[<< Μέρος 3] | [Άρθρα-Μελέτες] | [Μέρος 5 >>] |
ΓΙΑΝΗΣ Κ. ΚΟΡΔΑΤΟΣ
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΤΟ ΟΜΗΡΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
(Μέρος 4)
Η πρoϊστορία της Ελληνικής
γραφής
Έπρεπε λοιπόν να υπάρχη γραφή και φυσικά η γραφή αυτή ήταν γνωστή μόνο στους σοφούς (ιερατείο). Να παραδεχθούμε πως οι Έλληνες ιερείς είχαν πάρα πολύ ασκημένο το μνημονικό τους και όλη την πριν απ' αυτούς “ιστορική” παράδοση τη διαιωνίζανε από γενεά σε γενεά με τον προφορικό λόγο, δεν είναι καθόλου λογικό και σωστό, και εξηγήσαμε το γιατί πιο παραπάνω. Μπορεί όμως κανείς να ρωτήση: Το ότι οι ασιατικοί λαοί χρησιμοποιούσαν γραφή από τα πολύ παλιά χρόνια μας το λένε και πολλοί αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς και το απέδειξαν τα ευρήματα των αρχαιολογικών ανασκαφών. Στην Ελλάδα όμως ούτε οι ανασκαφές έφεραν στο φως ελληνική γραφή πρίν από τον Ζ' αίωνα και ούτε υπάρχουν μαρτυρίες που να βεβαιώνουν πως ήταν γνωστή η γραφή στα πρίν του 650 π. Χ. χρόνια. Η ερώτηση αυτή είναι δικαιολογημένη και πρέπει να την προσέξουμε. Είναι αλήθεια πως ο Ηρόδοτος δεν αναφέρει καθόλου παλαιά “ελληνικά χρονικά”. Ο Ηρόδοτος κάνει μεν λόγο για την ελληνική γραφή, μα δεν καθορίζει πότε εισήχθηκε κι' ούτε λέει καθαρά αν υπήρχε διγραφία στην Ελλάδα. Βγαίνει ωστόσο από τα γραφόμενά του πως η γραφή καθιερώθηκε στα πολύ παλιά χρόνια. Ο Πλάτων πάλι στο διάλογο του “Τίμαιος” κάνοντας λόγο για την πανάρχαια ιστορία της Αττικής βάλλει στο στόμα ενός Αιγυπτίου 45 ιερέα τούτα εδώ τα λόγια: Έχομε ωστόσο μερικές άλλες νεώτερες μαρτυρίες που πρέπει να τις προσέξουμε. Ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς παραδέχεται πως στην Ελλάδα από τα πολύ παλιά χρόνια υπήρχαν λογογράφοι που εξέταζαν και αντέγραφαν τα ιερά Βιβλία των πόλεων και των γενών και πως τα τέτοια παλαιά Χρονικά ήταν γραμμένα άλλα στην ιερατική γραφή και άλλα στη δημοτική. “Ὅσαι διασώζονται —γράφει— παρὰ τοῖς ἐπιχωρίοις μνῆμαι κατὰ Ἔθνη καὶ κατὰ πόλεις εἴτ' ἐν ἱεροῖς εἴτ' ἐν βεβήλοις 46 ἀποκείμεναι γραφαὶ” (περί Θουκυδίδου 5 εκδ. Reiske τ. VI). Ο Πλούταρχος πάλι (προς Κολώτην I7 F) ομιλεί για τις πολύ παλαιές αναγραφές των Λακεδαιμονίων, ενώ ο Λατίνος Βάρρων (de ling. lat. V, 27) αναφέρει μερικές λέξεις των Ιερών Βιβλίων (των Ελλήνων) που σώζονταν στας Αθήνας και που η γλώσσα τους ήταν αρχαϊκή 47. Ο Παυσανίας δε όταν περιώδευε την Ελλάδα μάθαινε από τους ιερείς των πόλεων τις τοπικές γύρω στη θρησκεία και την ιστορία παραδόσεις που τις διδάχθηκαν από τα παλαιά Ιερά Βιβλία. Κοντά στις παραπάνω μαρτυρίες θαρρώ πως αξίζει να αναφέρω και τα όσα λέει ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς