Είπε ο λεβέντης Έχτορας, κι' όξω απ' το τειχοπόρτι | |
5 | του Κρόνου τούς το στέλνει ο γιος σαν τύχει κι' αποστάσουν χτυπώντας με τα λάτινα καλόξυστα κουπιά τους το κύμα, κι' είναι η μέση τους απ' τη δουλιά κομένη· έτσι κι' αφτούς, σα φάνηκαν, οι Τρώες τους ποθούσαν. |
Σκότωσε τότε ο ένας τους τον άρχοντα Μενέστη, | |
10 | τ' Αρήθου γιο, που γέννησε στην πολυστάφυλη Άρνα η ώρια η Φυλομέδουσα κι' ο ροπαλάς Αρήθος. Κι' ο Έχτορας τον Ηονιά τρυπάει στο σνίχι πίσω κάτου απ' το κράνος το στιλπνό, και τη ζωή τού παίρνει. Κι' ο Γλάφκος, τ' Απολόχου ο γιος, των Λυκιωτώνε ο πρώτος, μέσα στη βράση της σφαγής καρφώνει το Βιφίνο, |
15 | του Δέξη γιο — ότι πήδηξε μες στο γοργό του αμάξι — στον ώμο, κι' έπεσε νεκρός μέσα απ' τ' αμάξι χάμου. |
Και σαν τους πήρε μυρουδιά του Δία η θυγατέρα | |
20 | να πάει στον κάμπο τον πλατύ. Αντίθετά της τρέχει κι' ο γιος του Δία, ο σκοπεφτής Απόλλος αφρισμένος ψηλά απ' το κάστρο, κι' ήθελε τους Τρώες να νικήσουν. Κι' έσμιξαν στην οξά σιμά, και πρώτος είπε ο Φοίβος « Τί ήρθες ξανά οχ τον Έλυμπο με τόση φρένια πάλι, |
25 | » του Δία κόρη, κι' η τρανή σε φτέρωσε καρδιά σου ; » Ξέρω, ζητάς των Αχαιών μονοδοξάστρα νίκη » να δώκεις· τι δα αν χάνουνται και Τρώες, δε σε μέλει. » Μα άκου με, αν θέλεις, κι' ίσως βγει πολύ καλύτερά μας· » τώρα την έρμα ας πάψουμε σφαγή και τους πολέμους |
30 | » σήμερα· απέ έπειτα ξανά χτυπιούνται ως που την άκρη » της Τριάς να βρούνε, αφού μαθές τ' αποφασίσατε έτσι » εσείς οι διο οι αθάνατες, να φάτε αφτό το κάστρο. » |
Τότε απαντά η θεά Αθήνα, του Δία η θυγατέρα | |
35 | » ήρθα κι' εγώ οχ τον Έλυμπο στων διό στρατών τη μέση. » Μόν έλα, πώς τον πόλεμο σκοπέβεις ναν τους πάψεις ; » |
Τότες της είπε ο σκοπεφτής αφέντης γιος του Δία | |
40 | » αντροκαλέσει σε σκληρή να μετρηθούνε μάχη, » κι' αφτοί ίσως φιλοτιμηθούν και βγάλουν, οι Αργίτες, » τον Αία με τον Έχτορα να χαλκοπολεμήσει. » |
Έτσι είπε, κι' η θεά Αθήνα κατά πώς είπε κάνει. | |
Και τους νογάει ο Έλενος, του γέρου ο γιος Πριάμου, | |
45 | το τί βουλή αποφάσισαν οι διό θεοί μιλώντας, και πάει στον Έχτορα σιμά και στέκει και του κάνει « Έχτορα, του Πριάμου γιε, ισόγνωμε του Δία, » τάχα ότι πω το λόγο μου θ' ακούσεις ; — αδερφό σου » μ' έχεις μαθές — τους διό στρατούς βάλ' τους να κάτσουν τώρα, |
50 | » μα ένανε εσύ απ' τους οχτρούς, τον πιο καλύτερό τους, » σε μάχη κράξ' τον άπονη να μετρηθεί αντικρύ σου. » Δε σούναι ακόμα ριζικό να κατεβείς στον Άδη, » γιατί έτσι εγώ άκουσα φωνή θεών παντοτινώνε. » |
Είπε, κι' εκείνος χάρηκε σαν άκουσε το λόγο, | |
55 | και μες στους Τρώες τρέχοντας τους λόχους σταματούσε, τ' όπλο απ' τη μέση σφίγγοντας. Και στέκουν όλοι οι λόχοι. Χάμου τ' Ατρέα εφτύς κι' ο γιος τους Αχαιούς καθίζει, κάθεται κι' η θεά Αθηνά κι' ο Αργυροδοξάρης — παρόμιοι μ' όρνια αρπαχτικά — στην τρανοκόρμα απάνου |
