ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ

ΠΕΡΙ ΑΝΑΠΝΟΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'.

Ατελείς θεωρίαι των προτέρων περί αναπνοής. Μόνα τα έχοντα πνεύμονας ζώα αναπνέουσι. Διάφοροι οργανώσεις πνεύμονος. Σχέσεις αυτού προς την αναπνοήν.

 
Περὶ γὰρ ἀναπνοῆς ὀλίγοι μέν τινες τῶν πρότερον φυσικῶν εἰρήκασιν· τίνος μέντοι χάριν ὑπάρχει τοῖς ζῴοις͵ οἱ μὲν οὐδὲν ἀπεφήναντο͵ οἱ δὲ εἰρήκασι μέν͵ οὐ καλῶς δ΄ εἰρήκασιν ἀλλ΄ ἀπειροτέρως τῶν συμβαινόντων. ἔτι δὲ πάντα τὰ ζῷά φασιν ἀναπνεῖν· τοῦτο δ΄ οὐκ ἔστιν ἀληθές. ὥστ΄ ἀναγκαῖον περὶ τούτων πρῶτον ἐπελθεῖν͵ ὅπως μὴ δοκῶμεν ἀπόντων κενὴν κατηγορεῖν.      1. Περί αναπνοής ολίγοι τινές εκ των προ ημών φυσιολόγων 1 επραγματεύθησαν. Αλλά προς ποίον σκοπόν υπάρχει εις τα ζώα η αναπνοή, άλλοι μεν ουδέν είπον, άλλοι δε έχουσι μεν είπει, ουχί όμως ορθώς, αλλά και άνευ εμπειρικής γνώσεως των γεγονότων. Προσέτι λέγουσιν ότι τα ζώα αναπνέουσιν όλα 2. Τούτο όμως δεv είναι αληθές. Ώστε είναι αναγκαίον να πραγματευθώμεν πρώτον περί τούτων, διά να μη φαινώμεθα ότι ψευδώς κατηγορούμεν ανθρώπους απόντας.
ὅτι μὲν οὖν ὅσα πνεύμονα ἔχει τῶν ζῴων ἀναπνεῖ πάντα͵ φανερόν. ἀλλὰ καὶ τούτων αὐτῶν ὅσα μὲν ἄναιμον ἔχει τὸν πνεύμονα καὶ σομφὸν ἧττον δέονται τῆς ἀναπνοῆς· διὸ πολὺν χρόνον ἐν τοῖς ὕδασι δύνανται διαμένειν παρὰ τὴν τοῦ σώματος ἰσχύν. τὸν δὲ πνεύμονα σομφὸν ἔχει πάντα τὰ ᾠοτοκοῦντα͵ οἷον τὸ τῶν βατράχων γένος. ἔτι δὲ αἱ ἑμύδες τε καὶ χελῶναι πολὺν χρόνον μένουσιν ἐν τοῖς ὑγροῖς· ὁ γὰρ πνεύμων ὀλίγην ἔχει θερμότητα (ὀλίγαιμον γὰρ ἔχουσιν αὐτόν)· ἐμφυσώμενος οὖν αὐτὸς τῇ κινήσει καταψύχει καὶ ποιεῖ διαμένειν πολὺν χρόνον. ἐὰν μέντοι βιάζηταί τις λίαν κατέχων πολὺν χρόνον͵ ἀποπνίγονται πάντα· οὐδὲν γὰρ τῶν τοιούτων δέχεται τὸ ὕδωρ ὥσπερ οἱ ἰχθύες. τὰ δ΄ ἔναιμον ἔχοντα πνεύμονα πάντα μᾶλλον δεῖται τῆς ἀναπνοῆς διὰ τὸ πλῆθος τῆς θερμότητος·      2. Ότι όσα ζώα έχουσι πνεύμονα, πάντα αναπνέουσιν, είναι φανερόν. Αλλά και εκ τούτων όσα έχουσι τον πνεύμονα χωρίς αίμα και σπογγώδη, ταύτα ολιγωτέραν χρείαν έχουσιν αναπνοής. Διά τούτο δύνανται διά την δύναμιν 3 του σώματος των να διαμένωσι πολύν χρόνον εντός του ύδατος (χωρίς να αναπνέωσιν). Έχουσι δε σπογγώδη τον πνεύμονα όλα τα γεννώντα ωά, ως είναι το γένος των βατράχων. Προσέτι αι χελώναι της ξηράς και αι της θαλάσσης δύνανται να μένωσι πολύν χρόνον εντός του ύδατος. Διότι ο πνεύμων αυτών, επειδή έχει ολίγον αίμα, έχει ολίγην θερμότητα. Ούτος λοιπόν άπαξ εισπνεύσας διά της κινήσεως του ψυχραίνει το ζώον και το κάμνει να διαμένη πολύν χρόνον εις το υγρόν, χωρίς ν' αναπνέη. Εάν όμως κρατήσωσι διά βίας την αναπνοήν των παρά πολύν χρόνον (εις το ύδωρ), πάντα πνίγονται, διότι ουδέν εξ αυτών δύναται να δεχθή το ύδωρ όπως οι ιχθύς (διά των βραγχίων). Όσα δε έχουσιν αίμα εις τον πνεύμονα ταύτα έχουσι περισσοτέραν χρείαν της τροφής ένεκα της πολλής θερμότητος αυτών 4.
τῶν δ΄ ἄλλων ὅσα μὴ ἔχει πνεύμονα οὐθὲν ἀναπνεῖ. 3. Όσα δε εκ των άλλων δεν έχουσι πνεύμονα, ταύτα δεν αναπνέουσιν.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.

Αναίρεσις δοξασιών Δημοκρίτου, Αναξαγόρου και Διογένους. Η αναπνοή σύγκειται από εισπνοήν και εκπνοήν.

