ΘΕΟΚΡΙΤΟΥ

ΕΙΔΥΛΛΙΑ

XIV. ΚΥΝΙΣΚΑΣ ΕΡΩΣ Ἢ ΘΥΩΝΙΧΟΣ

(ΑΙΣΧΙΝΗΣ ΚΑΙ ΘΥΩΝΙΧΟΣ)

Μετάφραση Ι. Πολέμη

[Χωρίς μετάφραση]
ΑΙΣΧΙΝΗΣ ΑΙΣΧΙΝΗΣ
  Χαίρειν πολλὰ τὸν ἄνδρα Θυώνιχον. Ώρα καλή, Θυώνιχε.
ΘΥΩΝΙΧΟΣ ΘΥΩΝΙΧΟΣ
                                                              Ἀλλὰ τὺ ταὐτά,
Αἰσχίνα. Ὡς χρόνιος,
                             Ώρα καλή σου, Αισχίνη.
ΑΙΣΧΙΝΗΣ ΑΙΣΧΙΝΗΣ
                                     Χρόνιος. Είχες πολύν καιρό ναρθής.
ΘΥΩΝΙΧΟΣ ΘΥΩΝΙΧΟΣ
                                                        Τί δέ τοι τὸ μέλημα;                                      Πολύν καιρό; τί τρέχει;
ΑΙΣΧΙΝΗΣ ΑΙΣΧΙΝΗΣ
  Πράσσομες οὐχ ὡς λῷστα, Θυώνιχε. Δεν τα πηγαίναμε καλά.
ΘΥΩΝΙΧΟΣ ΘΥΩΝΙΧΟΣ
                                                              Ταῦτ᾽ ἄρα λεπτός,
χὡ μύσταξ πολὺς οὗτος, ἀϋσταλέοι δὲ κίκιννοι.
                                   Λιπόσαρκο σε βρίσκω,
και τα μαλλιά σου αχτένιστα και το μακρύ μουστάκι.
5 Τοιοῦτος τὰ πρόαν τις ἀφίκετο Πυθαγορικιάς,
ὠχρὸς κἀνυπόδητος· Ἀθηναῖος δ᾽ ἔφατ᾽ ἦμεν.
Τέτοιος μας ήρθε μιά φορά κάποιος του Πυθαγόρα,
χλωμός, χλωμός, ξυπόλυτος· μας έλεγε πώς ήταν
απ' την Αθήνα. Κ' ήταν δα κι αυτός ερωτευμένος,
όμως, θαρρώ, με το φαΐ.
ΑΙΣΧΙΝΗΣ
  Ἤρατο μὰν καὶ τῆνος;
ΘΥΩΝΙΧΟΣ
  Ἐμὶν δοκεῖ, ὀπτῶ ἀλεύρω.
ΑΙΣΧΙΝΗΣ ΑΙΣΧΙΝΗΣ
  Παίσδεις, ὠγάθ᾽, ἔχων· ἐμὲ δ᾽ ἁ χαρίεσσα Κυνίσκα
ὑβρίσδει λασῶ δὲ μανείς ποκα, θρὶξ ἀνὰ μέσσον,
                                   Εσύ μου χωρατεύεις,
μα εμέναν' η Κυνίσκη μου με βρίζει τον καϋμένο 
και μούρχεται να τρελλαθώ.
ΘΥΩΝΙΧΟΣ ΘΥΩΝΙΧΟΣ
10 Τοιοῦτος μὲν ἀεὶ τύ, φίλ᾽ Αἰσχίνα, ἀσυχᾷ ὀξύς,
πάντ᾽ ἐθέλων κατὰ καιρόν· ὅμως δ᾽ εἶπον, τί τὸ καινόν;
                                        Έτσ' ήσουν πάντα, Αισχίνη,
θυμώνεις κι αφαρπάζεσαι καλά του καθουμένου
κι όλα τα θες όποτε θες. Μα πες μου, τί καινούργιο;
ΑΙΣΧΙΝΗΣ ΑΙΣΧΙΝΗΣ
  Ὡργεῖος κἠγὼν καὶ ὁ Θεσσαλὸς ἱπποδιώκτας
Ἆγις καὶ Κλεύνικος ἐπίνομες ὁ στρατιώτας
ἐν χώρῳ παρ᾽ ἐμίν. Δύο μὲν κατέκοψα νεοσσώς
Ο Αργείος· κ' εγώ κι ο Θεσσαλός ο καβαλλάρης Άπις
κι ο στρατιώτης Κλεύνικος ετρώγαμε στο σπίτι.
Τους είχα σφάξει δυο πουλιά και χοίρο του γαλάτου,
15 θηλάζοντά τε χοῖρον, ἀνῷξα δὲ Βίβλινον αὐτοῖς,
εὐώδη τετόρων ἐτέων σχεδὸν ὡς ἀπὸ λανῶ·
βολβός τις, κοχλίας ἐξαιρέθη· ἦς πότος ἁδύς.
Ἤδη δὲ προϊόντος ἔδοξ᾽ ἐπιχεῖσθαι ἄκρατον
ὦτινος ἦθελ᾽ ἕκαστος· ἔδει μόνον ὧτινος εἰπεῖν.
είχα κι ανοίξει βίβλινο κρασί τεσσάρων χρόνων
πούλεγες μόλις τώφεραν από το πατητήρι.
Εκεί που εσιγοπίναμε μας ήρθε και να πιούμε
καθένας κάποιου στην υγεία και να τον νοματίση.
20 Ἁμὲς μὲν φωνεῦντες ἐπίνομες, ὡς ἐδέδοκτο·
ἃ δ᾽ οὐδέν, παρεόντος ἐμεῦ. Τίν᾽ ἔχειν με δοκεῖς νῶν;
