[<< Μέρος 3] [Άρθρα-Μελέτες] [Μέρος 5 >>]


 

ΓΙΑΝΗΣ Κ. ΚΟΡΔΑΤΟΣ

ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΤΟ ΟΜΗΡΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

(Μέρος 4)



 

Η πρoϊστορία της Ελληνικής γραφής

Έπρεπε λοιπόν να υπάρχη γραφή και φυσικά η γραφή αυτή ήταν γνωστή μόνο στους σοφούς (ιερατείο). Να παραδεχθούμε πως οι Έλληνες ιερείς είχαν πάρα πολύ ασκημένο το μνημονικό τους και όλη την πριν απ' αυτούς “ιστορική” παράδοση τη διαιωνίζανε από γενεά σε γενεά με τον προφορικό λόγο, δεν είναι καθόλου λογικό και σωστό, και εξηγήσαμε το γιατί πιο παραπάνω. Μπορεί όμως κανείς να ρωτήση: Το ότι οι ασιατικοί λαοί χρησιμοποιούσαν γραφή από τα πολύ παλιά χρόνια μας το λένε και πολλοί αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς και το απέδειξαν τα ευρήματα των αρχαιολογικών ανασκαφών. Στην Ελλάδα όμως ούτε οι ανασκαφές έφεραν στο φως ελληνική γραφή πρίν από τον Ζ' αίωνα και ούτε υπάρχουν μαρτυρίες που να βεβαιώνουν πως ήταν γνωστή η γραφή στα πρίν του 650 π. Χ. χρόνια.

Η ερώτηση αυτή είναι δικαιολογημένη και πρέπει να την προσέξουμε. Είναι αλήθεια πως ο Ηρόδοτος δεν αναφέρει καθόλου παλαιά “ελληνικά χρονικά”. Ο Ηρόδοτος κάνει μεν λόγο για την ελληνική γραφή, μα δεν καθορίζει πότε εισήχθηκε κι' ούτε λέει καθαρά αν υπήρχε διγραφία στην Ελλάδα. Βγαίνει ωστόσο από τα γραφόμενά του πως η γραφή καθιερώθηκε στα πολύ παλιά χρόνια. Ο Πλάτων πάλι στο διάλογο του “Τίμαιος” κάνοντας λόγο για την πανάρχαια ιστορία της Αττικής βάλλει στο στόμα ενός Αιγυπτίου 45 ιερέα τούτα εδώ τα λόγια:

“Εσείς οι Έλληνες είστε όλοι σας νέοι... γιατί δεν έχετε καμμιά παλαιά γνώμη που να προέρχεται από παλιάν παράδοση... Και η αιτία του πράγματος αυτού είναι η εξής: Πολλές και διαφορετικές η μιά από την άλλη καταστροφές ανθρώπων έχουν γίνει και θα γίνωνται... από φωτιά και νερό... Για τις αιτίες αυτές (μιά που σε μας ο Νείλος είναι ευεργετικός) όσες παραδόσεις διασώζονται στη χώρα μας είναι, έτσι λένε, πολύ παλαιές... Είτε λοιπόν στη χώρα σας είτε στην εδώ τη δική μας είτε κι' αλλού.. έγινε κάτι ωραίο ή μεγάλο και από άλλη άποψη αξιοσημείωτο, όλα αυτά είναι γραμμένα από την παλαιά εποχή μέσα στους ναούς. Τα ιδικά σας όμως πράγματα και τα πράγματα των άλλων χωρών κάθε φορά που θα τύχη να έχουν καταγραφή και όλα όσα που οργανώνονται στις πολιτείες, γιατί είναι χρήσιμα σ' αυτές, έρχεται κάθε τόσο σαν αρρώστεια επάνω σ' αυτά το ρεύμα του ουρανού, τα σαρώνει όλα και αφήνει μόνο τους αγράμματους και τους αμαθείς...” (22c—23b). Όπως βλέπομε υπήρχε παράδοση στας Αθήνας που έλεγε πως εξ αιτίας μεγάλων καταστροφών χαθήκανε όλα τα γραπτά “αρχεία” της προϊστορίας των Ελλήνων και των Αθηναίων, και αντιθέτως πως στην Αίγυπτο δεν έγιναν τέτοιες καταστροφές. Άρα, υπήρχε παλαιά παράδοση στην Ελλάδα που μιλούσε για παλαιά ιερά αρχεία που καταστράφηκαν.

Έχομε ωστόσο μερικές άλλες νεώτερες μαρτυρίες που πρέπει να τις προσέξουμε. Ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς παραδέχεται πως στην Ελλάδα από τα πολύ παλιά χρόνια υπήρχαν λογογράφοι που εξέταζαν και αντέγραφαν τα ιερά Βιβλία των πόλεων και των γενών και πως τα τέτοια παλαιά Χρονικά ήταν γραμμένα άλλα στην ιερατική γραφή και άλλα στη δημοτική. “Ὅσαι διασώζονται —γράφει— παρὰ τοῖς ἐπιχωρίοις μνῆμαι κατὰ Ἔθνη καὶ κατὰ πόλεις εἴτ' ἐν ἱεροῖς εἴτ' ἐν βεβήλοις 46 ἀποκείμεναι γραφαὶ” (περί Θουκυδίδου 5 εκδ. Reiske τ. VI). Ο Πλούταρχος πάλι (προς Κολώτην I7 F) ομιλεί για τις πολύ παλαιές αναγραφές των Λακεδαιμονίων, ενώ ο Λατίνος Βάρρων (de ling. lat. V, 27) αναφέρει μερικές λέξεις των Ιερών Βιβλίων (των Ελλήνων) που σώζονταν στας Αθήνας και που η γλώσσα τους ήταν αρχαϊκή 47. Ο Παυσανίας δε όταν περιώδευε την Ελλάδα μάθαινε από τους ιερείς των πόλεων τις τοπικές γύρω στη θρησκεία και την ιστορία παραδόσεις που τις διδάχθηκαν από τα παλαιά Ιερά Βιβλία.

Κοντά στις παραπάνω μαρτυρίες θαρρώ πως αξίζει να αναφέρω και τα όσα λέει ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς σχετικά με τα Ιερά Γράμματα των ασιατικών λαών στην παλαιά προχριστιανική εποχή. Πρώτα πρώτα τονίζει κι' αυτός πως στην Αίγυπτο στα χρόνια του μάθαιναν για τις ανάγκες του εμπορίου την επιστολογραφική γραφή, δηλαδή τη δημοτική, και οι επίσημοι, και οι σοφοί την ιερατική και ιερογλυφική.

