ΘΕΟΚΡΙΤΟΥ

ΕΙΔΥΛΛΙΑ

XV. ΣΥΡΑΚΟΥΣΙΑΙ Ἢ ΑΔΩΝΙΑΖΟΥΣΑΙ

ΓΟΡΓΩ, ΠΡΑΞΙΝΟΑ, ΓΡΑΥΣ, ΞΕΝΟΣ, ΕΤΕΡΟΣ ΞΕΝΟΣ, ΓΥΝΗ ΑΟΙΔΟΣ

Μετάφραση Ι. Πολέμη

[Χωρίς μετάφραση]
ΓΟΡΓΩ ΓΟΡΓΩ
  Ἐνδοῖ Πραξινόα; Εδώ είν' η Πραξινόη;
  ΠΡΑΞΙΝΟΑ ΠΡΑΞΙΝΟΗ
                      Γοργοῖ φίλα, ὡς χρόνῳ. Ἐνδοῖ.
Θαῦμ᾽ ὅτι καὶ νῦν ἦνθες. Ὅρη δίφρον, Εὐνόα, αὐτῇ·
ἔμβαλε καὶ ποτίκρανον.
Εδώ. Πολύν καιρό είχες νάρθης.
Πώς ήταν τούτο το καλό; Κάθισμα φέρε, Ευνόη,
και βάλε και προσκέφαλο.
  ΓΟΡΓΩ ΓΟΡΓΩ
                               Ἔχει κάλλιστα. Ωραία!
  ΠΡΑΞΙΝΟΑ ΠΡΑΞΙΝΟΗ
                                                 Καθίζευ. Κάθισε τώρα.
  ΓΟΡΓΩ ΓΟΡΓΩ
  Ὢ τᾶς ἀλεμάτω ψυχᾶς· μόλις ὔμμιν ἐσώθην,
Πραξινόα, πολλοῦ μὲν ὄχλου, πολλῶν δὲ τεθρίππων.
Παντᾷ κρηπῖδες, παντᾷ χλαμυδηφόροι ἄνδρες·
ἁ δ᾽ ὁδὸς ἄτρυτος· τὺ δ᾽ ἑκαστατέρω μευ ἀποικεῖς.
Τι τράβηξα ως που νάρθω εδώ! πώς γλύτωσα δεν ξέρω.
Τι κόσμος και τι άμαξες! ένα σωρό στρατιώτες·
όπου κι αν στρέψης για να 'δης, παντού χλαμύδες βλέπεις.
Κι ο δρόμος είν' ατελείωτος και το δικό σου σπίτι
ώρες μακρυά απ' το σπίτι μου.
  ΠΡΑΞΙΝΟΑ ΠΡΑΞΙΝΟΗ
  Ταῦθ᾽ ὁ πάραρος τῆνος ἐπ᾽ ἔσχατα γᾶς ἔλαβ᾽ ἐνθών,
ἰλεόν, οὐκ οἴκησιν, ὅπως μὴ γείτονες ὦμες
                                                   Έτσ' ήθελε ο τρελλός μου
εδώ στα πέρατα της γης νάρθη φωλιά να πιάση,
γιατί δεν είνε σπίτι αυτό· κι αυτό, μόνο και μόνο
για να μην είμαστε κοντά στη γειτονιά την ίδια.
10 ἀλλάλαις, ποτ᾽ ἔριν, φθονερὸν κακόν, αἰὲν ὁμοῖος. Πάντα του τέτοιος, φθονερός, παράξενος, γρυνιάρης.
  ΓΟΡΓΩ ΓΟΡΓΩ
  Μὴ λέγε τὸν τεὸν ἄνδρα, φίλα, Δίνωνα τοιαῦτα,
τῶ μικκῶ παρεόντος· ὅρη, γύναι, ὡς ποθορῇ τυ.
Θάρσυ, Ζωπυρίων, γλυκερὸν τέκος· οὐ λέγει ἀπφύν.
Δεν πρέπει για τον άντρα σου να λες αυτά τα λόγια
μπρος στο μικρό. Για κύτταξε, καλέ, πώς σε κυττάζει.
Έννοια σου, Ζωπυρίων μου, δεν λέει για τον παπάκη.
  ΠΡΑΞΙΝΟΑ ΠΡΑΞΙΝΟΗ
  Αἰσθάνεται τὸ βρέφος, ναὶ τὰν πότνιαν. Πως νοιώθει, αλήθεια το μικρό!
  ΓΟΡΓΩ  
                                                   Καλὸς ἀπφύς.                                               —Καλός είν' ο παπάκης.
