Νομίζω, ώ Αθηναίοι, ότι σεις θα επροτιμούσατε να εγίνετο φανερόν εκείνο, το οποίον θα ήτο ωφέλιμον εις την πόλιν μας, περί του ζητήματος αυτού, περί του οποίου την στιγμήν αυτήν σκέπτεσθε (1) — και θα επροτιμούσατε — είμαι βέβαιος περισσότερον από πολλά χρήματα. Αφού λοιπόν το πράγμα είνε έτσι, πρέπει να θέλετε με προθυμίαν να ακούσετε πάντα, όστις θα παρουσιάζετο, διά να σας το φανέρωση· και όχι μόνον τούτο, αφού το ακούσετε, να το παραδεχθήτε, — εκείνο δηλαδή το οποίον έρχεται κανείς επίτηδες να σας ειπή ότι είνε χρήσιμον, αφού προηγουμένως το εσκέφθη — αλλά φρονώ—επειδή είσθε τυχεροί άνθρωποι, — ότι πολλαί γνώμαι συμφέρουσαι ημπορούν να έλθουν έξαφνα εις μερικούς απρομελετήτως διά να τας είπουν, ώστε από όλας τας γνώμας να εκλέξετε ευκόλως εκείνην, η οποία θα είνε η περισσότερον συμφέρουσα εις την πόλιν μας. | [1] ἀντὶ πολλῶν ἄν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, χρημάτων ὑμᾶς ἑλέσθαι νομίζω, εἰ φανερὸν γένοιτο τὸ μέλλον συνοίσειν τῇ πόλει περὶ ὧν νυνὶ σκοπεῖτε. ὅτε τοίνυν τοῦθ᾽ οὕτως ἔχει, προσήκει προθύμως ἐθέλειν ἀκούειν τῶν βουλομένων συμβουλεύειν· οὐ γὰρ μόνον εἴ τι χρήσιμον ἐσκεμμένος ἥκει τις, τοῦτ᾽ ἂν ἀκούσαντες λάβοιτε, ἀλλὰ καὶ τῆς ὑμετέρας τύχης ὑπολαμβάνω πολλὰ τῶν δεόντων ἐκ τοῦ παραχρῆμ᾽ ἐνίοις ἂν ἐπελθεῖν εἰπεῖν, ὥστ᾽ ἐξ ἁπάντων ῥᾳδίαν τὴν τοῦ συμφέροντος ὑμῖν αἵρεσιν γενέσθαι. |
Η παρούσα λοιπόν περίστασις και ευκαιρία, ώ άνδρες Αθηναίοι, μόνον που δεν το λέγει—και το λέγει βγάζουσα φωνήν— ότι όχι με μισθωτούς ανθρώπους, αλλά σεις οι ίδιοι πρέπει να πάρετε εις τα χέρια σας τας υποθέσεις των Ολυνθίων, —εάν βέβαια ενδιαφέρεσθε διά την ιδικήν σας σωτηρίαν—την σωτηρίαν της πόλεως· ημείς όμως δεν γνωρίζω ποίαν σκέψιν και διάθεσιν έχομεν διά τας υποθέσεις αυτάς—διατί είμεθα τόσον άτολμοι! — Η ιδική μου όμως γνώμη καθαρά είνε η έξής· να αποφασίσετε τώρα πλέον να βοηθήσετε τους Ολυνθίους και να προετοιμασθήτε όσον ημπορείτε γρηγορώτερα και να τρέξετε εις βοήθειαν οι ίδιοι σεις και όχι με μισθοφόρους, διά να μη πάθετε τα ίδια, τα οποία επάθατε πρωτύτερα· και να στείλετε ακόμη απεσταλμένους, οι οποίοι να αναγγείλουν τας αποφάσεις σας αυτάς και να παρακολουθούν από πλησίον, να παρακολουθούν με προσοχήν την εξέλιξιν των πραγμάτων των Ολυνθίων. | [2] ὁ μὲν οὖν παρὼν καιρός, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, μόνον οὐχὶ λέγει φωνὴν ἀφιεὶς ὅτι τῶν πραγμάτων ὑμῖν ἐκείνων αὐτοῖς ἀντιληπτέον ἐστίν, εἴπερ ὑπὲρ σωτηρίας αὐτῶν φροντίζετε· ἡμεῖς δ᾽ οὐκ οἶδ᾽ ὅντινά μοι δοκοῦμεν ἔχειν τρόπον πρὸς αὐτά. ἔστι δὴ τά γ᾽ ἐμοὶ δοκοῦντα, ψηφίσασθαι μὲν ἤδη τὴν βοήθειαν, καὶ παρασκευάσασθαι τὴν ταχίστην ὅπως ἐνθένδε βοηθήσετε (καὶ μὴ πάθητε ταὐτὸν ὅπερ καὶ πρότερον), πρεσβείαν δὲ πέμπειν, ἥτις ταῦτ᾽ ἐρεῖ καὶ παρέσται τοῖς πράγμασιν· |
Διότι υπάρχει προ πάντων αυτός ο φόβος μήπως —επειδή ο Φίλιππος είνε άνθρωπος, ο οποίος ημπορεί να κάμνη τα πάντα— άνθρωπος πονηρός και είνε φοβερός να μεταχειρίζεται τας περιστάσεις, άλλοτε μεν υποχωρών — όταν η περίστασις το καλή— , άλλοτε δε απειλών —και ευλόγως θα εφαίνετο ότι είνε άξιος να πραγματοποιήση τας απειλάς του—, άλλοτε δε συκοφαντών ημάς προς τους Ολυνθίους ότι δεν ετρέξαμεν προς βοήθειαν των, μήπως μετατρέψη τα πράγματα και συμπαρασύρη με το μέρος του κανένα σπουδαίον ωφέλημα εκ της όλης υποθέσεως των Ολυνθίων (3). | [3] ὡς ἔστι μάλιστα τοῦτο δέος, μὴ πανοῦργος ὢν καὶ δεινὸς ἅνθρωπος πράγμασι χρῆσθαι, τὰ μὲν εἴκων, ἡνίκ᾽ ἂν τύχῃ, τὰ δ᾽ ἀπειλῶν (ἀξιόπιστος δ᾽ ἂν εἰκότως φαίνοιτο ), τὰ δ᾽ ἡμᾶς διαβάλλων καὶ τὴν ἀπουσίαν τὴν ἡμετέραν, τρέψηται καὶ παρασπάσηταί τι τῶν ὅλων πραγμάτων. |
Αλλά όχι, μη φοβήσθε, ω Αθηναίοι! Διότι εκείνα τα οποία είνε και το δυσκολώτατον να καταπολέμηση κανείς εκ των προσόντων του Φιλίππου —την δραστηριότητα του και την πανουργίαν του— ακριβώς αυτά είνε και πάρα πολύ ωφέλιμα και συμφέροντα διά σας. Και ιδού πώς. Διότι είνε τη αληθεία μέγα πλεονέκτημα, βοηθεί πολύ την ταχυτέραν και επικαιροτέραν ενέργειαν και εκτέλεσιν των πολεμικών επιχειρήσεων το να είνε εκείνος, ένας μόνος, κύριος και εκείνων, τα οποία λέγονται και όσα δεν λέγονται, και να είνε συγχρόνως και στρατηγός και απόλυτος κύριος και ταμίας και να είνε πανταχού παρών εις το στράτευμα· αλλά τούτο πάλιν είνε εναντίον, κάμνει σχεδόν αδύνατον πάσαν κερδοσκοπικήν συμφωνίαν και ανταλλαγήν του Φιλίππου με τους Ολυνθίους — πράγματα τα οποία εκείνος με πολλήν ευχαρίστησιν και ευκολίαν θα έκαμνεν, αν ημπορούσε... | [4] οὐ μὴν ἀλλ᾽ ἐπιεικῶς, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τοῦθ᾽ ὃ δυσμαχώτατόν ἐστι τῶν Φιλίππου πραγμάτων, καὶ βέλτιστον ὑμῖν· τὸ γὰρ εἶναι πάντων ἐκεῖνον ἕν᾽ ὄντα κύριον καὶ ῥητῶν καὶ ἀπορρήτων καὶ ἅμα στρατηγὸν καὶ δεσπότην καὶ ταμίαν, καὶ πανταχοῦ αὐτὸν παρεῖναι τῷ στρατεύματι, πρὸς μὲν τὸ τὰ τοῦ πολέμου ταχὺ καὶ κατὰ καιρὸν πράττεσθαι πολλῷ προέχει, πρὸς δὲ τὰς καταλλαγάς, ἃς ἂν ἐκεῖνος ποιήσαιτ᾽ ἄσμενος πρὸς Ὀλυνθίους, ἐναντίως ἔχει. |
