Μετάφραση Γ. Δροσίνη 1
Ἁ πενία, Διόφαντε,
μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει,
αὐτὰ τῶ μόχθοιο διδάσκαλος· οὐδὲ γὰρ εὕδειν ἀνδράσιν ἐργατίναισι κακαὶ παρέχοντι μέριμναι. Κἂν ὀλίγον νυκτός τις ἐπιψαύσῃσι, τὸν ὕπνον |
[ . . . ] 2 | |
5 | αἰφνίδιον θορυβεῦσιν ἐφιστάμεναι μελεδῶναι. | |
Ἰχθύος ἀγρευτῆρες ὁμῶς δύο κεῖντο
γέροντες,
στρωσάμενοι βρύον αὖον ὑπὸ πλεκταῖς καλύβαισιν, κεκλιμένοι τοίχῳ τῷ φυλλίνῳ· ἐγγύθι δ᾽ αὐτοῖν κεῖτο τὰ ταῖν χειροῖν ἀθλήματα, τοὶ καλαθίσκοι, |
Δυό γέροι ψαροκυνηγοί μαζ' ήταν
πλαγιασμένοι
'πάνω στα βούρλα τα στεγνά, μέσ' στην πλεκτή καλύβα. Της ψαρικής τα σύνεργα είχαν εκεί κοντά τους· τα κοφινάκια τα ρηχά, τα μακρυά καλάμια, |
|
10 | τοὶ κάλαμοι,
τἄγκιστρα, τὰ φυκιόεντα δέλητα,
ὁρμειαί, κύρτοι τε, καὶ ἐκ σχοίνων λαβύρινθοι, μήρινθοι, κώπα τε, γέρων τ᾽ ἐπ᾽ ἐρείσμασι λέμβος, νέρθεν τᾶς κεφαλᾶς φορμὸς βραχύς, εἵματα, πῖλοι. Οὗτος τοῖς ἁλιεῦσιν ὁ πᾶς πόνος, οὗτος ὁ πλοῦτος. |
τ' αγκίστρια, τα δολώματα, τις πετονιές,
τα δίχτυα·
τα βρόχια τους και τα κουπιά και τη γρηά τους βάρκα. Και κάτω απ' τα κεφάλια τους αντί για προσκεφάλι ένα στενό κοντόψαθο και ρούχο και στρωσίδι. Αυτά είν' όλα τα σύνεργα και πλούτη των ψαράδων. |
15 | Οὐδὸς δ᾽ οὐχὶ
θύραν εἶχ᾽, οὐ κύνα· πάντα περισσὰ
πάντ᾽ ἐδόκει τήνοις· ἁ γὰρ πενία σφὰς ἐτήρει. Οὐδεὶς δ᾽ ἐν μέσσῳ γείτων, πανταῖ δὲ παρ᾽ αὐτὰν θλιβομέναν καλύβαν τρυφερὸν προσέναχε θάλασσα. |
Δεν έχουν θύρα με κλειδί και φύλακα
τους σκύλλο,
μηδέ φοβούνται από κλεψιά—η φτώχια τους φυλάει. Έπειτα δα και γείτονα δεν έχουνε κανένα και γύρω βρέχει η θάλασσα τη χαμηλή καλύβα. |
Οὔπω τὸν μέσατον δρόμον ἄνυεν ἅρμα Σελάνας, | Δεν ήτανε μεσουρανίς ακόμα το φεγγάρι | |
20 | τοὺς δ᾽ ἁλιεῖς
ἤγειρε φίλος πόνος· ἐκ βλεφάρων δὲ
ὕπνον ἀπωσάμενοι σφετέραις φρεσὶν ἤρεθον ᾠδάν. |
κ' οι δυό ψαράδες ξύπνησαν απ' της
δουλειάς την έννοια·
εδιώξανε τον ύπνο τους κι άρχισαν να 'μιλούνε: |
ΑΣΦΑΛΙΩΝ | ||
Ψεύδονται, φίλε, πάντες,
ὅσοι τὰς νύκτας ἔφασκον
τῶ θέρεος μινύθειν, ὅτε τἄματα μακρὰ φέρει Ζεύς. Ἤδη μυρί᾽ ἐσεῖδον ὀνείρατα, κ᾽ οὐδέπω ἀώς. |
—Ψέμματα λένε, σύντροφε, πως τάχατες
οι νύχτες
το καλοκαίρ' είν' πλιό μικρές που μεγαλών' η 'μέρα· Εγώ είδα τόσα ονείρατα, κι ακόμα που να φέξη !... |
|
25 | Μὴ λαθόμην; Τί τὸ χρῆμα; Χρόνον δ᾽ αἱ νύκτες ἔχοντι. | Μην τύχη κ' εγελάστηκα, για μάκρυναν οι ώρες; |
ΟΛΠΙΣ | ||
Ἀσφαλίων, μέμφῃ
τὸ καλὸν θέρος; Οὐ γὰρ ὁ καιρὸς
αὐτομάτως παρέβα τὸν ἑὸν δρόμον· ἀλλὰ τὸν ὕπνον ἁ φροντὶς κόπτοισα μακρὰν τὰν νύκτα ποιεῖ τοι. |
— Άδικα 'βρίζεις, γέρο μου, τώμορφο καλοκαίρι.
