Ο Ευθύφρων είναι από τους γνησίους διαλόγους του Πλάτωνος, συγγραφείς αμέσως μετά τον θάνατον του Σωκράτους· ομοιάζει δε προς πολλούς άλλους, ωραίους ωσαύτως διαλόγους τού μεγάλου συγγραφέως της αρχαιότητος, οι οποίοι, ως και ο παρών, κυρίαν ενασχόλησιν έχουν την όσον το δυνατόν ακριβεστέραν ανάπτυξιν του ορισμού διαφόρων εννοιών, θέματα θεμελιώδη της λογικής επιστήμης, ήτις δεν είχεν ακόμη έως τότε αναπτυχθή. Διότι προ του Σωκράτους κανείς ακόμη δεν είχεν ασχοληθή εις τους φιλοσοφικούς ορισμούς των πραγμάτων, πρώτος δ' εκείνος ήρχισε να εξετάζη τί πράγμα είναι κάθε τι από τα όντα με ιδιαιτέραν όλως αγάπην και ευχαρίστησιν, περιβάλλων τας ομιλίας του με τόσην θελκτικήν χάριν, ώστε να κάμνη τερπνά και τα ξηρότερα εκ των ζητημάτων, οποία είναι μάλιστα αι τοιαύται φιλοσοφικαί συζητήσεις. Αλλ' αν ακουόμεναι εκείναι αι ομιλίαι του λαλιστάτου Αθηναίου φιλοσόφου τόσην γοητείαν επροξένουν, φαντασθήτε τώρα πόσον ψυχαγωγική είναι η ανάγνωσις των διαλόγων αυτών, όπως ετεχνούργησεν αυτούς ο μάγος της Ελληνικής γλώσσης χειριστής, ο θείος Πλάτων, ο οποίος εις τα έξοχα χαρίσματα, με τα οποία η φύσις είχε πλουσιώτατα προικίσει τον Σωκράτην, προσέθηκεν ως ωραία κεντήματα τα ολόχρυσα στολίσματά του με την χαριτωμένην γραφίδα του αρχαίου αττικού λόγου, ώστε να μη ηξεύρη κανείς πλέον σήμερον ποίον να θαυμάση περισσότερον, τον εύστροφον φιλόσοφον ή τον ηδύμολπον συγγραφέα, του οποίου ο Λουκιανός τόσον εξαίρει «την δεινώς αττικήν καλλιφωνίαν και την θαυμαστήν μεγαλόνοιαν».
Υπόθεσις του Ευθύφρονος είναι να ευρεθή ο ορισμός του οσίου, ήτοι της ευσεβείας και αγιότητος. Απαρτίζεται δε από μίαν συνομιλίαν, η οποία γίνεται μεταξύ του Σωκράτους και του Ευθύφρονος.
Ο Ευθύφρων ήτο ένας μάντις πασίγνωστος εις τας Αθήνας διά την υπερβολικήν θρησκομανίαν του, καταγόμενος από τα Πρόσπαλτα, δήμον της Αττικής, ο οποίος έκειτο περίπου όπου το σημερινόν χωρίον Κερατέα, όπισθεν του Υμηττού, ανήκε δε ίσως εις ιερατικήν οιωνοσκόπων οικογένειαν. Είχε δε την ιδέαν ότι εγνώριζε τα θρησκευτικά ζητήματα και τους ιερούς νόμους περισσότερον από κάθε άλλον εις τον κόσμον· διό και με υπερηφάνειαν περισσήν εκήρυττεν ότι αι προφητείαί του ουδέποτε διεψεύσθησαν.
