ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ

ΠΕΡΙ ΑΙΣΘΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'.

Περί οσμών και οσφρήσεως. Αναφοραί οσμών και χυμών. Δόξα Ηρακλείτου. Δύο αρχικά είδη οσμών. Οσμαί καλαί ή κακαί, αμέσως ή εμμέσως. Σχέσις οσμών και εγκεφάλου. Όσφρησις ιχθύων και εντόμων. Η όσφρησις εν μέσω αφ' ενός της αφής και γεύσεως, αφ' ετέρου της όψεως και ακοής. Δόξα Πυθαγορείων. Η οσμή συντελεί εις υγιείαν, αλλ' όχι εις θρέψιν.
 
Τὸν αὐτὸν δὲ τρόπον δεῖ νοῆσαι καὶ περὶ τὰς ὀσμάς· ὅπερ γὰρ ποιεῖ ἐν τῷ ὑγρῷ τὸ ξηρόν͵ τοῦτο ποιεῖ ἐν ἄλλῳ γένει τὸ ἔγχυμον ὑγρόν͵ ἐν ἀέρι καὶ ὕδατι ὁμοίως. (κοινὸν δὲ κατὰ τούτων νῦν μὲν λέγομεν τὸ διαφανές͵ ἔστι δ΄ ὀσφραντὸν [443a] οὐχ ᾗ διαφανές͵ ἀλλ΄ ᾗ πλυτικὸν καὶ ῥυπτικὸν ἐγχύμου ξηρότητος.)      1. Κατά τον αυτόν δε τρόπον 84 πρέπει να πραγματευθώμεν και περί των οσμών. Διότι εκείνο όπερ ενεργεί εις το υγρόν το ξηρόν 85, το έγχυμον υγρόν 86 ενεργεί τούτο ομοίως εις άλλο γένος (των οσμών) εν τω αέρι και τω ύδατι. Τώρα περί των οσμών λέγομεν ότι το διαφανές είναι κοινή ιδιότης των δύο τούτων στοιχείων. Είναι δε το διαφανές στοιχείον αισθητόν υπό της οσφρήσεως (οσφραντόν), ουχί καθό διαφανές, αλλά καθ' όσον δύναται να μεταδίδη και να εκχέη την έγχυμον ξηρότητα 87.
οὐ γὰρ μόνον ἐν ἀέρι ἀλλὰ καὶ ἐν ὕδατι τὸ τῆς ὀσφρήσεώς ἐστιν. δῆλον δ΄ ἐπὶ τῶν ἰχθύων καὶ τῶν ὀστρακοδέρμων· φαίνονται γὰρ ὀσφραινόμενα οὔτε ἀέρος ὄντος ἐν τῷ ὕδατι (ἐπιπολάζει γὰρ ὁ ἀήρ͵ ὅταν ἐγγένηται) οὔτ΄ αὐτὰ ἀναπνέοντα. εἰ οὖν τις θείη καὶ τὸν ἀέρα καὶ τὸ ὕδωρ ἄμφω ὑγρά͵ εἴη ἂν ἡ ἐν ὑγρῷ τοῦ ἐγχύμου ξηροῦ φύσις ὀσμή͵ καὶ ὀσφραντὸν τὸ τοιοῦτον.      2. Διότι η όσφρησις γίνεται ου μόνον εν τω αέρι, αλλά και εν τω ύδατι· φανερόν δε είναι τούτο επί των ιχθύων και των οστρακόδερμων, διότι φαίνονται ότι οσφραίνονται 88, αν και δεν υπάρχη αήρ εν τω ύδατι, διότι όταν εισέλθη αήρ εις το ύδωρ αναβαίνει εις την επιφάνειαν, και διότι τα ζώα ταύτα δεν αναπνέουσιν 89. Εάν λοιπόν υποθέση τις, ότι και ο αήρ και το ύδωρ είναι αμφότερα υγρά, η φύσις του εγχύμου υγρού εν τω ύδατι θα είναι η οσμή, και το σώμα το έχον τοιαύτας ιδιότητας θα είναι το οσφραντόν.
ὅτι δ΄ ἀπ΄ ἐγχύμου ἐστὶ τὸ πάθος͵ δῆ λον ἐκ τῶν ἐχόντων καὶ μὴ ἐχόντων ὀσμήν· τά τε γὰρ στοιχεῖα ἄοσμα͵ οἷον πῦρ ἀὴρ γῆ ὕδωρ͵ διὰ τὸ τά τε ξηρὰ αὐτῶν καὶ τὰ ὑγρὰ ἄχυμα εἶναι͵ ἂν μή τι μειγνύμενον ποιῇ. διὸ καὶ ἡ θάλαττα ἔχει ὀσμήν (ἔχει γὰρ χυμὸν καὶ ξηρότητα)͵ καὶ ἅλες μᾶλλον νίτρου ὀσμώδεις (δηλοῖ δὲ τὸ ἐξικμαζόμενον ἐξ αὐτῶν ἔλαιον)͵ τὸ δὲ νίτρον γῆς ἐστι μᾶλλον. ἔτι λίθος μὲν ἄοσμον͵ ἄχυμον γάρ͵ τὰ δὲ ξύλα ὀσμώδη͵ ἔγχυμα γάρ· καὶ τούτων τὰ ὑδατώδη ἧττον. ἔτι ἐπὶ τῶν μεταλλευομένων χρυσὸς ἄοσμον͵ ἄχυμον γάρ͵ ὁ δὲ χαλκὸς καὶ ὁ σίδηρος ὀσμώδη· ὅταν δ΄ ἐκκαυθῇ τὸ ὑγρόν͵ ἀοσμότεραι αἱ σκωρίαι γίγνονται πάντων· ἄργυρος δὲ καὶ καττίτερος τῶν μὲν μᾶλλον ὀσμώδη τῶν δ΄ ἧττον· ὑδατώδη γάρ.      3. Ότι δε το πάθος τούτο σώματός τινος 90 προέρχεται εξ εγχύμου στοιχείου αυτού είναι φανερόν εκ των πραγμάτων, τα οποία έχουσιν οσμήν και εξ εκείνων τα οποία δεν έχουσι. Τω οντι, τα στοιχεία, ήτοι το πυρ, ο αήρ, το ύδωρ, η γη, είναι άοσμα, διότι και τα ξηρά και τα υγρά μέρη αυτών είναι άχυμα, εκτός εάν ανάμιξίς τις τα κάμνη να