![]() |
![]() |
![]() |
Ἀπορήσειε δ΄ ἄν τις͵ εἰ πᾶν σῶμα εἰς ἄπειρον διαιρεῖται͵ ἆρα καὶ τὰ παθήματα τὰ αἰσθητά͵ οἷον χρῶμα καὶ χυμὸς καὶ ὀσμὴ καὶ ψόφος͵ καὶ βαρῦ καὶ κοῦφον͵ καὶ θερμὸν καὶ ψυχρόν͵ καὶ σκληρὸν καὶ μαλακόν͵ ἢ ἀδύνατον. ποιητικὸν γάρ ἐστιν ἕκαστον αὐτῶν τῆς αἰσθήσεως (τῷ δύνασθαι γὰρ κινεῖν αὐτὴν λέγεται πάντα)͵ ὥστ΄ ἀνάγκη͵ εἰ ἡ δύναμις͵ καὶ τὴν αἴσθησιν εἰς ἄπειρα διαιρεῖσθαι καὶ πᾶν εἶναι μέ γεθος αἰσθητόν (ἀδύνατον γὰρ λευκὸν μὲν ὁρᾶν͵ μὴ ποσὸν δέ)· | 1. Δύναταί τις να ερωτήση: Εάν παν σώμα διαιρήται επ' άπειρον, άρά γε επ' άπειρον δύνανται να διαιρώνται αι αισθηταί ποιότητες των σωμάτων, δηλαδή το χρώμα και ο χυμός και η οσμή και ο ήχος και το βάρος, και το ψυχρόν και το θερμόν, και το σκληρόν και το μαλακόν; Ή είναι αδύνατον τούτο; Τω όντι, έκαστον των αισθητών τούτων διεγείρει την αίσθησιν, και πάντα έλαβον τα οικεία ονόματα, διότι δύνανται να θέτωσιν εις κίνησιν την αίσθησιν. Ώστε αναγκαίως η αίσθησις έπρεπε να διαιρήται επ' άπειρον και παν μέγεθος 108 να είναι αισθητόν. Διότι αδύνατον να ίδωμεν, ότι αντικείμενόν τι είναι λευκόν, εάν τούτο δεν έχη ποσόν τι (διαστάσεις). |
εἰ γὰρ μὴ οὕτως͵ ἐνδέχοιτ΄ ἂν εἶναί τι σῶμα μηδὲν ἔχον χρῶμα μηδὲ βάρος μηδ΄ ἄλλο τι τοιοῦτον πάθος͵ ὥστ΄ οὐδ΄ αἰσθητὸν ὅλως· ταῦτα γὰρ τὰ αἰσθητά. τὸ ἄρ΄ αἰσθητὸν ἔσται συγκείμενον οὐκ ἐξ αἰσθητῶν. ἀλλ΄ ἀναγκαῖον· οὐ γὰρ δὴ ἔκ γε τῶν μαθηματικῶν. | 2. Διότι αν άλλως είχε το πράγμα 109, θα ήτο δυνατόν να υπάρχη σώμα μη έχον μήτε χρώμα, μήτε βάρος, μήτε άλλην ουδεμίαν τοιαύτην ιδιότητα, επομένως ουδόλως θα ήτο αισθητόν, διότι αύται αι ιδιότητες συνιστώσι το αισθητόν και ούτω το αισθητόν θα συνέκειτο εκ μερών ουχί αισθητών. Αλλά σώμα αισθητόν αναγκαίως σύγκειται από αισθητά, διότι βέβαια δεν θα σύγκειται εκ μαθηματικών (αφηρημένων) στοιχείων. |
ἔτι τίνι κρινοῦμεν ταῦτα καὶ γνωσόμεθα; ἢ τῷ νῷ; ἀλλ΄ οὐ νοητά͵ οὐδὲ νοεῖ ὁ νοῦς τὰ ἐκτὸς μὴ μετ΄ αἰσθήσεως. | 3. Προσέτι με τί θα κρίνωμεν και θα γινώσκωμεν τα αισθητά ταύτα; Άρά γε διά του νου; Αλλά ταύτα δεν είναι νοητά στοιχεία, και ο νους δεν νοεί τα. εξωτερικά πράγματα, εάν μη συνοδεύωνται υπό αισθήσεως 110. |
