Κι' η κροκοστόλιστη η Αβγή φωτούσε κάθε στράτα, | |
5 | « Ακούστε με όλες οι θεές, κι' όλοι οι θεοί προσέξτε, » για να σας πω όσα μου ζητάει μέσα η καρδιά στα στήθια· » αφτόν κανείς το λόγο μου ας μη ζητάει ν' αλλάξει, » μήτε θεός μήτε θεά, μόνε όλοι ναι να πείτε, » για να τελειώνει αφτή η δουλιά που θέλω χέρι χέρι. |
10 | » Όπιο σας νιώσω χώρια μας πως μελετάει στον κάμπο » να κατεβεί κι' ή Δαναούς ή Τρώες να βοηθήσει, » πίσω στον Έλυμπο άσκημα θαρθεί κεραβνωμένος· » ή θαν τον ρήξω αρπώντας τον μακριά στον αραχνιάρη » τον Τάρταρο, όπου η πιο βαθιά κάτου απ' τη γη 'ναι τρούπα, |
15 | » πούχει χαλκένια εκεί μπασιά και σιδερένιες πόρτες, » τόσο απ' τον Άδη πιο βαθιά όσο κι' η Γης απ' τ' άστρα· » τότες θα δει πόσο 'μαι εγώ πιο δυνατός απ' όλους. » Ειδέ έλα, κάντε δοκιμή, να φωτιστείτε εδώ όλοι· » χρυσή τριχιά απ' τον ουρανό κρεμάστε και πιαστείτε |
20 | » όλοι οι θεοί κι' οι θέαινες, μα δε θα κατορθώστε » ναν τον τραβήξτε εσείς στη γης απ' του ουρανού το θόλο » το Δία, ολόπρωτο οριστή, όσο πολύ κι' αν δρώστε. » Όμως να σύρω αν έπιανα κι' εγώ με τα καλά μου, » όλους σας με γιαλό και γης θα σας τραβούσα αντάμα. |
25 | » Θάδενα τότες την τριχιά τριγύρω στου Ελύμπου » μιαν άκρη, κι' όλα θάμεναν τα πάντα στον αγέρα. |
27 | » Τόσο όλους τους θεούς νικώ, νικώ όλους τους αθρώπους. » |
41 | Είπε, και ζέβει τα γοργά χαλκόποδα άλογά του |
45 | Βάρεσε τότες τ' αλόγα τα τρέξουν· και πετούσαν με ζήλο ανάμεσα της γης και τ' ουρανού τ' αστρένιου. Έτσι ήρθε στη μυριόπηγη κυνηγοβόσκητη Ίδα, στο Ξάγναντο, πούχε κλησιά, βωμό μοσκαχνισμένο· εκεί τα ζα του ξέζεψε απ' το πανώριο αμάξι, |
50 | τάδεσε και με ένα πυκνό τα σκέπασε σκοτάδι. Έκατσε απέκει στην κορφή δοξοκαμαρωμένος, και μιά την Τροία κοίταζε μιά το καραβοστάσι. |
Και κάτου τότες έπαιρναν οι Δαναοί να φάνε | |
55 | Αντίκρυ πάλε οπλίζουνταν μες στο καστρί κι' οι Τρώες· πιο λίγοι, κι' έτσι όμως να παν στη μάχη λαχταρούσαν σφιχτή απ' ανάγκη, μη χαθούν τα τέρια, τα παιδιά τους. Κι' όλες οι πόρτες άνοιξαν, κι' όλοι, πεζούρα αμάξια, χύθηκαν όξω, και βουή σηκώθηκε μεγάλη. |
60 | Και σα ζυγώσανε οι στρατοί με τ' άρματα στα χέρια, |
65 | και σφάζουνται, κι' η γης παντού στο αίμας κολυμπούσε. |
Κι' όσο βαστούσε ακόμα αβγή και προχωρούσε η μέρα, | |
70 | και βάζοντας της μοίρες διο σκοταδερού θανάτου— των αντριωμένωνε Αχαιών, των αλογάδων Τρώων— |
72 | ζιάζει, απ' τη μέση πιάνοντας· κι' εφτύς των Αχαιώνε |
75 | γέρνει το μάβρο ριζικό. Τότε απ' την Ίδα ο Δίας μπουμπούνισε άγρια, κι' αστραπή σφεντόνισε αναμένη προς τον στρατό των Αχαιών· κι' εκείνοι σαν την είδαν, κέρωσαν όλοι, και χλωμή τους έκοψε τρομάρα. |
Τότες να μείνει ο Δομενιάς, να μείνει ο Αγαμέμνος | |