έχωσι χυμόν. Διό και η θάλασσα έχει οσμήν, διότι έχει χυμόν και ξηρότητα 91. Και τα άλατα έχουσι περισσότερον οσμήν παρά το νίτρον, ως αποδεικνύει το εξ αυτών εξαγόμενον δι' αποξηράνσεως έλαιον. Το δε νίτρον έχει οσμήν μάλλον της γης. Προσέτι ο μεν λίθος είναι άοσμος διότι είναι άχυμος, αλλά τα ξύλα έχουσιν οσμήν διότι έχουσι χυμόν (έγχυμα), και εκ τούτων ολιγωτέραν έχουσιν οσμήν τα υδατώδη. Προσέτι εκ των μετάλλων ο χρυσός είναι άοσμος 92 καθό άχυμος, αλλ' ο χαλκός και ο σίδηρος είναι οσμώδη. Όταν δε το υγρόν στοιχείον των μετάλλων εκκαυθή, τότε αι σκωρίαι γίνονται αοσμότεραι πάντων. Ο δε άργυρος και ο κασσίτερος έχουσιν οσμήν περισσότερον ή ολιγωτέραν· άλλων μετάλλων, διότι είναι υδατώδη.
δοκεῖ δ΄ ἐνίοις ἡ καπνώδης ἀναθυμίασις εἶναι ὀσμή͵ οὖσα κοινὴ γῆς τε καὶ ἀέρος [καὶ πάντες ἐπιφέρονται ἐπὶ τοῦτο περὶ ὀσμῆς]· διὸ καὶ Ἡράκλειτος οὕτως εἴρηκεν͵ ὡς εἰ πάντα τὰ ὄντα καπνὸς γένοιτο͵ ῥῖνες ἂν διαγνοῖεν͵ καὶ πάντες ἐπιφέρονται ἐπὶ τοῦτο περὶ ὀσμῆς͵ οἱ μὲν ὡς ἀτμίδα͵ οἱ δ΄ ὡς ἀναθυμίασιν͵ οἱ δ΄ ὡς ἄμφω ταῦτα· ἔστι δ΄ ἡ μὲν ἀτμὶς ὑγρότης τις͵ ἡ δὲ καπνώδης ἀναθυμίασις͵ ὥσπερ εἴρηται͵ κοινὸν ἀέρος καὶ γῆς· καὶ συνίσταται ἐκ μὲν ἐκείνης ὕδωρ͵ ἐκ δὲ ταύτης γῆς τι εἶδος. ἀλλ΄ οὐδέτερον τούτων ἔοικεν· ἡ μὲν γὰρ ἀτμίς ἐστιν ὕδατος͵ ἡ δὲ καπνώδης ἀναθυμίασις ἀδύνατος ἐν ὕδατι γενέσθαι· ὀσμᾶται δὲ καὶ τὰ ἐν τῷ ὕδατι͵ [443b] ὥσπερ εἴρηται πρότερον. ἔτι ἡ ἀναθυμίασις ὁμοίως λέγεται ταῖς ἀπορροίαις· εἰ οὖν μηδ΄ ἐκεῖναι καλῶς͵ οὐδ΄ αὕτη καλῶς.      4. Νομίζουσι δε τινες ότι η οσμή είναι η καπνώδης αναθυμίασις 93, ήτις είναι κοινή εις την γην και τον αέρα. Και πάντες οι περί της οσμής πραγματευθέντες μεταπίπτουσιν εις την εξήγησιν ταύτην. Διά ταύτα και ο Ηράκλειτος είπεν ότι, εάv πάντα τα όντα ήθελεν γίνει καπνός, διά των ρινών θα εγινώσκομεν πάντα. Πάντες δε οι αποκλίνοντες προς τοιαύτην εξήγησιν της οσμής θεωρούσιν αυτήν άλλοι μεν ως ατμόν 94, άλλοι δε ως αναθυμίασιν, άλλοι δε και το εν και το άλλο. Και ο μεν ατμός είναι είδος υγρότητος, η δε καπνώδης αναθυμίασις, ως είπομεν, είναι κοινή εις τον αέρα και την γην, και εξ εκείνου μεν αποτελείται το ύδωρ, εκ ταύτης δε είδος τι γης 95. Αλλ' η οσμή φαίνεται ότι δεν είναι ούτε το έν ούτε το άλλο, διότι ο μεν ατμός είναι εξ ύδατος, η δε καπνώδης αναθυμίασις αδύνατον είναι να σχηματίζηται εν τω ύδατι. Και όμως τα ζώντα εν τω ύδατι αισθάνονται, ως προείπομεν, την οσμήν. Προσέτι αι αναθυμιάσεις κατ' αυτούς έχουσι την αυτήν και αι απόρροιαι σημασίαν 96, και αν η υπόθεσις αύτη περί της όψεως δεν είναι ορθή, ουδ' αύτη η θεωρία περί της οσμής είναι ορθή.
ὅτι μὲν οὖν ἐνδέχεται ἀπολαύειν τὸ ὑγρόν͵ καὶ τὸ ἐν τῷ πνεύματι καὶ τὸ ἐν τῷ ὕδατι͵ καὶ πάσχειν τι ὑπὸ τῆς ἐγχύμου ξηρότητος͵ οὐκ ἄδηλον· καὶ γὰρ ὁ ἀὴρ ὑγρὸν τὴν φύσιν ἐστίν. ἔτι δ΄ εἴπερ ὁμοίως ἐν τοῖς ὑγροῖς ποιεῖ καὶ ἐν τῷ ἀέρι οἷον ἀποπλυνόμενον τὸ ξηρόν͵ φανερὸν ὅτι δεῖ ἀνάλογον εἶναι τὰς ὀσμὰς τοῖς χυμοῖς. ἀλλὰ μὴν τοῦτό γε ἐπ΄ ἐνίων συμβέβηκεν· καὶ γὰρ δριμεῖαι καὶ γλυκεῖαί εἰσιν ὀσμαὶ καὶ αὐστηραὶ καὶ στρυφναὶ καὶ λιπαραί͵ καὶ τοῖς πικροῖς τὰς σαπρὰς ἄν τις ἀνάλογον εἴποι· διὸ ὥσπερ ἐκεῖνα δυσκατάποτα͵ τὰ σαπρὰ δυσανάπνευστά ἐστιν. δῆλον ἄρα ὅτι ὅπερ ἐν τῷ ὕδατι ὁ χυμός͵ τοῦτ΄ ἐν τῷ ἀέρι καὶ ὕδατι ἡ ὀσμή. καὶ διὰ τοῦτο τὸ ψυχρὸν καὶ ἡ πῆξις καὶ τοὺς χυμοὺς ἀμβλύνει καὶ τὰς ὀσμὰς ἀφανίζει· τὸ γὰρ θερμὸν τὸ κινοῦν καὶ δημιουργοῦν ἀφανίζουσιν ἡ ψύξις καὶ ἡ πῆξις.      