[Επόμενο] [Προηγούμενο] [Περιεχόμενα] [Σημειώσεις]

ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΘΡΥΨΑΛΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ, ΣΧΟΛΙΑ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ


 

ΕΠΩΔΟΙ

93[Ed.84] 
Δύστηνος ἔγκειμαι πόθῳ
ἄψυχος, χαλεπῇσι θεῶν ὀδύνῃσιν ἕκητι
πεπαρμένος δι' ὀστέων
Ἔπεσα ὁ δύστυχος κι ἔμεινα στὸν...πόθο.
Μὲ ἔκαναν κόσκινο οἱ θεοὶ μὲ τὶς χειρότερες ὀδύνες
ποὺ διαθέτει τὸ ὁπλοστάσιό τους.
94[Ed.85] 
Ἀλλὰ μ' ὁ λυσιμελής, ὦ 'ταῖρε, δάμναται πόθος. Ἔβρεξε πόθο, φίλε μου κι ἔβαλα ζάλη ἀπὸ παντοῦ.
95[Ed.86] 
Αἶνός τις ἀνθρώπων ὅδε
ὡς ἆρ' ἀλώπηξ καἰετὸς ξυνωνίην ἔμειξαν.
Κυκλοφορεῖ ἕνας μύθος, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο
ἡ ἀλεποὺ κι ὁ ἀετὸς ἔπιασαν φιλίες.
96[Ed.38] 
Προὔθηκε παισὶ δεῖπνον αἰηνὲς φέρων. Τοὺς τρόμους του ἔφερε νὰ φᾶνε τὰ παιδιά του.
97[Δα. 98] 
]Ἐς παῖδας φέρων
] δαῖτα δ᾽ οὐ καλὴν ἐπὶ [
ὥρμησαν ἀπτῆνες δύο
] γῆς ἐφ' ὑψηλῷ πάγῳ [
] νεοσσιῇ
] προύθηκε, τὴν δ[
] χορτάσας [
[...]
] φωλάδ[
Ἔφερε στὰ παιδιά του
πρόστυχη τροφή.
Ὅρμησαν τὰ γυμνὰ μικρὰ
μὲ τὸ θράσος τῆς ἀπρόσιτης φωλιᾶς τους,
ὅταν εἶδαν τὶ ἐπιφυλάσσει ὁ βράχος στὴ γῆ.
Χόρτασαν· κούρνιασαν.
98[We. 180] 
Πυρὸς δ' ἐν αὐτῷ φεψάλυξ. Κι ἔγινε ἡ σπίθα πυρκαγιά του.
99[We. 181/Δα. 104] 
] μέγ' ἠείδη κακόν [
] φρένας
] δ' ἀμήχανον [
] φάρμακον [
] ὀρφανῶς μεμνημένος [
] κλύσας [
] τάμνων κέλευθον ὠκέως δι' αἰθέρος [
] λαιψηρὰ κυκλώσας πτερά [
] σὸς δὲ θυμὸς ἔλπεται.
Ἔβλεπε τὸ κακὸ νὰ φουντώνει
κι ἀποροῦσε, ἀδυνατοῦσε μιὰ κάποια λύση.
Ξαφνικά, ἔρχεται ἡ σκέψη τῶν ὀρφανῶν
νὰ κατακλύσει τὴν καρδιά του.
Χτυπάει, σκίζει, ἀνοίγει τὸν ἀέρα
μὲ γρήγορα φτερὰ νὰ τ' ἀγκαλιάσει·
ἐλπίζει, ἐλπίζει.
100[Ed.87] 
“Ὁρᾷς ἵν᾽ ἔστ' ἐκεῖνος ὑψηλὸς πάγος
τρηχὺς τε καὶ παλίγκοτος;
Ἐν τῷ κάθημαι σὴν ἐλαφρίζων μάχην·
[...]
Ἤ τύχῃ τινὶ
κείνους πονηρᾶ καταπεσεῖν ἐς γῆν δέει
οἴκου φθαρέντος, ἢ σέ γε
φύειν ἃ μὴ πέφυκε φύσασαν, τόθεν
λαιψηρὰ κυκλῶσαι πτερά.
Ἕως δὲ νῷν ἑκάτερος ἐνθ᾽ ἔστιν μένῃ,
τέως οὐκ ἔνι ξυνωνίη
τοῖς θρέμμασιν γῆς πρὸς τὰ θρέμματ᾽ οὐρανοῦ.”
“Βλέπεις ἐκεῖνο τὸ βράχο;
Εἶναι ψηλός, εἶναι ἀπότομος, εἶναι ἀκαριαῖος:
ἡ αἰχμηρότερη ἀνάπαυλα στὸν πόλεμό σου.

Ἤ νὰ ταΐσει χῶμα ἡ ἀτυχία τὴ φωλιά μου,
ἢ νὰ κλωσήσει γρήγορα φτερὰ ἡ τύχη στὴ δική σου.