 
Δημόκριτος μὲν οὖν ὁ Ἀβδηρίτης καί τινες ἄλλοι τῶν περὶ τῆς ἀναπνοῆς εἰρηκότων οὐδὲν περὶ τῶν ἄλλων διωρίκασι ζῴων͵ ἐοίκασι μέντοι λέγειν ὡς πάντων ἀναπνεόντων·      1. Δημόκριτος ο Αβδηρίτης και τινες άλλοι, οι οποίοι επραγματεύθησαν περί αναπνοής, ουδέν ώρισαν περί των αλλων ζώων. Φαίνονται δε να φρονώσιν ότι πάντα τα ζώα αναπνέουσιν.
Ἀναξαγόρας δὲ καὶ Διογένης͵ πάντα φάσκοντες ἀναπνεῖν͵ περὶ τῶν ἰχθύων καὶ τῶν ὀστρέων λέγουσι τίνα τρόπον ἀναπνέουσιν͵ 2. Ο Αναξαγόρας δε και ο Διογένης (ο Απολλωνιάτης) λέγουσιν, ότι πάντα αναπνέουσι, και μόνον περί των ιχθύων και των οστρέων λέγουσι κατά ποίον τρόπον αναπνέουσι.
καί φησιν Ἀναξαγόρας μέν͵ ὅταν ἀφῶσι τὸ ὕδωρ διὰ τῶν [471a] βραγχίων͵ τὸν ἐν τῷ στόματι γινόμενον ἀέρα ἕλκοντας ἀναπνεῖν τοὺς ἰχθῦς· οὐ γὰρ εἶναι κενὸν οὐδέν· 3. Και ο μεν Αναξαγόρας λέγει ότι οι ιχθύς, όταν απορρίπτωσι το ύδωρ διά των βραγχίων, ροφούσι συγχρόνως τον εις το στόμα αυτών αναπτυσσόμενον αέρα 5 και ούτω αναπνέουσι, διότι, λέγει, δεν δύναται να υπάρχη ουδέν κενόν.
Διογένης δ΄ ὅταν ἀφῶσι τὸ ὕδωρ διὰ τῶν βραγχίων͵ ἐκ τοῦ περὶ τὸ στόμα περιεστῶτος ὕδατος ἕλκειν τῷ κενῷ τῷ ἐν τῷ στόματι τὸν ἀέρα͵ ὡς ἐνόντος ἐν τῷ ὕδατι ἀέρος. 4. Ο δε Διογένης λέγει ότι οι ιχθύς, όταν απορρίπτωσι το ύδωρ διά των βραγχίων, τότε διά του κενού το οποίον γίνεται εις το στόμα αυτών ροφούσι τον αέρα εκ του ύδατος, όπερ περιστοιχίζει το στόμα των, διότι υποθέτει ότι υπάρχει αήρ εις το ύδωρ.
ταῦτα δ΄ ἐστὶν ἀδύνατα. πρῶτον μὲν γὰρ τὸ ἥμισυ τοῦ πράγματος ἀφαιροῦσι͵ διὰ τὸ τὸ κοινὸν ἐπὶ θατέρου λέγεσθαι μόνον. ἀναπνοὴ γὰρ καλεῖται͵ ταύτης δὲ τὸ μέν ἐστιν εἰσπνοή͵ τὸ δ΄ ἐκπνοή͵ περὶ ἧς οὐθὲν λέγουσι͵ τίνα τρόπον ἐκπνέουσι τὰ τοιαῦτα τῶν ζῴων. οὐδ΄ ἐνδέχεται αὐτοῖς εἰπεῖν· ὅταν γὰρ ἀναπνεύσωσι͵ ταύτῃ ᾗ ἀνέπνευσαν πάλιν δεῖ ἐκπνεῖν͵ καὶ τοῦτο ποιεῖν ἀεὶ παραλλάξ͵ ὥστε συμβαίνει ἅμα δέχεσθαι τὸ ὕδωρ κατὰ τὸ στόμα καὶ ἐκπνεῖν.      5. Αλλά αι θεωρίαι αύται είναι αδύνατοι. Τω όντι, πρώτον μεν ούτοι αφαιρούσι το ήμισυ των πραγμάτων (της αληθείας), διότι λέγουσι περί του ενός των δύο μερών (της αναπνοής) ό,τι είναι κοινόν και εις τα δύο. Διότι καλείται μεν αναπνοή, αλλά έν μέρος αυτής είναι η εκπνοή, το δε άλλο είναι η εισπνοή. Και περί της εκπνοής ουδέν εκείνοι λέγουσι, πώς δηλ. εκπνέουσι τα ζώα ταύτα τα μη έχοντα πνεύμονα. Ουδέ δύνανται να είπωσι. Τω όντι, όταν τα ζώα αναπνεύσωσι, πρέπει πάλιν να εκπνεύσωσι δια του αυτού μέρους δι' ου ανέπνευσαν, και τούτο πρέπει να κάμνωσι πάντοτε αλληλοδιαδόχως. Ώστε συμβαίνει, κατ' εκείνους, άμα δέχωνται το ύδωρ εις το στόμα οι ιχθύς, ευθύς να εκπνέωσι τον αέρα όστις είναι εν αυτοίς.
ἀνάγκη δ΄ ἀπαντῶντα ἐμποδίζειν θάτερον θατέρῳ. εἶτα ὅταν ἀφῶσι τὸ ὕδωρ͵ τότε ἐκπνέουσι κατὰ τὸ στόμα ἢ κατὰ τὰ βράγχια͵ ὥστε συμβαίνει ἅμα ἐκπνεῖν καὶ ἀναπνεῖν· τότε γάρ φασιν αὐτὸ ἀναπνεῖν. ἅμα δ΄ ἀναπνεῖν καὶ ἐκπνεῖν ἀδύνατον. ὥστ΄ εἰ ἀνάγκη τὰ ἀναπνέοντα ἐκπνεῖν καὶ εἰσπνεῖν͵ ἐκπνεῖν δὲ μὴ ἐνδέχεται μηδὲν αὐτῶν͵ φανερὸν ὡς οὐδ΄ ἀναπνεῖ αὐτῶν οὐδέν. Αλλ' αναγκαίως ταύτα συναντώμενα πρέπει το εν να εμποδίζη το άλλο. Επειτα, όταν απορρίπτωσι το ύδωρ, εκπνέουσι τον αέρα είτε διά του στόματος, είτε διά των βραγχίων, ώστε συγχρόνως θα εκπνέωσι και θα εισπνέωσι· διότι τότε ακριβώς, ως εκείνοι λέγουσι, τα ζώα αναπνέωσιν. Αλλ' είναι αδύνατον να αναπνέωσι και να εκπνέωσι συγχρόνως. Ώστε, εάν εξ ανάγκης τα αναπνέοντα εκπνέωσι και εισπνέωσι, ουδέν δε αυτών δύναται να εκπνεύση 6, είναι πρόδηλον ότι ουδέν αυτών αναπνέει.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'.

Συνέχεια της αναιρέσεως των γνωμών Αναξαγόρα και Διογένους, οίτινες επλανήθησαν διότι δεv παρετήρησαν ακριβώς, τα γεγονότα και τα όργανα των ζώων, —και ότι η φύσις πάντα ποιεί πρός τινα σκοπόν. Ούτε ιχθύες oύτε άλλα μη έχοντα πνεύμονα αναπνέουσιν.