5. Είναι λοιπόν φανερόν, ότι το υγρόν, το οποίον υπάρχει εις τον αέρα (διότι και ο αήρ είναι φύσει υγρός) και εις το ύδωρ, δύναται να δεχθή τι εκ του ξηρού στοιχείον, όπερ έχει χυμόν, και να πάθη τι υπ' αυτού. Προσέτι, εάν το ξηρόν στοιχείον, όταν τρόπον τίνα υγραίνηται, ενεργή εις τα υγρά ομοίως, όπως και εις τον αέρα 97, προδήλως αι οσμαί πρέπει να είναι ανάλογοι προς τους χυμούς. Και ακριβώς η αναλογία αύτη υπάρχει είς τινας οσμάς και χυμούς. Διότι υπάρχουσιν οσμαί δριμείαι και γλυκείαι και αυστηραί και στρυφναί και λιπαραί, και δύναταί τις να είπη ότι αι σαπραί οσμαί αναλογούσι προς τους πικρούς χυμούς. Διά τούτο, όπως δυσκόλως καταπίνει τις τους χυμούς εκείνους, ούτω δυσκόλως αναπνέει τας σαπράς οσμάς. Φανερόν είναι λοιπόν ότι η ποιότης, ήτις είναι ο χυμός εν τω ύδατι. αύτη είναι η οσμή εν τω αέρι και τω ύδατι. Και ένεκα τούτου το ψύχος και ο παγετός εξασθενίζουσι τους χυμούς και μηδενίζουσι τας οσμάς, διότι η ψύξις και η πήξις μηδενίζουσι την θερμότητα, ήτις είναι η κινητική και ποιητική αρχή των χυμών και οσμών.
εἴδη δὲ τοῦ ὀσφραντοῦ δύο ἐστίν· οὐ γάρ͵ ὥσπερ τινές φασιν͵ οὐκ ἔστιν εἴδη τοῦ ὀσφραντοῦ͵ ἀλλ΄ ἔστιν. διοριστέον δὲ πῶς ἔστι καὶ πῶς οὐκ ἔστιν· τὸ μὲν γάρ ἐστι κατὰ τοὺς χυμοὺς τεταγμένον αὐτῶν͵ ὥσπερ εἴπομεν͵ καὶ τὸ ἡδὺ καὶ τὸ λυπηρὸν κατὰ συμβεβηκὸς ἔχουσιν (διὰ γὰρ τὸ τοῦ θρεπτικοῦ πάθη εἶναι͵ ἐπιθυμούντων μὲν ἡδεῖαι αἱ ὀσμαὶ τούτων εἰσί͵ πεπληρωμένοις δὲ καὶ μηδὲν δεομένοις οὐχ ἡδεῖαι͵ οὐδ΄ ὅσοις μὴ καὶ ἡ τροφὴ ἡ ἔχουσα τὰς ὀσμὰς ἡδεῖα͵ οὐδὲ τούτοις)ὥστε αὗται μέν͵ καθάπερ εἴπομεν͵ κατὰ συμβεβηκὸς ἔχουσι τὸ ἡδὺ καὶ λυπηρόν͵ διὸ καὶ πάντων εἰσὶ κοιναὶ τῶν ζῴων· αἱ δὲ καθ΄ αὑτὰς ἡδεῖαι τῶν ὀσμῶν εἰσιν͵ οἷον αἱ τῶν ἀνθῶν· οὐδὲν γὰρ μᾶλλον οὐδ΄ ἧττον πρὸς τὴν τροφὴν παρακαλοῦσιν͵ οὐδὲ συμβάλλονται πρὸς ἐπιθυμίαν οὐδέν͵ ἀλλὰ τοὐναντίον μᾶλλον· ἀληθὲς γὰρ ὅπερ Εὐριπίδην σκώπτων εἶπε Στράττις͵ ὅταν φακῆν ἕψητε͵ μὴ ΄πιχεῖν μύρον. οἱ δὲ νῦν μειγνύντες [444a] εἰς τὰ πόματα τὰς τοιαύτας δυνάμεις βιάζονται τῇ συνηθείᾳ τὴν ἡδονήν͵ ἕως ἂν ἐκ δύ΄ αἰσθήσεων γένηται τὸ ἡδὺ ὡς ἂν καὶ ἀπὸ μιᾶς.      7. Είδη δε οσφραντών αντικειμένων είναι δύο, και κακώς λέγουσί τινες ότι δεν υπάρχουσι διάφορα είδη οσφραντών. Υπάρχουσιν· αλλά πρέπει να διορισθή κατά ποίον σημασίαν είναι τούτο αληθές και κατά ποίαν ψευδές. Τινά μεν αυτών, ως είπομεν, αντιστοιχούσι προς τους χυμούς και περιέχουσι το ευάρεστον και δυσάρεστον κατά συμβεβηκός (εμμέσως) 98. Διότι, επειδή οι χυμοί είναι πάθη της θρεπτικής δυνάμεως ημών, αι οσμαί αυτών είναι ευάρεστοι εις εκείνους, οίτινες επιθυμούσι, δυσάρεστοι δε εις εκείνους, οίτινες είναι κεκορεσμένοι και ουδεμίαν έχουσιν επιθυμίαν· ούτε πάλιν είναι ευάρεστος η οσμή εις εκείνους, εις ους η τροφή, ήτις έχει την ευάρεστον οσμήν, είναι δυσάρεστος. Ώστε αύται αι οσμαί δεν προξενούσιν, ως είπομεν, ηδονήν και λύπην ειμή κατά συμβεβηκός (εμμέσως), και διά τούτο είναι κοιναί εις πάντα τα ζώα. Άλλαι όμως εκ των οσμών 99 είναι ευάρεστοι 100 καθ' εαυτάς, λ. χ. αι οσμαί των ανθέων. Διότι ούτε περισσότερον ούτε ολιγώτερον παρακινούσιν αύται το ζώον εις την τροφήν, ουδέ συντελούσιν εις την επιθυμίαν αυτής, αλλά μάλλον το εναντίον. Διότι είναι αληθές εκείνο, όπερ είπεν ο Στράττις, σκώπτων τον Ευριπίδην: “Όταν βράζετε φακήν, να μη επιχύνετε μύρον”. Όσοι δε σήμερον αναμιγνύουσιν εις τα ποτά τοιαύτας ουσίας βιάζουσι την ηδονήν κατά την συνήθειάν των, πιστεύοντες ότι η προερχομένη εκ των δύο αισθήσεων 101 ηδονή παράγεται εκ μιας μόνης αισθήσεως.