80 | μονάχα ο γερο-Νέστορας έμενε ακόμα πίσω, όχι όμως γιατί τόθελε, μόν τ' ακρινό φαρί του του τυραγνιούνταν, τι έφαγε μιά σαϊτιά απ' τον Πάρη — της ομορφόμαλλης Λενιός το ζηλευτό τον άντρα— κατάκορφα, όπου στο κρανί πρωταρχινάει η χήτη, |
85 | κι' αφτή είναι η πιο βαριά πληγή. Και πήδηξε απ' τον πόνο— τι μπήκε στο μιαλό ο χαλκός— και τ' άλλα μπέρδεψε άτια καθώς κυλιούνταν στην πικρή σαΐτα καρφωμένο. Κι' εκεί π' ο γέρος χύθηκε κι' έκοβε με την κάμα τ' αλόγου τα παράλουρα, νά! φτάνουν του Εχτόρου τα γλήγορα άτια, κι' έφερναν τον άσκιαχτο αμαξά τους |
90 | μες στο κυνήγι. Τη ζωή θάχανε τότε ο γέρος, μόνε τον είδε στη στιγμή ο θαρρετός Διομήδης και χούγιαξε αγριοκράζοντας βοήθια του Δυσσέα « Γιε του Λαέρτη θεϊκέ, πολύτεχνε Δυσσέα, » πού φέβγεις έτσι σαν κιοτής και γύρισες τις πλάτες ; |
95 | » Μωρέ ενώ τρέχεις, θα σου μπει κάνα κοντάρι πίσω ... » Στάσου! το μάβρο αυτό σκυλί να διώξουμε απ' το γέρο.» |
Είπε, μα ο τετραπέρατος δεν άκουσε Δυσσέας, | |
Μα κι' όντας μόνος, ζύγωσε τους πρώτους ο Διομήδης, | |
100 | κι' ομπρός στου γερο-Νέστορα σταμάτησε τ' αμάξι, και κράζοντάς τον του λαλεί διο φτερωμένα λόγια « Γέρο μου, άχ πώς σε τυραγνούν οι νιοι οι πολεμιστάδες, » τι έσβυσε η δύναμή σου πια, σε τρων τα δόλια χρόνια, » σούναι αργουλά και τ' άλογα, σαχλός ο παραγιός σου. |
105 | » Μόν έλα ανέβα δίπλα μου· να μάθεις σαν τι ζώα » είναι του Τρώα τ' άλογα, που ξέρουν μες στον κάμπο » απάνου κάτου σαν αητοί να κυνηγάν και φέβγουν, » π' απ' τον Αινεία μιά φορά τα πήρα εγώ στη μάχη. » Μα αφτά οι αθρώποι ας τα νιαστούν, κι' έλα γραμμή στους Τρώες |
110 | » μ' ετούτα εδώ ας χοιμήξουμε, κι' ο Έχτορας θα δει ίσως, » έχει ή δεν έχει μου ζωή στη φούχτα το κοντάρι.» |
Είπε, κι' ακούει ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης. | |
115 | κι' αφτοί σα μπήκανε κι' οι διο στ' αμάξι του Διομήδη, παίρνει στα χέρια ο Νέστορας τα πλουμισμένα γκέμια και τ' άλογα βαράει· κι' εφτύς τον Έχτορα ζυγώνουν. Πού καθώς έτρεχε ίσα ομπρός, του ρήχνει ο αντριωμένος Διομήδης, μα δεν πέτυχε, παρά τον αμαξά του |
120 | τον Ηνοπιά, τ' αράθυμου Θηβαίου γιο, καρφώνει μπρόστηθα, στο βυζί κοντά, ενώ οδηγούσε τ' άτια. Κι' όξω απ' τ' αμάξι κύλησε, πήραν και δρόμο πίσω τα γλήγορα άτια, κι' έμεινε νεκρός εκεί στον τόπο. Μάτωσε τότες η καρδιά του Έχτορα, μα κι' έτσι |
125 | άφισε εκεί βαριόκαρδος το σύντροφό του χάμου πεσμένο, κι' άλλονε αμαξά ατρόμητο ζητούσε. Και δίχως τ' άλογα οδηγό δεν έμειναν στο κάμπο καιρόν πολύ· τι ήβρε το γιο σε λίγο του Βιφίτη, τον άφοβο Αρχεπόλεμο, και μες στην άμαξά του τον έμπασε, και τούδωκε ναν του κρατάει τα γκέμια. |
130 | Θάγλεπες τότες συφορά, δουλιές που θ' απορούσες, |
135 | κι' η φλόγα πήδησε σκιαχτή απ' το καμένο θιάφι. Κάπου απ' τ' αμάξι τ' άλογα ζαρώσανε απ' το φόβο, τούπεσε κι' οχ τα δάχτυλα του γέρου τ' ώριο γκέμι — του κόπηκε η καρδιά μαθές — και του Διομήδη τούπε « Διομήδη, γύρνα τ' άλογα και δρόμο ξαναπίσω! |