 
Ἔτι δὲ τὸ φάναι τὸν ἀέρα ἕλκειν ἐκ τοῦ στόματος ἢ ἐκ τοῦ ὕδατος διὰ τοῦ στόματος ἀδύνατον· οὐ γὰρ ἔχουσιν ἀρτηρίαν διὰ τὸ πνεύμονα μὴ ἔχειν͵ ἀλλ΄ εὐθὺς ἡ κοιλία πρὸς τῷ στόματί ἐστιν͵ ὥστ΄ ἀναγκαῖον τῇ κοιλίᾳ ἕλκειν. τοῦτο δὲ κἂν τἆλλα ἐποίει ζῷα· νῦν δὲ οὐ ποιοῦσιν. κἂν ἐκεῖνα δ΄ ἔξω τοῦ ὑγροῦ ὄντα ἐπιδήλως ἂν αὐτὸ ἐποίει· φαίνεται δ΄ οὐ ποιοῦντ΄ αὐτό.      1. Προσέτι ο ισχυρισμός, ότι οι ιχθύς ροφούσι τον αέρα εκ του στόματος 7 ή δια του στόματος εκ του ύδατος 8 είναι αδύνατον. Τω όντι οι ιχθύς δεν έχουσι (τραχείαν) αρτηρίαν, διότι δεν έχουσι πνεύμονα· αλλά ο στόμαχος αυτών είναι αμέσως παρά το στόμα αυτών. Ώστε κατ' ανάγκην θα εισπνέωσι τον αέρα διά του στόματος των. Τούτο όμως θα εποίουν και τα άλλα ζώα, αλλά πραγματικώς δεν τα κάμνουσι. Και οι ιχθύς δε, όταν είναι εκτός του ύδατος, θα έκαμνον αυτό φανερά 9. Αλλά προφανώς δεν το κάμνουσι.
ἔτι πάντων τῶν ἀναπνεόντων καὶ ἑλκόντων τὸ πνεῦμα ὁρῶμεν γινομένην τινὰ κίνησιν τοῦ μορίου τοῦ ἕλκοντος͵ ἐπὶ δὲ τῶν ἰχθύων οὐ συμβαῖνον· οὐθὲν γὰρ φαίνονται κινοῦντες τῶν περὶ τὴν κοιλίαν ἀλλ΄ ἢ τὰ βράγχια μόνον͵ καὶ ἐν τῷ ὑγρῷ καὶ εἰς τὸ ξηρὸν ἐμπεσόντες͵ ὅταν ἀσπαρίζωσιν. 2. Προσέτι εις πάντα τα ζώα, τα οποία αναπνέουσι και έλκουσι τον αέρα των10, βλέπομεν ότι γίνεται κίνησις του οργάνου, το οποίον έλκει αυτόν, αλλά τούτο δεν παρατηρείται εις τους ιχθύς, διότι δεν φαίνονται να κινώσι καvέv μέρος εκ των πέριξ της κοιλίας, κινούσι δε μόνον τα βράγχια και εις το υγρόν και όταν πέσωσιν εις την ξηράν, ότε σπαρταρίζουσι.
ἔτι ὅταν ἀποθνήσκῃ πνιγόμενα ἐν τοῖς ὑγροῖς πάντα [471b] τὰ ἀναπνέοντα͵ γίνονται πομφόλυγες τοῦ πνεύματος ἐξιόντος βιαίως͵ οἷον ἐάν τις βιάζηται χελώνας ἢ βατράχους ἤ τι ἄλλο τῶν τοιούτων γενῶν· ἐπὶ δὲ τῶν ἰχθύων οὐ συμβαίνει πειρωμένοις πάντα τρόπον͵ ὡς οὐκ ἐχόντων πνεῦμα θύραθεν οὐθέν. 3. Προσέτι, όταν τα ζώα, τα οποία αναπνέουσι, αποθνήσκωσιν εκ πνιγμού εντός υγρού, σχηματίζονται τότε πομφόλυγες, διότι ο αήρ εξέρχεται βιαίως (εκ του πνεύμονος), ως γίνεται τούτο, όταν τοιαύτην βίαν δοκιμάζη τις εις τας χελώνας, τους βατράχους ή εις άλλο τι του γένους τούτου. Αλλά εις τους ιχθύς δεν βλέπομεν να συμβαίνη τούτο, οιονδήποτε τρόπον αν δοκιμάσωμεν, διότι δεν έχουσιν ουδόλως αέρα έξωθεν εισπνεόμενον.
ὅν τε τρόπον λέγουσι γίνεσθαι τὴν ἀναπνοὴν αὐτοῖς͵ ἐνδέχεται καὶ τοῖς ἀνθρώποις οὖσιν ἐν τῷ ὑγρῷ συμβαίνειν· εἰ γὰρ καὶ οἱ ἰχθύες ἕλκουσιν ἐκ τοῦ πέριξ ὕδατος τῷ στόματι͵ διὰ τί τοῦτο οὐκ ἂν ποιοῖμεν καὶ οἱ ἄνθρωποι καὶ τἆλλα ζῷα; καὶ τὸν ἐκ τοῦ στόματος δ΄ ἂν ἕλκοιεν ὁμοίως τοῖς ἰχθύσιν. ὥστ΄ εἴπερ κἀκεῖνα ἦν δυνατά͵ καὶ ταῦτ΄ ἂν ἦν· ἐπεὶ δ΄ οὐκ ἔστι͵ δῆλον ὡς οὐδ΄ ἐπ΄ ἐκείνων ἐστίν. 4. Αλλά καθ' όν τρόπον λέγουσιν ότι γίνεται η αναπνοή των ιχθύων, δύναται να γίνεται και εις τους ανθρώπους, όταν είναι εν τω ύγρω. Διότι, αν οι ιχθύς έλκωσι τον αέρα εκ του πέριξ ύδατος εις το στόμα αυτών, διατί τούτο δεν θα ηδύναντο να πράττωσι και οι άνθρωποι και τα άλλα ζώα ; Και ταύτα θα είλκον τον αέρα εκ του στόματος αυτών, όπως οι ιχθύς. Ώστε, αν οι ιχθύς έχωσι ταύτην την δύναμιν, και εκείνα θα είχον αυτήν. Αλλ' επειδή τούτο 11 δεν είναι δυνατόν, άρα ούτε εκείνο.
πρὸς δὲ τούτοις διὰ τίν΄ αἰτίαν ἐν τῷ ἀέρι ἀποθνήσκουσι καὶ φαίνονται ἀσπαρίζοντα ὥσπερ τὰ πνιγόμενα͵ εἴπερ ἀναπνέουσιν; οὐ γὰρ δὴ τροφῆς γε ἐνδείᾳ τοῦτο πάσχουσιν. ἣν γὰρ λέγει Διογένης αἰτίαν͵ εὐήθης· φησὶ γὰρ ὅτι τὸν ἀέρα πολὺν ἕλκουσι λίαν ἐν τῷ ἀέρι͵ ἐν δὲ τῷ ὕδατι μέτριον͵ καὶ διὰ τοῦτ΄ ἀποθνήσκειν. καὶ γὰρ ἐπὶ τῶν πεζῶν ἔδει δυνατὸν εἶναι τοῦτο συμβαίνειν· νῦν δ΄ οὐδὲν τῷ σφόδρα ἀναπνεῦσαι ἀποπνίγεται πεζὸν ζῷον. 5. Προς τούτοις, εάν οι ιχθύς αναπνέωσι 12, διά ποίαν αιτίαν εις τον αέρα αποθνήσκουσι και φαίνονται, ότι σπαρταρούσιν ως εάν επνίγοντο ; Βεβαίως δεν πάσχουσι τούτο δι' έλλειψιν τροφής, Και η αιτία δε την οποίαν αναφέρει ο Διογένης είναι μωρά· λέγει δηλαδή ότι εις τον αέρα ευρισκόμενα αναπνέουσι πάρα πολύν αέρα, εις δε το ύδωρ τόσον μόνον, όσον χρειάζονται, και διά τούτο αποθνήσκουσιν. Αλλά έπρεπε τούτο να δύναται να συμβαίνη και εις τα χερσαία ζώα (εάν ήτο αληθές). Αλλ' ουδέποτε ουδέν ζώον χερσαίον επνίγη, διότι ανέπνευσε πολύν αέρα.
ἔτι δ΄ εἰ πάντα ἀναπνεῖ͵ δῆλον ὅτι καὶ τὰ ἔντομα τῶν ζῴων ἀναπνεῖ· φαίνεται δ΄ αὐτῶν πολλὰ διατεμνόμενα ζῆν͵ οὐ μόνον εἰς δύο μέρη ἀλλὰ καὶ εἰς πλείω͵ οἷον αἱ καλούμεναι σκολόπενδραι· ἃ πῶς ἢ τίνι ἐνδέχεται ἀναπνεῖν; 6. Προσέτι, εάν πάντα τα ζώα αναπνέωσι, πρέπει και τα έντομα να αναπνέωσιν. Αλλά πολλά από αυτά ζώσιν, όταν κοπώσιν, και ουχί μόνον όταν κοπώσιν εις δύο, αλλά και εις περισσότερα μέρη, ως αι λεγόμεναι σκολόπενδραι. Πώς όμως τα μέρη ταύτα δύνανται τότε να αναπνέωσι και δια ποίου οργάνου;
αἴτιον δὲ μάλιστα τοῦ μὴ λέγεσθαι περὶ αὐτῶν καλῶς τό τε τῶν μορίων ἀπείρους εἶναι τῶν ἐντός͵ καὶ τὸ μὴ λαμβάνειν ἕνεκά τινος τὴν φύσιν πάντα ποιεῖν· ζητοῦντες γὰρ τίνος ἕνεκα ἡ ἀναπνοὴ τοῖς ζῴοις ὑπάρχει͵ καὶ ἐπὶ τῶν μορίων τοῦτ΄ ἐπισκοποῦντες͵ οἷον ἐπὶ βραγχίων καὶ πνεύμονος͵ εὗρον ἂν θᾶττον τὴν αἰτίαν.      7. Αιτία πρωτίστη του να μη εξηγώσιν ορθώς ταύτα είναι το ότι ούτοι δεν γνωρίζουσι τα εσωτερικά όργανα (των ζώων) και δεν συλλαμβάνουσι τον σκοπόν ένεκα του οποίου πάντα η φύσις ποιεί. Διότι, εάν εζήτουν προς ποίον σκοπόν υπάρχει η αναπνοή εις τα ζώα, και αν την ενέργειαν ταύτην παρετήρουν επί των οργάνων (των εκτελούντων αυτήν), λ. χ. επί των βραγχίων και των πνευμόνων, θα εύρισκον την αιτίαν ταχέως.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'.

Αvαίρεσις της Δημοκριτείου γνώμης, ότι η αναπνοή εμποδίζει την έκθλιψιν της ψυχής εκ του σώματος (τον θάνατον). Αναπνοή και θερμότης.

