[<< Μέρος 1] | [Άρθρα-Μελέτες] | [Μέρος 3 >>] |
ΓΙΑΝΗΣ Κ. ΚΟΡΔΑΤΟΣ
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΤΟ ΟΜΗΡΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
(Μέρος 2)
Το ομηρικό ζήτημα εξακολουθεί
να συζητείται.
Αντίθετα από τον Βιλαμόβιτς, ο Ε. Bethe δέχεται πώς υπάρχει εσωτερική ενότητα στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια, και πώς έγιναν πολλές παρεμβολές στο αρχικό κείμενο. Μα οι προσθήκες αυτές δεν χάλασαν τον πρώτο πυρήνα. Πάντα υπάρχει κάποιος επικός ποιητής πού έδωκε την “τελειωτική” μορφή στα δυό έπη, τη μορφή (σχήμα) πού έφτασε ως εμάς. Και για μεν την Ιλιάδα δέχεται πώς διαμορφώθηκε οριστικώς τον ΣΤ' αιώνα, για την Οδύσσεια δε στα μέσα του ΣΤ' αιώνα ή και αργότερα ακόμα. Ο Ε. Schwartz πάλι στη μελέτη του (Οδύσσεια, 1924) υποστηρίζει πως η τελευταία διασκευή και αποκατάσταση της Οδύσσειας έγινε στας Αθήνας στα χρόνια του Πεισιστράτου. Όσο για την Ιλιάδα, στη μελέτη του (Η γένεσις της Ιλιάδος, 1918) δέχεται πώς αυτή βγήκε από την ένωση τριών παλαιών έπων. Το ένα είναι Η μήνις του Αχιλλέως, το άλλο: Ο πόλεμος κατά της Τροίας, και το τρίτο: Ο θάνατος του Αχιλλέως. Απ' αφορμή τις μελέτες του Schwartz, ο Βιλαμόβιτς έγραψε νέο βιβλίο πάνω στο ομηρικό ζήτημα (Ο νόστος του Οδυσσέως, 1927). Στο βιβλίο του αυτό ο Βιλαμόβιτς τροποποιώντας κάπως παλαιότερες γνώμες του υποστηρίζει πως η Οδύσσεια δεν είχε αρχικά τη μορφή πού έχει σήμερα και πως η σειρά των έπων παλαιότατα ήταν οι περιπλανήσεις του Οδυσσέα (ε-μ). Η Τηλεμάχεια είναι νεώτερη προσθήκη. Τα στοιχεία φ, χ, ψ είναι παρμένα απ' άλλο έπος, το οποίον παραμεγάλωσε με το ω. Η Οδύσσεια όπως την κομμάτιασεν ο Βιλαμόβιτς φτιάχτηκε τον ΣΤ' αιώνα, ενώ η Τηλεμάχεια μιά - δυό γενεές υστερώτερα. Οι γνώμες αυτές του Βιλαμόβιτς κριτικαρίστηκαν αυστηρά από τον W. Schmid (στη Γραμματολογία του, 1929) και ακόμη πιο πολύ από τον Drerup (Ph. W. 1930). Εννοείται πως η συζήτηση εξακολουθεί και η φιλολογική κριτική πάνω στα ομηρικά κείμενα δεν έφθασε σε συμπέρασμα πού ομόφωνα να το παραδέχουνται όλοι όσοι μπορούν να έχουν γνώμη πάνω στα ζητήματα αυτά. Ο Δαίρπφελδ σχεδόν μόνος αντίπαλος της βολφιανής θεωρίας. Επειδή όμως εδώ δεν έχει τη θέση της η λεπτομερειακή αναγραφή όλης της γύρω στο ομηρικό ζήτημα βιβλιογραφίας 14, σημειώναμε μόνο πως η κρατούσα σήμερα γνώμη είναι πως η μεν γραφή έγινε γνωστή στην Ελλάδα τον Η' ή Ζ' αιώνα, τα δε ομηρικά έπη αρχικώς ήταν πολύ μικρότερα και διαφορετικώτερα στη μορφή τους, και πώς διασκευάστηκαν στον ΣΤ'' αιώνα, αφού ενώθηκαν και άλλα έπη και έτσι αποτελέστηκε το κείμενο πού έχομε. Σημειώναμε ακόμα πώς σχεδόν μοναδικός αντίπαλος όλων των παραπάνω θεωριών είναι ο Γερμανός αρχαιολόγος Γουλιέλμος Δαίρπφελδ, πού επιμένει στη γνώμη του πως ο Όμηρος έζησε στον