Ἄς εἶναι καθένας ὅ,τι κατοικεῖ.
Δὲν ὑπάρχει τίποτε νὰ μοιραστοῦν
τὰ παιδιὰ τῆς γῆς καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ οὐρανοῦ”.
101[Ed.88] 
“ Ὦ Ζεῦ, πάτερ Ζεῦ, σὸν μὲν οὐρανοῦ κράτος.
σὺ δ' ἔργ' ἐπ' ἀνθρώπων ὁρᾷς
λεωργὰ καὶ θεμιστά, σοὶ δὲ θηρίων
ὕβρις τε καὶ δίκη μέλει.”
“Δία, πατέρα Δία, ἐσὺ ἰσχύεις στὸν οὐρανό,
ἐσὺ διαπιστώνεις τὸ αἶσχος καὶ τὴν τάξη
στὶς πράξεις τῶν ἀνθρώπων,
ἐσὺ ἐπιμελεῖσαι τὴν παράβαση καὶ τὴν τιμωρία στὰ ζῶα”.
102[Ed.89] 
Ἐρέω τιν᾽ ὑμῖν αἶνον, ὦ Κηρυκίδη,
ἀχνυμένη σκυτάλη·
πίθηκος ᾔει θηρίων ἀποκριθεὶς
μοῦνος ἀν' ἐσχατίην·
τῷ δ' ἄρ' ἀλώπηξ κερδαλέη συνήντετο
πυκνὸν ἔχουσα νόον.
Ξεφωνιζόπουλε, θὰ σοῦ ἀναφέρω ἕνα μύθο
ποὺ περιφέρεται σὰν βουλωμένο γράμμα.
Ὁ πίθηκος διαχώρισε τὴ θέση του ἀπὸ τὰ ζῶα
καὶ γύριζε στὶς ἐρημιές, νὰ πάρουν λίγο ἀέρα τὰ μυαλά του.
Συνάντησε λοιπὸν μιὰ σκόπιμη ἀλεποὺ
μὲ τὰ μυαλὰ ἐπαρκῶς ἀερισμένα.
103[Ed.107] 
“Πάρελθε, γενναῖος γὰρ εἶς.” Πέρασε ἄρχοντα.
104[Ed.90] 
“Ῥόπτρῳ ἐρειδόμενον.” Σὲ μιὰ παγίδα ἐλπίζεις.
105[Ed.91] 
“Τοίηνδε δ', ὦ πίθηκε, τὴν πυγὴν ἔχων;” “Μὲ τέτοιο κῶλο, πίθηκε;”
106[Ed.92] 
Ἐμεῦ δ' ἐκεῖνος οὐ καταπροΐξεται. Κανεὶς δὲν πρόκειται νὰ μὲ ζημιώσει μὲ τὸ ἀζημίωτο.
107[Ed.93] 
Τῇ μὲν ὕδωρ ἐφόρει
δολοφρονέουσα χειρί, θἠτέρῃ δὲ πῦρ·
Μὲ τὸ ἕνα χέρι σκευωροῦσε νερὸ
καὶ μὲ τὸ ἄλλο θέσπιζε φωτιά: θηλυκό.
108[Ed.94] 
Πάτερ Λυκάμβα, ποῖον ἐφράσω τόδε;
τίς σὰς παρήειρε φρένας
ἦις τὸ πρὶν ἠρήρεισθα; Νῦν δὲ πολὺς
ἀστοῖσι φαίνεαι γέλως.
Πατέρα Λυκάμβη, τί λόγια ἦταν αὐτά;
Ἔχασες λοιπὸν τὸν ἔλεγχό σου;
Καλὰ τὰ πῆγες μέχρι τώρα.
Πῶς βρέθηκες νὰ τριγυρίζεις
στὰ γέλια τῶν πολιτῶν;
109[Ed.94Α] 
Δωτάδης. Παρταόλας.
110[Ed.95] 
Τίς ἆρα δαίμων καὶ τέου χολούμενος; Ποιός θεός; Ποιός θυμός; Καὶ γιὰ ποιόν; Καὶ γιατί;
111[Ed.96] 
Ὅρκον δ᾽ ἐνοσφίσθης μέγαν
ἅλας τε καὶ τράπεζαν.
Ὅρκο μεγάλο ἀθέτησες: ψωμὶ κι ἁλάτι.
112[Ed.97] 
Ἡ δὲ οἱ σάθη
ὡσεὶ τ' ὄνου Πριηνέος
κήλωνος ἐπλήμμυρεν ὀτρυγηφάγου.
Ἔσταζα σὰν γαϊδούρι χορτασμένο ἀπ' τὴν Πριήνη.