“Αὐτίκα οἱ παρ' Αἰγυπτίοις παιδευόμενοι πρῶτον μὲν πάντων τὴν Αἰγυπτίων γραμμάτων μέθοδον ἐκμανθάνουσι, τὴν ἐπιστολογραφικὴήν καλουμένην· δευτέραν δὲ τὴν ἱερατικὴν ᾖ χρῶνται oἱ ἱερογραμματεῖς· ὑστάτην δὲ καὶ τελευταίαν τὴν ἱερογλυφικὴν...” 
(Στρωμ. V, 4).
Και τονίζει παρακάτω με τρόπο κατηγορηματικό πως: “Πάντες, ὡς ἕπος εἰπεῖν, οἱ θεολογήσαντες βάρβαροί τε καὶ Ἕλληνες τὰς μὲν ἀρχὰς τῶν πραγμάτων ἀπεκρύψαντο, τὴν δ' ἀλήθειαν αἰνίγμασι καὶ συμβόλοις καὶ ἀλληγορίαις τε αὖ καὶ τοιούτοις τισὶ τρόποις παραδεδώκασι” (Στρωματ. V, 4). Υπάρχει όμως και μιά άλλη μαρτυρία. Ο Θεοδώρητος, ένας από τους πρώτους πατέρας της Εκκλησίας, που έζησε στον Ε' αιώνα, γράφει κι' αυτός:

“Οἶμαι αὐτὴν (τὴν ἐβραϊκὴν γλῶσσαν) ἱερὰν εἶναι φωνὴν, ὥσπερ γὰρ ἐν τοῖς ἑλληνικοῖς ναοῖς ἴδιοι τινες ἦσαν χαραχτῆρες γραμμάτων οὓς ἱερατικοὺς προσηγόρευον” (Εις τα άποορα της θείας γραφής, απαντ. ΞΑ'—Πατρολ. Migne, 80).

Κι' αν δεν υπήρχαν οι παραπάνω μαρτυρίες, πάλι δεν θα μπορούσαμε να παραδεχθούμε πως τάχα οι Έλληνες έκα ναν εξαίρεση και πως στην περίοδο που δεν είχαν ακόμα πατήσει το κατώφλι του πολιτισμού, οι ιερείς των δεν κρατούσαν γραπτά “αρχεία”. Τέτοιες “εξαιρέσεις” δεν υπάρχουν στην ιστορία. Ες άλλου ούτε ο Ηρόδοτος θάβρισκε μιά τόσο πλούσια αρχειακή πηγή για να συνθέση την ιστορία του, ούτε ο Θουκυδίδης θα μας πληροφορούσε με κατηγορηματικό τρόπο για ένα σωρό θεσμούς και παραδόσεις της παλιάς ιστορίας της Αττικής. Μα ούτε και ο Αισχύλος και ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης θα μπορούσαν να τροφοδοτήσουν την έμπνευση τους με το “ιστορικό” υλικό της προϊστορικής εποχής. Και ούτε μπορούσαν να γραφούν η “Ιλιάδα” και η “Οδύσσεια”, η “Θηβαΐς”, η “Θεογονία”, οι διάφοροι “Ύμνοι” στους θεούς, οι “Επίγονοι” και τόσα άλλα έπη και ιστορίες.

Αν όμως η ιερατική παράδοση (τα Ιερά Βιβλία) χάθηκαν ή αχρηστεύθηκαν στην υστερα από το 700 π. Χ. εποχή δεν σημαίνει πως δεν υπήρχαν κάποτε τέτοια Ιερά βιβλία. Για να χαθούν τα τέτοια ιερά χρονικά θα πη πως υπήρχε κάποιος σοβαρός λόγος. Αν εξετάσουμε καλύτερα τα πράγματα θα ιδούμε ποια ήταν η αιτία. Πρώτα πρώτα ας μη ξεχνούμε πως και στην ιστορική εποχή χάθηκαν πολλά έργα, που μάλιστα είχαν εκδοθή σε πολλά αντίγραφα. Η “Θηβαΐς”, οι “Επίγονοι”, τα “Κύπρια Έπη”, η “Αιθιοπίς”, ο “Μαργίτης” κλπ. και πιο ύστερα πολλές τραγωδίες του Αισχύλου, Σοφοκλή, Ευριπίδου, έργα του Θαλή, Ξενοφάνη, Αναξίμανδρου, Δημόκριτου, Λεύκιππου, Ηράκλειτου, και τόσων άλλων έχουν χαθή. Έπειτα, κι' αυτό είναι το σπουδαιότερο, από την εποχή που το ιερατείο στις ελληνικές χώρες περιορίστηκε αποκλειστικά στα θρησκευτικά-ιεροτελεστικά του καθήκοντα και έπαυσε να παίζη το ρόλο που έπαιζε πριν μέσα στο Γένος, δηλαδή έπαυσε να είναι το πνευματικό επιτελείο της κοινότητας, και παράλληλα, η μεν θρησκευτική υμνολογία και παράδοση μεταγράφηκε στη δημοτική γραφή, τα νέα δε ιστορικά γεγονότα αναγράφονταν από ανθρώπους του λαού, τα παλαιά “ιερά” Χρονικά δεν είχαν πια καμμιά αξία και δεν υπήρχε κανένας λόγος να φυλάγουνται όπως πριν.

Ας μη ξεχνούμε ακόμα πως η γύρω στον Πυθαγόρα και τους Ορφικούς παράδοση αφήνει να μαντεύσουμε πως έγινε κάποια συστηματική προσπάθεια για να νεκραναστηθή η παλαιά ιερατική παράδοση. Η μυστική σιωπή που επεβάλλετο στους μαθητές του από τον Πυθαγόρα σήμαινε όχι πραγματική σιωπή μα το απόρρητο των διδασκαλιών του. Επίσης τα σύμβολα του και οι αριθμοί του δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ιερατική ή ιερογλυφική γραφή. Αυτός είναι και ο σπουδαιότερος λόγος που δεν σώθηκαν τα “έργα” του ονομαστού φιλοσόφου.

Και σα συνέχεια σημειώνω ακόμα και την αρχαία παράδοση που έλεγε πως στο ναό των Δελφών υπήρχε ένα μεγάλο Ε ή ΕΙ που κανένας δεν μπορούσε να το εξήγηση. Ο Πλούταρχος, που έμεινε στο Μαντείο μερικά χρόνια και έγινε και ιερέας, προσπάθησε να δώση μιαν εξήγηση (βλ. Περί του Ε του εν Δελφοίς, Πλουτ. Ηθικά, έκδ. Βερναρδάκη τ. Γ') μα καθόλου δεν τα κατάφερε. Το ότι το Ε ή ΕΙ σήμαινε ΕΙΣΑΙ, δηλαδή ήταν μια θετική επιβεβαίωση του προσερχόμένου πιστού πως αναγνωρίζεικαι αποδέχεται την ύπαρξη του θεού, είναι εξήγηση που δε λέει τίποτα. Ο Πλούταρχος όταν ζούσε είχε πια σβήσει η ιερατική παράδοση και γι' αυτό δεν ήταν καλά κατατοπισμένος. Το Ε ή ΕΙ ήταν σύμβολο της πολύ παλιάς εποχής που ήταν καθιερωμένη η ιερογλυφική ή η ιερατική γραφή.