ΙΒ' αιώνα και πως ο ίδιος έγραψε τα δυό έπη. Το μόνο πού παραδέχεται ο Δαίρπφελδ είναι πως η Ιλιάς και η Οδύσσεια δεν εγράφηκαν στη μορφή και την έκταση πού έφθασαν ως εμάς. Δέχεται δηλαδή πώς έγιναν προσθήκες και παρεμβολές από δεύτερο και τρίτο χέρι. Επειδή όμως δίκαιο είναι ν' ακουσθή ή γνώμη του γηραιού ομηριστού, γιατί σε πολλά λεπτομερειακά ζητήματα δεν φαίνεται να πέφτη έξω, αντιγράφαμε εδώ την “απολογία” του, γιατί με το να επιμένη στη γνώμη του κατάντησε να είναι κατηγορούμενος μπροστά στη φιλολογική επιστήμη. Εξ άλλου μας δίνει και μιά σύντομη, μα πιστή και ενημερωμένη περίληψη της ως τα σήμερα ιστορίας του ομηρικού ζητήματος και έτσι και από τη μεριά αυτή η γνώμη του είναι χρήσιμη. Αφού λοιπόν είναι έτσι τα πράγματα, ας δώσουμε το λόγο στον Δαίρπφελδ. ”Κατά την αρχαιότητα ο κύκλος των αμφισβητουμένων στοιχείων υπήρξε πολύ στενός. Ήσαν οι λόγιοι διαφόρου γνώμης αν αμφότερα τα έπη, η Ιλιάς και η Οδύσσεια, εποιήθησαν υπό του Ομήρου και που και πότε έζησεν ο ποιητής ούτος. Προς δε και περί του μεγέθους (αριθμού των στίχων) και της γλώσσης των αρχικών επών είχον οι λόγιοι αμφιβολίας. ”Κατά τους νεωτέρους χρόνους, κυρίως δε από του τέλους του δεκάτου ογδόου αιώνος και προ πάντων από των ανασκαφών του Σλίμαν εις Τροίαν, Μυκήνας και Τίρυνθα, προσετέθη μακρά σειρά αμφισβητήσεων, εξ ών αναφέρομεν ενταύθα μερικάς μόνον: Είναι τα δύο ταύτα έπη έργα της δημοτικής ποιήσεως ή της τεχνικής; Εποιήθησαν αρχικώς ως μεγάλα ενιαία έπη ή συνετέθησαν εκ πλειόνων παλαιοτέρων χωριστών ποιημάτων; Ή μήπως υπόκειται εις εκάτερον των δύο τούτων επών μικρότερων τι και παλαιότερον ποίημα ως αρχικός πυρήν, το όποιον υστέρα διηυρύνθη και ηυξήθη δια ποικίλων προσθηκών; Τίνα πολιτισμόν απεικονίζουν τα δύο έπη; Είναι ο πολιτισμός των χρόνων καθ' ους έζων οι ήρωες του Τρωικού πολέμου, τ. ε. του δωδεκάτου π. Χ. αιώνος; Ή μήπως είναι πολιτισμός νεωτέρας εποχής, κατά την οποίαν έζησαν ο Όμηρος ή οι διάφοροι ποιηταί; Ή μήπως είναι δυνατόν να διακρίνωμεν εις εκάτερον των επών διάφορα στρώματα πολιτισμού εντός των διαφόρων μερών; Μη είναι, τέλος, τα δια των δύο επών ψαλλόμενα συμβάντα, αφ' ενός η εκστρατεία των Ελλήνων κατά της Τροίας, η οποία σκοπόν είχε να επανακομισθή η Ελένη εις την πατρίδα, και αφ' ετέρου ο νόστος και αι περιπλανήσεις του Οδυσσέως πραγματικώς ιστορικά γεγονότα ή κρύπτονται εις αυτά μόνον μύθοι, παραδόσεις και φανταστικά πλάσματα των ποιητών; ”Εγώ ο ίδιος δεν είμαι φιλόλογος. Εγενόμην
ερευνητής των του Ομήρου δια των μακροχρονίων
ανασκαφών ας εξετέλεσα κατ' αρχάς μεν εν
συνεργασία μετά του Σλίμαν, έπειτα δε και
μετ' άλλων, εις πολυάριθμους ομηρικούς
τόπους. Τα έργα του Ομήρου εμελέτησα ήδη
προ 70 ετών, μαθητής ων του εν Μπάρμεν της
Γερμανίας γυμνασίου, και τα ηγάπησα ειλικρινώς.
