ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ

ΠΕΡΙ ΑΝΑΠΝΟΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η'.

Αναγκαία η φυσική θερμότης προς θρέψιν και ζωήν. Η καρδία όργανον αυτής. Ανάγκη ψύξεως προς συντήρησιv του ζώου.

 
Ἐπεὶ δὲ εἴρηται πρότερον ὅτι τὸ ζῆν καὶ ἡ τῆς ψυχῆς ἕξις μετὰ θερμότητός τινός ἐστιν (οὐδὲ γὰρ ἡ πέψις͵ δι΄ ἧς ἡ τροφὴ γίνεται τοῖς ζῴοις͵ οὔτ΄ ἄνευ ψυχῆς οὔτ΄ ἄνευ θερμότητός ἐστιν· πυρὶ γὰρ ἐργάζεται πάντα)͵      1. Είπομεν πρότερον, ότι η ζωή και η ψυχή υπάρχει εις τα ζώα πάντοτε μετά τινος θερμότητος. Διότι και η πέψις, διά της οποίας γίνεται η θρέψις των ζώων, δεν υπάρχει ούτε άνευ ψυχής, ούτε άνευ θερμότητος, επειδή διά του πυρός γίνονται πάσαι αι λειτουργίαι.
διόπερ ἐν ᾧ πρώτῳ τόπῳ τοῦ σώματος καὶ ἐν ᾧ πρώτῳ τοῦ τόπου τούτου μορίῳ τὴν ἀρχὴν ἀναγκαῖον εἶναι τὴν τοιαύτην͵ ἐνταῦθα καὶ τὴν πρώτην θρεπτικὴν ψυχὴν ἀναγκαῖον ὑπάρχειν͵ 2. Δια τούτο εις τον πρώτον τόπον του σώματος, και εις το πρώτον μέρος του πρώτου τούτου τόπου αναγκαίως είναι η τοιαύτη αρχή, και ενταύθα αναγκαίως υπάρχει και η πρώτη ψυχή 25, η θρεπτική.
[474b] οὗτος δ΄ ἐστὶν ὁ μέσος τόπος τοῦ δεχομένου τὴν τροφὴν καὶ καθ΄ ὃν ἀφίησι τὸ περίττωμα͵ τοῖς μὲν οὖν ἀναίμοις ἀνώνυμον͵ τοῖς δ΄ ἐναίμοις ἡ καρδία τοῦτο τὸ μόριόν ἐστιν. 3. Ο τόπος δε ούτος (ο κεντρικός) είναι ο μέσος μεταξύ του δεχομένου την τροφήν και του αποβάλλοντος το περίττωμα. Και εις μεν τα μη έχοντα αίμα ζώα 26 το μέρος τούτο δεν έχει ίδιον όνομα, εις δε τα έχοντα αίμα το μέρος τούτο είναι η λεγομένη καρδία.
ἡ τροφὴ μὲν γὰρ ἐξ ἧς ἤδη γίνεται τὰ μόρια τοῖς ζῴοις ἡ τοῦ αἵμα τος φύσις ἐστίν. τοῦ δ΄ αἵματος καὶ τῶν φλεβῶν τὴν αὐτὴν ἀρχὴν ἀναγκαῖον εἶναι· θατέρου γὰρ ἕνεκα θάτερόν ἐστιν͵ ὡς ἀγγεῖον καὶ δεκτικόν. ἀρχὴ δὲ τῶν φλεβῶν ἡ καρδία τοῖς ἐναίμοις· οὐ γὰρ διὰ ταύτης͵ ἀλλ΄ ἐκ ταύτης ἠρτημέναι πᾶσαι τυγχάνουσιν· δῆλον δ΄ ἡμῖν τοῦτο ἐκ τῶν ἀνατομῶν. 4. Η τροφή, εκ της οποίας γεννώνται αμέσως τα μέρη των ζώων, είναι το αίμα. Αναγκαίως δε είναι η αυτή η αρχή του αίματος και η των φλεβών, διότι το εν υπάρχει χάριν του άλλου, ως αγγείον ικανόν να δέχηται (το αίμα). Η αρχή δε των φλεβών εις τα έναιμα είναι η καρδία, διότι όλα είναι εξηρτημένα εξ αυτής, και δεν διέρχονται δι' αυτής, αλλά έρχονται εξ αυτής. Φανερόν δε είναι τούτο από τας ανατομάς των σωμάτων 27.
τὰς μὲν οὖν ἄλλας δυνάμεις τῆς ψυχῆς ἀδύνατον ὑπάρχειν ἄνευ τῆς θρεπτικῆς (δι΄ ἣν δ΄ αἰτίαν͵ εἴρηται πρότερον ἐν τοῖς Περὶ ψυχῆς)͵ ταύτην δ΄ ἄνευ τοῦ φυσικοῦ πυρός· ἐν τούτῳ γὰρ ἡ φύσις ἐμπεπύρευκεν αὐτήν.      5. Αι μεν άλλαι δυνάμεις της ψυχής είναι αδύνατον να υπάρχωσιν άνευ της θρεπτικής, την αιτίαν δε τούτου είπομεν πρότερον εις τα περί ψυχής. Η θρεπτική δε δεν δύναται να υπάρχη άνευ φυσικής θερμότητος, διότι διά ταύτης η φύσις επύρωσε και την δύναμιν ταύτην 28.
φθορὰ δὲ πυρός͵ ὥσπερ εἴρηται πρότερον͵ σβέσις καὶ μάρανσις͵ σβέσις μὲν ἡ ὑπὸ τῶν ἐναντίων (διόπερ ἀθρόον τε ὑπὸ τῆς τοῦ περιέχοντος ψυχρότητος καὶ θᾶττον σβέννυται διασπώμενον· αὕτη μὲν οὖν ἡ φθορὰ βίαιος ὁμοίως ἐπὶ τῶν ἐμψύχων καὶ τῶν ἀψύχων ἐστίν· καὶ γὰρ ὀργάνοις διαιρουμένου τοῦ ζῴου͵ καὶ πηγνυμένου διὰ ψύχους ὑπερβολήν͵ ἀποθνήσκουσιν)͵ 6. Αλλ' η φθορά του πυρός είναι, ως είπομεν, η σβέσις (υπ' άλλου) ή μάρανσις (αφ' εαυτού). Σβέσις δηλ. είναι όταν προέρχηται από τα εναντία στοιχεία, διά τούτο δε το πυρ και όταν είναι ηθροισμένον ως μία μάζα δύναται να σβεσθή υπό της ψυχρότητος (του στοιχείου, αέρος ή ύδατος) του περιέχοντος (το ζώον), και ταχύτερον όταν είναι διεσπαρμένον. Αυτή λοιπόν η βίαιος φθορά του πυρός γίνεται ομοίως και εις τα έμψυχα και εις τα άψυχα 29. Διότι τα ζώα, όταν κόπτωνται δι' οργάνων ή όταν παγώνωσιν εξ υπερβολικού ψύχους, αποθνήσκουσιν.
ἡ δὲ μάρανσις διὰ πλῆθος θερμότητος· καὶ γὰρ ἂν ὑπερβάλλῃ τὸ πέριξ θερμόν͵ καὶ τροφὴν ἐὰν μὴ λαμβάνῃ͵ φθείρεται τὸ πυρούμενον͵ οὐ ψυχόμενον ἀλλὰ μαραινόμενον. ὥστ΄ ἀνάγκη γίγνεσθαι κατάψυξιν͵ εἰ μέλλει τεύξεσθαι σωτηρίας· τοῦτο γὰρ βοηθεῖ πρὸς ταύτην τὴν φθοράν. 7. Η μάρανσις όμως έρχεται εκ της πολλής θερμότητος. Διότι, αν η πέριξ θερμότης γίνηται υπερβολική, και δεν λαμβάνηται πλέον εσωτερική τροφή, καταστρέφεται το πυρούμενον ουχί εκ του ψύχους αλλ' αφ' εαυτού σβυνόμενον. Ώστε αναγκαίον είναι να γίνηται κατάψυξις, εάν μέλλη να διατηρήταί τι, διότι τούτο μόνον βοηθεί κατά της καταστροφής ταύτης.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'.