σχετικά με τα Ιερά Γράμματα των ασιατικών λαών στην παλαιά προχριστιανική εποχή. Πρώτα πρώτα τονίζει κι' αυτός πως στην Αίγυπτο στα χρόνια του μάθαιναν για τις ανάγκες του εμπορίου την επιστολογραφική γραφή, δηλαδή τη δημοτική, και οι επίσημοι, και οι σοφοί την ιερατική και ιερογλυφική. (Στρωμ. V, 4). “Οἶμαι αὐτὴν (τὴν ἐβραϊκὴν γλῶσσαν) ἱερὰν εἶναι φωνὴν, ὥσπερ γὰρ ἐν τοῖς ἑλληνικοῖς ναοῖς ἴδιοι τινες ἦσαν χαραχτῆρες γραμμάτων οὓς ἱερατικοὺς προσηγόρευον” (Εις τα άποορα της θείας γραφής, απαντ. ΞΑ'—Πατρολ. Migne, 80). Κι' αν δεν υπήρχαν οι παραπάνω μαρτυρίες, πάλι δεν θα μπορούσαμε να παραδεχθούμε πως τάχα οι Έλληνες έκα ναν εξαίρεση και πως στην περίοδο που δεν είχαν ακόμα πατήσει το κατώφλι του πολιτισμού, οι ιερείς των δεν κρατούσαν γραπτά “αρχεία”. Τέτοιες “εξαιρέσεις” δεν υπάρχουν στην ιστορία. Ες άλλου ούτε ο Ηρόδοτος θάβρισκε μιά τόσο πλούσια αρχειακή πηγή για να συνθέση την ιστορία του, ούτε ο Θουκυδίδης θα μας πληροφορούσε με κατηγορηματικό τρόπο για ένα σωρό θεσμούς και παραδόσεις της παλιάς ιστορίας της Αττικής. Μα ούτε και ο Αισχύλος και ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης θα μπορούσαν να τροφοδοτήσουν την έμπνευση τους με το “ιστορικό” υλικό της προϊστορικής εποχής. Και ούτε μπορούσαν να γραφούν η “Ιλιάδα” και η “Οδύσσεια”, η “Θηβαΐς”, η “Θεογονία”, οι διάφοροι “Ύμνοι” στους θεούς, οι “Επίγονοι” και τόσα άλλα έπη και ιστορίες. Αν όμως η ιερατική παράδοση (τα Ιερά Βιβλία) χάθηκαν ή αχρηστεύθηκαν στην υστερα από το 700 π. Χ. εποχή δεν σημαίνει πως δεν υπήρχαν κάποτε τέτοια Ιερά βιβλία. Για να χαθούν τα τέτοια ιερά χρονικά θα πη πως υπήρχε κάποιος σοβαρός λόγος. Αν εξετάσουμε καλύτερα τα πράγματα θα ιδούμε ποια ήταν η αιτία. Πρώτα πρώτα ας μη ξεχνούμε πως και στην ιστορική εποχή χάθηκαν πολλά έργα, που μάλιστα είχαν εκδοθή σε πολλά αντίγραφα. Η “Θηβαΐς”, οι “Επίγονοι”, τα “Κύπρια Έπη”, η “Αιθιοπίς”, ο “Μαργίτης” κλπ. και πιο ύστερα πολλές τραγωδίες του Αισχύλου, Σοφοκλή, Ευριπίδου, έργα του Θαλή, Ξενοφάνη, Αναξίμανδρου, Δημόκριτου, Λεύκιππου, Ηράκλειτου, και τόσων άλλων έχουν χαθή. Έπειτα, κι' αυτό είναι το σπουδαιότερο, από την εποχή που το ιερατείο στις ελληνικές χώρες περιορίστηκε αποκλειστικά στα θρησκευτικά-ιεροτελεστικά του καθήκοντα και έπαυσε να παίζη το ρόλο που έπαιζε πριν μέσα στο Γένος, δηλαδή έπαυσε να είναι το πνευματικό επιτελείο της κοινότητας, και παράλληλα, η μεν θρησκευτική υμνολογία και παράδοση μεταγράφηκε στη δημοτική γραφή, τα νέα δε ιστορικά γεγονότα αναγράφονταν από ανθρώπους του λαού, τα παλαιά “ιερά” Χρονικά δεν είχαν πια καμμιά αξία και δεν υπήρχε κανένας λόγος να φυλάγουνται όπως πριν. Ας