ΘΕΟΚΡΙΤΟΥ

ΕΙΔΥΛΛΙΑ

XI. ΚΥΚΛΩΨ

Μετάφραση Ι. Πολέμη

[Χωρίς μετάφραση]
      Οὐδὲν πὸτ τὸν ἔρωτα πεφύκει φάρμακον ἄλλο,
Νικία, οὔτ᾽ ἔγχριστον, ἐμὶν δοκεῖ, οὔτ᾽ ἐπίπαστον,
ἢ ταὶ Πιερίδες· κοῦφον δέ τι τοῦτο καὶ ἁδύ
γίνετ᾽ ἐπ᾽ ἀνθρώποις, εὑρεῖν δ᾽ οὐ ῥᾴδιόν ἐστι.
Νικία, για τον έρωτα βοτάνι δεν είν' άλλο,
μηδέ κανένα γιατρικό παρά τα τραγουδάκια·
αυτά αλαφρώνουν τα δεινά και τους καϊμούς γλυκαίνουν,
φθάνει να νοιώθης να τα βρης και να τα τραγουδήσης.
5 Γινώσκειν δ᾽ οἶμαί τυ καλῶς, ἰατρὸν ἐόντα
καὶ ταῖς ἐννέα δὴ πεφιλημένον ἔξοχα Μοίσαις.
Οὕτω γοῦν ῥάϊστα διᾶγ᾽ ὁ Κύκλωψ ὁ παρ᾽ ἁμῖν,
ὡρχαῖος Πολύφαμος, ὅκ᾽ ἤρατο τᾶς Γαλατείας,
ἄρτι γενειάσδων περὶ τὸ στόμα τὼς κροτάφως τε.
Θαρρώ πώς θα το ξέρης δα και θα το καλοξέρης,
τ' είσαι γιατρός κι'αγαπητός και στίς εννιά τις Μούσες.
Έτσι περνούσεν εύκολα τον πόνο της καρδιάς του
κι ο Κυκλομμάτης ο παληός Πολύφημος εκείνος,
όταν με τη Γαλάτεια βρέθηκ' ερωτευμένος
τότε που πρωτοχνούδωναν τα πρώτα του γενάκια.
10 Ἤρατο δ᾽ οὐ μάλοις οὐδὲ ῥόδῳ οὐδὲ κικίννοις,
ἀλλ᾽ ὀρθαῖς μανίαις, ἁγεῖτο δὲ πάντα πάρεργα.
Πολλάκι ταὶ ὄϊες ποτὶ τωὐλίον αὐταὶ ἀπῆνθον
χλωρᾶς ἐκ βοτάνας· ὃ δὲ τᾷ Γαλατείᾳ ἀείδων
αὐτόθ᾽ ἐπ᾽ ἀϊόνος κατετάκετο φυκιοέσσας
Δεν ήταν έρωτας αυτός με ρόδα και με μήλα
μάτανε τρέλλ' αληθινή, κ' έξω απ' τον έρωτά του
τίποτα δε λογάριαζε, τίποτα δεν ψηφούσε.
Πολλές φορές εγύριζαν απ' τα χλωρά λιβάδια
δίχως αυτόν τα πρόβατα κ' έρημα στο μαντρί των
κ' εκείνος τη Γαλάτεια με πόνο τραγουδώντας
15 ἐξ ἀοῦς, ἔχθιστον ἔχων ὑποκάρδιον ἕλκος,
Κύπριδος ἐκ μεγάλας τό οἱ ἥπατι πᾶξε βέλεμνον.
Ἀλλὰ τὸ φάρμακον εὗρε, καθεζόμενος δ᾽ ἐπὶ πέτρας
ὑψηλᾶς ἐς πόντον ὁρῶν ἄειδε τοιαῦτα·
στα φύκια της ακρογιαλιάς απ' την αυγή ως το βράδυ,
ένοιωθε πόνο στην καρδιά κ' έλειων' από τον πόνο.
Μα τώχε βρη το γιατρικό· σε βράχο καθισμένος
και βλέποντας στη θάλασσα σαν τέτοια ετραγουδούσε.
   