60 | του βροντορήχτη Δία οξά, και χαίρουνταν θωρώντας τους άντρες πούτανε πυκνές αράδες καθισμένοι, απ' όπλα, κράνα χάλκινα κι' ασπίδες δασωμένοι. Πώς μπάτη χνώτο χύνεται πας στου γιαλού την άπλα όταν πρωτοσηκώνεται, και τα νερά σουφρώνουν, |
65 | τέτιοι κι' οι λόχοι κάθουνταν των διο στρατών στον κάμπο. |
Κι' είπε στη μέση ο Έχτορας των Αχαιών και Τρώων | |
70 | » μόν μηχανέβει όλο κακά και για τους διο στο νου του, » ως που ή τ' ομορφοπύργωτο να μας ρημάξτε κάστρο » ή εσείς να δαμαστείτε ομπρός στα πελαγήσα πλοία. » Όμως μαζί σας ήρθανε ολούθες παλικάρια, » κι' ομπρός ! όπιου βαστά η καρδιά, ας έρθει ομπρός απ' όλους |
75 | » μ' εμένα εδώ τον Έχτορα να πρωταγωνιστήσει. » Και νά ! τι λέω, κι' ας είναι ο γιος του Κρόνου μάρτυράς μας· » αφτός αν με το δίκοφτο χαλκό με σφάξει εμένα, » ας μου τα βγάλει τ' άρματα και στα καράβια ας σύρει, » μα ας δώκει πίσω το κορμί, που καν το λείψανό μου |
80 | » οι Τρώες και των Τρώωνε να κάψουν οι γυναίκες. » Μα εγώ αν τον σφάξω, αν δώκει μου τέτιο καμάρι ο Φοίβος, » θαν τον γυμνώσω απ' τ' άρματα και θαν τα πάω στο κάστρο » ναν τα κρεμάσω μέσα εκεί στην εκκλησά του Φοίβου, » δίνοντας πίσω το κορμί στ' ανάφρυδα καράβια, |
85 | » για να στολίσουν το νεκρό οι παινεμένοι Αργίτες » και μνήμα απάς στ' απλόχωρο περγιάλι ναν του στήσουν. » Κι' ίσως μιά μέρα πει κανείς απ' τους στερνούς ανθρώπους, » πολύκουπα αρμενίζοντας πας στο γαλάζο κύμα » ' Νά! μνήμα εκεί παλικαριού που στα παλιά τα χρόνια |
90 | » του κοσμοξάκουστου Έχτορα τον σκότωσε το χέρι.' » Έτσι ίσως πουν, κι' η δόξα μου θα ζει μου αιώνια εμένα.» |
Είπε, κι' εκείνοι απόμειναν χωρίς να βγάζουν λέξη· | |
95 | με τις βρισές, και τούβραζε μέσα η καρδιά απ' το πάθος « Ώχου μου παινεσιάρηδες, γυναίκες κι' όχι πια άντρες, » πάει πια, του κόσμου σιχαμός θα γίνουμε, αν εδώ όλοι » μπροστά στον Έχτορα τ' αφτιά τα κατεβάσουμε έτσι. » Μα αμέτε στην οργή όλοι εσείς — φωτιά που να σας κάψει! — |
100 | » που αφτού σαν ψόφιοι, έτσι άδοξα, μου κάθεστε ένας ένας· » αφτόν εγώ θ' αρματωθώ ναν τον βαρέσω ατός μου. » Το τί θα βγει, είναι στων θεών απάνου εκεί τα χέρια.» |
Είπε, κι' αμέσως φόρεσε την πλούσια αρματωσά του. | |
105 | το τέλος απ' του Έχτορα τη σταλωμένη χέρα, τι είταν ανότερος πολύ, αν ίσως κι' οι αρχόντοι των Αχαιών δεν τρέχανε να σε βαστάξουν πίσω. Και πρώτα ο μυριαφέντης γιος τ' Ατρέα, ο Αγαμέμνος, του λέει, του κραίνει, απ' το δεξύ ενώ τον κράταε χέρι « Χαμένα τάχεις, αδερφέ . . . μα δε σου πρέπει εσένα |
110 | » η τρέλα αφτή . .. Έχε απομονή, και μ' όλη σου την πίκρα » μη θες από φιλότιμο με πιο καλύτερό σου » να χτυπηθείς, τον Έχτορα, που τόνε τρέμουν κι' άλλοι. » Αφτόν και του Πηλέα ο γιος στη δοξοδότρα μάχη » να σμίξει δείλιαε, πούναι σου πολύ πιο παλικάρι. |
115 | » Μα άμε εσύ τώρα κάτσε εκεί με τους συντρόφους, κι' άλλο » κοντάρι εμείς του βγάζουμε ν' αγωνιστεί μαζί του. » Κι' όσο κι' αν είναι ατρόμητος και φόνο δε χορταίνει, » χαίροντας το πλεβρό θαρρώ θα γύρει, πρώτα αν σώσει » γερός να φύγει απ' τη σφαγή κι' απ' το κονταροχτύπι.» |