Ύστερον μετεχειριζόμην και εμελέτων αυτά
πάντοτε εν Τροία και Τίρυνθι, εν Πύλω και
Ιθάκη, εγνώρισα δε και εμελέτησα αυτά κατά
βάθος και λεπτομερέστατα. Αλλά πλην των
επών ανέγνωσα και εξήτασα και την εκτεταμένην
βιβλιογραφίαν περί του ομηρικού ζητήματος.
Όσον περισσοτέρας πόλεις ομηρικάς ή πύργους
ανέσκαπτον, τόσον περισσότερον ηδραιούτο
παρ' εμοί η πεποίθησις ότι αμφότερα τα ποιήματα
του Ομήρου, ως προς την ουσίαν, παρέχουν
τας καταστάσεις του χρονικού διαστήματος
μεταξύ του Τρωικού πολέμου και της καθόδου
των Δωριέων, δηλαδή του δωδεκάτου περίπου
π.Χ. αιώνος, και δη επί όλων των πεδίων της
γνώσεως και του βίου. Όσα μας διδάσκουν,
όσα λέγουν τα κύρια μέρη των επών τούτων
περί ιστορίας και γεωγραφίας, περί πολιτικών
και οικονομικών καταστάσεων, περί θρησκείας
και ηθών, περί πόλεων και πύργων, περί οίκων
και σκευών, πάντα ταύτα ευρίσκονται κατά
την πεποίθησίν μου εν πλήρει συμφωνία προς
εκείνα πού δυνάμεθα να εξακριβώσωμεν εκ
των αποτελεσμάτων των ανασκαφών δια τους
Αχαιούς Έλληνας του δωδεκάτου π.Χ. αιώνος.
Εάν η σημαντική αυτή αλήθεια δεν ανεγνωρίσθη
εισέτι γενικώς· πταίουν προ παντός αι εσφαλμένοι
χρονολογίαι, αι οποίαι κρατούν την σήμερον
ακόμη εις την αρχαιολογίαν. Είναι αύται
αι χρονολογίαι της γεωμετρικής και της
ανατολικοελληνικής τέχνης, που προ 60 περίπου
ετών εισήχθησαν εις την ιστορίαν της ελληνικής
τέχνης υπό του Φουρτβαίγγλερ, τας οποίας
εν τούτοις εγώ έκτοτε κατεπολέμουν πάντοτε.
Η σπουδαιότης του πράγματος με αναγκάζει
να ασχοληθώ εις αυτό βαθύτερόν πως”.
Και επειδή, όπως είπαμε παραπάνω, ο Δαίρπφελδ αντιμετώπισε μιά τόσο αυστηρή κριτική του Βιλαμόβιτς, ή έπρεπε να αντεπιτεθή ή να εγκαταλείψη τον αγώνα. Προτίμησεν όμως ο επιφανής αρχαιολόγος να επιμείνη και να δικαιολόγηση άλλη μιά φορά τις γνώμες που διετύπωσε σχετικώς με τη χρονολογία της γένεσης και γραφής των ομηρικών επών, και παράλληλα να τονίση πως θεωρεί λαθεμένες τις γνώμες των αρχαιολόγων για τη γεωμετρική τέχνη. λαγήν των θεμελίων. ”Πλην της ιστορίας και γεωγραφίας αναφέρω ενταύθα εκ της πληθώρας της ύλης ολίγα μόνον ακόμη στοιχεία αποδεικνύοντα την μεγάλην αρχαιότητα των ομηρικών επών ”Οι Θεοί του Ομήρου δεν είναι εισέτι οι Θεοί της κλασικής Ελλάδος, οι οποίοι ανακαλύπτονται ολονέν περισσότερον ως αποτελούντες σύνδεσμον των ομηρικών Θεών μετά των προελληνικών τοπικών θεοτήτων της Ελλάδος και Μικράς Ασίας, αλλ' είναι τουναντίον οι των παναρχαίων ευγενών αχαιϊκών οικογενειών που εκ του Βορρά μετηνάστευσαν εις την Ελλάδα. ”Οι οίκοι των Αχαιών δεν περιγράφονται υπό του Ομήρου όμοιοι προς τους οίκους των Ιώνων ή των Αιολέων της Μικράς Ασίας. Ο ποιητής ούτος γνωρίζει ακόμη τα δύο είδη των βασιλείων μελάθρων, τα όποια, ως δεικνύουν τα αποτελέσματα των ανασκαφών, πράγματι υπήρξαν αμφότερα παράλληλα κατά τα τέλη της Β' χιλιετηρίδος π. Χ. εν Ελλάδι, δηλαδή τα απλά, αλλ' υψηλά βασίλεια