  ΠΡΑΞΙΝΟΑ ΓΟΡΓΩ
15 Ἀπφὺς μὰν τῆνος τὰ πρώαν (λέγομες δὲ πρώαν θην
πάντἀ νίτρον καὶ φῦκος ἀπὸ σκανᾶς ἀγοράσδων
ἦνθε φέρων ἅλας ἄμμιν, ἀνὴρ τρισκαιδεκάπηχυς.
Εκείνος ο κρεμανταλάς (ας λέμε πάντα εκείνος)
πήγε να πάρη κάποτε σαπούνι και φκυασίδι,
κ' ενώ ξεκίνησε γι' αυτά, μου γύρισε μ' αλάτι.
  ΓΟΡΓΩ ΓΟΡΓΩ
  Χὠμὸς ταυτᾷ ἔχει, φθόρος ἀργυρίω, Διοκλείδας·
ἑπταδράχμως κυνάδας, γραιᾶν ἀποτίλματα πηρᾶν,
Ίδιος είνε κι ο άντρας μου ο Διοκλείδης, ίδιος·
άδικα και παράλογα τα χρήματα ξοδεύει.
20 πέντε πόκως ἔλαβ᾽ ἐχθές, ἅπαν ῥύπον, ἔργον ἐπ᾽ ἔργῳ.
Ἄλλ᾽ ἴθι, τὠμπέχονον καὶ τὰν περονατρίδα λαζεῦ.
Βᾶμες τῶ βασιλῆος ἐς ἀφνειῶ Πτολεμαίω,
θασόμεναι τὸν Ἄδωνιν· ἀκούω χρῆμα καλόν τι
κοσμεῖν τὰν βασίλισσαν.
Πέταξ' εχθές εφτά δραχμές τάχα μαλλί να πάρη
κι αγόρασε μαδήματα βρώμικα και σκυλλίσια
και πέντε στοίβες έφερε. Μα σήκω τώρα πάμε·
πάρε το πανωφόρι σου και τ' απαλό σου πέπλο
και στο παλάτι ας τρέξωμε του πλούσιου Πτολεμαίου,
να 'δούμ' εκεί τον Άδωνι. Λένε πώς πανηγύρι
μεγάλο η βασίλισσα γι' αυτόν έχει ετοιμάσει.
  ΠΡΑΞΙΝΟΑ ΠΡΑΞΙΝΟΗ
                                                 Ἐν ὀλβίω ὄλβια πάντα. Ο πλούσιος όλα πλούσια τα κάνει. Τι χαρά μου!
25 Ὧν εἶδες χὦν εἶπας ἰδοῖσα τὺ τῷ μὴ ἰδόντι ... θάχω να λέω ένα σωρό σ' αυτούς που δε θα πάνε.
  ΓΟΡΓΩ ΓΟΡΓΩ
  Ἕρπειν ὥρα κ᾽ εἴη. Καιρός να ξεκινήσωμε, καλή μου Πραξινόη.
  ΠΡΑΞΙΝΟΑ ΠΡΑΞΙΝΟΗ
                                                 Ἀεργοῖς αἰὲν ἑορτά.
Εὐνόα, αἶρε τὸ νᾶμα, καὶ ἐς μέσον, αἰνόθρυπτε,
θὲς πάλιν· αἱ γαλέαι μαλακῶς χρῄσδοντι καθεύδειν.
Κινεῦ δή, φέρε θᾶσσον ὕδωρ. Ὕδατος πρότερον δεῖ·
Όσοι δεν έχουνε δουλειά, έχουνε πάντα σχόλη.
Φέρε μου τώρα να πλυθώ, Ευνόη εσύ ακαμάτρα,
που σαν τις γάττες πάντοτε σ' αρέσει το ραχάτι.
Κουνήσου, φέρ' ευθύς νερό. Κύττα, σαπούνι φέρνει.
30 ἃ δὲ σμᾶμα φέρει. Δὸς ὅμως. Μὴ πουλὺ δ᾽, ἄπληστε,
ἔγχει ὕδωρ. Δύστανε, τί μευ τὸ χιτώνιον ἄρδεις;
Παῦσαι. Ὁκοῖα θεοῖς ἐδόκει, τοιαῦτα νένιμμαι.
Ἁ κλὰξ τᾶς μεγάλας πᾷ λάρνακος; Ὦδε φέρ᾽ αὐτάν.
Ας είνε, δος μου το κι αυτό. Μα πρόσεχε, καϋμένη!
μη χύνης δα τόσο νερό, βρέχεις το φόρεμα μου.
Φτάνει. Ποτέ δε νίφτηκα τόσο καλά, ποτέ μου.
Και της κασέλλας το κλειδί που νάνε; φέρε μου το.
