της ζωικής θερμότητας, ήτις είναι εv τη καρδία.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΣT'.

Αναφοραί της καρδίας πρός τον πνεύμονα και τα βράγγια. Θέσις της καρδίας και σύστασις. Θάνατος η παύσις της κινήσεως του πνεύμονος και των βραγχίων.

 
Ὃν δὲ τρόπον ἡ καρδία τὴν σύντρησιν ἔχει πρὸς τὸν πνεύμονα͵ δεῖ θεωρεῖν ἔκ τε τῶν ἀνατεμνομένων καὶ τῶν ἱστοριῶν τῶν περὶ τὰ ζῷα γεγραμμένων.      1. Τον τρόπον, καθ' ον η καρδία συγκοινωνεί με τον πνεύμονα, πρέπει να ίδωμεν και εις τα ανατεμνόμενα ζώα και εις τα συγγράμματα περί “Ζώων Ιστορίας”.
καταψύξεως μὲν οὖν ὅλως ἡ τῶν ζῴων δεῖται φύσις διὰ τὴν ἐν τῇ καρδίᾳ τῆς ψυχῆς ἐμπύρευσιν. ταύτην δὲ ποιεῖται διὰ τῆς ἀναπνοῆς ὅσα μὴ μόνον ἔχουσι καρδίαν ἀλλὰ καὶ πνεύμονα τῶν ζῴων. τὰ δὲ καρδίαν μὲν ἔχοντα͵ πνεύμονα δὲ μή͵ καθάπερ οἱ ἰχθύες διὰ τὸ ἔνυδρον αὐτῶν τὴν φύσιν εἶναι͵ τῷ ὕδατι ποιοῦνται τὴν κατάψυξιν διὰ τῶν βραγχίων. 2. Γενικώς η φύσις των ζώων έχει χρείαν καταψύξεως 49 ένεκα της ζωικής θερμότητος, ήτις είναι εις την καρδίαν 50. Την κατάψυξιν δε ταύτην ενεργούσι διά της αναπνοής όσα εκ των ζώων έχουσιν ου μόνον καρδίαν, αλλά και πνεύμονα. Όσα δε έχουσι καρδίαν, ουχί δε πνεύμονα, καθώς οι ιχθύς, επειδή η φύσις αυτών είναι να ζώσιν εις το ύδωρ, ενεργούσι την κατάψυξίν των εις το ύδωρ δια των βραγχίων.
ὡς δ΄ ἡ θέσις ἔχει τῆς καρδίας πρὸς τὰ βράγχια͵ πρὸς μὲν τὴν ὄψιν ἐκ τῶν [478b] ἀνατομῶν δεῖ θεωρεῖν͵ πρὸς δ΄ ἀκρίβειαν ἐκ τῶν ἱστοριῶν· ὡς δ΄ ἐν κεφαλαίοις εἰπεῖν καὶ νῦν͵ ἔχει τόνδε τὸν τρόπον. δόξειε μὲν γὰρ ἂν οὐχ ὡσαύτως ἔχειν τὴν θέσιν ἡ καρδία τοῖς τε πεζοῖς τῶν ζῴων καὶ τοῖς ἰχθύσιν͵ ἔχει δ΄ ὡσαύτως. ᾗ γὰρ νεύουσι τὰς κεφαλάς͵ ἐνταῦθ΄ ἡ καρδία τὸ ὀξὺ ἔχει. ἐπεὶ δὲ οὐχ ὡσαύτως αἱ κεφαλαὶ νεύουσι τοῖς τε πεζοῖς τῶν ζῴων καὶ τοῖς ἰχθύσι͵ πρὸς τὸ στόμα ἡ καρδία τὸ ὀξὺ ἔχει. 3. Ποίαι δε είναι αι σχετικαί θέσεις της καρδίας και των βραγχίων πρέπει να ίδωμεν διά της όψεως εις τας ανατομάς, και εις τας ιστορίας των ζώων, καθ' όσον αφορά τας λεπτομερείας. Αλλ' ίνα και τώρα συγκεφαλαιώσωμεν, τα πράγματα έχουσιν ως εξής: Φαίνεται ίσως ότι η καρδία δεν έχει την αυτήν θέσιν εις τα χερσαία ζώα όπως και εις τους ιχθύς, αλλ' όμως είναι εις την αυτήν θέσιν· διότι η καρδία έχει την κορυφήν αυτής προς το μέρος, όπου τα ζώα κλίνουσι τας κεφάλας αυτών. Αλλ' επειδή αι κεφαλαί δεν κλίνουσι κατά την αυτήν διεύθυνσιν εις τα χερσαία και εις τους ιχθύς 51, η καρδία τούτων έχει τήν κορυφήν εστραμμένην προς το στόμα 52.
τείνει δ΄ ἐξ ἄκρου τῆς καρδίας αὐλὸς φλεβονευρώδης εἰς τὸ μέσον͵ ᾗ συνάπτουσιν ἀλλήλοις πάντα τὰ βράγχια. μέγιστος μὲν οὖν οὗτός ἐστιν͵ ἔνθεν δὲ καὶ ἔνθεν τῆς καρδίας καὶ ἕτεροι τείνουσιν εἰς ἄκρον ἑκάστου τῶν βραγχίων͵ δι΄ ὧν ἡ κατάψυξις γίνεται πρὸς τὴν καρδίαν͵ διαυλωνίζοντος ἀεὶ τοῦ ὕδατος διὰ τῶν βραγχίων. 4. Διευθύνεται δε από του άκρου της καρδίας αυλός φλεβονευρώδης εις το μέσον αυτής, όπου όλα τα βράγχια συνενούνται μεταξύ των. Είναι δε μέγιστος ο αυλός ούτος. Και από το εν και από το άλλο μέρος της καρδίας άλλοι σωλήνες διευθύνονται εις το άκρον εκάστου των βραγχίων, διά των οποίων γίνεται η κατάψυξις της καρδίας, διότι το ύδωρ πάντοτε διοχετεύεται διά των βραγχίων.
ὡσαύτως δὲ τοῖς ἀναπνέουσιν ὁ θώραξ ἄνω καὶ κάτω κινεῖται πολλάκις δεχομένων τὸ πνεῦμα καὶ ἐξιέντων͵ ὡς τὰ βράγχια τοῖς ἰχθύσιν. καὶ τὰ μὲν ἀναπνέοντα ἐν ὀλίγῳ ἀέρι καὶ τῷ αὐτῷ ἀποπνίγονται· ταχέως γὰρ ἑκάτερον αὐτῶν γίνεται θερμόν (θερμαίνει γὰρ ἡ τοῦ αἵματος θίξις ἑκάτερον)͵ θερμὸν δ΄ ὂν [τὸ αἷμα] κωλύει τὴν κατάψυξιν· καὶ μὴ δυναμένων κινεῖν τῶν μὲν ἀναπνεόντων τὸν πνεύμονα τῶν δ΄ ἐνύδρων τὰ βράγχια διὰ πάθος ἢ διὰ γῆρας͵ τότε συμβαίνειν δεῖ τὴν τελευτήν. 5. Ομοίως δε και εις τα ζώα, τα οποία αναπνέουσιν, ο θώραξ κινείται πολλάκις άνω και κάτω, όταν ταύτα δέχωνται και εξάγωσι τον αέρα, τον οποίον αναπνέουσι, όπως συμβαίνει εις τα βράγχια των ιχθύων. Και όσα μεν ζώα αναπνέουσιν εις ολίγον αέρα και τον αυτόν (μη ανανεούμενον) αποπνίγονται 53, διότι και ο αήρ και το ζώον γίνονται ταχέως θερμά, επειδή η επαφή του αίματος 54 θερμαίνει και τα δύο. Όταν όμως το αίμα είναι θερμόν, εμποδίζει την κατάψυξιν. Και όταν τα ζώα, τα οποία αναπνέουσι, δεν δύνανται να θέτωσιν εις κίνησιν τον πνεύμονα αυτών, τα δε ένυδρα τα βράγχια αυτών ή δια πάθημα τι ή διά γήρας, τότε αναγκαίως αποθνήσκουσιν.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΖ'.