 
Δημόκριτος δ΄ ὅτι μὲν ἐκ τῆς ἀναπνοῆς συμβαίνει τι τοῖς ἀναπνέουσι λέγει͵ φάσκων κωλύειν ἐκθλίβεσθαι τὴν [472a] ψυχήν· οὐ μέντοι ὡς τούτου γ΄ ἕνεκα ποιήσασαν τοῦτο τὴν φύσιν οὐθὲν εἴρηκεν· ὅλως γὰρ ὥσπερ καὶ οἱ ἄλλοι φυσι κοί͵ καὶ οὗτος οὐθὲν ἅπτεται τῆς τοιαύτης αἰτίας.      1. Ο Δημόκριτος λέγει μεν ότι εκ της αναπνοής αποτέλεσμά τι συμβαίνει εις τα αναπνέοντα ζώα, ισχυριζόμενος ότι αύτη εμποδίζει να εκθλίβηται (εξωθήται) η ψυχή εκ του σώματος. Ουδόλως είπεν όμως, ότι η φύσις εποίησε την αναπνοήν προς τον σκοπόν τούτον. Εν γένει δε και ούτος, όπως και οι άλλοι φυσικοί, ουδόλως θίγει την τελικήν αιτίαν.
λέγει δ΄ ὡς ἡ ψυχὴ καὶ τὸ θερμὸν ταὐτόν͵ τὰ πρῶτα σχήματα τῶν σφαιροειδῶν. ἐκκρινομένων οὖν αὐτῶν ὑπὸ τοῦ περιέχοντος ἐκθλίβοντος͵ βοήθειαν γίνεσθαι τὴν ἀναπνοήν φησιν. ἐν γὰρ τῷ ἀέρι πολὺν ἀριθμὸν εἶναι τῶν τοιούτων ἃ καλεῖ ἐκεῖνος νοῦν καὶ ψυχήν· ἀναπνέοντος οὖν καὶ εἰσιόντος τοῦ ἀέρος συνεισιόντα ταῦτα καὶ ἀνείργοντα τὴν θλίψιν κωλύειν τὴν ἐνοῦσαν ἐν τοῖς ζῴοις διιέναι ψυχήν͵ 2. Λέγει δε, ότι η ψυχή και η θερμότης είναι το αυτό πράγμα, ότι είναι στοιχειώδη σφαιροειδή άτομα (μόρια) 13. Όταν λοιπόν ταύτα συνενώνται και πιέζωνται υπό του περιέχοντος αυτά αέρος, τότε η αναπνοή έρχεται εις βοήθειαν· διότι λέγει ότι είναι εν τω αέρι πολλά από τα σφαιροειδή ταύτα, τα οποία ονομάζει νουν και ψυχήν. Όταν λοιπόν το ζώον εισπνέη και εισέρχηται ο αήρ, εισέρχονται και τα σφαιροειδή ταύτα και αντιδρώντα εις την πίεσιν εμποδίζουσι να διαφύγη η ψυχή η υπάρχουσα εις τα ζώα.
καὶ διὰ τοῦτο ἐν τῷ ἀναπνεῖν καὶ ἐκπνεῖν εἶναι τὸ ζῆν καὶ ἀποθνήσκειν· ὅταν γὰρ κρατῇ τὸ περιέχον συνθλῖβον͵ καὶ μηκέτι τὸ θύραθεν εἰσιὸν δύνηται ἀνείργειν͵ μὴ δυναμένου ἀναπνεῖν͵ τότε συμβαίνειν τὸν θάνατον τοῖς ζῴοις· εἶναι γὰρ τὸν θάνατον τὴν τῶν τοιούτων σχημάτων ἐκ τοῦ σώματος ἔξοδον ἐκ τῆς τοῦ περιέχοντος ἐκθλίψεως. 3. Και διά τούτο η ζωή και ο θάνατος εξαρτώνται εκ της αναπνοής και εκπνοής. Διότι, όταν το στοιχείον, όπερ περιέχει, (ο αήρ), διά της συνθλίψεως υπερισχύη και το έξωθεν εισερχόμενον εις το σώμα δεν δύναται να αντιδρά εις την επικράτησιν, τότε, επειδή δεν δύναται το ζώον να αναπνεύση, επέρχεται ο θάνατος αυτού. Και ούτως ο θάνατος είναι η εκ του σώματος έξοδος των σφαιροειδών τούτων ατόμων, τα οποία εξωθούνται εκ του σώματος διά της πιέσεως του περιέχοντος (στοιχείου).
τὴν δ΄ αἰτίαν διὰ τί ποτε πᾶσι μὲν ἀναγκαῖον ἀποθανεῖν͵ οὐ μέντοι ὅτε ἔτυχεν ἀλλὰ κατὰ φύσιν μὲν γήρᾳ͵ βίᾳ δὲ παρὰ φύσιν͵ οὐθὲν δεδήλωκεν (καίτοι ἐχρῆν͵ ἐπεὶ ὁτὲ μὲν φαίνεται τοῦτο γινόμενον͵ ὁτὲ δ΄ οὐ φαίνεται)͵ πότερον τὸ αἴτιον ἔξωθέν ἐστιν ἢ ἐντός. 4. Δεν εξήγησεν όμως ο Δημόκριτος την αιτίαν, διά την οποίαν πάντα μεν τα ζώα πρέπει να αποθάνωσιν αναγκαίως, ουχί όμως όταν τύχη, αλλά εκ γήρατος μόνον κατά φύσιν (αποθνήσκουσι), βιαίως δε παρά φύσιν. Και όμως, επειδή το φαινόμενον τούτο φαίνεται ότι γίνεται εις μίαν περίοδον (το γήρας), άλλοτε δε δεν φαίνεται, ώφειλε να εξηγήση αν η αιτία είναι έξωθεν ή εντός.
οὐ λέγει δὲ οὐδὲ περὶ τῆς ἀρχῆς τοῦ ἀναπνεῖν τί τὸ αἴτιον͵ πότερον ἔσωθεν ἢ ἔξωθεν· οὐ γὰρ δὴ ὁ θύραθεν νοῦς τηρεῖ τὴν βοήθειαν͵ ἀλλ΄ ἔσωθεν ἡ ἀρχὴ τῆς ἀναπνοῆς γίνεται καὶ τῆς κινήσεως͵ οὐχ ὡς βιαζομένου τοῦ περιέχοντος. ἄτοπον δὲ καὶ τὸ ἅμα τὸ περιέχον συνθλίβειν καὶ εἰσιὸν διαστέλλειν. 5. Δεν λέγει δε ο Δημόκριτος ούτε περί της αρχής της αναπνοής, ποίον είναι το αίτιον αυτής και αν είναι έσωθεν ή έξωθεν. Διότι βέβαια ο νους, τον οποίον εισάγει έξωθεν, δεν δύναται να δώση την βοήθειαν' αυτού (εις το ζώον). Αλλά έσωθεν είναι η αρχή της αναπνοής και της κινήσεως 14, η βία δε του περιέχοντος στοιχείου ουδέν εξηγεί. Διότι είναι άτοπον και το λέγειν, ότι το περιέχον συνθλίβει το ζώον και συνάμα ότι εισερχόμενος (ο αήρ) διαστέλλει αυτό 15.
ἃ μὲν οὖν εἴρηκε καὶ ὥς͵ σχεδὸν ταῦτ΄ ἐστίν.      Ταύτα λοιπόν είναι σχεδόν όσα είπεν ο Δημόκριτος, και ούτος ο τρόπος καθ' όv είπεν αυτά.
εἰ δὲ δεῖ νομίζειν ἀληθῆ εἶναι τὰ πρότερον λεχθέντα καὶ μὴ πάντα τὰ ζῷα ἀναπνεῖν͵ οὐ περὶ παντὸς θανάτου τὴν αἰτίαν ὑποληπτέον εἰρῆσθαι ταύτην͵ ἀλλὰ μόνον ἐπὶ τῶν ἀναπνεόντων. οὐ μὴν οὐδ΄ ἐπὶ τούτων καλῶς·      6. Εάν όμως πρέπη να θεωρώμεν ότι είναι αληθή τα πρότερον λεχθέντα, δηλ. ότι δεν αναπνέουσι πάντα τα ζώα 16. δεv πρέπει να υπολάβωμεν ότι η αιτία, την οποίαν αναφέρει ο Δημόκριτος, εξηγεί τον θάνατον εν γένει, αλλά μόνον τον θάνατον των ζώων, τα οποία έχουσιν αναπνοήν. Αλλά και περί τούτων πάλιν ουχί ορθώς.
δῆλον δ΄ ἐκ τῶν συμβαινόντων καὶ τῶν τοιούτων ὧν ἔχομεν πάντες πεῖραν. ἐν γὰρ ταῖς ἀλέαις θερμαινόμενοι μᾶλλον καὶ τῆς ἀναπνοῆς μᾶλλον δεόμεθα καὶ πυκνότερον ἀναπνέομεν πάντες· ὅταν δὲ τὸ πέριξ ᾖ ψυχρὸν καὶ συνάγῃ καὶ συμπηγνύῃ τὸ σῶμα͵ κατέχειν συμβαίνει τὸ πνεῦμα. καίτοι τότ΄ ἐχρῆν τὸ θύραθεν εἰσιὸν [472b] κωλύειν τὴν σύνθλιψιν. 7. Φανερόν δ' είναι τούτο εκ των γεγονότων και μάλιστα εκείνων, των οποίων πείραν έχομεν όλοι. Διότι κατά τους ισχυρούς καύσωνας, επειδή τότε θερμαινόμενα περισσότερον του συνήθους, έχομεν και περισσοτέραν χρείαν της αναπνοής, και αναπνέομεν συχνότερον πάντες. Όταν όμως το περιέχον ημάς είvαι ψυχρόν και συσφίγγη και συμπηγνύη το σώμα, κρατούμεν την αναπνοήν μας, μολονότι τότε έπρεπε (κατά την δόξαν του Δημοκρίτου) ο έξωθεν εισερχόμενος εις ημάς αήρ να εμποδίζη την έξωσιν της ψυχής.
νῦν δὲ γίνεται τοὐναντίον· ὅταν γὰρ πολὺ λίαν ἀθροισθῇ τὸ θερμὸν μὴ ἐκπνεόντων͵ τότε δέονται τῆς ἀναπνοῆς· ἀναγκαῖον δ΄ εἰσπνεύσαντας ἀναπνεῖν. ἀλεάζοντες δὲ πολλάκις ἀναπνέουσιν͵ ὡς ἀναψύξεως χάριν ἀναπνέοντες ὅτε τὸ λεγόμενον ποιεῖ πῦρ ἐπὶ πῦρ. 8. Και όμως συμβαίνει το εναντίον 17, διότι, όταν συναθροισθή πολλή θερμότης, επειδή δεν εκπνέομεν τον εσωτερικόν αέρα, τότε έχομεν χρείαν να αναπνέωμεν και αναγκαζόμεθα, αφού εισπνεύσωμεν, να αναπνεύσωμεν. Αληθώς, όταν πολύ θερμαινώμεθα, αναπνέομεν πολλάκις, διότι χάριν αναψύξεως αναπνέομεν εις καιρόν καθ' όν ούτω 18, ως λέγεται, προσθέτομεν πυρ εις το πυρ 19.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'.