(Ωδή)
      Ὦ λευκὰ Γαλάτεια, τί τὸν φιλέοντ᾽ ἀποβάλλῃ, Αφρόπλαστη Γαλάτεια, τί μ' αποδιώχνεις έτσι
20 λευκοτέρα πακτᾶς ποτιδεῖν, ἁπαλωτέρα ἀρνός,
μόσχω γαυροτέρα, φιαρωτέρα ὄμφακος ὠμᾶς,
φοιτῇς δ᾽ αὖθ᾽ οὔτως ὅκκα γλυκὺς ὕπνος ἔχῃ με,
οἴχῃ δ᾽ εὐθὺς ἰοῖσ᾽ ὅκκα γλυκὺς ὕπνος ἀνῇ με,
φεύγεις δ᾽ ὥσπερ ὄϊς πολιὸν λύκον ἀθρήσασα;
 
σαν το μοσχάρι πεταχτή, σκληρή σαν αγουρίδα,
και βγαίνεις έξω στη στεριά την ώρα που κοιμούμαι
και πας τρεχάτη στο γιαλό μόλις ξυπνώ ο καϋμένος
σαν προβατίνα που άξαφνα το γερολύκο βλέπει;
25 Ἠράσθην μὲν ἔγωγε τεοῦς, κόρα, ἁνίκα πρᾶτον
ἦνθες ἐμᾷ σὺν ματρὶ θέλοισ᾽ ὑακίνθινα φύλλα
ἔξ ὄρεος δρέψασθαι, ἐγὼ δ᾽ ὁδὸν ἁγεμόνευον.
Παύσασθαι δ᾽, ἐσιδών τυ καὶ ὕστερον, οὐδέ τί πᾳ νῦν
ἐκ τήνω δύναμαι· τὶν δ᾽ οὐ μέλει, οὐ μὰ Δί᾽, οὐδὲν.
 
Εγώ σε πρωταγάπησα, κόρη μου, σαν πρωτώρθες
θέλοντας με τη μάννα μου λαλέδες να μαζέψης
απ' το βουνό, κ' εγώ μπροστά σας έδειχνα τη στράτα.
Άχ! από τότε λαχταρώ και θέλω να σε βλέπω
και δεν μπορώ να κάνω αλλοιώς· μα δε σε νοιάζει εσένα.
30     Γινώσκω, χαρίεσσα κόρα, τίνος οὕνεκα φεύγεις·
οὕνεκά μοι λασία μὲν ὀφρὺς ἐπὶ παντὶ μετώπῳ
ἐξ ὠτὸς τέταται ποτὶ θὥτερον ὦς μία μακρά,
εἷς δ᾽ ὀφθαλμος ἔπεστι, πλατεῖα δὲ ῥὶς ἐπὶ χείλει.
 
Ξέρω, χαριτωμένη μου, γιατί με φεύγεις έτσι·
γιατ' έχω φρύδι τριχωτό σ' όλο το μέτωπο μου
που αρχίζει απ' τώνα μου τ' αυτί και φθάνει ίσα με τάλλο
κ' έχω ένα μάτι μοναχά κατ' απ' το φρύδι εκείνο,
και πέφτ' η μύτη μου πλατειά κατά το στόμ' απάνω.
Ἀλλ᾽ ωὑτὸς τοιοῦτος ἐὼν βοτὰ χίλια βόσκω, Μα μ' όλη μου την ασχημιά πρόβατα χίλια βόσκω,
35 κἠκ τούτων τὸ κράτιστον ἀμελγόμενος γάλα πίνω
τυρὸς δ᾽ οὐ λείπει μ᾽ οὔτ᾽ ἐν θέρει οὔτ᾽ ἐν ὀπώρᾳ,
οὐ χειμῶνας ἄκρω· ταρσοὶ δ᾽ ὑπεραχθέες αἰεί.
 
κι αρμέγοντας τα πίνω εγώ το πιο καλό τους γάλα·
και δε μου λείπει το τυρί μηδέ το καλοκαίρι
μηδέ και το φθινόπωρο μηδέ και το χειμώνα
κ' είνε τα τυροβόλια μου ολοχρονίς γεμάτα.
Συρίσδεν δ᾽ ὡς οὔτις ἐπίσταμαι ὧδε Κυκλώπων,
τίν τε, φίλον γλυκύμαλον, ἀμᾷ κἠμαυτῷ ἀείδων
Και τη φλογέρα παίζω εγώ καλλίτερ' απ' τους άλλους
τους Κυκλομμάτες που είν' εδώ· και παίζω τη φλογέρα
για σένανε, γλυκόμηλο, και για παρηγοριά μου
40 πολλάκι νυκτὸς ἀωρί. Τρέφω δέ τοι ἕνδεκα νεβρώς,
πάσας μηνοφόρως, καὶ σκύμνως τέσσαρας ἄρκτων.
Ἀλλ᾽ ἀφίκευσο ποθ᾽ ἁμέ, καὶ ἑξεῖς οὐδὲν ἔλασσον,
τὰν γλαυκὰν δὲ θάλασσαν ἔα ποτὶ χέρσον ὀρεχθεῖν·
ἅδιον ἐν τὤντρῳ παρ᾽ ἐμὶν τὰν νύκτα διαξεῖς.
τη νύχτα τα μεσάνυχτα. Κ' έχω πολλά λαφάκια
με τραχηλίτσες στο λαιμό, και τέσσερ' αρκουδάκια.
Μα έλα μαζί μου στη στεριά κι ό,τ' έχω χάρισμα σου.
Τη γαλανή τη θάλασσα για τη στεριά παραίτα
και πιο γλυκά θε να περνάς τις νύκτες στη σπηλιά μου.
45 Ἐντὶ δάφναι τηνεί, ἐντὶ ῥαδιναὶ κυπάρισσοι,
ἔστι μέλας κισσός, ἔστ᾽ ἄμπελος ὁ γλυκύκαρπος,
ἔστι ψυχρὸν ὕδωρ, τό μοι ἁ πολυδένδρεος Αἴτνα
λευκᾶς ἐκ χιόνος ποτὸν ἁμβρόσιον προΐητι.
 
