![]() |
![]() |
![]() |
[467b10] Περὶ δὲ νεότητος καὶ γήρως καὶ περὶ ζωῆς καὶ θανάτου λεκτέον νῦν· ἅμα δὲ καὶ περὶ ἀναπνοῆς ἀναγκαῖον ἴσως τὰς αἰτίας εἰπεῖν· ἐνίοις γὰρ τῶν ζῴων διὰ τοῦτο συμβαίνει τὸ ζῆν καὶ τὸ μὴ ζῆν. | 1. Δέον να πραγματευθώμεν νυν περί νεότητος και γήρως, και περί ζωής και θανάτου. Συνάμα είναι αναγκαίον ίσως να είπωμεν τας αιτίας της αναπνοής, διότι τινά εκ των ζώων συμβαίνει ένεκα της αναπνοής να ζώσιν ή να μη ζώσιν 1. |
ἐπεὶ δὲ περὶ ψυχῆς ἐν ἑτέροις διώρισται͵ καὶ δῆλον ὅτι οὐχ οἷόν τ΄ εἶναι σῶμα τὴν οὐσίαν αὐτῆς͵ ἀλλ΄ ὅμως ὅτι γ΄ ἔν τινι τοῦ σώματος ὑπάρχει μορίῳ φανερόν͵ καὶ ἐν τούτῳ τινὶ τῶν ἐχόντων δύναμιν ἐν τοῖς μορίοις͵ τὰ μὲν οὖν ἄλλα τῆς ψυχῆς ἢ μόρια ἢ δυνάμεις͵ ὁποτέρως ποτὲ δεῖ καλεῖν͵ ἀφείσθω τὰ νῦν· | 2. Αλλαχού ωμιλήσαμεν περί ψυχής και απεδείξαμεν, ότι δεν είναι δυνατόν να είναι η ουσία αυτής το σώμα, είναι όμως φανερόν ότι είναι αύτη είς τι μέρος του σώματας 2 και ότι είναι εις μέρος τοιούτον, το οποίον έχει μεγίστην δύναμιν εις τα μέλη του σώματος. Τα άλλα μέρη της ψυχής, είτε μέρη είτε δυνάμεις πρέπει να καλούνται, επί του παρόντος ας παραλίπωμεν. |
ὅσα δὲ ζῷα λέγεται καὶ ζῆν͵ ἐν μὲν τοῖς ἀμφοτέρων τούτων τετυχηκόσι (λέγω δ΄ ἀμφοτέρων τοῦ τε ζῷον εἶναι καὶ τοῦ ζῆν) ἀνάγκη ταὐτὸν εἶναι καὶ ἓν μόριον καθ΄ ὅ τε ζῇ καὶ καθ΄ ὃ προσαγορεύομεν αὐτὸ ζῷον· τὸ μὲν γὰρ ζῷον ᾗ ζῷον ἀδύνατον μὴ ζῆν· ᾗ δὲ ζῇ͵ ταύτῃ ζῷον ὑπάρχειν οὐκ ἀναγκαῖον· τὰ γὰρ φυτὰ ζῇ μέν͵ οὐκ ἔχει δ΄ αἴσθησιν͵ τῷ δ΄ αἰσθάνεσθαι τὸ ζῷον πρὸς τὸ μὴ ζῷον διορίζομεν. ἀριθμῷ μὲν οὖν ἀναγκαῖον ἓν εἶναι καὶ τὸ αὐτὸ τοῦτο τὸ μόριον͵ τῷ δ΄ εἶναι πλείω καὶ ἕτερα· οὐ γὰρ ταὐτὸ τὸ ζῴῳ εἶναι καὶ τὸ ζῆν. | 3. Εκ των όντων, τα οποία λέγονται ότι είναι ζώα και ότι ζώσιν, εις εκείνα, τα οποία έχουσι και τα δυο ταύτα (λέγω δηλ. το να είναι ζώα και να ζώσι) πρέπει αναγκαίως να είναι έν και το αυτό μέρος εκείνο, δι' ου ζώσι και δι' ό λέγονται ζώα 3. Τω όντι το μεν ζώον, καθό ζώον αδύνατον είναι να μη ζη· καθ' όσον δε ζη, δεν είναι διά τούτο αναγκαίον να είvαι ζώον. Διότι τα φυτά ζώσι μεν, αλλά δεν έχουσιν αίσθησιν, και διά της αισθήσεως διακρίνομεν το ζώον από εκείνου, το οποίον δεν είναι ζώον. Αριθμητικώς λοιπόν ταύτα είναι εξ ανάγκης εν και το αυτό μέρος, αλλά κατά τον τρόπον της εκδηλώσεως (λειτουργίας) είναι πολλά και διάφορα 4, διότι δεν είναι το αυτό πράγμα το vα είναι το ζώον και το να ζή. |
ἐπεὶ οὖν τῶν ἰδίων αἰσθητηρίων ἕν τι κοινόν ἐστιν αἰσθητήριον͵ εἰς ὃ τὰς κατ΄ ἐνέργειαν αἰσθήσεις ἀναγκαῖον ἀπαντᾶν͵ τοῦτο δ΄ ἂν εἴη μέσον τοῦ πρόσθεν καλουμένου καὶ ὄπισθεν (ἔμπροσθεν μὲν γὰρ λέγεται ἐφ΄ ὅ ἐστιν ἡμῖν ἡ αἴσθησις͵ ὄπισθεν δὲ τὸ ἀντικείμενον)͵ | 4. Επειδή λοιπόν εκτός των (ειδικών) αισθητηρίων υπάρχει κοινόν αισθητήριον, εις το οποίον εξ ανάγχης αι εν ενεργεία αισθήσεις συνενούνται, τούτο δέον να είναι εις το μέσον του λεγομένου έμπροσθεν και όπισθεν εν τω ζώω. Έμπροσθεν μεν λέγεται το μέρος, το οποίον είναι προς την χώραν της αισθήσεως 5. Όπισθεν δε είναι το μέρος το εναντίον τούτου. |
ἔτι δὲ διῃρημένου τοῦ σώματος τῶν ζώντων πάντων τῷ τ΄ ἄνω καὶ κάτω (πάντα γὰρ ἔχει τὸ ἄνω καὶ τὸ κάτω͵ ὥστε καὶ τὰ φυτά)͵ δῆλον ὅτι τὴν [468a] θρεπτικὴν ἀρχὴν ἔχοι ἂν ἐν μέσῳ τούτων· καθ΄ ὃ μὲν γὰρ εἰσέρχεται μόριον ἡ τροφή͵ ἄνω καλοῦμεν͵ πρὸς αὐτὸ βλέποντες ἀλλ΄ οὐ πρὸς τὸ περιέχον ὅλον͵ κάτω δὲ καθ΄ ὃ τὸ περίττωμα ἀφίησι τὸ πρῶτον. | 5. Προσέτι, επειδή το σώμα πάντων των ζώντων διαιρείται εις άνω και κάτω μέρη, (διότι πάντα τα ζώα καθώς και τα φυτά έχουσι το άνω και το κάτω), είναι φανερόν ότι την θρεπτικήν αρχήν έχουσιν εν τω μέσω των μερών τούτων. Τω όντι, το μέρος το περιέχον το όργανον, δι' ου εισέρχεται η τροφή καλούμεν άνω 6, αποβλέποντες προς αυτό το σώμα και όχι προς, τας διευθύνσεις του περιστοιχίζοντος αυτό σύμπαντες7. Κάτω δε μέρος λέγομεν το μέρος, δι' ου πρώτον το ζώον αποβάλλει το περίττωμα. |