τοῦτο μὲν οὖν τὸ ὀσφραντὸν ἴδιον ἀνθρώπου ἐστίν͵ ἡ δὲ κατὰ τοὺς χυμοὺς τεταγμένη καὶ τῶν ἄλλων ζῴων͵ ὥσπερ εἴρηται πρότερον· κἀκείνων μέν͵ διὰ τὸ κατὰ συμβεβηκὸς ἔχειν τὸ ἡδύ͵ διῄρηται τὰ εἴδη κατὰ τοὺς χυμούς͵ ταύτης δ΄ οὐκέτι͵ διὰ τὸ τὴν φύσιν αὐτῆς εἶναι καθ΄ αὑτὴν ἡδεῖαν ἢ λυπηράν. αἴτιον δὲ τοῦ ἴδιον εἶναι ἀνθρώπου τὴν τοιαύτην ὀσμὴν διὰ τὴν ἕξιν τὴν περὶ τὸν ἐγκέφαλον. ψυχροῦ γὰρ ὄντος τὴν φύσιν τοῦ ἐγκεφάλου͵ καὶ τοῦ αἵμα τος τοῦ περὶ αὐτὸν ἐν τοῖς φλεβίοις ὄντος λεπτοῦ μὲν καὶ καθαροῦ͵ εὐψύκτου δέ (διὸ καὶ ἡ τῆς τροφῆς ἀναθυμίασις ψυχομένη διὰ τὸν τόπον τὰ νοσηματικὰ ῥεύματα ποιεῖ)͵ τοῖς ἀνθρώποις πρὸς βοήθειαν ὑγιείας γέγονε τὸ τοιοῦτον εἶδος τῆς ὀσμῆς· οὐδὲν γὰρ ἄλλο ἔργον ἐστὶν αὐτῆς ἢ τοῦτο. τοῦτο δὲ ποιεῖ φανερῶς· 8. Το είδος τούτο λοιπόν της οσφρήσεως είναι ίδιον εις μόνους τους ανθρώπους, το δε συνδεόμενον με τους χυμούς είναι κοινόν και των άλλων ζώων, ως προείπομεν. Και επειδή αύται αι οσμαί είναι κατά συμβεβηκός ευάρεστοι, τα είδη αυτών κατατάσσονται σχετικώς προς τους χυμούς, αι άλλαι όμως όχι πλέον, διότι είναι φύσει καθ' εαυτάς ευάρεστοι ή δυσάρεστοι. Αίτιον δε του να είναι ιδιάζουσα εις τον άνθρωπον η τοιαύτη οσμή, είναι η κατάστασις (ήτις επικρατεί) πέριξ του εγκεφάλου. Τω όντι, επειδή ο εγκέφαλος είναι φύσει ψυχρός, το δε αίμα των πέριξ αυτού φλεβών είναι μεν λεπτόν και καθαρόν, αλλά ψύχεται ευκόλως, (και διά τούτο η αναθυμίασις της τροφής ψυχομένη εις το μέρος τούτο γεννά τας ρευματικός νόσους), το τοιούτον είδος της οσφρήσεως ανεπτύχθη εις τους ανθρώπους, ίνα βοηθή την υγιείαν 102. Διότι ουδέν άλλο έργον έχει αύτη η οσμή παρά τούτο, και προδήλως τούτο το έργον εκτελεί.
ἡ μὲν γὰρ τροφὴ ἡδεῖα οὖσα͵ καὶ ἡ ξηρὰ καὶ ἡ ὑγρά͵ πολλάκις νοσώδης ἐστίν͵ ἡ δ΄ ἀπὸ τῆς ὀσμῆς τῆς καθ΄ αὑτὴν ἡδείας εὐωδία ὁπωσοῦν ἔχουσιν ὠφέλιμος ὡς εἰπεῖν αἰεί. 9. Διότι η μεν τροφή 103, αν και είναι ευάρεστος, και η ξηρά και η υγρά, πολλάκις γεννά νόσον· αλλ' η εξερχόμενη εκ τροφής ευώδους οσμή δεικνύει ό,τι είναι απολύτως ούτως ειπείν και πάντοτε ωφέλιμον εις ημάς οπωσδήποτε και αν είμεθα διατεθειμένοι.
καὶ διὰ τοῦτο γίγνεται διὰ τῆς ἀναπνοῆς͵ οὐ πᾶσιν ἀλλὰ τοῖς ἀνθρώποις καὶ τῶν ἐναίμων οἷον τοῖς τετράποσι καὶ ὅσα μετέχει μᾶλλον τῆς τοῦ ἀέρος φύσεως· ἀναφερομένων γὰρ τῶν ὀσμῶν πρὸς τὸν ἐγκέφαλον διὰ τὴν ἐν αὐταῖς τῆς θερμότητος κουφότητα ὑγιεινοτέρως ἔχει τὰ περὶ τὸν τόπον τοῦτον· ἡ γὰρ τῆς ὀσμῆς δύναμις θερμὴ τὴν φύσιν ἐστίν. κατακέχρηται δ΄ ἡ φύσις τῇ ἀναπνοῇ ἐπὶ δύο͵ ὡς ἔργῳ μὲν ἐπὶ τὴν εἰς τὸν θώρακα βοή θειαν͵ ὡς παρέργῳ δ΄ ἐπὶ τὴν ὀσμήν· ἀναπνέοντος γὰρ ὥσπερ ἐκ παρόδου ποιεῖται διὰ τῶν μυκτήρων τὴν κίνησιν. 