Αναίρεσις της εν τω Τιμαίω του Πλάτωνος θεωρίας περί αναπνοής.

 
Ἡ δ΄ ἐν τῷ Τιμαίῳ γεγραμμένη περίωσις περί τε τῶν ἄλλων ζῴων οὐδὲν διώρικε τίνα τρόπον αὐτοῖς ἡ τοῦ θερμοῦ γίνεται σωτηρία͵ πότερον τὸν αὐτὸν ἢ δι΄ ἄλλην τινὰ αἰτίαν (εἰ μὲν γὰρ μόνοις τὸ τῆς ἀναπνοῆς ὑπάρχει τοῖς πεζοῖς͵ λεκτέον τὴν αἰτίαν τοῦ μόνοις· εἰ δὲ καὶ τοῖς ἄλλοις͵ ὁ δὲ τρόπος ἄλλος͵ καὶ περὶ τούτου διοριστέον͵ εἴπερ δυνατὸν ἀναπνεῖν πᾶσιν)·      1. Η εν τω Τιμαίω περιγραφομένη κυκλική ώθησις ουδόλως εξηγεί κατά ποίον τρόπον τα άλλα ζώα (εκτός του ανθρώπου) συντηρούσι την θερμότητα αυτών, δεν λέγει αν κατά τον αυτόν ή κατ' άλλον τρόπον γίνεται η συντήρησις 20. Τω όντι, αν εις μόνα τα χερσαία υπάρχη η αναπνοή, πρέπει να εξηγήσωμεν δια τί εις μόνα ταύτα υπάρχει. Εάν δε υπάρχη και εις τα άλλα ζώα, διαφέρη δε ο τρόπος καθ' ον αναπνέουσι, πρέπει και την διαφοράν αυτήν να προσδιορίσωμεν, αν είναι δυνατόν πάντα να αναπνέωσι.
ἔτι δὲ καὶ πλασματώδης ὁ τρόπος τῆς αἰτίας. ἐξιόντος γὰρ ἔξω τοῦ θερμοῦ διὰ τοῦ στόματος͵ τὸν περιέχοντα ὠθούμενον ἀέρα φερόμενον ἐμπίπτειν εἰς τὸν αὐτὸν τόπον φησὶ διὰ μανῶν οὐσῶν τῶν σαρκῶν͵ ὅθεν τὸ ἐντὸς ἐξῄει θερμόν͵ διὰ τὸ μηδὲν εἶναι κενὸν ἀντιπεριισταμένων ἀλλήλοις· θερμανθέντα δὲ πάλιν ἐξιέναι κατὰ τὸν αὐτὸν τόπον͵ καὶ περιωθεῖν εἴσω διὰ τοῦ στόματος τὸν ἀέρα τὸν ἐκπίπτοντα θερμόν· καὶ τοῦτο δὴ διατελεῖν ἀεὶ ποιοῦντας͵ ἀναπνέοντάς τε καὶ ἐκπνέοντας. 2. Προσέτι δε είναι φανταστική η εξήγησις, την οποίαν ο Τίμαιος δίδει περί της αναπνοής· λέγει δηλ. ότι, όταν ο θερμός αήρ εξέρχηται έξω διά του στόματος, ο περιέχων ημάς αήρ ωθείται, και διερχόμενος διά των σαρκών, αίτινες είναι αραιαί, εμπίπτει εις τον αυτόν τόπον, οπόθεν εξήλθεν ο εσωτερικός θερμός αήρ, διότι, επειδή ουδαμού υπάρχει κενόν, τα μέρη αντικαθιστώσιν άλληλα. Όταν δε θερμανθή, ο εισελθών αήρ πάλιν εξέρχεται διά του αυτού τρόπου, και ο θερμός αήρ εντός, εξερχόμενος διά του στόματος, εξακολουθεί την κυκλικήν ώθησιν. Και την κίνησιν ταύτην διαρκώς και συνεχώς κάμνομεν, ούτω δε αναπνέομεν και εκπνέομεν.
συμβαίνει δὲ τοῖς οὕτως οἰομένοις πρότερον τὴν ἐκπνοὴν γίνεσθαι τῆς εἰσπνοῆς. ἔστι δὲ τοὐναντίον· σημεῖον δέ· γίνεται μὲν γὰρ ἀλλήλοις ταῦτα παρ΄ ἄλληλα͵ τε λευτῶντες δὲ ἐκπνέουσιν͵ ὥστ΄ ἀναγκαῖον εἶναι τὴν ἀρχὴν εἰσπνοήν. 3. Αλλά κατά τους τοιαύτα δοξάζοντας συμβαίνει η εκπνοή να γίνηται πρότερον της εισπνοής, ενώ υπάρχει το εναντίον, και απόδειξις είναι, ότι αι κινήσεις αύται αλληλοδιαδέχονται η μία την άλλην. Όταν όμως αποθνήσκωμεν, τότε εκπνέομεν, αναγκαίως άρα ηρχίσαμεν με την εισπνοήν.
ἔτι δὲ τὸ τίνος ἕνεκα ταῦθ΄ ὑπάρχει τοῖς ζῴοις (λέγω δὲ τὸ ἀναπνεῖν καὶ τὸ ἐκπνεῖν) οὐθὲν εἰρήκασιν οἱ τοῦ τον τὸν τρόπον λέγοντες͵ ἀλλ΄ ὡς περὶ συμπτώματός τινος ἀποφαίνονται μόνον. καίτοι γε κύρια ταῦθ΄ ὁρῶμεν τοῦ ζῆν καὶ τελευτᾶν· ὅταν γὰρ ἀναπνεῖν μὴ δύνωνται͵ τότε συμβαίνει γίνεσθαι τὴν φθορὰν τοῖς ἀναπνέουσιν. 4. Αλλά oι ταύτα λέγοντες ουδόλως λέγουσι προς ποίον σκοπόν υπάρχουσιν εις τα ζώα η αναπνοή και η εκπνοή, αλλ' ομιλούσι περί αυτών ως περί τινος επουσιώδους φαινομένου, και όμως βλέπομεν ότι αι λειτουργίαι αύται είναι οι κύριοι όροι της ζωής και του θανάτου. Διότι, όταν τα ζώα τα αναπνέοντα δεν δύνανται να αναπνεύσωσιν, αναγκαίως αποθνήσκουσι.
ἔτι δὲ ἄτοπον τὸ τὴν μὲν τοῦ θερμοῦ διὰ τοῦ στόματος ἔξοδον καὶ πάλιν εἴσοδον μὴ λανθάνειν ἡμᾶς͵ τὴν δ΄ εἰς τὸν θώρακα τοῦ πνεύματος εἴσοδον καὶ πάλιν θερμανθέντος ἔξοδον λανθάνειν. ἄτοπον δὲ καὶ τοῦ θερμοῦ τὴν ἀναπνοὴν εἴσοδον εἶναι. φαίνεται γὰρ τοὐναντίον· τὸ μὲν γὰρ ἐκπνεόμενον εἶναι θερμόν͵ τὸ δ΄ εἰσπνεόμενον ψυχρόν. ὅταν δὲ θερμὸν ᾖ͵ ἀσθμαίνοντες [473a] ἀναπνέουσιν· διὰ γὰρ τὸ μὴ καταψύχειν ἱκανῶς τὸ εἰσιὸν πολλάκις τὸ πνεῦμα συμβαίνει σπᾶν. 5. Προσέτι είναι άτοπον να νομίζωμεν, ότι η διά του στόματος έξοδος και πάλιν είσοδος του θερμού αέρος δεv διαφεύγει την αντίληψιν ημών, η δε εις το στήθος είσοδος του αέρος 21 και πάλιν η έξοδος αυτού, όταν θερμανθή, μας διαφεύγει. Άτοπον δε είναι και να λέγωσιν, ότι η αναπνοή είναι η είσοδος της θερμότητος, διότι το εναντίον είναι φανερόν, δηλ. ο εκπνεόμενος αήρ είναι θερμός, ο δε εισπνεόμενος είναι ψυχρός· και όταν ούτος είναι θερμός, τότε ασθμαίνοντες αναπνέομεν αυτόν, διότι, επειδή ο εισερχόμενος αήρ δεν δροσίζει αρκετά το σώμα, αναγκαζόμεθα να αναπνέωμεν πολλάκις.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ς'.