μη ξεχνούμε ακόμα πως η γύρω στον Πυθαγόρα και τους Ορφικούς παράδοση αφήνει να μαντεύσουμε πως έγινε κάποια συστηματική προσπάθεια για να νεκραναστηθή η παλαιά ιερατική παράδοση. Η μυστική σιωπή που επεβάλλετο στους μαθητές του από τον Πυθαγόρα σήμαινε όχι πραγματική σιωπή μα το απόρρητο των διδασκαλιών του. Επίσης τα σύμβολα του και οι αριθμοί του δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ιερατική ή ιερογλυφική γραφή. Αυτός είναι και ο σπουδαιότερος λόγος που δεν σώθηκαν τα “έργα” του ονομαστού φιλοσόφου. Και σα συνέχεια σημειώνω ακόμα και την αρχαία παράδοση που έλεγε πως στο ναό των Δελφών υπήρχε ένα μεγάλο Ε ή ΕΙ που κανένας δεν μπορούσε να το εξήγηση. Ο Πλούταρχος, που έμεινε στο Μαντείο μερικά χρόνια και έγινε και ιερέας, προσπάθησε να δώση μιαν εξήγηση (βλ. Περί του Ε του εν Δελφοίς, Πλουτ. Ηθικά, έκδ. Βερναρδάκη τ. Γ') μα καθόλου δεν τα κατάφερε. Το ότι το Ε ή ΕΙ σήμαινε ΕΙΣΑΙ, δηλαδή ήταν μια θετική επιβεβαίωση του προσερχόμένου πιστού πως αναγνωρίζεικαι αποδέχεται την ύπαρξη του θεού, είναι εξήγηση που δε λέει τίποτα. Ο Πλούταρχος όταν ζούσε είχε πια σβήσει η ιερατική παράδοση και γι' αυτό δεν ήταν καλά κατατοπισμένος. Το Ε ή ΕΙ ήταν σύμβολο της πολύ παλιάς εποχής που ήταν καθιερωμένη η ιερογλυφική ή η ιερατική γραφή. Μια λοιπόν που δεν υπήρχαν στην Ελλάδα ειδικοί ιερείς που να καταχωρούν τα ιστορικά γεγονότα στα ύστερα από τον Η' αιώνα χρόνια, όλες δε οι παλιές παραδόσεις έγιναν κτήμα του λαού γιατί στο αναμεταξύ καταγράφηκαν από τους ραψωδούς, η παλιά ιερά γραπτή παράδοση μόνο σαν ανάμνηση διατηρήθηκε για μερικούς αιώνας, γιατί δεν ενδιαφέρονταν πια κανένας γι' αυτήν, μια που δεν υπήρχαν ούτε Ιερά Βιβλία ούτε διγραφία. Θαρρώ πώς όλοι αυτοί οι λόγοι δίνουν ικανοποιητική απάντηση στην ερώτηση που διατυπώθηκε παραπάνω. Εξ άλλου, όπως μας πληροφορεί ο Ηρόδοτος, οι παλαιοί έγραφαν σε τομάρια. Μα τα τομάρια καταστρέφονται από την πολυκαιρία. Αν σε ωρισμένες πόλεις χρησιμοποιούσαν πήλινες πλάκες κι' αυτές χάθηκαν ή καταστράφηκαν από πυρκαϊές, πλημμύρες, επιχωματώσεις, σεισμούς και από άλλες αιτίες 48, δεν αποκλείεται όμως κάπου να υπάρχουν πλάκες θαμμένες μέσα στο χώμα περιμένοντας να τις απελευθέρωση η αρχαιολογική σκαπάνη για να πουν τα μυστικά τους στους ειδικούς. * * * Οι αρχαίες ελληνικές πηγές για την ιστορία της γραφής Μα για να κατατοπισθούμε καλύτερα, ας δούμε τώρα τί λένε οι αρχαίες ελληνικές πηγές σχετικά με το ζήτημα της εισαγωγής στην Ελλάδα της γραφής. Όπως ξέραμε, η αρχαιότερη μαρτυρία είναι του Ηροδότου. Ο πατέρας της ιστορίας, που είχε μάλιστα ένα σωρό “αρχειακό” υλικό για την ιστορία της ελληνικής φυλής καθώς και για την