  ΓΟΡΓΩ ΓΟΡΓΏ
  Πραξινόα, μάλα τοι τὸ καταπτυχὲς ἐμπερόναμα Ετούτο σου το φόρεμα με τις πολλές τις δίπλες
35 τοῦτο πρέπει. Λέγε μοι, πόσσω κατέβα τοι ἀφ᾽ ἱστῶ; σου πάει, αλήθεια, μιά χαρά. Πόσο να σου κοστίζη
το ύφασμα;
  ΠΡΑΞΙΝΟΑ ΠΡΑΞΙΝΟΗ
  Μὴ μνάσῃς, Γοργοῖ· πλέον ἀργυρίω καθαρῶ μνᾶν
ἢ δύο· τοῖς δ᾽ ἔργοις καὶ τὰν ψυχὰν προτέθηκα.
                 Μην τα ρωτάς, Γοργώ μου· μου κοστίζει
απάνω από εκατό δραχμές, χωρίς να λογαριάσω
τους κόπους για το ράψιμο.
  ΓΟΡΓΩ ΓΟΡΓΩ
  Ἀλλὰ κατὰ γνώμαν ἀπέβα τοι.                                      Θάσ' ευχαριστημένη.
  ΠΡΑΞΙΝΟΑ ΠΡΑΞΙΝΟΗ
  Τοῦτο κάλ᾽ εἶπας.
Τὠμπέχονον φέρε μοι, καὶ τὰν θολίαν κατὰ κόσμον
Πάρα πολύ. Φέρε μου πια το πανωφόρι, Ευνόη,
και βάλε μου το σκιάδι μου με χάρη στο κεφάλι.
40 ἀμφίθες. Οὐκ ἀξῶ τυ, τέκνον· μορμώ· δάκνει ἵππος.
Δάκρυ᾽ ὅσσα θέλεις· χωλὸν δ᾽ οὐ δεῖ τυ γενέσθαι.
Ἕρπωμες. Φρυγία, τὸν μικκὸν παῖσδε λαβοῖσα,
τὰν κύν᾽ ἔσω κάλεσον, τὰν αὐλείαν ἀπόκλαξον.
Ὦ θεοί, ὅσσος ὄχλος· πῶς καὶ πόκα τοῦτο περᾶσαι
Παιδί μου, δε θαρθής μαζί, κάθισ' εδώ, χρυσό μου,
είνε χιλιάδες αλόγα κ' είν' ο μπαμπούλας έξω
και τα δαγκώνει τα παιδιά. Κλαίγε όσο θέλεις τώρα·
εγώ δε θέλω να σε 'δω να μου κουτσαίνης. Πάμε.
Πάρε, Φρυγία, το παιδί, βάλε τη σκύλλα μέσα
και κλείσε την οξώπορτα. —Θεέ μου, τι κόσμος πούνε!
45 χρὴ τὸ κακόν; Μύρμακες ἀνάριθμοι καὶ ἄμετροι.
Πολλά τοι, ὦ Πτολεμαῖε, πεποίηται καλὰ ἔργα,
ἐξ ὧ ἐν ἀθανάτοις ὁ τεκών· οὐδεὶς κακοεργὸς
δαλεῖται τὸν ἰόντα παρέρπων Αἰγυπτιστί,
οἷα πρὶν ἐξ ἀπάτας κεκροτημένοι ἄνδρες ἔπαισδον,
Πως θα περάσωμε, καλέ, μέσ' από τόσο πλήθος;
θαρρείς μερμήγκια αμέτρητα χιλιάδες και χιλιάδες.
Πόσα καλά μας έκανεν ο Πτολεμαίος αφότου
πέθανεν ο πατέρας του! Κανείς ληστής δεν πιάνει
στο δρόμο τους διαβάτες πια· κανένας από κείνους 
50 ἀλλάλοις ὁμαλοί, κακὰ παίγνια, πάντες ἐρειοί.
Ἁδίστα Γοργοῖ, τί γενώμεθα; Τοὶ πτολεμισταὶ
ἵπποι τῶ βασιλῆος. Ἄνερ φίλε, μή με πατήσῃς.
Ὀρθὸς ἀνέστα ὁ πυρρός· ἴδ᾽ ὡς ἄγριος. Κυνοθαρσὴς
Εὐνόα, οὐ φευξῇ; Διαχρησεῖται τὸν ἄγοντα.
που πλάνευαν με ψεύτικα και κλέφτικα παιγνίδια.
Γοργώ μου, τί θα γίνωμε; πώπω τί κόσμος πούνε!