Περί Ζωής και Θανάτου. Ο θάνατος είναι, βίαιος ή φυσικός. Ο φυσικός είναι αποτέλεσμα ελλείψεως θερμότητος εν τη καρδία. Θάνατος εκ γήρατος. Νοσήματα πνεύμονας.

 
Ἔστι μὲν οὖν πᾶσι τοῖς ζῴοις κοινὸν γένεσις καὶ θάνατος͵ οἱ δὲ τρόποι διαφέρουσι τῷ εἴδει·      1. Εις πάντα λοιπόν τα ζώα είναι κοινά η γέννησις και ο θάνατος, οι τρόποι δε αυτών διαφέρουσι κατ' είδος.
οὐ γὰρ ἀδιάφορος ἡ φθορά͵ ἀλλ΄ ἔχει τι κοινόν. θάνατος δ΄ ἐστὶν ὁ μὲν βίαιος ὁ δὲ κατὰ φύσιν͵ βίαιος μὲν ὅταν ἡ ἀρχὴ ἔξωθεν ᾖ͵ κατὰ φύσιν δ΄ ὅταν ἐν αὐτῷ͵ καὶ ἡ τοῦ μορίου σύστασις ἐξ ἀρχῆς τοιαύτη͵ ἀλλὰ μὴ ἐπίκτητόν τι πάθος. 2. Ο θάνατος δεν είναι άνευ διαφορών, έχει όμως πάντοτε κοινόν τι. Ο θάνατος είναι άλλοτε μεν βίαιος, άλλοτε δε φυσικός. Βίαιος είναι όταν η αιτία αυτού είναι έξωθεν, φυσικός δε όταν η αιτία είναι εν αυτώ τω ατόμω. Και η σύστασις του πνεύμονος 55 είναι τοιαύτη εξ αρχής 56 και δεν είναι ιδιότης τις επίκτητος.
τοῖς μὲν οὖν φυτοῖς αὔανσις͵ ἐν δὲ τοῖς ζῴοις καλεῖται τοῦτο γῆρας. ἔστι δὲ θά νατος καὶ ἡ φθορὰ πᾶσιν ὁμοίως τοῖς μὴ ἀτελέσιν· τούτοις δὲ παρομοίως μέν͵ ἄλλον δὲ τρόπον. ἀτελῆ δὲ λέγω οἷον τά τε ᾠὰ καὶ τὰ σπέρματα τῶν φυτῶν͵ ὅσα ἄρριζα. 3. Εις τα φυτά η πορεία αυτή λέγεται αποξήρανσις, εις δε τα ζώα γήρας. Ο θάνατος δε και η καταστροφή είναι όμοια εις πάντα τα μη ατελή (κατά την ανάπτυξιν) ζώα. Και εις τα ατελή είναι παρόμοια, αλλ' ο τρόπος είναι διάφορος. Ατελή δε λέγω τα ωά, π. χ. και τα σπέρματα των φυτών, όταν δεv έχωσιν ακόμη ρίζας.
πᾶσι μὲν οὖν ἡ φθορὰ γίνεται διὰ θερμοῦ τινος ἔκλειψιν͵ τοῖς δὲ τελείοις͵ ἐν ᾧ τῆς οὐσίας ἡ ἀρχή. αὕτη δ΄ ἐστίν͵ ὥσπερ εἴρηται πρότερον͵ ἐν ᾧ τό τε ἄνω καὶ τὸ κάτω συνάπτει͵ τοῖς μὲν φυτοῖς μέσον βλαστοῦ καὶ ῥίζης͵ τῶν δὲ ζῴων τοῖς [479a] μὲν ἐναίμοις ἡ καρδία͵ τοῖς δ΄ ἀναίμοις τὸ ἀνάλογον. 4. Εις πάντα λοιπόν η καταστροφή γίνεται δι' έλλειψιν θερμότητος, εις δε τα τέλεια (κατά την ανάπτυξιν) γίνεται εις το μέρος, εις το οποίον υπάρχει η ζωική αρχή. Είναι δε αύτη, ως είπομεν πρότερον 57, το μέρος, εις το οποίον συνενούνται το άνω και το κάτω μέρος του ζώου, και εις μεν τα φυτά είναι το μέσον μεταξύ στελέχους και ρίζης, εις δε τα άναιμα το μέρος το ανάλογον με την καρδίαν.
τούτων δ΄ ἔνια δυνάμει πολλὰς ἀρχὰς ἔχουσιν͵ οὐ μέντοι γε ἐνεργείᾳ. διὸ καὶ τῶν ἐντόμων ἔνια διαιρούμενα ζῶσι͵ καὶ τῶν ἐναίμων ὅσα μὴ ζωτικὰ λίαν εἰσὶ πολὺν χρόνον ζῶσιν ἐξῃρημένης τῆς καρδίας͵ οἷον αἱ χελῶναι͵ καὶ κινοῦνται τοῖς ποσίν͵ ἐπόντων τῶν χελωνίων͵ διὰ τὸ μὴ συγκεῖσθαι τὴν φύσιν αὐτῶν εὖ͵ παραπλησίως δὲ τοῖς ἐντόμοις. 5. Τίνα δε εκ τούτων έχουσιν εν δυνάμει πολλά ζωικά κέντρα, oυχί όμως και εν ενεργεία. Διά τούτο και τινα εκ των εντόμων ζώσι και αφού διαιρεθώσι, και όσα εκ των εναίμων δεν είναι πολύ καλώς οργανωμένα, ζώσι πολύν χρόνον, όταν αφαιρεθή η καρδία αυτών, ως αι χελώναι, αίτινες και κινούνται με τους πόδας, ενώ ακόμη έχουσι τα χελώνια (καύκαλον), διότι η φύσις αυτών δέν είναι ωργανωμένη καλώς, ομοιάζουσι δε με τα έντομα.