ἔχει δ΄ ἐναντίως τοῖς φυτοῖς τοῦτο καὶ τοῖς ζῴοις· τῷ μὲν γὰρ ἀνθρώπῳ διὰ τὴν ὀρθότητα μάλιστα ὑπάρχει τοῦτο τῶν ζῴων͵ τὸ ἔχειν τὸ ἄνω μόριον πρὸς τὸ τοῦ παντὸς ἄνω͵ τοῖς δ΄ ἄλλοις μεταξύ· τοῖς δὲ φυτοῖς ἀκινήτοις οὖσι καὶ λαμβάνουσιν ἐκ τῆς γῆς τὴν τροφὴν ἀναγκαῖον ἀεὶ κάτω τοῦτ΄ ἔχειν τὸ μόριον. ἀνάλογον γάρ εἰσιν αἱ ῥίζαι τοῖς φυτοῖς καὶ τὸ καλούμενον στόμα τοῖς ζῴοις͵ δι΄ οὗ τὴν τροφὴν τὰ μὲν ἐκ τῆς γῆς λαμβάνει͵ τὰ δὲ δι΄ αὑτῶν. | 6. Η θέσις δε των μερών τούτων εις τα φυτά και εις τα ζώα είναι εναντία. Τω όντι εκ των ζώων εις τον άνθρωπον ένεκα της ορθής στάσεως του προ πάντων υπάρχει τούτο, το να έχη το άνω μέρος του κατά την αυτήν διεύθυνσιν, καθ' ην είναι το άνω του κόσμου σύμπαντος. Εις δε τα άλλα ζώα υπάρχει εις τον μεταξύ 8 τόπον. Αλλά τα φυτά, τα οποία είvαι ακίνητα και λαμβάνουσιν εκ της γης την τροφήν αυτών, κατ' ανάγκην έχουσι πάντοτε προς τα κάτω το μέρος τούτο. Διότι αι ρίζαι των φυτών είναι ανάλογοι προς το λεγόμενον στόμα των ζώων, διά του οποίου τα μεν φυτά λαμβάνουσι την τροφήν των εκ της γης, τα δε ζώα αμέσως αφ' ευατών 9. |
Τριῶν δὲ μερῶν ὄντων εἰς ἃ διαιρεῖται πάντα τὰ τέλεια τῶν ζῴων͵ ἑνὸς μὲν ᾗ δέχεται τὴν τροφήν͵ ἑνὸς δ΄ ᾗ τὸ περίττωμα προΐεται͵ τρίτου δὲ τοῦ μέσου τούτων͵ τοῦτο ἐν μὲν τοῖς μεγίστοις τῶν ζῴων καλεῖται στῆθος͵ ἐν δὲ τοῖς ἄλλοις τὸ ἀνάλογον͵ διήρθρωται δὲ μᾶλλον ἑτέροις ἑτέρων. | 1. Τρία δε είναι τα μέρη, εις τα οποία διαιρούνται όλα τα εντελώς ανεπτυγμένα ζώα, εν μεν δια του οποίου το ζώον δέχεται την τροφήν, άλλο διά του οποίου αποβάλλει τα περιττώματα, τρίτον δε είναι το μέσον μεταξύ τούτων των δύο, το οποίον εις μεν τα μεγαλύτερα ζώα καλείται στήθος, εις δε τα άλλα είναι ανάλογον τι μέρος10. Τα μέρη ταύτα είς τινα ζώα είναι περισσότερον συνδεδεμένα παρά εις άλλα. |
ὅσα δ΄ αὐτῶν ἐστι πορευτικά͵ πρόσκειται καὶ μόρια τὰ πρὸς ταύτην τὴν ὑπηρεσίαν͵ οἷς τὸ πᾶν οἴσουσι κύτος͵ σκέλη τε καὶ πόδες καὶ τὰ τούτοις ἔχοντα τὴν αὐτὴν δύναμιν. | 2. Όσα δε ζώα βαδίζουσιν, εκτός των ειρημένων έχουσι χάριν της ενεργείας ταύτης ιδιαίτερα όργανα, τα οποία βαστάζουσιν όλον τον κορμόν, είναι δε ταύτα τα σκέλη και οι πόδες και τα εκτελούντα την αυτήν υπηρεσίαν όργανα 11. |
ἀλλ΄ ἥ γε τῆς θρεπτικῆς ἀρχὴ ψυχῆς ἐν τῷ μέσῳ τῶν τριῶν μορίων καὶ κατὰ τὴν αἴσθησιν οὖσα φαίνεται καὶ κατὰ τὸν λόγον· πολλὰ γὰρ τῶν ζῴων ἀφαιρουμένου ἑκατέρου τῶν μορίων͵ τῆς τε καλουμένης κεφαλῆς καὶ τοῦ δεκτικοῦ τῆς τροφῆς͵ ζῇ μεθ΄ οὗπερ ἂν ᾖ τὸ μέσον. δῆλον δ΄ ἐπὶ τῶν ἐντόμων͵ οἷον σφηκῶν τε καὶ μελιττῶν͵ τοῦτο συμβαῖνον· καὶ τῶν μὴ ἐντόμων δὲ πολλὰ διαιρούμενα δύναται ζῆν διὰ τὸ θρεπτικόν. | 3. Αλλ' η αρχή (έδρα) της θρεπτικής ψυχής φαίνεται ότι είναι εις το μέσον των τριών εκείνων μερών, ως δεικνύει η παρατήρησις και ο λόγος 12. Διότι πολλά ζώα, αν αφαιρεθή το έν ή το άλλο μέρος, και η λεγομένη κεφαλή και το μέρος όπερ δέχεται την τροφήν, εξακολουθούσι να ζώσι με το μέρος, μεθ' ου συνδέεται το μέσον. Τούτο δε φανερά συμβαίνει εις τα έντομα, ως εις τας σφήκας και τας μελίσσας. Προσέτι, πολλά ζώα, τα οποία δεν είναι έντομα, αφού διαιρεθώσι, δύνανται να ζώσι διά της λειτουργίας του θρεπτικού μέρους. |
τὸ δὲ τοιοῦτον μόριον ἐνεργείᾳ μὲν ἔχει ἕν͵ δυνάμει δὲ πλείω· | 4. Το μέρος δε τούτο είναι ενεργεία έν μόνον, αλλά δυνάμει περισσότερα. |
τὸν αὐτὸν γὰρ συνέστηκε τοῖς φυτοῖς τρόπον· καὶ γὰρ τὰ φυτὰ διαιρούμενα ζῇ χωρίς͵ καὶ γίνεται πολλὰ ἀπὸ μιᾶς ἀρχῆς δένδρα. δι΄ ἓν δ΄ αἰτίαν τὰ μὲν οὐ δύναται διαιρούμενα ζῆν͵ τὰ δ΄ ἀποφυτεύεται τῶν φυτῶν͵ ἕτερος [468b] ἔσται λόγος. | 5. Διότι τα ζώα ταύτα έχουσι την αυτήν σύστασιν καθώς τα φυτά. Διότι και τα φυτά, όταν διαιρεθώσι, ζώσι χωριστά και γίνονται πολλά δένδρα εξ ενός, ως εκ μιας αρχής. Αλλαχού δε θα εξηγήσωμεν διά ποίαν αιτίαν άλλα μεν φυτά δεν δύνανται να ζήσωσιν, όταν χωρισθώσιν, άλλων δε οι κλάδοι μεταφυτεύονται, |