Μια λοιπόν που δεν υπήρχαν στην Ελλάδα ειδικοί ιερείς που να καταχωρούν τα ιστορικά γεγονότα στα ύστερα από τον Η' αιώνα χρόνια, όλες δε οι παλιές παραδόσεις έγιναν κτήμα του λαού γιατί στο αναμεταξύ καταγράφηκαν από τους ραψωδούς, η παλιά ιερά γραπτή παράδοση μόνο σαν ανάμνηση διατηρήθηκε για μερικούς αιώνας, γιατί δεν ενδιαφέρονταν πια κανένας γι' αυτήν, μια που δεν υπήρχαν ούτε Ιερά Βιβλία ούτε διγραφία. Θαρρώ πώς όλοι αυτοί οι λόγοι δίνουν ικανοποιητική απάντηση στην ερώτηση που διατυπώθηκε παραπάνω. Εξ άλλου, όπως μας πληροφορεί ο Ηρόδοτος, οι παλαιοί έγραφαν σε τομάρια. Μα τα τομάρια καταστρέφονται από την πολυκαιρία. Αν σε ωρισμένες πόλεις χρησιμοποιούσαν πήλινες πλάκες κι' αυτές χάθηκαν ή καταστράφηκαν από πυρκαϊές, πλημμύρες, επιχωματώσεις, σεισμούς και από άλλες αιτίες 48, δεν αποκλείεται όμως κάπου να υπάρχουν πλάκες θαμμένες μέσα στο χώμα περιμένοντας να τις απελευθέρωση η αρχαιολογική σκαπάνη για να πουν τα μυστικά τους στους ειδικούς.

* * *

Οι αρχαίες ελληνικές πηγές για την ιστορία της γραφής

Μα για να κατατοπισθούμε καλύτερα, ας δούμε τώρα τί λένε οι αρχαίες ελληνικές πηγές σχετικά με το ζήτημα της εισαγωγής στην Ελλάδα της γραφής.

Όπως ξέραμε, η αρχαιότερη μαρτυρία είναι του Ηροδότου. Ο πατέρας της ιστορίας, που είχε μάλιστα ένα σωρό “αρχειακό” υλικό για την ιστορία της ελληνικής φυλής καθώς και για την ιστορία των ασιατικών λαών, λέει τούτα εδώ για την εισαγωγή της ελληνικής γραφής:

“Οι δε Φοίνικες ούτοι που ήλθαν μαζί με τον Κάδμο, ανάμεσα στους οποίους ήταν και οι Γεφυραίοι, οικήσαντες τη χώρα αυτή (Βοιωτία), δίδαξαν πολλά πράματα (στους ντόπιους) και μαζί με τα αλλά και τη γραφή που κατά τη γνώμη μου δεν ήταν πριν γνωστή στους Έλληνες. Στην αρχή οι Έλληνες μεταχειρίστηκαν όσα γράμματα μεταχειρίστηκαν oι Φοίνικες. Ύστερα όμως άμα πέρασε πολύς καιρός, άλλαξαν και τη μορφή των γραμμάτων και την προφορά τους. Από τους Έλληνες, οι Ίωνες ήταν εκείνα τα χρόνια που κατοικούσαν γύρω από την Βοιωτία. Αυτοί λοιπόν αφού έμαθαν από τους Φοίνικες τη χρήση της γραφής την μεταρρύθμισαν σε μερικά σημεία και την μεταχειρίστηκαν. Μιά δε που μεταχειρίζονταν τα γράμματα (τα φοινικικά) είπανε πως ήταν δίκαιο, αφού οι Φοίνικες ήταν που τα εισήγαγαν στην Ελλάδα, να τα ονομάσουν φοινικικά. Ακόμα δε και τας βίβλους (=φλούδες παπύρου) οι Ίωνες τις λένε διφθέρας από παλιά συνήθεια και επειδή η βίβλος ήταν πολύ σπάνια μεταχειριζόνταν άλλοτε τομάρια γιδίσια και πρόβεια για να γράφουν πάνω σ' αυτά. Ακόμα δε και στην εποχή μας πολλοί από τους βαρβάρους γράφουν πάνω σε τέτοιες διφθέρες” (V, 68). Και προσθέτει παρακάτω ο Ηρόδοτος πως είδε με τα μάτια του στας Θήβας τρεις επιγραφές με καδμικά (φοινικικά) γράμματα (V, 59—61).

Από τα γραφόμενα του Ηροδότου 49 βγαίνουν τα εξής θετικά συμπεράσματα: α) πως οι Ίωνες μεταχειρίστηκαν τη φοινικική γραφή· β) πως ύστερα από πολλά χρόνια “ἅμα τῇ φωνῇ μετέβαλλον καὶ τὸν ρυθμὸν τῶν γραμμάτων”· γ) πως οι Ίωνες καθώς και οι Βάρβαροι μεταχειρίζονταν διφθέρες για γραφική ύλη και δ) πως το φοινικικό αλφάβητο οι Έλληνες το μεταρρύθμισαν 50.

Ποιο όμως νόημα έχουν αυτά που ιστορεί για την καταγωγή της ελληνικής γραφής ο Ηρόδοτος; Έχουν το νόημα πως οι Έλληνες “ύστερα από πολλά χρόνια” από τότε που πήραν το φοινικικό αλφάβητο, μεταρρύθμισαν τη γραφή τους. Πολλοί νομίζουν πως η μεταρρύθμιση περιωρίστηκε στην προσθήκη και άλλων γραμμάτων. Δεν νομίζω πως αυτό το νόημα βγαίνει στα όσα αναφέραμε παραπάνω πως γράφει ο Ηρόδοτος. Στα γραφόμενα του υπάρχει πολύ καθαρά τολυο το νόημα: Οι Έλληνες πήραν από τους Φοίνικας τη γραφή· στην αρχή χρησιμοποίησαν τη γραφή αυτή όπως τη χρησιμοποιούσαν και οι Φοίνικες, ύστέρα όμως από πολλά χρόνια την μεταρρύθμισαν. Ποια λοιπόν είναι η μεταρρύθμιση αυτή; Ήταν η “μεταβολή της φωνής και του ρυθμού” των γραμμάτων, δηλαδή η ιερογλυφική ή ιερατική γραφή μεταρρυθμίστηκε σε δημοτική. Άλλη έννοια δεν χωρεί στο ηροδότειο. κείμενο. Έπειτα, έχομε και τη μαρτυρία του Διοδώρου 51που κι' αυτήν οι φιλόλογοι δεν την πρόσεξαν όσο έπρεπε ή πιο σωστά δεν την ερμήνευσαν σωστά. Ο Διόδωρος ακολουθώντας την κρητική παράδοση λέει:

“Πρὸς δὲ τοὺς λέγοντας ὅτι Σύροι μὲν εὑρεταὶ τῶν γραμμάτων εἰσί, παρὰ δὲ τούτων Φοίνικες μαθόντες τοῖς Ἕλλησι παραδεδώκασιν, οὗτοι δ' εἰσὶν οἱ μετὰ Κάδμον πλεύσαντες εἰς τὴν Εὐρώ πην, καὶ διὰ τοῦτο τοὺς Ἕλληνας τὰ γράμματα Φοινίκεια προσαγορεύειν φασὶ τοὺς Φοίνικας οὐκ ἐξ ἀρχῆς εὑρεῖν 52, ἀλλὰ τοὺς τύπους τῶν γραμμάτων μεταθεῖναι μόνον καὶ τῇ τε γραφῇ ταύτῃ τοὺς πλείστους τῶν ανθρώπων χρήσασθαι καὶ διὰ τοῦτο τυχεῖν τῆς προειρημένης προσηγορίας” (V, 74). Όπως βλέπομε ο Διόδωρος ως ένα σημείο ακολουθεί την πανελλήνια παράδοση και δέχεται πως το αλφάβητο το πήραν οι Έλληνες από τους Φοίνικες. Προσθέτει όμως πως οι Φοίνικες δεν είναι οι πρώτοι που βρήκαν τη γραφή, εκείνο που έκαμαν αυτοί ήταν ότι άλλαξαν τον τρόπο του γράφειν, δηλαδή άλλαξαν το σχήμα των γραμμάτων, πράγμα που το υιοθέτησαν όλοι οι λαοί. Η μαρτυρία αυτή του Διόδωρου, κατά τη γνώμη μου, είναι πολύ σπουδαία, γιατί μας πληροφορεί πως οι Φοίνικες ήταν εκείνοι που τροποποίησαν την ιερατική γραφή και την απλούστευσαν ώστε να την πάρουν και οι άλλοι λαοί. Η τέτοια όμως απλοποίηση δεν ήταν τίποτ' άλλο παρά η επινόηση της δημοτικής γραφής 53.

Τι λέγει ο Ιώσηπος για τnv ιστορία της ελληνικής γραφής.

Αλλού όμως ο Διόδωρος λέει ακόμα πως οι Έλληνες χρησιμοποίησαν τη φοινικική γραφή τον καιρό που κατοικούσανε στην Ελλάδα οι Πελασγοί,που πρώτοι κάνανε χρήση του φοινικικού αλφάβητου (III. 67) 54. Έχομε ακόμα και μιά άλλη μαρτυρία του Ιωσήπου που αξίζει να την προσέξουμε. Λέει ο Ιώσηπος πως:

“Αργά πολύ έμαθον οι Έλληνες τη γραφή. Εκείνοι πάλι (από τούς Έλληνες) που από τα παλιά χρόνια ήξεραν τη γραφή καυχιένται πως τήν εδιδάχθηκαν από τους Φοίνικες και από τον Κάδμο.” (Κατ' Απίωνος, Α, 10). Δεν λέω, ο Ιώσηπος τα παραλέει ίσως γιατί ο λόγος του εναντίον στον Απίωνα έχει απολογητικό χαρακτήρα και θέλει να παρουσίαση τους Έλληνες πως δεν ήταν οι πρωτοπόροι του αρχαίου πολιτισμού και ούτε ο μόνος φωτισμένος λαός του αρχαίου κόσμου, Ωστόσο ο,τι γράφει δεν το γράφει από κεφαλιού του, γιατί ήξερε πως οι Έλληνες θα του ανταπαντούσαν. Γι' αυτό εκεί που τα παραλέει είναι η ιστορία των Εβραίων και των Σημιτικών λαών. Όσο για την παλιά ελληνική ιστορία συμβουλεύεται το δίχως άλλο τις γραπτές πηγές και μάλιστα τις ελληνικές 55—για να δώση κύρος στα όσα υποστηρίζει. Γι' αυτό το λόγο είναι αξιοπρόσεκτα αυτά που γράφει. Τονίζει λοιπόν ο Ιώσηπος πως οι Έλληνες “ὀψὲ καὶ μόλις ἔγνωσαν φύσιν γραμμάτων” κι' ακόμα όσοι Έλληνες παρουσιάζονταν πως χρησιμοποιούσαν τη γραφή από τα παλιά τα χρόνια, αυτοί διδάχθηκαν τα γράμματα από τους Φοίνικες και από τον Κάδμο. Άρα δέχεται πως υπήρχαν μερικοί παλαιοί Έλληνες που κατά το λέγειν των έμαθαν τη γραφή από τους Φοίνικες και άλλοι που πολύ αργά διδάχτηκαν να γράφουν. Η διαστολή αυτή που κάνει ο Ιώσηπος φυσικά έχει το λόγο της, γιατί σχετίζεται με την ύπαρξη της ιερατικής γραφής που ήταν γνωστή από τα παλιά χρόνια, και της πανελλήνιας 56 γραφής που έγινε γνωστή πολύ αργά (ὀψὲ καὶ μόλις).

Μερικοί, επειδή ο Ιώσηπος 57 κάνει λόγο για τον Κάδμο το Μιλήσιο 58, έχουν να πουν πως αυτά που γράφει ο Ηρόδοτος, και ο Διόδωρος για την προέλευση του ελληνικού αλφάβητου δεν είναι σωστά και πως γίνεται σύγχυση της Φοινίκης που ήταν στην Καρία με τη Φοινίκη της Ασίας. Γι' αυτό λένε πως το όνομα Φοίνιξ κακώς ταυτίστηκε με το όνομα των βορειοδυτικοσημιτικων λαών. Άρα ο Κάδμος της προηροδοτείου εποχής είναι άσχετος με τους Σημίτες-Φοίνικες. Όλες αυτές τις υποθέσεις δεν τις βρίσκω σωστές. Φοίνικες μπορεί στα χρόνια που η Μικρασία πήρε ελληνικό χαρακτήρα, να υπήρχαν στην Καρία σαν άποικοι 59, Και ίσως αυτοί να είναι εκείνοι που δί'δαξαν για δεύτερη φορά τη χρήση της δημοτικής γραφής στους Αιολο-Ίωνας τον καιρό που μόλις άρχισε να χρησιμοποιήται το όνομα Έλληνες σαν εθνικό όνομα των Ιώνων, Αιολέων και Δωριέων. Φαίνεται δε πως η κοινωνική διαφοροποίηση στα μέρη της Μικρασίας άρχισε πρώτα στην αντικρινή περιοχή της Χίου (στα σύνορα Αιολέων και Ιώνων), γιατί η περιοχή αυτή επηρεάζονταν οικονομικώς από τη Λυδία που εκείνο τον καιρό ήκμαζε πολύ. Είτε λοιπόν υπήρχαν στον Η' αιώνα Φοίνικες άποικοι στην Καρία—και φαίνεται να υπήρχαν—είτε όχι, ένα είναι σωστό πως: και οι Προέλληνες χρησιμοποιούσαν γραφή (είχαν την ιερογλυφική κι' ύστερα την ιερατική γραφή) και οι Έλληνες πέρασαν από το ίδιο στάδιο και στην αρχή χρησιμοποίησαν την ιδεογραφική γραφή και υστέρα πέρασαν στην ιερογλυφική και ιερατική. Σε μιά όμως ωρισμένη περίοδο επικράτησε η φοινικική (ιερατική) γραφή. Δεν μπορούμε φυσικά να καθορίσουμε χρονολογικά την περίοδο αυτή, και αν αυτό έγινε πριν κατεβούν οι Δωριείς στην Ελλάδα. Κατά τη δική μας γνώμη, φαίνεται αυτό έγινε πριν κατεβούν οι Δωριείς. Όπως κι' αν έχει το πράγμα ο λαός που στα ύστερα από τον Η' αίώνα πήρε το όνομα Έλληνες χρησιμοποίησε το παλιό ιερατικό φοινικικό αλφάβητο. Αυτό το αλφάβητο διατηρήθηκε ως το 700 πάνω-κάτω και τότε από την επίδραση πάλι των Φοινίκων που είχαν απλοποιήσει τη γραφή τους, οι Ίωνες και Αιολείς, μιμήθηκαν τους Φοίνικες και καθιέρωσαν το νέο τροποποιημένο
αλφάβητο (τη δημοτική γραφή).