ἡ δ΄ ἀρχὴ τῆς ζωῆς ἐκλείπει τοῖς ἔχουσιν ὅταν μὴ καταψύχηται τὸ θερμὸν τὸ κοινωνοῦν αὐτῆς· καθάπερ γὰρ εἴρηται πολλάκις͵ συντήκεται αὐτὸ ὑφ΄ αὑτοῦ. ὅταν οὖν τοῖς μὲν ὁ πνεύμων τοῖς δὲ τὰ βράγχια σκληρύνηται͵ διὰ χρόνου μῆκος ξηραινομένων τοῖς μὲν τῶν βραγχίων τοῖς δὲ τοῦ πνεύμονος͵ καὶ γινομένων γεηρῶν͵ οὐ δύναται ταῦτα τὰ μόρια κινεῖν οὐδ΄ αἴρειν καὶ συνάγειν͵ τέλος δὲ γιγνομένης ἐπιτάσεως καταμαραίνεται τὸ πῦρ.      6. Η αρχή δε της ζωής εκλείπει εις τα έχοντα αυτήν, όταν η θερμότης η μετ' αυτής συνδεδεμένη δεν ελαττούται εκ καταψύξεως. Διότι, καθώς είπομεν πρότερον, η θερμότης καταναλίσκει αυτή εαυτήν. Όταν λοιπόν ο πνεύμων εις τα μεν, και τα βράγχια εις τα αλλά, σκληρύνονται και συν τω χρόνω ξηραίνωνται, εις ταύτα μεν τα βράγχια και εις εκείνα ο πνεύμων, και γίνωνται γεώδη, τα ζώα δεν δύνανται πλέον να κινώσι τα όργανα ταύτα, ούτε να τα διαστέλλωσι και να τα συστέλλωσι, επί τέλους δε επιτεινομένης της καταστάσεως ταύτης οξύνεται το πυρ (της ζωής).
διὸ καὶ μικρῶν παθημάτων ἐπιγινομένων ἐν τῷ γήρᾳ ταχέως τελευτῶσιν· διὰ γὰρ τὸ ὀλίγον εἶναι τὸ θερμόν͵ ἅτε τοῦ πλείστου διαπεπνευκότος ἐν τῷ πλήθει τῆς ζωῆς͵ ἥτις ἂν ἐπίτασις γένηται τοῦ μορίου͵ ταχέως ἀποσβέννυται· ὥσπερ γὰρ ἀκαριαίας καὶ μικρᾶς ἐν αὐτῷ φλογὸς ἐνούσης διὰ μικρὰν κίνησιν ἀποσβέννυται. 7. Διά τούτο, όταν εις το γήρας μικρά νοσήματα συμβώσιν, ο θάνατος επέρχεται ταχέως. Τω όντι η θερμότης τότε είναι ολίγη, διότι το περισσότερον μέρος αυτής κατηναλώθη κατά τήν διάρκειαν της ζωής, και επομένως οιαδήποτε επέλθη επίτασις της λειτουργίας του πνεύμονος, ταχέως αποσβύνεται το πυρ. Αποσβύνεται δε διά παραμικράν κίνησιν μη ον πλέον ή αμυδρά και μικρά φλοξ εις το ζώον.
διὸ καὶ ἄλυπός ἐστιν ὁ ἐν τῷ γήρᾳ θάνατος· οὐδενὸς γὰρ βιαίου πάθους αὐτοῖς συμβαίνοντος τελευτῶσιν͵ ἀλλ΄ ἀναίσθητος ἡ τῆς ψυχῆς ἀπόλυσις γίνεται παντελῶς. 8. Δια τούτο και ό κατά το γήρας θάνατος είναι άλυπος 58 και οι γέροντες αποθνήσκουσι χωρίς να συμβή εις αυτούς κανέν βίαιον πάθημα, αλλ' η ψυχή αποχωρίζεται, χωρίς να το αισθανθώσι παντελώς.
καὶ τῶν νοσημάτων ὅσα ποιοῦσι τὸν πνεύμονα σκληρὸν ἢ φύμασιν ἢ περιττώμασιν ἢ θερμότητος νοσηματικῆς ὑπερβολῇ͵ καθάπερ ἐν τοῖς πυρετοῖς͵ πυκνὸν τὸ πνεῦμα ποιοῦσι διὰ τὸ μὴ δύνασθαι τὸν πνεύμονα μακρὰν αἴρειν ἄνω καὶ συνίζειν. τέλος δ΄͵ ὅταν μηκέτι δύνωνται κινεῖν͵ τελευτῶσιν ἀποπνεύσαντες.      9. Και όσα νοσήματα ποιούσι σκληρόν τον πνεύμονα ή διά φυμάτων ή δι' εκκρίσεων 59 ή δι' υπερβολικής νοσηράς θερμότητος, ως είναι εις τους πυρετούς, επιταχύνουσι την αναπνοήν, διότι ο πνεύμων δεν δύναται πολύ ευρέως να διαστέλλεται υψούμενος και να συστέλληται· και τέλος, όταν δεν δύνανται πλέον να κάμνωσι την κίνησιν ταύτην 60, τελευτωύσιν οι άνθρωποι αποπνέοντες την τελευταίαν πνοήν αυτών.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΗ'.

