[Επόμενο] [Προηγούμενο] [Περιεχόμενα] [Σημειώσεις]

ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΘΡΥΨΑΛΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ, ΣΧΟΛΙΑ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ


 

ΙΑΜΒΟΙ

20 [Ed.20]
Δεν κλαίω τούς Μαγνησίους·
οι Θάσιοι να δεις τι έχουν να πάθουν.
21 [Ed.21]
Ύστερα φάνηκε μπροστά μας το νησί:
ασάλευτο σαν ράχη γαϊδουριού
με κωνοφόρο τρίχωμα.
22 [Ed.21Α]
Τόπος κι αυτός. Πού είναι
εκείνες οι εύφορες, εκείνες οι γλυκιές,
οι λατρεμένες όχθες του Σίρη;
23 [Ed.22]
Στιχουργημένες ταλαιπωρίες ή ελεύθερες απολαύσεις;
το ίδιο μου κάνει.
24 [Ed.23]
Τα κύματα δέχτηκαν πρόθυμα τον ψυχικό μας πλούτο.
25 [Ed.24]
Στο τέλος θα με πουν και μισθοφόρο.
26 [Ed.25]
Αδιαφορώ για την αμύθητη περιουσία του Γύγη.
Δεν έχω, ούτε είχα ποτέ ιδιαίτερες επιδιώξεις.
Δε δυσανασχετώ με τα έργα των θεών.
Δε θέλω εξουσία.
Προτιμώ να βλέπω.
27 [Ed.26]
Ο ισχυρότερος τσοπάνης της Ασίας.
28 [Ed.27]
Άρχοντα Απόλλωνα, εξόντωσε τούς ένοχους
με τα ονόματά τους. Ξέρεις εσύ.
29 [Ed.28]
Μοναδική στο είδος της η μεγάλη κόρη του Λυκάμβη.
30 [Ed.29]
Κρατούσε ένα τρυφερό κλαδί μυρτιάς
κι ένα ωραίο τριαντάφυλλο.
Τής άρεσε: χαμογελούσε. τα μαλλιά της
έσταζαν νύχτα πίσω της.
31 [Ed.30]
Μοσχοβολούσαν τα μαλλιά της και τα στήθη.
Μέχρι και γέρο μεταμόρφωναν σε ανυπόμονο εραστή.
32 [Ed.31]
...κι εσύ πολύ γριά για αρώματα, κυρά μου.
33 [Ed.32]
Ήρθε στο κέφι και κατέβαζε την μπίρα
μονοκοπανιά σαν Θράκας.
στο τέλος, ξεχύλισε σαν Φρύγας
κι έπεσε ξερή σαν θηλυκό.
34 [Ed.33]
Μιά ανυπόφορη ευφράδεια περιφερόταν στο σπίτι.
35 [Ed.34]
Κατέφυγαν στον τοίχο: διέθετε σκιά.
36 [Ed.35]
Έσκυψαν το κεφάλι και ξέρασαν το θράσος τους.
37 [Ed.36]
Καθένας τις προσδοκίες του καρδιοχτυπάει.
38 [Ed.37]
Η χαίτη του: δέρμα καλοξυρισμένο μέχρι τούς ώμους.
39 [Ed.39]
Έχουμε στο κτήμα ένα βόδι ωραίο και δυνατό.
Ξέρει καλά τη δουλειά του· δεν την εκτιμά.
40 [Ed.40]
Τέτοιος φράχτης έτρεχε γύρω στην αυλή μας.
41 [Ed.41]
Δωρεάν εξυπηρέτηση; και βέβαια όχι.
42 [Ed.42]
Ξέρω μίαν άλλη θεραπεία γι' αυτό το πρήξιμο.
43 [Ed.43]
Μεταίωροι ανάμεσα στο κύμα και στον άνεμο.
44 [Ed.44]
Λυπήσου με· σου προσκομίζω το συνέταιρο έρωτά μου.
45 [Ed.45]
Καμακιστής καλός, κυβερνήτης σοφός.
46 [Ed.46]
Κλέφτη, της πόλης αγρίμι, της νύχτας διακορευτή.
47 [Ed.47]
Σπάσανε τα νεύρα της ψωλής μου.
48 [Ed.48]
Αιμοβόρο παραστράτημα του Άρη.
49 [Ed.48Α]
Η ανεργία ταιριάζει απόλυτα στους γέρους,
ιδίως όταν είναι λιτοδίαιτοι.
Αν πάσχουν κι από άνοια,
τόσο το καλύτερο γι' αυτούς.
θα διεκδικούν παλαβομάρες,
πράγμα που ταιριάζει απόλυτα στους γέρους.
50 [We. 60]
Χαρά σ' εκείνον που έχει
τέτοια παιδιά!
51 [Δα. 24]
         Κι εγώ της αντιγύρισα:
Μη σε φοβίζει η γλώσσα των ανθρώπων.
Η υπόληψη είναι λέξη νυχτερινή.
Σκέψου για μένα κάτι φωτεινότερο.
Τέλειωσα μήπως, δείλιασα ποτέ ή ακούγομαι άλλος;
Διατηρώ ακόμη τη δύναμη ν' αναγνωρίζω
μίαν αγάπη στην αγάπη κι ένα μυρμήγκι στο μίσος.
θα φροντίσω σχετικά.