Δεν παραστράτησ' ο καιρός από τον ίσιο δρόμο, μόνον οι έννοιες σε ξυπνούν και τις νυχτιές μακραίνουν. |
|
ΑΣΦΑΛΙΩΝ | ||
Ἆρ᾽ ἔμαθες κρίνειν ποκ᾽ ἐνύπνια; Χρηστὰ γὰρ εἶδον. | — Μην ξέρεις απ' ονείρατα; γιατ' είδα απόψε κάτι, | |
30 | Οὔ σε θέλω
τὠμῶ φαντάσματος ἦμεν ἄμοιρον·
ὡς καὶ τὰν ἄγραν, τὠνείρατα πάντα μερίζευ. Οὐ γὰρ νικαξῇ κατὰ τὸν νόον· οὗτος ἄριστος ἐστὶν ὀνειροκρίτας, ὁ διδάσκαλός ἐστι παρ᾽ ὧ νοῦς. Ἄλλως καὶ σχολά ἐντι· τί γὰρ ποιεῖν ἂν ἔχοι τις |
κάτι καλό στον ύπνο μου και θέλω να το
μάθης.
Πρέπει καθώς μοιράζομε οι δυό την ψαρική μας, το ίδιο να μοιράζωμε και τα ονείρατα μας. Θα το 'ξηγήσης με τον νου και δε θε να λαθέψης· γιατ' όποιος έχει δάσκαλο το νου σε κάθε κρίση, εκείνος είνε πάντα του καλός ονειροκρίτης. Έπειτα δα χωρίς δουλειά και τί κανείς να κάνη |
35 | κείμενος ἐν φύλλοις
ποτὶ κύματι, μηδὲ καθεύδων;
Ἀλλ᾽ ὄνος ἐν ῥάμνῳ, τὸ δὲ λύχνιον ἐν πρυτανείῳ· φαντὶ γὰρ αἰὲν ἄγραν τόδ᾽ ἔχειν. |
'πάνω στα φύκια ξαπλωτός, κοντά στο περιγιάλι;... |
ΟΛΠΙΣ | ||
Λέγε μοί ποτε νυκτὸς
ὄψιν, τὰν ἔσιδες, καὶ ἑῷ μάνυσον ἑταίρῳ. |
— Έλα, για λέγε τώνειρο, κι αφού το λες
σ' εμένα,
στον σύντροφο σου τον παληό, καλά να το 'στορήσης. |
|
ΑΣΦΑΛΙΩΝ | ||
Δειλινὸν ὡς κατέδαρθον, ἐν εἰναλίοισι πόνοισιν, | — Το βράδυ σαν πλαγιάσαμε απ' τις δουλειές κομμένοι | |
40 | (οὐκ ἦν μὰν πολύσιτος,
ἐπεὶ δειπνεῦντες ἐν ὥραι,
εἰ μέμνῃ, τᾶς γαστρὸς ἐφειδόμεθ᾽) εἶδον ἐμαυτὸν ἐν πέτραι βεβαῶτα· καθεζόμενος δ᾽ ἐδόκευον ἰχθύας, ἐκ καλάμων δὲ πλάνον κατέσειον ἑδωδάν. Καί τις τῶν τραφερῶν ὠρέξατο· καὶ γὰρ ἐν ὕπνοις |
(θυμάσαι που δειπνήσαμε και χθες καθώς
και πάντα
και δεν παραφορτώσαμε καθόλου το στομάχι) είδα πως τάχα καθιστός απάνω σ' ένα βράχο τα ψάρια παραμόνευα μ' ένα μακρύ καλάμι. Ετάραξα το δόλωμα και κάποιο τρυφερούδι γλυκάθηκε κ' ετσίμπησε και πιάστηκε σ' τ' αγκίστρι — όποιος πεινά στον ύπνο του πάντα καρβέλια βλέπει |
45 | πᾶσα κύων ἄρτως μαντεύεται,
ἰχθύα κἠγών.