Εκεί είνε δάφνες φουντωτές, κισσός σκοτεινιασμένος
και κυπαρίσσια λυγερά, εκεί είνε και τ' αμπέλι
που κάνει γλυκοστάφυλα, εκεί το κρύο νεράκι
που μου το στέλνει από ψηλά η δασωμένη η Αίτνα
βγαλμένο από τα χιόνια της, γάργαρο και δροσάτο.
Τίς κα τῶνδε θάλασσαν ἔχειν καὶ κύμαθ᾽ ἕλοιτο; Μπροστά σε τόσα πούχω 'γώ, ποιός με τη θέλησή του
θα προτιμά τη θάλασσα την αφροκυματούσσα;
50 Αἰ δέ τοι αὐτὸς ἐγὼν δοκέω λασιώτερος ἦμεν,
ἐντὶ δρυὸς ξύλα μοι καὶ ὑπὸ σποδῷ ἀκάματον πῦρ·
καιόμενος δ᾽ ὑπὸ τεῦς καὶ τὰν ψυχὰν ἀνεχοίμαν
καὶ τὸν ἕν᾽ ὀφθαλμόν, τῶ μοι γλυκερώτερον οὐδὲν.
 
Κι αν σου φανώ και πιο δασύς απ' όσο πρέπει νάμαι
έχω βελανιδόξυλα κ' έχω φωτιά στη στάχτη·
κ' εγώ για το χατήρι σου μέσ' στη φωτιά θα πέσω
κι ας χάσω πια και τη ζωή κι αυτό μου τώνα μάτι
που άλλο δεν έχω τίποτα γλυκύτερο στον κόσμο.
    Ὤμοι, ὅτ᾽ οὐκ ἐτεκέ μ᾽ ἁ μάτηρ βράγχι᾽ ἔχοντα, Ωιμέ! που δε μ' εγέννησε με σπάραχνα η μητέρα,
55 ὡς κατέδυν ποτὶ τὶν καὶ τὰν χέρα τεῦς ἐφίλησα,
αἰ μὴ τὸ στόμα λῇς, ἔφερον δέ τοι ἢ κρίνα λευκά
ἢ μάκων᾽ ἁπαλὰν ἐρυθρὰ πλαταγώνι᾽ ἔχοισαν·
 
νάπεφτα μέσ' στη θάλασσα να σου φιλώ το χέρι
αν δε σ' αρέση να φιλώ το γλυκερό σου στόμα·
κ' είτε με κρίνα κάτασπρα να σε φιλοδωρούσα
είτε με κοκκινόφυλλες κι ώμορφες παπαρούνες.
ἀλλὰ τὰ μὲν θέρεος, τὰ δὲ γίνεται ἐν χειμῶνι,
ὥστ᾽ οὔ κά τοι ταῦτα φέρειν ἅμα πάντ᾽ ἐδυνάθην.
Εκείνα καλοκαίρι ανθούν και τούτες το χειμώνα.
Όμως αν έρθη, κόρη μου, κάποιος καραβοκύρης
60 Νῦν μάν, ὦ κόριον, νῦν αὐτίκα νεῖν γε μαθεῦμαι,
αἴ κά τις σὺν ναῒ πλέων ξένος ὧδ᾽ ἀφίκηται,
ὧς εἰδῶ τί ποθ᾽ ἡδὺ κατοικεῖν τὸν βυθὸν ὔμμιν,
 