ἅμα δ΄ εἰ ταῦτ΄ ἔχει οὕτως͵ ἔοικε μαρτυρεῖν τοῖς τὰ ἄτομα ποιοῦσι μεγέθη· οὕτω γὰρ ἂν λύοιτο ὁ λόγος. ἀλλ΄ ἀδύνατα· εἴρηται δὲ περὶ αὐτῶν ἐν τοῖς λόγοις τοῖς περὶ κινήσεως. | 4. Αλλά συνάμα ταύτα, εάν έχωσιν ούτως (αν τα σώματα σύγκεινται εκ μερών μη αισθητών), φαίνεται ότι συνηγορούσιν υπέρ των δεχομένων αδιαίρετα μεγέθη 111, διότι ούτω θα ελύετο το ζήτημα· Αλλά ταύτα είναι αδύνατα, περί αυτών δε έγινε λόγος εις τας περί κινήσεως πραγματείας. |
περὶ δὲ τῆς λύσεως αὐτῶν ἅμα δῆλον ἔσται καὶ διὰ τί πεπέρανται τὰ εἴδη καὶ χρώματος καὶ χυμοῦ καὶ φθόγγων καὶ τῶν ἄλλων αἰσθητῶν. ὧν μὲν γάρ ἐστιν ἔσχατα͵ ἀνάγκη πεπεράνθαι τὰ ἐντός· τὰ δ΄ ἐναντία ἔσχατα͵ πᾶν δὲ τὸ αἰσθητὸν ἔχει ἐναντίωσιν͵ οἷον ἐν χρώματι τὸ λευκὸν καὶ τὸ μέλαν͵ ἐν χυμῷ γλυκὺ καὶ πικρόν· καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις δὴ πᾶσίν ἐστιν ἔσχατα τὰ ἐν αντία. | 5. Εκ της λύσεως όμως τούτων θα γείνη φανερόν και διά τί είναι περιωρισμένα τα είδη των χρωμάτων, του χυμού, και των φθόγγων και των άλλων αισθητών. Διότι εις τα σώματα, τα οποία έχουσι πέρατα, πρέπει και αι εσωτερικαί ιδιότητες να έχωσι πέρατα, άκρα. δε είναι τα εναντία· και παν ό,τι είναι αισθητόν έχει εναντίωσιν, λ.χ. εις το χρώμα εναντία είναι το λευκόν και το μέλαν, εις δε τους χυμούς το γλυκύ και το πικρόν· και εις τα άλλα πάντα τα αισθητά έσχατα πέρατα είναι τα εναντία. |
τὸ μὲν οὖν συνεχὲς εἰς ἄπειρα τέμνεται ἄνισα͵ εἰς δ΄ ἴσα πεπερασμένα· τὸ δὲ μὴ καθ΄ αὑτὸ συνεχὲς εἰς πεπερασμένα εἴδη. | 6. Παν λοιπόν σώμα συνεχές δύναται να διαιρήται εις άπειρα μέρη άνισα, εις πεπερασμένα δε τον αριθμόν μέρη, αν ταύτα είναι ίσα 112. Το δε σώμα, όπερ δεν είναι συνεχές καθ' εαυτό, διαιρείται εις είδη, τα οποία είναι περιωρισμένα. |