120 | Μ' αφτά τα λόγια τ' αδερφού τού γύρισε τη γνώμη, |
Τότες σηκωθή ο Νέστορας στη μέση και τους είπε | |
125 | » Βαριά θα βόγγαε ο Πηλιάς, ο γερο-αλογολάτης, » των Μυρμιδόνων μαχητής και γνωμοδότης άξιος, » πούχερε τόσο σπίτι του ρωτώντας με μια μέρα, » και μάθαινε κάθε Αχαιού τη φύτρα, την πατρίδα· » τώρα όλοι ομπρός στον Έχτορα αν μάθαινε πως τρέμουν, |
130 | » πολλές φορές θα σήκωνε προς τους θεούς τα χέρια, » να κατεβεί οχ τα στήθια του νεκρή η ψυχή στον Άδη. » Ε νιός κι' ας είμουν, Δία μου κι' εσύ Αθηνά κι' Απόλλο, » σαν τότε απάς που στο γοργό Κελάδο συναγμένοι » χτυπιούνταν κονταρόπλιστοι Αρκάδες και Πυλιώτες, |
135 | » εκεί που τρέχει ο Γιάρδανος, κοντά στης Φιάς το κάστρο. » Εκείνων πρωταγωνιστής βγήκε μπροστά ο Ρεφτάλης, » άντρακλας ίσος με θεούς, στους ώμους του φορώντας » τ' Αρήθου την αρματωσά, που τούχαν παρανόμι » βγαλμένα οι άντρες ρόπαλα κι' οι λυγερές γυναίκες· |
140 | » τι δεν πολέμαε με μακριά κοντάρια ή με δοξάρι, » παρά με ρόπαλο έσπαζε τους λόχους σιδερένιο. » Σκότωσε αφτόν με μπαμπεσιά, όχι απ' αντριά ο Λυκούργος, » σ' ένα στενό, όπου απ' τη σφαγή ο σιδερένιος όγκος » δεν τόνε γλύτωσε, τι πριν προφταίνει και στη μέση |
145 | » κρυφά ο Λυκούργος τον τρυπάει, κι' ανάσκελα τον στρώνει· » έτσι του πήρε τ' άρματα που τούχε δώσει ο Άρης. » Αφτά 'χε κι' έβγαινε έπειτα στο πανηγύρι τ' Άρη· » και σπίτι απέ σα γέρασε, τα δίνει του Ρεφτάλη, » τ' αγαπητού του παραγιού, ναν τα φοράει στη μάχη. » Μ' αφτά ο Ρεφτάλης τ' άρματα χαλκοπλισμένος τότες, |
150 | » κάθε αρχηγού τού φώναζε να βγει να μετρηθούνε· » κι' αφτοί φοβούνταν ζάρωναν, μηδέ κανείς τολμούσε. » Μα εγώ μου τόπε μου η καρδιά να πάω ναν τον χτυπήσω » απ' αψηφιά μου ... είμουν μαθές πιο νιός στα χρόνια απ' όλους. » Και βγήκα εγώ, και μούδωσε νίκη τρανή η Παλλάδα. |
155 | » Άλλο άντρα εγώ δε σκότωσα πιο δυνατό ή μεγάλο, » τι εδώ κι' ως πέρα κοίτουνταν μακρύς ξεκαρφωμένος. » Νιος έτσι ακόμα ας είμουνα, τα κότσα ας μου βαστούσαν! » δε θ' άργιε τότε ο Έχτορας να δει κοντάρι ομπρός του. » Μα εδώ από σας κι' όσοι είσαστε των Αχαιών οι πρώτοι, |
160 | » κανείς τον Έχτορα όρεξη δεν έχει ν' αντικρύσει.» |
Έτσι τους μάλωσε, κι' εννιά σηκώνουνται όλοι όλοι. | |
165 | κατόπι ο άξιος Δομενιάς, μαζί κι' ο παραγιός του Μηριόνης, ισοδύναμος του θνητοφάγου τ' Άρη· ο Βρύπυλος κατόπι, γιος καμαρωτός του Βαίμου· όρθιος κι' ο Θόας βρέθηκε κι' ο γνωστικός Δυσσέας. Αφτοί όλοι με τον Έχτορα να χτυπηθούν ζητούσαν. |
170 | Μα τους ξανάπε ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης |
175 | Είπε, κι' από 'να αφτοί λαχνό σημάδεψαν, και μέσα |
180 | » για ατός του της πολύχρυσης ο βασιλιάς Μυκήνας.» |
Είπαν, κι' ο Νέστορας τους σιεί. Κι' απ' το χαλκένιο κράνος | |