Μίαν ημέραν, όταν είχε πλέον επιδοθή υπό του Μελήτου η εναντίον του Σωκράτους κατηγορία επί ασεβεία εις τον άρχοντα βασιλέα, ένα από τους εννέα άρχοντας, ο γηραιός φιλόσοφος, λαβών απροσδοκήτως την δικαστικήν κλήσιν, είχε μεταβή εις την Βασίλειον Στοάν, όπου είχε τα δικαστικά γραφεία του ο άρχων βασιλεύς, εις τον οποίον ήτο ανατεθειμένη η διεξαγωγή των θρησκευτικών δικών, διά να λάβη γνώσιν της εναντίον του υποβληθείσης κατηγορίας και δώση την απαιτουμένην προανάκρισιν. Εκεί, πρωί-πρωί, εις τους μαρμαρίνους δικαστικούς διαδρόμους της Βασιλείου Στοάς, όπου συνήθως μετέβαινον οι ασεβείς και οι άθεοι, οι βλάσφημοι και οι παραβάται των ιερών της πόλεως νόμων, συναντά ο Ευθύφρων τον γέροντα φιλόσοφον, τον οποίον πολύ εσέβετο, τον ολόλευκον όχι μόνον διά την ηλικίαν του αλλά και διά την αγαθότητά του και πραότητα, τον ειρηνικώτατον και μόνον ευσεβέστατον αληθώς από τους Αθηναίους, και απομένει έκπληκτος.
Με αυτήν την ωραίαν δραματικήν εικόνα, την οποίαν θα εζήλευε και ο Σοφοκλής, ανασύρει την αυλαίαν του χαριτωμένου διαλόγου του ο Πλάτων. Ο Ευθύφρων ερωτών μανθάνει ότι ο Σωκράτης κατηγορηθείς επί ασεβεία από κάποιον άγνωστόν του Μέλητον καλούμενον, ότι διαφθείρει την νεολαίαν με νέας ψευδείς περί θεών διδασκαλίας προσήλθεν εκεί, ζητηθείς από την ανάκρισιν. Τότε και ο Σωκράτης υπείκων εις την έμφυτον αυτού ειρωνικήν περιέργειαν, από την οποίαν ήντλει, ως από ακένωτον πηγήν, όλας τας υποθέσεις των φιλοσοφικών και κοινωνικών συζητήσεων του, μανθάνει ότι και ο Ευθύφρων διά μίαν σοβαρωτάτην δικαστικήν υπόθεσιν ευρίσκεται ομοίως εκεί, την οποίαν με ακόμη μεγαλειτέραν έκπληξιν ακούει ο Σωκράτης.
Αυτός δηλαδή ο προφητομάντις Ευθύφρων είχε καταγγείλει επί φόνω τον ίδιον τον πατέρα του, διότι είχε κακοποιήσει ένα από τους δούλους του, οπού επάνω εις την μέθην του εφόνευσεν άλλον σύνδουλόν του, και έγεινεν όντως αίτιος να αποθάνη ο φονεύς εις τα δεσμά, μέσα εις ένα λάκκον, όπου νηστικόν και δαρμένον τον είχε ρίψει. Από την μεγάλην του λοιπόν ευσέβειαν και από την ευλάβειαν προς τους θείους νόμους, ο Ευθύφρων — διηγείται προς τον Σωκράτην,— οι οποίοι διατάσσουν την αμείλικτον καταδίωξιν των φονέων, ή μάλλον υπείκων εις δεισιδαίμονα πλάνην περί αφοσιώσεως ήτοι περί καθάρσεως των κοινωνικών μιασμάτων, ως γίνεται γνωστόν τούτο εν τη εξελίξει του διαλόγου, κατήγγειλεν αυτόν τον πατέρα του ως φονέα, ίνα καθαρθή από το μίασμα και αυτός και εκείνος. Πρόβας δε εις αυτό το διάβημα, ενόμιζεν ότι έπραξεν ευσεβή πράξιν και ήτο ενδομύχως όλως διόλου ατάραχος.
Ο Σωκράτης εμβρόντητος απομείνας προς την ομολογίαν αυτήν του Ευθύφρονος ότι κατήγγειλεν ως φονέα τον πατέρα του, αρχίζει αμέσως την συζήτησιν με τον δεισιδαίμονα αυτόν θεομάντιν, και τον παρακαλεί, αφού μάλιστα είναι τόσον σοφός εις τα θρησκευτικά, να τον διδάξη τί πράγμα κατ' ουσίαν είναι το ευσεβές και η ευσέβεια, διά να κατορθώση με τα φώτα αυτά του διδασκάλου του να σωθή και αυτός από τον κίνδυνον, τον οποίον διατρέχει εκ της εναντίον του κατηγορίας του Μελήτου, όστις τον κατηγόρησεν ίσα-ίσα ως ασεβή.