“Οὐ φθεγξῇ; Λύκον εἶδες;” ἔπαιξέ τις. “Ὡς σοφός” εἶπεν
κἠφᾶπτ᾽· εὐμαρέως κεν ἀπ᾽ αὐτᾶς καὶ λύχνον ἇψας.
Ἔστι Λύκος, Λύκος ἐστί, Λάβα τῶ γείτονος υἱός,
Εμείς, όπως και τώπαμε, λέγαμε τώνομά του·
μα εκείνη δε μας τώλεγε, τ' ήμουν εγώ κοντά της.
Φαντάζεσαι τη θέση μου και τ' είχα μέσ' στο νου μου;
—Δε θα μας 'πης, τί σώπασες; μάν είδες κάνα λύκο;1
της είπε κάποιος παίζοντας.
                                        — Το βρήκες, τούπ' εκείνη·
κι άναψε κ' εκοκκίνισε τόσο, που απ' τη θωριά της
λύχνο μπορούσες ν' άναβες. Ξέρεις ποιός είν' ο Λύκος;
Αυτός ο Λύκος είν' ο γυιός του γείτονα του Λάβα,
25 εὐμάκης, ἁπαλός, πολλοῖς δοκέων καλὸς ἦμεν·
τούτω τὸν κλύμενον κατετάκετο τῆνον ἔρωτα.
Χἁμῖν τοῦτο δι᾽ ὠτὸς ἔγεντό ποχ᾽ ἁσυχᾷ οὕτως·
οὐ μὰν ἐξήταξα, μάταν εἰς ἄνδρα γενειῶν.
Ἤδη δ᾽ ὦν πόσιος τοὶ τέσσαρες ἐν βάθει ἦμες,
ψηλός και καλοκάμωτος και σε πολλούς αρέσει.
Για 'κείνου εκεί τον έρωτα λιγώνετ' η Κυνίσκη.
Άκουσα κάποτε κ' εγώ γι' αυτό να ψιθυρίζουν,
μάκανα πώς δεν τάκουσα, χωρίς να το ξετάσω·
ντρεπόμουνα τα γένεια μου έτσι σαν άντρας πούμαι.
Κ' εκεί πούμαστ' οι τέσσερης κουτούκι στο μεθύσι,
30 χὡ Λαρισαῖος “Τὸν ἐμὸν λύκον” ᾆδεν ἀπ᾽ ἀρχᾶς,
θεσσαλικόν τι μέλισμα, κακαὶ φρένες· ἁ δὲ Κυνίσκα
ἔκλαεν ἐξαπίνας θαλερώτερον ἢ παρὰ ματρί
παρθένος ἑξαέτης κόλπω ἐπιθυμήσασα.
Τᾶμος ἐγών, τὸν ἴσαις τύ, Θυώνιχε, πὺξ ἐπὶ κόρρας
ο Θεσσαλός με πονηριά και για να με πειράξη,
άρχισε να μας τραγουδή του Λύκου το τραγούδι,
τραγούδι αυτό θεσσαλικό· ξάφνω η Κυνίσκη τότε
αρχίνησε τα κλάμματα κ' έκλαιγε τόσο, τόσο
όσο ποτέ δε θάκλαιγεν έξη χρονών κορίτσι
που επιθυμεί και λαχταρά την αγκαλιά της μάννας.
Όταν την είδα εθύμωσα, με ξέρεις πως θυμώνω,
35 ἤλασα, κἄλλαν αὖθις. Ἀνειρύσσασα δὲ πέπλως
ἔξω ἀπῴχετο θᾶσσον. “Ἐμὸν κακόν, οὔ τοι ἀρέσκω;
Ἄλλος τοι γλυκίων ὑποκόλπιος; Ἄλλον ἰοῖσα
θάλπε φίλον. Τήνῳ τεὰ δάκρυα, μάχλε; ῾Ρεόντω.”
Μάστακα δοῖσα τέκνοισιν ὑπωροφίοισι χελιδών
και δυο γροθιές της έδωκα στα δυο της τα μηλίγγια
κι αυτή τα πέπλα ανάσυρε κι απ' το σκαμνί εσηκώθη.
«Κακούργα, δε σ' αρέσω εγώ, άλλον ποθεί η καρδιά σου·
»σύρε και χαϊδολόγα τον. Γι' αυτόν τα δάκρυα χύνεις».
Χύθηκ' ευθύς ακράτητη κ' εβγήκε από την πόρτα,
πιο γρήγορη, πιο πεταχτή κι από τη χελιδόνα,
40 ἄψορρον ταχινὰ πέτεται βίον ἄλλον ἀγείρειν·
ὠκυτέρα μαλακᾶς ἀπὸ δίφρακος ἔδραμε τήνα
ἰθὺ δι᾽ ἀμφιθύρω καὶ δικλίδος, ᾇ πόδες ἆγον.
Αἶνός θην λέγεταί τις· “Ἔβα καὶ ταῦρος ἀν᾽ ὕλαν”
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
εἴκατι· τῶδ᾽ ὀκτώ, τῶδ᾽ ἐννέα, τῶδε δέκ᾽ ἄλλαι,
που πηγαινοέρχεται, τροφή να φέρη στα πουλιά της.
Κ' έφυγε· πιάσ' τ' αμπέλια της που λέει κ' η παροιμία.2

