ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ, ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'
Το θρεπτικόν είναι κοινόν εις
πάντα τα ζώντα· το δε αισθητικόν εις μόνα τα ζώα.— Το σώμα του ζώου είναι
αναγκαίως μικτόν — Το ζώον δεν είναι αναγκαίον να έχη πάσας τας αισθήσεις, αλλά
η αφή και η γεύσις είναι αναγκαίαι.
434a21 |
Τὴν μὲν οὖν θρεπτικὴν ψυχὴν ἀνάγκη πᾶν ἔχειν ὅτι περ ἂν ζῇ καὶ ψυχὴν ἔχῃ, ἀπὸ γενέσεως καὶ μέχρι φθορᾶς· ἀνάγκη γὰρ τὸ γενόμενον αὔξησιν ἔχειν καὶ ἀκμὴν καὶ φθίσιν, ταῦτα δ' ἄνευ τροφῆς ἀδύνατον· ἀνάγκη ἄρα ἐνεῖναι τὴν θρεπτικὴν δύναμιν ἐν πᾶσι τοῖς φυομένοις καὶ φθίνουσιν· |
1. [σ. 147] Ανάγκη λοιπόν παν ον, το οποίον έχει ζωήν, να έχη την θρεπτικήν ψυχήν, και να έχη αυτήν από της γεννήσεως μέχρις του θανάτου αυτού. Διότι αναγκαίως, παν ότι εγεννήθη, έχει αύξησιν και ακμήν και θάνατον, και ταύτα είναι αδύνατον να υπάρξωσιν άνευ τροφής. Κατ' ανάγκην λοιπόν εις πάντα τα όντα τα γεννώμενα και θνήσκοντα υπάρχει η θρεπτική δύναμις. |
|
αἴσθησιν δ' οὐκ ἀναγκαῖον ἐν ἅπασι τοῖς ζῶσιν· οὔτε γὰρ ὅσων τὸ σῶμα ἁπλοῦν ἐνδέχεται αὐτὴν ἔχειν, [οὔτε ἄνευ ταύτης οἷόν τε οὐθὲν εἶναι ζῷον] οὔτε ὅσα μὴ δεκτικὰ τῶν εἰδῶν ἄνευ τῆς ὕλης. |
2. Αλλά δεν είναι αναγκαίον να υπάρχη αίσθησις εις πάντα τα ζώντα. Διότι ούτε εκείνα, των οποίων το σώμα είναι απλούν (1), δύνανται να έχωσιν αφήν (ούτε άνευ της αφής δύναται να υπάρχη κανέν ζώον), ούτε εκείνα, τα οποία δεν δύνανται να δεχθώσι τα είδη άνευ ύλης, ούτε αυτά δύνανται να αισθάνωνται (2). |
|
τὸ δὲ ζῷον ἀναγκαῖον αἴσθησιν ἔχειν, |
3. Αλλά το ζώον είναι αναγκαίον να έχη αίσθησιν, |
434a.30α |
<οὐδὲ ἄνευ ταύτης οἷόν τε οὐθὲν εἶναι ζῷον,> |
|
434a.31 |
εἰ μηθὲν μάτην ποιεῖ ἡ φύσις. ἕνεκά του γὰρ πάντα ὑπάρχει τὰ φύσει, ἢ συμπτώματα ἔσται τῶν ἕνεκά του. εἰ οὖν πᾶν σῶμα πορευτικόν, μὴ ἔχον αἴσθησιν, φθείροιτο ἂν καὶ |
εάν η φύσις ουδέν δημιουργή ματαίως (ασκόπως). Διότι πάντα τα πράγματα τα φυσικά υπάρχουσι χάριν σκοπού τινος; ή είναι συμπτώματα (όροι) των υπαρχόντων ένεκα σκοπού τίνος. Εάν λοιπόν παν σώμα, το οποίον δύναται να πορεύηται, δεν είχεν αίσθησιν, θα κατεστρέφετο |
434b |
εἰς τέλος οὐκ ἂν ἔλθοι, ὅ ἐστι φύσεως ἔργον (πῶς γὰρ θρέψεται; τοῖς μὲν γὰρ μονίμοις ὑπάρχει τοῦτο ὅθεν πεφύκασιν, |
και δεν θα έφθανεν εις τον τελικόν σκοπόν τον [σ. 148] οποίον επιδιώκει η φύσις (3). Διότι πώς θα τραφή τούτο; Τα μένοντα ακίνητα (τα φυτά λ.χ.) λαμβάνουσι την τροφήν των εκ του τόπου, όπου εγεννήθησαν. |