140 | » μηγάρ βοήθια δε νογάς πως δε μας στέργει ο Δίας ; » Τώρα σ' αφτόν του Κρόνου ο γιος χαρίζει κάθε δόξα » σήμερα· απέ ύστερα κι' εμάς, αν θέλει, θα μας δώκει. » Ειδέ στου Δία τους σκοπούς αντίσταση δεν έχει, » έχε όση θες αντριά, επειδής πολύ είναι ανότερός μας. » |
145 | Τότες τ' απάντησε ο γερός παλίκαρος Διομήδης |
150 | » Έτσι ίσως παινεφτεί... μα η γης ας με ρουφήξει τότες! » |
Τότες του λέει ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης | |
155 | » πιά θα πιστέψουν θηλυκά των ασπιστάδων Τρώων, » πούδωκες χώμα κι' έφαγαν τα τρυφερά τους τέρια ; » |
Είπε, κι' εκείνος γύρισε φεβγάλα τ' άλογά του | |
160 | Και τούσκουξε με μιά φωνή ο Έχτορας μεγάλη « Διομήδη, εσένα οι Δαναοί περίσσα σε τιμούσαν » με κρέατα και με πρωτιά και ξέχειλο ποτήρια· » μα τώρα πια θα σ' αψηφούν... βρε εσύ γυναίκα εσύ είσαι ! » Χάσου, βρωμόκουκλα! τι εγώ δε φέβγω, δε σ' αφίνω |
165 | » να μας πατήσεις το καστρί, και να μας πάρεις στ' Άργος » τα τέρια μας· σου τάζω πριν πως θα σ' το πιω το αίμας. » |
Έτσι είπε, και διπλόβουλα λογάριασε ο Διομήδης | |
170 | και τρεις βροντάει του Κρόνου ο γιος απ' τις κορφές της Ίδας, στους Τρώες νιώσμα δείχνοντας μονοκερδίστρας νίκης. |
Κι' έσκουξε τότε ο Έχτορας με μιά φωνή μεγάλη | |
175 | » Το βλέπω τώρα, γκαρδιακά απ' τα ουράνια ο Δίας » μου στέργει νίκη και τιμή, μα στους οχτρούς λαχτάρες. » Τήρα οι μουρλοί τί δα τειχιά να σοφιστούνε πήγαν, » σάπια και τιποτένια! Αφτά δε μου δειλιούν το μάτι· » έφκολα τ' άτια το σκαφτό χαντάκι θα πηδήσουν. |
180 | » Μόνε σα φτάσω μιά φορά ως στα γοργά καράβια, » το νου σας! έχετε έτοιμη φωτιά, κι' εγώ τους κάνω |
182 | » στάχτη τα πλοία, κι' όλους τους σα γίδια τους παστρέβω. » |
184 | Είπε, και στ' άλογα έσκουξε να τρέξουν και τους είπε |
185 | « Καιρός σας τώρα τους πολλούς να μου πλερώστε κόπους » πούχει συχνά για σας τ' Αητιού η κόρη, η Αντρομάχη, |
188 | » τι εσάς καρδόγλυκη ταγή σας βάζει πριν εμένα, |
190 | » που ζηλεμένονε άντρα της με ξέρει ο κόσμος όλος. » Μόνε στα τέσσερα, κι' ομπρός! τρεχάτε καταπόδι. |
196 | » Αφτούς αν πιάσουμε τους διο, ολπίζω τους Αργίτες » αφτή τη νύχτα στα γοργά πως θαν τους κλείσω πλοία. » |
213 | Κι' αφτοί, όσο ο τράφος έκλεινε απ' το τειχί ως στα πλοία, |
215 | στρυμώνουνταν, κι' ο Έχτορας τους στρύμωνε, παρόμιος μ' Άρη γοργό, όταν τούδωκε τη νίκη ο γιος του Κρόνου. Κι' αν θες με φλογερή φωτιά θαν τάκαιγε τα πλοία, μόνε φωτίζει η δέσποινα τον Αγαμέμνο η Ήρα να τρέξει ο ίδιος σύντομα τους άντρες να θαρρύνει. |
220 | Και τρέχει ομπρός απ' τη γραμμή των καλυβιών και πλοίων, και με τη χέρα τη βαριά βαστούσε τη φλοκάτα, μεγάλη κοκκινόβαφη, και πήγε στάθη απάνου στο μελανό φαρδόσκαφο καράβι του Δυσσέα, |
223 | πούταν στη μέση για ν' ακούν καλά απ' τα διο τα μέρη. |