113[Ed.97Α] 
Κύματι πλαζόμενος,
κἀν Σαλμυδησσῷ γυμνὸν εὐφρονέων ἐτέων
Θρήϊκες ἀκρόκομοι
λάβοιεν, ἔνθα πόλλ' ἀναπλήσει κακὰ
δούλιον ἄρτον ἔδων,
ῥίγει πεπηγότ' αὐτόν, ἐκ δὲ τοῦ ῥόθου
φυκία πόλλ' ἐπέχοι,
κροτέοι δ' ὀδόντας, ὑς κύων ἐπὶ στόμα
κείμενος ἀκρασίῃ
ἄκρον παρὰ ῥηγμῖνα, κῦμα δ' ἐξεμέοι.
Ταῦτ' ἐθέλοιμ' ἄν ἰδεῖν,
ὅς μ' ἠδίκησε λὰξ δ' ἐφ' ὁρκίοις ἔβη
τὸ πρὶν ἑταῖρος ἐών.
Νὰ τρέχει ἀπὸ κύμα σὲ κύμα καὶ νὰ μὴ φτάνει.
Κι ἄν φτάσει, γυμνὸ νὰ τὸν καλωσορίσουν οἱ Θράκες στὴ Σαλμυδησσό,
μὲ κεῖνες τὶς μεγάλες φοῦντες στὰ ξυρισμένα τους κεφάλια
- ξέρει αὐτός. Νὰ μὴν ξέρει ποῦ νὰ βάλει
τὶς συμφορές του καὶ γιὰ νὰ φάει,
νὰ ζυμώνει τὴ σκλαβιά του. Παγωμένο νὰ τὸν βροῦν:
ἀποικία φυκιῶν, θανατηφόρα μονομαχία δοντιῶν.
Σὰν τὸ σκυλὶ νὰ τρέμει, ξερασμένος
ἀπὸ τὸ κύμα στὴν πιὸ ἄγρια ἀκτὴ καὶ νὰ ξερνάει κύμα.
Αὐτὰ ζητῶ νὰ πάθει ὁ πρώην φίλος μου καὶ τώρα ἐπίορκός μου.
114[Ed.97Β] 
Ἡ χλαῖνα δηλοῖ σχετλίη, σ᾽ ἐσταλμένη
κυρτὸν καθῆσθαι. Ταῦτα δ᾽ Ἱππῶναξ σκαφεὺς
οἶδεν ἄριστα βροτῶν,
οἶδεν δὲ κ᾽ Ἀρίφαντος· ἆ μάκαρ ὅτις
μήδαμά κως ἔϊδε
γράσου πνέοντα φῶρα· τῷ χυτρεῖ δ' ὅτε
Αἰσχυλίδῃ πολέμει,
ἐκεῖνος ἤμερσέν σε παρθενηΐης,
πᾶς δὲ πέφηνε λόγος.
Φουσκώνει ὁ μανδύας σου τὴν ἱστορία
τῶν συναναστροφῶν σου, ἄθλιο θηλυκό.
Ὁ σκαπανέας Ἱππώνακτας τὴν ξέρει ἀπ' ἔξω κι ἀνακατωτά.
Τὸ ἴδιο κι ὁ Ἀρίφαντος. Τὶ τύχη!
Δὲν ἔπιασε τὸν κλέφτη νὰ βρωμολογάει κλοπή. Τὴν ὥρα
ποὺ προσπαθοῦσε ν' ἀποκρούσει τὸν κανατὰ Αἰσχυλίδη,
σὲ ἀπάλλαξε ὁ Ἱππώνακτας ἀπὸ τὴν παρθενιά σου
καὶ τέρμα οἱ κουβέντες.
115[Ed.98] 
Φαινόμενον κακὸν οἴκαδ' ἄγεσθαι. Νὰ πάρω κατοικίδια συμφορά;
116[Ed.98Α] 
Κηλεῖται δ' ὅτις ἔστιν ἀοιδαῖς. Ἡ ζωὴ μὲ τραγούδια ἐξημερώνεται.
117[Ed.99] 
Ζεῦ πάτερ, γάμον μὲν οὐκ ἐδαισάμην. Πατέρα Δία, ἐγὼ δὲν κέρασα γάμο.
118[Ed.100] 
Οὐκέθ᾽ ὁμῶς θάλλεις ἁπαλὸν χρόα· κάρφεται γὰρ ἤδη. Δὲν ἀνθίζεις ὅπως πρῶτα· χειμώνιασε κατάσαρκά σου.
119[Ed.101] 
Πολλὰς δὲ τυφλὰς ἐγχέλυας ἐδέξω. Πόσα χέλια τυφλὰ βρῆκαν τὸ δρόμο τους στὸ βυθό σου!
120[Ed. 102] 
Ὡς κηρύλος
πέτρης ἐπὶ προβλῆτος ἀπτερύσσετο.
Σὰν τὸ θαλασσοπούλι
ποὺ καμαρώνει τὸ πέτρινο μπαλκόνι του
μὲ ἀκατάσχετες φτεροῦγες.
121[Ed.103] 
Τοῖος γὰρ φιλότιμος ἔρως ὑπὸ καρδίην ἐλυσθεὶς
πολλὴν κατ' ἀχλὺν ὀμμάτων ἔχευεν,
κλέψας ἐκ στηθέων ἁπαλὰς φρένας.