Τρόποι καταψύξεως αναγκαίας εις την αναπνοήν. Οργανισμός βομβούντων εντόμων. Ζώα έχοντα πνεύμονας και δυνάμενα να ζώσι πολύ άνευ αvαπvoής. Αμφίβια.

 
Ἐπεὶ δὲ τῶν ζῴων τὰ μὲν ἔνυδρα͵ τὰ δ΄ ἐν τῇ γῇ ποιεῖται τὴν διατριβήν͵ τούτων τοῖς μὲν μικροῖς πάμπαν καὶ τοῖς ἀναίμοις ἡ γινομένη ἐκ τοῦ περιέχοντος ἢ ὕδατος ἢ ἀέρος ψύξις ἱκανὴ πρὸς τὴν βοήθειαν τῆς φθορᾶς ταύτης· μικρὸν γὰρ ἔχοντα τὸ θερμὸν μικρᾶς δέονται τῆς βοηθείας. διὸ καὶ βραχύβια σχεδὸν πάντα τὰ τοιαῦτ΄ ἐστίν· ἐπ΄ ἀμφότερα γὰρ μικρὰ ὄντα μικρᾶς τυγχάνει ῥοπῆς.      1. Εκ των ζώων τα μεν ζώσιν εν τω ύδατι, τα δε εν τη ξηρά. Εκ τούτων τα όλως μικρά και τα άναιμα, η ψύξις, ήτις γίνεται εκ του περιέχοντος, είτε ύδατος είτε αέρος, αρκεί, ίνα προφυλάξη από της καταστροφής ταύτης 30. Διότι, επειδή έχουσιν ολίγην θερμότητα, ολίγην χρειάζονται βοήθειαν. Δια τούτο όλα σχεδόν ταύτα τα ζώα είναι βραχύβια, διότι μικρά μόνον μεταβολή προς το εν ή το άλλο μέρος καταστρέφει την ισορροπίαν.
ὅσα δὲ [475a] μακροβιώτερα τῶν ἐντόμων (ἄναιμα γάρ ἐστι πάντα τὰ ἔντομα)͵ τούτοις ὑπὸ τὸ διάζωμα διέσχισται͵ ὅπως διὰ λεπτοτέρου ὄντος τοῦ ὑμένος ψύχηται· μᾶλλον γὰρ ὄντα θερμὰ πλείονος δεῖται τῆς καταψύξεως͵ οἷον αἱ μέλιτται      2. Όσα δε των εντόμων ζώσι περισσότερον χρόνον, και ως πάντα τα έντομα 31 δεν έχουσιν αίμα, εις ταύτα το υποκάτω του διαζώματος μέρος είναι εσχισμένον εις δύο μέρη, ίνα ψύχωνται διά της μεμβράνης, ήτις είναι λεπτοτάτη εις το μέρος τούτο. Διότι επειδή είναι περισσότερον θερμά, έχουσι χρείαν περισσοτέρας ψύξεως, ως αι μέλισσαι,
(τῶν γὰρ μελιττῶν ἔνιαι ζῶσι καὶ ἑπτὰ ἔτη) καὶ τἆλλα δὲ ὅσα βομβεῖ͵ οἷον σφῆκες καὶ μηλολόνθαι καὶ τέττιγες. καὶ γὰρ τὸν ψόφον ποιοῦσι πνεύματι͵ οἷον ἀσθμαίνοντα· ἐν αὐτῷ γὰρ τῷ ὑποζώματι͵ τῷ ἐμφύτῳ πνεύματι αἰρομένῳ καὶ συνίζοντι͵ συμβαίνει πρὸς τὸν ὑμένα γίνεσθαι τρίψιν· κινοῦσι γὰρ τὸν τόπον τοῦτον͵ ὥσπερ τὰ ἀναπνέοντα ἔξωθεν τῷ πνεύμονι καὶ οἱ ἰχθύες τοῖς βραγχίοις. 3. (τω όντι τινές των μελισσών ζώσιν επτά έτη) και πάντα τα άλλα έντομα, όσα βομβούσιν, ως αι σφήκες, αι μηλολόνθαι και οι τέττιγες. Διότι τούτον τον ήχον παράγουσι διά της πνοής των ως να ήσθμαινον διότι υπ' αυτό το διάφραγμα, διά της εμφύτου πνοής, ήτις υψούται και καταβαίνει, γίνεται η σύγκρουσις (του εσωτερικού αέρος) προς την μεμβράνην. Διότι τα έντομα κινούσι το μέρος τούτο, καθώς τα άλλα, ίσα αναπνέουσι, τον εξωτερικόν αέρα κινούσι διά του πνεύμονας, ή οι ιχθύες διά των βραγχίων.
παραπλήσιον γὰρ συμβαίνει κἂν εἴ τίς τινα τῶν ἀναπνεόντων πνίγοι͵ τὸ στόμα κατασχών· καὶ γὰρ ταῦτα ποιήσει τῷ πνεύμονι τὴν ἄρσιν ταύτην· ἀλλὰ τούτοις μὲν οὐχ ἱκανὴν ἡ τοιαύτη ποιεῖ κίνησις κατάψυξιν͵ ἐκείνοις δ΄ ἱκανήν. καὶ τῇ τρίψει τῇ πρὸς τὸν ὑμένα ποιοῦσι τὸν βόμβον͵ ὥσπερ λέγομεν͵ οἷον διὰ τῶν καλάμων τῶν τετρυπημένων τὰ παιδία͵ ὅταν ἐπιθῶσιν ὑμένα λεπτόν. διὰ γὰρ τοῦτο καὶ τῶν τεττίγων οἱ ᾄδοντες ᾄδουσιν· θερμότεροι γάρ εἰσι͵ καὶ ἔσχισται αὐτοῖς ὑπὸ τὸ ὑπόζωμα· τοῖς δὲ μὴ ᾄδουσι τοῦτ΄ ἐστὶν ἄσχιστον. 4. Συμβαίνει δήλα δη εις ταύτα τα έντομα όμοιόν τι με το συμβαίνον, εάν τις πνίγη τι εκ των αναπνεόντων κρατών το στόμα αυτού. Διότι και ταύτα διά του πνεύμονος ποιούσι την ανύψωσιν του στήθους 32. Αλλ' η τοιαύτη κίνησις δεv προξενεί εις ταύτα ικανήν κατάψυξιν, εις τα έντομα όμως παράγει αρκετήν. Και ταύτα διά της τρίψεως του αέρος προς την μεμβράνην παράγουσι τον βόμβον, ως είπομεν, όπως τα παιδία διά των τρυπημένων καλάμων, όταν επιθέσωσι λεπτήν μεμβράνην. Διά του τρόπου τούτου τραγωδούσι και οι τέττιγες, όσοι τραγωδούσι, διότι έχουσι περισσοτέραν θερμότητα παρά τους άλλους και είναι διηρημένον το υπό το διάφραγμα μέρος. Αλλ' οι μη ωδικοί δεν έχουσι το σχίσμα τούτο.