μέλαθρα της Ιθάκης και Πύλου, τα οποία ουσιωδώς διεκρίνοντο από τα πλούσια και μετ' ανατολικής λαμπρότητας διακεκοσμημένα βασίλεια πού περιγράφονται υπό του Ομήρου εις Σπάρτην και Σχερίαν και τα οποία πρόκεινται ημίν νυν ανακαλυφθέντα εις Μυκήνας, Τίρυνθα και Κρήτην. Τινές των Αχαιών ηγεμόνων είχον διατηρήσει επί του πεδίου της οικοδομής ως και της κατασκευής των τάφων τον απλούν πολιτισμόν της μέσης Ευρώπης, ενώ άλλοι είχον δεχθή τα πολυτελή υλικά και τας λαμπράς μορφάς της εκ της Ανατολής καταγόμενης μυκηναϊκής τέχνης διά τα βασίλεια αυτών και τους θολωτούς των τάφους. ”Όμοιόν τι προς εκείνο εμφανίζεται κατά χαρακτηριστικόν τρόπον και εις τα όπλα. Ενώ Αχαιοί τινες διετήρουν ακόμη τα αρχαία όπλα αυτών και ιδία την μεγάλην και βαρείαν πυργωτήν ασπίδα, άλλοι έχουσιν ήδη την μικράν πέλτην, ήτις, ως διδάσκουν τα μνημεία, υπήρξεν εν χρήσει εν χώραις περί την ανατολικήν λεκάνην της Μεσογείου Θαλάσσης πολύ προ της καθόδου των Δωριέων, συγχρόνως προς την πυργωτήν ασπίδα. Εκ τούτου συμπεραίνομεν ότι ο Όμηρος δεν έψαλεν ούτε κατά το ήμισυ της Β' χιλιετηρίδος π. Χ., ότε η πυργωτή ασπίς ήτο ίσως ακόμη εν γενική χρήσει ούτε κατά τον Η' ή Ζ' αιώνα, ότε οι Ίωνες και Δωριείς Έλληνες δεν είχον πλέον ή την πέλτην, αλλ' έζησε μεταξύ των δύο εποχών, κατά τον 12ον περίπου αιώνα, ότε δηλαδή και τα δύο είδη ασπίδων ήσαν εν παραλλήλω χρήσει”. ”Την πολλάκις γενομένην ένστασιν, ότι η γλώσσα του Ομήρου δεν επιτρέπει την παραδοχήν μείζονος ηλικίας των επών, δυνάμεθα κάλλιστα να μη λάβωμεν υπ' όψιν, αφού ήδη πολλοί ειδικοί φιλόλογοι και ανεγνωρισμένοι γλωσσολόγοι ρητώς ζητούν τοιαύτην μετάθεσιν του Ομήρου εις προγενεστέραν εποχήν της μέχρι του νυν παραδεκτής. Τινές τούτων, ως π. χ. ο καθηγητής Ίναμα, θέτουν τα έπη, ένεκεν ακριβώς της γλώσσης, εις τον ΙΒ' αιώνα (Ο Όμηρος κατά την μυκηναϊκήν εποχήν, Omero nell' eta micenea, 1913). Απέναντι της ειρημένης ενστάσεως πρέπει να υπενθυμίσω και το ως ασφαλές αποδειχθέν περιστατικόν, ότι αι αρχαιόταται ελληνικαί επιγραφαί, επί των οποίων εν πρώτη γραμμή στηρίζεται η κρίσις περί της αρχαιοτάτης μορφής της ελληνικής γλώσσης, τίθενται κατά την υπ' εμού υποστηριζομένην χρονολογίαν κατά μερικάς εκατονταετίας προ της νυν ακόμη συνήθως αναγνωριζομένης. Ουχί κατά τον Η' π. Χ. αιώνα ελαβον οι Έλληνες την γραφήν των, ως πιστεύεται υπό πολλών, αλλά τουναντίον κατά την ομόφωνον παράδοσιν της αρχαιότητος και κατά τας προσφάτως ανακαλυφθείσας φοινικικάς επιγραφάς (R. Eisler εν journal of Asiat. Society 1922) κατά την Β' π.