ἐπεὶ οὖν τὰ μὲν πάθη ὡς εἴδη λεκτέον͵ ὑπάρχει δὲ συνέχεια ἀεὶ ἐν τούτοις͵ ληπτέον ὅτι τὸ δυνάμει καὶ τὸ ἐνεργείᾳ ἕτερον· καὶ διὰ τοῦτο τὸ μυριοστημόριον λανθάνει [446a] τῆς κέγχρου ὁρωμένης͵ καίτοι ἡ ὄψις ἐπελήλυθεν͵ καὶ ὁ ἐν τῇ διέσει φθόγγος λανθάνει͵ καίτοι συνεχοῦς ὄντος ἀκούει τοῦ μέλους παντός· τὸ δὲ διάστημα τὸ τοῦ μεταξὺ πρὸς τοὺς ἐσχάτους λανθάνει. | 7. Επειδή λοιπόν πρέπει τα πάθη (αι ιδιότητες) των σωμάτων να θεωρώνται ως είδη και επειδή η συνέχεια υπάρχει πάντοτε εν αυτοίς, πρέπει να διακρίνωμεν το δυνάμει από του εν ενεργεία. Καί ούτω το μυριοστόν μέρος ενός κόκκου κέγχρου διαφεύγει την αντίληψιν ημών, καίτοι η όψις ημών το διήλθε· και προσέτι ο ήχος της διέσεως 113 μας λανθάνει, καίτοι ακούομεν όλον το μέρος, όπερ είναι συνεχές. Αλλά το μεταξύ διάστημα από του μέσου προς τα άκρα διαφεύγει την αντίληψιν ημών. |
ὁμοίως δὲ καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις αἰσθητοῖς τὰ μικρὰ πάμπαν· δυνάμει γὰρ ὁρατά͵ ἐνεργείᾳ δ΄ οὔ͵ ὅταν μὴ χωρὶς ᾖ· καὶ γὰρ ἐνυπάρχει δυνάμει ἡ ποδιαία τῇ δίποδι͵ ἐνεργείᾳ δ΄ ἤδη ἀφαιρεθεῖσα. | Ομοίως δε και περί των απείρως σμικρών μεταξύ άλλων αισθητών, είναι δηλαδή και ταύτα δυνάμει ορατά, αλλά ουχί εν ενεργεία και όταν αποχωρισθώσιν· ούτως η γραμμή ενός ποδός δυνάμει υπάρχει εις την γραμμήν δύο ποδών, αλλ' εν ενεργεία υπάρχει μόνον όταν χωρισθή. |
χωριζόμεναι δ΄ αἱ τηλικαῦται ὑπεροχαὶ εὐλόγως μὲν ἂν καὶ διαλύοιντο εἰς τὰ περιέχοντα͵ ὥσπερ καὶ ἀκαριαῖος χυμὸς εἰς τὴν θάλατταν ἐγχυθείς. οὐ μὴν ἀλλ΄ ἐπειδὴ οὐδ΄ ἡ τῆς αἰσθήσεως ὑπεροχὴ καθ΄ αὑτὴν αἰσθητὴ οὐδὲ χωριστή (δυνάμει γὰρ ἐνυπάρχει ἐν τῇ ἀκριβεστέρᾳ ἡ ὑπεροχή)͵ οὐδὲ τὸ τηλικοῦτον αἰσθητὸν χωριστὸν ἔσται ἐνεργείᾳ αἰσθάνεσθαι. ἀλλ΄ ὅμως ἔσται αἰσθητόν· δυνάμει τε γάρ ἐστιν ἤδη͵ καὶ ἐνεργείᾳ ἔσται προσγενόμενον. | Όταν δε χωρίζωνται μεγέθη υπερβολικώς μικρά, ευνόητον είναι ότι διαλύονται εις τα σώματα τα περιέχοντα αυτά 114, καθώς ελάχιστος χυμός χάνεται όταν χυθή εις την θάλασσαν. Αλλ' όμως, επειδή το υπερβολικώς μικρόν ποσόν λανθάνει την αίσθησιν, δεν είναι αισθητόν καθ' εαυτό, ουδέ όταν είναι χωριστόν, διότι η λίαν μικρά ποσότης ενυπάρχει εις σώμα ακριβέστερον αυτής αισθητόν, ούτε τοιούτον τι αισθητόν δύναται να γείνη αισθητόν ενεργεία αν είναι χωριστόν, αλλ' όμως είναι αισθητόν αντικείμενον, διότι είναι ήδη δυνάμει αισθητόν, και θα γείνη και ενεργεία όταν προστεθή είς τι. |