καὶ τῶν ἀναίμων δὲ καὶ πνεύμονα ἐχόντων͵ ὀλίγαιμον δ΄ ἐχόντων καὶ σομφόν͵ ἔνια διὰ τοῦτο πολὺν χρόνον δύνανται ἀπνευστὶ ζῆν͵ ὅτι ὁ πνεύμων ἄρσιν ἔχει πολλήν͵ ὀλίγον ἔχων τὸ αἷμα καὶ τὸ ὑγρόν· ἡ γὰρ οἰκεία κίνησις ἐπὶ πολὺν χρόνον διαρκεῖ καταψύχουσα. τέλος δ΄ οὐ δύναται͵ ἀλλ΄ ἀποπνίγεται μὴ ἀναπνεύσαντα͵ καθάπερ εἴρηται καὶ πρότερον· 6. Και εκ των ζώων δε, τα οποία έχουσιν αίμα και πνεύμονα ολιγόαιμον και σπογγώδη, μερικά δύνανται πολύν χρόνον να ζώσι χωρίς να αναπνέωσι, διότι ο πνεύμων αυτων δύναται να λάβη μεγάλην διαστολήν και έχει ολίγην ποσότητα αίματος και υγρού. Και ούτως η ιδία αυτού κίνησις αρκεί να ψύξη το ζώον επί πολύν χρόνον. Επί τέλους όμως δεν δύναται να εξακολουθήση τούτο, αλλ' αποπνίγονται εάν δεν αναπνέωσιν, ως είπομεν πρότερον.
τῆς γὰρ μαράνσεως ἡ διὰ τὸ μὴ ψύχεσθαι φθορὰ καλεῖται πνίξις͵ καὶ τὰ οὕτω φθειρόμενα ἀποπνίγεσθαί φαμεν. 7. Ο μαρασμός, όστις συνίσταται εις καταστροφήν δι' έλλειψιν ψύχους, καλείται πνίξις, και τα ούτως αποθνήσκοντα ζώα, λέγομεν ότι πνίγονται.
ὅτι δ΄ οὐκ ἀναπνεῖ τὰ ἔντομα τῶν ζῴων͵ εἴρηται μὲν καὶ πρότερον͵ φανερὸν δὲ καὶ ἐπὶ τῶν μικρῶν ἐστι ζῴων͵ οἷον μυιῶν καὶ μελιττῶν· ἐν γὰρ τοῖς ὑγροῖς πολὺν [475b] χρόνον ἀνανήχεται͵ ἂν μὴ λίαν ᾖ θερμὸν ἢ ψυχρόν· 8. Ότι δε τα έντομα δεν αναπνέουσιν είπομεν και πρότερον, αλλ' ευκόλως αποδεικνύεται από τα μικρά ζώα, οποία είναι αι μυίαι και αι μέλισσαι, διότι ταύτα δύνανται πολύν χρόνον να κολυμβώσιν εις το υγρόν, εάν τούτο δεν είναι λίαν ψυχρόν ή λίαν θερμόν.
καίτοι τὰ μικρὰν ἔχοντα δύναμιν πυκνότερον ζητεῖ ἀναπνεῖν. ἀλλὰ φθείρεται ταῦτα καὶ λέγεται ἀποπνίγεσθαι πληρουμένης τῆς κοιλίας καὶ φθειρομένου τοῦ ἐν τῷ ὑποζώματι θερμοῦ· διὸ καὶ ἐν τῇ τέφρᾳ χρονισθέντα ἀνίσταται. 9. Όμως τα ζώα, τα οποία έχουσι μικράν δύναμιν, ζητούσι να αναπνέωσι συχνότερον· αλλ' αποθνήσκουσι ταύτα και, ως λέγεται, πνίγονται, όταν γίνηται πλήρες το στήθος αυτών και αφανίζεται το υγρόν, το οποίον είναι εις το υπόζωμα αυτών. Διά τούτο, και όταν μείνωσι πολύν χρόνον εις την τέφραν, εγείρονται πάλιν.
καὶ τῶν ἐν τῷ ὑγρῷ δὲ ζώντων ὅσα ἄναιμα πλείω χρόνον ζῇ ἐν τῷ ἀέρι τῶν ἐναίμων καὶ δεχομένων τὴν θάλατταν͵ οἷον τῶν ἰχθύων· διὰ γὰρ τὸ ὀλίγον ἔχειν τὸ θερμὸν ὁ ἀὴρ ἱκανός ἐστιν ἐπὶ πολὺν χρόνον καταψύχειν͵ οἷον τοῖς τε μαλακοστράκοις καὶ τοῖς πολύποσιν (οὐ μὴν εἰς τέλος γε διαρκεῖ πρὸς τὸ ζῆν [διὰ] τὸ ὀλιγόθερμα εἶναι)·      10. Και εκ των ζώων δε, τα οποία ζώσιν εις το υγρόν, πάντα όσα δεν έχουσιν αίμα, ζώσιν εις τον αέρα περισσότερον χρόνον παρά τα έχοντα αίμα και δεχόμενα το θαλάσσιον υγρόν, ως οι ιχθύς. Τω όντι, επειδή έχουσιν ολίγην θερμότητα, ο αήρ είναι ικανός να ψύχη αυτά επί πολύν χρόνον, και τοιαύτα είναι τα μαλακόστρακα και οι πολύποδες. Αλλ' όμως ο αήρ επί τέλους δεν αρκεί ίνα ζήσωσι ταύτα διαρκώς, διότι έχουσιν ολίγην θερμότητα.
ἐπεὶ καὶ τῶν ἰχθύων [οἱ] πολλοὶ ζῶσιν ἐν τῇ γῇ͵ ἀκινητίζοντες μέντοι͵ καὶ εὑρίσκονται ὀρυττόμενοι. 11. Διότι και πολλοί των ιχθύων ζώσιν εν τη ξηρά, αλλά μένουσιν ακίνητοι, και ανευρίσκονται όταν εξορύττωνται.
ὅσα γὰρ ἢ μηδ΄ ὅλως ἔχει πνεύμονα ἢ ἄναιμον͵ ἐλαττονάκις δεῖται καταψύξεως. 12. Όσα δε ζώα δεν έχουσι πνεύμονα, ή έχουσι πνεύμονα εστερημένον αίματος, έχουσιν ανάγκην ολίγιστα συχνής καταψύξεως.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι'.