Διότι είνε πλέον ολοφάνερον εις τους Ολυνθίους, ότι τώρα δεν διατρέχουν τον κίνδυνον να χάσουν την δόξαν των, ούτε ένα μέρος της χώρας των είνε πολύ φοβερώτερος ο κίνδυνος—πρόκειται να αναστατωθή η πατρίς των και οι κάτοικοι της να πωληθούν ως δούλοι!.... Και μάλιστα, αφού ηξεύρουν καλά τί έκαμε, ποίαν διαγωγήν έδειξεν ο Φίλιππος εις τους Αμφιπολίτας εκείνους, οι όποιοι του παρέδωκαν την πόλιν των, και εις όσους Πυδναίους έτρεξαν να τον υποδεχθούν (4)· και είνε, καθώς νομίζω, ο τύραννος εις τα δημοκρατικά πολιτεύματα πράγμα το οποίον δεν πρέπει καθόλου να εμπιστεύεται κανείς, και μάλιστα αν έχωσι χώραν γειτονικήν. | [5] δῆλον γάρ ἐστι τοῖς Ὀλυνθίοις ὅτι νῦν οὐ περὶ δόξης οὐδ᾽ ὑπὲρ μέρους χώρας πολεμοῦσιν, ἀλλ᾽ ἀναστάσεως καὶ ἀνδραποδισμοῦ τῆς πατρίδος, καὶ ἴσασιν ἅ τ᾽ Ἀμφιπολιτῶν ἐποίησε τοὺς παραδόντας αὐτῷ τὴν πόλιν καὶ Πυδναίων τοὺς ὑποδεξαμένους· καὶ ὅλως ἄπιστον, οἶμαι, ταῖς πολιτείαις ἡ τυραννίς, ἄλλως τε κἂν ὅμορον χώραν ἔχωσι. |
Ταύτα λοιπόν επειδή από καιρόν πολύν έχετε εννοήσει, ώ Αθηναίοι, και αφού λάβετε υπ' όψιν σας όλα τα άλλα, όσα αρμόζει—την δόξαν των προγόνων μας, την αξίαν της πόλεως, τας αδικίας του Φιλίππου και του κινδύνου το μέγεθος—, είμαι της γνώμης ότι πρέπει πρώτον να αποφασίσετε να στείλετε βοήθειαν, και δεύτερον να εξαφθήτε προς εκδίκησιν και απόκρουσιν των αδικιών του Φιλίππου και τρίτον να προσέχετε εις τον πόλεμον— και να προσέχετε τώρα περισσότερον από κάθε άλλην περίστασιν —προθύμως συνεισφέροντες χρήματα και εκστρατεύοντες σεις οι ίδιοι και μη παραλείποντες τίποτε προς επιτυχίαν της εκστρατείας— διότι άλλως δεν σας υπολείπεται τώρα πλέον, όχι μόνον αιτία πραγματική, αλλ' ούτε και πρόφασις απλή διά πάσαν άρνησίν σας να πράξετε ό,τι πρέπει —ό,τι το καθήκον σας επιβάλλει.. | [6] ταῦτ᾽ οὖν ἐγνωκότας ὑμᾶς, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καὶ τἄλλ᾽ ἃ προσήκει πάντ᾽ ἐνθυμουμένους φημὶ δεῖν ἐθελῆσαι καὶ παροξυνθῆναι καὶ τῷ πολέμῳ προσέχειν εἴπερ ποτὲ καὶ νῦν, χρήματ᾽ εἰσφέροντας προθύμως καὶ αὐτοὺς ἐξιόντας καὶ μηδὲν ἐλλείποντας. οὐδὲ γὰρ λόγος οὐδὲ σκῆψις ἔθ᾽ ὑμῖν τοῦ μὴ τὰ δέοντα ποιεῖν ἐθέλειν ὑπολείπεται. |
Ναι δεν υπάρχει αιτία, ούτε και πρόφασις, ώ Αθηναίοι, διότι τώρα δα έχει ελθεί, έχει γίνει μόνον του εκείνο το οποίον πάντες προ ολίγου επεθύμουν και εψιθύριζον—ότι δηλαδή πρέπει να κινήσετε εις πόλεμον τους Ολυνθίους προς τον Φίλιππον—και έχει γίνει μάλιστα κατά τον συμφερώτατον διά σας τρόπον. Διότι, εάν μεν πεισθέντες από σας έπαιρναν επάνω τους τον πόλεμον, όντες —καθώς είνε—σύμμαχοι άστατοι, ίσως θα είχαν αποφασίσει να πολεμώσι τον Φίλιππον και να είνε σύμμαχοι σας- αλλά θα .χ. είχαν αποφασίσει μέχρις ενός ορίου και όχι εις πάσαν περίπτωσιν αλλά τώρα— τώρα, που οι Ολύνθιοι μισούσι τον Φίλιππον, διά τας αδικίας τας οποίας έχει κάμει προς αυτούς, είνε φυσικόν—πολύ φυσικόν να διατηρώσι την εναντίον του έχθραν σταθεράν και εξ αιτίας εκείνων τα οποία φοβούνται και εξ αιτίας εκείνων τα οποία έχουν πάθει απ' αυτόν. | [7] νυνὶ γάρ, ὃ πάντες ἐθρύλουν τέως, Ὀλυνθίους ἐκπολεμῶσαι δεῖν Φιλίππῳ, γέγονεν αὐτόματον, καὶ ταῦθ᾽ ὡς ἂν ὑμῖν μάλιστα συμφέροι. εἰ μὲν γὰρ ὑφ᾽ ὑμῶν πεισθέντες ἀνείλοντο τὸν πόλεμον, σφαλεροὶ σύμμαχοι καὶ μέχρι του ταῦτ᾽ ἂν ἐγνωκότες ἦσαν ἴσως· ἐπειδὴ δ᾽ ἐκ τῶν πρὸς αὑτοὺς ἐγκλημάτων μισοῦσι, βεβαίαν εἰκὸς τὴν ἔχθραν αὐτοὺς ὑπὲρ ὧν φοβοῦνται καὶ πεπόνθασιν ἔχειν. |