10. Και διά τούτο η όσφρησις γίνεται διά της αναπνοής, ουχί μεν εις πάντα τα ζώα, αλλ' εις τους ανθρώπους, και εκ των εχόντων αίμα εις τα τετράποδα και εις όσα έχουσι μείζον μέρος εις την χρήσιν του αέρος. Τω όντι, επειδή αι οσμαί φέρονται άνω προς τον εγκέφαλον διά την ελαφρότητα της θερμότατος ην έχουσι, τα πέριξ του οργάνου τούτου μέρη είναι υγιεινότερα. Διότι η δύναμις της οσμής είναι φύσει θερμή. Η φύσις μεταχειρίζεται την αναπνοήν προς δύο σκοπούς, κυρίως μεν προς βοήθειαν (των ενεργειών) του στήθους, παρέργως δε προς μετάδοσιν της οσμής. Διότι όταν το ζώον αναπνέη, εκτελεί ως εν παρόδω την διά των μυκτήρων κίνησιν.
ἴδιον δὲ τῆς τοῦ ἀνθρώπου φύσεώς ἐστι τὸ τῆς ὀσμῆς τῆς τοιαύτης γένος διὰ τὸ πλεῖστον ἐγκέφαλον καὶ ὑγρότατον ἔχειν τῶν ἄλλων ζῴων ὡς κατὰ μέγεθος· διὰ γὰρ τοῦτο καὶ μόνον ὡς εἰπεῖν αἰσθάνεται τῶν ζῴων ἄνθρωπος καὶ χαίρει ταῖς τῶν ἀνθῶν καὶ τῶν τοιούτων ὀσμαῖς· σύμμετρος γὰρ αὐτῶν [444b] ἡ θερμότης καὶ ἡ κίνησις πρὸς τὴν ὑπερβολὴν τῆς ἐν τῷ τό πῳ ὑγρότητος καὶ ψυχρότητός ἐστιν. 11. Είναι δε ίδιον εις την φύσιν του ανθρώπου το είδος τούτο της οσφρήσεως, διότι ούτος, σχετικώς προς το μέγεθος του, έχει τον μέγιστον και υγρότατον εγκέφαλον εξ όλων των ζώων. Δια τούτο και μόνος, ούτως ειπείν, ο άνθρωπος εξ όλων των ζώων αισθάνεται μετά χαράς τας οσμάς των ανθέων και τας ομοίας με ταύτας. Διότι η θερμότης και η κίνησις των οσμών αυτών είναι σύμμετρος με την υπερβολήν της εν τω εγκεφάλω υγρότητος και ψυχρότητος.
τοῖς δ΄ ἄλλοις ὅσα πνεύμονα ἔχει διὰ τοῦ ἀναπνεῖν τοῦ ἑτέρου γένους τῆς ὀσμῆς τὴν αἴσθησιν ἀποδέδωκεν ἡ φύσις͵ ὅπως μὴ δύο αἰσθητήρια ποιῇ· ἀπόχρη γάρ͵ ἐπείπερ καὶ ὣς ἀναπνέουσιν͵ ὥσπερ τοῖς ἀνθρώποις ἀμφοτέρων τῶν ὀσφραντῶν͵ τούτοις τῶν ἑτέρων μόνων ὑπάρχουσα ἡ αἴσθησις. 12. Εις δε τα άλλα ζώα, όσα έχουσι πνεύμονας, ίνα αναπνέωσιν, η φύσις έδωκε την αίσθησιν άλλου είδους οσμής, διά να μη πλάση δύο αισθητήρια όργανα· είναι αρκετόν εις αυτά, όταν αναπνέωσι, να έχωσι την αίσθησιν μόνον του ενός είδους οσμών, ενώ οι άνθρωποι διακρίνουσι και τα δύο είδη.
τὰ δὲ μὴ ἀναπνέοντα ὅτι μὲν ἔχει αἴσθησιν τοῦ ὀσφραντοῦ͵ φανερόν· καὶ γὰρ ἰχθύες καὶ τὸ τῶν ἐντόμων γένος πᾶν ἀκριβῶς καὶ πόρρωθεν αἰσθάνεται͵ διὰ τὸ θρεπτικὸν εἶδος τῆς ὀσμῆς͵ ἀπέχοντα πολὺ τῆς οἰκείας τροφῆς͵ οἷον αἵ τε μέλιτται [ποιοῦσι πρὸς τὸ μέλι] καὶ τὸ τῶν μικρῶν μυρμήκων γένος͵ οὓς καλοῦσί τινες κνῖπας͵ καὶ τῶν θαλαττίων αἱ πορφύραι͵ καὶ πολλὰ τῶν ἄλλων τῶν τοιούτων ζῴων ὀξέως αἰσθάνεται τῆς τροφῆς διὰ τὴν ὀσμήν. 13. Ότι δε τα μη αναπνέοντα έχουσι την αίσθησιν της οσμής, είναι φανερόν διότι και οι ιχθύες και όλον το γένος των εντόμων ακριβώς και μακρόθεν αισθάνονται τας οσμάς ένεκα της προς το θρεπτικόν σχέσεως της οσμής· και τοιούτόν τι κάμνουσιν αι μέλισσαι και το γένος των μικρών μυρμήκων, τους οποίους τινές ονομάζουσι σκνίπας. Και εκ των εν τη θαλάσση ζώων ας πορφύραι και πολλά άλλα των τοιούτων ζώων αισθάνονται μετ' οξύτητος την τροφήν των εξ αιτίας της οσμής αυτής.