ὅτι μὲν οὖν ἔνια μεγέθη καὶ πάθη λανθάνει͵ καὶ διὰ τίν΄ αἰτίαν͵ καὶ πῶς αἰσθητὰ καὶ πῶς οὔ͵ εἴρηται. ὅταν δὲ δὴ ἐνυπάρχῃ τούτῳ τοσαῦτα ὥστε καὶ ἐνεργείᾳ αἰ σθητὰ εἶναι͵ καὶ μὴ μόνον ὅτι ἐν τῷ ὅλῳ ἀλλὰ καὶ χωρίς͵ πεπερασμένα ἀνάγκη εἶναι τὸν ἀριθμόν͵ καὶ χρώματα καὶ χυμοὺς καὶ φθόγγους. | 8. Είπομεν λοιπόν, ότι μεγέθη τινά και ιδιότητες σωμάτων διαφεύγουσι την αντίληψιν ημών, και εδείξαμεν διά τίνα αιτίαν και προσέτι κατά ποίαν σημασίαν είναι αισθητά και κατά ποίαν ουχί. Όταν όμως ήδη ταύτα υπάρχωσιν ούτω προς εαυτά, ώστε να είναι και ενεργεία αισθητά, ουχί μόνον εν τω όλω του σώματος, αλλά και όταν είναι χωριστά, αναγκαίως πρέπει να υπάρχωσι περιωρισμένα κατά τον αριθμόν και χρώματα και χυμοί και ήχοι. |
ἀπορήσειε δ΄ ἄν τις͵ ἆρ΄ ἀφικνοῦν ται ἢ τὰ αἰσθητὰ ἢ αἱ κινήσεις αἱ ἀπὸ τῶν αἰσθητῶν (ὁποτέρως ποτὲ γίγνεται ἡ αἴσθησις)͵ ὅταν ἐνεργῶσιν͵ εἰς τὸ μέσον πρῶτον͵ οἷον ἥ τε ὀσμὴ φαίνεται ποιοῦσα καὶ ὁ ψόφος· πρότερον γὰρ ὁ ἐγγὺς αἰσθάνεται τῆς ὀσμῆς͵ καὶ ὁ ψόφος ὕστερον ἀφικνεῖται τῆς πληγῆς. | 9. Δύναται τις να ερώτηση ακόμη, άρά γε τα αισθητά αντικείμενα 115 ή αι από των αισθητών προερχόμεναι κινήσεις, όπως δήποτε και αν γίνηται η αίσθησις 116, όταν είναι εκείναι εν ενεργεία, φθάνουσιν (επιδρώσιν) εις το διάμεσον πρώτον, ως φαίνεται ότι συμβαίνει εις την οσμήν και τον ήχον διότι πρώτος αισθάνεται την οσμήν ο ευρισκόμενος πλησίον, και ο ήχος φθάνει εις το ούς τινος μετά τον κτύπον. |
ἆρ΄ οὖν οὕτω καὶ τὸ ὁρώμενον καὶ τὸ φῶς͵ καθάπερ καὶ Ἐμπεδοκλῆς φησιν ἀφικνεῖσθαι πρότερον τὸ ἀπὸ τοῦ ἡλίου φῶς εἰς τὸ μεταξὺ πρὶν πρὸς τὴν ὄψιν ἢ ἐπὶ τὴν γῆν; δόξειε δ΄ ἂν εὐλόγως τοῦτο συμβαίνειν· τὸ γὰρ κινούμενον κινεῖταί ποθέν ποι͵ ὥστ΄ ἀνάγκη εἶναί τινα καὶ χρόνον ἐν ᾧ κινεῖται ἐκ θατέρου πρὸς θάτερον· ὁ δὲ [446b] χρόνος πᾶς διαιρετός͵ ὥστε ἦν ὅτε οὔ πω ἑωρᾶτο ἀλλ΄ ἔτ΄ ἐφέρετο ἡ ἀκτὶς ἐν τῷ μεταξύ. | Άρα λοιπόν το αυτό συμβαίνει εις το ορατόν αντικείμενον και το φως; Καθώς λέγει ο Εμπεδοκλής, το φως