Δεν πρέπει λοιπόν, ώ Αθηναίοι, μίαν τοιαύτην ευκαιρίαν—ευκαιρίαν, η οποία τυχαίως και ανελπίστως σας ήλθε — να την αφήσετε, ούτε πρέπει να πάθετε το ίδιον πάθημα, το οποίον πρωτύτερα πολλές φορές έως τώρα έχετε πάθει. Διότι, εάν ημείς —όταν εγυρίσαμεν εις τας Αθήνας, αφού εβοηθήσαμεν τους Ευβοείς, και παρουσιάσθησαν εις τούτο εδώ το βήμα οι Αμφιπολίται Ιέραξ και Στρατοκλής και προέτρεπον ημάς να πλεύσωμεν και να παραλάβωμεν την πόλιν των — εάν τότε εδείχναμε διά τον εαυτόν μας, διά το συμφέρον μας την ιδίαν προθυμίαν, την οποίαν ακριβώς εδείξαμεν διά την σωτηρίαν των Ευβοέων, θα είχετε τότε την Αμφίπολιν και θα ήσθε απηλλαγμένοι όλων των κατόπιν και των σημερινών φροντίδων και περιπλοκών.... | [8] οὐ δεῖ δὴ τοιοῦτον, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, παραπεπτωκότα καιρὸν ἀφεῖναι, οὐδὲ παθεῖν ταὐτὸν ὅπερ ἤδη πολλάκις πρότερον πεπόνθατε. εἰ γάρ, ὅθ᾽ ἥκομεν Εὐβοεῦσιν βεβοηθηκότες καὶ παρῆσαν Ἀμφιπολιτῶν Ἱέραξ καὶ Στρατοκλῆς ἐπὶ τουτὶ τὸ βῆμα, κελεύοντες ἡμᾶς πλεῖν καὶ παραλαμβάνειν τὴν πόλιν, τὴν αὐτὴν παρειχόμεθ᾽ ἡμεῖς ὑπὲρ ἡμῶν αὐτῶν προθυμίαν ἥνπερ ὑπὲρ τῆς Εὐβοέων σωτηρίας, εἴχετ᾽ ἂν Ἀμφίπολιν τότε καὶ πάντων τῶν μετὰ ταῦτ᾽ ἂν ἦτ᾽ ἀπηλλαγμένοι πραγμάτων. |
Αλλά και πάλιν, όταν η Πύδνα και η Ποτείδαια, η Μεθώνη και αι Παγασαί (5) και τα άλλα μέρη — παραλείπω τα ονόματα των, ίνα μη χρονοτριβώ αναφέρων αυτά εν προς εν — ανηγγέλ-λετο εις ημάς ότι πολιορκούνται, εάν, λέγω τότε—προθύμως και όπως έπρεπε—ημείς οι ίδιοι και όχι με μισθοφόρους εβοηθούσα-μεν εν εξ αυτών των μερών— το πρώτον τυχόν, αδιάφορον ποίον—, τώρα ασθενέστερον και πολύ ταπεινότερον θα μετεχειριζόμεθα τον Φίλιππον. Τώρα όμως—διότι παραμελούμεν την εκάστοτε πα-ρουσιαζομένην ευκαιρίαν, τα δε μέλλοντα διότι νομίζομεν ότι μόνα των θα πάνε καλά—ημείς αυτοί εκάμαμε μεγάλον τον Φίλιππον, ώ Αθηναίοι— και τον εκάμαμε τόσον μεγάλον, όσος δεν έγινε κανείς έως τώρα βασιλεύς εν Μακεδονία. Αλλά να! Τώρα που παρουσιάζεται εις την πόλιν μας μία σπουδαία ευκαιρία — και παρουσιάζεται μονάχη της! Δεν την ξεύρετε; Να αυτή των Ολυνθίων! Ευκαιρία, η οποία είνε μεγαλύτερα από όλας τας άλλας, τας πρωτυτερινάς εκείνας ευκαιρίας, τας οποίας αδίκως — ναι αδίκως αφήσαμεν να χαθούν.... | [9] καὶ πάλιν ἡνίκα Πύδνα, Ποτείδαια, Μεθώνη, Παγασαί, τἄλλα, ἵνα μὴ καθ᾽ ἕκαστα λέγων διατρίβω, πολιορκούμεν᾽ ἀπηγγέλλετο, εἰ τότε τούτων ἑνὶ τῷ πρώτῳ προθύμως καὶ ὡς προσῆκεν ἐβοηθήσαμεν αὐτοί, ῥᾴονι καὶ πολὺ ταπεινοτέρῳ νῦν ἂν ἐχρώμεθα τῷ Φιλίππῳ. νῦν δὲ τὸ μὲν παρὸν ἀεὶ προϊέμενοι, τὰ δὲ μέλλοντ᾽ αὐτόματ᾽ οἰόμενοι σχήσειν καλῶς, ηὐξήσαμεν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, Φίλιππον ἡμεῖς καὶ κατεστήσαμεν τηλικοῦτον ἡλίκος οὐδείς πω βασιλεὺς γέγονεν Μακεδονίας. νυνὶ δὴ καιρὸς ἥκει τις, οὗτος ὁ τῶν Ὀλυνθίων, αὐτόματος τῇ πόλει, ὃς οὐδενός ἐστιν ἐλάττων τῶν προτέρων ἐκείνων. |
Και νομίζω, εγώ τουλάχιστον, ώ Αθηναίοι, ότι, εάν κανείς ήθελε γίνει δίκαιος κριτής εκείνων όσα οι θεοί μας έχουν κάμει— αν και πολλά δεν ευρίσκονται—το ομολογώ— εις την κατάστασιν, εις την οποίαν έπρεπε να ευρίσκωνται—, εν τούτοις πρέπει να τους χρεωστή κανείς και δι' αυτά ακόμη μεγάλην χάριν—και ευλόγως! Διότι ναι μεν εχάσαμεν πολλά εις τον πόλεμον της Αμφιπόλεως, αλλ' αυτό θα ημπορούσε κανείς — και δικαίως—να το θεωρήση ως αποτέλεσμα της ιδικής μας μάλλον αμελείας, το δε να μη έχωμεν πάθει το πάθημα αυτό προ πολλού, μήτε να μας έχη ξεφυτρώσει καμμία συμμαχία, αντιστάθμισμα των ζημιών αυτών—αν θέλωμεν να κάμωμεν καλήν χρήσιν και της συμμαχίας αυτής— αι αυτό, αν με ερωτούσαν, εγώ τουλάχιστον θα το εθεω-ρούσα—και δεν θα ήμην υπερβολικός —ως ευεργεσίαν, την οποίαν μας εχάρισεν η εύνοια του θεού!.... | [10] καὶ ἔμοιγε δοκεῖ τις ἄν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, δίκαιος λογιστὴς τῶν παρὰ τῶν θεῶν ἡμῖν ὑπηργμένων καταστάς, καίπερ οὐκ ἐχόντων ὡς δεῖ πολλῶν, ὅμως μεγάλην ἂν ἔχειν αὐτοῖς χάριν, εἰκότως· τὸ μὲν γὰρ πόλλ᾽ ἀπολωλεκέναι κατὰ τὸν πόλεμον τῆς ἡμετέρας ἀμελείας ἄν τις θείη δικαίως, τὸ δὲ μήτε πάλαι τοῦτο πεπονθέναι πεφηνέναι τέ τιν᾽ ἡμῖν συμμαχίαν τούτων ἀντίρροπον, ἂν βουλώμεθα χρῆσθαι, τῆς παρ᾽ ἐκείνων εὐνοίας εὐεργέτημ᾽ ἂν ἔγωγε θείην. |
Αλλ' αυτό, θαρρώ, ότι είνε σχεδόν όμοιον με εκείνο το οποίον συμβαίνει και περί της αποκτήσεως χρημάτων αν δηλαδή κανένας όχι μόνον λάβη από την τύχην, αλλά και διατήρησις όσα λάβη απ' αυτήν, της χρεωστεί μεγάλην χάριν, εάν όμως τα εξοδιάση —και τα εξοδιάση χωρίς να το καταλάβη, τα εξοδιάση ασκέπτως, αι τότε εξοδεύει συνήθως μαζί με τα χρήματα και την ανάμνησιν της χάριτος—ξεχάνει την χάριν!.... Το ίδιον συμβαίνει και με τας πολιτικάς υποθέσεις, όσοι δεν μετεχειρίσθησαν ορθώς τας περιστάσεις, όχι μόνον δεν ευγνωμονούν, αλλ' ούτε ενθυμούνται, ότι εκ μέρους του θεού τους συνέβη κάτι τι καλόν διότι το τελευταίον συμβάν χρησιμεύει ως πήχυς, με τον οποίον οι άνθρωποι