ὅτῳ δὲ αἰσθάνεται͵ οὐχ ὁμοίως φανερόν. διὸ κἂν ἀπορήσειέ τις τίνι αἰσθάνονται τῆς ὀσμῆς͵ εἴπερ ἀναπνέουσι μὲν γίγνεται τὸ ὀσμᾶσθαι μοναχῶς (τοῦτο γὰρ φαίνεται ἐπὶ τῶν ἀναπνεόντων συμβαῖνον πάντων)͵ ἐκείνων δ΄ οὐθὲν ἀναπνεῖ͵ αἰσθάνεται μέντοι͵ εἰ μή τις παρὰ τὰς πέντε αἰσθήσεις ἑτέρα. τοῦτο δ΄ ἀδύνατον· τοῦ γὰρ ὀσφραντοῦ ὄσφρησις͵ ἐκεῖνα δὲ τούτου αἰσθάνεται͵ ἀλλ΄ οὐ τὸν αὐτὸν ἴσως τρόπον͵ ἀλλὰ τοῖς μὲν ἀναπνέουσι τὸ πνεῦμα ἀφαιρεῖ τὸ ἐπικείμενον ὥσπερ πῶμά τι (διὸ οὐκ αἰσθάνεται μὴ ἀναπνέοντα)͵ τοῖς δὲ μὴ ἀναπνέουσιν ἀφῄρηται τοῦτο͵ καθάπερ ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ μὲν ἔχει βλέφαρα τῶν ζῴων͵ ὧν μὴ ἀνακαλυφθέντων οὐ δύναται ὁρᾶν͵ τὰ δὲ σκληρόφθαλμα οὐκ ἔχει͵ διόπερ οὐ προσδεῖται οὐδενὸς τοῦ ἀνακαλύψοντος͵ ἀλλ΄ ὁρᾷ ἐκ τοῦ δυνατοῦ ὄντος αὐτοῖς εὐθύς. 14. Με ποίον δε όργανον αισθάνονται δεν είναι επίσης φανερόν. Διά τούτο και δύναται τις να ερώτηση με ποίον όργανον αισθάνονται την οσμήν, εάν η όσφρησις γίνεται μόνον, όταν αναπνέωσι. Τούτο, τω όντι, φαίνεται ότι συμβαίνει εις όλα τα αναπνέοντα όντα. Εξ εκείνων όμως των ζώων ουδέν αναπνέει, αλλ' όμως αισθάνεται την οσμήν. Εκτός εάν υπάρχη άλλη τις αίσθησις παρά τας πέντε. Τούτο όμως είναι αδύνατον, διότι η αίσθησις της οσμής είναι η όσφρησις. Εκείνα δε αισθάνονται την οσμήν· ίσως όμως ουχί κατά τον αυτόν τρόπον. Αλλ' εις μεν τα αναπνέοντα η πνοή απομακρύνει ως σκέπασμα επικειμένην μεμβράνην, και δια τούτο, εάν δεν αναπνεύσωσι, δεν αισθάνονται την οσμήν. Εις δε τα μη αναπνέοντα λείπει το σκέπασμα τούτο, όπως συμβαίνει και εις τους οφθαλμούς· άλλα μεν ζώα έχουσι βλέφαρα, και αν ταύτα δεν ανοίξωσι, δεν δύνανται να βλέπωσιν. Όσα δε έχουσι σκληρούς τους οφθαλμούς δεν έχουσι βλέφαρα και διά τούτο δεν έχουσιν ανάγκην να ανυψώσι κάλυμμα, αλλά βλέπουσιν ευθύς άμα δύνανται να βλέπωσιν 104.
ὁμοίως δὲ καὶ τῶν ἄλλων ζῴων ὁτιοῦν οὐδὲν δυσχεραίνει τῶν καθ΄ αὑτὰ δυσωδῶν τὴν ὀσμήν͵ ἂν μή τι τύχῃ φθαρτικὸν ὄν͵ ὑπὸ τούτων δ΄ ὁμοίως φθαρεῖται καθάπερ καὶ οἱ ἄνθρωποι ὑπὸ τῆς τῶν ἀνθράκων ἀτμίδος καρηβαροῦσι καὶ φθείρονται πολλάκις· οὕτως ὑπὸ τῆς τοῦ θείου δυνάμεως καὶ τῶν ἀσφαλτωδῶν φθείρεται [445a] τἆλλα ζῷα͵ καὶ φεύγει διὰ τὸ πάθος. αὐτῆς δὲ καθ΄ αὑτὴν τῆς δυσωδίας οὐδὲν φροντίζουσιν (καίτοι πολλὰ τῶν φυομένων δυσώδεις ἔχει τὰς ὀσμάς)͵ ἐὰν μή τι συμβάλληται πρὸς τὴν γεῦσιν ἢ τὴν ἐδωδὴν αὐτοῖς. 15. Ομοίως και οιονδήποτε των άλλων ζώων ουδέν υφίσταται δυσφορίαν διά οσμήν καθ' εαυτήν αηδή 105, εκτός εάν τύχη να είναι επιβλαβής 106. Υπό τούτων δε ενίοτε φονεύονται, όπως και οι άνθρωποι αισθάνονται βάρος εις την κεφαλήν εκ του ατμού των ανθράκων και θανατόνονται πολλάκις· ούτως υπό της δυνάμεως του θείου και των ασφαλτωδών υλών θανατούνται άλλα ζώα και φεύγουσιν αυτάς εξ αιτίας του παθήματος τούτου. Περί της δυσωδίας όμως καθ' εαυτήν αδιαφορούσιν εντελώς, αν και πολλά φυτά έχουσιν αηδείς τας οσμάς, εκτός εάν αύται επηρεάζωσι την γεύσιν ή την τροφήν.
ἔοικε δ΄ ἡ αἴσθησις ἡ τοῦ ὀσφραίνεσθαι͵ περιττῶν οὐσῶν τῶν αἰσθήσεων καὶ τοῦ ἀριθμοῦ ἔχοντος μέσον τοῦ περιττοῦ͵ καὶ αὐτὴ μέση εἶναι τῶν τε ἁπτικῶν͵ οἷον ἁφῆς καὶ γεύσεως͵ καὶ τῶν δι΄ ἄλλου αἰσθητικῶν͵ οἷον ὄψεως καὶ ἀκοῆς. διὸ καὶ τὸ ὀσφραντὸν τῶν θρεπτικῶν ἐστὶ πάθος τι (ταῦτα δ΄ ἐν τῷ ἁπτῷ γένει)͵ καὶ τοῦ ἀκουστοῦ δὲ καὶ τοῦ ὁρατοῦ͵ διὸ καὶ ἐν ἀέρι καὶ ἐν ὕδατι ὀσμῶνται. ὥστ΄ ἐστὶ τὸ ὀσφραντὸν κοινόν τι τούτων ἀμφοτέρων͵ καὶ τῷ τε ἁπτῷ ὑπάρχει καὶ τῷ ἀκουστῷ καὶ τῷ διαφανεῖ· διὸ καὶ εὐλόγως παρείκασται ξηρότητος ἐν ὑγρῷ καὶ χυτῷ οἷον βαφή τις εἶναι καὶ πλύσις. 