Η αναπνοή δεv γίνεται προς συντήρησιν της εσωτερικής θερμότητος, ήτις παράγεται προ πάντων εκ τωv τροφών.

 
Ἀλλὰ μὴν οὐδὲ τροφῆς γε χάριν ὑποληπτέον γίνεσθαι τὴν ἀναπνοήν͵ ὡς τρεφομένου τῷ πνεύματι τοῦ ἐντὸς πυρός͵ καὶ ἀναπνέοντος μὲν ὥσπερ ἐπὶ πῦρ ὑπέκκαυμα ὑποβάλλεσθαι͵ τραφέντος δὲ τοῦ πυρὸς γίγνεσθαι τὴν ἐκπνοήν.      1. Αλλά προσέτι δεν πρέπει να νομίζωμεν, ότι η αναπνοή σκοπόν έχει την τροφήν της εσωτερικής θερμότητος, ως εάν αύτη ετρέφετο διά του αέρος (ον εισπνέομεν), και ως εάv η αναπνοή ήτο τρόπον τινά επίθεσις καυσίμου ύλης εις το πυρ 22, η δε εκπνοή εγίνετο, όταν ήθελε τραφή το πυρ.
ταὐτὰ γὰρ ἐροῦμεν πάλιν καὶ πρὸς τοῦτον τὸν λόγον ἅπερ καὶ πρὸς τοὺς ἔμπροσθεν· καὶ γὰρ ἐπὶ τῶν ἄλλων ζῴων ἐχρῆν τοῦτο συμβαίνειν ἢ τὸ ἀνάλογον τούτῳ· πάντα γὰρ ἔχει θερμότητα ζωτικήν. 2. Κατά της δοξασίας ταύτης θα είπομεν πάλιν τα αυτά, τα οποία είπομεν κατά των προηγουμένων. Τω όντι έπρεπε τούτο να συμβαίνη και επί των άλλων ζώων, ή όμοιον τι με αυτά. Διότι πάντα έχουσι ζωτικήν θερμότητα.
ἔπειτα καὶ τὸ γίγνεσθαι τὸ θερμὸν ἐκ τοῦ πνεύματος τίνα χρὴ τρόπον λέγειν͵ πλασματῶδες ὄν; μᾶλλον γὰρ ἐκ τῆς τροφῆς τοῦτο γιγνόμενον ὁρῶμεν. 3. Έπειτα, αν η θερμότης γίνεται εκ της αναπνοής, πρέπει να είπωμεν κατά ποίον τρόπον γίνεται, Αληθώς είναι όλως φανταστική η γνώμη αύτη. Τω όντι βλέπομεν, ότι η θερμότης προέρχεται μάλλον εκ της τροφής.
συμβαίνει τε κατὰ ταὐτὸ δέχεσθαι τὴν τροφὴν καὶ τὸ περίττωμα ἀφιέναι· τοῦτο δ΄ ἐπὶ τῶν ἄλλων οὐχ ὁρῶμεν γινόμενον. 4. (Κατά την δόξαν ταύτην) συμβαίνει προσέτι το αυτό όργανον να δέχηται την τροφήν και vα αποβάλλη το περίττωμα, αλλά τούτο δεν βλέπομεν να γίνηται εις ουδεμίαν άλλην περίπτωσιν.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'.

Αναίρεσις της δόξης του Εμπεδοκλέους περί αvαπvoής.