Να τ' άλογα του βασιλιά. Κύττα μη με πατήσης,
φίλε μου συ. Σηκώθηκε στα πισινά ποδάρια
αυτό το κόκκιν' άλογο· για 'δες τί άγριο πούνε!
Ευνόη, δε φυλάγεσαι; Αλλοί που το κρατάει!
55 Ὠνάθην μεγάλως, ὅτι μοι τὸ βρέφος μένει ἔνδον. θα τον τσαλαπατήση εκεί. Αλήθεια, τι καλά μου
που δεν επήρα το μικρό και τ' άφησα στο σπίτι!
  ΓΟΡΓΩ ΓΟΡΓΩ
  Θάρσει, Πραξινόα· καὶ δὴ γεγενήμεθ᾽ ὄπισθεν,
τοὶ δ᾽ ἔβαν ἐς χώραν.
Αί! Πραξινόη, ησύχασε, είμαστε πίσω τώρα,
τ' άλογα πέρασαν εμπρός.
  ΠΡΑΞΙΝΟΑ ΠΡΑΞΙΝΟΗ
                                                 Καὐτὰ συναγείρομαι ἤδη.
Ἵππον καὶ τὸν ψυχρὸν ὄφιν τὰ μάλιστα δεδοίκω
ἐκ παιδός. Σπεύδωμες· ὄχλος πολὺς ἄμμιν ἐπιρρεῖ.
                                   Ανάσανα. Δεν ξέρεις
πόσο φοβούμαι από μικρή τ' άλογο και το φίδι.
Δεν πάμε γρηγορότερα; θα μας στρημώξη ο κόσμος.
  ΓΟΡΓΩ ΓΟΡΓΩ (προς τινα γραίαν)
  Ἐξ αὐλᾶς, ὦ μᾶτερ; Απ' το παλάτι έρχεσαι, κυρούλα;
  ΓΡΑΥΣ ΓΡΑΥΣ
                                  Ἐγών, ὦ τέκνα.                                              Ναι, παιδιά μου.
  ΓΟΡΓΩ ΓΟΡΓΩ
60                                                     Παρενθεῖν
εὐμαρές;
Είν' εύκολο να 'μπούμ' εκεί ;
  ΓΡΑΥΣ ΓΡΑΥΣ
  Ἐς Τροίαν πειρώμενοι ἦνθον Ἀχαιοί,
καλλίστα παίδων· πείρᾳ θην πάντα τελεῖται.
                                   Πανώρηα μου κοράσια,
οι Αχαιοί εδοκίμασαν κ' εμπήκαν στην Τρωάδα.
Καθένας δοκιμάζοντας όλα τα κατορθώνει.
  ΓΟΡΓΩ ΓΟΡΓΩ
  Χρησμὼς ἁ πρεσβῦτις ἀπῴχετο θεσπίξασα. Χρησμούς μας είπεν η γρηά κ' επήγε στο καλό της.
  ΠΡΑΞΙΝΟΑ ΠΡΑΞΙΝΟΗ 
  Πάντα γυναῖκες ἴσαντι, καὶ ὡς Ζεὺς ἀγάγεθ᾽ Ἥραν. Και τί δεν ξέρουν, μα και τί δεν ξέρουν οι γυναίκες!
ως και το πώς επήρε ο Ζευς την Ήρα για γυναίκα.
  ΓΟΡΓΩ ΓΟΡΓΩ 
65 Θᾶσαι, Πραξινόα, περὶ τὰς θύρας ὅσσος ὅμιλος. Για κύττα, Πραξινόη, εκεί στου παλατιού τις πόρτες
τί κόσμος που στρημώνεται.
  ΠΡΑΞΙΝΟΑ ΠΡΑΞΙΝΟΗ
  Θεσπέσιος. Γοργοῖ, δὸς τὰν χέρα μοι. Λαβὲ καὶ τύ,
Εὐνόα, Εὐτυχίδος· πότεχ᾽ αὐτᾷ, μή τι πλανηθῇς.
Πᾶσαι ἅμ᾽ εἰσένθωμες· ἀπρὶξ ἔχευ, Εὐνόα, ἁμῶν.
Οἶμοι δειλαία· δίχα μευ τὸ θερίστριον ἤδη
                                   Δος μου, Γοργώ, το χέρι·
και συ το χέρι να κρατάς της Ευτυχίας, Ευνόη,
και πρόσεχε να μη χαθής. Όλες μαζί να μπούμε·
Ευνόη, κοντά μας πάντοτε. Αλλοίμονο, Γοργώ μου,
70 ἔσχισται, Γοργοῖ. Ποττῶ Διός, εἴτι γένοιο
εὐδαίμων, ὤνθρωπε, φυλάσσεο τὠμπέχονόν μευ.