Kαι μερικές άλλες ενδείξεις για την ύπαρξη γραφής στην Ελλάδα στα παλιά χρόνια.

Εξ άλλου υπάρχουν και αρχαίες πηγές και δοκουμέντα που ενισχύουν τη γνώμη μας. Αναφέραμε δε παραπάνω τις μαρτυρίες αυτές μία προς μία. Μα και από την “Ιλιάδα” (Ζ,168) κάτι βγαίνει. Πρώτα-πρώτα γίνεται λόγος για “σήματα λυγρὰ” που ήταν γραμμένα, “ἐν πίνακι πτυκτῷ”. Τα λυγρά αυτά σήματα δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ιερογλυφική ή ιερατική γραφή. Κι' αυτό, το ότι δηλαδή υπήρχε ιερογλυφική και ιερατική γραφή πριν από τον Η' αιώνα στις ελληνικές πολιτείες της Μικρασίας, μπορούμε να το μαντεύσουμε και από κάτι άλλο. Στην “Ιλιάδα” (Ξ, 291) γίνεται λόγος για ένα νυχτοπούλι που οι μεν άνθρωποι του λαού το έλεγαν κύμινδιν, οι δε θεοί χαλκίδα. Το ίδιο και για το ποτάμι Σκάμανδρος (Γ, 74) οι θεοί το έλεγαν Ξάνθον. Μα και άλλες τέτοιες διπλές ονομασίες υπάρχουν στα ομηρικά έπη. Ο Πλάτων μάλιστα (βλ. Κρατύλ. 392 a - b) απορεί και εξίσταται γιατί υπήρχαν για τα ίδια πράγματα διπλά ονόματα. Μου φαίνεται πως δεν είναι καθόλου ανεξήγητο το πράγμα. Υπήρχαν αυτά τα διπλά ονόματα, γιατί προϋπήρχε η ιερατική γραφή και το ιερατείο σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιούσε διπλές ονομασίες, ακολουθώντας δήθεν τη θεία θέληση, εξυπηρετώντας με τον τρόπο αυτόν ωρισμένους σκοπούς που σήμερα δεν μπορούμε να τους ξέρουμε. Έπειτα έχομε και μιαν άλλη αξιοπρόσεχτη μαρτυρία. Από τον Πλούταρχο μαθαίνομε πως τον καιρό που γύρισε από τη Μικρασία ο Αγησίλαος (394) και στρατοπέδευσε στη Βοιωτία ανακαλύφθηκε παλαιός τάφος και μέσα σ' αυτόν χάλκινη πινακίδα με άγνωστη γραφή 60. Κι' επειδή λοιπόν δεν μπορούσαν να εξηγήσουν το τί έλεγαν τα γράμματα την έστειλαν στην Αίγυπτο για να την ερμηνεύσουν οι εκεί ιερείς επειδή τα γράμματα έμοιαζαν μάλλον τα παλαιά αιγυπτιακά. Σύμφωνα με όσα ιστορεί ο Πλούταρχος πρέπει να δεχθούμε πως η γραφή αυτή ήταν προελληνική 61, μπορεί όμως να ήταν και πρωτοελλαδική ιερατική. Στην Ελλάδα ωστόσο, όταν πια οι Έλληνες μπήκαν στην ιστορική περίοδο της εξέλιξης τους και άρχισαν να παίζουν πρωτοποριακό ρόλο στην ιστορία της Μεσογείου, η γραφή άλλαξε απότομα και στη νέα γραφή διατυπώθηκαν όχι μόνο οι τολμηρότερες συλλήψεις του ανθρωπίνου πνεύματος, μα και σ' αυτή γράφηκαν όλα τα αριστουργήματα του πεζού και εμμέτρου λόγου.

* * *


 
Γιατί καταργήθηχε η ιερατική γραφή και καθιερώθηκε η δημοτική;

Γιατί όμως στήν Ελλάδα έχομε απότομη αλλαγή της γραφής και την εξαφάνιση της ιερατικής; Να ένα άλλο ζήτημα που πρέπει να το εξετάσουμε. Αν θυμηθούμε τα όσα είπαμε παραπάνω, δεν είναι δύσκολη η απάντηση. Το ζήτημα αυτό σχετίζεται άμεσα με τη θέση του ιερατείου μέσα στην ελληνική ιστορία. Τονίσαμε και εξηγήσαμε πιο μπροστά πως το ιερατείο στίς ελληνικές χώρες και μάλιστα στίς πολιτείες του Αιγαίου και της Ιωνίας, έχασε την προνομιακή του θέση από τις αρχές του Ζ' αιώνα και δώθε. Αν συμβουλευθούμε την ελληνική ιστορία εκείνου του καιρού θα μάθουμε πως γύρω στα χρόνια 700-650 στα παράλια της Μικρασίας που τα κατοικούσαν Ιωνες και Αιολείς, άρχισαν να συντελούνται μεγάλες οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές. Οι πόλεις που χτίστηκαν στα μέρη αυτά, πλουτίσαν και αναπτύχθηκαν πολύ, γιατί έγιναν τα πρώτα αξιόλογα οικονομικά κέντρα που χρησίμευσαν ως γέφυρα Ασίας και Ευρώπης και έμαθαν στους άλλους Έλληνες το εμπόριο και τη ναυτιλία 62. Στην περίοδο αυτή άρχισε με γοργό ρυθμό και η κοινωνική διαφοροποίηση στίς πόλεις αυτές. Το ιερατείο άρχισε να χάνει ένα-ένα τα προνόμια του. Από τους νέους δε ιστορικοκοινωνικούς και παραγωγικούς όρους που δημιουργήθηκαν στο αναμεταξύ, ο ρόλος του ιερατείου έγινε τροχοπέδη στην κοινωνική εξέλιξη. Γι' αυτό και άρχισε συστηματικά από τα κάτω η αντίδραση και η πολεμική. Όσο όμως το ιερατείο ήταν ο μοναδικός γνώστης της γραφής και ο φύλακας όλης της ως τα τότε πείρας, η δύναμη του ήταν ακλόνητη. Μα οι κοινωνίες δεν μένουν στάσιμες. Άμα αλλάξουν οι παραγωγικές συνθήκες και κυρίως άμα εξελιχθούν, οι παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έρχονται σε σύγκρουση με τις ισχύουσες παραγωγικές συνθήκες. Έτσι έγινε και στα παράλια της Μικρασίας από τα μέσα του Η' αιώνα και ύστερα. Το εμπόριο και η ναυτιλία έφεραν μεγάλες αλλαγές και γέννησαν το θεσμό της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους και προκάλεσαν μεγάλες πολιτικοκοινωνικές αναστατώσεις. Η μεγαλύτερη όμως μεταβολή ήταν η εισαγωγή της δημοτικής γραφής. Το πρώτο αποφασιστικό χτύπημα κατά του ιερατείου ήταν η δημοτική γραφή. Την πρόοδο που έφερε στα νεώτερα χρόνια η τυπογραφία, έφερε και στα παλιά εκείνα χρόνια η δημοτική γραφή. 