185 | κι' αφτοί σαν δεν τον γνώριζαν, όχι είπαν ένας ένας. Μα δείχνοντας τον στη γραμμή παντού, σαν ήρθε τέλος στον άντρα που τον χάραξε και στο χαλκένιο κράνος τον είχε ρήξει, στο λαμπρό τον Αία, τότε απλώνει το χέρι ο Αίας —πάει κοντά και του τον δίνει ο κράχτης— τι με χαρά τον γνώρισε σαν τούδε το σημάδι. |
190 | Και χάμου τον πετάει μπροστά στα πόδια του και κράζει « Δικός μου, αδρέφια μου, ο λαχνός ! Και τόχω εγώ μεγάλη » χαρά, γιατί τον Έχτορα θαρρώ θαν τον νικήσω. » Μα ελάτε, εγώ όσο τ' άρματα χαλκοφοράω της μάχης, » αρχίστε εσείς παράκληση στο γιο του Κρόνου Δία, |
195 | » σιγά αφτού πούστε, μην τυχόν κι' οι Τρώες καταλάβουν... » ή κι' ανοιχτά, τι πιόν εδώ θα φοβηθούμε κιόλας; » Πιός θέλει, ας δείξει την αντριά και τέχνη του, κι' ας δούμε » αν με φοβίζει, τι θαρρώ κι' εγώ δα τόσο ανάξιος » δε βγήκα, δε μεγάλωσα, στη Σαλαμίνα πέρα.» |
200 | Είπε, κι' αφτοί προσέφκουνταν στο γιο του Κρόνου Δία, |
205 | » καν ίση δώσ' τους και των διο τη δύναμη και δόξα.» |
Είπαν, κι' εκείνος ζώστηκε τ' αστραφτερά άρματά του. | |
210 | με λύσσα να κοματιαστούν αμάχης σπλαχνοφάγας· γίγας κι' ο Αίας έτσι ορμάει, των Αχαιών ο πύργος, κι' άγριες σπιθόχυνε ματιές, και μ' ανοιχτά τα σκέλια δρασκέλαε παίζοντας βαρύ μακρόδρομο κοντάρι. Κι' οι Δαναοί καμάρωναν θωρώντας, μα των Τρώων |
215 | τα ήπατα όλων φοβερή τους τάκοψε τρομάρα. Λάχτιζε ακόμα κι' η καρδιά του Έχτορα στα στήθια, μιάς όμως κι' αντροκάλεσε, πάει τέλιωσε, δεν είχε πια να ξεκόψει ή να χωθεί στο πλήθος ξαναπίσω. |
Κι' ασπίδα ο Αίας πλάκωσε σαν πύργο κουβαλώντας | |
220 | πλούμια χαλκένια εφτάβοϊδη, που τούδεσε με τέχνη ο Φτιάστης, ο πιο ξακουστός πετσάς, της Ύλης θρέμμα· που τούφτιασε εφτατόμαρη από καλοθρεμένους τάβρους ασπίδα, μ' όγδοη λάμα χαλκού από πάνου· μ' αφτή στα στήθια του μπροστά, τον Έχτορα ζυγώνει |
225 | σιμά σιμά, απέ στέκεται κι' αρχίζει τις φοβέρες « Έχτορα, τώρα πια άλαθα θα δεις με μόνο μόνος » σαν τι κοντάρια έχουν εδώ κι' οι Δαναοί στον κάμπο » και δίχως λοχοσπάστορα λιοντόκαρδο Αχιλέα. » Ναι, αφτός στα γοργοτάξιδα φιγουρωτά καράβια |
230 | » κάθεται αργός, τι χόλιασε του βασιλιά Αγαμέμνου· » μα να σου βγούμε εδώ 'μαστε σαν τέτιους που γυρέβεις » πολλοί, όσους θες. Μόν άρχιζε τη μάχη και τους χτύπους.» |
Τότες του λέει κι' ο Έχτορας, του γέρου ο γιος Πριάμου | |
235 | » μη με τρομάζεις, και παιδί δεν είμαι εγώ ή γυναίκα » ψόφια έτσι, π' άρματα ποτές δεν έπιασε στο χέρι. » Εγώ καλά τον πόλεμο, καλά τους φόνους ξέρω· » ξέρω δεξά, ξέρω ζερβά να στρίβω τ' αργασμένο » τομάρι που γερόπετσο το κουβαλάω στις μάχες· |
240 | » μες στων γοργών ξέρω αμαξών να χύνουμαι τ' ανάστα, » ξέρω πεζός και το χορό να πιάνω τ' άγριου τ' Άρη. » Να τι είμαι, και δε θέλω εγώ κλεφτά να σε φυλάξω » και να σε φάω· ορθάνοιχτα θα ρήξω, αν σε πετύχω.» |
Είπε, και σιώντας έρηξε το γλήγορο κοντάρι, | |