Με αυτόν τον τρόπον αρχίζει η συζήτησις, κατά την οποίαν ο μεν Ευθύφρων αντιπροσωπεύει, κατά τινα σοφόν κριτικόν, «τους μικρόνοας εκείνους ευσεβείς της αρχαιότητος, οι οποίοι διά την λέξιν όσιον είχον έννοιαν όλως διόλου εξωτερικήν και επιπόλαιον και διά να αποδείξουν εαυτούς ευσεβείς και αρεστούς εις τους θεούς, δεν υπεχώρουν πολλάκις ουδέ ενώπιον πράξεων, αι οποίαι απόβλητοι εθεωρούντο ηθικώς. Ο δε Σωκράτης, αντιπρόσωπος των νέων θρησκευτικών ιδεών, υποστηρίζει τουναντίον, ότι μεταξύ αγαθού και θείου δεν ημπορεί ποτέ να υπάρξη καμμία διαφορά, θεωρών ότι η οσιότης ή η ευσέβεια συνίσταται μόνον εις την τελείαν του ανθρώπου ηθικότητα».
Ο διάλογος προβαίνει μετά μεγίστης μεν συντομίας άλλα με άφθονον πλούτον γνώσεων και επιχειρημάτων, τα οποία ανακύπτουν το εν μετά το άλλο απροόπτως ως εν μαγικώ λειμώνι πρωτοφανή άνθη, θαμβώνοντα τον αναγνώστην με την φαεινήν ακτινοβολίαν των.
Τόση δε είναι η δύναμις της λογικής και η δεξιότης του αρχισυζητητού αυτού γέροντος των αρχαίων Αθηνών, ώστε εξαναγκάζεται ο αλαζών μάντις πέντε φοράς ν' αλλάξη τον περί της ευσεβείας ορισμόν του.
Και τον μεν πρώτον αυτού ορισμόν, ότι ευσεβές πράγμα είναι αυτό, οπού έπραττεν εκείνος, καταγγείλας τον πατέρα του εις το δικαστήριον ως φονέα, καθώς έπραξε και ο άριστος και δικαιότατος από τους θεούς Ζευς, οπού έδεσε τον πατέρα του Κρόνον διότι έτρωγε τα παιδιά του, απορρίπτει ο Σωκράτης ως κοινόν όλως διόλου, διότι με εν μόνον παράδειγμα και με μίαν μόνην πράξιν δεν δύναται να ορισθή ο χαρακτήρ της ευσεβείας.
Έπειτα δε πάλιν τον δεύτερον ορισμόν του Ευθύφρονος ότι ευσεβές πράγμα είναι πάν ό,τι είναι προσφιλές εις τους θεούς, ασεβές δε πάν ό,τι είναι μισητόν εις αυτούς, επαινεί ο Σωκράτης ως γενικώτερον από τον πρώτον και τελειότερον, αλλ' υποδεικνύει εις τον Ευθύφρονα με τας φιλονεικίας και μάχας, οπού υπάρχουν μεταξύ των θεών, τα οποία εκείνος πιστεύει, ότι είναι δυσκολώτατον και αδύνατον να αρέσκη το αυτό πράγμα εις όλους τους θεούς· αλλά εκείνο οπού εις μερικούς θεούς αρέσκει, εις μερικούς άλλους είναι μισητόν, ώστε θα συμβή το αυτό ευσεβές πράγμα να είναι συγχρόνως και αγαπητόν και μισητόν.
Τότε ο Ευθύφρων καταρτίζει τελειότερον ορισμόν, τον τρίτον, λέγων ότι ευσεβές είναι πάν ό,τι αρέσκει εις όλους εν γένει τους θεούς, άσεβες δε πάν ό,τι είναι μισητόν εις όλους επίσης.