Ως τα χρόνια που το μεν ιερατείο αποτελούσε την ανώτερη “τάξη” της κοινωνίας, ο δε λαός δεν είχε καμμιάν απολύτως εξουσία, βαστούσε η αρχαϊκή παράδοση και η γραφή ήταν γνωστή μόνο στα προνομιούχα στρώματα του πληθυσμού. Άμα όμως άλλαξαν οι πολιτικοκοινωνικές συνθήκες, το ιερατείο δεν μπορούσε πια να παίζη τον ηγετικό πνευματικό ρόλο που έπαιζε πρίν. Μαζί με τόσους άλλους θεσμούς που αχρηστεύθηκαν και άλλαξαν ήταν και ο θεσμός που κρατούσε καστοποιημένη την ιερατική οργάνωση.

Επειδή όμως το ζήτημα είναι πολύ σπουδαίο και η νέα θεωρία μας, που ανοίγει άλλο δρόμο στη μελέτη του ομηρικού ζητήματος, έχει για αφετηρία της την πτώση του ελληνικού ιερατείου, πρέπει να αναλύσωμε πιο πλατιά τους όρους και τις συνθήκες της τοτινής εποχής που έφεραν αυτές τις σημαντικές αλλαγές. Πρώτα πρώτα πρέπει να ρίξουμε πάλι μιά βιαστική ματιά στην παλιά ελληνική ιστορία, γιά να δούμε ποια ήταν η θέση του ιερατείου στην προκρατική εποχή και ποιά ήταν στα ύστερα χρόνια. Όπως είπαμε και πιο μπροστά, γύρω στους άνακτες, βασιλείς, αρχηγούς, υπήρχε μιά ομάδα από ειδικούς - σοφούς, που όχι μόνο φρόντιζε για τις ιεροτελεστίες μα και για κάθε άλλο ζήτημα που είχε άμεση σχέση με την παραγωγή και τη συντήρηση της ομάδας. Οι ιερείς αυτοί ήταν, σα να πούμε, οι πνευματικοί ηγέτες του λαού σ' εκείνα τα χρόνια. Φυσικά από την τέτοια τους εξαιρετική θέση μέσα στην τότε κοινωνία δεν έκαμαν χειρωνακτικές δουλειές, σιτίζονταν δε από την κοινότητα. Πάνω στο ζήτημα αυτό δεν πρέπει να ξεχνούμε και τούτο, που έχει μεγάλη σημασία. Τον καιρό που βασικός οργανωτικός θεσμός της κοινωνίας ήταν το Γένος, επειδή κατ' ανάγκην ήταν καθιερωμένη η κοινοκτημοσύνη των αγαθών, δειπνούσαν όλα μαζί τα μέλη του Γένους 63. Τα δείπνα αυτά, μιά που η θρησκεία στα πιο παλιά χρόνια ήταν ο συνδετικός ιδεολογικός κρίκος των μελών του Γένους, θεωρούντανε ιερά. Όταν όμως με τον καιρό άλλαξαν οι κοινωνικές συνθήκες και ο θεσμός του Γένους άρχισε να διαλύεται, τα δείπνα αυτά ήταν υποχρεωτικά μόνο για τα μέλη μιας μόνο γενιάς, επειδή η κοινοκτημοσύνη άρχισε να καταργήται και δημιουργήθηκε βασική μονάδα της τοτινής οικονομίας ο οίκος (γενιά). Κάθε γενιά - σόι είχε σε μιαν ωρισμένη περιοχή κοινή ιδιοκτησία. Μα και πάλι με το πέρασμα πολλών χρόνων, άλλαξαν οι τέτοιες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες και επικράτησε πια ο θεσμός της ατομικής ιδιοκτησίας. Τότε τα τέτοια κοινά δείπνα δεν μπορούσαν να υπάρχουν. Επέζησαν μόνο σαν μιά ωραία ανάμνηση και πήραν πια το χαρακτήρα ωρισμένης ιεροτελεστίας. Κάθε τόσο γίνονταν γιορτές και τις ήμερες αυτές οργανώνονταν από το Κράτος δημόσια φαγοπότια 64.

Άμα λοιπόν διασπάσθηκε το γένος και δημιουργήθηκε ο θεσμός της ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στη γη και στ' άλλα αγαθά, παράλληλα δε γεννήθηκε και ο θεσμός του κράτους, το ιερατείο—εδώ μιλάμε για τις ελληνικέςχώρες —δεν μπορούσε πια να παραμένη στην παλιά του σύνθεση. Είπαμε και παραπάνω πως στην περιοχή του Αιγαίου το ιερατείο, άμα εμφανίσθηκε ο θεσμός του κράτους, έχασε την προνομιούχα θέση του. Ναι μεν χρειάζονταν οι ιερείς για τις ιεροτελεστίες, δεν χρειάζονταν όμως οι μάντεις, οι αοιδοί, οι κήρυκες. Από τη μια μεριά: οι “ειδικοί” αυτοί εξ αίτιας των γεωοικονομικων συνθηκών δεν πρόσφεραν πια σπουδαία υπηρεσία στην κοινωνία και από την άλλη: δεν υπήρχαν τώρα τα μέσα για να συντηρήται ένα τόσο πολυάριθμο ιερατείο. Όσο υπήρχε ο θεσμός του γένους, έτρωγαν όπως είπαμε, όλοι μαζί και έτσι όλη η κοινότητα έδινε σα να πούμε τον οβολό της για την συντήρηση του ιερατείου. Τον καιρό όμως που δημιουργήθηκε ο θεσμός της ατομικής ιδιοκτησίας έπρεπε να μπη στα άτομα ειδική φορολογία για τη συντήρηση των ιερέων. Φυσικά ο,τι χρειάζονταν για τις ιεροτελεστίες το έδιναν οι πολίτες κι' απ' αυτό συντηρούντανε οι ιερείς που έργο τους είχαν να κάμουν τις θυσίες. Όσο για τους άλλους τους ειδικούς (==αοιδούς, μάντεις 65 κλπ.) αυτοί δέν ήταν δυνατόν να ζουν σε βάρος ούτε του Κράτους, ούτε των πολιτών. Τον καιρό μάλιστα που καθιερώθηκε το νόμισμα σαν μέσο των ανταλλαγών, ο καθένας κοίταξε να μαζέψη χρήμα, να πλουτίση. Η ατομιστική δε ψυχολογία που δημιουργήθηκε και η μανία του πλουτισμού, απεξένωσαν τους ευγενείς από κάθε τι που δεν έφερνε σ' αυτούς κάποια απολαβή.