Τρόποι ψύξεως ζώων εχόντων πνεύμονας και αίμα. Ζωοτόκα και ωοτόκα. Πνεύμονες και βράγχια.

 
Περὶ μὲν οὖν τῶν ἀναίμων͵ ὅτι τοῖς μὲν ὁ περιέχων ἀὴρ τοῖς δὲ τὸ ὑγρὸν βοηθεῖ πρὸς τὴν ζωήν͵ εἴρηται·      1. Είπομεν περί των ζώων, τα οποία δεν έχουσιν αίμα, ότι άλλα 33 μεν ο αήρ ο περιέχων αυτά, άλλα 34 δε το υγρόν βοηθεί, ίνα συντηρώσι την ζωήν των.
τοῖς δ΄ ἐναίμοις καὶ τοῖς ἔχουσι καρδίαν͵ ὅσα μὲν ἔχει πνεύμονα πάντα δέχεται τὸν ἀέρα καὶ τὴν κατάψυξιν ποιεῖται διὰ τοῦ ἀναπνεῖν καὶ ἐκπνεῖν. 2. Εκ των εχόντων δε αίμα και καρδίαν, όσα αυτών έχουσι πνεύμονα, πάντα δέχονται τον αέρα και ψύχονται διά της αναπνοής και εκπνοής.
ἔχει δὲ πνεύμονα τά τε ζῳοτοκοῦντα ἐν αὑτοῖς καὶ μὴ θύραζε μόνον (τὰ γὰρ σελάχη ζῳοτοκεῖ μέν͵ ἀλλ΄ οὐκ ἐν αὑτοῖς) καὶ τῶν ᾠοτοκούν των τά τε πτερυγωτά͵ οἷον ὄρνιθες͵ καὶ τὰ φολιδωτά͵ οἷον χελῶναι καὶ σαῦραι καὶ ὄφεις. ἐκεῖνα μὲν οὖν ἔναιμον͵ τούτων δὲ τὰ πλεῖστα τὸν πνεύμονα ἔχει σομφόν· διὸ καὶ τῇ ἀναπνοῇ χρῆται μανότερον͵ ὥσπερ εἴρηται καὶ πρότερον. 3. Πνεύμονα δε έχουσιν εκείνα, τα οποία ζωοτοκούσιν εντός εαυτών και ουχί εκτός, (όπως τα σελαχώδη, τα οποία γεννώσι μικρά ζώα, αλλ' ουχί εντός εαυτών 35) και εξ εκείνων τα οποία γεννώσιν ωά τα έχοντα πτέρυγας, λ. χ. τα πτηνά, και τα έχοντα φολίδας, λ. χ. αι χελώναι, αι σαύραι και οι όφεις. Των ζωοτόκων ο πνεύμων έχει αίμα, των ωοτόκων δε των πλείστων είναι σπογγώδης· διό ταύτα αραιότερον αναπνέουσιν, ως είπομεν και πρότερον.
χρῆται δὲ πάντα͵ καὶ ὅσα διατρίβει καὶ ποιεῖται τὸν βίον ἐν τοῖς ὕδασιν͵ οἷον τὸ τῶν ὕδρων γένος καὶ βατράχων καὶ κροκοδείλων καὶ ἑμύδων καὶ χελῶναι αἵ τε θαλάττιαι καὶ αἱ χερσαῖαι καὶ φῶκαι· ταῦτα γὰρ πάντα καὶ τὰ τοιαῦτα καὶ τίκτει ἐν τῷ ξηρῷ καὶ καθεύδει ἢ ἐν τῷ ξηρῷ͵ ἢ ἐν τῷ ὑγρῷ ὑπερέχοντα τὸ στόμα διὰ τὴν [476a] ἀναπνοήν. 4. Αναπνέουσι δε πάντα, και προσέτι όσα μένουσι και ζώσιν εις το ύδωρ. ως τα υδρόφειδα, οι βάτραχοι, οι κροκόδειλοι. και αι μύδαι και αι χελώναι, αι θαλάσσιαι και αι χερσαίαι 36, και αι φώκαι. Διότι πάντα ταύτα τα ζώα και τα της αυτής τάξεως γεννώσιν εις την ξηράν και κοιμώνται ή εις την ξηράν ή εις το υγρόν ανέχοντα έξω το στόμα, ίνα αναπνέωσιν.
ὅσα δὲ βράγχια ἔχει πάντα καταψύχεται δεχόμενα τὸ ὕδωρ· ἔχει δὲ βράγχια τὸ τῶν καλουμένων σελαχῶν γένος καὶ τῶν ἄλλων ἀπόδων. ἄποδες δ΄ οἱ ἰχθύες πάντες· καὶ γὰρ ἃ ἔχει͵ καθ΄ ὁμοιότητα τῶν πτερύγων λέγεται. τῶν δὲ πόδας ἐχόντων ἓν ἔχει βράγχια μόνον τῶν τεθεωρημένων͵ ὁ καλούμενος κορδύλος. 5. Όσα όμως έχουσι βράγχια, πάντα ψύχονται δεχόμενα το ύδωρ 37. Βράγχια δε έχουσι το γένος των ιχθύων, οίτινες καλούνται σαλάχια, και άλλα ζώα, τα οποία δεν έχουσι πόδας. Πάντες δε οι ιχθύς είναι άποδες, διότι, και όταν έχωσι πόδας, έχουσι τούτους ομοίους με πτέρυγας 38. Εκ δε των εχόντων πόδας εν μόνον εκ των γνωστών έχει βράγχιον, ο λεγόμενος κορδύλος.
ἅμα δὲ πνεύμονα καὶ βράγχια οὐδὲν ὦπταί πω ἔχον. αἴτιον δ΄ ὅτι ὁ μὲν πνεύμων τῆς ὑπὸ τοῦ πνεύματος καταψύξεως ἕνεκέν ἐστιν (ἔοικε δὲ καὶ τοὔνομα εἰληφέναι ὁ πνεύμων διὰ τὴν τοῦ πνεύματος ὑποδοχήν)͵ τὰ δὲ βράγχια πρὸς τὴν ἀπὸ τοῦ ὕδατος κατάψυξιν. ἓν δ΄ ἐφ΄ ἓν χρήσιμον ὄργανον͵ καὶ μία κατάψυξις ἱκανὴ πᾶσιν͵ ὥστ΄ ἐπεὶ μάτην οὐδὲν ὁρῶμεν ποιοῦσαν τὴν φύσιν͵ δυοῖν δ΄ ὄντοιν θάτερον ἂν ἦν μάτην͵ διὰ τοῦτο τὰ μὲν ἔχει βράγχια τὰ δὲ πνεύμονα͵ ἄμφω δ΄ οὐδέν.      6. Ουδέν όμως ζώον εφάνη ποτέ έχον πνεύμονα ομού και βράγχια. Αίτιον δε τούτου είναι ότι ο μεν πνεύμων προορισμόν έχει την κατάψυξιν την γινομένην υπό του αναπνεομένου αέρος· φαίνεται δ' ότι ο πνεύμων έλαβε και το όνομα, διότι δέχεται το πνεύμα (πνοήν). Τα δε βράγχια είναι προωρισμένα προς την κατάψυξιν την εκ του ύδατος προερχομένην. Αλλά εν όργανον είναι χρήσιμον προς ένα σκοπόν, και μία κατάψυξις αρκεί εις έκαστον ζώον. Ώστε, επειδή βλέπομεν ότι η φύσις ουδέν ποιεί μάτην, και (αν δύο όργανα καταψύξεως ήσαν), το εν εξ αυτών θα ήτο περιττόν, διά τούτο άλλα μεν ζώα έχουσι βράγχια, άλλα δε πνεύμονα, και τα δύο όμως ουδέν.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'.

Αναφοραί αναπνοής και θρέψεως. Στόματος και βραγχίων χρησιμότης.