Αλλά και τούτον τον ορισμόν απορρίπτει ο Σωκράτης, διότι κατ' ουσίαν δεν είναι διάφορος από τον δεύτερον, επειδή και κατ' αυτόν ευσεβές και αγαπητόν εις τους θεούς πράγμα είναι εν και το αυτό. Αλλά το αγαπητόν εις τους θεούς ή αγαπώμενον υπ' αυτών, λέγει ο Σωκράτης και παραδέχεται και ο Ευθύφρων, λέγεται ούτω, διότι αγαπάται υπό των θεών, και όχι διότι είναι αγαπητόν εις τους θεούς διά τούτο αγαπάται υπό των θεών, το δε ευσεβές διότι είναι ευσεβές αγαπάται υπό των θεών και όχι διότι αγαπάται υπ' αυτών διά τούτο είναι ευσεβές. Εάν λοιπόν ευσεβές και θεοφιλές πράγμα είναι εν και το αυτό, κατά τον τρίτον ορισμόν, έπρεπε και το θεοφιλές να φιλήται υπό των θεών διότι είναι θεοφιλές και όχι το εναντίον, κατ' ακολουθίαν και το ευσεβές διά τούτο να είναι ευσεβές διότι ηγαπάτο από τους θεούς και όχι διότι είναι ευσεβές διά τούτο να αγαπάται, ως είχον προηγουμένως παραδεχθή. Είναι λοιπόν αντιφατικός ο τρίτος ορισμός, και προς τούτοις δεν φανερώνει την ουσίαν του ευσεβούς, αλλά πάθος τι οπού συμβαίνει εις αυτό.
Ήδη ο Ευθύφρων παραδέχεται μεν ταύτα, ότι οι ορισμοί, όσους έως τώρα κατήρτισεν, είναι συγκεχυμένοι και ανεπαρκείς και ασαφείς, ομολογεί την αδυναμίαν του να προχωρήση εις τον καταρτισμόν άλλου, και συγχρόνως παραπονείται εις τον Σωκράτην ότι αυτός του κρημνίζει και χαλά όλους τους ορισμούς. Ο Σωκράτης αποκρούει την μομφήν αυτήν, φαίνεται δε πρόθυμος να τον βοηθήση, όπως μαζί κατορθώσουν να σχηματίσουν ένα τέλειον ορισμόν του ευσεβούς.
Και πρώτον ευρίσκουσιν ότι το δίκαιον είναι ευρυτέρα έννοια από το ευσεβές, όπερ είναι μέρος τι του δικαίου. Ο Σωκράτης, ίνα διευκολύνη τον Ευθύφρονα εις το να εννοήση καλώς τούτο, του φέρει πολλά άλλα παραδείγματα ευρυτέρων και στενωτέρων εννοιών, ότε ο Ευθύφρων ερωτώμενος τί μέρος του δικαίου είναι το ευσεβές, απαντά ότι είναι το περί την θεραπείαν ήτοι λατρείαν των θεών αφιερωμένον, το δε επίλοιπον μέρος αυτού αποβλέπει εις την περί των ανθρώπων θεραπείαν και μέριμναν.
Αλλ' εις τον Σωκράτην δεν αρέσκει η λέξις θεραπεία, διότι κάθε θεραπεία, λέγει, γίνεται προς ωφέλειαν ή προς βλάβην του θεραπευομένου πράγματος, αλλ' οι θεοί ποίαν ωφέλειαν ημπορούν να έχουν από την εκ μέρους των ανθρώπων γινομένην προς αυτούς θεραπείαν ή λατρείαν; Ο Ευθύφρων λέγει τότε ότι εννοεί θεραπείαν εξυπηρετικήν, όπως οι δούλοι θεραπεύουν και περιποιούνται τους κυρίους αυτών. Αλλ' ο Σωκράτης του εξηγεί ότι η υπηρετική αυτή θεραπεία αποβλέπει εις την εκτέλεσιν έργου τινός πάντοτε, ως η Ιατρική τέχνη π. χ. χρησιμεύει εις τους ιατρούς, διά να κατεργάζωνται την υγείαν, η ναυπηγική εις τους ναυπηγούς, διά να κατασκευάζουν τα πλοία κλπ. Τί λοιπόν εκτελούσιν οι θεοί διά της υπηρεσίας αυτής των ανθρώπων; Ο Ευθύφρων απαντά ότι πολλά καλά πράγματα κατορθώνουν οι θεοί διά της θεραπείας αυτής. Αλλά πολλά καλά πράγματα παράγουν και οι στρατηγοί π. χ. και οι γεωργοί, παρατηρεί ο Σωκράτης, και όμως ημπορούμεν να προσδιορίσωμεν το είδος και την ποιότητα αυτών των καλών. Ποίου είδους λοιπόν είναι αυτά τα πολλά καλά, τα οποία εκτελούν οι θεοί; ερωτά ο Σωκράτης. Τότε ο Ευθύφρων δοκιμάζει να σχηματίση τον πέμπτον ορισμόν του ευσεβούς λέγων: Εάν μεν κανείς γνωρίζη να λέγη και να πράττη ευχάριστα εις τους θεούς και όταν προσεύχεται και όταν θυσιάζη, αυτά είναι τα ευσεβή, τα οποία διαφυλάττουν και τους ιδιωτικούς οίκους των ανθρώπων και τας κοινάς των πόλεων υποθέσεις, τα δε εναντία αυτών είναι τα ασεβή, τα οποία καταστρέφουν και εξαφανίζουν τα πάντα.