[ . . . ]

45 σάμερον ἑνδεκάτα· ποτίθες δύο, καὶ δύο μῆνες
ἔξ ὧν ἀπ᾽ ἀλλάλων· οὐδ᾽ εἰ θρᾳκιστὶ κέκαρμαι
οἶδε. Λύκος νῦν πάντα, Λύκῳ καὶ νυκτὸς ἀνῷκται·
ἄμμες δ᾽ οὔτε λόγω τινὸς ἄξιοι οὔτ᾽ ἀριθμητοὶ,
“δύστηνοι Μεγαρῆες ἀτιμοτάτῃ ἐνὶ μοίρῃ.”
Δυο μήνες τώρα πέρασαν που δεν την ξαναείδα
κι άφησα γένεια μακρυά σαν νάμουν απ' τη Θράκη.3
Ο Λύκος τώρα είνε γι' αυτήν όλο το παν, στο Λύκο
τη νύκτα τα μεσάνυκτα την πόρτα της ανοίγει,
και μένα με καταφρονεί σαν νάμουν Μεγαρίτης4
50 Κεἰ μὲν ἀποστέρξαιμι, τὰ πάντα κεν εἰς δέον ἕρποι.
Νῦν δέ—πόθεν; Μῦς, φαντί, Θυώνιχε, γεύμεθα πίσσας.
Χὥτι τὸ φάρμακόν ἐστιν ἀμηχανέοντος ἔρωτος,
οὐκ οἶδα· πλὰν Σῖμος, ὁ τᾶς Ἐπιχάλκω ἐρασθείς,
ἐκπλεύσας ὑγιὴς ἐπανῆνθ᾽, ἐμὸς ἁλικιώτας.
κι ούτε με συλλογίζεται κι ούτε με λογαριάζει.
Κι αν ημπορούσα δα κ' εγώ να την καταφρονέσω,
καθόλου δε θα μ' έμελε κι όλα καλά θε νάταν.
Μα εγώ είμαι στην αγάπη της πιστάγκωνα δεμένος5
και μήτε βρίσκω γιατρικό στον άτυχο έρωτά μου.
Ξέρω πώς όταν άλλοτε κι ο συνομήλικος μου
ο Σίμος ερωτεύτηκε μια τέτοια ψεύτρα κόρη,
ταξίδεψε στην ξενιτειά και γιατρεμμένος ήρθε.
55 Πλευσοῦμαι κἠγὼν διαπόντιος, οὔτε κάκιστος
οὔτε πρᾶτος ἴσως, ὁμαλὸς δέ τις ὁ στρατιώτας.
θα πάω κ' εγώ στην ξενιτειά· δε λέω πώς θάμαι πρώτος,
μα δε θε νάμαι και στερνός μέσ' στους πολεμιστάδες.
ΘΥΩΝΙΧΟΣ ΘΥΩΝΙΧΟΣ
  Ὤφελε μὲν χωρεῖν κατὰ νῶν τεὸν ὧν ἐπεθύμεις,
Αἰσχίνα. Εἰ δ᾽ οὕτως ἄρα τοι δοκεῖ ὥστ᾽ ἀποδαμεῖν,
μισθοδότας Πτολεμαῖος ἐλευθέρῳ οἷος ἄριστος.
Άμποτε αυτά που επιθυμείς όπως τα θες να γίνουν.
Μ' αν όμως σώνει και καλά ποθής να ταξιδέψης,
στον Πτολεμαίο πήγαινε στρατιώτης να δουλέψης.
ΑΙΣΧΙΝΗΣ ΑΙΣΧΙΝΗΣ
  Τἆλλα δ᾽ ἀνὴρ ποῖός τις; [ . . . ]
ΘΥΩΝΙΧΟΣ ΘΥΩΝΙΧΟΣ
60 Ἐλευθέρῳ οἷος ἄριστος.
εὐγνώμων, φιλόμουσος, ἐρωτικός, εἰς ἄκρον ἁδύς,
εἰδὼς τὸν φιλέοντα, τὸν οὐ φιλέοντ᾽ ἔτι μᾶλλον,
πολλοῖς πολλὰ διδούς, αἰτεύμενος οὐκ ἀνανεύων,
οἷα χρὴ βασιλῆ᾽· αἰτεῖν δὲ δεῖ οὐκ ἐπὶ παντί,
Είν' ανοιχτόκαρδος, καλός κ' ευγενικός στους τρόπους,
τη χάρη δεν τη λησμονεί, τις τέχνες προστατεύει,
ξέρει και ποιός τον αγαπά, ποιός θέλει το κακό του,
δίνει πολλά και σε πολλούς κι ούτε ποτέ του αρνιέται
να δώση σ' όποιον του ζητά, σαν βασιλιάς οπούνε,
φθάνει να ξέρουν μοναχά τι πρέπει να ζητήσουν.
65 Αἰσχίνα. Ὥστ᾽ εἴ τοι κατὰ δεξιὸν ὦμον ἀρέσκει
λῶπος ἄκρον περονᾶσθαι, ἐπ᾽ ἀμφοτέροις δὲ βεβακώς
τολμασεῖς ἐπιόντα μένειν θρασὺν ἀσπιδιώταν,
ᾇ τάχος εἰς Αἴγυπτον. Ἀπὸ κροτάφων πελόμεσθα
πάντες γηραλέοι, καὶ ἐπισχερὼ ἐς γένυν ἕρπει
Αν θες λοιπόν ν' αρματωθής πολεμιστής να γένης
κι αν σου βαστούν τα πόδια σου να περπατής μ' ασπίδα,
σύρε μιαν ώρ' αρχήτερα στην Αίγυπτο. Τα χρόνια
τ' ασπρίζουν τα μηλίγγια μας κ' η ασπράδ' αγάλια-αγάλια
από τα δυο μηλίγγια μας στα γένεια κατεβαίνει.
70 λευκαίνων ὁ χρόνος· ποιεῖν τι δεῖ, ἇς γόνυ χλωρόν. Ό,τι μπορούμε ας κάνωμε όσο' βαστούν τα πόδια.
   