ἀλλ΄ ὁμοίως ἔχει κατά γε τοῦτο τά τε φυτὰ καὶ τὸ τῶν ἐντόμων γένος. ἀνάγκη δὲ καὶ τὴν θρεπτικὴν ψυχὴν ἐνεργείᾳ μὲν ἐν τοῖς ἔχουσιν εἶναι μίαν͵ δυνάμει δὲ πλείους͵ ὁμοίως δὲ καὶ τὴν αἰσθητικήν· φαίνεται γὰρ ἔχοντα αἴσθησιν τὰ διαιρούμενα αὐτῶν. | 7. Αλλά κατά τούτο τα φυτά είναι όμοια με το γένος των εντόμων. Αναγκαίως η θρεπτική ψυχή, εις όσα έχουσιν αυτήν, κατ' ενέργειαν μεν (πραγματικώς) είναι μία, δυνάμει δε (δύναται να γείνη) πολλαί. Το αυτό λέγομεν και περί της αισθητικής ψυχής. Διότι όσα εκ των ζώων διαιρεθώσι, φανερώς διατηρούσιν αίσθησιν. |
ἀλλὰ πρὸς τὸ σῴζεσθαι τὴν φύσιν͵ τὰ μὲν φυτὰ δύναται͵ ταῦτα δ΄ οὐ δύναται διὰ τὸ μὴ ἔχειν ὄργανα πρὸς σωτηρίαν͵ ἐνδεᾶ τ΄ εἶναι τὰ μὲν τοῦ ληψομένου τὰ δὲ τοῦ δεξομένου τὴν τροφήν͵ τὰ δ΄ ἄλλων τε καὶ τούτων ἀμφοτέρων. | 8. Αλλά ως προς την διατήρησιν της φυσικής ζωής των, τα μεν φυτά διαιρούμενα δύνανται (να διατηρώσιν εαυτά), τα έντομα δε και άλλα ζώα δεν δύνανται, διότι δεν έχουσιν όργανα κατάλληλα προς διατήρησιν των, και οτέ μεν στερούνται του οργάνου, όπερ μέλλει να λάβη την τροφήν, οτέ δε του μέλλοντος να δεχθή εις το σώμα αυτήν. Άλλα δε δεν έχουσι και τα δύο ταύτα και άλλα ακόμη. |
ἐοίκασι γὰρ τὰ τοιαῦτα τῶν ζῴων πολλοῖς ζῴοις συμπεφυκόσιν (τὰ δ΄ ἄριστα συνεστηκότα τοῦτ΄ οὐ πάσχει τῶν ζῴων διὰ τὸ εἶναι τὴν φύσιν αὐτῶν ὡς ἐνδέχεται μάλιστα μίαν). διὸ καὶ μικρὰν αἴσθησιν ἔνια ποιεῖ διαιρούμενα τῶν μορίων ὅτι ἔχει τι ψυχικὸν πάθος· χωριζομένων γὰρ τῶν σπλάγχνων ποιεῖται κίνησιν͵ οἷον καὶ αἱ χελῶναι τῆς καρδίας ἀφῃρημένης. | 9. Τα ούτω διαιρούμενα ζώα ομοιάζουσι με πολλά ζώα φυσικώς συγκεκολλημένα. Τα ζώα όμως τα άριστα ωργανωμένα δεν δύνανται να υποστώσι την διαίρεσιν ταύτην, διότι η φύσις αυτών είναι όσον το δυνατόν τελείως μία. Διά τούτο και μέρη τινά, όταν χωρισθώσι, δεικνύουσι μικράν αισθητικότητα, διότι αισθάνονται ακόμη ψυχικόν τι πάθος. Ούτως, όταν τα σπλάγχνα χωρίζωνται, εξακολουθουσι σωματικαί τινες κινήσεις, ως ποιούσιν αι χελώναι, όταν αφαιρεθή η καρδία αυτών. |
Ἔτι δὲ ἐπί τε τῶν φυτῶν δῆλον καὶ ἐπὶ τῶν ζῴων͵ | 1. Ταύτα 13 δε είναι φανερά και επί των φυτών και επί των ζώων· |
τῶν μὲν φυτῶν τήν τ΄ ἐκ τῶν σπερμάτων γένεσιν ἐπισκοποῦσι καὶ τὰς ἐμφυτείας τε καὶ τὰς ἀποφυτείας. ἥ τε γὰρ ἐκ τῶν σπερμάτων γένεσις συμβαίνει πᾶσιν ἐκ τοῦ μέσου (διθύρων γὰρ ὄντων πάντων͵ ᾗ συμπέφυκεν καὶ τὸ μέσον ἔστιν ἑκατέρου τῶν μορίων͵ ἐντεῦθεν ὅ τε καυλὸς ἐκφύεται καὶ ἡ ῥίζα τῶν φυομένων͵ ἡ δ΄ ἀρχὴ τὸ μέσον αὐτῶν ἐστιν)͵ | 2. επί μεν των φυτών, εάv παρατηρήσωμεν την γένεσιν αυτών εκ των σπόρων και τας εμβολιάσεις και τας μεταφυτεύσεις. Διότι η εκ του σπέρματος γένεσις αρχίζει πάντοτε εκ του κέντρου (μέσου). Τω όντι πάντες οι σπόροι14 έχουσι δύο λοβούς, και το σημείον, όπου ούτοι φύσει είναι συγκολλημένοι, είναι το σημείον, εξ ου άρχεται η γέννησις, και το μέσον σχετικώς πρός έκαστον των δύο μερών. Εκείθεν δε εξέρχεται ο καυλός και η ρίζα των φυτών· η αρχή δε αμφοτέρων είναι προς τούτοις το κέντρον. |
ἔν τε ταῖς ἐμφυτείαις καὶ ταῖς ἀποφυτείαις μάλιστα συμβαίνει τοῦτο περὶ τοὺς ὄζους· ἔστι γὰρ ἀρχή τις ὁ ὄζος τοῦ κλάδου͵ ἅμα δὲ καὶ μέσον͵ ὥστε ἢ τοῦτο ἀφαιροῦ σιν ἢ εἰς τοῦτο ἐμβάλλουσιν͵ ἵνα ἢ ὁ κλάδος ἢ αἱ ῥίζαι ἐκ τούτου γίνωνται͵ ὡς οὔσης τῆς ἀρχῆς ἐκ τοῦ μέσου κλάδου καὶ ῥίζης. | 3. Τούτο δε συμβαίνει προ πάντων εις τα στελέχη κατά τας εμβολιάσεις και κατά τας μεταφυτεύσεις. Διότι το στέλεχος είναι η αρχή του κλάδου 15, συνάμα δε και το μέσον αυτού 16. Όθεν ή αφαιρούσιν αυτό 17 ή εμφυτεύουσιν εις αυτό 18 ίνα παραγάγωσιν εκ τούτων ή κλάδους 19 ή ρίζας 20, διότι νομίζουσιν ότι από του κέντρου αρχίζει η ζωή του καυλού και της ρίζης. |