227 | Χούγιαξε εκείθες, κι' η φωνή αχούσε απ' άκρη ως άκρη « Ντροπής, κιοτήδες Αχαιοί, φανταχτεροί ζορμπάδες! » Πού παν ρε οι παίνιες, πως εμείς είμαστε τάχα οι πρώτοι, |
230 | » που τότες ρητορέβατε στη Λήμνο φαντασμένα » χάφτοντας βόδια και κρασί ρουφώντας, πως καθείς μας » Τρώες θ' αξίζαμε εκατό στον πόλεμο ή διακόσους; |
234 | » Πού τώρα! μήτε μ' έναν τους δεν είμαστε καν ίσοι. |
236 | » Δία πατέρα, άχ τύφλωσες ποτές με τέτια τύφλα » κι' έκανες άλλο βασιλιά παντού του κόσμου μπαίγνιο; » Μα εδώ όταν μ' έφερνε η οργή, το ξέρεις με τα πλοία, » ποτές μου εγώ μυριόμορφο δεν πέρασα βωμό σου, |
240 | » μα απάνου σ' όλους έκαψα βοδιών μεριά και πάχος » ποθώντας την καλόκαστρη να διαγουμίσω Τροία. » Μα, Δία, αφτό μου τον καημό καν ξάκουσέ μου τώρα· » δώσε καν να σωθούμε εμείς κι' απ' τα δεινά να βγούμε, » μηδ' άφινε έτσι Δαναούς να σφάζουνται από Τρώες. » |
245 | Έτσι είπε δάκρια χύνοντας, και συγκινάει το Δία, |
250 | όπου θυσίαζε ο λαός στον παντομάντη αφέντη. Κι' αφτοί απ' το Δία σημαδιά θωρώντας πως τους ήρθε, ρήχνουνται πάλι των οχτρών και ξαναβρίσκουν θάρρος. |
Τότες απ' το Διομήδη πριν κανείς, κιάς είταν τόσοι, | |
255 | πως το χαντάκι διάβηκε κι' αρχίνησε πελέκι, μόν Τρώα αφτός πολύ πιο πριν σκοτώνει, τον Αγέλα, το γιο του Φράδμου. Τ' άλογα γυρνούσε αφτός να φύγει· σαν έστριψε όμως, τούμπηξε ανάμεσα στους διο ώμους — στην πλάτη — τ' όπλο, κι' αντικρύ τού τόβγαλε ως τα στήθια. |
260 | Και πέφτει, κι' η αρματωσά βροντάει απάνωθές του. |
Κατόπι παν τ' Ατρέα οι γιοί, Μενέλας κι' Αγαμέμνος, | |
265 | ο Βρύπυλος κατόπι, γιος καμαρωτός του Βραίμου. Έννατος πήγε, λυγιστό τεντώνοντας δοξάρι, ο Τέφκρος, και σταμάτησε πισάσταδα του Αία. Κι' άρχισε αμέσως σαϊτιές. Ο Αίας την ασπίδα παραμερούσε· τότε αφτός τηρώντας μόλις χτύπαε |
270 | κάναν οχτρό, τον άφινε νεκρό εκειπά, και γύρναε πίσω απ' τον Αία να κρυφτεί, σαν πίσω από μητέρα παιδί· κι' αφτός τον σκέπαζε με τη λαμπρή του ασπίδα. |
Τότες πιόν πρώτο σκότωσε ο παινεμένος Τέφκρος ; | |
275 | τον Άρμενο κι' Ορσίλοχο κι' ισόθεο Οφελέστη, το Δαίτορα, Μελάνιππο, Χρομιό, και Λυκοφόντη· όλους σωρό τους έστρωσε στη γης την καρποδότρα. Και σαν τον είδε, χάρηκε ο πρωταφέντης τ' Άργους που Τρώων λόχους λιάνιζε απ' τ' άσπαστο δοξάρι, |
280 | και πάει κοντά του στέκεται και του λαλεί διο λόγια « Τέφκρο μου, γιά στο χέρι σου, του Τελαμώνα θρέμα, » ρήχνε έτσι, μπας και δει ο στρατός φως μέρας κι' ο γονιός σου » ο Τελαμώνας, που μικρό σ' ανάθρεψε και πάντα » στον πύργο του σε φρόντιζε, κιάς είσουν νοθοπαίδι· |
285 | » μακριά' ναι αφτός, μα δόξασ' του στον κόσμο τ' όνομά του. » Κι' άκου το τί σου τάζω εγώ, που θάν το δεις να γίνει· » μιά μέρα αν δώσει η Αθηνά κι' ο Ελυμπήσος Δίας » ναν την κουρσέψουμε την Τριά, τη μυριοπλούσια χώρα, » πρεσβιό στερνά από μένα εσύ θα λάβεις πρώτα πρώτα, |