Ορισμός γεννήσεως, νεότητος, γήρατος, ζωής και θανάτου, πάντων αναφερομένων εις τήν φυσικήv θερμότητα, καθ' όσον άρχεται, ακμάζει ή σβύνεται.

 
Γένεσις μὲν οὖν ἐστιν ἡ πρώτη μέθεξις ἐν τῷ θερμῷ τῆς θρεπτικῆς ψυχῆς͵ ζωὴ δ΄ ἡ μονὴ ταύτης. νεότης δ΄ ἐστὶν ἡ τοῦ πρώτου καταψυκτικοῦ μορίου αὔξησις͵ γῆρας δ΄ ἡ τούτου φθίσις͵ ἀκμὴ δὲ τὸ τούτων μέσον.      1. Γέννησις είναι λοιπόν η πρώτη συμπλοκή 61 της θρεπτικής ψυχής με την θερμότητα. Ζωή είναι η εμμονή της συνενώσεως ταύτης· νεότης δε είναι η ανάπτυξις του πρώτου οργάνου, όπερ καταψύχει (το ζώον), γήρας δε είναι η καταστροφή αυτού, ακμή δε είναι το μέσον μεταξύ νεότητος και γήρατος.
τελευτὴ δὲ καὶ φθορὰ βίαιος μὲν ἡ τοῦ θερμοῦ σβέσις καὶ μάρανσις (φθαρείη γὰρ [479b] ἂν δι΄ ἀμφοτέρας ταύτας τὰς αἰτίας)͵ ἡ δὲ κατὰ φύσιν τοῦ αὐτοῦ τούτου μάρανσις διὰ χρόνου μῆκος γινομένη καὶ τελειότητα· τοῖς μὲν οὖν φυτοῖς αὔανσις͵ ἐν δὲ τοῖς ζῴοις καλεῖται θάνατος. 2. Θάνατος δε και καταστροφή βίαιος είναι η απόσβεσις και ο μαρασμός της ζωικής θερμότητος (ήτις φθείρεται και διά τας δύο αιτίας ταύτας)· η δε φυσική μάρανσις του αυτού τούτου θερμού παράγεται διά τον πολύν χρόνον, και είναι κανονικόν τέλος ζωής, καλείται δε ως προς τα φυτά ξήρανσις, ως προς δε τα ζώα θάνατος.
τούτου δ΄ ὁ μὲν ἐν γήρᾳ θάνατος μάρανσις τοῦ μορίου δι΄ ἀδυναμίαν τοῦ καταψύχειν ὑπὸ γήρως. 3. Και ο μεν κατά το γήρας θάνατος είναι ο μαρασμός του οργάνου, διότι διά το γήρας γίνεται αδύνατον να καταψύχη το ζώον.
τί μὲν οὖν ἐστι γένεσις καὶ ζωὴ καὶ θάνατος͵ καὶ διὰ τίνας αἰτίας ὑπάρχουσι τοῖς ζῴοις͵ εἴρηται. 4. Είπομεν λοιπόν τί είναι η γέννησις, η ζωή και ο θάνατος, και δια ποίας αιτίας υπάρχουσιν εις τα ζώα.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΘ'.

Ανακεφαλαίωσις των ειρημένων περί πνεύμονος και βραγχίων.