μου ξέσχισαν το φόρεμα. Πρόσεχε συ, καϋμένε,
το πανωφόρι μου.
  ΞΕΝΟΣ ΞΕΝΟΣ
  Οὐκ ἐπ᾽ ἐμὶν μέν, ὅμως δὲ φυλάξομαι.                              Κυρά, τί θέλεις να σου κάνω;
μήπως είνε στο χέρι μου; όσο μπορώ, προσέχω.
  ΠΡΑΞΙΝΟΑ ΠΡΑΞΙΝΟΗ
                                                                          Ἄθροος ὄχλος.
Ὠθεῦνθ᾽ ὥσπερ ὕες.
Καλέ, τί κόσμος είν' αυτός; σπρώχνονται σαν τους χοίρους.
  ΞΕΝΟΣ ΞΕΝΟΣ
                                                 Θάρσει, γύναι· ἐν καλῷ εἰμές. Κυρά μου, μη φοβάσαι πια· καλά είμαστ' εδώ πέρα.
  ΠΡΑΞΙΝΟΑ ΠΡΑΞΙΝΟΗ
  Κεἰς ὥρας κἤπειτα, φίλ᾽ ἀνδρῶν, ἐν καλῷ εἴης, Πάντα καλά νάσαι και συ και πάντα καλό νάχης
που αληθινά με νοιάζεσαι και με φροντίζεις τόσο.
75 ἄμμε περιστέλλων. Χρηστῶ κᾠκτίρμονος ἀνδρός.
Φλίβεται Εὐνόα ἄμμιν. Ἄγ᾽, ὦ δειλά, τὺ βιάζευ.
Κάλλιστ᾽· “Ἐνδοῖ πᾶσαι”, ὁ τὰν νυὸν εἶπ᾽ ἀποκλάξας.
Είσαι καλός και σπλαχνικός. Στρημώνετ' η Ευνόη
μέσα στο πλήθος το πολύ· εμπρός, Ευνόη, σπρώξε,
σπρώξε και συ. Πολύ καλά. Τέλειωσε. Όλες μέσα·
όπως θε νάλεγε κι αυτός που κλεί τη νύφη απόξω.
  ΓΟΡΓΩ ΓΟΡΓΩ
  Πραξινόα, πόταγ᾽ ὧδε. Τὰ ποικίλα πρᾶτον ἄθρησον,
λεπτὰ καὶ ὡς χαρίεντα· θεῶν περονάματα φασεῖς.
Για κύττα αυτά τα υφάσματα τα υφαντοκεντημένα,
για κύττα τί ψιλοδουλειά και πόση χάρην έχουν·
λες κ' έχουν γίνει για θεούς.
  ΠΡΑΞΙΝΟΑ ΠΡΑΞΙΝΟΗ 
80 Πότνι᾽ Ἀθαναία, ποῖαί σφ᾽ ἐπόνασαν ἔριθοι;
Ποῖοι ζωογράφοι τἀκριβέα γράμματ᾽ ἔγραψαν;
Ὡς ἔτυμ᾽ ἑστάκαντι, καὶ ὡς ἔτυμ᾽ ἐνδινεῦντι,
ἔμψυχ᾽, οὐκ ἐνυφαντά. Σοφόν τοι χρῆμ᾽ ὥνθρωπος.
Αὐτὸς δ᾽ ὡς θαητὸς ἐπ᾽ ἀργυρέω κατάκειται
                                        Χαρά στα χέρια εκείνα
που τάφαιναν μ' υπομονή! Χαρά στους τους ζωγράφους
πούκαναν τέτοιες ζωγραφιές κ' έτσι χωρίς ψεγάδι.
Στέκονται κι αναδεύονται σαν νάχουν ζωντανέψει,
σαν νάχουν μέσα τους ψυχή κι όχι σαν υφασμένα.
Και τί δεν κάνει ο άνθρωπος και τί δεν κατορθώνει!
Για κύτταξε τον Άδωνι το μυριαγαπημένο,
που πεθαμμένος και νεκρός στον Άδην αγαπιέται,
85 κλισμῶ, πρᾶτον ἴουλον ἀπὸ κροτάφων καταβάλλων,
ὁ τριφίλητος Ἄδωνις, ὃ κεἰν Ἀχέροντι φιλεῖται.
κύτταξε πώς ξαπλώνεται σ' έν' αργυρό κρεββάτι
μέσα στην πρώτη νιότη του, στο πρώτο χνούδωμά του.