καὶ τῶν ζῴων τῶν ἐναίμων ἡ καρδία γίνεται πρῶτον· τοῦτο δὲ δῆλον ἐξ ὧν ἐν τοῖς ἐνδεχομένοις ἔτι γινομένοις ἰδεῖν τεθεωρήκαμεν. ὥστε καὶ ἐν τοῖς ἀναίμοις ἀναγκαῖον τὸ ἀνάλογον τῇ καρδίᾳ γίνεσθαι πρῶτον. ἡ δὲ καρδία ὅτι ἐστὶν ἀρχή͵ τῶν φλεβῶν ἐν τοῖς περὶ τὰ Πέρη τῶν ζῴων εἴρηται [469a] πρότερον· καὶ ὅτι τὸ αἷμα τοῖς ἐναίμοις ἐστὶ τελευταία τροφή͵ ἐξ οὗ γίνεται τὰ μόρια. | 4. Και εις τα ζώα δε, τα οποία έχουσιν αίμα, πρώτον όργανον γίνεται η καρδία. Τούτο δε είνε αποδεδειγμένον από όσα παρετηρήσαμεν επί των ζώων, ων την γέννησιν δύναται τις να παρατηρήση. Επομένως και εις τα άναιμα αναγκαίως γίνεται πρώτον το μέρος, όπερ αντιστοιχεί εις την καρδίαν. Ότι δε η καρδία είναι η αρχή των φλεβών είπομεν πρότερον εις τα “περί των μορίων των ζώων”· είπομεν προσέτι ότι εις τα έχοντα αίμα ζώα το αίμα είναι η τελευταία τροφή, από την οποίαν γίνονται τα μέρη αυτών 21. |
φανερὸν τοίνυν ὅτι μίαν μέν τινα ἐργασίαν ἡ τοῦ στόματος λειτουργεῖ δύναμις͵ ἑτέραν δ΄ ἡ τῆς κοιλίας͵ περὶ τὴν τροφήν͵ ἡ δὲ καρδία κυριωτάτη͵ καὶ τὸ τέλος ἐπιτίθησιν. ὥστ΄ ἀνάγκη καὶ τῆς αἰσθητικῆς καὶ τῆς θρεπτικῆς ψυχῆς ἐν τῇ καρδίᾳ τὴν ἀρχὴν εἶναι τοῖς ἐναίμοις· τὰ γὰρ τῶν ἄλλων μορίων ἔργα περὶ τὴν τροφὴν τοῦ ταύτης ἔργου χάριν ἐστί· δεῖ μὲν γὰρ τὸ κύριον πρὸς τὸ οὗ ἕνεκα διατελεῖν͵ ἀλλ΄ οὐκ ἐν τοῖς τούτου ἕνεκα͵ οἷον ἰατρὸς πρὸς τὴν ὑγίειαν. | 5. Καίτοι είναι φανερόν ότι ως προς την τροφήν η λειτουργία του στόματος εκτελεί έργον τι, άλλο δε η της κοιλίας. Το κυριώτερον όμως μέρος είναι η καρδία, ήτις επιθέτει το τέλος εις το έργον. Ώστε αναγκαίως και η αισθητική και η θρεπτική ψυχή των εναίμων έχει την αρχήν της εις την καρδίαν διότι το έργον των άλλων μερών ως προς την τροφήν γίνεται μόνον χάριν του έργου, το οποίον εκτελεί η καρδία, και πρέπει κύριον όργανον να είναι εκείνο όπερ ενεργεί διαρκώς προς τον σκοπόν και να μη είναι εκ των μερών, τα οποία εργάζονται χάριν αυτού, όπως ο ιατρός ενεργεί χάριν της υγιείας. |
ἀλλὰ μὴν τό γε κύριον τῶν αἰσθήσεων ἐν ταύτῃ τοῖς ἐναίμοις πᾶσιν· ἐν τούτῳ γὰρ ἀναγκαῖον εἶναι τὸ πάντων τῶν αἰσθητηρίων κοινὸν αἰσθητήριον. δύο δὲ φανερῶς ἐνταῦθα συντεινούσας ὁρῶμεν͵ τήν τε γεῦσιν καὶ τὴν ἁφήν͵ ὥστε καὶ τὰς ἄλλας ἀναγκαῖον· ἐν τούτῳ μὲν γὰρ τοῖς ἄλλοις αἰσθητηρίοις ἐνδέχεται ποιεῖσθαι τὴν κίνησιν͵ ταῦτα δ΄ οὐδὲν συντείνει πρὸς τὸν ἄνω τόπον. | 6. Η κυρίαρχος αρχή λοιπόν των αισθήσεων εις όλα τα έχοντα αίμα είναι εις την καρδίαν διότι εν αυτή αναγκαίως είναι το κοινόν αισθητήριον όργανον όλων των άλλων αισθητηρίων. Δύο δε αισθήσεις βλέπομεν φανερά ότι άγουσιν εις την καρδίαν, την γεύσιν και την αφήν 22. Πρέπει λοιπόν και αι άλλαι εκεί να καταντώσι. Διότι εις ταύτην τα όργανα των αλλων αισθήσεων δύνανται να μεταδίδωσι τας κινήσεις των 23, αλλ' αι δύο εκείναι αισθήσεις 24 ουδόλως συγκοινωνούσιν με το άνω μέρος του σώματος. |
χωρὶς δὲ τούτων͵ εἰ τὸ ζῆν ἐν τούτῳ τῷ μορίῳ πᾶσίν ἐστι͵ δῆλον ὅτι καὶ τὴν αἰσθητικὴν ἀρχὴν ἀναγκαῖον· ᾗ μὲν γὰρ ζῷον͵ ταύτῃ καὶ ζῆν φαμεν͵ ᾗ δ΄ αἰσθητικόν͵ ταύτῃ τὸ σῶμα ζῷον εἶναι λέγομεν. | 7. Αλλ' ανεξαρτήτως τούτων, εάν η ζωή όλων των ζώων είναι εις το μέρος εκείνο, την καρδίαν, φανερόν είναι ότι και η αρχή της αισθητικότητος είναι εις την καρδίαν. Τω όντι, καθ' όσον είναι ζώον, κατά τούτο λέγομεν ότι ζη, καθ' όσον δε είναι αισθητικόν το ζώον, κατά τούτο λέγομεν ότι το σώμα είναι ζώον (σώμα ζώου). |
διὰ τί δ΄ αἱ μὲν τῶν αἰσθήσεων φανερῶς συντείνουσι πρὸς τὴν καρδίαν͵ αἱ δ΄ εἰσὶν ἐν τῇ κεφαλῇ (διὸ καὶ δοκεῖ τισιν αἰσθάνεσθαι τὰ ζῷα διὰ τὸν ἐγκέφαλον)͵ τὸ αἴτιον τούτων ἐν ἑτέροις εἴρηται χωρίς. | 8. Διατί δε αισθήσεις τινές φανερώς συνδέονται με την καρδίαν, άλλαι δε με την κεφαλήν (διά τούτο και τινες 25 νομίζουσιν ότι τα ζώα αισθάνονται διά του εγκεφάλου), εξητάσαμεν εις ιδιαιτέραν πραγματείαν. |