ιστορία των ασιατικών λαών, λέει τούτα εδώ για την εισαγωγή της ελληνικής γραφής: Από τα γραφόμενα του Ηροδότου 49 βγαίνουν τα εξής θετικά συμπεράσματα: α) πως οι Ίωνες μεταχειρίστηκαν τη φοινικική γραφή· β) πως ύστερα από πολλά χρόνια “ἅμα τῇ φωνῇ μετέβαλλον καὶ τὸν ρυθμὸν τῶν γραμμάτων”· γ) πως οι Ίωνες καθώς και οι Βάρβαροι μεταχειρίζονταν διφθέρες για γραφική ύλη και δ) πως το φοινικικό αλφάβητο οι Έλληνες το μεταρρύθμισαν 50. Ποιο όμως νόημα έχουν αυτά που ιστορεί για την καταγωγή της ελληνικής γραφής ο Ηρόδοτος; Έχουν το νόημα πως οι Έλληνες “ύστερα από πολλά χρόνια” από τότε που πήραν το φοινικικό αλφάβητο, μεταρρύθμισαν τη γραφή τους. Πολλοί νομίζουν πως η μεταρρύθμιση περιωρίστηκε στην προσθήκη και άλλων γραμμάτων. Δεν νομίζω πως αυτό το νόημα βγαίνει στα όσα αναφέραμε παραπάνω πως γράφει ο Ηρόδοτος. Στα γραφόμενα του υπάρχει πολύ καθαρά τολυο το νόημα: Οι Έλληνες πήραν από τους Φοίνικας τη γραφή· στην αρχή χρησιμοποίησαν τη γραφή αυτή όπως τη χρησιμοποιούσαν και οι Φοίνικες, ύστέρα όμως από πολλά χρόνια την μεταρρύθμισαν. Ποια λοιπόν είναι η μεταρρύθμιση αυτή; Ήταν η “μεταβολή της φωνής και του ρυθμού” των γραμμάτων, δηλαδή η ιερογλυφική ή ιερατική γραφή μεταρρυθμίστηκε σε δημοτική. Άλλη έννοια δεν χωρεί στο ηροδότειο. κείμενο. Έπειτα, έχομε και τη μαρτυρία του Διοδώρου 51που κι' αυτήν οι φιλόλογοι δεν την πρόσεξαν όσο έπρεπε ή πιο σωστά δεν την ερμήνευσαν σωστά. Ο Διόδωρος ακολουθώντας την κρητική παράδοση λέει: Τι λέγει ο Ιώσηπος για τnv ιστορία της ελληνικής γραφής. Αλλού όμως ο Διόδωρος λέει ακόμα πως οι Έλληνες χρησιμοποίησαν τη φοινικική γραφή τον καιρό που κατοικούσανε στην Ελλάδα οι Πελασγοί,που πρώτοι κάνανε χρήση του φοινικικού αλφάβητου (III. 67) 54. Έχομε ακόμα και μιά άλλη μαρτυρία του Ιωσήπου που αξίζει να την προσέξουμε. Λέει ο Ιώσηπος πως: Μερικοί, επειδή ο Ιώσηπος 57
κάνει λόγο για τον Κάδμο το Μιλήσιο 58,
έχουν να πουν πως αυτά που γράφει ο Ηρόδοτος,
και ο Διόδωρος για την προέλευση του ελληνικού
αλφάβητου δεν είναι σωστά και πως γίνεται
σύγχυση της Φοινίκης που ήταν στην Καρία
με τη Φοινίκη της Ασίας. Γι' αυτό λένε πως
το όνομα Φοίνιξ κακώς ταυτίστηκε με
το όνομα των βορειοδυτικοσημιτικων λαών.
Άρα ο Κάδμος της προηροδοτείου εποχής είναι
άσχετος με τους Σημίτες-Φοίνικες. Όλες
αυτές τις υποθέσεις δεν τις βρίσκω σωστές.
Φοίνικες μπορεί στα χρόνια που η Μικρασία
πήρε ελληνικό χαρακτήρα, να υπήρχαν στην
Καρία σαν άποικοι 59, Και ίσως
αυτοί να είναι εκείνοι που δί'δαξαν για
δεύτερη φορά τη χρήση της δημοτικής γραφής
στους Αιολο-Ίωνας τον καιρό που μόλις άρχισε
να χρησιμοποιήται το όνομα Έλληνες σαν
εθνικό όνομα των Ιώνων, Αιολέων και Δωριέων.