  ΕΤΕΡΟΣ ΞΕΝΟΣ ΕΤΕΡΟΣ ΞΕΝΟΣ
  Παύσασθ᾽, ὦ δύστανοι, ἀνάνυτα κωτίλλοισαι
τρυγόνες. Ἐκκναισεῦντι πλατειάσδοισαι ἅπαντα.
Εσείς πια δεν θα πάψετε, μωρόλογες τρυγόνες,
που με παπίσια προφορά πλαταίνετε τα λόγια;
  ΠΡΑΞΙΝΟΑ ΠΡΑΞΙΝΟΗ 
  Μᾶ, πόθεν ὥνθρωπος; Τί δὲ τίν, εἰ κωτίλαι εἰμές; Μπα! που ξεφύτρωσεν αυτός; Και τί σε μέλει εσένα
90 Πασάμενος ἐπίτασσε· Συρακοσίαις ἐπιτάσσεις;
Ὡς εἰδῇς καὶ τοῦτο. Κορίνθιαι εἰμὲς ἄνωθεν,
ὡς καὶ ὁ Βελλεροφῶν· Πελοποννασιστὶ λαλεῦμες·
δωρίσδεν δ᾽ ἐξεστι, δοκῶ, τοῖς Δωριέεσσι.
Μὴ φύη, Μελιτῶδες, ὃς ἁμῶν καρτερὸς εἴη,
αν φλύαρες είμαστ' εμείς; τους σκλάβους να προστάζης.
Γυναίκες που γεννήθηκαν μέσα στις Συρακούσες
δεν παίρνουν από προσταγές. Μάθε και τούτο ακόμα,
πως μέσ' από την Κόρινθον είν' η καταγωγή μας
με το Βελλεροφόντη· εκεί τα δωρικά μιλούνε
κ' εμείς μιλούμε δωρικά κ' είνε δικαίωμα μας.
Έναν αυφέντη μοναχό γνωρίζομε στον κόσμο,
95 πλὰν ἑνός, οὐκ ἀλέγω. Μή μοι κενεὰν ἀπομάξῃς. εσένα δε σε σκιάζομαι μηδέ σε λογαριάζω.
  ΓΟΡΓΩ ΓΟΡΓΩ
  Σίγα, Πραξινόα· μέλλει τὸν Ἄδωνιν ἀείδειν
ἁ τᾶς Ἀργείας θυγάτηρ, πολύϊδρις ἀοιδός,
ἅτις καὶ πέρυσιν, τὸν ἰάλεμον, ἀρίστευσε.
Φθεγξεῖται τι, σάφ᾽ οἶδα, καλόν· διαθρύπτεται ἤδη.
Σώπαινε πια· τον Άδωνι θα τραγουδήση τώρα
η τραγουδίστρα η ξακουστή, η κόρη της Αργείας,
εκείνη που την βράβεψαν πέρσι στο μυρολόγι.
Κάτι καλό θε να μας 'πη· νά, τη φωνή ακονίζει.
  ΓΥΝΗ ΑΟΙΔΟΣ ΓΥΝΗ ΑΟΙΔΟΣ
100 “Δέσποιν᾽, ἃ Γολγώς τε καὶ Ἰδάλιον ἐφίλασας,
αἰπεινόν τ᾽ Ἔρυκα, χρυσῷ παίζοισ᾽ Ἀφροδίτα,
οἷόν τοι τὸν Ἄδωνιν ἀπ᾽ ἀενάω Ἀχέροντος
μηνὶ δυωδεκάτῳ μαλακαίποδες ἄγαγον Ὧραι.
Βάρδισται Μακάρων, Ὧραι φίλαι, ἀλλὰ ποθειναὶ
Κυρά, που στους Γολγούς ποθείς και στο Ιδάλιον όρος
και στον ψηλό τον Έρυκα να παίζης, Αφροδίτη·
πάντοτ' αλαφροπάτητες, σου φέρνουν κάθε χρόνο,
μέσ' από τον Αχέροντα, τον Άδωνι σου οι Ώρες·
αυτές οι πιο αργοκίνητες από τους αθανάτους,
105 ἔρχονται πάντεσσι βροτοῖς αἰεί τι φέροισαι.
 
που φέρνουν σ' όλους τους θνητούς κάτι καλό όταν έρθουν.
Κύπρι Διωναία, τὺ μὲν ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾶς,
ἀνθρώπων ὡς μῦθος, ἐποίησας Βερενίκαν,
ἀμβροσίαν ἐς στῆθος ἀποστάξασα γυναικός·
τὶν δὲ χαριζομένα, πολυώνυμε καὶ πολύναε,
Της Διώνης θυγατέρα εσύ, πεντάμορφη Αφροδίτη,
τη Βερενίκη από θνητήν αθάνατη έχεις κάνει,
σταλάζοντας στα στήθη της τη θεϊκή αμβροσία·
κ' η Αρσινόη η κόρη της, ωραία σαν την Ελένη,
110 ἁ Βερενικεία θυγάτηρ, Ἑλένᾳ εἰκυῖα
Ἀρσινόα πάντεσσι καλοῖς ἀτιτάλλει Ἄδωνιν.