 
Ἐπεὶ δὲ πρὸς μὲν τὸ εἶναι τροφῆς δεῖται τῶν ζῴων ἕκαστον͵ πρὸς δὲ τὴν σωτηρίαν τῆς καταψύξεως͵ τῷ αὐτῷ ὀργάνῳ χρῆται πρὸς ἄμφω ταῦτα ἡ φύσις͵ καθάπερ ἐνίοις τῇ γλώττῃ πρός τε τοὺς χυμοὺς καὶ πρὸς τὴν ἐρμηνείαν͵ οὕτω τοῖς ἔχουσι τὸν πνεύμονα τῷ καλουμένῳ στόματι πρός τε τὴν τῆς τροφῆς ἐργασίαν καὶ τὴν ἐκπνοὴν καὶ τὴν ἀναπνοήν.      1. Επειδή δε, ίνα ζη έκαστον ζώον, έχει χρείαν τροφής, ίνα δε συντηρήται έχει χρείαν καταψύξεως, η φύσις χρησιμοποιεί το αυτό όργανον προς τας δύο ταύτας λειτουργίας, όπως είς τινα ζώα χρησιμοποιεί την γλώσσαν προς τους χυμούς και προς την διάλεκτον. Ούτω και εις τα έχοντα πνεύμονα μεταχειρίζεται η φύσις το στόμα δια την κατεργασίαν της τροφής και διά την εκπνοήν και την αναπνοήν.
τοῖς δὲ μὴ ἔχουσι πνεύμονα μηδ΄ ἀναπνέουσι τὸ μὲν στόμα πρὸς τὴν ἐργασίαν τῆς τροφῆς͵ πρὸς δὲ τὴν κατάψυξιν τοῖς δεομένοις καταψύξεως ἡ τῶν βραγχίων ὑπάρχει φύσις. 2. Είς δε τα ζώα, τα οποία δεv έχουσι πνεύμονα και δεν αναπνέουσι, το μεν στόμα χρησιμοποιεί εις την επεξεργασίαν της τροφής, προς δε την κατάψυξιν υπάρχουσι τα βράγχια εις όσα έχουσι χρείαν καταψύξεως.
πῶς μὲν οὖν ἡ τῶν εἰρημένων ὀργάνων δύναμις ποιεῖ τὴν κατάψυξιν͵ ὕστερον ἐροῦμεν· 3. Πως δε η λειτουργία των ρηθέντων οργάνων ενεργεί την κατάψυξιν, θα είπωμεν ύστερον.
πρὸς δὲ τὸ τὴν τροφὴν μὴ διακωλύειν παραπλησίως τοῖς τ΄ ἀναπνέουσι συμβαίνει καὶ τοῖς δεχομένοις τὸ ὑγρόν· οὔτε γὰρ ἀναπνέοντες ἅμα καταδέχονται τὴν τροφήν (εἰ δὲ μή͵ συμβαίνει πνίγεσθαι παρεισιούσης τῆς τροφῆς ἢ τῆς ξηρᾶς ἢ τῆς ὑγρᾶς ἐπὶ τὸν πνεύμονα διὰ τῆς ἀρτηρίας· 4. Ίνα δε μη εμποδίζηται η τροφή, όμοιον τι συμβαίνει και εις τα ζώα, τα οποία αναπνέουσι 39 και εις εκείνα, τα οποία δέχονται το υγρόν 40. Τω όντι, δεν καταταπίνουσι την, τροφήν καθ' όν χρόνον αναπνέουσιν, άλλως θα συμβαίνη να πνίγωνται, διότι η τροφή, είτε ξηρά είτε υγρά, θα εισέρχηται εις τον πνεύμονα διά της αρτηρίας.
προτέρα γὰρ κεῖται ἡ ἀρτηρία τοῦ οἰσοφάγου͵ δι΄ οὗ ἡ τροφὴ πορεύεται εἰς τὴν καλουμένην κοιλίαν· τοῖς μὲν οὖν τετράποσι καὶ ἐναίμοις ἔχει ἡ ἀρτηρία οἷον πῶμα τὴν ἐπιγλωττίδα· τοῖς δ΄ ὄρνισι καὶ [476b] τῶν τετραπόδων τοῖς ᾠοτόκοις οὐκ ἔπεστιν͵ ἀλλὰ τῇ συναγωγῇ τὸ αὐτὸ ποιοῦσιν· 5. Διότι η αρτηρία κείται έμπροσθεν του οισοφάγου, δια του οποίου η τροφή εισέρχεται εις τον καλούμενον στόμαχον. Εις τα τετράποδα μεν τα έχοντα αίμα η αρτηρία έχει ως πώμα την επιγλωττίδα. Τα πτηνά όμως και τα τετράποδα, τα οποία γεννώσιν ωά, δεv έχουσιν επιγλωττίδα, αλλά διά της συστολής (του λάρυγγος) κάμνουσι την αυτήν ενέργειαν.
δεχόμενα γὰρ τὴν τροφὴν τὰ μὲν συνάγει͵ τὰ δ΄ ἐπιτίθησι τὴν ἐπιγλωττίδα· προελθούσης δὲ τὰ μὲν ἐπαίρει͵ τὰ δὲ διοίγει καὶ καταδέχεται τὸ πνεῦμα πρὸς τὴν κατάψυξιν)· 6. Διότι, όταν καταπίνωσι την τροφήν, τα ωοτόκα μεν συστέλλουσι την τραχειαν, ενώ τα ζωοτόκα κλείουσι την επιγλωττίδα. Όταν δε η τροφή εισέλθη, τα μεν ωοτόκα εκτείνουσι την τραχείαν, τα δε ζωοτόκα ανοίγουσι την επιγλωττίδα, και τότε δέχονται το πνεύμα το αναγκαιούν εις την κατάψυξιν.
τά τ΄ ἔχοντα βράγχια͵ ἀφέντα διὰ τούτων τὸ ὑγρόν͵ διὰ τοῦ στόματος καταδέχεται τὴν τροφήν· ἀρτηρίαν μὲν γὰρ οὐκ ἔχουσιν͵ ὥστε ταύτῃ μὲν οὐθὲν ἂν βλάπτοιντο ὑπὸ τῆς τοῦ ὑγροῦ παρεμπτώσεως͵ ἀλλ΄ εἰς τὴν κοιλίαν εἰσιόντος· διὸ ταχεῖαν ποιεῖται τὴν ἄφεσιν καὶ τὴν λῆψιν τῆς τροφῆς͵ καὶ τοὺς ὀδόντας ὀξεῖς ἔχουσι͵ καὶ καρχαρόδοντες σχεδὸν πάντες εἰσίν· οὐ γὰρ ἐνδέχεται λεαίνειν τὴν τροφήν. 7 Όσα δε έχουσι βράγχια απορρίπτουσι διά τούτων το υγρόν, και διά του στομάχου δέχονται την τροφήν διότι αρτηρίαν δεν έχουσιν, ώστε, αν εις ταύτην παρενίπιπτε το υγρόν, ουδόλως θα εβλάπτοντο, αλλά μόνον αν το ύδωρ εισήρχετο εις τον στόμαχον αυτών. Διά τούτο ταχέως απορρίπτουσι το υγρόν και καταπίνουσι την τροφήν, και έχουσιν οξείς τους οδόντας, και σχεδόν πάντα έχουσιν αυτούς πριονοειδως, διότι δεv δύνανται να λειοτριβώσι (μασσώσι) την τροφήν.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'.

Αναπνοή των κητωδών, των εχόντων αυλόν, των καράβων, καρκίνων, μαλακίων, πολυπόδων.