Ἁρπάχτηκε ἀπὸ τὴν καρδιά μου,
μάζεψε ὅ,τι τρυφερότερο βρῆκε σ' αὐτὸ τὸ στῆθος
καὶ χάθηκε σὰν κλέφτης, μέσα στὴ νύχτα τῶν ματιῶν μου.
Ἔρωτας ἦταν.
122[Ed.104] 
Eὖτε πρὸς ἄεθλα δῆμος ἠθροΐζετο,
ἐν δὲ Βατουσιάδης.
Μαζεύτηκαν ὅλοι γιὰ τὴν ἀπονομή· καὶ ὁ Βατουσιάδης...
123[Ed.104Α] 
Σελληϊάδεω. Τὸ γένος Μαντικίδη.
124[Ed.104Β] 
Ζεὺς ἐν θεοῖσι μάντις ἀψευδέστατος
καὶ τέλος αὐτὸς ἔχει.
Ἀπ' τοὺς θεοὺς, μόνον ὁ Δίας μαντεύει σωστὰ τὸ μέλλον...
ποὺ πρόκειται νὰ φέρει.
125[Ed.105] 
Φὰβ' οὖλος εἵλκυσας φίλους. Κι ἄν δὲν πέρασαν φίλοι ἀπὸ τὰ νύχια σου!
126[Ed.106] 
Πτώσσουσαν ὥστε πέρδικα. Πέρδικα λουφαγμένη.
127[Ed. 108] 
Ναὶ ναὶ μὰ μήκωνος χλόην· Ναὶ, σοῦ λέω, μὰ τὸ βλαστὸ τῆς παπαρούνας!
128[Ed.109] 
Ὡς δ' ἄν σε θωϊὴ λάβοι. Νὰ βγάλεις τὴν κακιὰ ποινή!
129[Ed.110] 
Μὴ τευ μελαμπύγου τύχῃς. Μὴ σοῦ τύχει ἀετὸς μὲ μαύρη οὐρὰ
κι ἄντρας μὲ τριχωτὰ κωλομέρια!
130[Ed.111] 
Ἔμπλην ἐμοῦ τε καὶ φίλου. Μακριὰ ἀπὸ μένα κι ἀπὸ φίλο.
131[Ed.112] 
Λείως γὰρ οὐδὲν ἐφρόνεον. Δὲ συμπέραιναν ποτὲ ὅ,τι σκέφτονταν.
132[Ed.113] 
Φησῖν, ἕως φᾷ· νῦν ἄγει Θαργήλια. Ἔφεξε Ἄνοιξη, Φησίνε.
133[Ed.114 (1)] 
Πεντήκοντ᾽ ἀνδρῶν λίπε Κοίρανον ἤπιος Ποσειδῶν
ναυαγίας σωθέντ' ἕνα,
ὅς τ' ἐλαχυπτέρυγον δελφῖν' ἐκελήτισ' εἰς Σίκυνθον.
Ἀπὸ πενήντα ναυαγούς,
μόνο τὸν Κοίρανο δὲν τάισε βυθὸ ὁ Ποσειδώνας.
Μετὰ ἀπὸ τέτοια στεγνὴ μεταχείριση,
καβάλησε τὸ δελφίνι γιὰ τὴ Σίκυνθο.
134[Ed.114 (2)] 
Τόλμαν ἐκπρέπουσαν εἶδεν, εἴ τις ἦν ἀναιβάτης,
ἀνεγράφη τ' ἔτης Ἀρῇος Ἐξακεστομαλκιδῶν·
ὡς φόα χροῒ προσίζει, τῶς ὁ παῖς Πεισιστράτου
ἄνδρας εὖ νωμῶντας αὐλὸν καὶ λύρην ἀνῆρ' ἄγων
εἰς Θάσον, φωσὶ Θρέϊξιν δῶρ' ἔχων ἀκήρατον
χρυσόν· οἰκείῳ δὲ κέρδει ξύν' ἐποίησαν κακά.
Ὅσοι πολέμησαν στὴν ἐκστρατεία τῶν Ἐξακεστομαλκιδῶν,
ὑπῆρξαν μάρτυρες μιᾶς τολμηρῆς ἐξάπλωσης:
σὰν ἀλλεργία σὲ συγκαμένο δέρμα.
Ἰδίως ὁ γιὸς τοῦ Πεισίστρατου,
ὁδήγησε ἐνάντια στὴ Θάσο στίφη
ἀδίστακτων λυρητῶν καὶ αὐλητῶν.
Ὅσο γιὰ τὸ καθαρὸ χρυσάφι ποὺ χάρισαν στοὺς Θράκες,
ἦταν σκληρὸ καὶ μύριζε χῶμα.