κατὰ μὲν οὖν τὰ φαινόμενα δῆλον ἐκ τῶν εἰρημένων ὅτι ἐν τούτῳ τε καὶ ἐν τῷ μέσῳ τοῦ σώματος τῶν τριῶν μορίων ἥ τε τῆς αἰσθητικῆς ψυχῆς ἀρχή ἐστι καὶ ἡ τῆς αὐξητικῆς καὶ θρεπτικῆς· κατὰ δὲ τὸν λόγον͵ ὅτι τὴν φύσιν ὁρῶμεν ἐν πᾶσιν ἐκ τῶν δυνατῶν ποιοῦσαν τὸ κάλλιστον· ἐν τῷ μέσῳ δὲ τῆς οὐσίας τῆς ἀρχῆς οὔσης ἑκατέρας μάλιστα ἂν ἀποτελοῖ τῶν μορίων ἑκάτερον τὸ αὑτοῦ ἔργον͵ τό τε κατεργαζόμενον τὴν ἐσχάτην τροφὴν καὶ τὸ δεκτικόν· πρὸς ἑκατέρῳ γὰρ αὐτῶν οὕτως ἔσται͵ καὶ ἔστιν ἡ τοῦ τοιούτου μέσου χώρα ἄρχοντος [469b] χώρα. | 1. Είναι λοιπόν φανερόν εκ των ειρημένων, ότι κατά τα φαινόμενα εις τούτο το μέρος (την καρδίαν) και εις το μέσον των τριών διαιρέσεων του σώματος είνε η αρχή και της αισθητικής ψυχής και η της αυξητικής και θρεπτικής. Αλλά και λογικώς δύναταί τις να είπη το αυτό, διότι εις πάντα τα πράγματα βλέπομεν ότι η φύσις εκ των δυνατών κάμνει πάντοτε το άριστον. Εάν δε εν τω μέσω της ουσίας υπάρχωσι και η μία και η άλλη αρχή, θα έχη εντελώς έκαστον των μελών το εαυτού έργον: ήτοι το επεξεργαζόμενον τελευταίον την τροφήν (η καρδία) και το δεχόμενον αυτήν (το άνω μέρος του πεπτικού σωλήνος). Διότι ούτω το μέσον όργανον θα είναι εις αναφοράν και με την μίαν και με την άλλην. Και η μέση ή κεντρική έδρα αύτη είναι έδρα κυριάρχου. |
ἔτι τὸ χρώμενον καὶ ᾧ χρῆται τὸ χρώμενον δεῖ διαφέρειν (ὥσπερ δὲ τὴν δύναμιν͵ οὕτως͵ ἂν ἐνδέχηται͵ καὶ τὸν τόπον)͵ ὥσπερ οἵ τ΄ αὐλοὶ καὶ τὸ κινοῦν τοὺς αὐλούς͵ ἡ χείρ. | 2. Προσέτι είναι φανερόν, ότι το ον το οποίον μεταχειρίζεται πράγμά τι, και το πράγμα τούτο πρέπει να διαφέρωσι. Και καθώς διαφέρουσι κατά την δύναμιν, ούτω δύνανται να διαφέρωσι και κατά την θέσιν, όπως διαφέρουσιν οι αυλοί και το κινούν τους αυλούς, η χείρ. |
εἴπερ οὖν τὸ ζῷον ὥρισται τῷ τὴν αἰσθητικὴν ἔχειν ψυχήν͵ τοῖς μὲν ἐναίμοις ἀναγκαῖον ἐν τῇ καρδίᾳ ταύτην ἔχειν τὴν ἀρχήν͵ τοῖς δ΄ ἀναίμοις ἐν τῷ ἀνάλογον μορίῳ. πάντα δὲ τὰ μόρια καὶ πᾶν τὸ σῶμα τῶν ζῴων ἔχει τινὰ σύμφυτον θερμότητα φυσικήν· διὸ ζῶντα μὲν φαίνεται θερμά͵ τελευτῶντα δὲ καὶ στερισκόμενα τοῦ ζῆν τοὐναντίον. ἀναγκαῖον δὴ ταύτης τὴν ἀρχὴν τῆς θερμότητος ἐν τῇ καρδίᾳ τοῖς ἐναίμοις εἶναι͵ τοῖς δ΄ ἀναίμοις ἐν τῷ ἀνάλογον· ἐργάζεται γὰρ καὶ πέττει τῷ φυσικῷ θερμῷ τὴν τροφὴν πάντα͵ μάλιστα δὲ τὸ κυριώτατον. | 3. Εάν λοιπόν το ζώον διακρίνεται, διότι έχει την αισθητικήν δύναμιν, εξ ανάγκης τα έναιμα πρέπει να έχωσι ταύτην εις την καρδίαν, τα δε άναιμα εις το αντίστοιχον μέλος. Πάντα δε τα μέρη και όλον το σώμα των ζώων έχουσι φυσικήν τινα θερμότητα έμφυτον εις αυτά. Διά τούτο, εφ' όσον ζώσι, φαίνονται θερμά, όταν δε αποθάνωσι και στερηθώσι την ζωήν, γίνονται ψυχρά. Βεβαιώς δε εξ ανάγκης η αρχή της θερμότητας ταύτης των εναίμων είναι εις την καρδίαν, των δε αναίμων εις μέρος ανάλογον. Διότι πάντα τα όργανα κατεργάζονται και χωνεύουσι την τροφήν των διά της φυσικής θερμότητας· περισσότερον δε πάντων το δεσπόζον όργανον, η καρδία ή το αναλογούν αυτή (εκτελεί το έργον τούτο). |
διὸ τῶν μὲν ἄλλων μορίων ψυχομένων ὑπομένει τὸ ζῆν͵ τοῦ δ΄ ἐν ταύτῃ φθείρεται πάμπαν͵ διὰ τὸ τὴν ἀρχὴν ἐντεῦθεν τῆς θερμότητος ἠρτῆσθαι πᾶσι͵ καὶ τῆς ψυχῆς ὥσπερ ἐμπεπυρευμένης ἐν τοῖς μορίοις τούτοις͵ τῶν μὲν ἀναίμων ἐν τῷ ἀνάλογον͵ ἐν δὲ τῇ καρδίᾳ τῶν ἐναίμων. ἀνάγκη τοίνυν ἅμα τό τε ζῆν ὑπάρχειν καὶ τὴν τοῦ θερμοῦ τούτου σωτηρίαν͵ καὶ τὸν καλούμενον θάνατον εἶναι τὴν τούτου φθοράν. | Διά ταύτα, όταν μεν ψύχονται τα άλλα μέρη, η ζωή διαμένει, καταστρέφεται δε τελείως, όταν κρυώση η καρδία, διότι αύτη είναι η πηγή της θερμότητος της διανεμομένης εις όλα τα άλλα όργανα, και η ψυχή είναι οιονεί πεπυρωμένη εις το όργανον τούτο, όπερ εις τα έναιμα είναι η καρδία, εις δε τα άναιμα το ανάλογον όργανον. Λοιπόν πρέπει αναγκαίως να συνυπάρχωσιν η ζωή και η διατήρησις της θερμότητος ταύτης· ο δε καλούμενος θάνατος είναι η απώλεια αυτής. |