 
για χάρη σου, ω ξακουστή και πολυλατρευμένη,
πλούσια, μεγαλόπρεπα τον Άδωνι γιορτάζει.
Πὰρ μέν οἱ ὥρια κεῖται, ὅσα δρυὸς ἄκρα φέρονται,
πὰρ δ᾽ ἁπαλοὶ κᾶποι πεφυλαγμένοι ἐν ταλαρίσκοις
ἀργυρέοις, Συρίω δὲ μύρω χρύσει᾽ ἀλάβαστρα.
Ολόγυρα του απλώνονται όλ' οι καρποί των δένδρων
κι άνθη πανώρηα, δροσερά μέσ' σ' αργυρά καλάθια
και σε λαγήνια ολόχρυσα μύρ' από τη Συρία.
115 Εἴδατά θ᾽ ὅσσα γυναῖκες ἐπὶ πλαθάνῳ πονέονται,
ἄνθεα μίσγοισαι λευκῷ παντοῖ᾽ ἁμ᾽ ἀλεύρῳ,
ὅσσα τ᾽ ἀπὸ γλυκερῶ μέλιτος τά τ᾽ ἐν ὑγρῷ ἐλαίῳ,
πάντ᾽ αὐτῷ πετεηνὰ καὶ ἑρπετὰ τεῖδε πάρεστιν.
 
Ολόγυρα του λιχουδιές που πλάθουν οι γυναίκες
με τέχνη ανακατεύοντας λουλούδια κι άσπρο αλεύρι
κι άλλα από μέλι γλυκερό κι από καθάρειο λάδι·
κάθε λογής πετούμενα και σερπετά κοντά του.
Χλωραὶ δὲ σκιάδες, μαλακῷ βρίθοντες ἀνήθῳ, Το δροσερό γλυκάνισο κιόσκια ανθηρά έχει πλέξει·
120 δέδμανθ᾽· οἱ δέ τε κῶροι ὑπερπωτῶνται Ἔρωτες,
οἷοι ἀηδονιδῆες ἀεξομένων ἐπὶ δένδρων
πωτῶνται, πτερύγων πειρώμενοι, ὄζον ἀπ᾽ ὄζω.
 
νιογέννητοι έρωτες δειλά τριγύρω φτερουγίζουν,
σαν τ' αηδονάκια τα μικρά, που αρχίζουν να πετάνε
και δοκιμάζουν τα φτερά κλωνάρι σε κλωνάρι.
Ὤ ἔβενος, ὢ χρυσός, ὤ ἐκ λευκῶ ἐλέφαντος
αἰετώ, οἰνοχὄον Κρονίδᾳ Διὶ παῖδα φέροντες.
Για ιδές χρυσάφια κ' έβενους κι αϊτούς ελεφαντένιους
που φέρνουν στις φτερούγες των τον κεραστή του Δία·
125 Πορφύρεοι δὲ τάπητες ἄνω (“μαλακώτεροι ὕπνω”,
ἁ Μίλατος ἐρεῖ, χὠ τὰν Σαμίαν καταβόσκων),
ἔστρωται κλίνα τῷ Ἀδώνιδι τῷ καλῷ ἄλλα”·
τὰν μὲν Κύπρις ἔχει, τὰν δ᾽ ὁ ῥοδόπαχυς Ἄδωνις,
ὀκτωκαιδεκέτης ἢ έννεακαίδεχ᾽ ὁ γαμβρός.
για ιδές κι απάνω τι χαλιά πιο μαλακά απ' τον ύπνο.
Τώρα θα πη κ' η Μίλητος, τώρα θα 'πη η Σάμος:
«Για το χατήρι του Άδωνι στρώθηκαν δυό κρεββάτια.»
Στώνα πλαγιάζει ο Άδωνις και στάλλο η Αφροδίτη.
130 Οὐ κεντεῖ τὸ φίλαμ᾽· ἔτι οἱ πέρι χείλεα πυρρά.
 
Μα δεν κεντούν το φίλημα τ' αχνούδωτά του χείλια.