Φαίνεται δε πως η κοινωνική διαφοροποίηση
στα μέρη της Μικρασίας άρχισε πρώτα στην
αντικρινή περιοχή της Χίου (στα σύνορα
Αιολέων και Ιώνων), γιατί η περιοχή αυτή
επηρεάζονταν οικονομικώς από τη Λυδία
που εκείνο τον καιρό ήκμαζε πολύ. Είτε λοιπόν
υπήρχαν στον Η' αιώνα Φοίνικες άποικοι
στην Καρία—και φαίνεται να υπήρχαν—είτε
όχι, ένα είναι σωστό πως: και οι Προέλληνες
χρησιμοποιούσαν γραφή (είχαν την ιερογλυφική
κι' ύστερα την ιερατική γραφή) και οι Έλληνες
πέρασαν από το ίδιο στάδιο και στην αρχή
χρησιμοποίησαν την ιδεογραφική γραφή και
υστέρα πέρασαν στην ιερογλυφική και ιερατική.
Σε μιά όμως ωρισμένη περίοδο επικράτησε
η φοινικική (ιερατική) γραφή. Δεν μπορούμε
φυσικά να καθορίσουμε χρονολογικά την
περίοδο αυτή, και αν αυτό έγινε πριν κατεβούν
οι Δωριείς στην Ελλάδα. Κατά τη δική μας
γνώμη, φαίνεται αυτό έγινε πριν κατεβούν
οι Δωριείς. Όπως κι' αν έχει το πράγμα ο
λαός που στα ύστερα από τον Η' αίώνα πήρε
το όνομα Έλληνες χρησιμοποίησε το παλιό
ιερατικό φοινικικό αλφάβητο. Αυτό το αλφάβητο
διατηρήθηκε ως το 700 πάνω-κάτω και τότε
από την επίδραση πάλι των Φοινίκων που
είχαν απλοποιήσει τη γραφή τους, οι Ίωνες
και Αιολείς, μιμήθηκαν τους Φοίνικες και
καθιέρωσαν το νέο τροποποιημένο
Kαι μερικές άλλες ενδείξεις για την ύπαρξη γραφής στην Ελλάδα στα παλιά χρόνια. Εξ άλλου υπάρχουν και αρχαίες πηγές και δοκουμέντα που ενισχύουν τη γνώμη μας. Αναφέραμε δε παραπάνω τις μαρτυρίες αυτές μία προς μία. Μα και από την “Ιλιάδα” (Ζ,168) κάτι βγαίνει. Πρώτα-πρώτα γίνεται λόγος για “σήματα λυγρὰ” που ήταν γραμμένα, “ἐν πίνακι πτυκτῷ”. Τα λυγρά αυτά σήματα δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ιερογλυφική ή ιερατική γραφή. Κι' αυτό, το ότι δηλαδή υπήρχε ιερογλυφική και ιερατική γραφή πριν από τον Η' αιώνα στις ελληνικές πολιτείες της Μικρασίας, μπορούμε να το μαντεύσουμε και από κάτι άλλο. Στην “Ιλιάδα” (Ξ, 291) γίνεται λόγος για ένα νυχτοπούλι που οι μεν άνθρωποι του λαού το έλεγαν κύμινδιν, οι δε θεοί χαλκίδα. Το ίδιο και για το ποτάμι Σκάμανδρος (Γ, 74) οι θεοί το έλεγαν Ξάνθον. Μα και άλλες τέτοιες διπλές ονομασίες υπάρχουν στα ομηρικά έπη. Ο Πλάτων μάλιστα (βλ. Κρατύλ. 392 a - b) απορεί και εξίσταται γιατί υπήρχαν για τα ίδια πράγματα διπλά ονόματα. Μου φαίνεται πως δεν είναι καθόλου ανεξήγητο το πράγμα. Υπήρχαν αυτά τα διπλά ονόματα, γιατί προϋπήρχε η ιερατική γραφή και το ιερατείο σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιούσε διπλές ονομασίες, ακολουθώντας δήθεν τη θεία θέληση, εξυπηρετώντας με τον τρόπο αυτόν ωρισμένους σκοπούς που σήμερα δεν μπορούμε να τους ξέρουμε. Έπειτα έχομε και μιαν άλλη αξιοπρόσεχτη μαρτυρία. Από τον Πλούταρχο μαθαίνομε πως τον καιρό που γύρισε από τη