 
Δῆλον δ΄ ἐκ τούτων καὶ διὰ τίν΄ αἰτίαν τοῖς μὲν ἀναπνέουσι τῶν ζῴων ἀποπνίγεσθαι συμβαίνει ἐν τῷ ὑγρῷ͵ τοῖς δ΄ ἰχθύσιν ἐν τῷ ἀέρι· τοῖς μὲν γὰρ διὰ τοῦ ὕδατος ἡ κατάψυξις γίνεται͵ τοῖς δὲ διὰ τοῦ ἀέρος͵ ὧν ἑκάτερα στερίσκεται μεταβάλλοντα τοὺς τόπους.      1. Εκ των ειρημένων γίνεται φανερόν διά ποίαν αιτίαν συμβαίνει να πνίγωνται εις το υγρόν όσα ζώα αναπνέουσι 62 και εις τον αέρα οι ιχθύς. Εις τους ιχθύς δηλ. η κατάψυξις 63 γίνεται διά του ύδατος, εις τα άλλα δε διά του αέρος, και ταύτα δε και εκείνα στερούνται των στοιχείων τούτων, όταν μεταβάλλωσι τον τόπον της διαμονής των.
ἡ δ΄ αἰτία τῆς κινήσεως τοῖς μὲν τῶν βραγχίων τοῖς δὲ τοῦ πνεύμονος͵ ὧν αἰρομένων καὶ συνιζόντων τὰ μὲν ἐκπνέουσι καὶ εἰσπνέουσι τὰ δὲ δέχονται τὸ ὑγρὸν καὶ ἐξιᾶσιν͵ ἔτι δ΄ ἡ σύστασις τοῦ ὀργάνου͵ τόνδ΄ ἔχει τὸν τρόπον. 2. Θα είπωμεν εφεξής ποία είναι η αιτία της κινήσεως των βραγχίων εις τους ιχθύς και των πνευμόνων εις τα άλλα· καθ' όσον τα όργανα ταύτα διαστέλλονται και συστέλλονται, τα μεν εκπνέουσι και εισπνέουσι τον αέρα, τα δε δέχονται και απορρίπτουσι το υγρόν. Προσέτι θα εξηγήσωμεν την σύστασιν του οργάνου τούτου εν τοις επομένοις.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Κ'.

Τρείς εν τη καρδία κινήσεις: πήδησις, σφύξις, αναπνοή.

 
Τρία δ΄ ἐστὶ τὰ συμβαίνοντα περὶ τὴν καρδίαν͵ ἃ δοκεῖ τὴν αὐτὴν φύσιν ἔχειν͵ ἔχει δ΄ οὐ τὴν αὐτήν͵ πήδησις καὶ σφυγμὸς καὶ ἀναπνοή.      1. Τρία δε είναι όσα συμβαίνουσιν εις την καρδίαν, τα οποία φαίνονται μεν ότι έχουσι την αυτήν φύσιν, αλλ' όμως είναι διάφορα, ήτοι πήδησις (άτακτος κίνησις) 64, σφυγμός και αναπνοή.
πήδησις μὲν οὖν ἐστι σύνωσις τοῦ θερμοῦ τοῦ ἐν αὐτῇ διὰ κατάψυξιν περιττωματικὴν ἢ συντηκτικήν͵ οἷον ἐν τῇ νόσῳ τῇ καλουμένῃ παλμῷ͵ καὶ ἐν ἄλλαις δὲ νόσοις͵ καὶ ἐν τοῖς φόβοις δέ· καὶ γὰρ οἱ φοβούμενοι καταψύχονται τὰ ἄνω͵ τὸ δὲ θερμὸν ὑποφεῦγον καὶ συστελλόμενον ποιεῖ τὴν πήδησιν͵ εἰς μικρὸν συνωθούμενον οὕτως ὥστ΄ ἐνίοτ΄ ἀποσβέννυσθαι τὰ ζῷα καὶ ἀποθνήσκειν διὰ φόβον καὶ διὰ πάθος νοσηματικόν. 2. Η πήδησις είναι η συγκέντρωσις εν τη καρδία θερμότητος ένεκα καταψύξεως άλλων μερών, ήτις δύναται να είναι ή εκκριματική ή διαλυτική 65, ως εις την νόσον, ήτις λέγεται παλμός καρδίας 66, και εις άλλας νόσους και έτι εις τους φόβους. Διότι και οι φοβούμενοι καταψύχονται εις τα άνω μέρη, η δε θερμότης φεύγουσα και συγκεντρουμένη εις την καρδίαν προξενεί την πήδησιν, συμπιεζομένη εις μικρόν χώρον ούτως, ώστε ενίοτε τα ζώα αποσβύνονται και αποθνήσκουσι διά φόβον και πάθημα νοσηρόν.
ἡ δὲ συμβαίνουσα σφύξις τῆς καρδίας͵ ἣν ἀεὶ φαίνεται ποιουμένη συνεχῶς͵ ὁμοία φύμασίν ἐστιν͵ ἣν ποιοῦνται κίνησιν μετ΄ ἀλγηδόνος διὰ τὸ παρὰ φύσιν εἶναι τῷ αἵματι τὴν μεταβολήν· γίνεται δὲ μέχρις οὗ ἂν πυωθῇ πεφθέν. 3. Ο δε γινόμενος σφυγμός της καρδίας, τον οποίοv αύτη φαίνεται ότι ενεργεί πάντοτε συνεχώς, είναι όμοιος με την κίνησιv, την οποίαν προξενούσι τα οιδήματα 67 μετά άλγους, διότι η μεταβολή αύτη του αίματος δεν είναι φυσική 68. Γίνεται δε η κίνησις έως ου το κακόν ωριμάση και γίνη πύον.
ἔστι δ΄ ὅμοιον ζέσει τοῦτο τὸ πάθος· ἡ γὰρ ζέσις γίνεται πνευματουμένου τοῦ ὑγροῦ ὑπὸ τοῦ θερμοῦ· αἴρεται γὰρ διὰ τὸ πλείω γίνεσθαι τὸν ὄγκον. παῦλα δ΄ ἐν μὲν τοῖς φύμασιν͵ ἐὰν μὴ διαπνεύσῃ͵ [480a] παχυτέρου γινομένου τοῦ ὑγροῦ͵ σῆψις͵ τῇ δὲ ζέσει ἡ ἔκπτωσις διὰ τῶν ὁριζόντων. 4. Τό πάθημα δε τούτο ομοιάζει με βρασμόν διότι ο βρασμός γίνεται όταν το υγρόν εξατμίζηται υπό τής θερμότητος. Τω όντι τούτο υψούται τότε, διότι αυξάνεται ο όγκος αυτού. Τέρμα δε της ατάκτου κινήσεως των οιδημάτων τίθεται, όταν το πύον δεν εξατμισθή και γένηται πυκνότερον το υγρόν, του δε βρασμού τέρμα είναι η πτώσις του υγρού έξω του περιέχοντος αυτό (αγγείου).
ἐν δὲ τῇ καρδίᾳ ἡ τοῦ ἀεὶ προσιόντος ἐκ τῆς τροφῆς ὑγροῦ διὰ τῆς θερμότητος ὄγκωσις ποιεῖ σφυγμόν͵ αἰρομένη πρὸς τὸν ἔσχατον χιτῶνα τῆς καρδίας. καὶ τοῦτ΄ ἀεὶ γίνεται συνεχῶς· ἐπιρρεῖ γὰρ ἀεὶ τὸ ὑγρὸν συνεχῶς͵ ἐξ οὗ γίνεται ἡ τοῦ αἵματος φύσις. 5. Εις δε την καρδίαν η δια της θερμότητος παραγομένη εξόγκωσις του υγρού, όπερ φέρει αδιαλείπτως η τροφή, προξενεί τον σφυγμόν, διότι η εξόγκωσις ανυψοί την εξωτερικήν μεμβράναν της καρδίας. Και η κίνησις αύτη πάντοτε γίνεται συνεχώς, διότι πάντοτε επιρρέει συνεχώς το υγρόν, εκ του οποίου γίνεται το αίμα.
πρῶτον γὰρ ἐν τῇ καρδίᾳ δημιουργεῖται· δῆλον δ΄ ἐν τῇ γενέσει ἐξ ἀρχῆς· οὔπω γὰρ διωρισμένων τῶν φλεβῶν φαίνεται ἔχουσα αἷμα. καὶ διὰ τοῦτο σφύζει μᾶλλον τοῖς νεωτέροις τῶν πρεσβυτέρων· γίνεται γὰρ ἡ ἀναθυμίασις πλείων τοῖς νεωτέροις.      6. Tο αίμα πρώτον εις την καρδίαν διαπλάσσεται, ως φαίνεται κατά τας αρχάς της γεννήσεως (ζώου), διότι, αν και δεν διακρίνονται ακόμη αι φλέβες, η καρδία όμως φαίνεται, ότι έχει αίμα. Και δια τούτο ο σφυγμός είναι ταχύτερος εις τους νέους παρά εις τους γέροντας, διότι η αναθυμίασις είναι μεγαλυτέρα εις τους νεοτέρους.
καὶ σφύζουσιν αἱ φλέβες πᾶσαι͵ καὶ ἅμα ἀλλήλαις͵ διὰ τὸ ἠρτῆσθαι ἐκ τῆς καρδίας. κινεῖ δ΄ ἀεί· ὥστε κἀκεῖναι ἀεί͵ καὶ ἅμα ἀλλήλαις͵ ὅτε κινεῖ. 7. Και πάσαι αι φλέβες 69 έχουσι σφυγμόν, και κτυπούσι συγχρόνως, διότι όλαι εξαρτώνται εκ της καρδίας. Η καρδία δε κινείται πάντοτε, άρα και αι φλέβες είναι πάντοτε εις κίνησιν, ήτις γίνεται συγχρόνως εις όλας, εφ' όσον η καρδία τας κινεί.
ἀναπήδησις μὲν οὖν ἐστιν ἡ γινομένη ἄντωσις πρὸς τὴν τοῦ ψυχροῦ σύνωσιν͵ σφύξις δ΄ ἡ τοῦ ὑγροῦ θερμαινομένου πνευμάτωσις. 8. Πήδησις λοιπόν (παλμός) της καρδίας είναι η κίνησις αντιστάσεως κατά της συγκεντρώσεως του ψυχρού, σφυγμός δε είναι η εξάτμισις του υγρού, όταν θερμαίνηται.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΑ'.