Νῦν μὰν Κύπρις ἔχοισα τὸν αὑτᾶς χαιρέτω ἄνδρα·
ἀῶθεν δ᾽ ἄμμες νιν ἅμα δρόσῳ ἀθρόαι ἔξω
οἰσεῦμες ποτὶ κύματ᾽ ἐπ᾽ ἀιόνι πτύοντα,
λύσασαι δὲ κόμαν καὶ ἐπὶ σφυρὰ κόλπον ἀνεῖσαι,
Ας χαίρεται τον άντρα της η Αφροδίτη τώρα·
κ' εμείς ας τόνε φέρομε, πριν καλοξημερώση,
με τη δροσιά της χαραυγής, στο περιγιάλι κάτω,
κ' εκεί, με τα μαλλιά λυτά και με γυμνά τα στήθια,
135 στήθεσι φαινομένοις, λιγυρᾶς ἀρξώμεθ᾽ ἀοιδᾶς.
 
όλες μαζί ας αρχίσωμε το λιγερό τραγούδι.
    “Ἔρπεις, ὦ φίλ᾽ Ἄδωνι, καὶ ἐνθάδε, κεἰς Ἀχέροντα,
ἡμιθέων, ὡς φαντί, μονώτατος. Οὔτ᾽ Ἀγαμέμνων
τοῦτ᾽ ἔπαθ᾽, οὔτ᾽ Αἴας ὁ μέγας, βαρυμάνιος ἥρως,
οὔθ᾽ Ἔκτωρ, Ἑκάβας ὁ γεραίτατος εἴκατι παίδων,
« Εσ' είσαι ο μόνος, Άδωνι, από τους ημιθέους
» που και στον Άδη κατοικείς κ' έρχεσαι και στον κόσμο.
» Άλλος κανείς τη χάρη σου, μηδέ κι ο Αγαμέμνων,
» μηδέ κι ο Αίας ο ήρωας, μηδέ κι αυτός ο Έκτωρ
» ο πρώτος άπ' τα είκοσι παιδιά πούχε η Εκάβη,
140 οὐ Πατροκλῆς, οὐ Πύρρος ἀπὸ Τροίας ἐπανελθών,
οὔθ᾽ οἱ ἔτι πρότεροι, Λαπίθαι καὶ Δευκαλίωνες,
οὐ Πελοπηϊαδᾶν τε καὶ Ἄργεος ἄκρα Πελασγοὶ.
Ἵλαθι νῦν, φίλ᾽ Ἄδωνι, καὶ ἐς νέωτ᾽ εὐθυμήσαις.
Καὶ νῦν ἦνθες, Ἄδωνι, καί, ὅκκ᾽ ἀφίκῃ, φίλος ἡξεῖς.”
» μηδέ κι αυτός ο Πάτροκλος, μηδέ κι αυτός ο Πύρρος
» που νικητής εγύρισε πέρ' από την Τρωάδα,
» μηδ' οι παλαιικώτεροι Λαπίθαι, μηδ' εκείνοι
» του Δευκαλίωνος οι γυιοί, μηδέ κ' οι Πελοπίδαι
» και μηδ' ακόμα οι Πελασγοί που κατοικούσαν στο Άργος,
» μηδέ κανένας απ' αυτούς δεν είχε τέτοια χάρη.
» Συμπάθησέ μας, Άδωνι, κ' έλα του χρόνου πάλι
» και δείξου μας χαρούμενος και καλοκαρδισμένος.
» Πάντα καλοδεχούμενος θε νάνε ο ερχομός σου.»
  ΓΟΡΓΩ ΓΟΡΓΩ
145 Πραξινόα, τὸ χρῆμα σοφώτερον. Ἁ θήλεια
ὀλβία ὅσσα ἴσατι, πανολβία ὡς γλυκὺ φωνεῖ.
Ὥρα ὅμως κεἰς οἶκον. Ἀνάριστος Διοκλείδας
χὠνὴρ ὄξος ἅπαν· πεινᾶντι δὲ μηδέποτ᾽ ἔνθῃς.
Χαῖρε, Ἄδων ἀγαπατέ, καὶ ἐς χαίροντας ἀφίκευ.
Άκουσες, Πραξινόη μου, πόσο σοφή είνε η κόρη;
Καλότυχη είνε αληθινά για όσα τραγούδια ξέρει
κι ακόμα πιο καλότυχη για τη γλυκειά φωνή της.
Μάνε καιρός, μου φαίνεται, να πάμε και στο σπίτι.
Ο άντρας μου είνε νηστικός κ' εύκολος στο θυμό του
κι όταν πεινάη, αλλοίμονο σ' όποιον μπροστά του λάχη.
Αγαπημένε μ' Άδωνι, χαίρε! κι όταν ξανάρθης
χαρούμενους κι ολόχαρους όλους μας να μας εύρης.
     


Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Φεβρουάριος 2001