συγκρίνουν και μετρούν εκείνα τα οποία έγιναν πρωτύτερα— τα περασμένα. Διά τον λόγον αυτόν πρέπει—και πρέπει πάρα πολύ, ώ Αθηναίοι, να φροντίσωμεν περί των υποθέσεων της Ολύνθου ίνα, αφού επανορθώσωμεν αυτάς, αποπλύνωμεν την κακοφημίαν μας δι' όσα έχομεν πράξει έως τώρα. | [11] ἀλλ᾽, οἶμαι, παρόμοιόν ἐστιν ὅπερ καὶ περὶ τῆς τῶν χρημάτων κτήσεως· ἂν μὲν γάρ, ὅσ᾽ ἄν τις λάβῃ, καὶ σῴσῃ, μεγάλην ἔχει τῇ τύχῃ τὴν χάριν, ἂν δ᾽ ἀναλώσας λάθῃ, συνανήλωσε καὶ τὸ μεμνῆσθαι [τὴν χάριν]. καὶ περὶ τῶν πραγμάτων οὕτως οἱ μὴ χρησάμενοι τοῖς καιροῖς ὀρθῶς, οὐδ᾽ εἰ συνέβη τι παρὰ τῶν θεῶν χρηστὸν μνημονεύουσι· πρὸς γὰρ τὸ τελευταῖον ἐκβὰν ἕκαστον τῶν πρὶν ὑπαρξάντων κρίνεται. διὸ καὶ σφόδρα δεῖ τῶν λοιπῶν ὑμᾶς, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, φροντίσαι, ἵνα ταῦτ᾽ ἐπανορθωσάμενοι τὴν ἐπὶ τοῖς πεπραγμένοις ἀδοξίαν ἀποτριψώμεθα. |
Αν δε εγκαταλείψωμεν, ώ Αθηναίοι, και τους ανθρώπους τούτους εδώ—τους Ολυνθίους, και ύστερον εκείνος υποτάξη την Όλυνθον, τότε ας μου είπη καθένας καθαρά, ποίον θα είνε το εμπόδιον, το οποίον θα εμποδίζη πλέον τον Φίλιππον να βαδίση όπου θέλει; Άρα γε συλλογίζεται κανείς από σας, ώ Αθηναίοι, και εξετάζει τον τρόπον, με τον οποίον ο Φίλιππος έχει γίνει μεγάλος, αν και ήτο αδύνατος κατ' αρχάς; Την πρώτην φοράν κατέλαβε την Αμφίπολιν, κατόπιν την Πύδναν, πάλιν την Ποτείδαιαν, ύστερον πάλιν την Μεθώνην, έπειτα έβαλε το πόδι του εις την Θεσσαλίαν· | [12] εἰ δὲ προησόμεθ᾽, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καὶ τούτους τοὺς ἀνθρώπους, εἶτ᾽ Ὄλυνθον ἐκεῖνος καταστρέψεται, φρασάτω τις ἐμοὶ τί τὸ κωλῦον ἔτ᾽ αὐτὸν ἔσται βαδίζειν ὅποι βούλεται. ἆρα λογίζεταί τις ὑμῶν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καὶ θεωρεῖ τὸν τρόπον δι᾽ ὃν μέγας γέγονεν ἀσθενὴς ὢν τὸ κατ᾽ ἀρχὰς Φίλιππος; τὸ πρῶτον Ἀμφίπολιν λαβών, μετὰ ταῦτα Πύδναν, πάλιν Ποτείδαιαν, Μεθώνην αὖθις, εἶτα Θετταλίας ἐπέβη· |
ύστερ' απ' αυτά—αφού ετακτοποίησεν όπως ήθελε τας Φεράς, τας Παγασάς και την Μαγνησίαν—ανεχώρησε διευθυνόμενος εις Θράκην έπειτα δε εκεί—αφού άλλους μεν εκ των βασιλέων εξεθρόνισεν, άλλους δε ανέβασεν εις τον θρόνον—ησθένησε· καλλιτερεύσας δε πάλιν δεν έκλινεν εις τεμπελιάν, αλλ' αμέσως έβαλε χέρι κατά των Ολυνθίων—παραλείπω δε και τας εκστρατείας αυτού εναντίον των Ιλλυριών, εναντίον των Παιάνων και εναντίον του ηγεμόνος των Μολοσσών Αρρύβα, και όπου αλλού ημπορεί κανείς να είπη ότι εξεστράτευσεν. | [13] μετὰ ταῦτα Φεράς, Παγασάς, Μαγνησίαν, πάνθ᾽ ὃν ἐβούλετ᾽ εὐτρεπίσας τρόπον ᾤχετ᾽ εἰς Θρᾴκην· εἶτ᾽ ἐκεῖ τοὺς μὲν ἐκβαλὼν τοὺς δὲ καταστήσας τῶν βασιλέων ἠσθένησε· πάλιν ῥᾴσας οὐκ ἐπὶ τὸ ῥᾳθυμεῖν ἀπέκλινεν, ἀλλ᾽ εὐθὺς Ὀλυνθίοις ἐπεχείρησεν. τὰς δ᾽ ἐπ᾽ Ἰλλυριοὺς καὶ Παίονας αὐτοῦ καὶ πρὸς Ἀρύββαν καὶ ὅποι τις ἂν εἴποι παραλείπω στρατείας. |
Αλλ' ημπορεί να μου είπη κανείς από σας: και τί μας τα λέγεις αυτά τώρα; Να, διατί σας τα λέγω· σας τα λέγω, διά να γνωρίσετε, ώ Αθηναίοι, και εννοήσετε τα δύο αυτά πράγματα: πρώτον πόσον είνε ανωφελές και επιζήμιον να παραμελώμεν τας περιστάσεις, που παρουσιάζονται κάθε φοράν, ίνα πολεμήσωμεν τον Φίλιππον επιτυχώς και δεύτερον να παραμελώμεν την πολυ-πραγμοσύνην, την οποίαν μεταχειρίζεται και την οποίαν έχει αχώριστον σύντροφον ο Φίλιππος, και ένεκα της οποίας είνε αδύνατον να ησυχάση, αρκεσθείς εις όσα έχει κάμει. Κυττάξατε δε καλά να ιδήτε εις ποίον σημείον υπάρχει ελπίς να φθάση η κατάστασις αυτή, εάν εκείνος μεν είνε αποφασισμένος να προσπαθή να κατορθώνη πάντοτε κάτι τι ανώτερον εκείνων, τα οποία έχει κατορθώσει, σείς δε πάλιν είσθε αποφασισμένοι να μη αναλαμβάνετε καμμίαν υπόθεσιν με δύναμιν, με σθένος!... Πού θα φθάση; | [14] τί οὖν, ἄν τις εἴποι, ταῦτα λέγεις ἡμῖν νῦν; ἵνα γνῶτ᾽, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καὶ αἴσθησθ᾽ ἀμφότερα, καὶ τὸ προΐεσθαι καθ᾽ ἕκαστον ἀεί τι τῶν πραγμάτων ὡς ἀλυσιτελές, καὶ τὴν φιλοπραγμοσύνην ᾗ χρῆται καὶ συζῇ Φίλιππος, ὑφ᾽ ἧς οὐκ ἔστιν ὅπως ἀγαπήσας τοῖς πεπραγμένοις ἡσυχίαν σχήσει. εἰ δ᾽ ὁ μὲν ὡς ἀεί τι μεῖζον τῶν ὑπαρχόντων δεῖ πράττειν ἐγνωκὼς ἔσται, ἡμεῖς δ᾽ ὡς οὐδενὸς ἀντιληπτέον ἐρρωμένως τῶν πραγμάτων, σκοπεῖσθ᾽ εἰς τί ποτ᾽ ἐλπὶς ταῦτα τελευτῆσαι. |