Ἀλλὰ μὴν πυρός γε δύο ὁρῶμεν φθοράς͵ μάρανσίν τε καὶ σβέσιν. καλοῦμεν δὲ τὴν μὲν ὑφ΄ αὑτοῦ μάρανσιν͵ τὴν δ΄ ὑπὸ τῶν ἐναντίων σβέσιν͵ [τὴν μὲν γήρᾳ͵ τὴν δὲ βίαιον͵] | 1. Αλλά προσέτι βλέπομεν, ότι το πυρ έχει δύο τρόπους φθοράς, μάρανσιν και σβέσιν. Ονομάζομεν δε μάρανσιν, όταν το πυρ φθείρεται αφ' εαυτού, σβέσιν δε όταν υπ' άλλων 26 φθείρηται· η μεν μάρανσις είναι θάνατος (του ζώου) διά γήρας, η δε σβέσις είναι βιαία καταστροφή. |
συμβαίνει δ΄ ἀμφοτέρας διὰ ταὐτὸ γίνεσθαι τὰς φθοράς· ὑπολειπούσης γὰρ τῆς τροφῆς͵ οὐ δυναμένου λαμβάνειν τοῦ θερμοῦ τὴν τροφήν͵ φθορὰ γίνεται τοῦ πυρός. τὸ μὲν γὰρ ἐναντίον παῦον τὴν πέψιν κωλύει τρέφεσθαι· ὁτὲ δὲ μαραίνεσθαι συμβαίνει͵ πλείονος ἀθροιζομένου θερμοῦ διὰ τὸ μὴ ἀναπνεῖν μηδὲ καταψύχεσθαι· ταχὺ γὰρ καὶ οὕτω καταναλίσκει τὴν τροφὴν πολὺ συναθροιζόμενον τὸ θερμόν͵ καὶ φθάνει καταναλίσκον πρὶν ἐπιστῆναι τὴν ἀναθυμίασιν. | 2. Συμβαίνει δε και αι δύο φθοραί να προέρχωνται από την αυτήν αιτίαν. Τωόντι, όταν λείπη η τροφή, επειδή η θερμότης δεν δύναται να λαμβάνη την τροφήν αυτής και να συντηρήται, καταστρέφεται το πυρ· διότι τότε το εναντίον (ψυχρόν) παύει την πέψιν και ούτω εμποδίζει το οv να τρέφηται. Άλλοτε δε το πυρ συμβαίνει να μαραίνηται, (να σβύνηται αφ' εαυτού), όταν λ. χ. πολλή θερμότης συναθροίζηται 27, διότι το ζώον δεν αναπνέει ούτε ψύχεται. Διότι η ούτω συσσωρευθείσα θερμότης ταχέως καταναλίσκει την τροφήν, και προφθάνει να την καταναλώση πριν ή γείνη η αναθυμίασις. |
διόπερ οὐ μόνον μαραίνεται τὸ ἔλαττον παρὰ τὸ πλεῖον πῦρ͵ ἀλλὰ καὶ αὐτὴ καθ΄ αὑτὴν ἡ τοῦ λύχνου φλὸξ ἐντιθεμένη πλείονι φλογὶ [470a] κατακαίεται͵ καθάπερ ὁτιοῦν ἄλλο τῶν καυστῶν. αἴτιον δ΄ ὅτι τὴν μὲν οὖσαν ἐν τῇ φλογὶ τροφὴν φθάνει λαμβάνουσα ἡ μείζων φλὸξ πρὶν ἐπελθεῖν ἑτέραν͵ τὸ δὲ πῦρ ἀεὶ διατελεῖ γινόμενον καὶ ῥέον ὥσπερ ποταμός͵ ἀλλὰ λανθάνει διὰ τὸ τάχος. | 3. Διά τούτο ουχί μόνον το ασθενέστερον πυρ σβύνεται αφ' εαυτού πλησίον πυρός μεγαλυτέρου 28, αλλά και η φλοξ λύχνου, ήτις υπάρχει αυτή καθ' εαυτήν 29, εάν τεθή εις φλόγα μεγαλυτέραν, κατακαίεται όπως οιονδήποτε άλλο καύσιμον υλικόν. Αίτιον δε τούτου είναι ότι η μεγαλυτέρα φλόξ προφθάνει αυτή να καταναλώση την εις την μικράν φλόγα περιεχομένην τροφήν πριν ή έλθη άλλη τροφή· και το πυρ εξακολουθεί πάντοτε να γίνηται και να ρέη ως ποταμός, αλλ' η κίνησις αύτη ένεκα της ταχύτητος αυτής διαφεύγει την αντίληψιν ημών. |
δῆλον τοίνυν ὡς εἴπερ δεῖ σῴζεσθαι τὸ θερμόν (τοῦτο δ΄ ἀναγκαῖον͵ εἴπερ μέλλει ζῆν)͵ δεῖ γίνεσθαί τινα τοῦ θερμοῦ τοῦ ἐν τῇ ἀρχῇ κατάψυξιν. | 4. Είναι λοιπόν φανερόν ότι, εάν πρέπη να διατηρήται η θερμότης (ήτις είναι αναγκαία εις την ζωήν), πρέπει να γίνηται κατάψυξις (ελάττωσις) της θερμότητος, ήτις είναι εις το αρχικόν όργανον (την καρδίαν). |
παράδειγμα δὲ τούτου λαβεῖν ἔστι τὸ συμβαῖνον ἐπὶ τῶν καταπνιγομένων ἀνθράκων· ἂν μὲν γὰρ ὦσι περιπεπωμασμένοι τῷ καλουμένῳ πνιγεῖ συνεχῶς͵ ἀποσβέννυνται ταχέως· ἂν δὲ παρ΄ ἄλληλά τις ποιῇ πυκνὰ τὴν ἀφαίρεσιν καὶ τὴν ἐπίθεσιν͵ μένουσι πεπυρωμένοι πολὺν χρόνον. ἡ δ΄ ἔγκρυψις σῴζει τὸ πῦρ· οὔτε γὰρ ἀποπνεῖν κωλύεται͵ διὰ μανότητα τῆς τέφρας͵ ἀντιφράττει τε τῷ πέριξ ἀέρι πρὸς τὸ μὴ σβεννύναι͵ τῷ πλήθει τῆς ἐνυπαρχούσης αὐτῷ θερμότητος. | 5. Παράδειγμα δε τούτου δυνάμεθα να λάβωμεν εκείνο, όπερ συμβαίνει εις τους πνιγομένους (σβυνομένους) άνθρακας30. Άν δηλαδή ούτοι άνευ διακοπής μείνωσιν εντός του ονομαζομένου πνιγέως (κλιβάνου) κεκαλυμμένοι δια πώματος, σβύνονται ταχέως. Αν όμως κάμνη τις αλληλοδιαδόχως συχνάς αφαιρέσεις και επιθέσεις του πώματος, οι άνθρακες μένουσιν ανημμένοι πολύν χρόνον. Ούτω και η κρύψις διά τέφρας (περικάλυψις) του πυρός το διατηρεί, διότι τότε ούτε να αναπνεύση 31 εμποδίζεται από την τέφραν διά την αραιότητα αυτής, και διά του πέριξ αέρος η τέφρα εμποδίζει αυτό να σβεσθή διά την της υπαρχούσης εν αυτώ θερμότητος υπερβολήν32. |