135[Ed.114 (3)] 
Τῶν δ' ἀνωτάτη Τύχη
ἵλαος παρασταθεῖσα φᾶ τ' ἔβαινέ θ', ᾗ τ' ἴῃ
ἄρχεν, ἦν τ' αἴειν ἀϋτῆς τῆς πολυτλάντου λεώ·
κοὔτις ἦν τῶν ῥιψακόντων ωὑκ ἐφημμένη σερίς,
ἀλλ' ἀκόντισαν· τόσοι τ' ἄρ' ἀθρόοις ἐξάλμασι
τῆλ' ἐπέκθεον, τόσ' ἔλλαβ' Ἀΐδης ἑλώρια.
ὅν τ'[
Ἡ τύχη ἀνέτειλε στὸν οὐρανό τους
κι ὥσπου νὰ πιάσουνε δουλειὰ οἱ ἀκοντιστές μας,
εἶχε ἤδη ἀποφασίσει μεσημέρι.
Μόνο οἱ κραυγές μας πρόλαβαν ν' ἀντισταθοῦν·
χόρτασε ψοφίμι ὁ Ἄδης.
136[Ed.114 (4)] 
Τροπαῖον ἕστηκ'· εὐφρόνη δ' ἐπὶ στρατὸν
ἦλθ', οὐδὲ χείρον' ὧν ἐόλπεμεν τὰ νῦν
ἐεργμέν', ἀλλὰ
τῆσδε γῆς κρατήσατε
ὅπη μ' ἔσωσε ῥαχίης Ποσειδέων,
οὗ χωρὶς οὐκ ἄν τέμενος ἀλλ' ἀνωφελῆ
γῆν εἴχεθ' οἵας μὴ θεοὶ συνοικέται.
Τελικὰ, ἐμεῖς πανηγυρίσαμε τὴ νίκη.
Λίγο δὲν εἶναι νὰ ἔρχεσαι “μία ἡ ἄλλη” μὲ τὶς προσδοκίες σου.
Κρατήσατε τὴ γῆ ποὺ γλίστρησα στὸν Ποσειδώνα.
Χωρὶς αὐτόν, ὄχι ναός, οὔτε βραχότοπος δὲ θά 'ταν.
Τί νὰ μοιραστοῦν μαζί μας οἱ θεοί;
137[Ed.114 (5)] 
Γλαῦκ᾽, οὐ σὺ γυῖον καὶ φρένας τρέσεις ἰὼν
ἐς ὄψιν Ἀρέως· οὐ γὰρ ἦσθα τἆρ' ὅτις
σῆς γῆς ἐπιμνήσαιο ῥᾳθυμῶν μόνον,
ἢ παρὰ πότον τὰ δεινὰ τολμήσας μέθῃ
Ἄρει τραπείης νῶτον· ἀλλ' ἡγήτορα
ἀνεῖλες αἰχμῇ, καὶ μόνος μαχεύμενος
πολλῶν κρατεῖς· σόν δ' ἔσκε καὶ χόλῳ φοβεῖν.
Τὸν ἴδιο τὸν Ἄρη νὰ ἔβλεπες μπροστά σου, Γλαῦκε,
δὲ θὰ παραληροῦσες ἄτακτη φυγή.
Γιατί, ὅπως ἀποδείχτηκε, δὲν εἶσαι ἀπὸ ἐκείνους
ποὺ προστατεύουν τὴν πατρίδα τους μόνο σὲ καιρὸ εἰρήνης
κι ἀνδραγαθοῦν μόνο σὲ κατάσταση ἔκτακτης οἰνοποσίας.
Πολέμαρχο πετσόκοψες. Ὁλόκληρος στρατὸς
τρόμαξε νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὸ βρόγχο τοῦ θυμοῦ σου.
138[Ed.114 (6)] 
Πῶς δὴ τοιαῦτα βήσομ' ἀγκαλίσματα;
Οὐ σῦχ' ἕλωμαι πρότερον ἀχραδινέων;
Μὲ τί ἀγκαλιὰ θὰ μὲ ὑποδεχτεῖς;
Ἴδια θὰ βάλω τὰ σύκα μὲ τ' ἀπίδια;
139[Ed.114 (7)] 
Χίλιους γὰρ ἄνδρας εἶχες, ἥτις ἄνδρ' ἔχεις ἕνα. Σπατάλησες χίλιους ἄντρες γιὰ νὰ κερδίσεις ἕναν.
140[Ed.114 (8)] 
Γυναῖκα σ' εἷλον γαμέτιν, ἧς λεωφόρου
τύχησα, ταῖς μαίαισι δ' ἧς τέξαις γονῆς
πιστός τις ὢν πέφηνα παιδαναιρέτης.
Γάμο ξεκίνησα, μπουρδέλο ἄνοιξα μαζί σου.
Ἔγινα ἡ πιὸ διάσημη νταντὰ
στὴ συντεχνία τῶν παράνομων μαμῶν σου.
141[Ed.114 (9)] 
Ἔτεξας, ὦ Τέρεινα, τὴν ἐγὼ θορὴν
ἔν σοι γάμῳ φύτευσα παραφερνησίῳ·
Ἐγῲ φύτευα κι ἐσὺ θέριζες, μωρό μου,
σ' αὐτὸν τὸν εὔκρατο γάμο.