290 | » καν άμαξα διπλάλογη, καν τρίποδο λεβέτι, » καν κόρη νιά που δίπλα σου τη νύχτα να πλαγιάζει. » |
Τότες ο Τέφκος απαντάει, ο γιος του Τελαμώνα | |
295 | » δεν πάβω, μόνε απ' τη στιγμή που τσάκισαν και φέβγουν, » όλο φιλέβω σαϊτιές και τους οχτρούς σκοτώνω. » Ως τώρα οχτώ τους έρηξα τριπλόδοντες σαΐτες, » κι' όλες σε σάρκες μπήχτηκαν παλικαράδων Τρώων, » μα αφτόν ν' αγγίξω δε μπορώ, το λυσσασμένο σκύλο.» |
300 | Έτσι είπε, κι' άλλη απ' τη χορδή τού τίναξε σαΐτα |
305 | Καστιάνειρα, πούχε θεάς κι' όχι γυναίκας κάλλη. Και δίπλα ο νιός την κεφαλή γυρνάει, σαν παπαρούνα π' άνοιξης άθια και καρπό σε κήπο φορτωμένη λυγάει, σαν πιάσει δυνατός νοτιάς και τη φυσήσει· έτσι έγυρε την κεφαλή που βάραινε απ' το κράνος. |
Ξανά άλλη ο Τέφκρος τίναξε οχ τη χορδή σαΐτα | |
310 | ίσια μπροστά στον Έχτορα, ζητώντας ναν τον σφάξει. Μα αστόχησε κι' αφτό, γιατί τη στραβοπήγε ο Φοίβος, μόνε τον Αρχεπόλεμο χτυπάει, τον αντριωμένο του Έχτορα αλογοδηγό, ενώ στη μάχη ορμούσε. κι' ομπρόστηθα, εκεί στου βυζιού τα μέρη, τον καρφώνει· κι' όξω απ' τ' αμάξι κύλησε — πήραν και δρόμο πίσω |
315 | τα γλήγορα άτια — κι' έμεινε νεκρός αφτού στον τόπο. |
Μάτωσε τότες η καρδιά του Έχτορα απ' τη λύπη· | |
320 | Τότε όξω ο ίδιος πήδησε απ' το πανώριο αμάξι σκούζοντας σα θεριό, κι' αρπάει στο χέρι μιά κοτρώνα κι' ίσια στον Τέφκρο χοίμησε, ναν τόνε φάει ζητώντας. Αφτός τότε έβγαλε πικρή σαΐτα οχ τη φαρέτρα και στη χορδή τη ζύγωσε· μα ενώ τραβούσε πίσω, στον ώμο ο Έχτορας σιμά, όπου χωρίζει η κλείδα |
325 | λαιμό και στήθια κι' η πληγή είναι βαριά, εκεί πέρα ενώ τον σκόπεβε, τ' αδρύ τού κάθισε κοτρώνι, κι' έσπασε ο χτύπος τη χορδή. Και του μουδιάζει η χέρα στη ρίζα, και στα γόνατα γκρεμίζεται και μένει, κι' όξω απ' το χέρι τούπεσε το λυγιστό δοξάρι. |
330 | Μα ο Αίας δεν τον ξέχασε σαν έπεσε, μόν τρέχει, στέκει από πάνου του, κι' ομπρός του στήνει την ασπίδα. Τότε από κάτου μπαίνοντας διο του πιστοί συντρόφοι, ο Μηκιστιάς, του Έχιου ο γιος, κι' ο θεϊκός Αλάστρος, στα πλοία τον επάγαιναν ενώ βαριά βογγούσε. |
335 | Πάλε του Κρόνου ο γιος καρδιά ξανάβαλε στους Τρώες |
340 | και το μπερδέβει ενώ ζητάει τριγύρω να ξεφύγει· έτσι ο λεβέντης Έχτορας τους κόλλησε, και πίσω έσφαζε πάντα το στερνό· κι' εκείνοι δρόμο πάντα, |
* | όπως μιά μέρα γράφτηκε να φύγουν τα παιδιά τους. Μα τέλος πια σα διάβηκαν χαντάκι και παλούκια τρεχάτοι, κι' έπεσαν πολλοί απ' των οχτρών τα χέρια, |
345 | στάθηκαν τότες κι' έμεναν εκεί κοντά στα πλοία σκούζοντας ένας τ' αλλουνού, και μ' απλωτά όλοι χέρια τον κάθε φώναζαν θεό μ' αντάρα και περκάλια· κι' ο Έχτορας τ' ωριότριχο ζεβγάρι απάνου κάτου γύρναε, λες πλάκωσε Γοργό ή θνητοφάγος Άρης. |
350 | Μα σαν τους είδε, πόνεσε η μαρμαρόλαιμη Ήρα |
355 | » ανεμοζάλη ενός αντρός· μα αφτός πάρα λυσσάζει, » ο Έχτορας, γιατί έκανε έργο πολύ και θρήνος.» |