Μικρασία ο Αγησίλαος (394) και στρατοπέδευσε στη Βοιωτία ανακαλύφθηκε παλαιός τάφος και μέσα σ' αυτόν χάλκινη πινακίδα με άγνωστη γραφή 60. Κι' επειδή λοιπόν δεν μπορούσαν να εξηγήσουν το τί έλεγαν τα γράμματα την έστειλαν στην Αίγυπτο για να την ερμηνεύσουν οι εκεί ιερείς επειδή τα γράμματα έμοιαζαν μάλλον τα παλαιά αιγυπτιακά. Σύμφωνα με όσα ιστορεί ο Πλούταρχος πρέπει να δεχθούμε πως η γραφή αυτή ήταν προελληνική 61, μπορεί όμως να ήταν και πρωτοελλαδική ιερατική. Στην Ελλάδα ωστόσο, όταν πια οι Έλληνες μπήκαν στην ιστορική περίοδο της εξέλιξης τους και άρχισαν να παίζουν πρωτοποριακό ρόλο στην ιστορία της Μεσογείου, η γραφή άλλαξε απότομα και στη νέα γραφή διατυπώθηκαν όχι μόνο οι τολμηρότερες συλλήψεις του ανθρωπίνου πνεύματος, μα και σ' αυτή γράφηκαν όλα τα αριστουργήματα του πεζού και εμμέτρου λόγου. * * * |
Γιατί καταργήθηχε η ιερατική
γραφή και καθιερώθηκε η δημοτική;
Γιατί όμως στήν Ελλάδα έχομε απότομη αλλαγή της γραφής και την εξαφάνιση της ιερατικής; Να ένα άλλο ζήτημα που πρέπει να το εξετάσουμε. Αν θυμηθούμε τα όσα είπαμε παραπάνω, δεν είναι δύσκολη η απάντηση. Το ζήτημα αυτό σχετίζεται άμεσα με τη θέση του ιερατείου μέσα στην ελληνική ιστορία. Τονίσαμε και εξηγήσαμε πιο μπροστά πως το ιερατείο στίς ελληνικές χώρες και μάλιστα στίς πολιτείες του Αιγαίου και της Ιωνίας, έχασε την προνομιακή του θέση από τις αρχές του Ζ' αιώνα και δώθε. Αν συμβουλευθούμε την ελληνική ιστορία εκείνου του καιρού θα μάθουμε πως γύρω στα χρόνια 700-650 στα παράλια της Μικρασίας που τα κατοικούσαν Ιωνες και Αιολείς, άρχισαν να συντελούνται μεγάλες οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές. Οι πόλεις που χτίστηκαν στα μέρη αυτά, πλουτίσαν και αναπτύχθηκαν πολύ, γιατί έγιναν τα πρώτα αξιόλογα οικονομικά κέντρα που χρησίμευσαν ως γέφυρα Ασίας και Ευρώπης και έμαθαν στους άλλους Έλληνες το εμπόριο και τη ναυτιλία 62. Στην περίοδο αυτή άρχισε με γοργό ρυθμό και η κοινωνική διαφοροποίηση στίς πόλεις αυτές. Το ιερατείο άρχισε να χάνει ένα-ένα τα προνόμια του. Από τους νέους δε ιστορικοκοινωνικούς και παραγωγικούς όρους που δημιουργήθηκαν στο αναμεταξύ, ο ρόλος του ιερατείου έγινε τροχοπέδη στην κοινωνική εξέλιξη. Γι' αυτό και άρχισε συστηματικά από τα κάτω η αντίδραση και η πολεμική. Όσο όμως το ιερατείο ήταν ο μοναδικός γνώστης της γραφής και ο φύλακας όλης της ως τα τότε πείρας, η δύναμη του ήταν ακλόνητη. Μα οι κοινωνίες δεν μένουν στάσιμες. Άμα αλλάξουν οι παραγωγικές συνθήκες και κυρίως άμα εξελιχθούν, οι παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έρχονται σε σύγκρουση με τις ισχύουσες παραγωγικές συνθήκες. Έτσι έγινε και στα παράλια της Μικρασίας από τα μέσα του Η' αιώνα και ύστερα. Το