Πώς γίνεται η αναπνοή διά του πνεύμονος. Εισπνοή και εκπνοή διά της αλληλεπιδράασως του αέρος και της ζωικής θερμότητος. Βράγχια.— Περί υγιείας και νόσου.

 
Ἡ δ΄ ἀναπνοὴ γίνεται αὐξανομένου τοῦ θερμοῦ ἐν ᾧ ἡ ἀρχὴ ἡ θρεπτική. καθάπερ γὰρ καὶ τἆλλα δεῖται τροφῆς͵ κἀκεῖνο͵ καὶ τῶν ἄλλων μᾶλλον· καὶ γὰρ τοῖς ἄλλοις ἐκεῖνο τῆς τροφῆς αἴτιόν ἐστιν.      1. Η αναπνοή γίνεται, όταν η θερμότης αυξάνηται εις το μέρος, εις το οποίον υπάρχει η θρεπτική αρχή. Διότι. καθώς και τα άλλα σωματικά στοιχεία, ούτω και η θερμότης αύτη έχει χρείαν τροφής, και αύτη περισσότερον των άλλων, διότι είναι πηγή της τροφής των άλλων.
ἀνάγκη δὴ πλέον γινόμενον αἴρειν τὸ ὄργανον. δεῖ δ΄ ὑπολαβεῖν τὴν σύστασιν τοῦ ὀργάνου παραπλησίαν μὲν εἶναι ταῖς φύσαις ταῖς ἐν τοῖς χαλκείοις (οὐ πόρρω γὰρ οὔθ΄ ὁ πνεύμων οὔθ΄ ἡ καρδία τοῦ προσδέξασθαι σχῆμα τοιοῦτον)͵ διπλοῦν δ΄ εἶναι τὸ τοιοῦτον· δεῖ γὰρ ἐν τῷ μέσῳ τὸ θρεπτικὸν εἶναι τῆς ψυκτικῆς δυνάμεως. 2. Κατ' ανάγκην δε αύτη, όταν αυξάνηται, ανυψώνει το όργανον (εις το οποίον είναι). Δέον δε να φαντασθώμεν την σύστασιν του οργάνου τούτου ομοίαν με τα φυσερά των χαλκείων· διότι ούτε ο πνεύμων ούτε η καρδία απέχουσι πολύ από του να λαμβάνωσι τοιούτον σχήμα. Τα τοιαύτα όργανα είναι διπλά. Η θρεπτική δε αρχή πρέπει να είναι εν τω κέντρω της ζωτικής δυνάμεως.
αἴρεται μὲν οὖν πλεῖον γενόμενον͵ αἰρομένου δ΄ ἀναγκαῖον αἴρεσθαι καὶ τὸ περιέχον αὐτὸ μόριον. ὅπερ φαίνονται ποιεῖν οἱ ἀναπνέοντες· αἴρουσι γὰρ τὸν θώρακα διὰ τὸ τὴν ἀρχὴν τὴν ἐνοῦσαν αὐτῷ τοῦ τοιούτου μορίου ταὐτὸ τοῦτο ποιεῖν· αἰρομένου δέ͵ καθάπερ εἰς τὰς φύσας͵ ἀναγκαῖον εἰσφρεῖν τὸν ἀέρα τὸν θύραθεν ψυχρὸν ὄντα͵ καὶ καταψύχοντα [480b] σβεννύναι τὴν ὑπεροχὴν τὴν τοῦ πυρός. 3. Ο πνεύμων λοιπόν ανυψούται εξογκούμενος, όταν δε εξογκούται, κατ' ανάγκην διαστέλλεται και το μέρος το περιέχον τον πνεύμονα. Και τούτο φαίνονται, ότι κάμνουσιν οι αναπνέοντες, ανυψούσι δηλ. το στήθος, διότι η αρχή, ήτις υπάρχει εις το μέρος τούτο, κάμνει το αυτό. Τω όντι, όταν υψούται ο πνεύμων, αναγκαίως, όπως συμβαίνει εις τα φυσερά, εισέρχεται έξωθεν ο αήρ, όστις είναι ψυχρός και δια της ψύξεως, την οποίαν ενεργεί, ελαττώνει την υπερβολικήν θερμότητα έσω.
ὥσπερ δ΄ αὐξανομένου ᾔρετο τοῦτο τὸ μόριον͵ καὶ φθίνοντος ἀναγκαῖον συνίζειν͵ καὶ συνίζοντος ἐξιέναι τὸν ἀέρα τὸν εἰσελθόντα πάλιν͵ εἰσιόντα μὲν ψυχρὸν ἐξιόντα δὲ θερμὸν διὰ τὴν ἁφὴν τοῦ θερμοῦ τοῦ ἐνόντος ἐν τῷ μορίῳ τούτῳ͵ καὶ μάλιστα τοῖς τὸν πνεύμονα ἔναιμον ἔχουσιν· εἰς πολλοὺς γὰρ οἷον αὐλῶνας τὰς σύριγγας ἐμπίπτειν τὰς ἐν τῷ πνεύμονι͵ ὧν παρ΄ ἑκάστην παρατέτανται φλέβες͵ ὥστε δοκεῖν ὅλον εἶναι τὸν πνεύμονα πλήρη αἵματος. 4. Καθώς δε, όταν η θερμότης αυξάνηται, ο πνεύμων ανυψούται, ούτω και όταν εκείνη ελαττούται, κατ' ανάγκην ούτος συστέλλεται· και όταν ούτος συστέλληται, εξ ανάγκης ο εισελθών αήρ πρέπει να εξέρχηται, και εισέρχεται μεν ψυχρός, εξέρχεται δε θερμός, διότι θίγεται υπό της θερμότητος, ήτις είναι εις το όργανον τούτο. Συμβαίνει δε τούτο προ πάντων εις τα ζώα, των οποίων ο πνεύμων είναι πλήρης αίματος. Διότι ό αήρ πίπτει εις τους πολυαρίθμους σωλήνας, οίτινες είναι εις τον πνεύμονα και ομοιάζουσι με αύλακας, εις έκαστον δε των σωλήνων παράκεινται φλέβες, ούτως ώστε ο πνεύμων ολόκληρος φαίνεται πλήρης αίματος.