ἀλλὰ περὶ μὲν τῆς αἰτίας ταύτης͵ ὅτι τὸ ἐναντίον συμβαίνει τῷ ἐγκρυπτομένῳ καὶ καταπνιγομένῳ πυρί (τὸ μὲν γὰρ μαραίνεται͵ τὸ δὲ διαμένει πλείω χρόνον)͵ εἴρηται ἐν τοῖς προβλήμασιν. | 6. Είπομεν δε εις τα Προβλήματα την αιτίαν, διά την οποίαν συμβαίνει το εναντίον εις το πυρ, το οποίον καλύπτεται υπό τέφρας, και εις εκείνο όπερ σβύνεται διά σκεπάσματος, το μεν δηλαδή μαραίνεται, το δε πρώτον διαμένει περισσότερον χρόνον. |
Ἐπεὶ δὲ πᾶν ζῶν ἔχει ψυχήν͵ αὕτη δ΄ οὐκ ἄνευ φυσικῆς ὑπάρχει θερμότητος͵ ὥσπερ εἴπομεν͵ τοῖς μὲν φυτοῖς ἡ διὰ τῆς τροφῆς καὶ τοῦ περιέχοντος ἱκανὴ γίνεται βοήθεια πρὸς τὴν τοῦ φυσικοῦ θερμοῦ σωτηρίαν. καὶ γὰρ ἡ τροφὴ ποιεῖ κατάψυξιν εἰσιοῦσα͵ καθάπερ καὶ τοῖς ἀνθρώποις τὸ πρῶτον προσενεγκαμένοις͵ αἱ δὲ νηστεῖαι θερμαίνουσι καὶ δίψας ποιοῦσιν· ἀκίνητος γὰρ ὢν ὁ ἀὴρ ἀεὶ θερμαίνεται͵ τῆς δὲ τροφῆς εἰσιούσης καταψύχεται κινούμενος͵ ἕως ἂν λάβῃ τὴν πέψιν. | 1. Επειδή δε παν ζώον έχει ψυχήν και δεν δύναται να υπάρχη άνευ φυσικής θερμότητος, ως είπομεν, εις μεν τα φυτά διά της τροφής και δια του στοιχείου του περιέχοντος αυτά δίδεται αρκούσα βοήθεια εις την διατήρησιν της φυσικής θερμότητος. Διότι και η τροφή εισερχόμενη εις τα φυτά προξενεί εις αυτά κατάψυξιν, όπως προξενεί και εις τους ανθρώπους τας πρώτας στιγμάς, κατά τας οποίας εισέρχεται (εις τον στόμαχον) 33. Αι νηστείαι όμως θερμαίνουσι και προξενούσι δίψαν, διότι ο αήρ, όταν μένη ακίνητος, θερμαίνεται πάντοτε, αλλ' όταν η τροφή εισέλθη, ο αήρ κινούμενος καταψύχει το ζώον, έως ού η τροφή χωνευθή. |
ἐὰν δὲ τὸ περιέχον ὑπερβάλλῃ ψυχρότητι διὰ τὴν ὥραν͵ ἰσχυρῶν γινομένων πάγων͵ ἐξαυαίνεται ἡ τοῦ θερμοῦ ἰσχύς͵ ἂν δὲ συμβαίνῃ καύματα καὶ μὴ δύνηται τὸ σπώμενον ἐκ τῆς γῆς ὑγρὸν καταψύχειν͵ φθείρεται μαραινόμενον τὸ θερμόν͵ καὶ λέγεται σφακελίζειν καὶ ἀστρόβλητα γίνεσθαι τὰ δένδρα περὶ τοὺς καιροὺς τούτους. διὸ καὶ γένη τινὰ λίθων ταῖς ῥίζαις ὑποβάλλουσι καὶ ὕδωρ ἐν [470b] ἀγγείοις͵ ὅπως αἱ ῥίζαι ψύχωνται τῶν φυτῶν. | 2. Αλλ' εάν το στοιχείον το περιέχον το φυτόν είνε υπερβολικώς ψυχρόν ένεκα της ώρας του έτους και της συμπτώσεως σφοδρού παγετού, το φυτόν ξηραίνεται· ή αv κατά το θέρος συμβαίνωσιν ισχυροί καύσωνες, και το υγρόν το οποίον λαμβάνει το φυτόν εκ της γης δεν δύναται να φέρη κατάψυξιν, η θερμότης του φυτού σβύνεται και καταστρέφεται. Τότε δε λέγεται ότι το φυτόν ξηρανεται και ότι τα δένδρα γίνονται ηλιόβλητα. Διά τούτο κατά τας εποχάς ταύτας θέτουσιν εις τας ρίζας των φυτών είδη τινά λίθων 34 και ύδωρ εντός αγγείων, όπως ψύχωνται αι ρίζαι των φυτών. |
τῶν δὲ ζῴων ἐπεὶ τὰ μέν ἐστιν ἔνυδρα τὰ δ΄ ἐν τῷ ἀέρι ποιεῖται τὴν δίαιταν͵ ἐκ τούτων καὶ διὰ τούτων πορίζεται τὴν κατά ψυξιν͵ τὰ μὲν τῷ ὕδατι τὰ δὲ τῷ ἀέρι. τίνα δὲ τρόπον καὶ πῶς͵ λεκτέον ἐπιστήσασι τὸν λόγον μᾶλλον. | 3. Τα δε ζώα, επειδή άλλα μεν ζώσιν εις το ύδωρ, άλλα δε εις τον αέρα, εκ των στοιχείων τούτων και διά τούτων πορίζονται την αναγκαίαν αυτών κατάψυξιν, εκείνα μεν εκ του ύδατος, ταύτα δε εκ του αέρος. Αλλά κατά ποίον τρόπον και υπό ποίους όρους γίνεται τούτο θα είπωμεν μετά τινας εξηγήσεις. |
(1) Μόνα τα ζώα τα έχοντα πνεύμονας ή ανάλογον όργανον δύνανται να λέγωνται ότι αναπνέoυσιν. Η χρήσις του ύδατος υπό των ιχθύων χρησιμεύει εις τοιούτον σκοπόν (ψύξιν ή κανονισμόν της θερμοκρασίας), αλλά δεν είναι αναπνοή. Εις τα αναπνέοντα ζώα η ζωή και ο θάνατος εξαρτάται εκ της αναπνοής. Ως φαίνεται, ο Αριστοτέλης δεν παραδέχεται τον γενικόν νόμον, καθ' ον πάντα τα ζώα αvαπνέουσι κατά ένα ή άλλον τρόπον. Περιττόν να επαναλάβωμεν ότι και η προκείμενη πραγματεία προϋποθέτει την “περί Ψυχής” πραγματείαν του Αριστοτέλους.