 
Περὶ δὲ τὰ κητώδη τῶν ἐνύδρων ἀπορήσειεν ἄν τις͵ ἔχει δὲ κἀκεῖνα κατὰ λόγον͵ οἷον περί τε τοὺς δελφῖνας καὶ τὰς φαλαίνας͵ καὶ τῶν ἄλλων ὅσα ἔχει τὸν καλούμενον αὐλόν. ταῦτα γὰρ ἄποδα μέν ἐστιν͵ ἔχοντα δὲ πνεύμονα δέχεται τὴν θάλατταν.      1. Δύναταί τις να απορήση ως προς τα κητώδη εκ των ζωών, τα οποία ζώσιν εις το ύδωρ, αλλά και ταύτα συμφωνούσι προς την θεωρίαν ημών, ως οι δελφίνες και αι φάλαιναι και άλλα, όσα έχουσι τον λεγόμενον αυλόν. Ταύτα μεν δεν έχουσι πόδας 41, αλλά καίτοι έχουσι πνεύμονα, δέχονται το ύδωρ της θαλάσσης.
αἴτιον δὲ τούτου τὸ νῦν εἰρημένον· οὐ γὰρ καταψύξεως ἕνεκεν δέχεται τὸ ὑγρόν. τοῦτο μὲν γὰρ γίνεται αὐτοῖς ἀναπνέουσιν· ἔχουσι γὰρ πνεύμονα. διὸ καὶ καθεύδουσιν ὑπερέχοντα τὸ στόμα͵ καὶ ῥέγχουσιν οἵ γε δελφῖνες. ἔτι δὲ κἂν ληφθῶσιν ἐν τοῖς δικτύοις͵ ταχὺ ἀποπνίγονται διὰ τὸ μὴ ἀναπνεῖν· διὸ καὶ ἐπιπολάζοντα φαίνεται τὰ τοιαῦτα ἐπὶ τῆς θαλάττης διὰ τὴν ἀναπνοήν. 2. Αίτιον δε τούτου είναι εκείνο το οποίον είπομεν. Τω όντι, ταύτα δεν δέχονται το υγρόν χάριν καταψύξεως, διότι αύτη γίνεται, όταν αναπνέωσιν, επειδή έχουσι πνεύμονα. Διά τούτο και κοιμώνται έχοντα το στόμα υπεράνω του ύδατος, οι δέλφινες μάλιστα ρέγχουσι. Προσέτι δε, όταν συλληφθώσι με τα δίκτυα, ταχέως πνίγονται, διότι δεν αναπνέουσι. Και φαίνονται τα τοιαύτα ότι μένουσιν επάνω εις την θάλασσαν, ίνα αναπνέωσιν.
ἀλλ΄ ἐπειδὴ ἀναγκαῖον ποιεῖσθαι τὴν τροφὴν ἐν ὑγρῷ͵ ἀναγκαῖον δεχόμενα τὸ ὑγρὸν ἀφιέναι͵ καὶ διὰ τοῦτ΄ ἔχουσι πάντα τὸν αὐλόν· δεξάμενα γὰρ τὸ ὕδωρ͵ ὥσπερ οἱ ἰχθύες κατὰ τὰ βράγχια͵ ταῦτα κατὰ τὸν αὐλὸν ἀνασπᾷ τὸ ὕδωρ. σημεῖον δὲ καὶ ἡ θέσις τοῦ αὐλοῦ· πρὸς οὐθὲν γὰρ περαίνει τῶν ἐναίμων͵ ἀλλὰ πρὸ τοῦ ἐγκεφάλου τὴν θέσιν ἔχει [καὶ ἀφίησι τὸ ὕδωρ]. 3. Αλλ' επειδή πρέπει αναγκαίως να λαμβάνωσι την τροφήν των εκ του ύδατος, αναγκαίως 42 απορρίπτουσι το υγρόν άμα το ροφήσωσι. Και διά τούτο πάντα έχουσι τον αυλόν διότι, όταν ροφήσωσι το υγρόν, τότε, ως οι ιχθύς διά των βραγχίων, ταύτα διά του αυλού απορρίπτουσι το ροφηθέν ύδωρ. Απόδειξις δε τούτου είναι και η θέσις του αυλού, διότι δεv άγει εις κανέν από τα μέρη τα οποία έχουσιν αίμα, αλλά κείται έμπροσθεν του εγκεφάλου και εκείθεν ρίπτει το ύδωρ.
διὰ ταὐτὸ δὲ τοῦτο δέχεται καὶ τὰ μαλάκια τὸ ὕδωρ καὶ τὰ μαλακόστρακα͵ λέγω δ΄ οἷον τοὺς καλουμένους καράβους καὶ τοὺς καρκίνους. καταψύξεως μὲν γὰρ αὐτῶν οὐδὲν τυγχάνει δεόμενον· ὀλιγόθερμον γάρ ἐστι καὶ ἄναιμον ἕκαστον αὐτῶν͵ ὥσθ΄ ἱκανῶς καταψύχεται ὑπὸ [477a] τοῦ περιέχοντος ὑγροῦ͵ ἀλλὰ διὰ τὴν τροφὴν ἀφίησι τὸ ὕδωρ͵ ὅπως μὴ ἅμα δεχομένοις εἰσρέῃ τὸ ὑγρόν. τὰ μὲν οὖν μαλακόστρακα͵ οἷον οἵ τε καρκίνοι καὶ οἱ κάραβοι͵ παρὰ τὰ δασέα ἀφιᾶσι τὸ ὕδωρ διὰ τῶν ἐπιπτυγμάτων͵ 4. Διά την αυτήν δε ταύτην αιτίαν και τα μαλάκια και τα μαλακόστρακα ροφώσι το ύδωρ, θέλω να είπω π. χ. τους καλουμένους καράβους και τους καρκίνους. Διότι ουδέν εκ τούτων των ζώων έχει ανάγκην καταψύξεως· διότι έκαστον έχει ολίγην θερμότητα και δεν έχει αίμα· ώστε αρκετά ψύχονται υπό του υγρού του περιέχοντος αυτά. Άλλα χάριν της τροφής (είναι ούτως οργανωμένα) ώστε, όταν δέχωνται την τροφήν, να μη εισρέη μετ' αυτής το υγρόν. Τα μεν λοιπόν μαλακόστρακα, ως οι καρκίνοι και οι κάραβοι, απορρίπτουσι το ύδωρ διά των κατά το τριχωτόν επικάλυμμα αυτών πτυχών.
σηπίαι δὲ καὶ πολύποδες διὰ τοῦ κοίλου τοῦ ὑπὲρ τῆς καλουμένης κεφαλῆς. 5. Αλλ' αι σηπίαι και οι πολύποδες το ρίπτουσι δια του κοιλώματος, όπερ είναι υπεράνω της λεγομένης κεφαλής των.
γέγραπται δὲ περὶ αὐτῶν δι΄ ἀκριβείας μᾶλλον ἐν ταῖς περὶ τῶν ζῴων ἱστορίαις. περὶ μὲν οὖν τοῦ δέχεσθαι τὸ ὑγρόν͵ εἴρηται ὅτι συμβαίνει διὰ κατάψυξιν καὶ διὰ τὸ δεῖν δέχεσθαι τὴν τροφὴν ἐκ τοῦ ὑγροῦ τὰ τὴν φύσιν ὄντα τῶν ζῴων ἔνυδρα.      6. Περί τούτων εγράψαμεν μετά μείζονος ακριβείας εις τας περί “ζώων ιστορίας”. Ενταύθα δε εξηγήσαμεν ότι τα ζώα, των οποίων η φύσις είναι να ζώσιν εν τω ύδατι, δέχονται το ύδωρ εν εαυτοίς, διότι έχουσιν ανάγκην της καταψύξεως 43 και διότι πρέπει να λαμβάνωσι την τροφήν των εκ του υγρού (εν ω ζώσιν).

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ'.

Τελειότερα ζώα είναι τα έχοντα τελειοτέραν την αναπνοήν.—Πλεονεκτήματα ανθρώπου.

 
Περὶ δὲ τῆς καταψύξεως͵ τίνα γίνεται τρόπον τοῖς τ΄ ἀναπνέουσι καὶ τοῖς ἔχουσι βράγχια͵ μετὰ ταῦτα λεκτέον.      1. Περί δε της καταψύξεως, με ποίον τρόπον γίνεται εις τα ζώα, τα οποία αναπνέουσι, και εις τα έχοντα βράγχια, δέον να είπωμεν μετά ταύτα.
ὅτι μὲν οὖν ἀναπνέουσιν ὅσα πνεύμονα τῶν ζῴων ἔχουσι͵ πρότερον εἴρηται. διὰ τί δὲ τοῦτο τὸ μόριον ἔχουσιν ἔνια͵ καὶ διὰ τί τὰ ἔχοντα δεῖται τῆς ἀναπνοῆς͵ αἴτιον τοῦ μὲν ἔχειν ὅτι τὰ τιμιώτερα τῶν ζῴων πλείονος τετύχηκε θερμότητος· ἅμα γὰρ ἀνάγκη καὶ ψυχῆς τετυχηκέναι τιμιωτέρας· τιμιώτερα γὰρ ταῦτα τῆς φύσεως τῆς τῶν ψυχρῶν. διὸ καὶ τὰ μάλιστα ἔναιμον ἔχοντα τὸν πνεύμονα καὶ θερμὸν μείζονά τε τοῖς μεγέθεσι͵ καὶ τό γε καθαρωτάτῳ καὶ πλείστῳ κεχρημένον αἵματι τῶν ζῴων ὀρθότατόν ἐστιν͵ ὁ ἄνθρωπος͵ καὶ τὸ ἄνω πρὸς τὸ τοῦ ὅλου ἄνω ἔχει μόνον διὰ τὸ τοιοῦτον ἔχειν τοῦτο τὸ μόριον. 2. Είπομεν πρότερον, ότι αναπνέουσιν όσα ζώα έχουσι πνεύμονα. Διατί δε ζώα τινα έχουσι το όργανον τούτο, και διατί έχοντα αυτό έχουσι χρείαν αναπνοής; Το αίτιον δι' ό έχουσι πνεύμονα είναι ότι τα τελειότερα των ζώων έχουσι θερμότητα μείζονα των άλλων ταύτα δε κατ' ανάγκην έχουσι και ψυχήν τελειοτέραν 44. Διοτι η φύσις τούτων είναι ανωτέρα της των φυτών. Διά τούτο και όσα έχουσι τον πνεύμονα πλήρη αίματος και θερμότατον έχουσι και μεγαλυτέρας σωματικάς διαστάσεις, και ο άνθρωπος όστις έχει το αφθονώτατον και καθαρώτατον αίμα παρά πάντα τα ζώα, είναι εξ όλων το ορθότατον και το μόνον, όπερ έχει το άνω του σώματος του προς τα άνω του σύμπαντος, διότι έχει τοιουτοτρόπως πεπλασμένον το όργανον τούτο (πνεύμονα).
ὥστε τῆς οὐσίας καὶ τούτῳ καὶ τοῖς ἄλλοις θετέον αἴτιον αὐτὸ καθάπερ ὁτιοῦν ἄλλο τῶν μορίων. ἔχει μὲν οὖν ἕνεκα τούτου. 4. Ώστε πρέπει να δεχθώμεν, ότι ο πνεύμων είναι εις τον άνθρωπον και τα άλλα ζώα αίτιον της υπάρξεως, όπως και οιονδήποτε άλλο εκ των μελών. Ένεκα τούτων λοιπόν έχουσι πνεύμονα.
τὴν δ΄ ἐξ ἀνάγκης καὶ τῆς κινήσεως αἰτίαν καὶ τὰ τοιαῦτα δεῖ νομίζειν συνιστάναι ζῷα καθάπερ καὶ μὴ τοιαῦτα πολλὰ συνέστηκεν· τὰ μὲν γὰρ ἐκ γῆς πλείονος συνέστηκεν͵ οἷον τὸ τῶν φυτῶν γένος͵ τὰ δ΄ ἐξ ὕδατος͵ οἷον τὸ τῶν ἐνύδρων· τῶν δὲ πτηνῶν καὶ πεζῶν τὰ μὲν ἐξ ἀέρος τὰ δ΄ ἐκ πυρός. ἕκαστα δ΄ ἐν τοῖς οἰκείοις τόποις ἔχει τὴν τάξιν αὐτῶν. 5. Πρέπει δε να νομίζωμεν, ότι η υλική αιτία και η της κινήσεως συνέστησαν ταύτα τα ζώα τοιουτοτρόπως, όπως και πολλά μη όντα τοιαύτα· διότι άλλα μεν αποτελούνται περισσότερον εκ γης, ως τα φυτά, άλλα δε περισσότερον εξ ύδατος, ως τα ένυδρα ζώα, εκ των πτηνών δε και χερσαίων τα μεν έγειναν εξ αέρος 45, τα δε εκ πυρός. Έκαστον δε αυτών έχει την θέσιν του εις τας καταλλήλους δι' αυτά χώρας.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ'.