του ήλιου φθάνει πρώτον εις το μεταξύ στοιχείον πριν ή φθάση εις την όψιν ημών και επί της γης. Τούτο δε φαίνεται μετά λόγου ότι συμβαίνει. Διότι παν ό,τι κινείται, κινείται έκ τινος τόπου προς άλλον, ώστε πρέπει να παρέλθη εξ ανάγκης χρόνος, καθ' ον κινείται εκ του ενός εις τον άλλον. Αλλ'' ο χρόνος είναι πάντοτε διαιρετός, ώστε υπάρχει χρόνος καθ' ον η ακτίς του ηλίου δεν βλέπεται από ημάς ακόμη, αλλά φέρεται έτι εις το μεταξύ 117. |
καὶ εἰ καὶ ἅπαν ἅμα ἀκούει καὶ ἀκήκοε͵ καὶ ὅλως αἰσθάνεται καὶ ᾔσθηται͵ καὶ μή ἐστι γένεσις αὐτῶν͵ ἀλλ΄ εἰσὶν ἄνευ τοῦ γίγνεσθαι͵ ὅμως οὐδὲν ἧττον͵ ὥσπερ ὁ ψόφος ἤδη γεγενημένης τῆς πληγῆς οὔ πω πρὸς τῇ ἀκοῇδηλοῖ δὲ τοῦτο καὶ ἡ τῶν γραμμάτων μετασχημά τισις͵ ὡς γιγνομένης τῆς φορᾶς ἐν τῷ μεταξύ· οὐ γὰρ τὸ λεχθὲν φαίνονται ἀκηκοότες διὰ τὸ μετασχηματίζεσθαι φερόμενον τὸν ἀέρα | 10. Αλλά και εάν παν πράγμα συγχρόνως ακούη και έχη ακούσει, και αν γενικώς το παρόν αίσθημα συνενούται με το πρότερον αυτού και δεν υπάρχη γένεσις αυτών διαδοχική 118, αλλ' όμως δεν έχουσι την πορείαν ταύτην ούτως, όπως και ο ήχος όστις, αφού ήδη έγεινε ο κτύπος, δεν έφθασεν ακόμη εις την ακοήν. Δεικνύει δε τούτο και ο μετασχηματισμός των γραμμάτων εν τη γλώσση, διότι η κίνησις αυτών συμβαίνει εις το μεταξύ. Τω οντι οι ακούοντες φαίνονται ότι δεν ήκουσαν καλώς τα λεχθέντα, διότι ο αήρ κινούμενος μεταβάλλεται. |
ἆρ΄ οὖν οὕτω καὶ τὸ χρῶμα καὶ τὸ φῶς; οὐ γὰρ δὴ τῷ πως ἔχειν τὸ μὲν ὁρᾷ τὸ δ΄ ὁρᾶται͵ ὥσπερ ἴσα ἐστίν· οὐθὲν γὰρ ἂν ἔδει που ἑκάτερον εἶναι· τοῖς γὰρ ἴσοις γιγνομένοις οὐδὲν διαφέρει ἢ ἐγγὺς ἢ πόρρω ἀλλήλων εἶναι. | 11. Ούτω λοιπόν συμβαίνει και εις το χρώμα και το φως 119; Βέβαια ουχί διά προσδιωρισμένην τινά θέσιν η μεν όψις δρα, το δε αντικείμενον οραται, ως να είναι ίσα πράγματα. Διότι τότε δεν ήθελεν είναι ανάγκη να είναι και το εν και το άλλο εις ωρισμένον μέρος· διότι εις τα πράγματα τα γενόμενα ίσα είναι αδιάφορον αν είναι πλησίον ή μακράν αλλήλων. |