Χ. χιλιετηρίδα παρέλαβαν αυτήν παρά των Ανατολιτών, ότε έλαβον και την μυκηναϊκήν τέχνην των Φοινίκων. Εάν εκ των αρχαιοτάτων τούτων χρόνων μήτε εν Ελλάδι μήτε εν Φοινίκη δεν ευρίσκομεν επιγραφάς, τούτο ευεξήγητον εκ του λόγου ότι τότε εις τας δύο αυτάς χώρας η γραφή εγίνετο επί παπύρου και δέρματος, υλικού που ούτε εν Φοινίκη ούτε εν Ελλάδι ένεκεν των κλιματολογικών συνθηκών διετηρήθη”. Δεν τελειώνει όμως εδώ, μα προχωρεί για να δώση τα τελικά συμπεράσματα των πολυχρονίων μελετών του πάνω στο ομηρικό ζήτημα. “Τα αποτελέσματα των μακροχρονίων μου ανασκαφών εις ομηρικούς τόπους με έπεισαν και η μελέτη της όλης φιλολογίας περί Ομήρου με ενίσχυσεν εν τη πεποιθήσει μου ότι τα δύο διασωθέντα μέχρις ημών έπη ανήκουν εις τα πολυάριθμα ποιήματα ή άσματα τα όποια μετά τον Τρωϊκόν πόλεμον εψάλλοντο εις τας βασιλικάς αυλάς της Ελλάδος. Όταν έπειτα περί το 1100 π.Χ. αι πλείσται αχαϊκαί οικογένειαι, εκδιωχθείσαι υπό των Δωριέων, μετηνάστευσαν εις Μικράν Ασίαν, μετέφερον μετά πολλών άλλων αρχαίων ασμάτων και τα δύο έπη τα ψάλλοντα την μήνιν του Αχιλλέως και τον νόστον του Οδυσσέως ως αξιολόγους θησαυρούς του μεγάλου αυτών παρελθόντος και εφύλασσον αυτά μετά θρησκευτικής ευλαβείας. Εν τη οικογένεια των Ομηριδών πρέπει να παραδεχθώμεν ότι επί ολοκλήρους εκατονταετίας τα δύο έπη εψάλλοντο και ετιμώντο θεωρούμενα έργα του Ομήρου. Δεν παραδέχομαι εν τούτοις ότι και τα δύο ανήκουν εις ένα και τον αυτόν ποιητήν, αλλ΄ έχω λόγους να πιστεύω ότι το μεν περί της μήνιος του Αχιλλέως εγένετο εν τη αιολική Φθία, το δε περί του νόστου του Οδυσσέως, κατά την αυτήν εποχήν εν τη Ιωνική Πύλω. Οι λόγοι ούτοι είναι διαφόρων ειδών, και άξιοι να μνημονευθούν ενταύθα τουλάχιστον εν ολίγοις: ”Πρώτον: Η Ιλιάς έχει γλώσσαν μάλλον αιολικήν, η Οδύσσεια μάλλον ιωνικήν. Επειδή δε είναι γνωστόν ότι οι Αιολείς, όσοι εγκατεστάθησαν εις την Μικράν Ασίαν, ήλθον κατά μέγα μέρος εκ της Βορείου Ελλάδος, οι δε Ίωνες εκ της Πελοποννήσου, ευκολώτερον θα εξηγείτο η πράγματι υπάρχουσα εις τα έπη γλωσσική διαφορά, εάν η Ιλιάς ήτο προϊόν της Βορείου Ελλάδος και η Οδύσσεια της Πελοποννήσου. ”Δεύτερον: Προς τον τοιούτον προσδιορισμόν συμφωνεί και το περιεχόμενον των δύο έπων. Το της μήνιος του Αχιλλέως, εν τω οποίω οι Έλληνες ηττώνται ευθύς ως ο Αχιλλεύς παύη να μετέχη της μάχης, δεν είναι δυνατόν να μη έχη ποιηθή και να μη εψάλλετο εις την αυλήν του Αχιλλέως, αφ' ετέρου δε είναι πολύ πιθανόν να εψάλλετο η Οδύσσεια εις την Πύλον, διότι εν τη Οδυσσεία, ως υπό πολλών παρετηρήθη, ο Νέστωρ και οι υιοί του έχουν σημαντικήν θέσιν. ”Τρίτον: Η πολλάκις τονισθείσα υπό των ομηριστών διαφορά ως προς τα δένδρα θα εύρισκε βάσιμον ερμηνείαν, διότι η Νότιος Πελοπόννησος έχει το ηπιώτατον κλίμα της Ελλάδος, όπου κατ' εξοχήν ευδοκιμούν το φοινικόδενδρον και η συκή, η δάφνη και η ελαία. Τα δένδρα ταύτα μνημονεύονται συχνά εν τη Οδυσσεία, εν δε τη Ιλιάδι η πίτυς. Η λεπτομέρεια αύτη παρέσυρε τον Βίκτωρα Χέεν εις το να χαρακτηρίση την Οδύσσειαν ως έργον νεώτερον και την Ιλιάδα ως παλαιότερον, πράγμα το οποίον προ πολλού είχεν αποδειχθή λελανθασμένον, καθ' όσον τα τέσσαρα προαναφερθέντα δένδρα της Οδύσσειας δεν εισήχθησαν εις την Ελλάδα μόνον μετά την εποχήν της Ιλιάδος, αλλ' εφύοντο ήδη κατά την Β' π.