Στην περίοδο λοιπόν που αρχίζει η ναυτιλία και το εμπόριο του Αιγαίου να περνάη στα χέρια των Ελλήνων, το ιερατείο αρχίζει να ξεπέφτη. Οι άρχοντες, οι αρχηγοί του στρατού και οι προϊστάμενοι των θυσιών ήταν πριν τα ίδια πρόσωπα. Τώρα όμως οι βασιλείς παύουν να είναι και αρχηγοί του στρατού και αρχηγοί της πολιτείας. Περιορίζονται μόνο στα ιερατικά τους καθήκοντα 66. Κι' αφού έγιναν τέτοιες μεταβολές μέσα στην ελληνική κοινωνία και οι άνακτες έμειναν με τον παλιό τίτλο του αρχιερέα 67, ήταν δυνατό να έχουν θέση οι αοιδοί, οι μάντεις και όσοι άλλοι “ειδικοί” είχαν γίνει παράσιτα της κοινωνίας, αφού πια δεν προσφέρανε καμιά ωφέλιμη εργασία;

 
 
[<< Μέρος 3] [Άρθρα-Μελέτες] [Μέρος 5 >>]
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

45) Ο διάλογος αυτός είναι φανταστικός. Φαίνεται όμως πως ύστερα από τους περσικούς πολέμους και τη μεγάλη φήμη των Ελλήνων για την πρόοδο τους και εξ αιτίας που έδειχναν περιφρόνηση στους άλλους λαούς που τους θεωρούσανε κατώτερους (πας μη Έλλην βάρβαρος), άρχισε στους ασιατικούς λαούς η αντίδραση. Γι' αυτό με τον καιρό δημιουργήθηκαν παραδόσεις στην Αίγυπτο και ίσως κι' αλλού, πως οι Έλληνες όλα τα δανείσθηκαν από τους Ασιάτες και πως ενώ οι Ασιάτες είχαν γραπτά αρχεία για τα πιο παλιά χρόνια οι Έλληνες αρχίζουν από τον Όμηρο και μόνο πράξεις σύγχρονες τους έχουν να επιδείξουν και όχι παλαιά κατορθώματα τους. Κι' αν αναφέρουν μερικά κοινά κατορθώματα, πάλι δεν είναι δικά τους, αλλά άλλων λαών.

46) Με τη λέξη βέβηλος υπονοείται η δημοτική γραφή, η γραφή η προσιτή σε όλους.

47) Και ο Πλούταρχος (Σόλων 11) κάνει λόγο για τους παλαιούς χρησμούς των Δελφών. Επίσης μια παλαιά παράδοση έλεγε πως οι Μεσσήνιοι είχαν Ιεράς Βίβλους (Ιερά Χρονικά) στις οποίες αναγράφονταν οι θρησκευτικές διατάξεις (βλ. Τάκιτος Annal. IV, 43. Και ο Πολύβιος (XII, 10) αναφέρει “τας δημοσίας των πόλεων αναγραφάς”.

48) Γι' αυτό στην ιστορική εποχή άρχισαν να γράφουν τους ιερούς ύμνους και το κάθε τι που σχετίζονταν με τη θρησκεία και τους νόμους της πολιτείας σε ξύλινες πινακίδες και σε χάλκινες πλάκες όπως στας Αθήνας, και από τον ΣΤ' αιώνα πάνω σε μάρμαρο. (Βλ. Πολυδ. Η, 128 και Λυσίαν κατά Νικομάχου 17).

49) Υπάρχουν και άλλες παραδόσεις για την καταγωγή και προέλευση της ελληνικής γραφής. Υπάρχουν παλαοί μύθοι και θρύλοι που αποδίδουν την εφεύρεση της γραφής σε διαφόρους “ήρωες” (Παλαμήδη, Προμηθέα, Ορφέα, Μουσαίο, Φοίνικα), μα οι μύθοι αυτοί επειδή δεν σώθηκαν ακέραιες οι γραπτές γι' αυτούς πηγές δεν μας διαφωτίζουν και πολύ, (βλ. Ευριπίδη: Παλαμ απ. 578(2) Στησίχορο αποσ. 33 (εκδ. Bergk) και Σουΐδα στη λέξη Λίνος Χαλκιδεύς.

50) Τα όσα λέει στο μέρος αυτό ο Ηρόδοτος, οι ειδικοί που καταπιάσθηκαν με την ιστορία της ελληνικής γραφής, δεν τα επρόσεξαν όσο έπρεπε.

51) Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης είναι βέβαια πολύ μεταγενέστερος και δεν είναι ιστορικός με μεγάλο κύρος. Ωστόσο είναι βεβαιωμένο πως αντιγράφει τους παλαιοτέρους του ιστορικούς και μάλιστα τον Έφορο, που φαίνεται ήξερε καλά την ιστορία των ιωνικών και αιολικών πόλεων της Μ. Ασίας.

52) Και ο Πλάτων (Φαίδρ. 274d) δέχεται πως οι Αιγύπτιοι πρωτοβρήκανε τη γραφή και πως ο θεός τους Θεύθ είναι ο πατέρας της γραφής. Και ο Διόδωρος (Α, 69,5) ιστορώντας την αιγυπτιακή παράδοση λέει πως οι Αιγύπτιοι ισχυρίζονταν ότι αυτοί την επινόησαν (“τὴν τε τῶν γραμμάτων εὕρεσιν γενέσθαι καὶ τὴν τῶν ἄστρων παρατήρησιν”).

53) Αν ο Διόδωρος δεν ξεχωρίζη την ιερατική από τη δημοτική γραφή ο λόγος είναι ο ίδιος που έκανε και τον πολύ παλαιότερο του Ηρόδοτο να μη μπορή να κάμη τη διάκριση αυτή. Όπως κι' αν είναι, ο Διόδωρος σ' αυτά που γράφει ανακατεύει δυό παραδόσεις. Η μιά είναι πως οι Φοίνικες δίδαξαν τη γραφή στους Έλληνες τον πολύ παλιό καιρό, και η άλλη πως τροποποίησαν τη γραφή. Ανάμεσα στα δύο αυτά γεγονότα μεσολάβησε μεγάλο χρονικό διάστημα, αυτό όμως ο Διόδωρος δεν το ξεχωρίζει.