εμπόριο και η ναυτιλία έφεραν μεγάλες αλλαγές και γέννησαν το θεσμό της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους και προκάλεσαν μεγάλες πολιτικοκοινωνικές αναστατώσεις. Η μεγαλύτερη όμως μεταβολή ήταν η εισαγωγή της δημοτικής γραφής. Το πρώτο αποφασιστικό χτύπημα κατά του ιερατείου ήταν η δημοτική γραφή. Την πρόοδο που έφερε στα νεώτερα χρόνια η τυπογραφία, έφερε και στα παλιά εκείνα χρόνια η δημοτική γραφή. Ως τα χρόνια που το μεν ιερατείο αποτελούσε την ανώτερη “τάξη” της κοινωνίας, ο δε λαός δεν είχε καμμιάν απολύτως εξουσία, βαστούσε η αρχαϊκή παράδοση και η γραφή ήταν γνωστή μόνο στα προνομιούχα στρώματα του πληθυσμού. Άμα όμως άλλαξαν οι πολιτικοκοινωνικές συνθήκες, το ιερατείο δεν μπορούσε πια να παίζη τον ηγετικό πνευματικό ρόλο που έπαιζε πρίν. Μαζί με τόσους άλλους θεσμούς που αχρηστεύθηκαν και άλλαξαν ήταν και ο θεσμός που κρατούσε καστοποιημένη την ιερατική οργάνωση. Επειδή όμως το ζήτημα είναι πολύ σπουδαίο και η νέα θεωρία μας, που ανοίγει άλλο δρόμο στη μελέτη του ομηρικού ζητήματος, έχει για αφετηρία της την πτώση του ελληνικού ιερατείου, πρέπει να αναλύσωμε πιο πλατιά τους όρους και τις συνθήκες της τοτινής εποχής που έφεραν αυτές τις σημαντικές αλλαγές. Πρώτα πρώτα πρέπει να ρίξουμε πάλι μιά βιαστική ματιά στην παλιά ελληνική ιστορία, γιά να δούμε ποια ήταν η θέση του ιερατείου στην προκρατική εποχή και ποιά ήταν στα ύστερα χρόνια. Όπως είπαμε και πιο μπροστά, γύρω στους άνακτες, βασιλείς, αρχηγούς, υπήρχε μιά ομάδα από ειδικούς - σοφούς, που όχι μόνο φρόντιζε για τις ιεροτελεστίες μα και για κάθε άλλο ζήτημα που είχε άμεση σχέση με την παραγωγή και τη συντήρηση της ομάδας. Οι ιερείς αυτοί ήταν, σα να πούμε, οι πνευματικοί ηγέτες του λαού σ' εκείνα τα χρόνια. Φυσικά από την τέτοια τους εξαιρετική θέση μέσα στην τότε κοινωνία δεν έκαμαν χειρωνακτικές δουλειές, σιτίζονταν δε από την κοινότητα. Πάνω στο ζήτημα αυτό δεν πρέπει να ξεχνούμε και τούτο, που έχει μεγάλη σημασία. Τον καιρό που βασικός οργανωτικός θεσμός της κοινωνίας ήταν το Γένος, επειδή κατ' ανάγκην ήταν καθιερωμένη η κοινοκτημοσύνη των αγαθών, δειπνούσαν όλα μαζί τα μέλη του Γένους 63. Τα δείπνα αυτά, μιά που η θρησκεία στα πιο παλιά χρόνια ήταν ο συνδετικός ιδεολογικός κρίκος των μελών του Γένους, θεωρούντανε ιερά. Όταν όμως με τον καιρό άλλαξαν οι κοινωνικές συνθήκες και ο θεσμός του Γένους άρχισε να διαλύεται, τα δείπνα αυτά ήταν υποχρεωτικά μόνο για τα μέλη μιας μόνο γενιάς, επειδή η κοινοκτημοσύνη άρχισε να καταργήται και δημιουργήθηκε βασική μονάδα της τοτινής οικονομίας ο οίκος (γενιά). Κάθε γενιά - σόι είχε σε μιαν ωρισμένη περιοχή κοινή ιδιοκτησία. Μα και πάλι με το πέρασμα πολλών χρόνων, άλλαξαν