Χ. χιλιετηρίδα. ”Τέταρτον: Επιτρέπεται να παρατηρηθή ότι ο ποιητής της Οδύσσειας, συγκρίνων την Ναυσικάν μετά της Αρτέμιδος, παραλείπει ν' αναφέρη ως ενδιαιτήματα της θεάς τα δύο χιονοσκεπή όρη τα υψούμενα εις τα Δυτικά της Πελοποννήσου: τον Ερύμανθον δηλαδή και τον Ταΰγετον (Οδ. 6, 103). Όθεν βασιζόμενος εις τους λόγους τούτους θεωρώ όχι ως βέβαιον αλλά τουλάχιστον ως δυνατόν ότι η Οδύσσεια εγένετο εν Πύλω και η Ιλιάς εν Φθία. ”Αμφότερα τα έπη εγένοντο λοιπόν κυρίως εν Ελλάδι και κατά την Β' π.Χ. χιλιετηρίδα μετηνέχθησαν κατόπιν υπό των Αχαιών των εκδιωχθέντων υπό των Δωριέων, εις την Μικράν Ασίαν, ένθα κατά την Α' π.Χ. χιλιετηρίδα εψάλλοντο συχνότατα και ως εκ τούτου δεν έμειναν αμετάβλητα. Δια γλωσσικών και πολυειδών άλλων προσθηκών και αλλαγών τα αρχικά ποιήματα διηυρύνοντο, μετε· βάλλοντο και συνεχρονίζοντο. Εκ του ποιήματος περί της οργής του Αχιλλέως, εν τω οποίω, διαρκούσης της απουσίας του ήρωος εκ της μάχης, έπρεπε μόνον ήτται των Ελλήνων να αναφέρωνται, ανεπτύσσετο βαθμηδόν δια προσθηκών αι οποίαι αφηγούντο νίκας των Ελλήνων ποίημα μεγαλύτερον και γενικώτερον περί του προ του Ιλίου πολέμου. Κατά παρόμοιον τρόπον μετεβάλλετο το αρχικόν ποίημα περί του νόστου του Οδυσσέως δια παρεμβολής των περιπλανήσεων τούτου εις έπος περιλαμβάνον τας περιπετείας του Οδυσσέως κατά την μακράν περιήγησιν αυτού μέχρις ότου έφθασεν εκ της Τροίας εις την πατρίδα του Ιθάκην. Ύστερα, εκθέτει διεξοδικώς τη γνώμη του πως από ένα μικρότερο κείμενο της Ιλιάδας και της Οδύσσειας έγιναν με διάφορες προσθήκες τα νεώτερα κείμενα. Επιμένει όμως πολύ στη γνώμη του πως τα αρχικά κείμενα είχαν ενότητα και δεν παρουσίαζαν καμμιά από τις αντιφάσεις και ανακολουθίες που παρουσιάζουν τα γνωστά σε μας κείμενα των δυό έπων. “Με όλας τας αντιφάσεις τας υπάρχουσας εν τω σημερινώ κειμένω και άλλας ακόμη περί των οποίων θα γίνη κατωτέρω λόγος, και με όλας τας μεταβολάς ας υπέστη κατά τας παλλάς εκατονταετίας το αρχικόν κείμενον, δεν δύναται κανείς να παραγνώριση ότι εις την Οδύσσειαν και την Ιλιάδα υπόκειται αρμονικόν και ενιαίον σχέδιον, τούθ' όπερ οι μεγαλύτεροι ποιηταί μας διησθάνθησαν και ωμολόγησαν. Ούτως ο Γκαίτε εις την συνομιλίαν μετά του Έκκερμαν κατά την 1ην Φεβρουαρίου 1827 λέγει: “ο Βόλφ ανήρεσε μεν τον Όμηρον, αλλά την αξίαν του ποιήματος του δεν ηδυνήθη να μειώση. Τούτο έχει την θαυμασίαν δύναμιν των ηρώων της Βαλχάλλας, οι οποίοι κόπτουσιν αλλήλους το πρωί εις κομμάτια, κάθονται δε την μεσημβρίαν εις την τράπεζαν πάλιν με ανέπαφα τα μέλη”. Παρομοίως ο Σίλλερ γράφει τη 27 Απριλίου 1798 προς τον Γκαίτε: “...