245 | και την πελόρια τού βαράει εφτάβοϊδή του ασπίδα, άκρη άκρη απάς στην όγδοη χαλκοφτιασμένη δίπλα. Έξη περνάει ο άλιωτος χαλκός και κόφτει δίπλες, και στέκει στο στερνό πετσί. Τότε ο μεγάλος Αίας κατόπι τίναξε κι' αυτός το στομωτό χαλκένιο |
250 | κοντάρι, και του χτύπησε τη φωτοβόλα ασπίδα. Και το γερό όπλο τού περνάει ως πέρα την ασπίδα και μες στα μαστροδούλεφτα τού χώνεται τσαπράζα, και το σκουτί ίσα εκεί κοντά τού σκίζει στο λαγγόνι· μά' γυρε αφτός και σώθηκε απ' τον πικρό το χάρο. |
255 | Τότε ύψωσαν κι' οι διο μαζί τα δέφτερα κοντάρια και ρήχτηκαν· λες είτανε λιοντάρια σαρκοφάγα, για άγρια γουρούνια π' αχαμνή δεν είναι η δύναμή τους. Εκεί του βρήκε ο Έχτορας στη μέση την ασπίδα, μα δεν την έσκισε ο χαλκός, τι στράβωσε στην άκρη. |
260 | Όμια κι' ο Αίας κάρφωσε πηδώντας τη δική του, κι' ο στόκος ίσα διάβηκε ως μέσα — κι' ενώ ορμούσε πίσω ξανά τον άμπωξε — και κόφτοντας τού πήγε ως στο λιμό, κι' ανάβρυζε μαβρόθολο το αίμας. |
Όμως τη μάχη ο Έχτορας δεν παραιτούσε κι' έτσι· | |
265 | πούταν στον κάμπο κατά γης, μάβρη τραχιά μεγάλη· μ' αφτή του Αία βάρεσε την εφταπέτσα ασπίδα στη μέση, απάς στον αφαλό, κι' άχησε γύρω ο βρόντος. Τότες κι' ο Αίας άδραξε μιά πιο πολύ μεγάλη κοτρώνα, και την έσφιξε στριφογυρίζοντάς την με δύναμη ως απάνου εκεί. Κι' ως μέσα την ασπίδα |
270 | ο μυλοπέτρας λίθαρος του σπάει, και του κλονίζει τα γόνατα· κι' ανάσκελα ξαπλώθη, κουτουλώντας με την ασπίδα. Όμως εφτύς τον σήκωσε ο Απόλλος. |
Και τότες πια θα ζύγωναν να σπαθολιανιστούνε, | |
275 | ήρθαν, των Τρώων ένας τους, των Αχαιών ο άλλος, κι' οι διο τους γνωστικοί, ο Νιδιός κι' ο θεϊκός Ταρθύβης. Κι' ανάμεσά τους τα ραβδιά σηκώσανε, και πρώτος είπε ο Νιδιός, που ένα σωρό τούξερε ο νους σοφίες « Σώνει, παιδιά μου, αφίστε πια και μη σπαθοκοπιέστε, |
280 | » τι και τους διο σας αγαπάει ο Ελυμπήσος Δίας, » άξιοι κι' οι διο σας· τούτο δα και το κατέχουμε όλοι. » Νυχτώνει τώρα· σαν καλό ν' ακούμε και τη Νύχτα.» |
Τότες ο Αίας τ' απαντάει, ο γιος του Τελαμώνα | |
285 | » τι αφτός ζητούσε ναν του βγουν σε μάχη οι πιο καλοί μας. » Ας κάνει αρχή· όχι δε θα πω, αν πρώτα αφτός θελήσει.» |
Τότε ο λεβέντης Έχτορας τ' απάντησε διο λόγια | |
290 | » τώρα τη μάχη ας πάψουμε τις λαβωσές τους χτύπους, » — σήμερα· απέ έπειτα ξανά χτυπιούμαστε ως που ο Δίας » να μας χωρίσει, κι' ένας μας τη νίκη να κερδίσει· » τώρα νυχτώνει, σαν καλό ν' ακούμε και τη Νύχτα — » κι' εσύ στα πλοία πήγαινε και καλοκάρδισε όλους, |
295 | » κι' απ' όλους πρώτα, τους δικούς και τους συντρόφους πούχεις, » και πάλι εγώ μες στο καστρί του βασιλιά Πριάμου » όλων θα γιάνω την καρδιά, κι' αντρών και γυναικώνε, » που στους θεούς θα πρόσπεσαν, τι τρέμουν μήπως πάθω. » Κι' έλα ένα δώρο ξακουστό ας δώσουμε ένας τ' άλλου, |
300 | » που κάθε Τρώας κι' Αχαιός να πει σαν τέτια λόγια » 'Πρώτα ναι μεν πολέμησαν ψυχόφαγη απ' αμάχη, » όμως μ' αγάπη χώρισαν κατόπι φιλιωμένοι.'» |