 
1) Οι αρχαίοι νόμιζαν πως αν συναντούσε κανείς στο δρόμο του λύκο και ο λύκος τον έβλεπε πριν αυτός τον αντιληφθεί, ο άνθρωπος αυτός έχανε αμέσως τη φωνή του. Αλλά Λύκος λεγόνταν και ο ερωμένος της Κυνίσκας. (Αλ. Φωτιάδης) [επιστροφή]

2) Η παροιμία αυτή λεγόντανε για κείνους που φύγανε για να μη ξαναγυρίσουν πιά. (Αλ. Φωτιάδης) [επιστροφή]

3) Οι Θράκες, λαός βάρβαρος, δεν φρόντιζαν για την καλή τους εμφάνιση.  (Αλ. Φωτιάδης) [επιστροφή]

4) Οι Μεγαρίτες ρώτησαν κάποτε με κάποιαν υπερηφάνεια το μαντείον, ποιά ήταν η θέση τους απέναντι των άλλων Ελλήνων. Ο Απόλλων, αφού αρίθμησε στο χρησμό του με τη σειρά τους τα προτερήματα των άλλων Ελλήνων, είπε για αυτούς.
«... ὑμεῖς δ᾽ ὦ Μεγαρῆες, οὐδὲ τρίτοι, οὐδὲ τέταρτοι,
οὐδὲ δωδεκαταῖοι· οὔτ᾽ ἐν λόγω, οὔτ᾽ ἐν ἀριθμῷ».
  (Αλ. Φωτιάδης) [επιστροφή]

5) Παροιμία = που γλυκάθηκε αφού γεύτηκε το μπιζέλι. Και ο Αριστοφάνης (έκδ. Hachette. Ειδ. Θεοκρίτου σελ. 532). «Ἐγευσάμην χορδῆς ὁ δύστηνος κύων».   (Αλ. Φωτιάδης) [επιστροφή]
 


Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Φεβρουάριος 2001