Άλλως τε είναι ανάγκη, εάν τις ενεβάθυνεν εις μερικός ραψωδίας του έπους, να θεωρήση την ιδέαν μιας ραψωδι κής συμπαραθέσεως αυτών περί διαφορετικήν αρχήν ως βαρβαρικήν, διότι η λαμπρά συνοχή του όλου και των μερών είναι μία των επιφανέστερων αρετών του”. Η ενότης αυτή των Ομηρικών επών και η εξόχως καλλιτεχνική σύνθεσίς των, θαυμαζόμεναι υπό τοιούτων ποιητών, δύνανται μεν να είναι παραμορφωμέναι και κεκαλυμμέναι δια της επιδράσεως της μακροχρονίου παραδόσεως, αλλά δύνανται και να αποκαλυφθούν και να αποκατασταθούν εκ νέου εις τα στοιχεία των” 15. * * * Σε ποιές βάσεις πρέπει να στηριχθή η μελέτη του ομηρικού ζητήματος. Για να μελετηθή το ομηρικό ζήτημα καλά, ώστε ο ερευνητής να μπορή να φθάση σε θετικά συμπεράσματα, πρέπει πρώτ' απ' όλα να εξετασθή αν το όνομα Όμηρος είναι ελληνικό. Έπειτα πρέπει να ξεκαθαρισθή το ζήτημα πού και πότε γράφηκαν αρχικώς τα ομηρικά έπη και τί λογής κοινωνικούς θεσμούς περιγράφουν. Και μιά που θα καταπιασθή κανένας με αυτά τα βασικά ζητήματα κατ' ανάγκη θα δώση πρωταρχική θέση στο ζήτημα του ποτέ έγινε γνωστή και καθιερώθηκε η γραφή στην αρχαία Ελλάδα. Δεν λέω, αυτό κάνουν οι περισσότεροι ομηριστές, ωστόσο δεν παίρνουν το σωστό δρόμο στην έρευνά τους. Αυτό είναι το λάθος τους. Κι' απ' αυτού οι διαφωνίες τους και οι καυγάδες τους. Κι' επειδή παίρνω μέρος στη συζήτηση αυτή, χωρίς να είμαι φιλόλογος, κάνω τούτη εδώ τη δήλωση: Το ομηρικό ζήτημα, όπως παρουσιάζεται, δεν είναι ζήτημα καθαρά φιλολογικό. Ο φιλόλογος και ο αρχαιολόγος παίζουν εδώ το ρόλο πού παίζει στην ιστορική έρευνα και σύνθεση ο ιστοριοδίφης. Ο ιστοριοδίφης ερευνά, ξεσκαλίζει το αρχειακό υλικό, αντιγράφει, ταξινομεί, αλλά δεν συνθέτει. Εκείνος πού συνθέτει είναι ο ιστορικός. Ο ιστορικός (και εννοώ τον άξιο και όχι τον κάθε λογής ξυλοσχίστη) θα πάρη το υλικό από τον ιστοριοδίφη και με τη βοήθεια της -κοινωνιολογικής επιστήμης, και πολλές φορές και της εθνογραφίας, θα συνθέση. Έτσι κι' εδώ. Πρώτα ο φιλόλογος θα κάμη την κριτική του πάνω στα ομηρικά κείμενα και με τη βοήθεια της γλωσσολογίας θα ξεχωρίση τα παλαιότερα γλωσσικά στρώματα από τα νεώτερα, κι' ύστερα θα έλθη ο ιστορικός να βάλη τα πράματα στη θέση τους, να συνθέση. Αυτό θα προσπαθήσω να κάμω, έχοντας υπ'
όψη μου το υλικό που έχει συγκεντρωθή από
φιλολόγους και αρχαιολόγους γύρω στο ομηρικό
ζήτημα.
Ας εξετάσουμε λοιπόν πρώτα το ζήτημα
αν το όνομα Όμηρος είναι λέξη ελληνική.
Παρ' όλες τις ετυμολογικές απόπειρες μερικών
φιλολόγων δεν κατορθώθηκε να ελληνοποιηθή
η λέξη αυτή. Φαίνεται πως είναι μικρασιατική
και τί ακριβώς σημαίνει δεν ξέρομε. Ίσως
καμμιά φορά, ποιός ξέρει, να κατορθωθή με
βάση τίποτα νέα αποκαλυπτικά αρχαιολογικά
ευρήματα να πλουτισθούν οι γνώσεις μας
πάνω στο ζήτημα αυτό. Ίσως να μάθουμε περισσότερα
απ' όσα ξέρομε πράγματα για τη γλώσσα των
Λυδών, Φρυγών, Κιλίκων κλπ. και τότε θα μπορέσουμε
με τη βοήθεια της γλωσσολογίας να ερμηνεύσουμε
τη λέξη αυτή. Για την ώρα όμως δεν ξέρομε
τίποτα. Είναι αλήθεια πως και στην αρχαία
εποχή θέλησαν να την ετυμολογήσουν, χωρίς
όμως να. καταλήξουν σε κανένα θετικό αποτέλεσμα.