Τότε είπε κι' η θεά Αθηνά, του Δία η θυγατέρα | |
360 | » Μα νά! ο πατέρας πείσμωσε και γνώση πια δεν ξέρει, » ο έρμος! πάντα ανάποδος και ποθοχαλαστής μου. » Και τα ξεχνάει πόσες φορές τού γλύτωσα το γιο του, » τότε ο Βρυστιάς που μ' αγγαριές συχνά τον τυραγνούσε ; » Εκείνος τότε κλαίγουνταν προς τους θεούς, κι' εμένα |
365 | » ναν τον βοηθήσω μ' έστελνε οχ τα ουράνια ο Δίας. » Μα εγώ ας τα γνώριζα όλα αφτά, και τ' άνηλιου όταν τ' Άδη » το σκύλο κάτου στάλθηκε να φέρει οχ τη θολούρα, » δε γλύτωνε απ' την άπατη της Στύγας καταβόθρα. |
370 | » Μα τώρα εμένα με μισεί, και πήγε και της Θέτης » το θέλημα τής τόκανε, π' ομπρός του, με το χέρι » κρατώντας το πηγούνι του, τα γόνατα φιλώντας, » του πρόσπεσε το γιόκα της ναν της καλοκαρδίσει. » Μα ας είναι, θα ξανάρθει αβγή να πει καλή μου κόρη. » Τώρα έλα εσύ συγύρισε τα γλήγορα φαριά μας, |
375 | » όσο στου Δία εγώ να μπω το θεϊκό τον πύργο » και του πολέμου τ' άρματα να βάλω, για να δούμε » αν με τα μας ο Έχτορας θ' αναγαλλιάσει τάχα » όταν στα διάβατα άξαφνα φανούμε του πολέμου, » για και θα θρέψει με ψαχνό και πάχος κάνας Τρώας |
380 | » όρνια και σκύλους, πέφτοντας εκεί κοντά στα πλοία.» |
Έτσι είπε, και την άκουσε η κρουσταλλόκορφη Ήρα, | |
385 | γάμου αμολάει στο πάτωμα τ' αφράτο φόρεμά της, ξομπλιό σκουτί, που κέντησε μονάχη μ' επιστήμη, και τα τσαπράζα βάζοντας του Συγνεφοσυνάχτη φορούσε τ' άρματα να βγει στη δακροδότρα μάχη. Κι' ανέβηκε στο φλογωπό τ' αμάξι, και στα χέρια |
390 | άδραξε το βασταγερό βαρύ τρανό κοντάρι, που όταν το σείνει παραλεί των μαχητών τους λόχους, όσους η κόρη οχτρέβεται τ' ανίκητου πατέρα. Κι' η Ήρα με το καμοτσί γοργά βαράει τα ζώα. Και τ' ουρανού αφτοθέλητη βροντάει κι' ανοίγει η πύλη, που τη φυλάνε οι Εποχές, που κι' έχουν τη φροντίδα |
395 | του Έλυμπου και τ' Ουρανού, κι' αφτές απάνου βάζουν το πυκνωμένο σύγνεφο για το τραβούνε πίσω· μέσα από κει αστραπότρεχα τραβούσαν τ' άλογά τους. |
Πήρε φωτιά οχ την Ίδα ο γιος του Κρόνου σαν τις είδε, | |
400 | » ας μη μου παν, γιατί άσκημα θα σμίξουμε στη μάχη. » Γιατί ένα λόγο θάν τους πω, που θ' αληθέψει κιόλας· » θα σακατέψω τ' άτια τους αφτού μες στα λουριά τους, » θάν τις γκρεμίσω κάτου αφτές, θα σπάσω και τ' αμάξι — » μηδέ σε δέκα ολοκλήρους που κυκλοφέρνουν χρόνους |
405 | » δεν έχουνε γιατριά οι πληγές π' ανοίγει ο κεραβνός μου — » για ναν το δει η κυρά Αθηνά σαν πώς με πολεμούνε. » Ειδέ την Ήρα, αδιαφορώ, τι κάνει δε θυμώνω· » σύστημα τόχει ότι κι' αν πω να βάζει πάντα αμπόδια.» |
Είπε, και κάτου η Ίριδα κινάει οχ τις ραχούλες | |
410 | της Ίδας, και στον Έλυμπο ναν τους το πει ανεβαίνει. Κι' εκεί στου μυριολόγγωτου βουνού τα πρωτοπόρτια τις βρήκε και τις σταματάει, και λέει το τι είπε ο Δίας « Πού τρέχετε; σαν τί λωλιά σας μπήκε στο κεφάλι; » Μην τύχει, λέει του Κρόνου ο γιος, και Δαναό βοηθήστε. |