Διά το όνομα των θεών! ποιός από σας είνε τόσον αφελής και απονήρευτος, ώστε να αγνοή, ότι, αν φανώμεν αμελείς, ο εν τη Ολύνθω πόλεμος θα φθάση από εκεί εδώ—εις την Αττικήν; Αλλ' όμως, αν αμελήσωμεν και έτσι φθάση εδώ ο πόλεμος φοβούμαι, ώ Αθηναίοι, μήπως το πάθωμεν απαράλλαχτα καθώς οι δανειζόμενοι απερισκέπτως με τους γνωστούς μεγάλους τόκους, οι οποίοι, αφού επ' ολίγον χρόνον έχουν άφθονα τα μέσα, έπειτα άνουν και τα κεφάλαια των! Έτσι και ημείς—αν προς μεγάλην μας ζημίαν φανώμεν αμελείς χάριν της ησυχίας μας και επειδή τα ζητούμεν όλα προς ευχαρίστησιν—φοβούμαι μήπως ύστερα έλθωμεν εις την ανάγκην να κάμνωμεν πολλά και βαρέα— βαρύτερα εκείνων τα οποία δεν ηθέλαμεν και μήπως κινδυνεύσωμεν ακόμη περί των πραγμάτων της χώρας αυτής—περί της Αττικής!.... | [15] πρὸς θεῶν, τίς οὕτως εὐήθης ἐστὶν ὑμῶν ὅστις ἀγνοεῖ τὸν ἐκεῖθεν πόλεμον δεῦρ᾽ ἥξοντα, ἂν ἀμελήσωμεν; ἀλλὰ μήν, εἰ τοῦτο γενήσεται, δέδοικ᾽, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, μὴ τὸν αὐτὸν τρόπον ὥσπερ οἱ δανειζόμενοι ῥᾳδίως ἐπὶ τοῖς μεγάλοις [τόκοις] μικρὸν εὐπορήσαντες χρόνον ὕστερον καὶ τῶν ἀρχαίων ἀπέστησαν, οὕτω καὶ ἡμεῖς [ἂν] ἐπὶ πολλῷ φανῶμεν ἐρρᾳθυμηκότες, καὶ ἅπαντα πρὸς ἡδονὴν ζητοῦντες πολλὰ καὶ χαλεπὰ ὧν οὐκ ἐβουλόμεθ᾽ ὕστερον εἰς ἀνάγκην ἔλθωμεν ποιεῖν, καὶ κινδυνεύσωμεν περὶ τῶν ἐν αὐτῇ τῇ χώρᾳ. |
Αλλ' ίσως μου είπη πάλιν κανείς από σας, ότι το να επιτιμά κανείς είνε εύκολον πράγμα και ημπορεί να το κάμνη καθένας, το έργον όμως του δημοσίου συμβούλου είνε άλλο· το έργον του συμβούλου είνε τούτο—να δίδη δηλαδή γνώμην τί πρέπει να πράττωμεν περί των εκάστοτε παρουσιαζομένων ζητημάτων.Εγώ δε, ώ Αθηναίοι, αν και ηξεύρω καλώς το εξής, ότι δηλαδή σεις πολλάκις, εάν καμμία υπόθεσις λάβη έκβασιν κακήν, δεν οργίζε-σθε εναντίον των αιτίων, αλλά εναντίον εκείνων, οι οποίοι ωμίλησαν τελευταίοι περί της υποθέσεως εκείνης, εν τούτοις όμως φρονώ, ότι δεν πρέπει, φροντίζων περί της ατομικής μου ασφαλείας, να μαζεύσω την γλώσσαν μου και να κρύψω εκ φόβου την γνώμην μου περί των ζητημάτων εκείνων, τα οποία νομίζω ότι είνε συμφέροντα εις σας. | [16] τὸ μὲν οὖν ἐπιτιμᾶν ἴσως φήσαι τις ἂν ῥᾴδιον καὶ παντὸς εἶναι, τὸ δ᾽ ὑπὲρ τῶν παρόντων ὅ τι δεῖ πράττειν ἀποφαίνεσθαι, τοῦτ᾽ εἶναι συμβούλου. ἐγὼ δ᾽ οὐκ ἀγνοῶ μέν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τοῦθ᾽ ὅτι πολλάκις ὑμεῖς οὐ τοὺς αἰτίους, ἀλλὰ τοὺς ὑστάτους περὶ τῶν πραγμάτων εἰπόντας ἐν ὀργῇ ποιεῖσθε, ἄν τι μὴ κατὰ γνώμην ἐκβῇ· οὐ μὴν οἶμαι δεῖν τὴν ἰδίαν ἀσφάλειαν σκοποῦνθ᾽ ὑποστείλασθαι περὶ ὧν ὑμῖν συμφέρειν ἡγοῦμαι. |
Υποστηρίζω λοιπόν ότι κατά δύο τρόπους πρέπει να βοηθήσετε την Ολυνθιακήν υπόθεσιν, αφ' ενός μεν προσπαθούντες να διαφυλάξετε τας πόλεις της Χαλκιδικής χερσονήσου—και να τας διαφυλάξετε χάριν των Ολυνθίων, με τους οποίους είνε σύμμαχοι—στέλλοντες προς τον σκοπόν αυτόν τους απαιτουμένους στρατιώτας, όπως κάμωσι το έργον τούτο· αφ' ετέρου δε κακοποιούντες την χώραν του Φιλίππου και διά πολεμικών πλοίων και δι' άλλων στρατιωτών—διαφορετικών από τους πρώτους· | [17] φημὶ δὴ διχῇ βοηθητέον εἶναι τοῖς πράγμασιν ὑμῖν, τῷ τε τὰς πόλεις τοῖς Ὀλυνθίοις σῴζειν καὶ τοὺς τοῦτο ποιήσοντας στρατιώτας ἐκπέμπειν, καὶ τῷ τὴν ἐκείνου χώραν κακῶς ποιεῖν καὶ τριήρεσι καὶ στρατιώταις ἑτέροις· |
εάν όμως παραμελήσετε εν εκ των δύο τούτων, φοβούμαι μήπως η εκστρατεία σας γίνη αδίκως, αποβή ματαία.... Και ιδού διατί· διότι, εάν μόνον σεις αρκεσθήτε να κακοποιήσετε την χώραν του, αυτός, εάν υπομείνη τούτο, θα κατορθώση να λάβη με το μέρος του την Όλυνθον και έπειτα, αφού έλθη εις την ιδικήν του χώραν, ευκόλως θα σας αποκρούση· εάν πάλιν σεις τρέξετε εις βοήθειαν της Ολύνθου μόνον, τότε ο Φίλιππος, επειδή θα βλέπη ότι τα πράγματα της πατρίδος του δεν διατρέχουσι κανένα κίνδυνον, θα επιμείνη εις την πολιορκίαν της Ολύνθου και θα κάθεται πλησίον της παραφυλάττων μέχρις ότου με τον καιρόν υπερισχύση των πολιορκουμένων και καταβάλη αυτούς. Δι' όλα λοιπόν αυτά πρέπει η βοήθεια, η οποία θα σταλή εις τους Ολυνθίους, να είνε και πολλή και διπλή. | [18] εἰ δὲ θατέρου τούτων ὀλιγωρήσετε, ὀκνῶ μὴ μάταιος ἡμῖν ἡ στρατεία γένηται. εἴτε γὰρ ὑμῶν τὴν ἐκείνου κακῶς ποιούντων, ὑπομείνας τοῦτ᾽ Ὄλυνθον παραστήσεται, ῥᾳδίως ἐπὶ τὴν οἰκείαν ἐλθὼν ἀμυνεῖται· εἴτε βοηθησάντων μόνον ὑμῶν εἰς Ὄλυνθον, ἀκινδύνως ὁρῶν ἔχοντα τὰ οἴκοι, προσκαθεδεῖται καὶ προσεδρεύσει τοῖς πράγμασι, περιέσται τῷ χρόνῳ τῶν πολιορκουμένων. δεῖ δὴ πολλὴν καὶ διχῇ τὴν βοήθειαν εἶναι. |