142[Ed.114 (10)] 
Ἥν πρόσφατον ποίησα τεταριχευμένην
τοὔμπροσθε κέρκῳ μυρίᾳ Καβαρνίδι,
ἀκήρατος συνῶρος ἑπτὰ ταῦτ' ἔτη
ἔχω μίαν γυναῖκά σ'· ἀλλ' ὡρᾳζέαι
διαφρονεῦσα, καὶ κασαλβάδας δέκα
ἀπεόντι δώμαθ' ἵκε' εἰσάγουσά μοι.
Μεταμφίευ δὲ κἄξιθι πρὸς ἑσπέραν,
καὶ κῶλ' ἀρεῦ βινεῦσιν ᾐθέοις πάλιν.
Μύριζες μπαγιάτικο ἐραστὴ καὶ σὲ ἀέρισα
ἑφτὰ ὁλόκληρα χρόνια μὲ τὴν ἀφοσίωσή μου.
Ὕστερα ζωντάνεψες· ἄρχισες νὰ ἔχεις ἄποψη.
Ἔλειψα κι ἔκανες τὸ σπίτι μπουρδέλο.
Τώρα ντύνεσαι τὸν παλιό σου ἑαυτὸ
καὶ χάνεσαι, ὅταν νυχτώνει συνουσία.
143[Ed.114 (11)] 
Πῆ βήσεαι νέορτον ἐπιγαμέειν πόσιν;
Τίθει δ' ὀχῇα βατράχῳ Σεριφίῳ·
κᾆτ' εὐπορήσεις διψέουσ', ἐὰν δ' ἄρα
βινητιήσῃς, στριφνὰ βινηθήσεαι·
Ποιός ἄντρας θὰ σὲ πάρει;
Βρὲς κανένα βάτραχο ἀπὸ τὴ Σέριφο
κι ὅταν χορτάσεις δίψα, γαμήσου·
κι ἄν δὲ χορτάσεις, ἄντε γαμήσου!
144[We. 188] 
Οὐκέθ᾽ ὁμῶς θάλλεις ἁπαλὸν χρόα·
κάρφεται γὰρ ἤδη ὄγμοις,
κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ.
Δὲν ἀνθίζεις ὅπως πρῶτα· χειμώνιασε κατάσαρκά σου.
Μὲ χαρακιὲς ξεσπᾶνε τὰ γεράματα
στὸ πρόσωπο ποὺ ἐπικρατοῦσε ἀπόλυτη ἐπιθυμία.
Τώρα, ὅλο καὶ πιὸ συχνά, συννεφιάζει ἀπουσία.
Σὲ λίγο θὰ χιονίσει· γιὰ πάντα.
145[Ed.114 (12)] 
Ἀκραιφνὶ, πῶς ἔχεις σὺ τῶν πολιτέων; Μὰ, διαθέτεις ἀκόμη κατοίκους, Ἀκραιφία;
146[Ed.114 (13)] 
Ἐπεὶ τὰ δεινὰ μηδὲν ἠγνόευν ἔτι,
σαγῶν ἀγόρασαν ἄλφιτα, ξύρησα δὲ
τμήξας ἀπ' ἴτυος ὄχμ', ἵνα στύφω δέρας
τἠμῇ γυναικὶ γηραῶν μυρμηκιῶν
μηδ' ἀμπέχω καρῖδα·
Μόλις ἐγκαταστάθηκαν στὴν ἐνδοχώρα τῆς δυστυχίας,
πούλησαν τὰ ζῶα τους γιὰ ν' ἀγοράσουν κριθάρι.
Ἐγὼ ἔβγαλα τὸ δερμάτινο χερούλι ἀπ' τὴν ἀσπίδα,
τὸ ξύρισα κι ἔσπειρα τὸν πανικὸ
στὶς γερασμένες μυρμηγκιὲς τῆς γυναίκας μου.
Δὲ σκόπευα ν' ἀγκαλιάζω καραβίδα.
147[Ed.114 (14)] 
Ἐπεὶ δὲ χειρῶν δούρατ' ἔκπαλλον, κρέων
γαύροις λόγοις ὤρινε· τῶν δ' ἐδάμνατο
ὕβρις· πέλας γὰρ στᾶσ' Ἀθηναίη Διὸς
ἀμφ' ἧμιν ὕψι νεῦσεν, Αἰολεῖς δ' ἄρα
θέσαν πρόχουν τριγχοῖσι, κοὐκ Ἰάονες.
Ἐπεὶ δ' ἔρηκτο πύργος ἀμφαδὴν σφισιν,
ὅν Κᾶρες ἦραν θέσεϊ βαρδίστῃ λίθων
ἱδρῶντες, ἡμῖν ἠπύη πάσας ἀνὰ
φυλὰς ἄορτο Λεσβίων φορμιγκτέων,
χεῖρας δὲ θέντες χερσὶν ὀρχεῦντο στρατός·
κἀπεκτύπησε Ζεὺς Ὀλυμπίων πατήρ.