16. Επειδή δε αι αισθήσεις είναι περιτταί κατά τον αριθμόν (πέντε), ο δε περιττός αριθμός έχει μέσον όρον, φαίνεται ότι η αίσθησις της οσφρήσεως είναι και αυτή εν τω μέσω αφ' ενός μεν των δύο αμέσως απτομένων τα αισθητά, δηλαδή της αφής και της γεύσεως, και εξ άλλου των διά τινος διαμέσου αισθανομένων εμμέσως, ήτοι της όψεως και της ακοής. Διά τούτο και η οσμή είναι πάθος (ιδιότης) των τροφών, (διότι αύται ανήκουσιν εις τα απτά αντικείμενα) και προσέτι των ακουστών και των ορατών πραγμάτων, διότι αι οσμαί εν τω αέρι και εν τω ύδατι γίνονται επαισθηταί. Ώστε η οσμή είναι τρόπον τινά κοινή εις τα δύο ταύτα και ευρίσκεται εις το απτόν, το ακουστόν και το διαφανές. Δια τούτο και ευλόγως παρομοιάζουσι την οσμήν με είδος βαφής και πλύσεως του ξηρού στοιχείου, όπερ είναι εν τω υγρώ και τω ρευστώ (αέρι).
πῶς μὲν οὖν εἴδη δεῖ λέγειν καὶ πῶς οὐ δεῖ τοῦ ὀσφραντοῦ͵ ἐπὶ τοσοῦτον εἰρήσθω. 17. Πώς λοιπόν πρέπει να νοώμεν τα είδη των οσμών και πως δεν πρέπει, αρκούσι τα ειρημένα.
ὃ δὲ λέγουσί τινες τῶν Πυθαγορείων͵ οὐκ ἔστιν εὔλογον· τρέφεσθαι γάρ φασιν ἔνια ζῷα ταῖς ὀσμαῖς. πρῶτον μὲν γὰρ ὁρῶμεν ὅτι τὴν τροφὴν δεῖ εἶναι συνθετήν (καὶ γὰρ τὰ τρεφόμενα οὐχ ἁπλᾶ ἐστιν͵ διὸ καὶ περιττώματα γίγνεται τῆς τροφῆς͵ ἢ ἐν αὐτοῖς ἢ ἔξω͵ ὥσπερ τοῖς φυτοῖς͵ ἐπεὶ δ΄ οὐδὲ τὸ ὕδωρ ἐθέλει αὐτὸ μόνον ἄμεικτον ὂν τρέφεινσω ματῶδες γάρ τι δεῖ εἶναι τὸ συστησόμενονἔτι πολὺ ἧττον εὔλογον τὸν ἀέρα σωματοῦσθαι)· πρὸς δὲ τούτοις͵ ὅτι πᾶσιν ἔστι τοῖς ζῴοις τόπος δεκτικὸς τῆς τροφῆς͵ ἐξ οὗ ἕλκον λαμβάνει τὸ σῶμα· τοῦ δ΄ ὀσφραντοῦ ἐν τῇ κεφαλῇ τὸ αἰσθητήριον͵ καὶ μετὰ πνευματώδους εἰσέρχεται ἀναθυμιάσεως͵ ὥστ΄ εἰς τὸν ἀναπνευστικὸν βαδίζοι ἂν τόπον.      18. Εκείνο δε το οποίον λέγουσί τινες εκ των Πυθαγορείων, ότι δηλαδή τινά ζώα τρέφονται με οσμάς, δεν είναι ορθόν. Διότι κατά πρώτον βλέπομεν ότι η τροφή είναι σύνθετος, διότι και τα τρεφόμενα όντα δεν είναι απλά. Διά τούτο και γίνεται περίττωμα της τροφής ή εντός των τρεφομένων, ή εκτός, όπως εις τα φυτά (η ρητίνη λ. χ.). Προσέτι ούτε το ύδωρ, εάν είναι μόνον και άμικτον, δύναται να τρέφη· διότι η ύλη, ήτις θα αφομοιωθή, πρέπει να έχη φυσικήν στερεότητα. Προσέτι είναι πολύ ολιγώτερον λογικόν να νομίζωμεν, ότι ο αήρ δύναται να γείνη στερεά ύλη. Και προς τούτοις βλέπομεν, ότι πάντα τα ζώα έχουσιν όργανον δεχόμενον την τροφήν, εκ του οποίου το σώμα μετά την είσοδόν της την αφομοιούται· αλλά της οσμής το αισθητήριον όργανον είναι εν τη κεφαλή, εισέρχεται δε εις αυτό η οσμή μετά αναθυμιάσεως εξ αέρος, και ούτω προχωρεί εις το αναπνευστικόν όργανον 107.
ὅτι μὲν οὖν οὐ συμβάλλεται εἰς τροφὴν τὸ ὀσφραντόν͵ ᾗ ὀσφραντόν͵ δῆλον· ὅτι μέντοι εἰς ὑγίειαν͵ καὶ ἐκ τῆς αἰσθήσεως καὶ ἐκ τῶν εἰρημένων φανερόν͵ ὥστε ὅπερ ὁ χυμὸς ἐν τῷ θρεπτικῷ καὶ πρὸς τὰ τρεφόμενα͵ τοῦτ΄ ἐστὶ πρὸς ὑγίειαν τὸ [445b] ὀσφραντόν. καθ΄ ἕκαστον μὲν οὖν αἰσθητήριον διωρίσθω τὸν τρόπον τοῦτον.      19. Ότι λοιπόν η οσμή ως οσμή ουδόλως συντελεί εις τροφήν, είναι φανερόν αλλ' όμως και εκ της αισθήσεως και εκ των άνω ειρημένων είναι φανερόν, ότι βοηθεί εις την υγιείαν. Ώστε ό,τι είναι ο χυμός εις το θρεπτικόν όργανον και εις τα τρεφόμενα μέρη, τούτο είναι η οσμή προς την υγιείαν. Περί εκάστου λοιπόν των αισθητηρίων αρκούσιν οι τοιούτοι διορισμοί.