Είπε, και μια ασημόκαρφη πάει και του δίνει πάλα | |
305 | ζουνάρι ο Αίας τούδωκε βυσσινολαμπρισμένο. |
Έτσι λοιπόν σα χώρισαν, γυρνάει στη μέση ο ένας | |
310 | Και στο καστρί τον πάγαιναν, δύσπιστοι αν ζούσε ακόμα. Και πάλε αντίκρυ οι Δαναοί το γιγαντόκορμο Αία τον πάγαιναν στου βασιλιά χαρούμενο της νίκης. |
Και στις καλύβες φτάνοντας του βασιλιά Αγαμέμνου, | |
315 | ο γιος τ' Ατρέα αρσενικό πεντάχρονο τους σφάζει. Που γδέρνουν το και με σπουδή το ξεσπλαχνίζουν όλο και λιανισμένο τεχνικά στις σούγλες το περνούνε, το ψαίνουν όμορφα όμορφα, κι' απ' τη φωτιά το βγάζουν. Απέ σαν τέλιωσε η δουλιά και τοίμασαν τραπέζι, |
320 | τρων, και δε λείπει τίποτα που να ποθεί η καρδιά τους. Και στο τραπέζι ο βασιλιάς τ' Ατρέα γιος τον Αία μ' ολάκερα τον φίλεβε τ' απάκια και τιμούσε. |
Έπειτα πια σα χόρτασαν καλά με φαγοπότι, | |
325 | π' απ' όλους πιο σοφή και πριν τούβγαινε πάντα η γνώμη. Αφτός με λόγια γνωστικά τους μίλησε έτσι κι' είπε « Τ' Ατρέα γιε κι' οι άλλοι εσείς των Αχαιών αρχόντοι, » πολλοί μαθές πυκνόμαλλοι πέσανε Αργίτες τώρα, » π' αφτού που τρέχει ο Σκάμαντρος και τ' όμορφό του ρέμα » μ' αίμα τους μάβρο πότισε ο λυσσασμένος Άρης |
330 | » τους κάμπους γύρω, κι' οι ψυχές κατέβηκαν στον Άδη. » Για αφτό 'ναι ανάγκη σύνταχα να πάψεις τους πολέμους, » και πάμε εμείς και τους νεκρούς με βόδια και μουλάρια |
333 | » φέρνουμε και τους καίμε εδώ — και στη φωτιά τριγύρω |
336 | » μνημούρι ένα αξεχώριστο τους χτίζουμε — γυρνώντας » ξανά απ' τον κάμπο· και κοντά αψηλοπύργια αμέσως » ας χτίσουμε, διαφέντεμα δικό μας και των πλοίων. » Και πόρτες λέω να βάλουμε μαστορικά δεμένες, |
340 | » που μέσα νάχει απ' τα πορτιά των αμαξώνε δρόμο. » Κι' απ' όξω ας σκάψουμε βαθύ χαντάκι ομπρός στους πύργους, » που να μας σώζει το στρατό και τ' άλογα τριγύρω, » μπας καμιάν ώρα ο πόλεμος βαρύνει των οχτρώνε.» |
Έτσι είπε, κι' είπαν μάλιστα οι βασιλιάδες όλοι. | |
345 | Κι' είχαν αντίκρυ συντυχιά στο κάστρο απάνου οι Τρώες |
350 | » Ελάτε, αδρέφια, στους οχτρούς Λενιό μαζί και πράμα » δώστε κι' ας φέβγουν, τι ρητούς τώρα αθετώντας όρκους |
352 | » τους πολεμάμε· συφορές για αφτό μας απαντέχουν.» |
354 | Είπε και κάθησε. Έπειτα σηκώθη απάνου ο Πάρης, |
355 | της ροδοζύμωτης Λενιός ο ζηλεμένος άντρας. Αφτός γυρνάει και τ' απαντά διο φτερωμένα λόγια « Αντήνορα, όσα τώρα λες δεν είναι φίλου λόγια· » σου ξέρει κι' άλλη πιο καλή να κόψει ο νους σου γνώμη. » Μα αν τέτιο λόγο αληθινά τον λες με τα σωστά σου, |
360 | » τότες θα πει οι αθάνατοι πως σ' έχουν ξεμωράνει. » Μα θα λαλήσω τώρα εγώ εδώ μπροστά στους Τρώες· » νά! το κηρύχνω ορθά κοφτά, γυναίκα εγώ δε δίνω! » όμως το βιός όσό 'φερα στην Τροία απ' τ' Άργος, όλο » το δίνω, κι' απ' το πλούτος μου τους βάζω κι' άλλο ακόμα.» |
365 | Έτσι είπε αφτός και κάθησε. Κι' ο Πρίαμος κατόπι |