Ο ιστορικός Έφορος 16 ετυμολογούσε
το όνομα αυτό από το μὴ ὁρᾶν. Άλλοι
όμως από τους αρχαίους πίστευαν πως ο ποιητής
πήρε το όνομα αυτό σαν παρατσούκλι, επειδή
δόθηκε για όμηρος (“ἔτι νήπιος ὢν
Ὅμηρος ἔφη καὶ αὐτὸς βούλεσθαι ὁμηρεῖν”)
(Ψ/ Πλουτάρχ. βίος Ομήρου (Β) 2). Άλλη παράδοση
πάλι λέει πως “φασί τινες αὐτὸν ὀνομασθῆναι
Ὅμηρον διὰ τὸ τὸν πατέρα αὐτοῦ ὅμηρον
δοθῆναι ὑπὸ Κυπρίων Πέρσαις” (Περί Ομήρου
και Ησιόδου και του γένους και αγώνος αυτών).
Τέτοιες ανόητες ετυμολογίες επινόησαν
και μερικοί νεώτεροι ιστορικοί και φιλόλογοι.
Ο J. B. Vico δέχθηκε πως ο Όμηρος έγινε από το
ὁμοῦ-εὕρω,
ο R. Knight από το ὁμαείρω. Ο Welcker από το
ὁμοῦ-ἄρειν
(συναρμολογητής μικρών ασμάτων). Και άλλοι
από το ὁμοῦ και
ἀραρίσκω. Το ξανατονίζομε
πως όλα αυτά είναι ανόητα κατασκευάσματα.
Το Όμηρος δεν είναι ελληνική λέξη. Πιθανόν
το οικογενειακό του όνομα να μην ήταν αυτό
και να είναι παρατσούκλι. Ό,τι κι' αν πούμε
θα πέσουμε έξω, γιατί χωρούν πολλές εικασίες,
όπως θα ιδούμε και παρακάτω.
Η πατρίδα του Ομήρου είναι άγνωστη. Αν όμως δεν ξέρομε τί λέξη είναι το όνομα Όμηρος και τί σημαίνει το όνομα αυτό, ξέρομε ωστόσο πώς τα δυο μεγάλα έπη γράφηκαν στο Αιγαίο ή πιο σωστά στα παράλια της Μικρασίας. Μπορεί βέβαια το αρχικό τους κείμενο σε πολλά σημεία να μην ήταν τέτοιο πού “συμπληρώθηκε” πιο υστέρα στας Αθήνας και αλλού. Ο πρώτος τους όμως πυρήνας σε κάποιες πόλεις, εκεί κοντά στη Σμύρνη ή στη Μίλητο ή στην Έφεσο ή στη Χίο γράφηκε. Να προσδιορίσουμε ακριβώς τα μέρος αυτό είναι όχι δύσκολο, μα αδύνατο. Εκείνο που μπορούμε να υποθέσουμε με κάποια βεβαιότητα είναι πώς το μέρος αυτό πρέπει να ήταν τόπος πού κατοικούντανε από Αιολείς και όχι από Ίωνες. Κι' αυτό γιατί ο Τρωϊκός “πόλεμος” και οι περιπέτειες του Οδυσσέα πού περιγράφονται στα δύο έπη ανήκουν στην ιστορία των Αχαιών, που κατά τη γνώμη μας δεν είναι της ίδιας φυλετικής καταγωγής με τους Ίωνες. Αν αργότερα συγχωνεύθη-. καν οι Αχαιοί, οι Ίωνες και οι Δωριείς, είναι άλλο ζήτημα πού δεν έχει τη θέση του εδώ να το εξετάσουμε 17. Εξ άλλου δεν έχει σημασία για τα ζητήματα που εξετάζονται εδώ να εξηγηθή και αναλυθή ο πιθανός τρόπος που κατά τη γνώμη μας συγχωνεύθηκαν τα προελληνικά φύλα με τους Δωριείς και πως έγινεν η γλωσσική τους αφομοίωση 18 με επικράτηση της δωρικής (ελληνικής) γλώσσας. Σημασία για το θέμα που εξετάζομε έχει—και μεγάλη μάλιστα— ο ιστορικός πυρήνας που υπάρχει μέσα στα μεγάλα αυτά έπη, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια. |
[<< Μέρος 1] | [ Άρθρα-Μελέτες] | [ Μέρος 3 >>] |