ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ, ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ'
Ουδέν ζώον δύναται να είναι εξ
ενός στοιχείου. — Η αφή συνιστά το ζώον ουσιωδώς.— Μόνον των απτικών ποιοτήτων
αι υπερβολαί είναι ολέθριαι εις το ζώον.
435a11 | Ὅτι δ' οὐχ οἷόν τε ἁπλοῦν εἶναι τὸ τοῦ ζῴου σῶμα, φανερόν, λέγω δ' οἷον πύρινον ἢ ἀέρινον. ἄνευ μὲν γὰρ ἁφῆς οὐδεμίαν ἐνδέχεται ἄλλην αἴσθησιν ἔχειν (τὸ γὰρ σῶμα ἁπτικὸν τὸ ἔμψυχον πᾶν, ὥσπερ εἴρηται)· τὰ δὲ ἄλλα ἔξω γῆς αἰσθητήρια μὲν ἂν γένοιτο, πάντα δὲ τῷ δι' ἑτέρου αἰσθάνεσθαι ποιεῖ τὴν αἴσθησιν, καὶ διὰ τῶν μετα- ξύ, ἡ δ' ἁφὴ τῷ αὐτῶν ἅπτεσθαί ἐστιν, διὸ καὶ τοὔνομα τοῦτο ἔχει. καίτοι καὶ τὰ ἄλλα αἰσθητήρια ἁφῇ αἰσθάνεται, ἀλλὰ δι' ἑτέρου· αὕτη δὲ δοκεῖ μόνη δι' αὑτῆς. ὥστε τῶν μὲν τοιούτων στοιχείων οὐθὲν ἂν εἴη σῶμα τοῦ ζῴου. οὐδὲ δὴ γήϊνον. πάντων γὰρ ἡ ἁφὴ τῶν ἁπτῶν ἐστὶν ὥσπερ μεσότης, καὶ δεκτικὸν τὸ αἰσθητήριον οὐ μόνον ὅσαι διαφοραὶ γῆς εἰσίν, ἀλλὰ καὶ θερμοῦ καὶ ψυχροῦ καὶ τῶν ἄλλων ἁπτῶν ἁπάντων. καὶ διὰ τοῦτο τοῖς ὀστοῖς καὶ ταῖς θριξὶ καὶ τοῖς τοιούτοις μορίοις οὐκ αἰσθανόμεθα, ὅτι γῆς ἐστιν, |
1. Είναι φανερόν, ότι το σώμα του ζώου δεν δύναται να είναι απλούν· λ. χ. μόνον εκ πυρός ή εξ αέρος. Τω όντι άνευ μεν αφής ουδεμία άλλη αίσθησις δύναται να υπάρξη, διότι παν σώμα έμψυχον έχει, ως είπομεν, την αίσθησιν της αφής. Τα άλλα στοιχεία, πλην της γης, δύνανται να γίνωνται όργανα αισθήσεως. Αλλά πάντα μεν τα αισθητήρια παράγουσιν αίσθημα διά των διαμέσων σωμάτων. Η αφή όμως αισθάνεται τα πράγματα αμέσως απτομένη αυτών και διά τούτο έχει και το όνομα τούτο. Και όμως και τα άλλα αισθητήρια όργανα διά της αφής αισθάνονται, αλλά [σ. 151] δι' άλλου τινος διαμέσου, μόνη δε αυτή φαίνεται ότι αισθάνεται δι' αμέσου επαφής. Ώστε το σώμα του ζώου δεν δύναται ν' αποτελήται αποκλειστικώς από εν εκ των στοιχείων τούτων, ούτε αποκλειστικώς δύναται ν' αποτελήται εκ γης. Διότι η αφή είναι ως μέσος τις ορός πάντων των απτών αντικειμένων και το αισθητήριον όργανον αυτής δύναται να δεχθή ου μόνον τας διαφόρους ιδιότητας άς έχει η γη, αλλά και τας του θερμού και ψυχρού (1) και πάντων των άλλων απτών. Και διά τούτο δεν αισθανόμεθα διά των οστών και των τριχών και των τοιούτων μερών, διότι είναι εκ γης· | |
435b |
καὶ τὰ φυτὰ διὰ τοῦτο οὐδεμίαν ἔχει αἴσθησιν, ὅτι γῆς ἐστιν· ἄνευ δὲ ἁφῆς οὐδεμίαν οἷόν τε ἄλλην ὑπάρχειν, τοῦτο δὲ τὸ αἰσθητήριον οὐκ ἔστιν οὔτε γῆς οὔτε ἄλλου τῶν στοιχείων οὐδενός. |
διά τούτο και τα φυτά ουδεμίαν έχουσιν αίσθησιν, διότι είναι εκ γης. Άνευ λοιπόν της αφής δεν είναι δυνατόν να υπάρχη καμμία άλλα αίσθησις, και το όργανον αυτής (η σάρξ δεν είναι ούτε εκ γης αποκλειστικώς ούτε εξ ουδενός άλλου στοιχείου. | |
φανερὸν τοίνυν ὅτι ἀνάγκη μόνης ταύτης στερισκόμενα τῆς αἰσθήσεως τὰ ζῷα ἀποθνήσκειν· οὔτε γὰρ ταύτην ἔχειν οἷόν τε μὴ ζῷον ὄν, οὔτε ζῷον ὂν ἄλλην ἔχειν ἀνάγκη πλὴν ταύτην. καὶ διὰ τοῦτο τὰ μὲν ἄλλα αἰσθητὰ ταῖς ὑπερβολαῖς οὐ διαφθείρει τὸ ζῷον, οἷον χρῶμα καὶ ψόφος καὶ ὀσμή, ἀλλὰ μόνον τὰ αἰσθητήρια (ἂν μὴ κατὰ συμβεβηκός, οἷον ἂν ἅμα τῷ ψόφῳ ὦσις γένηται καὶ πληγή), καὶ ὑπὸ ὁραμάτων καὶ ὀσμῆς ἕτερα κινεῖται, ἃ τῇ ἁφῇ φθείρει (καὶ ὁ χυμὸς δὲ ᾗ ἅμα συμβαίνει ἁπτικὸν εἶναι, ταύτῃ φθείρει), |