Χὠ μὲν τὠγκίστρῳ ποτεφύετο, καὶ ῥέεν αἶμα· τὸν κάλαμον δ᾽ ὑπὸ τῶ κινήματος ἀγκύλον εἶχον. Τὼ χέρε τεινόμενος, περικλώμενον εὗρον ἀγῶνα, πῶς κεν ἕλω μέγαν ἰχθὺν ἀφαυροτέροισι σιδάροις. |
κ' εγ' όλο βλέπω ψαρικές και σ' τώνειρό
μου ακόμα,—
λοιπόν το ψάρι επιάστηκε και μάτωσε τ' αγκίστρι, κ' εγώ σφιχτά στα χέρια μου κρατούσα το καλάμι, γιατί το ψάρι εσπάραζε και το καλάμι ελύγα. Μα όταν έσκυψα 'μπροστά, εσάστισεν ο νους μου· πώς μ' έν' αγκίστρι τόσο δα να σύρω τέτοιο ψάρι; |
50 | Εἷθ᾽ ὑπομιμνάσκων
τῶ τρώματος ἠρέμ᾽ ἔνυξα,
καὶ νύξας ἐχάλαξα, καί, οὐ φεύγοντος, ἔτεινα. Ἤνυσα δ᾽ ὦν τὸν ἄεθλον, ἀνείλκυσα χρύσεον ἰχθύν,. πανταῖ τοι χρυσῷ πεπυκασμένον. Εἶχε δὲ δεῖμα, μήτι Ποσειδάωνι πέλοι πεφιλαμένος ἰχθύς, |
Έπειτα όμως τίναξα κι απόλυσα τ' αγκίστρι
για να την νοιώση την πληγή σ' τα σπάραχνά του μέσα, και σαν δεν εσπαρτάριζεν, απάνω τ' ανασέρνω και βλέπω πλούσια πληρωμή σ' τον τόσο μου τον κόπο, ψάρι μεγάλο ολόχρυσο και χρυσοπλουμισμένο. Μ' αληθινά φοβήθηκα, γιατ' είπα μήπως είνε |
55 | ἢ τάχα τᾶς γλαυκᾶς.
κειμήλιον Ἀμφιτρίτας.
Ἠρέμα δ᾽ αὐτὸν ἐγὼν ἐκ τὠγκίστρω ἀπέλυσα, μή ποτε τῶ στόματος τἀγκίστρια χρυσὸν ἔχοιεν. Καὶ τότε πίστευσας ἀκάλ᾽ ἄγαγον ἀπειρώταν. Ὤμοσα δ᾽ οὐκέτι λοιπὸν ὑπὲρ πελάγους πόδα θεῖναι, |
κανένα ψάρι 'ξωτικό η ψάρι μαγεμμένο.
Προσεκτικά ξεκάρφωσα τ' αγκίστρι από τα χείλη, μήπως τυχόν το σίδερο του ξύση το χρυσάφι· τώρριξα απάνω σ' τη στεριά κι ωρκίστηκα και είπα πως δε θε να πατήσω πια σ' το πέλαγος το πόδι, |
60 | ἀλλὰ μενεῖν ἐπὶ
γᾶς, καὶ τῶ χρυσῶ βασιλεύσειν.
Ταῦτά με κἀξήγειρε. Τὺ δ᾽, ὦ ξένε, λοιπὸν ἔρειδε τὰν γνώμαν ὄρκον γὰρ ἐγὼ τὸν ἐπώμοσα ταρβῶ. |
παρά θα ζήσω σ' τη στεριά με το χρυσάφι
πούχω.
Τα είδ' αυτά και 'ξύπνησα. Και τώρα, σύντροφε μου, πες μου και συ τη γνώμη σου, γιατί πολύ φοβούμαι μ' αυτόν τον όρκο πώκανα μην πέσω σ' αμαρτία. |
ΟΛΠΙΣ | ||
Καὶ σύ γε μὴ τρέσσῃς·
οὐκ ὤμοσας· οὐδὲ γὰρ ἰχθὺν
χρύσεον, ὡς ἴδες, εὗρες· ἴσαι δὲ ψεύδεσι ὄψεις. |
Κ' εγώ σου λέω, φίλε μου, καθόλου μη φοβάσαι,
γιατί μηδ' όρκον έκανες και μηδέ ψάρι βρήκες· |
|
65 | Εἰ μὲν ἄρ᾽ οὐ κνώσσων,
κατὰ χωρία ταῦτα ματευσεῖς
ἐλπίδα τῶν ὕπνων, ζάτει τὸν σάρκινον ἰχθύν, μὴ σὺ θάνῃς λιμῷ καὶ σοῖς χρυσοῖσιν ὀνείροις. |
ήτανε ψεύτικ' όνειρο, κι αν θες να βγή
σ' τ' αλήθεια,
ψάρευε, ψάρια αληθινά με κόκκαλα και κρέας, γιατί μ' ονείρατα χρυσά της πείνας θα πεθάνης. |