μαζί με το καράβι του, κολύμπι θε να μάθω
να κολυμπήσω και ναρθώ στης θάλασσας τα βάθη
να 'δω τι βρίσκεις μέσα εκεί και τ' είνε πού σ' ευφραίνει.
    Ἐξένθοις, Γαλάτεια, καὶ ἐξενθοῖσα λάθοιο,
ὥσπερ ἐγὼ νῦν ὧδε καθήμενος, οἴκαδ᾽ ἀπενθεῖν·
Έβγα, Γαλάτεια, στη στεριά και μείνε και ξεχάσου
όπως εδώ ξεχνάω κ' εγώ στο σπίτι να γυρίσω.
65 ποιμαίνειν δ᾽ ἐθέλοις σὺν ἐμὶν ἅμα καὶ γάλ᾽ ἀμέλγειν
καὶ τυρὸν πᾶξαι τάμισον δριμεῖαν ἐνεῖσα.
 
Έβγα να βόσκης πρόβατα μαζί μου στο λιβάδι,
ν' αρμέγης γάλα και μ' αυτό χλωρό τυρί να πήζης
μ' εκείνη την τραχειά πιτυά που θε να ρίχνης μέσα.
    Ἁ μάτηρ ἀδικεῖ με μόνα, καὶ μέμφομαι αὐτᾷ·
οὐδὲν πήποχ᾽ ὅλως ποτὶ τὶν φίλον εἶπεν ὑπέρ μευ,
καὶ ταῦθ᾽ ἆμαρ ἐπ᾽ ἆμαρ ὁρεῦσά με λεπτὸν ἐόντα.
Μένα μου φταίγ' η μάννα μου κ' εγώ μαζί της τάχω,
που ενώ με βλέπει πιο αχαμνό μέρα με την ημέρα,
ποτέ δε σου ξεστόμισε λόγο καλό για μένα.
70 Φασῶ τὰν κεφαλὰν καὶ τὼς πόδας ἀμφοτέρως μευ
σφύζειν, ὧς ἀνιαθῇ, ἐπεὶ κἠγὼν ἀνιῶμαι.
 
Όμως κ' εγώ θε να της 'πω τάχα πώς μ' έχουν πιάσει
σπασμοί στα δυο ποδάρια μου και πόνοι στο κεφάλι,
για να την 'δω να θλίβεται όπως θλιμμένος είμαι.
    Ὦ Κύκλωψ Κύκλωψ, πᾷ τὰς φρένας ἐκπεπότασαι;
Αἴκ᾽ ἐνθὼν ταλάρως τε πλέκοις καὶ θαλλὸν ἀμάσας
ταῖς ἄρνεσσι φέροις, τάχα κα πολὺ μᾶλλον ἔχοις νῶν.
Αί! Κυκλομμάτη, που πετούν, που πάν' τα λογικά σου;
Αν έπλεκες καλάθια εδώ κι αν μάζευες χορτάρι
και τώφερνες στα πρόβατα, πιο γνωστικός θε νάσουν.
75 Τὰν παρεοῖσαν ἄμελγε· τί τὸν φεύγοντα διῴκεις;
Εὑρησεῖς Γαλάτειαν ἴσως καὶ καλλίον᾽ ἄλλαν.
 
Εκεί πού φθάνεις άπλωνε· τι κυνηγάς του κάκου
αυτά που φεύγουν άπιαστα και χάνοντ' απ' ομπρός σου ;
Θα βρης άλλη Γαλάτεια και πιο ώμορφη από 'κείνη.
  Πολλαὶ συμπαίσδεν με κόραι τὰν νύκτα κέλονται,
κιχλίζοντι δὲ πᾶσαι, ἐπεί κ᾽ αὐταῖς ἐπακούσω.
Δῆλον ὅτ᾽ ἐν ταῖ γαῖ κἠγών τις φαίνομαι ἦμεν.
 
Πολλές κοπέλλες με καλούν να παίζωμε τη νύκτα
κι όλες αυτές γλυκογελούν αν τις καλοκυττάξω.
Αυτό μου δείχνει πώς κ' εγώ κάτι στον κόσμο θάμαι.
80     Οὕτω τοι Πολύφαμος ἐποίμαινεν τὸν ἔρωτα
μουσίσδων, ῥᾷον δὲ διᾶγ᾽ ἢ εἰ χρυσὸν ἔδωκεν.
Έτσι ο Πολύφημος αυτός τον έρωτα περνούσε
με τα γλυκά τραγούδια του· κ' ήταν πιο κερδισμένος
παρά αν ζητούσε γιατρειά ξοδεύοντας χρυσάφι.
   


Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Φεβρουάριος 2001