καλεῖται δ΄ ἡ μὲν εἴσοδος τοῦ ἀέρος ἀναπνοή͵ ἡ δ΄ ἔξοδος ἐκπνοή. καὶ ἀεὶ δὴ τοῦτο γίνεται συνεχῶς͵ ἕως περ ἂν ζῇ καὶ κινῇ τοῦτο τὸ μόριον συνεχῶς· καὶ διὰ τοῦτο ἐν τῷ ἀναπνεῖν καὶ ἐκπνεῖν ἐστι τὸ ζῆν.      5. Ονομάζεται δε η είσοδος του αέρος εις τον πνεύμονα εισπνοή, η δε έξοδος εκπνοή. Και η κίνησις αύτη γίνεται πάντοτε συνεχώς, εφ' όσον το ζώον ζη και κινεί συνεχώς το όργανον τούτο, και διά τούτο η ζωή συνίσταται εκ της εισπνοής και εκπνοής.
τὸν αὐτὸν δὲ τρόπον καὶ τοῖς ἰχθύσιν ἡ κίνησις γίνεται τῶν βραγχίων. αἰρομένου γὰρ τοῦ θερμοῦ τοῦ ἐν τῷ αἵματι διὰ τῶν μορίων αἴρονται καὶ τὰ βράγχια͵ καὶ διιᾶσι τὸ ὕδωρ· κατιόντος δὲ πρὸς τὴν καρδίαν διὰ τῶν πόρων καὶ καταψυχομένου συνίζουσι͵ καὶ ἀφιᾶσι τὸ ὕδωρ. ἀεὶ δ΄ αἰρομένου τοῦ ἐν τῇ καρδίᾳ ἀεὶ δέχεται͵ καὶ ἀφίησι πάλιν καταψυχομένου.      6. Κατά τον αυτόν δε τρόπον γίνεται και η κίνησις των βραγχίων εις τους ιχθύς. Όταν δηλαδή υψούται η θερμότης του αίματος χωρούντος διά των μερών τούτων, υψούνται και τα βράγχια και αφίνουσι το ύδωρ να διέλθη· όταν δε η θερμότης καταβή εις την καρδίαν διά των αγγείων και γίνηται η κατάψυξις, τα ζώα συστέλλουσι τα βράγχια και απορρίπτουσι το ύδωρ. Αλλ' η θερμότης, ήτις διαρκώς υψούται εν τη καρδία, διαρκώς δέχεται πάλιν το στοιχείον, όπερ καταψύχει αυτήν.
διὸ κἀκείνοις τοῦ ζῆν καὶ μὴ ζῆν τὸ τέλος ἐστὶν ἐν τῷ ἀναπνεῖν͵ καὶ τούτοις ἐν τῷ δέχεσθαι τὸ ὑγρόν. 7. Διά τούτο και εις τα χερσαία το ζην και το μη ζην συνίσταται επί τέλους εις το αναπνέειν, και εις τους ιχθύς συνίσταται εις το δέχεσθαι το υγρόν.
περὶ μὲν οὖν ζωῆς καὶ θανάτου καὶ τῶν συγγενῶν ταύτης τῆς σκέψεως σχεδὸν εἴρηται περὶ πάντων.      8. Περί της ζωής λοιπόν και του θανάτου και περί όσων σχετίζονται με την μελέτην ταύτην είπομεν σχεδόν περί πάντων.
περὶ δὲ ὑγιείας καὶ νόσου οὐ μόνον ἐστὶν ἰατροῦ ἀλλὰ καὶ τοῦ φυσικοῦ μέχρι του τὰς αἰτίας εἰπεῖν. ᾗ δὲ διαφέρουσι καὶ ᾗ διαφέροντα θεωροῦσιν͵ οὐ δεῖ λανθάνειν͵ ἐπεὶ ὅτι γε σύνορος ἡ πραγματεία μέχρι τινός ἐστι͵ μαρτυρεῖ τὸ γινόμενον· τῶν τε γὰρ ἰατρῶν ὅσοι κομψοὶ καὶ περίεργοι λέγουσί τι περὶ φύσεως καὶ τὰς ἀρχὰς ἐκεῖθεν ἀξιοῦσι λαμβάνειν͵ καὶ τῶν περὶ φύσεως πραγματευθέντων οἱ χαριέστατοι σχεδὸν τελευτῶσιν εἰς τὰς ἀρχὰς τὰς ἰατρικάς. 9. Περί δε της υγιείας και της νόσου όχι μόνον του ιατρού, αλλά και του φυσικού φιλοσόφου είναι έργον να εξετάση τας αιτίας αυτών. Δεν πρέπει να αγνοώμεν κατά τί διαφέρουσι και πώς εξετάζουσι αντικείμενον τι εκ διαφόρου επόψεως αι δύο αυταί τάξεις ανθρώπων· ότι δε αύται είναι μελέται συνορεύουσαι μέχρι τινός μαρτυρεί το γεγονός τούτο: Όσοι των ιατρών είναι ικανοί και εργατικοί ασχολούνται περί της φύσεως, και θεωρούσι πρέπον εξ αυτής να λαμβάνωαι τας αρχάς των, και αφ' ετέρου οι ικανότατοι εκ των περί φύσεως πραγματευθέντων φιλοσόφων καταλήγουσι πάντοτε σχεδόν εις συζήτησιν περί των αρχών της ιατρικής.