415 | » Γιατί ετσιδά φοβέρισε, που θάν το κάνει κιόλας· » Θα σακατέψει τ' άτια σας αφτού μες στα λουριά τους, » θα σας γκρεμίσει κάτου εσάς, τ' αμάξι θα σας σπάσει — » μηδέ σε δέκα ολόκληρους που κυκλοφέρνουν χρόνους » δεν έχουνε γιατριά οι πληγές π' ανοίγει ο κεραβνός του — |
420 | » για ναν το δεις, κυρά Αθήνα, σαν πώς τον πολεμούνε. » Ειδέ την Ήρα, αδιαφορεί, τί κάνει δε θυμώνει· » σύστημα τόχει ότι κι αν πει να βάζει πάντα αμπόδια. » Μα εσύ, σκυλίτσα αδιάντροπη, θυμώδισσα, αν τολμήσεις » με τα σωστά σου αγνάντια του κοντάρι να σηκώσεις. » |
425 | Έτσι είπε η ανεμόποδη θεά και φέβγει πάλι. |
Τότες γυρνάει την Αθηνά και συντυχαίνει η Ήρα | |
430 | » έτσι όπιοι λάχουνε. Ειδέ αφτός, τον ορισμό του ας κάνει· » δουλιά του Τρώες κι' Αχαιούς να κυβερνά όπως κρίνει. » |
Είπε, και πίσω γύρισε τ' ωριότριχο ζεβγάρι. | |
435 | τόγυραν πας στα γιαλιστά απ' όξω μπροστοτοίχια. Κι' οι διο τους στα χρυσά σκαμνιά καθίζουν μες στων άλλων θεών τον κύκλο, κι' είχανε τα σπλάχνα μαραμένα. |
Τότε οχ την Ίδα των θεών κι' αθρώπωνε ο πατέρας | |
440 | Εκεί του λύνει ο Ποσειδός τα ζώα, και σεντόνι απλώνει απάς στην άμαξα και στα στασιά τη βάζει. Κι' αφτός σ' ολόχρυσο θρονί, ο βροντολάλος Δίας, να κάτσει πάει, κι' ο βούναρος καθώς πατούσε σιούνταν. Χώρια του εκεί καθήσανε οι διο θεές μονάχες |
445 | δίχως μιά λέξη ναν του πουν ή ναν τον χαιρετήσουν. Μα αφτός στο νου του τόνιωσε το τί είχαν και τους είπε « Γιατί, Ήρα, τόσο, κι' Αθήνα, γιατί είστε μουδιασμένες; » Μα τί, αποστάσατε μαθές στη δοξοδότρα μάχη » σφάζοντας Τρώες, π' άσβυστη κι' οι διο τους έχετε έχτρα; |
450 | » Λαχτάρα σας! με την αντριά και δύναμη μου πούχω, » δε με γυρνούσαν όσοι εδώ θεοί είναι στα ουράνια· » μα εσάς τ' αφράτα στήθια σας πριν τάπιασε τρεμούλα, » πριν δείτε καν τον πόλεμο και τα φριχτά του πάθια. » Μα ακούστε τώρα τί θα πω, το τί σας καρτερούσε· |
455 | » μιάς και σας βάραε ο κεραβνός, σας λέω, με τ' άτια πίσω » πια δε θα βλέπατε Έλυμπο και θεϊκά λημέρια.» |
Είπε, κι' αφτές βαριόμησαν, η Αθήνα κι' η Ήρα. | |
460 | κι' άγρια ας την έπιανε ο θυμός σκασμένη με το Δία· μα απ' το θυμό ξεχείλισε η Ήρα και του κάνει « Τί είναι που κάθεσαι και λες, γιε φοβερέ του Κρόνου; » Καλά το ξέρουμε κι' εμείς, αντριά αχαμνή δεν έχεις· » όμως μας καιν τα σπλάχνα μας των Αχαιών τα πάθια, |
465 | » που θάχουν σαν κακά στερνά κι' ίσως χαθούν στα ξένα.» |
469 | Τότες γυρίζει κι' απαντάει ο Συγνεφοσυντάκτης |
470 | « Με το πουρνό και πιο πολύ, κυρά γελαδομάτα, » θα δεις τον παντοδύναμο του Κρόνου γιο, αν το θέλεις, » που θ' αφανίζει τον πυκνό στρατό των Αχαιώνε. » Τι δε θα πάψει ο Έχτορας τ' αλύπητο πελέκι |
474 | » πριν του Πηλέα ο γιος ξανά προβάλει απ' το καράβι. |