Αναίρεσις δόξης Εμπεδοκλέους ότι θερμότατα είναι τα ένυδρα.— Αναφοραί τόπων και οργανισμών.

 
Ἐμπεδοκλῆς δ΄ οὐ καλῶς τοῦτ΄ εἴρηκε͵ φάσκων τὰ [477b] θερμότατα καὶ πῦρ ἔχοντα πλεῖστον τῶν ζῴων ἔνυδρα εἶναι͵ φεύγοντα τὴν ὑπερβολὴν τῆς ἐν τῇ φύσει θερμότητος͵ ὅπως ἐπειδὴ τοῦ ψυχροῦ καὶ τοῦ ὑγροῦ ἐλλείπει͵ κατὰ τὸν τόπον ἀνασῴζηται͵ ἐναντίον ὄντα· θερμὸν γὰρ εἶναι τὸ ὑγρὸν ἧττον τοῦ ἀέρος.      1. Ο Εμπεδοκλής όμως δεν είπεν ορθά, ισχυρισθείς ότι τα ένυδρα είναι τα θερμότατα και τα έχοντα πυρ πολύ περισσότερον των άλλων ζώων, αποφεύγουσι δε την υπερβολικήν θερμότητα την εν τη φύσει υπάρχουσαν, όπως, επειδή έχουσιν έλλειψιν του υγρού και του ψυχρού δια μέσου στοιχείου, προς το οποίον έχουσιν εναντίας ιδιότηταις, εύρωσι σωτηρίαν. Διότι το υγρόν είναι ολιγώτερον θερμόν παρά τον αέρα.
ὅλως μὲν οὖν ἄτοπον πῶς ἐνδέχεται γενόμενον ἕκαστον αὐτῶν ἐν τῷ ξηρῷ μεταβάλλειν τὸν τόπον εἰς τὸ ὑγρόν (σχεδὸν γὰρ καὶ ἄποδα τὰ πλεῖστα αὐτῶν ἐστιν)· ὁ δὲ τὴν ἐξ ἀρχῆς αὐτῶν σύστασιν λέγων γενέσθαι μὲν ἐν τῷ ξηρῷ φησι͵ φεύγοντα δ΄ ἐλθεῖν εἰς τὸ ὕδωρ. 2. Αλλ' όμως είναι όλως ακατανόητον πώς έκαστον των ζώων τούτων, όπερ εγεννήθη επί της ξηράς, ηδυνήθη να μεταβάλη τόπον διαμονής και να υπάγη εις το ύδωρ· διότι σχεδόν τα πλείστα αυτών δεν έχουσι πόδας. Ο Εμπεδοκλής δε εξηγών την απ' αρχής σύστασιν αυτών, λέγει ότι εγεννήθησαν μεν εις την ξηράν, αλλά φεύγοντα ήλθον εις το υγρόν.
ἔτι δ΄ οὐδὲ φαίνεται θερμότερα ὄντα τῶν πεζῶν· τὰ μὲν γὰρ ἄναιμα πάμπαν͵ τὰ δ΄ ὀλίγαιμα αὐτῶν ἐστιν. 3. Προσέτι δε δεv φαίνονται τα ένυδρα θερμότερα των χερσαίων, διότι άλλα μεν δεν έχουσιν ουδόλως αίμα, άλλα δε έχουσι πολύ ολίγον.
ἀλλὰ ποῖα μὲν δεῖ λέγειν θερμὰ καὶ ψυχρά͵ καθ΄ αὑτὰ τὴν ἐπίσκεψιν εἴληφεν· περὶ δ΄ ἧς αἰτίας εἴρηκεν Ἐμπεδοκλῆς͵ τῇ μὲν ἔχει τὸ ζητούμενον λόγον͵ οὐ μὴν ὅ γέ φησιν ἐκεῖνος ἀληθές. 4. Αλλά ποία όντα πρέπει να λέγωμεν θερμά και ποία ψυχρά ; περί τούτου δέον να πραγματευθώμεν ιδία. Η αιτία δε, την οποίαν αναφέρει ο Εμπεδοκλής, εν μέρει περιέχει την ζητουμένην εξήγησιν, αλλ' όμως εκείνο, όπερ λέγει, δεν είναι όλον αληθές.
τῶν μὲν γὰρ ἕξεων τοὺς τὰς ὑπερβολὰς ἔχοντας οἱ ἐναντίοι τόποι καὶ ὧραι σῴζουσιν͵ ἡ δὲ φύσις ἐν τοῖς οἰκείοις σῴζεται μάλιστα τό ποις. οὐ γὰρ ταὐτὸν ἥ θ΄ ὕλη τῶν ζῴων ἐξ ἧς ἐστιν ἕκαστον͵ καὶ αἱ ἕξεις καὶ διαθέσεις αὐτῆς. λέγω δ΄ οἷον εἴ τι ἐκ κηροῦ συστήσειεν ἡ φύσις͵ οὐκ ἂν ἐν θερμῷ θεῖσα διέσωσεν͵ οὐδ΄ εἴ τι ἐκ κρυστάλλου· ἐφθάρη γὰρ ἂν ταχὺ διὰ τοὐναντίον· τήκει γὰρ τὸ θερμὸν τὸ ὑπὸ τοῦ ἐναντίου συστάν. οὐδ΄ εἴ τι ἐξ ἁλὸς ἢ νίτρου συνέστησεν͵ οὐκ ἂν εἰς ὑγρὸν φέρουσα κατέθηκεν· φθείρει γὰρ τὰ ὑπὸ ξηροῦ συστάντα τὸ ὑγρόν. 5. Διότι οι τόποι και αι εποχαί, αι οποίαι έχουσι καθ' υπερβολήν τας ιδιότητας τας εναντίας (προς τα ζώα), συντηρούσι μεν ταύτα. Αλλ' η φύσις (παντός όντος) συντηρείται προ πάντων εις τους τόπους, οίτινες είναι οικείοι προς αυτό. Διότι η ύλη, εξ ης αποτελείται έκαστον είδος ζωών, δεv πρέπει να συγχέηται προς τας διαφόρους ιδιότητας και διαθέσεις αυτής. Εννοώ π. χ. ότι εάν η φύσις ήθελε πλάσει ον τι εκ κηρού ή πάγου, δεν θα το συνετήρει θέτουσα αυτό εις θερμόν περιέχον, διότι θα κατεστρέφετο ταχέως υπό του εναντίου του, επειδή η θερμότης διαλύει παν ό,τι επλάσθη εκ του εναντίου αυτής. Και αν ήθελε συστήσει τι από άλας ή νίτρον, δεν θα το έθετε βεβαίως εις το ύδωρ, διότι το υγρόν φθείρει τα αποτελεσθέντα εξ υγρού και ψυχρού.
εἰ οὖν ὕλη πᾶσι τοῖς σώμασι τὸ ὑγρὸν καὶ τὸ ξηρόν͵ εὐλόγως τὰ μὲν ἐξ ὑγροῦ [καὶ ψυχροῦ] συστάντα ἐν ὑγροῖς ἐστι [καὶ εἰ ψυχρά͵ ἔσται ἐν ψυχρῷ]͵ τὰ δ΄ ἐκ ξηροῦ ἐν ξηρῷ. 6. Εάν λοιπόν το ξηρόν και το υγρόν 46 είναι η ύλη πάντων των σωμάτων εύλογον να υποθέσωμεν ότι τα συσταθέντα από υγρόν και ψυχρόν θα είναι εις υγρόν περιέχον, και τα εκ ξηρού (στερεού) ποιηθέντα θα είναι εις το ξηρόν (στερεόν).
διὰ τοῦτο τὰ δένδρα οὐκ ἐν ὕδατι φύεται͵ ἀλλ΄ ἐν γῇ. καίτοι τοῦ αὐτοῦ λόγου ἐστὶν εἰς τὸ ὕδωρ͵ διὰ τὸ εἶναι αὐτὰ ὑπέρξηρα͵ ὥσπερ τὰ ὑπέρπυρά φησιν ἐκεῖνος· οὐ γὰρ διὰ τὸ ψυχρὸν ἂν ἦλθεν εἰς αὐτό͵ ἀλλ΄ ὅτι ὑγρόν. 7. Διά τούτο τα δένδρα δεν φύονται εις το ύδωρ, αλλ' εις την ξηράν. Και όμως, κατά την εξήγησιν του Εμπεδοκλέους, έπρεπε να έρχωνται εις το ύδωρ, διότι είναι λίαν ξηρά, ή, καθώς λέγει, είναι “λίαν πυρώδη”. Διότι θα ήρχοντο εις αυτό τα δένδρα, ουχί διότι είναι ψυχρόν, αλλά διότι είναι υγρόν.
αἱ μὲν οὖν φύσεις τῆς ὕλης͵ ἐν οἵῳπερ τόπῳ εἰσί͵ τοιαῦται οὖσαι τυγχάνουσιν͵ αἱ μὲν ἐν ὕδατι ὑγραί͵ αἱ δ΄ ἐν τῇ γῇ ξηραί͵ αἱ δ΄ ἐν τῷ ἀέρι [478a] θερμαί· αἱ μέντοι ἕξεις αἱ μὲν ὑπερβάλλουσαι θερμότητι ἐν ψυχρῷ͵ αἱ δὲ τῇ ψυχρότητι ἐν θερμῷ τιθέμεναι σῴζονται μᾶλλον· ἐπανισοῖ γὰρ εἰς τὸ μέτριον ὁ τόπος τὴν τῆς ἕξεως ὑπερβολήν. τοῦτο μὲν οὖν δεῖ ζητεῖν ἐν τοῖς οἰκείοις τόποις ἑκάστης ὕλης καὶ κατὰ τὰς μεταβολὰς τῆς κοινῆς ὥρας· τὰς μὲν γὰρ ἕξεις ἐνδέχεται τοῖς τόποις ἐναντίας εἶναι͵ τὴν δ΄ ὕλην ἀδύνατον.      8. Αι φυσικαί συστάσεις λοιπόν της όλης 47 εις οιονδήπητε τόπον υπάρχουσιν, είναι τοιαύται οίος είναι ο τόπος· αι μεν υπάρχουσαι εις το ύδωρ είναι υγραί, αι δε εις ξηράν γην ξηραί, και αι εν τω αέρι είναι θερμαί. Αι αποκτηθείσαι ιδιότητες όμως συντηρούνται περισσότερον, αι μεν έχουσαι υπερβολικήν θερμότητα εις το ψυχρόν, αι δε έχουσαι υπερβολικήν ψυχρότητα εις το θερμόν. Διότι ο τόπος επαναφέρει εις την προσήκουσαν ισορροπίαν την υπερβολήν της ιδιότητος. Ταύτην λοιπόν την ισορροπίαν τα ζώντα πρέπει να ζητώσιν εις τους τόπους τους οικείους εις εκάστην ύλης οργάνωσιν και κατά τας μεταβολάς του συνήθους κλίματος. Διότι αι ιδιότητες της ύλης δύνανται να είναι εις αντίθεσιν προς τον τόπον της διαμονής, αλλά τούτο είναι αδύνατον κατά την αρχικήν σύστασιν της ύλης.
ὅτι μὲν οὖν οὐ διὰ θερμότητα τῆς φύσεως τὰ μὲν ἔνυδρα τὰ δὲ πεζὰ τῶν ζῴων ἐστί͵ καθάπερ Ἐμπεδοκλῆς φησιν͵ τοσαῦτ΄ εἰρήσθω͵ καὶ διότι τὰ μὲν οὐκ ἔχει πνεύμονα τὰ δὲ ἔχει.      9. Ότι λοιπόν ουχί εξ αιτίας της φυσικής θερμότητος άλλα μεν ζώα είναι ένυδρα άλλα δε πεζά, ως λέγει ο Εμπεδοκλής, αρκούσι να αποδείξωσι τα ειρημένα, και προσέτι να εξηγήσωσι διατί άλλα μεν έχουσι πνεύμονα, αλλά δε δεν έχουσιν.