 
Λέγει δὲ περὶ ἀναπνοῆς καὶ Ἐμπεδοκλῆς͵ οὐ μέντοι τίνος γ΄ ἕνεκα͵ οὐδὲ περὶ πάντων τῶν ζῴων οὐδὲν ποιεῖ δῆλον͵ εἴτε ἀναπνέουσιν εἴτε μή.      1. Επραγματεύθη δε και ο Εμπεδοκλής περί αναπνοής, αλλ' ουδέν είπε σαφές προς ποίον σκοπόν και αν πάντα τα ζώα αναπνέουσιν ή όχι.
καὶ περὶ τῆς διὰ τῶν μυκτήρων ἀναπνοῆς λέγων οἴεται καὶ περὶ τῆς κυρίας λέγειν ἀναπνοῆς. ἔστι γὰρ καὶ διὰ τῆς ἀρτηρίας ἐκ τῶν στηθῶν ἀναπνοὴ καὶ ἡ διὰ τῶν μυκτήρων· αὐτοῖς δὲ χωρὶς ἐκείνης οὐκ ἔστιν ἀναπνεῦσαι τοῖς μυκτῆρσιν. καὶ τῆς μὲν διὰ τῶν μυκτήρων γινομένης ἀναπνοῆς στερισκόμενα τὰ ζῷα οὐδὲν πάσχουσι͵ τῆς δὲ κατὰ τὴν ἀρτηρίαν ἀποθνήσκουσιν. 2. Ομιλών δε περί της αναπνοής, ήτις γίνεται διά των μυκτήρων, νομίζει ότι ομιλεί περί της κυρίας αναπνοής. Αλλ' απατάται, διότι υπάρχει και η αναπνοή διά της τραχείας αρτηρίας γινομένη εκ του στήθους, και η διά των μυκτήρων· άνευ όμως της πρώτης δεν δύνανται να αναπνεύσωσι μόνοι οι μυκτήρες. Και αν τα ζώα στερηθώσι της διά των μυκτήρων γινομένης αναπνοής, δεv πάσχουσι τίποτε, αν όμως στερηθώσι της δια της αρτηρίας αναπνοής, αποθνήσκουσιν.
καταχρῆται γὰρ ἡ φύσις ἐν παρέργῳ τῇ διὰ τῶν μυκτήρων ἀναπνοῇ πρὸς τὴν ὄσφρησιν ἐν ἐνίοις τῶν ζῴων· διόπερ ὀσφρήσεως μὲν σχεδὸν μετέχει πάντα τὰ ζῷα͵ ἔστι δ΄ οὐ πᾶσι τὸ αὐτὸ αἰσθητήριον. εἴρηται δὲ περὶ αὐτῶν ἐν ἑτέροις [473b] σαφέστερον. 3. Η φύσις είς τινα ζώα μεταχειρίζεται ως πάρεργόν τι την διά των μυκτήρων αναπνοήν χάριν της οσφρήσεως. Διά τούτο πάντα σχεδόν τα ζώα έχουσιν όσφρησιν, αλλά δεν έχουσι το αυτό αισθητήριον προς τον σκοπόν τούτον. Περί αυτού ωμιλήσαμεν αλλαχού σαφέστερον.
γίγνεσθαι δέ φησι τὴν ἀναπνοὴν καὶ ἐκπνοὴν διὰ τὸ φλέβας εἶναί τινας ἐν αἷς ἔνεστι μὲν αἷμα͵ οὐ μέντοι πλήρεις εἰσὶν αἵματος͵ ἔχουσι δὲ πόρους εἰς τὸν ἔξω ἀέρα͵ τῶν μὲν τοῦ σώματος μορίων ἐλάττους͵ τῶν δὲ τοῦ ἀέρος μείζους· διὸ τοῦ αἵματος πεφυκότος κινεῖσθαι ἄνω καὶ κάτω͵ κάτω μὲν φερομένου εἰσρεῖν τὸν ἀέρα καὶ γίγνεσθαι ἀναπνοήν͵ ἄνω δ΄ ἰόντος ἐκπίπτειν θύραζε καὶ γίνεσθαι τὴν ἐκπνοήν͵ παρεικάζων τὸ συμβαῖνον ταῖς κλεψύδραις. 4. Λέγει δε ο Εμπεδοκλής, ότι η αναπνοή και εκπνοή γίνεται, διότι υπάρχουσι φλέβες τινές, αίτινες έχουσιν αίμα, αλλά δεν είναι πλήρεις αίματος, και έχουσι πόρους, ίνα δέχωνται τον εξωτερικόν αέρα, λίαν μικρούς ή ώστε να δέχωνται τα μόρια του σώματος, μεγάλους δε αρκούντως, ίνα δέχωνται τα μόρια του αέρος. Όθεν, επειδή το αίμα φύσει κινείται άνω και κάτω, όταν φέρηται εις τα κάτω, τότε εισρέει ο αήρ και γίνεται αναπνοή, όταν δε αναβαίνη εις τα άνω το αίμα, τότε ο αήρ πίπτει έξω και γίνεται η εκπνοή. Παρομοιάζων δε την κίνησιν ταύτην με την των κλεψύδρων, ο Εμπεδοκλής λέγει ότι:
ὧδε δ΄ ἀναπνεῖ πάντα καὶ ἐκπνεῖ· πᾶσι λίφαιμοι σαρκῶν σύριγγες πύματον κατὰ σῶμα τέτανται͵ καί σφιν ἐπὶ στομίοις πυκιναῖς τέτρηνται ἄλοξιν ῥινῶν ἔσχατα τέρθρα διαμπερές͵ ὥστε φόνον μέν κεύθειν͵ αἰθέρι δ΄ εὐπορίην διόδοισι τετμῆσθαι. ἔνθεν ἔπειθ΄ ὁπόταν μὲν ἀπαΐξῃ τέρεν αἷμα͵ αἰθὴρ παφλάζων καταΐσσεται οἴδματι μάργῳ͵ εὖτε δ΄ ἀναθρῴσκῃ͵ πάλιν ἐκπνέει͵ ὥσπερ ὅταν παῖς κλεψύδρῃ παίζῃσι διειπετέος χαλκοῖο εὖτε μὲν αὐλοῦ πορθμὸν ἐπ΄ εὐειδεῖ χερὶ θεῖσα εἰς ὕδατος βάπτῃσι τέρεν δέμας ἀργυφέοιο͵ οὐδεὶς ἄγγοσδ΄ ὄμβρος ἐσέρχεται͵ ἀλλά μιν εἴργει ἀέρος ὄγκος ἔσωθε πεσὼν ἐπὶ τρήματα πυκνά͵ εἰσόκ΄ ἀποστεγάσῃ πυκινὸν ῥόον· αὐτὰρ ἔπειτα πνεύματος ἐλλείποντος ἐσέρχεται αἴσιμον ὕδωρ. ὡς δ΄ αὔτως͵ ὅθ΄ ὕδωρ μὲν ἔχῃ κάτα βένθεα χαλκοῦ πορθμοῦ χωσθέντος βροτέῳ χροῒ ἠδὲ πόροιο͵ αἰθὴρ δ΄ ἐκτὸς ἔσω λελιημένος ὄμβρον ἐρύκῃ ἀμφὶ πύλας ἠθμοῖο δυσηχέος ἄκρα κρατύνων͵ [474a] εἰσόκε χειρὶ μεθῇ͵ τότε δ΄ αὖ πάλιν͵ ἔμπαλιν ἢ πρίν͵ πνεύματος ἐμπίπτοντος ὑπεκθέει αἴσιμον ὕδωρ. “Όλα τα ζώα αναπνέουσι και εκπνέουσι κατά τον εξής τρόπον: Επί της επιφανείας του σώματός των εκτείνονται σαρκώδεις σωλήνες (αρτηρίαι) άναιμοι. Υπεράνω του στόματός των υπάρχουν τα έσχατα άκρα των ρινών τρυπημένα από το εν εις το άλλο μέρος διά πυκνών αυλακίων, ούτως ώστε να εμποδίζηται η εκροή του αίματος και να εισχωρή ευκόλως ο αήρ διά των διόδων. Έπειτα δε, όταν μεν το τρυφερόν αίμα ορμήση προς τα κάτω, ο αήρ φυσών καταβαίνει εντός με ρεύμα ορμητικόν, όταν όμως το αίμα αναπηδά επάνω, εξέρχεται πάλιν ο αήρ,όπως όταν κόρη παίζη με κλεψύδραν εκ λείου χαλκού κατεσκευασμένην. Αφού σκεπάση με την κομψήν χείρα της το στόμιον του σωλήνος και εμβαπτίση εις το υποχωρούν σώμα του αργυρού ύδατος, δεν εισέρχεται τότε το ύδωρ εις το αγγείον, αλλά το αποκλείει ο όγκος του αέρος, όστις έσωθεν εισεχώρησεν εις τας πυκνάς οπάς, έως ου απομακρύνη την χείρα της και αφήση ελεύθερον τον πυκνόν ρουν του ύδατος· τότε δε ελλείποντος του αέρος εισέρχεται ακωλύτως το ύδωρ. Ωσαύτως δε, όταν αφ' ενός μεν το ύδωρ κατέχη τον πυθμένα του χαλκού αγγείου, σκεπασθέντος του στομίου του σωλήνος και παντός πόρου διά της χειρός, αφ' ετέρου δε ο εξωτερικός αήρ ορμών να εισέλθη εντός, εμποδίζη την εκροήν του ύδατος περί τας οπάς του συρίττοντος λαιμού, ούτινος κατέχει τα άκρα, τότε πάλιν συμβαίνει το εναντίον παρά πρότερον. Εισχωρούντος του αέρος, εκτρέχει ελεύθερον το ύδωρ.
ὡς δ΄ αὔτως τέρεν αἷμα κλαδασσόμενον διὰ γυίων ὁππότε μὲν παλίνορσον ἀπαΐξειε μυχόνδε͵ αἰθέρος εὐθὺς ῥεῦμα κατέρχεται οἴδματι θῦον͵ εὖτε δ΄ ἀναθρῴσκῃ͵ πάλιν ἐκπνέει ἶσον ὀπίσσω.      Κατά τον αυτόν τρόπον το τρυφερόν αίμα εξακοντιζόμενον διά, των μελών του σώματος, οσάκις μεν οπισθοδρομικώς ορμα προς το βάθος, αμέσως κατέρχεται ρεύμα αέρος με ορμητικόν φύσημα, οσάκις δε εκείνο αναπηδά επάνω, πάλιν ο αήρ εξ ίσου οπίσω εξέρχεται”.
λέγει μὲν οὖν ταῦτα περὶ τοῦ ἀναπνεῖν. ἀναπνεῖ δ΄͵ ὥσπερ εἴπομεν͵ τὰ φανερῶς ἀναπνέοντα διὰ τῆς ἀρτηρίας͵ διά τε τοῦ στόματος ἅμα καὶ διὰ τῶν μυκτήρων. ὥστ΄ εἰ μὲν περὶ ταύτης λέγει τῆς ἀναπνοῆς͵ ἀναγκαῖον ζητεῖν πῶς ἐφαρμόσει ὁ εἰρημένος λόγος τῆς αἰτίας· φαίνεται γὰρ τοὐναντίον συμβαῖνον.      Ταύτα λοιπόν λέγει ο Εμπεδοκλής περί της αναπνοής. Αλλ', ως είπομεν, τα ζώα, τα οποία φανερώς αναπνέουσι διά της αρτηρίας, αναπνέουσι και διά του στόματος συνάμα και των μυκτήρων. Ώστε, εάν μεν περί τοιαύτης αναπνοής ομιλή ο Εμπεδοκλής, πρέπει να εξετάσωμεν πώς συμφωνεί με τα πράγματα η υπ' αυτού αναφερομένη εξήγησις.
ἄραντες μὲν γὰρ τὸν τόπον͵ καθάπερ τὰς φύσας ἐν τοῖς χαλκείοις͵ ἀναπνέουσιν (αἴρειν δὲ τὸ θερμὸν εὔλογον͵ ἔχειν δὲ τὸ αἷμα τὴν τοῦ θερμοῦ χώραν)· συνιζάνοντες δὲ καὶ καταπλήττοντες͵ ὥσπερ ἐκεῖ τὰς φύσας͵ ἐκπνέουσιν. πλὴν ἐκεῖ μὲν οὐ κατὰ ταὐτὸν εἰσδέχονταί τε τὸν ἀέρα καὶ πάλιν ἐξιᾶσιν͵ οἱ δ΄ ἀναπνέοντες κατὰ ταὐτόν. 7. Αλλά φαίνεται ότι δεν συμβιβάζεται με αυτά. Τω όντι ανυψούντα το μέρος, όπως ανυψούσι τα φυσερά εις τα σιδηρουργεία, αναπνέουσι τα ζώα. Εύλογον δε να δεχθώμεν ότι τούτο ανυψώνουσι 23 η θερμότης και το αίμα, όπερ λαμβάνει τον τόπον της θερμότητος 24. Εξ άλλου τα ζώα εκπνέουσι συμπιεζόμενα και συσφιγγόμενα, όπως και τα φυσερά εις τα σιδηρουργεία. Πλην τα μεν φυσερά δεν δέχονται και δεν εξάγουσι τον αέρα διά της αυτής οπής, ενώ οι αναπνέοντες εισάγουσι και εξάγουσι τον αέρα διά της αυτής οπής.
εἰ δὲ περὶ τῆς κατὰ τοὺς μυκτῆρας λέγει μόνης͵ πολὺ διημάρτηκεν· οὐ γάρ ἐστιν ἀναπνοὴ μυκτήρων ἴδιος͵ ἀλλὰ παρὰ τὸν αὐλῶνα τὸν παρὰ τὸν γαργαρεῶνα͵ ᾗ τὸ ἔσχατον τοῦ ἐν τῷ στόματι οὐρανοῦ͵ συντετρημένων τῶν μυκτήρων χωρεῖ τὸ μὲν ταύτῃ τοῦ πνεύματος͵ τὸ δὲ διὰ τοῦ στόματος͵ ὁμοίως εἰσιόν τε καὶ ἐξιόν. 8. Εάν όμως ο Εμπεδοκλής ομιλή περί μόνης της διά μυκτήρων αναπνοής, σφάλλει πολύ, διότι η αναπνοή δεν γίνεται ιδία μόνον διά των μυκτήρων, αλλά κατά την περί τον σταφυλίτην αύλακα, όπου είναι το άκρον του εν τω στόματι ουρανίσκου, μέρος του αέρος εισχωρεί διά των δύο ανοιγμάτων των μυκτήρων, μέρος δε διά του στόματος, και ούτω συμβαίνει και όταν εισέρχηται και όταν εξέρχηται.
τὰ μὲν οὖν παρὰ τῶν ἄλλων εἰρημένα περὶ τοῦ ἀναπνεῖν τοιαύτας καὶ τοσαύτας ἔχει δυσχερείας.      9. Όσα λοιπόν είπον άλλοι περί αναπνοής έχουσι τοιαύτας και τοσαύτας αντιρρήσεις.