Τῶν δ' οὔτις ἐς τὸ λοιπὸν ἦν ἐπήβολος
τῶν πρόσθεν εἶχ', ἀλλ' ἕστασαν πονεύμενοι
καὶ σφέας ἀποσβεῖσ' ἔφθαν' mν ἀμφράσσατο
ἕκαστος ἐλπίς οὐ πάλιν φανευμένη,
καθήμενοι δ' ἄβριγδα τήρεον φάος.
Καθὼς ξερνοῦσαν πάνω μας τὰ δόρατά τους, ὁ ἀρχηγὸς
ἐρέθιζε τὸ θράσος τους, φτύνοντας προσβολὲς καὶ κομπασμούς·
ὅμως ἡ Ἀθηνᾶ γονάτισε τὴν προστυχιά τους,
σημαίνοντας τὴν ἀντεπίθεσή μας.
Δὲν ἦταν οἱ Αἰολεῖς, λοιπόν, ποὺ ἔχτιζαν στὴν ἄμμο,
ἀλλὰ οἱ Ἴωνες. Συντρίφτηκε ὁ πύργος
ποὺ εἶχαν ἱδρώσει οἱ Κάρες πέτρα-πέτρα.
Ἐμεῖς χορέψαμε, ἄγνωστοι πολεμιστὲς πιασμένοι χέρι-χέρι,
στὸ νικηφόρο σύνθημα Λεσβίων φορμιγκτῶν.
Ὁ Δίας ἄστραψε πάνω τὴν Ὀλύμπια χαρά του,
κι ἐκείνοι ἀπέμειναν ὅ,τι δὲ θὰ κατεῖχαν πιά:
κατάκοποι, ἀπρόσμενα ἀκυρωμένοι, ἀναγκασμένοι
σὲ μιὰν ἀγρύπνια ποὺ ἀποροῦσε λίγο φῶς.
148[Ed.115] 
Καὶ βήσσας ὀρέων δυσπαιπάλους οἷος ἦν ἐπ' ἥβης. Πάλεψε σὰν ἔφηβος ἐκείνη τὴν ἀπόκρυμνη πορεία.
149[Ed.116] 
Ὄγμος, κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ. Μὲ χαρακιὲς ξεσπᾶνε τὰ γεράματα.
150[Ed.117] 
Πόλιν. Πολιτεία.
151[Ed.118] 
Πόλλ᾽ οἶδ᾽ ἀλώπηξ, ἀλλ' ἐχῖνος ἕν μέγα. Πολλὰ γνωρίζει ἡ ἀλεπού, ἕνα ὁ σκαντζόχοιρος καὶ καλό.
152[We. 196α‹/Δα. 170] 
] πάμπαν ἀποσχόμενος·
ἶσον δὲ τολμ[
εἰ δ' ὧν ἐπείγεαι καὶ σε θυμὸς ἰθύει,
ἔστιν ἐν ἡμετέρου [
ἣ νῦν μέγ' ἱμείρει γάμου [
καλὴ τέρεινα παρθένος· δοκέω δὲ μιν [
εἶδος ἄμωμον ἔχειν·
τὴν δὴ σὺ ποιήσαι φίλην.”
Τοσαῦτ' ἐφώνει· τὴν δ' ἐγὼ ἀνταμειβόμην·
“Ἀμφιμεδοῦς θύγατερ
ἐσθλῆς τε καὶ περίφρονος
γυναικός, ἣν νῦν γῆ κατ' εὐρώεσσ' ἔχει,
τέρψιές εἰσι θεῆς
πολλαὶ νέοισιν ἀνδράσιν
παρὲξ τὸ θεῖον χρῆμα· τῶν τις ἀρκέσει.
Ταῦτα δ' ἐπ' ἡσυχίης
εὖτ' ἄν μελανθῇ νὺξ
ἐγώ τε καὶ σὺ σὺν θεῷ βουλεύσομεν·
πείσομαι ὥς με κέλεαι·
πολλὸν μ' ε[
Θριγκοῦ δ' ἔνερθε καὶ πυλέων ὑποφθάνειν
μή τι μέγαιρε, φίλη·
σχήσω γὰρ ἐς ποηφόρους
κήπους. Τὸ δὴ νῦν γνῶθι· Νεοβούλην [
ἄλλος ἀνὴρ ἐχέτω·
αἰαῖ πέπειρα, δὶς τόση, [
ἄνθος δ' ἀπερρύηκε παρθένηϊον
καὶ χάρις ἣ πρὶν ἐπῆν·
κόρον γὰρ οὐκ [
]ης δὲ μέτρ' ἔφηνε μαινόλις γυνή·
] ἐς κόρακας ἄπεχε·
μὴ τοῦτ' ἐφοῖτ' ἀν [
] ὅπως ἐγὼ γυναῖκα τοιαύτην ἔχων
γείτοσι χάρμ' ἔσομαι·
πολλὸν σὲ βούλομαι πάρος·
] σὺ μὲν γὰρ οὔτ' ἄπιστος οὔτε διπλόη,
] ἡ δὲ μάλ' ὀξυτέρη,
πολλοὺς δὲ ποιεῖται φίλους [
] δέδοιχ' ὅπως μὴ τυφλὰ καλιτήμερα
σπουδῇ ἐπειγόμενος
τὼς ὥσπερ ἡ κύων τέκω.”