370 | » Τώρα σαν πριν πηγαίνετε να φάτε μες στη χώρα, » κι' απέ στις βάρδιες όλοι σας! και ξάγρυπνοι όλη νύχτα. » Κι' ας σύρει ο κράχτης την αβγή στα βαθουλά καράβια » να πει στ' Ατριά τους διο τους γιους, Μενέλα κι' Αγαμέμνο, » τι λέει ο Πάρης που για αφτόν πρωτάρχισε η διαμάχη. |
375 | » Μα ας ρήξει τεχνικά κι' αφτό το λόγο, αν θεν να πάψουν » τον κακοκράχτη πόλεμο ως που τους σκοτωμένους » να κάψουμε· έπειτα ξανά χτυπιούμαστε, ώστε ο Δίας » να μας διαλύνει κι' ένας μας τη νίκη να κερδίσει.» |
379 | Είπε, κι' εφτύς τον άκουσαν κι' όχι κανείς δεν είπε. |
381 | Και πήγε ο κράχτης το πουρνό στα μελανά καράβια, |
385 | « Τ' Αντρέα γιοι, κι' οι άλλοι εσείς των Αχαιών αρχόντοι, » μ' έστειλε ο Πρίαμος να πω κι' οι άλλοι οι αλογάδες » Τρώες —αν σας βολεί κι' εσάς και δε σας πολυνιάζει — » τι λέει ο Πάρης που για αφτόν πρωτάρχισε η διαμάχη. » Όλο το βιός όσό 'φερε μες στα γοργά καράβια |
390 | » στην Τροία — που έτσι η θάλασσα νά θε τον πνίξει πρώτα !— » το δίνει, κι' απ' το πλούτος του σας βάζει κι' άλλο ακόμα· » το τέρι όμως τ' απάρθενο του ξακουστού Μενέλα » λέει δεν το δίνει . . . ωστόσο εμείς τον βιάζουμε, δε φταίμε. » Κι' ακόμα αφτό με πρόσταξε να πω· να πάψτε, αν θέτε, |
395 | » τον κακοκράχτη πόλεμο ως που τους σκοτωμένους » να κάψουμε· έπειτα ξανά χτυπιούμαστε, ώστε ο Δίας » να μας διαλύνει κι' ένας μας τη νίκη να κερδίσει.» |
Είπε, κι' εκείνοι σώπασαν δίχως να βγάζουν λέξη. | |
400 | « Τώρα όχι ! ά μη δεχτεί κανείς του Πάρη μήτε βιός του » μήτε Λενιό. Ολοφάνερο, όσο τυφλός κι' αν είσαι, » πως τώρα οι Τρώες μπλέξανε μες στου χαμού τα δίχτια.» |
Είπε, και ζητωκράβγασαν με μιά φωνή οι Αργίτες, | |
405 | Τότες του κράχτη τ' απαντάει ο βασιλιά Αγαμέμνος « Νιδιέ, νά! ακούς και μόνος σου των Αχαιών το λόγο, » τι κραίνουν· να λοιπόν κι' εγώ τα ίδια αποφασίζω. » Μα το να κάψτε τους νεκρούς, αμπόδια δε σας βάζω· » τι μιάς και πάει ο άνθρωπος, τι βλάφτει χέρι χέρι |
410 | » να μερωθεί το λείψανο με της φωτιάς τη χάρη ; » Τ' όρκου μου ας είναι μάρτυρας ο Ελυμπήσος Δίας !» |
Είπε, κι' υψώνει το χρυσό ραβδί προς τα ουράνια. | |
Κι' ο κράχτης πίσω μίσεψε κατά της Τριάς το κάστρο. | |
415 | όλοι μαζί, και κάθουνταν, τον κράχτη καρτερώντας πότε θα φτάσει. Κι' έρχοντας ως στην πλατέα ο κράχτης, καταμεσύς τους στέκεται και δίνει τα μαντάτα. Κι' εκείνοι εφτύς σαν τ' άκουσαν, τα σύνεργα τοιμάζουν, |
418 | να παν να φέρουν τους νεκρούς, κι' άλλοι να κόψουν ξύλα. |
421 | Κι' απέ, σαν πρωτοχρύσωνε ο Ήλιος τα χωράφια και μέσα απ' τ' Ωκιανού βαθιά τ' αγαλιοδρόμο κύμα ανέβαινε στον ουρανό, κινούν με τα μουλάρια. Και πού κανείς τον κάθε εκεί νεκρό να ξεδιαλύνει, |
425 | μον με νερό ξεπλαίνοντας τις ματωμένες σάρκες, χύνοντας δάκρια πύρινα τους φόρτωναν στ' αμάξια. Όμως να κλαίνε ο Πρίαμος δεν άφινε· κι' οι Τρώες βαριόκαρδοι απάς στη φωτιά τους σώρεβαν σωπώντας· |
429 | κι' αφού τους έκαψαν, γυρνούν κατά της Τριάς το κάστρο. |