ἢ περὶ μὲν τὸν ψόφον καὶ τὴν ὀσμὴν τοῦτο συμβαίνειν εὔλογον· ὥσπερ γὰρ ὁ ἀὴρ καὶ τὸ ὕδωρ͵ συνεχῆ μέν͵ μεμέρισται δ΄ ἀμφοτέρων ἡ κίνησις. διὸ καὶ ἔστι μὲν ὡς τὸ αὐτὸ ἀκούει ὁ πρῶτος καὶ ὁ ὕστερος καὶ ὀσφραίνεται͵ ἔστι δ΄ ὡς οὔ. δοκεῖ δέ τισιν εἶναι ἀπορία καὶ περὶ τούτων· ἀδύνατον γάρ φασί τινες ἄλλον ἄλλῳ τὸ αὐτὸ ἀκούειν καὶ ὁρᾶν καὶ ὀσφραίνεσθαι· οὐ γὰρ οἷόν τ΄ εἶναι πολλοὺς καὶ χωρὶς ὄντας ἓν ἀκούειν καὶ ὀσφραίνεσθαι· τὸ γὰρ ἓν χωρὶς ἂν αὐτὸ αὑτοῦ εἶναι. | Ή ορθώς λέγεται ότι τούτο (η διαδοχική μετάδοσις) συμβαίνει ως προς τον ήχον και την οσμήν. Διότι όπως ο αήρ και το ύδωρ, είναι και εκείνα συνεχή, αλλ' όμως η κίνησις και των δύο είναι μεριστή. Διά τούτο και αφ' ενός μεν είναι δυνατόν το αυτό πράγμα να ακούη και να οσφραίνηται και ο εγγύτατος και ο απώτατος, και αφ' ετέρου δεν είναι δυνατόν 120. Τινές δε νομίζουσιν ότι υπάρχει δυσκολία και περί τούτου, δηλαδή λέγουσιν ότι είναι αδύνατον άλλος τις να ακούη ή να ορα και να οσφραίνηται το αυτό πράγμα όπως εις άλλος· διότι δεν είναι δυνατόν πολλοί να ακούωσι και να οσφραίνωνται ομοίως, όταν είναι χωριστοί, διότι άλλως το πράγμα, όπερ είναι εν, θα ήτο αυτό χωριστόν εαυτού 121. |
ἢ τοῦ μὲν κινήσαντος πρώτου͵ οἷον τῆς κώδωνος ἢ λιβανωτοῦ ἢ πυρός͵ τοῦ αὐτοῦ καὶ ἑνὸς ἀριθμῷ αἰσθάνονται πάντες͵ τοῦ δὲ δὴ ἰδίου ἑτέρου ἀριθμῷ͵ εἴδει δὲ τοῦ αὐτοῦ͵ διὸ ἅμα πολλοὶ ὁρῶσι καὶ ὀσμῶνται καὶ ἀκούουσιν; ἔστι δ΄ οὔτε σώματα ταῦτα͵ ἀλλὰ πάθος καὶ κίνησίς τις (οὐ γὰρ ἂν τοῦτο συνέβαινεν)͵ οὔτ΄ ἄνευ σώματος. | Ή δυνάμεθα να είπωμεν, ότι πάντες αισθάνονται το πρώτον κινήσαν την αίσθησιν λ. χ. τον κώδωνα ή τον λιβανωτόν ή το πύρ ως το αυτό και εν κατά τον αριθμόν, αλλά κατά τας ιδιότητας αυτού έκαστος, το αισθάνεται ως άλλο αριθμητικώς 122, το αυτό δε κατ' είδος. Διά τούτο πολλοί συγχρόνως ορώσι το αυτό και ακούουσι και οσφραίνονται. Ταύτα όμως (ήχος, οσμή) δεν είναι σώματα, αλλά πάθος και κίνησίς της, διότι άλλως δεν θα παρήγετο το φαινόμενον τούτο, αλλά δεν είναι και χωρίς σώματος. |