2. Είναι άρα φανερόν, ότι τα ζώα κατ' ανάγκην αποθνήσκουσιν, εάν στερώνται μόνης ταύτης της αισθήσεως· διότι ούτε είναι δυνατόν να έχη αυτήν ον το οποίον δεν είναι ζώον, ούτε ον ζώον είναι ανάγκη να έχη άλλην αίσθησιν πλην ταύτης. Και διά τούτο αι μεν άλλαι αισθηταί ποιότητες, το χρώμα, ο ήχος και η οσμή δεν καταστρέφουσι το ζώον διά της υπερβολής αυτών, αλλά μόνον τα αισθητήρια όργανα αυτού (2), εκτός εάν το καταστρέφωσι κατά συμβεβηκός· π. χ. εάν μετά του ήχου γίνη βιαία ώθησις και κτύπημα (3) ή αν υπό οπτικών αισθημάτων και οσμής κινώνται άλλα αντικείμενα, τα οποία καταστρέφουσι το σώμα διά της αφής των (4). Ο χυμός καταστρέφει το ζώον καθ' όσον συμβαίνει να συνάπτηται με το της αφής όργανον (ο δηλητηριώδης χυμός λ. χ.) [σ. 152] | ||
ἡ δὲ τῶν ἁπτῶν ὑπερβολή, οἷον θερμῶν καὶ ψυχρῶν καὶ σκληρῶν, ἀναιρεῖ τὸ ζῷον· παντὸς μὲν γὰρ ὑπερβολὴ αἰσθητοῦ ἀναιρεῖ τὸ αἰσθητήριον, ὥστε καὶ τὸ ἁπτὸν τὴν ἁφήν, ταύτῃ δὲ ὥρισται τὸ ζῷον· ἄνευ γὰρ ἁφῆς δέδεικται ὅτι ἀδύνατον εἶναι ζῷον. διὸ ἡ τῶν ἁπτῶν ὑπερβολὴ οὐ μόνον τὸ αἰσθητήριον φθείρει, ἀλλὰ καὶ τὸ ζῷον, ὅτι ἀνάγκη μόνην ἔχειν ταύτην. τὰς δ' ἄλλας αἰσθήσεις ἔχει τὸ ζῷον, ὥσπερ εἴρηται, οὐ τοῦ εἶναι ἕνεκα ἀλλὰ τοῦ εὖ, οἷον ὄψιν, ἐπεὶ ἐν ἀέρι καὶ ὕδατι, ὅπως ὁρᾷ, ὅλως δ' ἐπεὶ ἐν διαφανεῖ, γεῦσιν δὲ διὰ τὸ ἡδὺ καὶ λυπηρόν, ἵνα αἰσθάνηται τὸ ἐν τροφῇ καὶ ἐπιθυμῇ καὶ κινῆται, ἀκοὴν δὲ ὅπως σημαίνηταί τι αὐτῷ [γλῶτταν δὲ ὅπως σημαίνῃ τι ἑτέρῳ]. |
3. Η υπερβολή όμως των απτών, ήτοι των θερμών και ψυχρών και σκληρών φονεύει το ζώον (5). Διότι η υπερβολή παντός αισθητού αντικειμένου καταστρέφει το όργανον της αισθήσεώς του, ώστε και του απτού η υπερβολή καταστρέφει την αφήν, η αφή δε είναι η αίσθησις, δι' ης ορίζεται η ζωή, διότι απεδείχθη ότι άνευ αφής είναι αδύνατον να υπάρξη ζώον. Διά τούτο η υπερβολή των οπτικών εντυπώσεων φθείρει ουχί μόνον το αισθητήριον, αλλά και αυτό το ζώον, διότι ταύτην μόνην την αίσθησιν πρέπει να έχη αναγκαίως. Τας δε άλλας αισθήσεις έχει το ζώον, ως είπομεν, ουχί χάριν της υπάρξεως, άλλα χάριν της ευζωίας (του ευ είναι) αυτού· λ. χ. έχει την όψιν, ίνα δύναται να βλέπη, επειδή είναι εν τω αέρι και εν τω ύδατι, και εν γένει εντός μέσου διαφανούς, την δε γεύσιν έχει διά το ευάρεστον και δυσάρεστον, ίνα αισθάνηται τας ιδιότητας ταύτας εν τη τροφή του και επιθυμή αυτήν και κινήται, ίνα την αποκτήση, την δε ακοήν έχει, όπως δηλούταί τι εις αυτό, την δε γλώσσαν, ίνα αυτό φανεροί τι εις άλλο (6). |
ΤΕΛΟΣ
Σημειώσεις
1) Αίτινες δεν είναι πλέον διαφοραί της γης, αλλά του πυρός.
2) Την ενέργειαν του οργάνου και ενίοτε αυτό το όργανον. Φως λίαν ζωηρόν δύναται να τυφλώση και ήχος λίαν ισχυρός φέρει κώφωσιν.
3) Ουχί π. χ. η βροντή δύναται να φονεύση τα ζώον, αλλ' ο αήρ και ο άνεμος ο συνοδεύων αυτήν.
4) Αι άλλαι αισθήσεις είναι τροποποιήσεις της αφής.
5) Υπερβολικόν ψύχος κλπ. φονεύει.
6) Ουχί δε μόνον προς την γεύσιν.