477 | » Γιατί έτσι η Μοίρα τόγραψε. Κι εγώ, αν εσύ θυμώνεις, » δε χολοσκάνω, μηδέ αν πας πέρα ως την άκρη άκρη » της γης και του πελάγου, εκεί που ο Γιαπετός κι' ο Κρόνος |
480 | » κάθουνται, κι' ούτε χαίρουνται δροσαχνισμένα αγέρια » ούτ' ήλιο, κι' είναι ολόγυρα τα βαθιά του Ταρτάρου· » αν καταντήσεις κι' ως εκεί, εγώ τα πείσματά σου » δεν τα ψηφάω, γιατί όμιο σου θεριό δε βρίσκεται άλλο. » |
Είπε, μα δεν τ' απάντησε μηδέ μιά λέξη η Ήρα. | |
485 | Βούτηξε τότες στο γιαλό τ' όμορφο φως του ήλιου, |
Τότε ο λεβέντης Έχτορας με το στρατό απ' τα πλοία | |
490 | τραβάει, και κάνει συντυχιά κοντά στο χόχλιο ρέμα, σε λόφο απ' όθες φαίνονταν ως πέρα ο κάμπος όλος. Και χάμου αφτοί ξεπέζεψαν ν' ακουρμαστούν το λόγο που τους μιλούσε ο Έχτορας, στα χέρια του κρατώντας κοντάρι ως πήχες έντεκα, με το χαλκένιο στόκο |
495 | πούλαμπε ομπρός κι' ολόχρυσο τον έσφιγγε ζουνάρι. Σ' αφτό ακουμπώντας έπιασε ναν τους μιλήσει κι' είπε « Ακούστε, Τρώες και βοηθοί, κι' ακούστε με, Δαρδάνοι! » Εγώ 'πα, πριν πως κάθε οχτρό και πλοίο θα χαλάσω, » και τότες πίσω στ' αψηλό πως θα γυρίσω κάστρο· |
500 | » μα κρίμας πριν που βράδιασε, τι η νύχτα πρώτα πρώτα » γλύτωσε πλοία κι' Αχαιούς κοντά στο γυρογιάλι. » Μα τώρα ας την ακούσουμε τη μαβροφόρα Νύχτα, » κι' ελάτε δείπνο ας στρώσουμε. Και τ' άλογα αχ τ' αμάξια » ξεζέψτε τα και βάλτε τους λίγη ταγή να φάνε, |
505 | » κι' έπειτα πλούσια πρόβατα απ' το καστρί και βόδια » αμέσως φέρτε, και ψωμί κρασί απ' τα σπιτικά σας. » Και σύρτε μάστε στα λογγά όσα μπορείτε ξύλα, » π' ολονυχτύς πολλές φωτιές ως να χαράξει η μέρα » να καίμε, και μεσούρανα να φτερουγίζει η λάμψη, |
510 | » μήπως οι άκουροι Αχαιοί βαρθούν και νύχτα ακόμα » πας στα πλατιά της θάλασσας να μας ξεκόψουν στήθια. » Δίχως καν αίμα κι' ήσυχοι ας μη μπαρκαριστούνε, » μόνε ας αρπάξουν κι' ένα διο πληγές — κι' ας τις γλεντάνε » στ' Άργος εκεί — από μυτερό κοντάρι ή από σαΐτα, |
515 | » ενώ πηδάν στα πλοία τους, που να μη βιάζεται άλλος » να καταπιάνεται άχαρους πολέμους με τους Τρώες. » |
542 | Είπε, και ζητωκράβγασαν οι Τρώες, και ξεζέβουν |
545 | Έπειτα πλούσια πρόβατα απ' το καστρί και βόδια φέρνουν αμέσως, και ψωμί κρασί απ' τα σπιτικά τους, και παν μαζέβουν στα λογγά όσα μπορούσαν ξύλα. |
553 | Έτσι όλη νύχτα κάθουνταν στις στράτες του πολέμου |
555 | Πώς τ' άστρα απάνου ολόλαμπρα, με το λεφκό φεγγάρι στη μέση τους, φωτοβολούν σαν τύχει καλοσύνη, |
559 | κι' όλες οι ράχες φαίνουνται, και χαίρεται ο τσοπάνης· |
560 | τόσες των πλοίων μεταξύ και των νερών του Ξάνθου φωτιές θαρρούσες π' άναψαν μπροστά στο κάστρο οι Τρώες. Χίλιες στον κάμπο καίγανε φωτιές, κι' από πενήντα κοντά σε κάθε κάθουνταν νυχτοφωτίστρα φλόγα· και τ' άτια, βίκο τρώγοντας κι' ασπρόγλυκο κριθάρι, |
565 | τη χρυσαβγή εκεί πρόσμεναν όρθια κοντά στα πλοία. |