 

(84) Καθ' όν εξηγήθησαν τα χρώματα και oι χυμοί.

(85) Εις το προηγούμενον κεφ. § 9 ο Αριστοτέλης εξήγησε την αρχήν των χυμών. Tο υγρόν διηθείται δια του ξηρού και του γεώδους.

(86) Ο χυμός παράγει την οσμήν διαχεόμενος εις τον αέρα και εις το ύδωp, ένθα ευρiσκει μέσον κατάλληλον να αποσπάση και να μεταδώση αυτήν.

(87) Το έγχυμον υγρόν αποτελεί τους χυμούς, εξ ου γεννάται τo έγχυμον ξηρόν, όπερ αποτελεί τας οσμάς.

(88) Οσφραίνονται λ. χ. την λείαν των μακρόθεν.

(89) Δεν αναπνέουσιν όπως αναπνέουσι τα ζώντα εv τω αέρι, αναπνέουσιν όμως διά των βραγχίων.

(90) Οτι η οσμή προέρχεται εκ του χυμού εξάγεται εκ του ορισμού αυτής, όν έδωκεν ο Αριστοτέλης.

(91) Το άλας παριστά το ξηρόν στοιχείον.

(92) Ο χρυσός εθεωρείτο άοσμος, διότι δεv πρασβάλλεται υπό σκωρίας.

(93) Δύο είδη αναθυμιάσεως διακρίνει ο Αριστοτέλης. Το έν προέρχεται εκ της γης και του αέρος, το δε εκ του ύδατος. Το πρώτον είναι η καπνώδης αναθυμίασις, διότι η γη είναι ξηρά, όπως και ο αήρ εν τη αρχή των.

(94) Ο ατμός προέρχεται εκ του υγρού· η αναθυμίασις εκ του ξηρού.

(95) Ίσως εννοεί την τέφραν και την ασβόλην.

(96) Ο Εμπεδοκλής και ο Πλάτων εξηγούν την όψιν δια των απορροιών (Kεφ. B. 4).

(97) Το ξηρόν στοιχείον παράγει την οσμήν εv τω αέρι όπως τον χυμόν παράγει εν τοις υγροίς.

(98) Διότι παρορμώσι το ζώον εις την τροφήν ή το απομακρύνουσιν απ' αυτής.

(99) Τούτο είναι το δεύτερον είδος οσμών.

(100) Ή δυσάρεστοι.

(101) Ων η μία διά της γεύσεως και η άλλη διά της οσφρήσεως.

(102) Διότι θερμαίνει τον εγκέφαλον.

(103) Ή μάλλον η οσμή ήτις προέρχεται εκ του χυμού της τροφής.

(104) Άνευ κινήσεως βλεφάρων.

(105) Είπεν ανωτέρω ότι αι οσμαί είναι ευάρεστοι ή δυσάρεστοι αμέσως ή εμμέσως (κατά συμβεβηκός).

(106) Και τότε εμμέσως φεύγουσι την δυσωδίαν.

(107) Εις τους πνεύμονας, ενώ αν ηλήθευον αι θεωρίαι των Πυθαγορείων έπρεπε να εισχωρή εις τον στόμαχον.


Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Νοέμβριος 2001