περὶ δὲ τοῦ φωτὸς ἄλλος λόγος· τῷ ἐνεῖναι γάρ τι τὸ φῶς ἐστιν͵ ἀλλ΄ οὐ κίνησίς τις. ὅλως δὲ οὐδὲ ὁμοίως ἐπί τε ἀλλοιώσεως ἔχει καὶ φορᾶς· αἱ μὲν γὰρ φοραὶ εὐλόγως εἰς τὸ μεταξὺ πρῶτον ἀφικνοῦνται (δοκεῖ δ΄ ὁ ψόφος εἶναι φερομένου [447a] τινὸς κίνησις)͵ ὅσα δ΄ ἀλλοιοῦται͵ οὐκέτι ὁμοίως· ἐνδέχεται γὰρ ἀθρόον ἀλλοιοῦσθαι͵ καὶ μὴ τὸ ἥμισυ πρότερον͵ οἷον τὸ ὕδωρ ἅμα πᾶν πήγνυσθαι. | 14. Άλλως όμως συμβαίνει εις το φως· διότι το φως υπάρχει, επειδή είναι ουσία τις, αλλ' ουχί κίνησις 123. Εν γένει δε ουδέ η μεταβολή είναι ομοία με την κατά τόπον κίνησιν, διότι αι τοπικαί κινήσεις ορθώς λέγεται ότι κατά πρώτον φθάνουσιν εις το μεσολαβούν σώμα· ο ήχος π. χ. φαίνεται ότι είναι κίνησις πράγματος, όπερ μετατοπίζεται. Αλλά δεν συμβαίνει ομοίως και εις όσα μεταβάλλονται· διότι δύνανται να μεταβάλλωνται έκαστον ολόκληρον 124 και ουχί πρώτον κατά το ήμισυ, ως το ύδωρ λ. χ. όπερ δύναται να πήγνυται συγχρόνως όλον. |
οὐ μὴν ἀλλ΄ ἂν ᾖ πολὺ τὸ θερμαινόμενον ἢ πηγνύμενον͵ τὸ ἐχόμενον ὑπὸ τοῦ ἐχομένου πάσχει͵ τὸ δὲ πρῶτον ὑπ΄ αὐτοῦ τοῦ ἀλλοιοῦντος μεταβάλλει καὶ ἀνάγκη ἅμα ἀλλοιοῦσθαι καὶ ἀθρόον. ἦν δ΄ ἂν καὶ τὸ γεύεσθαι ὥσπερ ἡ ὀσμή͵ εἰ ἐν ὑγρῷ ἦμεν καὶ πορρωτέρωθεν πρὶν θιγεῖν αὐτοῦ ᾐσθανόμεθα. | Αλλ' όμως, αν το θερμαινόμενον ή πηγνυόμενον είναι πολύ, δύναται να μεταβάλληται και να πάσχη εν μέρος υπό του μέρους του συνεχόμενου με αυτό, το πρώτον δε μέρος μόνον να μεταβάλληται υπό αυτού του προξενούντος την αλλοίωσιν σώματος. Και ούτω δεν είναι ανάγκη το αλλοιούμενον να αλλοιούται συγχρόνως όλον. Θα ησθανόμεθα δε την γεύσιν χυμού 125 ως αιίσθανόμεθα οσμήν, εάν εζώμεν εντός υγρού στοιχείου και ησθανόμεθα οσμάς μακρότερον, πριν ή θίξωμεν αυτό το σώμα. |
εὐλόγως δὴ ὧν ἐστι μεταξὺ τοῦ αἰσθητηρίου͵ οὐχ ἅμα πάντα πάσχει͵ πλὴν ἐπὶ τοῦ φωτὸς διὰ τὸ εἰρημένον͵ διὰ τὸ αὐτὸ δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ ὁρᾶν· τὸ γὰρ φῶς ποιεῖ τὸ ὁρᾶν. | 15. Ευλόγως λοιπόν αι αισθήσεις αι γινόμεναι διά μεσολαβούντος σώματος, δεν αισθάνονται συγχρόνως (τα αισθητά αντικείμενα), πλην του φωτός, ένεκα των ειρημένων λόγων. Διά την αυτήν αιτίαν εξαιρείται και η όρασις, διότι το φως είναι το ποιούν αυτήν αίτιον. |
(108) Οσονδήποτε μικρόν και αν είναι.