 

(48) Ο Εμπεδοκλής και ο Πλάτων εδόξαζον ότι ο αήρ εισχωρεί διά των πόρων τoυ σώματος.

(49) Tαύα πάντα είναι θεωρίαι του “Τιμαίου” του Πλάτωνος.

(50) Ο Πλάτων θέτει την ψυχήν εις τον εγχέφαλον, διότι εν αυτή βλέπει προ πάντων τον νουν. Αλλ' ο Αριστοτέλης συνταυτίζων την ψυχήν με την ζωήν εξ ανάγκης θέτει την ψυχήν εις το κέντρον της ζωής, την καρδίαν.

(51) Οίτινες δεv έχουσι λαιμόν.

(52) Τούτο όμως συμβαίνει και εις τα άλλα ζώα.

(53) Η χημεία απέδειξεν από του τέλους του 18ου αιώνος, ότι ο υπό των ζώων αναπνεόμενος αήρ μολύνεται πληρούμενος ανθρακικού οξέος, και ούτω γίνεται πνικτικός.

(54) Η επαφή του αίματος αφαιρεί εκ του αέρoς το οξυγόνον, και ούτω φθείρει αυτόν.

(55) Ο Αριστοτέλης φαίνεται αποδίδων τον θάνατoν εις αλλοίωσιν του πνεύμονος.

(56) Εσωτερική.

(57) Όρα περί Νεότητος και Γήρως.

(58) Ως επί το πλείστον.

(59) Ανωμάλων και υπερβολικών.

(60) Της διαστολής και συστολής του πνεύμονος.

(61) Μέθεξις, λέγει ο Αριστοτέλης.

(62) Διά των πνευμόνων.

(63) Αύτη είναι η θεωρία του Πλατωνικού Τιμαίου.

(64) Πήδησις λέγει την ανώμαλον και άτακτον κίνησιν (παλμόν) της καρδίας, σφυγμόν, δε τήν τακτικήν και κανονικήν. Αλλ' η αναπνοή αναφέρεται μάλλον εις τον πνεύμονα παρά εις την καρδίαν.

(65) Ως είναι λ. χ. η εκ των δηλητηρίων.

(66) Ως συμβαίνει εις τους ανευρισμούς της καρδίας.

(67) Φύματα λέγει το κείμενον. Τοιαύτα είναι οι δοθιήνες, κ. λ.

(68) Η κίνησις όμως της καρδίας, φυσική ούσα, δεv προξενεί πόνον.

(69) Αι αρτηρίαι μόναι.


Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Νοέμβριος 2001