 

(1) Τοιούτοι είvαι ο Εμπεδοκλής, ο Δημόκριτος, ο Αναξαγόρας και ο Πλάτων.

(2) Ήτοι διά των πνευμόνων. Κατά τον Αριστοτέλη η αναπνοή συνίσταται εις την εισπνοήν και εκπνοήν του αέρος. Κατά την νεωτέραν φυσιολογίαν η αναπνοή δηλοί εν γένει την αναπνοήν του οξυγόνου και την εκπνοήν του ανθρακικού οξέως, ήτις γίνεται διά των πνευμόνων, του δέρματος, των βραγχίων και του πεπτικού σωλήνος.

(3) Ή διά τας διαστάσεις.

(4) Η αναπνοή ψύχει το ζώον και μετριάζουσα την φυσικήν θερμότητα αυτού διατηρεί την ζωήν.

(5) Εισέρχεται ο αήρ, όταν εξωθείται το ύδωρ διά της κινήσεως των βρόγχων. Αλλά τότε έπρεπε να ευρίσκονται οι ιχθύς πάντοτε εις την επιφάνειαν του ύδατoς, ίνα αναπνέωσιν αέρα. Αλλά τούτο είναι σπανιώτατον. Δέον άρα να υποθέσωμεν, ότι ο αήρ είναι και εν τω ύδατι, ίνα oι ιχθύς δύνανται να τον αναπνεύσωσιν. Εκ τούτου η γνώμη του Διογένους εν τη 4§.

(6) Ο Αναξαγόρας και ο Διογένης εξηγούντες μόνον την εισπνοήν, ουδέν λέγουσι περί εκπνoής, και καταλύουσι το ήμισυ των πραγμάτων, ως ειπεν ανωτέρω.

(7) Kατά τον Αναξαγόραν.

(8) Κατά τον Διογένην.

(9) Θα είχον την δύναμιν να αναπνέωσιν.

(10) Ίνα εισπνεύσωσι τον εξωτερικόν αέρα.

(11) Τα αναφερόμενα εις τους ανθρώπους και τα ζώα τα έχοντα πνεύμονα.

(12) Ως oι άνθρωποι και τα άλλα ζώα.

(13) Όρα “περί Ψυχής” Βιβλ. Α. Κεφ. 1.

(14) Ή της τοπικής εν γένει κινήσεως, ή μάλλον της μερικής, ήτις αποτελεί την αναπνοήν.

(15) Kαι όμως ανφότερα ταύτα είναι πραγματικά και προέρχονται εκ της ελαστικότητος του αέρος.

(16) Όπως ο άνθρωπος και τα άλλα όσα έχουσι πνεύμονα.

(17) Τουτέστιν έπρεπε η αναπνοή να είναι αναγκαιοτέρα εv τη ψύχει παρά εv τη θερμότητι, αλλ' όμως συμβαίνει το ενάντιον, διότι κλ.

(18) Kατά την θεωρίαν του Δημοκρίτου.

(19) Παροιμία εφαρμοζομένη ενταύθα, διότι ο Δημόκριτος θεωρεί τα ψυχικά άτομα ταυτά με τα θερμά άτομα.

(20) Η Πλατωνική εξήγησις της κυκλικής κινήσεως της εισπνοής και εκπνοής εφαρμόζεται εις την ελλάττωσιν της ζωικής θερμότητος. Τίμ. 79 Α.

(21) Διά των πόρων της σαρκός εις τον θώρακα.

(22) Σήμερον όμως η αναπνοή θεωρείται ως καύσις.

(23) Διότι διαστέλλει η θερμότης.

(24) Η επέκτασις λοιπόν ή ανύψωσις δεν εξηγείται διά του αέρος εν τη θεωρία του Εμπεδοκλέους.


Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Νοέμβριος 2001