] τοσαῦτ' ἐφώνεον· παρθένον δ' ἐν ἄνθεσιν [
] τηλεθάεσσι λαβὼν
ἔκλινα, μαλθακῇ δὲ μιν[
χλαίνῃ καλύψας, αὐχέν' ἀγκάλῃς ἔχων, [
δείματι παλλομένην [
τῶς ὥστε νέβριον φυγῆς [
] μαζῶν τε χερσὶν ἠπίως ἐφηψάμην
] ἧιπερ ἔφηνε νέον
ἥβης ἐπήλυσις χρόᾳ·
] ἅπαν τε σῶμα καλὸν ἀμφαφώμενος
] λευκὸν ἀφῆκα μένος
ξανθῆς ἐπιψαύων τριχός.
Φύγε καλύτερα. Ἡ ἐλευθερία τολμάει μόνο ὅσα τολμᾶς”
μοῦ ἔλεγε. “Ὅμως ἄν ἡ καρδιά σου ἐπείγεται μιὰν εὔκολη νίκη,
κάποια σφαδάζει γάμο: εὐάλωτη παρθένα, ἐκτεθειμένη
σὲ τέλεια ἐμφάνιση· συνθηκολόγησέ την.
Κι ἐγὼ τῆς ἀπαντοῦσα: “Κόρη τῆς Ἀμφιμέδουσας
(Τὶ γυναίκα κι αὐτή·
χάρες ποὺ βλέπει ἡ γῆ κατάτυφλά της!)
στὸ δρόμο γιὰ τὸν ἔρωτα, δὲν εἶναι λίγες οἱ ἀπολαύσεις.
Ὅλο καὶ κάποιος θ' ἀρκεστεῖ στὸ παραλίγο.
Ἡ νύχτα ἔρχεται βαθιά της μὲ σκοτεινὲς ἀποφάσεις.
Ἔχουμε καιρὸ: ἐσύ, ἐγὼ κι ἕνας θεὸς συμφωνημένος.
Ἔστω, θὰ κάνω ὅ,τι μοῦ πεῖς. Τόσο σὲ θέλω.
Ἄσε τὴ στέγη νὰ ἐπινοεῖ ξαφνικὲς φυγὲς
καὶ τὴν πόρτα νὰ λαχανιάζει ἀργοπορημένα χτυπήματα.
Πάντα ὑπάρχει κάποιος κάμπος ἀνθισμένος.
Κατάλαβέ με, μωρό μου.
Ὅσο γιὰ τὴ Νεοβούλη, ἀνήκει στὴν παρακμή της.
Μάδησε ἡ παρθενιά της, μαράθηκε ἡ γλύκα της.
Ἀκόρεστο θηλυκό: φύτρωσε ἀπότομα
καὶ δὲ χόρταινε ν' ἀνθίζει.
Παράτα την!
Δὲν πρόκειται
νὰ παντρευτῶ τ' ἀνέκδοτα τῶν φίλων μου.
Ἐσένα θέλω: γυναίκα λεία στὸν τρόπο της.
Ἡ ἄλλη μπορεῖ νὰ κατεργάζεται ἀφοσίωση
στὰ πλήθη τῶν χειριστῶν της.
Ἔλα λοιπόν, πρὶν καταντήσει τὸ πάθος μου τυφλὴ ἀποβολή.”
Τὴν ὥρα ποὺ ὁ μανδύας μου τὴ βύθιζε σὲ κεῖνο
τὸ πανδαιμόνιο τῶν ἀνθισμένων λουλουδιῶν,
ὁ τρυφερὸς λαιμός της σπαρταροῦσε σὰν τρομαγμένο ἐλάφι
στὴν ἐπικίνδυνη ἀγκαλιά μου. Ἄγγιξα τὰ στήθη της.
Λίγο πιὸ κάτω, θρόιζε μιὰ ἥβη ἀνεξερεύνητη.
Προχώρησα μὲ χάδια μουδιασμένα καὶ ξαφνικά,
ξέσπασα ὁλόλευκος σὲ ξέφωτο ξανθό.
153[We. 166] 
] ἱμερτὴ Πάρος [ Πάρος λατρεμένη.
154[We. 152] 
] γυναῖκα βινέων [ Γυναίκα ξεσκίζων.


[Επόμενο] [Προηγούμενο] [Περιεχόμενα] [Σημειώσεις]


Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Ιούνιος 2001