|
οὐχ οἷόν τε δὲ σῶμα ἔχειν μὲν ψυχὴν καὶ νοῦν κριτικόν, αἴσθησιν δὲ μὴ ἔχειν, μὴ μόνιμον ὄν, γενητὸν δέ-ἀλλὰ μὴν οὐδὲ ἀγένητον· διὰ τί γὰρ οὐχ ἕξει; ἢ γὰρ τῇ ψυχῇ βέλτιον ἢ τῷ σώματι, νῦν δ' οὐδέτερον· ἡ μὲν γὰρ οὐ μᾶλλον νοήσει, τῷ δ' οὐθὲν ἔσται μᾶλλον δι' ἐκεῖνο) -οὐθὲν ἄρα ἔχει ψυχὴν σῶμα μὴ μόνιμον <ὂν> ἄνευ αἰσθήσεως. |
4. Δεν είναι όμως δυνατόν σώμα γεννητόν και μη ον ακίνητον να έχη ψυχήν και νουν κριτικόν, αλλά αίσθησιν να μη έχη. Αλλά προσέτι ουδέν ον αγέννητον (4) είναι δυνατόν να μη έχη αίσθησιν. Διατί άρά γε να μη έχη αυτήν ; Διότι βεβαίως η έλλειψις θα ήτο καλύτερα ή δια την ψυχήν ή διά το σώμα. Αλλά ενταύθα ούτε το εν ούτε το άλλο τούτων είναι αληθές. Διότι η μεν ψυχή διά τούτο δεν θα νοή περισσότερον, το δε σώμα δεν θα διαρκή περισσότερον χρόνον. Άρα ουδέν σώμα μη μένον ακίνητον έχει ψυχήν άνευ αισθήσεως. |
|
ἀλλὰ μὴν εἴγε αἴσθησιν ἔχει, ἀνάγκη τὸ σῶμα εἶναι ἢ ἁπλοῦν ἢ μικτόν. οὐχ οἷόν τε δὲ ἁπλοῦν· ἁφὴν γὰρ οὐχ ἕξει, ἔστι δὲ ἀνάγκη ταύτην ἔχειν. τοῦτο δὲ ἐκ τῶνδε δῆλον. |
5. Αλλά προσέτι, εάν το σώμα έχη αίσθησιν, αναγκαίως είναι ή απλούν ή μικτόν· αλλά απλούν δεν δύναται να είναι, διότι άλλως δεν θα έχη αφήν, ενώ αναγκαίως πρέπει να έχη αυτήν. Τούτο δε είναι φανερόν εκ των εξής: |
|
ἐπεὶ γὰρ τὸ ζῷον σῶμα ἔμψυχόν ἐστι, σῶμα δὲ ἅπαν ἁπτόν, [ἁπτὸν δὲ τὸ αἰσθητὸν ἁφῇ,] ἀνάγκη [καὶ] τὸ τοῦ ζῴου σῶμα ἁπτικὸν εἶναι, εἰ μέλλει σώζεσθαι τὸ ζῷον. αἱ γὰρ ἄλλαι αἰσθήσεις δι' ἑτέρων αἰσθάνονται, οἷον ὄσφρησις ὄψις ἀκοή· ἁπτόμενον δέ, εἰ μὴ ἕξει αἴσθησιν, οὐ δυνήσεται τὰ μὲν φεύγειν τὰ δὲ λαβεῖν. εἰ δὲ τοῦτο, ἀδύνατον ἔσται σώζεσθαι τὸ ζῷον. |
6. Επειδή το ζώον είναι σώμα έμψυχον, παν δε σώμα είναι απτόν, απτόν δε λέγεται το διά της αφής αισθητόν πράγμα, ανάγκη και τα σώμα του ζώου να έχη την αίσθησιν της αφής (5), ίνα δύναται το ζώον να διατηρήται. Αι μεν άλλαι αισθήσεις, η όσφρησις, η ακοή, η όψις (6) αισθάνονται δι' άλλων μεσολαβούντων (αέρος, ύδατος)· αλλ' όταν το ζώον άπτηται (εγγίζη) τινός, εάν δεν έχη αίσθησιν, δεν θα δύναται άλλα μεν να φεύγη, άλλα δε να λαμβάνη· και, αν συμβαίνη τούτο, αδύνατον θα είναι να διατηρήται το ζώον. |
|
διὸ καὶ ἡ γεῦσίς ἐστιν ὥσπερ ἁφή τις· τροφῆς γάρ ἐστιν, ἡ δὲ τροφὴ τὸ σῶμα ἁπτόν. ψόφος δὲ καὶ χρῶμα καὶ ὀσμὴ οὐ τρέφει, οὐδὲ ποιεῖ οὔτ' αὔξησιν οὔτε φθίσιν· ὥστε καὶ τὴν γεῦσιν ἀνάγκη ἁφὴν εἶναί τινα, διὰ τὸ τοῦ ἁπτοῦ καὶ θρεπτικοῦ αἴσθησιν εἶναι· αὗται μὲν οὖν ἀναγκαῖαι τῷ ζῴῳ, καὶ φανερὸν ὅτι οὐχ οἷόν τε ἄνευ ἁφῆς εἶναι ζῷον, |