(2) Εις την καρδίαν, κατά τον Αριστοτέλην.
(3) Δηλ. το θρεπτικόν και το αισθητικόν είναι λειτουργία μιας και της αυτής ζωικής αρχής.
(4) Το θεμελιώδες χαρακτηριστικόν του μεν ζώντος είναι η θρέψις και η γέννησις ομοίου όντος, του δε ζώου είναι η αίσθησις. Αμφότεραι όμως αι λειτουργείαι αύται εν τω ζώω εκτελούνται υπό του κεντρικού οργάνου, της καρδίας.
(5) Τούτο δεv είναι ακριβές ως προς την ακοήν και την όσφρησιν, διότι ακούομεν ήχον ή οσφραινόμεθα οσμήν ερχομένην όπισθεν ημών. Ορθότερον ίσως νοητέον ως έμπροσθεν το άvω, το προς την χώραν των αισθήσεων, αίτινες είναι κυρίως περί την κεφαλήν.
(6) Kαι επειδή διά των ριζών τρέφεται το ζώον, διά τούτο τας ρίζας θεωρεί ως το άνω του φυτού.
(7) Άνω σχετικώς προς το σύμπαν δηλοί την διεύθυνσιν καθ' ην η φλόξ και τα φωτεινά σώματα κινούνται.
(8) To άνω μέρος αυτών είναι εστραμμένον προς διεύθυνσιν μέσην μεταξύ του άνω και του κάτω μέρος του παντός.
(9) Κατά τον Aριστoτέλην η ζωική τροφή εν τη τελική μορφή αυτής είναι το αίμα.
(12) Αν το θρεπτικόν είναι το μόνον ουσιώδες, άμα τούτο υπάρχη, υπάρχει και ζη το ζώον. Η θέσις δε του κεντρικού τούτου οργάνου αποδείκνυται ου μόνον εκ των υστέρων ή εμπειρικώς, αλλά και εκ των προτέρων, διά τον λόγον, ότι η κεντρική θέσις είναι η αρίστη προς εκτέλεσιν πασών των λειτουργιών, των αναγκαίων εις το όλον σώμα.
(13) Η κεντρική θέσις του θρεπτικού και το διαιρετόν των ζώων, και η μετά τον χωρισμόν εξακολούθησις της ζωής.
(21) Αι τροφαί τότε μόνον τρέφουσί, όταν μεταβληθώσιν εις αίμα, όπερ κυκλοφορούν δίδει εις έκαστον όργανον την αναγκαίαν εις αυτό τροφήν.
(22) Υπονoεi τας λιποθυμίας, σιγκοπάς και εμετούς, τους οποίους προξενούσιν αισθήματα γεύσεως και αφής, και μετά των σχετικών αισθήσεων αναφέρει εις την καρδίαν.
(23) Ο Πλάτων και ο Ιπποκράτης ορθότερον αποδίδουσιν εις τον εγκέφαλον την υψηλήν λειτουργίαν, την οποίαν ο Αριστοτέλης αποδίδει εις την καρδίαv.
(25) Ο Πλάτων, ο Ιπποκράτης και ο Διογένης.
(26) Το κείμενον λέγει “υπ' εναντίων” (δυνάμεων). Το πυρ πάντοτε σβύνεται υπό του ψυχρού δρώντος επί του θερμού. Αλλά κατά την μάρανσιν σβύνεται διά της ελλείψεως τροφής, ένεκεν εξαντλήσεως. Κατά την σβέσιv όμως σβύνεται δια τεχνητής εκθέσεως εις το ψυχρόν ή το υγρόν, (τα οποία καλεί ο Αριστοτέλης εναντίας δυνάμεως)· και ούτως εμποδίζεται ακαvοviστως η παραγωγή θερμότητος υπό του αίματος, και βιαίως φέρεται η υπάρχουσα προμήθεια εις πέρας.
(27) Υπερβάλλουσα θερμότης ταχέως εξαντλεί την προμήθειαν εναύσματος ως συμβαίνει εις τον πυρετόν ή εις το γήρας. Πλην τούτου οι πνεύμονες εν τω γήρατι γίνονται ξηροί και σκληροί, και δεν εκτελούσι καλώς ην έχουσι λειτουργίαν να κανονίζωσι την θερμοκρασίαν.
(28) Υποτίθεται ότι αμφότερα συντηρεί ο αήρ.
(29) Ανεξαρτήτως της μεγάλης εστίας (αέρος), εν ή τίθεται.
(30) Ο Αριστοτέλης υπεικάζει το έργον του αέρος ενταύθα, αλλά δεv το αναγνωρίζει λίαν σαφώς.
(31) Να αναπνεύση αέρα, απαρείτητον προς συντήρησιν του πυρός.
(32) Ο πέριξ αήρ εισδύων διά των πόρων της τέφρας εμποδίζει την υπερβολικήν θερμότητα έσω να εξαντλήση την τροφήν της. Ομοίως ελαττούται και η ζωική θερμότης διά του αερισμού των πνευμόνων.
(33) Εννοεί πιθανώς τα ρίγη, ά αισθανόμεθα μετά το γεύμα και πρίν ή αρχίση η πέψις. Πιθανώτερον όμως αι φρικιάσεις αύται είναι αποτέλεσμα της συρροής του αίματος εις τον στόμαχον, όστις έχει χρείαv αυτού εις το έργον της πέψεως.
(34) Και ούτοι εκτελούσι το αυτό έργον, όπερ οι πνεύμονες και τα βράγχια εν τοις ζώοις, δηλαδή την κατάψυξιν ή την παρακώλυσιν υπερβολικής θερμότητος, κατά τον Αριστοτέλη.