Και όσον μεν αφορά την βοήθειαν, αυτήν την γνώμην έχω — την οποίαν σας εξέθεσα· όσον δε αφορά διά την εξεύρεσιν των απαιτουμένων χρημάτων, έχετε σεις, ώ άνδρες Αθηναίοι, χρήματα στρατιωτικά (6) —, και έχετε τόσα, όσα δεν έχει καμμία άλλη πόλις· τα χρήματα δε αυτά σεις τα παίρνετε έτσι— όπως θέλετε.... Εάν λοιπόν τα χρήματα αυτά τα δώσετε πάλιν εις τους εκστρατεύοντας— εις τους οποίους ανήκον από αρχαίαν εποχήν —, δεν έχετε ανάγκην πλέον άλλων χρημάτων, εάν όμως δεν τα δώσετε, τότε έχετε ανάγκην χρημάτων ή καλύτερα σας λείπει ολόκληρον το ποσόν, το οποίον θα χρειασθή διά την εκστρατείαν.... “Τί μας λέγεις λοιπόν— θα ημπορούσε κανείς να μου είπη— “συ προτείνεις τα θεωρικά να γίνουν στρατιωτικά;” Εις τον θεόν μου όχι! δεν προτείνω τέτοιο πράγμα.... | [19] καὶ περὶ μὲν τῆς βοηθείας ταῦτα γιγνώσκω· περὶ δὲ χρημάτων πόρου, ἔστιν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, χρήμαθ᾽ ὑμῖν, ἔστιν ὅσ᾽ οὐδενὶ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων [στρατιωτικά]· ταῦτα δ᾽ ὑμεῖς οὕτως ὡς βούλεσθε λαμβάνετε. εἰ μὲν οὖν ταῦτα τοῖς στρατευομένοις ἀποδώσετε, οὐδενὸς ὑμῖν προσδεῖ πόρου, εἰ δὲ μή, προσδεῖ, μᾶλλον δ᾽ ἅπαντος ἐνδεῖ τοῦ πόρου. ‘τί οὖν;’ ἄν τις εἴποι, ‘σὺ γράφεις ταῦτ᾽ εἶναι στρατιωτικά’ μὰ Δί᾽ οὐκ ἔγωγε. |
Ναι, εγώ δεν προτείνω, αλλά φρονώ ότι πρέπει να κάμετε στρατιώτας και τα χρήματα αυτά να είνε στρατιωτικά και να ορισθώσι τοιουτοτρόπως τα πράγματα διά νόμου, ώστε όσοι λαμβάνουν χρήματα να κάμνουν ό,τι πρέπει να κάμνουν— το καθήκόν των σείς δε τί φρονείτε; φρονείτε ότι πρέπει να παίρνετε τα χρήματα— τα στρατιωτικά, έτσι χωρίς έργα—στα τυφλά, διά να τα εξοδεύετε εις τας εορτάς; Τότε λοιπόν νομίζω ότι δεν υπολείπεται άλλο τι παρά να συνεισφέρετε όλοι εξ ίδιων το ανάλογον σας— και να συνεισφέρετε πολλά, αν χρειασθούν πολλά ή ολίγα, αν χρειασθούν ολίγα. Δεν ηξεύρω τί θα αποφασίσετε, ώ Αθηναίοι— να συνεισφέρετε σεις, ή να μετατρέψετε τα θεωρικά εις στρατιωτικά, αλλ' ότι δήποτε και αν αποφασίσετε, τούτο μόνον ηξεύρω, ότι έχομεν ανάγκην χρημάτων και χωρίς χρήματα δεν είνε δυνατόν να γίνη τίποτε από όσα χρειάζονται. Άλλοι προτείνουν και άλλα μέσα ευρέσεως χρημάτων· αυτό μου είνε αδιάφορον! Σεις εκλέξατε εκείνο το μέσον, το οποίον φαίνεται ότι σας συμφέρει καλύτερον και φροντίσατε περί των πραγμάτων της Ολύνθου και των Αθηνών συγχρόνως, εφ' όσον υπάρχει καιρός... | [20] ἐγὼ μὲν γὰρ ἡγοῦμαι στρατιώτας δεῖν κατασκευασθῆναι [καὶ ταῦτ᾽ εἶναι στρατιωτικὰ] καὶ μίαν σύνταξιν εἶναι τὴν αὐτὴν τοῦ τε λαμβάνειν καὶ τοῦ ποιεῖν τὰ δέοντα, ὑμεῖς δ᾽ οὕτω πως ἄνευ πραγμάτων λαμβάνειν εἰς τὰς ἑορτάς. ἔστι δὴ λοιπόν, οἶμαι, πάντας εἰσφέρειν, ἂν πολλῶν δέῃ, πολλά, ἂν ὀλίγων, ὀλίγα. δεῖ δὲ χρημάτων, καὶ ἄνευ τούτων οὐδὲν ἔστι γενέσθαι τῶν δεόντων. λέγουσι δὲ καὶ ἄλλους τινὰς ἄλλοι πόρους, ὧν ἕλεσθ᾽ ὅστις ὑμῖν συμφέρειν δοκεῖ· καὶ ἕως ἐστὶ καιρός, ἀντιλάβεσθε τῶν πραγμάτων. |
Αλλ' αξίζει τον κόπον να βάλετε εις τον νουν σας και να κρίνετε εις ποίαν κατάστασιν ευρίσκονται την στιγμήν αυτήν αι υπο-θέσεις του Φιλίππου. Αι υποθέσεις αυταί μη νομίσετε ότι ευρίσκονται σήμερον εις τόσον καλήν κατάστασιν, δεν είνε τόσον συ-γυρισμέναι—όσον θα ενόμιζε κανείς ή και όσον θα έλεγεν, εάν δεν τας εξήταζε με ακρίβειαν— αλλ' ούτε και εις καλλίστην κατάστασιν ευρίσκονται· και ούτε θα επεχείρει ποτέ τον εναντίον της Ολύνθου πόλεμον ο Φίλιππος, εάν ενόμιζεν ότι θα ευρίσκετο εις την ανάγκην να πολεμήση, αλλ' ήλπιζεν ο άνθρωπος τότε ότι με πρώτην έφοδον θα την σηκώση από τη μέση— θα γίνη εντελώς κύριος της Ολύνθου! Αλλ' ατυχώς εβγήκεν έπειτα γελασμένος!.. Αυτή λοιπόν είνε η πρώτη αιτία, η οποία τον ταράσσει—και τον ταράσσει, διότι έγινε το εναντίον από ό,τι ήθελε— και του φέρει πολλήν λύπην και στενοχωρίαν, η δε δευτέρα αιτία είνε οι Θεσσαλοί! | [21] ἄξιον δ᾽ ἐνθυμηθῆναι καὶ λογίσασθαι τὰ πράγματ᾽ ἐν ᾧ καθέστηκε νυνὶ τὰ Φιλίππου. οὔτε γάρ, ὡς δοκεῖ καὶ φήσειέ τις ἂν μὴ σκοπῶν ἀκριβῶς, εὐτρεπῶς οὐδ᾽ ὡς ἂν κάλλιστ᾽ αὐτῷ τὰ παρόντ᾽ ἔχει, οὔτ᾽ ἂν ἐξήνεγκε τὸν πόλεμόν ποτε τοῦτον ἐκεῖνος, εἰ πολεμεῖν ᾠήθη δεήσειν αὐτόν, ἀλλ᾽ ὡς ἐπιὼν ἅπαντα τότ᾽ ἤλπιζε τὰ πράγματ᾽ ἀναιρήσεσθαι, κᾆτα διέψευσται. τοῦτο δὴ πρῶτον αὐτὸν ταράττει παρὰ γνώμην γεγονὸς καὶ πολλὴν ἀθυμίαν αὐτῷ παρέχει, εἶτα τὰ τῶν Θετταλῶν. |