οι τέτοιες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες και επικράτησε πια ο θεσμός της ατομικής ιδιοκτησίας. Τότε τα τέτοια κοινά δείπνα δεν μπορούσαν να υπάρχουν. Επέζησαν μόνο σαν μιά ωραία ανάμνηση και πήραν πια το χαρακτήρα ωρισμένης ιεροτελεστίας. Κάθε τόσο γίνονταν γιορτές και τις ήμερες αυτές οργανώνονταν από το Κράτος δημόσια φαγοπότια 64. Άμα λοιπόν διασπάσθηκε το γένος και δημιουργήθηκε ο θεσμός της ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στη γη και στ' άλλα αγαθά, παράλληλα δε γεννήθηκε και ο θεσμός του κράτους, το ιερατείο—εδώ μιλάμε για τις ελληνικέςχώρες —δεν μπορούσε πια να παραμένη στην παλιά του σύνθεση. Είπαμε και παραπάνω πως στην περιοχή του Αιγαίου το ιερατείο, άμα εμφανίσθηκε ο θεσμός του κράτους, έχασε την προνομιούχα θέση του. Ναι μεν χρειάζονταν οι ιερείς για τις ιεροτελεστίες, δεν χρειάζονταν όμως οι μάντεις, οι αοιδοί, οι κήρυκες. Από τη μια μεριά: οι “ειδικοί” αυτοί εξ αίτιας των γεωοικονομικων συνθηκών δεν πρόσφεραν πια σπουδαία υπηρεσία στην κοινωνία και από την άλλη: δεν υπήρχαν τώρα τα μέσα για να συντηρήται ένα τόσο πολυάριθμο ιερατείο. Όσο υπήρχε ο θεσμός του γένους, έτρωγαν όπως είπαμε, όλοι μαζί και έτσι όλη η κοινότητα έδινε σα να πούμε τον οβολό της για την συντήρηση του ιερατείου. Τον καιρό όμως που δημιουργήθηκε ο θεσμός της ατομικής ιδιοκτησίας έπρεπε να μπη στα άτομα ειδική φορολογία για τη συντήρηση των ιερέων. Φυσικά ο,τι χρειάζονταν για τις ιεροτελεστίες το έδιναν οι πολίτες κι' απ' αυτό συντηρούντανε οι ιερείς που έργο τους είχαν να κάμουν τις θυσίες. Όσο για τους άλλους τους ειδικούς (==αοιδούς, μάντεις 65 κλπ.) αυτοί δέν ήταν δυνατόν να ζουν σε βάρος ούτε του Κράτους, ούτε των πολιτών. Τον καιρό μάλιστα που καθιερώθηκε το νόμισμα σαν μέσο των ανταλλαγών, ο καθένας κοίταξε να μαζέψη χρήμα, να πλουτίση. Η ατομιστική δε ψυχολογία που δημιουργήθηκε και η μανία του πλουτισμού, απεξένωσαν τους ευγενείς από κάθε τι που δεν έφερνε σ' αυτούς κάποια απολαβή. Στην περίοδο λοιπόν που αρχίζει η ναυτιλία και το εμπόριο του Αιγαίου να περνάη στα χέρια των Ελλήνων, το ιερατείο αρχίζει να ξεπέφτη. Οι άρχοντες, οι αρχηγοί του στρατού και οι προϊστάμενοι των θυσιών ήταν πριν τα ίδια πρόσωπα. Τώρα όμως οι βασιλείς παύουν να είναι και αρχηγοί του στρατού και αρχηγοί της πολιτείας. Περιορίζονται μόνο στα ιερατικά τους καθήκοντα 66. Κι' αφού έγιναν τέτοιες μεταβολές μέσα στην ελληνική κοινωνία και οι άνακτες έμειναν με τον παλιό τίτλο του αρχιερέα 67, ήταν δυνατό να έχουν θέση οι αοιδοί, οι μάντεις και όσοι άλλοι “ειδικοί” είχαν γίνει παράσιτα της κοινωνίας, αφού πια δεν προσφέρανε καμιά ωφέλιμη εργασία; |
[<< Μέρος 3] | [Άρθρα-Μελέτες] | [Μέρος 5 >>] |