7. Διά τούτο και η γεύσις είναι είδος αφής, διότι είναι η αί [σ. 149] σθησις της τροφής, η δε τροφή είναι πράγμα απτόν. Ο ήχος όμως και το χρώμα και η οσμή δεν τρέφουσιν, ούτε φέρουσιν αύξησιν ούτε φθοράν, ώστε εξ ανάγκης πρέπει η γεύσις να είναι αφή τις, διότι είναι αίσθησις εκείνου, όπερ δύναται να άπτηται και να τρέφη. Αυταί λοιπόν είναι αι αισθήσεις (7) αι αναγκαίαι εις το ζώον, και είναι φανερόν ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρχη ζώον άνευ αφής. |
|
αἱ δὲ ἄλλαι τοῦ τε εὖ ἕνεκα καὶ γένει ζῴων ἤδη οὐ τῷ τυχόντι· ἀλλὰ τισίν, οἷον τῷ πορευτικῷ, ἀνάγκη ὑπάρχειν· εἰ γὰρ μέλλει σώζεσθαι, οὐ μόνον δεῖ ἁπτόμενον αἰσθάνεσθαι ἀλλὰ καὶ ἄποθεν. τοῦτο δ' ἂν εἴη, εἰ διὰ τοῦ μεταξὺ αἰσθητικὸν εἴη τῷ ἐκεῖνο μὲν ὑπὸ τοῦ αἰσθητοῦ πάσχειν καὶ κινεῖσθαι, αὐτὸ δ' ὑπ' ἐκείνου. |
8. Αι δε λοιπαί αισθήσεις υπάρχουσι μόνον διά το αγαθόν του ζώου και ουχί εις πάντα τα ζώα (8), αλλά είς τινα μόνον, λ. χ. εις το πορευτικόν (περιπατούν) ζώον είναι ανάγκη να υπάρχωσι. Διότι, εάν μέλλη να διατηρήται, ου μόνον πρέπει να αισθάνηται, όταν εγγίζη τι, αλλά και μακρόθεν πρέπει να αισθάνηται Τούτο δε συμβαίνει, εάν διά τινος μεσολαβούντος σώματος (9) δύναται να αισθάνηται. Διότι εκείνο μεν το διάμεσον πάσχει και κινείται υπό του αισθητού αντικειμένου, το δε αισθητήριον υπό του διαμέσου. |
|
ὥσπερ γὰρ τὸ κινοῦν κατὰ τόπον μέχρι του μεταβάλλειν ποιεῖ, καὶ τὸ ὦσαν ἕτερον ποιεῖ ὥστε ὠθεῖν, καὶ ἔστι διὰ μέσου ἡ κίνησις, καὶ τὸ μὲν πρῶτον κινοῦν ὠθεῖ οὐκ ὠθούμενον, τὸ δ' ἔσχατον μόνον ὠθεῖται οὐκ ὦσαν, τὸ δὲ μέσον ἄμφω, |
9. Τω όντι, όπως το αίτιον το κινούν τοπικώς τι ενεργεί μέχρι του να το κάμη να μεταβάλλη (τόπον), και όπως το αίτιον το ωθούν άλλο τι ενεργεί μέχρι του να το κάμη να ωθήση άλλο τι, και ούτως εξακολουθεί η κίνησις διά τινος διαμέσου, και όπως το μεν πρώτον κινεί και ωθεί χωρίς να ωθήται, το δε τελευταίον ωθείται μόνον χωρίς να ωθή, και τα διάμεσα |
435a |
πολλὰ δὲ τὰ μέσα, οὕτω καὶ ἐπ' ἀλλοιώσεως, πλὴν ὅτι μένοντος ἐν τῷ αὐτῷ τόπῳ ἀλλοιοῖ, οἷον εἰ εἰς κηρὸν βάψειέ τις, μέχρι τούτου ἐκινήθη, ἕως ἔβαψεν· λίθος δὲ οὐδέν, ἀλλ' ὕδωρ μέχρι πόρρω· ὁ δ' ἀὴρ ἐπὶ πλεῖστον κινεῖται καὶ ποιεῖ καὶ πάσχει, ἐὰν μένῃ καὶ εἷς ᾖ. διὸ καὶ περὶ ἀνακλάσεως βέλτιον ἢ τὴν ὄψιν ἐξιοῦσαν ἀνακλᾶσθαι τὸν ἀέρα πάσχειν ὑπὸ τοῦ σχήματος καὶ χρώματος, μέχρι περ οὗ ἂν ᾖ εἷς. ἐπὶ δὲ τοῦ λείου ἐστὶν εἷς· διὸ πάλιν οὗτος τὴν ὄψιν κινεῖ, ὥσπερ ἂν εἰ τὸ ἐν τῷ κηρῷ σημεῖον διεδίδοτο μέχρι τοῦ πέρατος. |