Διότι τους ανθρώπους αυτούς δεν ημπορεί κανείς— όπως άλλως τε είνε πασίγνωστον—να τους εμπιστευθή, να τους δώση πίστι — και είνε τοιούτοι εκ φύσεως και πάντοτε και εις όλους τους ανθρώπους· πολύ δε περισσότερον—όπως και ήσαν έτσι— θα είνε τώρα εις αυτόν εδώ τον Φίλιππον. Διότι και τας Παγασάς (7) έχουν αποφασίσει να ζητήσουν πάλιν από αυτόν και την Μαγνησίαν (8) έχουν εμποδίσει από του να περιτειχίζη· εγώ μάλιστα ήκουσα από μερικούς να λέγουν, ότι δεν θα επιτρέψουν πλέον να εξακολουθήση να καρπούται τα εισοδήματα ούτε των λιμένων ούτε των αγορών αλλ' ότι έπρεπε να χρησιμεύσουν τα χρήματα αυτά εις έξοδα της διοικήσεως του συνδέσμου των Θεσσαλικών πόλεων, και όχι να τα παίρνη ο Φίλιππος. Εαν δε ούτος στερηθή τα χρήματα αυτά, θα ευρεθή εις πολύ στενόχωρον θέσιν— θα δυσχολευθή μεγάλως να συντηρήση τα μισθοφορικά του στρατεύματα. | [22] ταῦτα γὰρ ἄπιστα μὲν ἦν δήπου φύσει καὶ ἀεὶ πᾶσιν ἀνθρώποις, κομιδῇ δ᾽, ὥσπερ ἦν, καὶ ἔστι νῦν τούτῳ. καὶ γὰρ Παγασὰς ἀπαιτεῖν αὐτόν εἰσιν ἐψηφισμένοι, καὶ Μαγνησίαν κεκωλύκασι τειχίζειν. ἤκουον δ᾽ ἔγωγέ τινων, ὡς οὐδὲ τοὺς λιμένας καὶ τὰς ἀγορὰς ἔτι δώσοιεν αὐτῷ καρποῦσθαι· τὰ γὰρ κοινὰ τὰ Θετταλῶν ἀπὸ τούτων δέοι διοικεῖν, οὐ Φίλιππον λαμβάνειν. εἰ δὲ τούτων ἀποστερήσεται τῶν χρημάτων, εἰς στενὸν κομιδῇ τὰ τῆς τροφῆς τοῖς ξένοις αὐτῷ καταστήσεται. |
Αλλ' προς τούτοις και οι Παίονες και οι Ιλλυριοί και εν γένει όλοι οι υπήκοοι του Φιλίππου— Θράκες, Ηπειρώται και άλλοι, δεν πρέπει να νομίζη κανείς ότι ευχαριστότερον θα ήθελον να ζουν με τους νόμους των και να μη υπακούουν εις κανένα, παρά να είνε σκλάβοι, αφού άλλως και ασυνήθιστοι είνε να υπακούουν δουλικώς εις κανένα· ο άνθρωπος αυτός είνε —καθώς λέγουν— αυθάδης και υπερήφανος. Και μα τον θεόν δεν είνε διόλου απίστευτον να είνε τέτοιος· διότι το να ευτυχή κανείς —χωρίς να το αξίζη— γίνεται εις τους ανοήτους ανθρώπους αφορμή να σκέπτωνται όχι λογικά και μέτρια, αλλά να παίρνουν τα μυαλά των αέρα· και δι' αυτό ακριβώς πολλάς φοράς φαίνεται ότι είνε δυσκολώτερον πράγμα να διαφυλάξη κανείς τα αγαθά παρά να αποκτήση νέα.... | [23] ἀλλὰ μὴν τόν γε Παίονα καὶ τὸν Ἰλλυριὸν καὶ ἁπλῶς τούτους ἅπαντας ἡγεῖσθαι χρὴ αὐτονόμους ἥδιον ἂν καὶ ἐλευθέρους ἢ δούλους εἶναι· καὶ γὰρ ἀήθεις τοῦ κατακούειν τινός εἰσι, καὶ ἅνθρωπος ὑβριστής, ὥς φασιν. καὶ μὰ Δί᾽ οὐδὲν ἄπιστον ἴσως· τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται· διόπερ πολλάκις δοκεῖ τὸ φυλάξαι τἀγαθὰ τοῦ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι. |
Πρέπει λοιπόν σεις, ώ Αθηναίοι, την κακήν περίστασιν εκείνου να την θεωρήσετε ευκαιρίαν ιδικήν σας και να αναλάβετε το βάρος του πολέμου μαζί με τους Ολυνθίους και να στείλετε πρέσβεις εις όσα μέρη πρέπει και να εκστρατεύσετε σεις οι ίδιοι— και όχι με ξένους μισθοφόρους—και να παρακινήσετε όλους τους άλλους ανεξαιρέτως —όχι μόνον Θεσσαλούς, Παίονας, Ιλλυριούς, αλλά και όλους τους Έλληνας· και λάβετε υπ' όψιν ότι, εάν ο Φίλιππος ήθελεν επιτύχει τοιαύτην ευκαιρίαν εναντίον μας, οποίαν έχετε σεις τώρα εναντίον εκείνου, και εγίνετο πόλεμος εις την Αττικήν, με πόσην —ω με πόσην προθυμίαν θα ήρχετο αυτός εναντίον σας! Ποιός ημπορεί να το φαντασθή!... Και αφού είνε έτσι δεν εντρέπεσθε, αν, ενώ έχετε καιρόν, δεν θα έχετε την τόλμην— όχι μεγαλύτερα, αλλά τουλάχιστον μήτε αυτά να κάμετε, τα οποία ηθέλατε πάθει, αν θα ημπορούσε εκείνος; | [24] δεῖ τοίνυν ὑμᾶς, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τὴν ἀκαιρίαν τὴν ἐκείνου καιρὸν ὑμέτερον νομίσαντας ἑτοίμως συνάρασθαι τὰ πράγματα, καὶ πρεσβευομένους ἐφ᾽ ἃ δεῖ καὶ στρατευομένους αὐτοὺς καὶ παροξύνοντας τοὺς ἄλλους ἅπαντας, λογιζομένους, εἰ Φίλιππος λάβοι καθ᾽ ἡμῶν τοιοῦτον καιρὸν καὶ πόλεμος γένοιτο πρὸς τῇ χώρᾳ, πῶς ἂν αὐτὸν οἴεσθ᾽ ἑτοίμως ἐφ᾽ ὑμᾶς ἐλθεῖν; εἶτ᾽ οὐκ αἰσχύνεσθε, εἰ μηδ᾽ ἃ πάθοιτ᾽ ἄν, εἰ δύναιτ᾽ ἐκεῖνος, ταῦτα ποιῆσαι καιρὸν ἔχοντες οὐ τολμήσετε; |
Αλλ' ακόμη μήτε τούτο, ώ άνδρες Αθηναίοι, ας μη σας διαφεύγη, ότι δηλαδή σεις τώρα πρόκειται να εκλέξητε εν εκ των δύο: ή σεις να πολεμήσετε εκεί επάνω, ή εκείνος να πολεμήση πλησίον της ιδικής σας χώρας. Διότι, εάν μεν αντέχουν οι Ολύνθιοι, σεις θα πολεμήσετε εκεί και θα βλάψετε την χώραν του, αφόβως καρπούμενοι τας κτήσεις σας και την πατρικήν ταύτην χώραν σας· αν όμως ο Φίλιππος καταλάβη την Όλυνθον, ποίος θα τον εμποδίση ενώ θα βαδίζη προς τα εδώ; Οι Θηβαίοι θα τον εμποδίσουν; | [25] ἔτι τοίνυν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, μηδὲ τοῦθ᾽ ὑμᾶς λανθανέτω, ὅτι νῦν αἵρεσίς ἐστιν ὑμῖν πότερ᾽ ὑμᾶς ἐκεῖ χρὴ πολεμεῖν ἢ παρ᾽ ὑμῖν ἐκεῖνον. ἐὰν μὲν γὰρ ἀντέχῃ τὰ τῶν Ὀλυνθίων, ὑμεῖς ἐκεῖ πολεμήσετε καὶ τὴν ἐκείνου κακῶς ποιήσετε, τὴν ὑπάρχουσαν καὶ τὴν οἰκείαν ταύτην ἀδεῶς καρπούμενοι· ἂν δ᾽ ἐκεῖνα Φίλιππος λάβῃ, τίς αὐτὸν κωλύσει δεῦρο βαδίζειν; Θηβαῖοι; |