54) Τα όσα λέει ο Διόδωρος για το Λίνο, τον Ορφέα, Ηρακλέα, Θάμυρα κι' ακόμα για τα πελασγικά γράμματα θαρρώ πως είχαν σχέση με την ιερογλυφιχή ή ιερατική γραφή που πρωτοχρησιμοποιήθηκε στίς ελληνικές χώρες άμα έγινε η εισαγωγή της φοινικικής γραφής.

55) Είναι φανερο πως είχε υπ' όψη του και τον “Τίμαιο” του Πλάτωνα (βλ. 22 και παρ.).

56) Λέω “πανελλήνιας” γραφής, γιατί ο όρος δημοτική γραφή έχει τη θέση του όσο υπάρχει ιερογλυφική ή ιερατική γραφή. Στην αρχαία Ελλάδα μια που από τις εκεί ιστορικές ιδιομορφίες γενικεύθηχε η δημοτική γραφή και παράλληλα καταργήθηκε η ιερατική, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για δημοτική γραφή.

57) Κατ' Απίωνος, Α, 13. Ο Κάδμος ο Μιλήσιος παραδίδεται πως έγραψε “τήν κτίσιν της Μιλήτου και όλης Ιωνίας” δεν είναι όμως εξακριβωμένο πότε ακριβώς έζησε, Ίσως κατά τον Η' προς τον Ζ' αίωνα. Βλ. και Σουΐδα λέξ. Κάδμος, και Βekker. Έλλην. Avέκδ. II, 782, 14.

58) Η παράδοση γύρω στον Κάδμο το Μιλήσιο ίσως να κρύβει και ένα άλλο ιστορικό περιστατικό: πως δηλαδή στη Μίλητο πρωτοέγινε γνωστή η δημοτική γραφή.

59) Πιθανώτερο είναι πως στην Καρία της Μικρασίας υπήρχε κατά τόν Η' και Ζ' αιώνα αποικία φοινικική και γι' αυτό ομιλούνταν εκεί η φοινικική γλώσσά.

60) Κατά τον Πλούταρχο: “Περί του Σωκράτους δαιμονίου” (577 F, 578 Ε, 579 A—C έκδ. Βερναρδάκη τόμος 3ος) μέσα στον τάφο της Αλκμήνης βρέθηκαν και άλλα αντικείμενα και “πίναξ χαλχοῦς ἔχων γράμματα πολλὰ θαυμαστὰ ὡς παμπάλαια· γνῶναι γὰρ ἐξ αὐτῶν οὐδὲν παρεῖχε καίπερ ἐκφανέντα τοῦ χαλκοῦ καταπλυθέντος, ἀλλ' ἴδιος τις ὁ τύπος καὶ βαρβαρικὸς τῶν χαραχτήρων ἐμφερέστατος Αἰγυπτίοις”.

61) Ό Κεραμόπουλος στις ανασκαφές που έκαμε στα 1923 στάς Θήβας (βλ. Θηβαϊκά”) βρήκε αμφορείς με γράμματα άγνωστης γραφής. Τα “γράμματα” όμως αυτά μπορεί να είναι και προελληνικά, μπορεί και πρωτοελλαδικά. Καμμιά θετική ένδειξη δεν υπάρχει που να μας κατατοπίζη στο ζήτημα αυτό. Ωστόσο πιστοποιεί πως η γραφή δεν ήταν άγνωστη στη Βοιωτία προ του 1000. Πλάλες μ' άγνωστη γραφή βρέθηκαν εφέτος (Απρίλης 1939) στην περιοχή Χώρας-Πύλου όπου κάνει ανασκαφές η Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή και όπου πιθανολογείται πως ήταν τα ανάκτορα του Νέστορος. Μα και από τις ανασλαφές της Κρήτης, ανακαλύφθηκε πως χρησιμοποιούντανε γραφή ιδιόρρυθμη και άγνωστη στους άλλους ασιατικούς λαούς. Δίχως άλλο η γραφή της Κρήτης και της Πύλου είναι ιερατική ή ιερογλυφική.

62) Βλ. Ηροδ. Β, 152-154 και Διόδωρο, Α, 66,12 και 67,9.

63) Στην Οδύσσεια γ, 5-9, 43-50, 339-341 περιγράφονται πολύ όμορφα τα τέτοια κοινά (δημόσια) δείπνα. Τα μέλη του Γένους κάθονταν σε μεγάλα μακριά τραπέζια (έδρας) και έτρωγαν όλα μαζί. Κάθονταν δε καμμιά πεντακοσαριά στο τραπέζι. Ο αριθμός αυτός ίσως να μην είναι ολότελα φανταστικός, γιατί τόσος πάνω κάτω ήταν ο αριθμός των μελών του Γένους.

64) Βλ. Πολυδ. Α. 34, Ψ/Ξενοφ. Αθην. Πολιτ. 3, Σχολ. στις Νεφέλεςς Αριστοφάνη 386, Πλούταρχ. Περικλ. 11, τού ιδίου: Σόλων 14, Ισοκράτ. Αρεοπαγ. 29.

65) Βέβαια η εκπολιτιστική ανάπτυξη της ελληνικής κοινωνίας δεv έφθασε σε τέτοιο σημείο εξέλιξης που ο λαός να μη πιστεύη στις προφητείες και μαντείες. Κάθε άλλο μάλιστα, η θρησκοληψία ήταν φαινόμενο πολύ ισχυρό. Ωστόσο δεν μπορούσαν να υπάρχουν σε κάθε πόλη μάντεις επίσημοι που να σιτίζονται απο το Κράτος, γιατί στο αναμεταξύ τα δυο τρία Μαντεία είχαν αποχτήσει τέτοια φήμη, ώστε έγιναν πανελλήνια πρακτορεία που έδιvαv κάθε λογής “προφητικές” ειδήσεις και πληροφορίες, αφού εννοείται καλοπληρώνονταν πρώτα.

66) Διονυσ. Αλικαρν. 13, 65. Σουΐδα λ. Χάρων Αισχύλ. Ικέτ. 369 (357), Ευριπίδ. Ορέστης 1594-1597, Ψευδο-Δημοσθ. κατά Nεαίρ. 74-81, Ξενοφ. Λακεδ. Πολιτ. 13-15, Αριστοτέλ. Αθ. Πολιτ. 3,2 και 57,1-2, και Ηρόδοτ. IV, 161, Πλάτων. Πολιτικός 290e και Θουκυδ. Α, 13,1.

67) Για το θεσμό της βασιλείας στην προϊστορική εποχή—στην περίοδο δηλαδή που ο άνθρωπος βρισκόταν ακόμα στο προστάδιο του πολιτισμού—βλέπε στα ελληνικά τη μελέτη του Λ. Πηνιάτογλου “Η αρχαϊκή μορφή του βασιλικού θεσμού” Αθ. 1938, όπου σημειώνεται και η σπουδαιότερη ξένη βιβλιογραφία.


 


Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Απρίλιος 2001