Αλλά και τον μακροσκελή αυτόν ορισμόν ο Σωκράτης απορρίπτει ως εσφαλμένον, διότι συνοψίζων αυτόν λέγει ότι το ευσεβές λοιπόν είναι κάποια επιστήμη του να εύχεται κανείς και να θυσιάζη και ότι το μεν να θυσιάζη σημαίνει να χαρίζη κανείς εις τους θεούς, το δε να εύχεται σημαίνει να ζητή από αυτούς, ώστε το ευσεβές θα ήτο τότε επιστήμη ζητήσεως και δόσεως, ζητεί δε κανείς ό,τι χρειάζεται και χαρίζει ό,τι χρειάζονται οι άλλοι, άρα η ευσέβεια είναι κάποια εμπορική τέχνη μεταξύ θεών και ανθρώπων. Αλλ' αυτό προϋπόθετει αμοιβαίον κέρδος· εάν δε οι θεοί λαμβάνουν ευάρεστα εις αυτούς από τους ανθρώπους, τότε και ο ορισμός αυτός ουδόλως διαφέρει από τους προηγουμένους, κατά τους οποίους το ευσεβές και ευάρεστον εις τους θεούς είναι εν και το αυτό πράγμα, και οίτινες απεδείχθησαν ήδη εσφαλμένοι.
Παρακαλεί λοιπόν ο Σωκράτης τον Ευθύφρονα εξ αρχής να δοκιμάση να εύρη κανένα άλλον ορισμόν ορθότερον και ακριβέ στερον. Αλλ' αυτός τόσον εστενοχωρήθη από τας αντιφάσεις, εις τας οποίας περιέπιπτε, περιπλεχθείς μέσα εις το δίκτυον της ακαταμάχητου λογικής του Σωκράτους, ώστε ζαλισμένος πλέον υπεκφεύγει την εξακολουθήσιν του διαλόγου, προφασισθείς ότι έχει κάποιαν κατεπείγουσαν υπόθεσιν, και απέρχεται εγκαταλείπων ατελείωτον την συζήτησιν και τον περί του ευσεβούς ορισμόν και την σοβαρωτάτην δε υπόθεσιν του ακόμη, χάριν της οποίας είχε μεταβή εις την Βασίλειον Στοάν.
»Και όμως υποσημειοί εις την αξιόλογον έκδοσιν του Ευθύφρονος ο κ. Γ. Κωνσταντινίδης, είς εκ των ημετέρων ερμηνευτών του Πλάτωνος, εν αρχή του διαλόγου ωμολόγησεν ο Ευθύφρων ότι είχε μεταβή εις την Βασιλείαν Στοάν, διά να φροντίση περί της κατά του πατρός του δίκης. Πώς λοιπόν τώρα απέρχεται χωρίς καν να εισέλθη παρά τω βασιλεί; Είναι τάχα τούτο απλή πρόφασις, όπως διακόψη συζήτησιν, ην αδυνατεί να διεξαγάγη κατά βούλησιν, ή θέλει ο Πλάτων να υποδείξει διά τούτου ότι ο Ευθύφρων εσαλεύθη εις τας περί οσίου δοξασίας του και εγκατέλιπε την κατά του πατρός του κατηγορίαν χάρις εις τον ένεκα ασεβείας κατηγορηθέντα Σωκράτην; Ημείς σήμερον ουδέτερον τούτων δυνάμεθα ασφαλώς να συμπεράνωμεν, οι σύγχρονοι όμως του Πλάτωνος ενόουν ίσως την ορθήν του χωρίου έννοιαν και του διαλόγου το αποτέλεσμα, διότι πιθανόν να ήτο πασίγνωστος η σπανία όντως του Ευθύφρονος υπόθεσις».