(πολλά δε δύνανται να είναι τα διάμεσα) ωθούσι και ωθούνται, ούτω συμβαίνει και εις την πορείαν της αλλοιώσεως (εν τη αισθήσει), πλην ότι, ενώ η μεταβολή γίνεται, μένει το αντικείμενον εν τω αυτώ τόπω, π. χ. εάν τις βυθίση αντικείμενον τι εις κηρόν, ο κηρός κινείται μέχρι τόσου (βάθους), όσον εβυθίσθη το αντικείμενον· ο λίθος όμως ουδόλως μεταβάλλεται, ενώ το ύδωρ κινείται βαθύτατα, ο δε αήρ πλείστον πάντων δέχεται και μεταδίδει την κίνησιν, εάν διαμένη [σ. 150] είς και φυλάττη την συνέχειαν αυτού. Διά τούτο εν τη ανακλάσει του φωτός καλύτερον είναι να υπολαμβάνωμεν ουχί (10) ότι η οπτική εικών εξερχομένη εκ του οφθαλμού ανακλάται οπίσω εις αυτόν, αλλά ότι ο αήρ πάσχει υπό του σχήματος και του χρώματος εφ' όσον διατηρεί την ενότητα αυτού (11), είναι δε εις επί λείας επιφανείας. Διά τούτο πάλιν ο αήρ κινεί την όψιν ως εάν το επί του κηρού χαραττόμενον σημείον διεδίδετο μέχρι του άκρου του κηρού (12). |
Σημειώσεις
1) Η αφή απαιτεί α') την αισθανομένην ψυχήν, β') το αισθητόν σώμα. Ή άλλως· απλούν είναι το σώμα το εξ ενός μόνου στοιχείου. πυρός, αέρος κ.λ. αποτελούμενον.
2) Ακριβώς διότι η αίσθησις είναι η δύναμις του δέχεσθαι τα είδη άνευ της ύλης.
3) Το ζώον, εάν μη είχεν αισθήσεις, ίνα διακρίνη τα ωφέλιμα και τα επιβλαβή, και ίνα κινήται προς εύρεσιν των μεν και αποφυγήν των άλλων, δεν θα έφθανεν εις το τέλος του, δηλ. να γεννά όμοια αυτού όντα.
4) Και αυτά τα αγέννητα και αΐδια σώματα, τα άστρα, έχουσι την δύναμιν της αισθήσεως (Αριστοτ. περί Ουρανού 285α29, 292β2).
5) Δι' ης κρίνει τα ωφελούντα και τα βλάπτοντα αυτό.
6) Είναι ωφέλιμοι αι αισθήσεις αύται, αλλ' ουχί απαραίτητοι όσον η αφή.
7) Η αφή και η γεύσις.
8) Τα ζωόφυτα π.χ. μένοντα ακίνητα δεν έχουσι χρείαν των αισθήσεων τούτων.
9) Οίον είναι ο αήρ ή το ύδωρ.
10) Ως ο Πλάτων και ο Εμπεδοκλής, όστις παρεδέχετο διττήν απορροήν εκ του όμματος και εκ του αισθήματος.
11) Εφ' όσον διάστημα είναι μία συνεχής μάζα.
12) Η οπτική δηλ. εικών διαχωρεί διά της μάζης του αέρος μέχρι του αντιθέτου άκρου αυτής και ούτω μεταβαίνει εις το οπτικόν όργανον, καθ' όν τρόπον δύναταί τις να συλλάβη την σφραγίδα μετά του σημείου αυτής διαπερώσαν διά της μάζης του κηρού είς τι πράγμα ικανόν να δεχθή αυτήν.