(109) Εαν δεν δεχθώμεν ότι παν μέγεθος πρέπει να είναι αισθητόν.
(110) Ο νούς voεί τα εξωτερικά μόνον διά των εικόvωv, ας η φαντασία σχηματίζει εκ της αισθήσεως.
(111) Οποίοι ήσαν οι ατομολόγοι Λεύκιππος και Δημόκριτος.
(112) Εάν σώματός τινος αφαιρεθεί το δέκατον και του υπολοίπου πάλιν το δέκατον και ούτω καθεξής, ο αριθμός των μερών του εμπορεί να είναι άπειρος. Εάv όμως αφαιρεθώσιν ίσα πάντοτε μέρη, το σώμα ταχέςς εξαντλείται εις δύο φοράς εάv λαμβάνωνται ημίση, εις τρεις φοράς αν λαμβάνωνται τρίτα κλπ. Και τα μεγέθη πάντα είναι απείρως διαιρετά, πας δε αριθμός δύναται να αυξάνηται απειράκις. Αλλ' η απειρία αύτη των μεγεθών εivαι μόνον δυνάμει. Το απείρως ελάχιστον μόριον μόνον νοερώς υπάρχει.
(113) Η δίεσις ήτο το 1)4 εvός τόνου.
(115) Κατά την Δημοκρίτειον θεωρίαν των απορροιών.
(116) Εξ οιουδήποτε αντικειμένου.
(117) Τα φως πολλών αστέρων φθάνει εις ημάς μετά πολλά έτη.
(118) Και αν έτι εις την αίσθησιν δεν υπάρχη διαδοχή αντιληπτή, υπάρχει πάντοτε εν αυτώ τω φαινομένω, ως δεικvύει ο ήχος, όστις δεν φθάνει εις την ακοήν ειμή μετά χρόνον.
(119) Το φως δηλ. και το χρώμα μεταδίδονται διαδοχικώς ή μας έρχονται διά μιας;
(120) Αντίφασις, ήτις λύεται εν τέλει της παραγράφου ταύτης.
(121) Διά να είναι αισθητόν υπό πολλών αντί ενός μόνου.
(122) Αύτη είναι η λύσις της αντιφάσεως.
(123) Το φως, ώρισεν ο Αριστοτέλης: (Περί ψυχής II VII) ενέργεια του διαφανούς, διαφανές δε το ειδικόν διάμεσον του φωτός, όπερ δεν είναι κίνησις τοπική, αλλά πάντως κίνησις αλλοιώσεως.
(124) Αύτη είναι η γνώμη του Αριστοτέλους, όστις κατ' αρχήν δεν παραδέχεται ότι το φως του ηλίου απαιτεί χρόνον τινά ίνα φθάση εις την γην. Αλλά την γνώμην ταύτην περιορίζει είτα λέγων, ότι τα αλλοιούμενα δύνανται κατά μικρόν να αλλοιούνται και ουχί εv τω άμα, και το φώς φθάνει βαθμηδόν από του ηλίου εις ημάς.
(125) Υγρόν τι δύναται να αλλοιούται υπό χυμού, και μάζα ύδατος αλλοιούται βαθμηδόν από μέρους εις μέρος υπό του πυρός ή του ψύχους.