φοβούμαι μήπως είνε πολύ πικρόν να είπω, ότι όχι μόνον δεν θα τον εμποδίσουν, αλλά και προθύμως θα εισβάλωσι μαζί του εις την χώραν μας! Αλλά οι Φωκείς θα τον εμποδίσουν; οι οποίοι χωρίς την ιδικήν σας βοήθειαν ούτε την πατρίδα των δεν είνε ικανοί να φυλάξουν; Ή κανείς άλλος; Αλλά, φίλε μου, δεν θα θελήση ο Φίλιππος να βαδίση προς τα εδώ. Διότι θα ήτο εν από τα παραλογώτερα πράγματα, εάν ημπορούσε να κατορθώση όσα τώρα διατυμπανίζει και φλυαρεί, αν και με αυτά που λέγει κατακρίνεται ως ανόητος και αλαζών. | [26] μὴ λίαν πικρὸν εἰπεῖν ᾖ-- καὶ συνεισβαλοῦσιν ἑτοίμως. ἀλλὰ Φωκεῖς; οἱ τὴν οἰκείαν οὐχ οἷοί τε ὄντες φυλάττειν, ἐὰν μὴ βοηθήσηθ᾽ ὑμεῖς. ἢ ἄλλος τις; ἀλλ᾽, ὦ τᾶν, οὐχὶ βουλήσεται. τῶν ἀτοπωτάτων μέντἂν εἴη, εἰ ἃ νῦν ἄνοιαν ὀφλισκάνων ὅμως ἐκλαλεῖ, ταῦτα δυνηθεὶς μὴ πράξει. |
Αλλ' όμως πόση είνε η διαφορά του εσωτερικού από τον εξωτερικόν πόλεμον, είνε τόσον το πράγμα φανερόν, ώστε νομίζω ότι ούτε λέξις δεν χρειάζεται να προστεθή. Διότι, αν παραστή ανάγκη σεις οι ίδιοι θα μείνετε στρατοπεδεύοντες έξω από την πόλιν—όχι πολλάς, αλλά τριάκοντα μόνας ημέρας, και να λαμβάνετε εκ των προϊόντων της χώρας όσα χρειάζονται, ζώντες ως στρατιώται, χωρίς δηλαδή να είνε εντός της χώρας κανείς εχθρός, εγώ νομίζω ότι οι γεωργοί και οι κτηματίαι θα ζημιωθούν περισσότερα από όσα έχετε εξοδεύσει εις όλον τον μέχρι της εποχής αυτής χρόνον, Αν δε έλθη δα και κανείς πόλεμος, πόσα σας περνά ιδέα ότι θα ζημιωθήτε; Αλλά μήπως θα είνε μόνη η ζημία ή που θα προστεθή η περιφρόνησις των εχθρών, αλλ' ακόμη και η εντροπή διά τας πράξεις μας—ζημία μεγαλυτέρα από κάθε άλλην, τουλάχιστον διά τους φρονίμους ανθρώπους; | [27] ἀλλὰ μὴν ἡλίκα γ᾽ ἐστὶν τὰ διάφορ᾽ ἐνθάδ᾽ ἢ ἐκεῖ πολεμεῖν, οὐδὲ λόγου προσδεῖν ἡγοῦμαι. εἰ γὰρ ὑμᾶς δεήσειεν αὐτοὺς τριάκονθ᾽ ἡμέρας μόνας ἔξω γενέσθαι, καὶ ὅσ᾽ ἀνάγκη στρατοπέδῳ χρωμένους τῶν ἐκ τῆς χώρας λαμβάνειν, μηδενὸς ὄντος ἐν αὐτῇ πολεμίου λέγω, πλείον᾽ ἂν οἶμαι ζημιωθῆναι τοὺς γεωργοῦντας ὑμῶν ἢ ὅσ᾽ εἰς ἅπαντα τὸν πρὸ τοῦ πόλεμον δεδαπάνησθε. εἰ δὲ δὴ πόλεμός τις ἥξει, πόσα χρὴ νομίσαι ζημιώσεσθαι; καὶ πρόσεσθ᾽ ἡ ὕβρις καὶ ἔθ᾽ ἡ τῶν πραγμάτων αἰσχύνη, οὐδεμιᾶς ἐλάττων ζημίας τοῖς γε σώφροσιν. |
Όλα λοιπόν αυτά, όσα απ' αρχής είπα, αφού όλοι σας λάβετε υπ' όψιν, τρέξατε προς βοήθειαν της Ολύνθου και απομακρύνατε τον πόλεμον εις την Μακεδονίαν και την Χαλκιδικήν— οι μεν πλούσιοι, ίνα χάριν των πολλών χρημάτων, τα οποία έχουν —και καλά κάνουν και τάχουν!—, ολίγα εξοδεύοντες εξακολουθήσουν να καρπούνται αφόβως τα υπόλοιπα· οι δε έχοντες ηλικίαν διά να υπηρετήσωσιν ως στρατιώται, ίνα, αφού αποκτήσουν την πείραν του πολέμου εκεί εις την χώραν του Φιλίππου, γίνουν έπειτα φοβεροί φρουροί της πατρίδος των, η οποία τότε δεν θα έχη πάθη καμμίαν ζημίαν από εισβολήν εχθρικήν, οι δε ρήτορες —οι σύμβουλοί σας, ίνα ημπορούν ευκόλως να δώσουν λόγον διά τας προτάσεις και τας συμβουλάς των, διότι οποιανδήποτε έκβασιν λάβουν αι υποθέσεις σας, τέτοιοι κριταί θα είσθε και σεις διά τας πράξεις των—και θα είσθε επιεικείς, αν γίνουν καλά, θα είσθε δε αυστηροί, αν γίνουν άσχημα. Εν τούτοις εγώ εύχομαι να λάβουν αισίαν έκβασιν διά το καλόν όλων μας!... | [28] πάντα δὴ ταῦτα δεῖ συνιδόντας ἅπαντας βοηθεῖν καὶ ἀπωθεῖν ἐκεῖσε τὸν πόλεμον, τοὺς μὲν εὐπόρους, ἵν᾽ ὑπὲρ τῶν πολλῶν ὧν καλῶς ποιοῦντες ἔχουσι μίκρ᾽ ἀναλίσκοντες τὰ λοιπὰ καρπῶνται ἀδεῶς, τοὺς δ᾽ ἐν ἡλικίᾳ, ἵνα τὴν τοῦ πολεμεῖν ἐμπειρίαν ἐν τῇ Φιλίππου χώρᾳ κτησάμενοι φοβεροὶ φύλακες τῆς οἰκείας ἀκεραίου γένωνται, τοὺς δὲ λέγοντας, ἵν᾽ αἱ τῶν πεπολιτευμένων αὐτοῖς εὔθυναι ῥᾴδιαι γένωνται, ὡς ὁποῖ᾽ ἄττ᾽ ἂν ὑμᾶς περιστῇ τὰ πράγματα, τοιοῦτοι κριταὶ καὶ τῶν πεπραγμένων αὐτοῖς ἔσεσθε. χρηστὰ δ᾽ εἴη παντὸς εἵνεκα. |
1) Το ζήτημα ήτο αν έπρεπε να βοηθήσουν τους Ολυνθίους ή όχι.
2) Ό Δημοσθένης νέος ακόμη ομιλεί μετά τινος δειλίας. Εν τω κειμένω δεν σημ. ο αριθμός.
3) Ήτο φόβος μήπως ο Φίλιππος συμφιλιωθή με τους Ολυνθίους.
4) Τους εφόνευσε, διότι ηγάπα μεν την προδοσίαν, αλλ' ουχί και τους προδότας.
5) Εκυριεύθη υπό του Φιλίππου εντός των ετών 357—352.
6) Εννοεί τα χρήματα, τα οποία είχε το στρατιωτικόν ταμείον, που είχεν ιδρύσει ο Περικλής· αλλά τα χρήματα αυτά τώρα εσπαταλώντο ως θεωρικά.
7) Αρχαίον επίνειον της Θεσσαλίας παρά τον σημερινόν Βόλον.
8) Αυτήν και τας Παγασάς είχε καταλάβει ο Φίλιππος τω 352 π. Χ.