Εις τον ζωηρότατον αυτόν διάλογον, όστις κατά τους κριτικούς είναι τελειότερος του Κρίτωνος κατά την εν γένει δημιουργικήν εξεργασίαν και φιλοσοφικήν ακρίβειαν, εξαιρετικήν εντύπωσιν μας αφίνουν τα περί ερίδων και μαχών των θεών μυθολογούμενα και τα περί Δαιδάλου και κινουμένων αγαλμάτων αυτού, με τα οποία ευφυέστατα παραβάλλει η αεικίνητος του Σωκράτους γλώσσα τους μετακινουμένους και σαλευομένους ορισμούς του Ευθύφρονος, υπέρ πάντα δε ταύτα η παροιμιώδης σωκρατική ειρωνεία η τερπνότατα διαχεομένη μ' επαγωγόν και χαριέστατον τρόπον ως τις ευώδης φαληρική αύρα τόσον λεπτή, ώστε να μη την αισθάνεται σχεδόν ο με ιδρώτας και κόπους περιρρεόμενος κατά την συζήτησιν Ευθύφρων. Η συνάντησις δε αύτη δύο άκρως αντιθέτων προσώπων, εξ ενός μεν του θρησκομανούς μάντεως, προβαίνοντος μέχρι πράξεων ηθικώς αποτροπαίων από ευσέβειαν δήθεν, και εξ άλλου του ηρέμα και γαληνιαίως εκφράζοντος της αληθούς θεοσεβείας τον χαρακτήρα Σωκράτους, μας αφίνει δραματικωτάτην την εντύπωσιν, δίδουσα εις ημάς ζωηράν εικόνα τελείου σατυρικού έργου της αρχαιότητος, συνάμα δε ολόφωτον καθιστά τον σκοπόν του διαλόγου, όστις ήτο, κατά την παράδοσιν, να φανή πόσον ευσεβής και δίκαιος ήτο ο Σωκράτης, όστις είχε καταδικασθή εις θάνατον κατηγορηθείς επί ασεβεία, διότι εις τον διάλογον αυτόν ο ως ασεβής κατηγορηθείς Σωκράτης ή ως έχων επιληψίμους ιδέας περί ευσεβείας, καθά ωραιότατα εκφράζεται ημέτερος κριτικός, «γίνεται διδάσκαλος της αληθούς ευσεβείας και προς αυτούς τους περί τα τοιαύτα ειδικωτάτους και σοφωτάτους θεωρούμενους».
Τοιούτος μεν ο ωραίος αυτός διάλογος. Αλλ' επειδή δικαίως εξεγείρεται η περιέργεια των αναγνωστών εν τέλει, αναζητούντων ν' ανακαλύψωσι, ποίος τάχα να είναι ο ορισμός του οσίου ήτοι του ευσεβούς, οίος ήτο εσχηματισμένος εν τη διανοία τού Σωκράτους, ο κ. Γ. Κωνσταντινίδης, την δικαίαν περιέργειαν αυτήν πληρών μας αποκαλύπτει τούτον επαρκώς, δι' όσων λέγει εν τη Εισαγωγή της εκδόσεώς του: «Δεν είναι όμως δύσκολον, παρατηρεί, εκ πάντων τούτων να εξαχθή ορθός τις και ακριβής ορισμός του οσίου και της οσιότητος ότι είναι η επιστήμη των περί θεούς νομίμων», ως δικαιοσύνη είναι «η επιστήμη των περί ανθρώπους νομίμων», σκοπός δε και αποτέλεσμα της οσιότητος και δικαιοσύνης ότι είναι το σώζειν τους τε ιδίους οίκους και τα κοινά των πόλεων. Ο ορισμός ούτος εξάγεται μεν ασφαλώς και εκ των εν τω Ευθύφρονι λεγομένων, ότι όμως τοιούτός τις θα διετυπούτο υπό του Πλάτωνος εξάγεται και εκ του Λάχητος (σελ. 199, Δ). «Είναι δε η οσιότης και η ευσέβεια εκ των κυριωτάτων μερών της καθόλου αρετής, περί την έρευναν της οποίας αποκλειστικώς κατεγίνετο ο Σωκράτης».