 

(25) Η θρεπτική ψυχή καλείται πρώτη, διότι η θρέψις είναι απαραιτήτως αναγκαία εις τας άλλας δυνάμεις, ενώ αύτη δύναται να υπάρχη και άνευ των άλλων.

(26) Ως είναι τα έντομα και τα μαλάκια.

(27) Ο Αριστοτέλης ανέταμε σώματα ζώων, αλλ' αμφίβολον αν και ανθρώπων. Εκ των ζώων συμπεραίνει περί ανθρώπων. Το ανθρώπινον σώμα εθεωρείτο ιερόv, και διά τούτo δεν υπεβάλλετο εις αvατομήv.

(28) Η φύσις διά της φυσικής θερμότητος παρέσχε και εις την θρεπτικήν δύναμιν θερμότητα.

(29) Είς τε την ζωικήν θερμότητητα και εις το άψυχον πυρ.

(30) Φυσικής αποσβέσεως.

(31) Των εντόμων το αίμα είναι συνήθως άχρουν υγρόν, ενίοτε κίτρινον ή πρασινωπόν, σπανίως ερυθρόν, και ο Αριστοτέλης δεν εθεώρει αυτό αίμα.

(32) Ίνα επαναλάβωσι την αναπνοήν.

(33) Τα έντομα.

(34) Τα μαλάκια και τα οστρακόδερμα.

(35) Τα ζωοτοκούντα εν εαυτοίς είναι τα μαστοφόρα. Τα ζωοτοκούντα εκτός εαυτώv είναι τα ωοτόκα.

(36) Τα ζώα ταύτα είναι αμφίβια.

(37) Εντός του σώματος των.

(38) Μάλλον παρά με πόδας.

(39) Και έχουσι πνεύμονα.

(40) Και έχουσι βράγχια.

(41) Όπως πάντα οι ιχθύς.

(42) Αναγκάζονται να δεχθώσι συγχρόνως το υγρόν, όπερ εισάγεται μετά της τροφής των.

(43) Εξαιρουμένων των κητωδών, τα οποία έχουσι πνεύμονας και λαμβάνουσι την κατάψυξιν εαυτών εκ του αέρος.

(44) Ου μόνον θρεπτικήν αλλά και αισθητικήν και νοητικήν.

(45) Και εν τη συστάσει αυτών επικρατεί εν στοιχείον, αήρ, κ λ.

(46) Και το θερμόν και το ψυχρόν.

(47) Φυτά και ζώα.


Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Νοέμβριος 2001