419 | Το ίδιο απ' τα καλόθρονα κι' οι Δαναοί καράβια |
420 | στέλνουν να φέρουν τους νεκρούς, κι' άλλους να παν για ξύλα. |
430 | Και τους νεκρούς σαν έφεραν, τους πήραν κι' έναν ένα τους σώρεβαν πας στη φωτιά με πληγωμένα σπλάχνα· κι' αφού τους έκαψαν, γυρνούν στ' ανάφρυδα καράβια. |
Κι' όταν ακόμα μήτε αβγή, μον μισασπρίζει η νύχτα | |
435 | των Αχαιώνε διαλεχτοί — και γύρω της μνημούρι έφτιασαν ένα αχώριστο για όλους — απ' τον κάμπο γυρνώντας· κι' έχτισαν κοντά καστρότειχο με πύργους έτσι αψηλούς, διαφέντεμα δικό τους και των πλοίων. Και με πορτί τους βόλεψαν, μαστορικά δεμένο, για νάχει μέσα απ' το πορτί των αμαξώνε δρόμο. |
440 | Έπειτα απ' όξω χάραξαν χαντάκι ομπρός στο κάστρο βαθύ μεγάλο διάπλατο· και τούμπηξαν παλούκια. |
Αφτά λοιπόν μαστόρεβαν οι άκουροι οι Αργίτες. | |
445 | και λέει, της γης ο σαλεφτής, διο φτερωμένα λόγια « Δία πατέρα, τάχα ζει στον κόσμο απ' άκρη ως άκρη » άθρωπος πια που στους θεούς θ' ανοίξει την καρδιά του; » Δε βλέπεις, πάλε εκεί μπροστά οι Δαναοί στα πλοία » έχτισαν κάστρο, κι' έσκαψαν χαντάκι γύρω γύρω, |
450 | » μα δίχως στους θεούς σφαχτά και δώρα να προσφέρουν. » Αφτό θα φημιστεί ως εκεί που χύνει φως ο ήλιος, » μα εκείνο εμείς που μ' ίδρο μας μεγάλο, εγώ κι' ο Φοίβος, » του Λαομέδου χτίσαμε, θαν το ξεχάσει ο κόσμος.» |
Τότες ο Δίας τ' απαντάει, βαριά αγανακτισμένος | |
455 | « Ώχου! τί λόγο, ανίκητε, μας είπες, κοσμοσείστη; » Καλά, άλλος τέτιο απ' τους θεούς να ξεστομίσει λόγο » που σούναι εσένα πιο αχαμνός στη δύναμη, στα χέρια. » Ναί, αφτό θα φημιστεί ως εκεί που χύνει φως ο ήλιος, » μα τί μ' αφτό; Σα φύγουνε οι παινεμένοι Αργίτες |
460 | » με τα καράβια τους ξανά στην ποθητή πατρίδα, » τότες το κάστρο γκρέμισ' το και σκόρπα το στο κύμα, |
462 | » και μ' άμμο σκέπασε ξανά τ' απλόχωρο ακρογιάλι.» |
464 | Έτσι κουβέντιαζαν οι διο. Και βασιλέβει ο ήλιος, |
465 | και τότες τέλιωσε η δουλιά των Αχαιών. Και πιάνουν να σφάξουν και το δειλινό να φαν μες στις καλύβες. Κι' ήρθαν καΐκια με κρασί της Λήμνος φορτωμένα πολλά, που ο γιος τούς τάστειλε του Γιάσου, ο Καλοκράσης, που γέννησε απ' το βασιλιά το Γιάσο η Αψιπύλη· |
470 | και χώρια για τ' Ατριά τους γιους, Μενέλα κι' Αγαμέμνο, του Γιάσου ο γιος κρασί έδωκε να πάνε ως χίλια μέτρα. Αγόραζε λοιπόν κρασί των Αχαιών το πλήθος, πιός με λεβέτια χάλκινα και πιός με σιδερένια και πιός μ' ασκιά βοϊδόπετσα· άλλοι με βόδια πάλι, |
475 | κι' άλλοι με σκλάβους· κι' έβαλαν ξεφαντωτό τραπέζι. Κι' όλη τη νύχτα τρώγανε οι άκουροι οι Αργίτες στον κάμπο, κι' όλοι οι Τρώϊδες με τους βοηθούς στο κάστρο, κι' όλη τη νύχτα συφορές τους μελετούσε ο Δίας, άγρια βροντώντας· και χλωμή τους έκοβε τρομάρα. |
480 | Κι' έχυναν όλοι τους κρασί οχ τα ποτήρια χάμου, μηδέ πριν τόλμησε να πιει κανείς τους, πριν να στάζει το μέρος πρώτα του δεινού βροντοτινάχτη Δία. Πλάγιασαν τέλος να χαρούν και μιά σταλιά τον ύπνο. |