Εξ' άλλου, αυτή η επιστροφή σου παραήταν αιχμηρή
για μία πόλη που δε γνώρισε ποτέ κατακτητές.
Επέβαλες ομόφωνα την τυραννία των μιμητών σου·
κυβέρνα τώρα την ακατάσχετη ρητορική των επιθυμιών τους.
52 [Δα. 26, 26Α, 26Β]
δε μοιραζόμαστε όλοι το ίδιο ανθρώπινο·
καθένας τις προσδοκίες του καρδιοχτυπάει:
ψωλή ο Μελήσανδρος, παπάρια ο Φαλάγγιος ο βουκόλος.
Εδώ δε χρειάζεται μάντης. Φτάνω εγώ. Ο Δίας,
των Ολυμπίων πατέρας, αξιώθηκε έναν άντρα
ενάρετο ανάμεσα στους άντρες, γεγονός
που δεν ενοχλεί ούτε καν τον Ευρύμαντα.
Καθένας τις προσδοκίες του καρδιοχτυπάει:
κάτι φυτρώνει ανάμεσα στα σκέλια.
53 [Δα. 43]
Κουρούνα που φτερουγίζει οργασμό.
54 [Δα. 25]
Πέρασες, βέβαια, θάλασσα μεγάλη με μικρό
καράβι για να φτάσεις ως εδώ, από τη Γόρτυνα.
Τιμή σου και καμάρι μου.
το εμπόρευμα να 'ναι καλά.
Τελικά υπάρχει τρόπος.
θα πρέπει να προσθέσω πως αν το κύμα
παρακρατούσε την αξία της λαμπρής νεότητάς σου
- και λογχοφόροι να ήταν, το ίδιο κάνει -
δε θα μπορούσα εύκολα να σε αντικαταστήσω.
Αλλά ο θεός διέσωσε το ισοζύγιό σου.
Όσο σκοτάδι δάνεισα στην αναμονή,
τόσο φως μου μέτρησε η άφιξή σου.
55 [Ed.50]
Συμμεριστείτε με πολίτες της απόγνωσης.
56 [Ed.51]
Ξέχνα την Πάρο και τα σύκα της
και την αρμύρα που λένε ζωή.
57 [Ed.52]
Μιά Ελλάδα αθλιότητα μαζεύτηκε στη Θάσο.
58 [Ed.53]
Ούτε του Τάνταλου η πέτρα να μην ανατείλει
πάνω απ' αυτό το νησί.
59 [Ed.54]
Κοίτα, Γλαύκε· ξαφνικά,
η θάλασσα έχασε τη βαθιά της ψυχραιμία.
Ξεστομίζει άγρια κύματα κι εκείνο το σύννεφο,
πάνω από τις Γυρεές, απειλεί χειμώνα.
Απελπιστικός επισκέπτης το απροσδόκητο.
60 [Ed.55]
Σχετικά με την ενθάρρυνση των νέων:
κάπου ανάμεσα στους θεούς βρίσκεται η νίκη.
61 [Ed.56]
Άφησε τούς θεούς να κάνουν τη δουλειά τους.
Κάποιοι θα πέσουμε και πάνω που θ' αρχίσουμε
να συνηθίζουμε χώμα, θα μας σηκώσουν.
Άλλοι θα προσέξουμε που πατάμε
και θα βρεθούμε να παλεύουμε
για λίγη σκόνη με την πείνα και την τρέλα.
62 [Ed.57]
Τού Γλαύκου τα χτενίσματα τραγούδα.
63 [Ed.58]
Είναι τεράστιος. Στέκεται με τα πόδια ανοιχτά,
όλο προσποίηση, μπούκλες και περίεργα ξυρίσματα.
Πολεμιστής να σου πετύχει!
για μένα ο άντρας πρέπει να είναι συμπαγής:
να ξέρει που πατάει, να ξέρει τι αγαπάει.
Κι ας είναι κοντός, ας είναι τα πόδια του στραβά· έχει έρμα.
64 [Ed.59]
Πέσαμε πάνω τους και τούς λιανίσαμε:
χίλιοι άντρες ολομόναχοι
ενάντια σε επτά ολόκληρα κουφάρια.
65 [Ed.60]
Τί θέλει πάλι η δυστυχία και μάζεψε τόσο στρατό, Ερξίη;
66 [Ed.61]
Τούς περισσότερους, ελπίζω,
θα τούς φουρνίσει στο καμίνι του ο ήλιος του καλοκαιριού.
67 [Ed.62]
δεν πάει στο διάβολο· για όλους ίδιος είναι ο Άρης.
68 [Ed.63]
Κανείς δεν κέρδισε από το θάνατό του.
δεν έγινε ούτε πιο γνωστός, ούτε πιο σεβαστός στους άλλους.
Κατά πάσα πιθανότητα, η εκτίμηση των ζωντανών
σχετίζεται με τη ζωή.
Όταν πεθάνεις, το κακό είναι πως λείπεις· για πάντα.
69 [Ed.64]
δεν είναι καλό να εξαπατάς τούς νεκρούς.
70 [Ed.65]
Ένα πράγμα ξέρω καλά: να επιστρέφω ανοιχτές
τις πληγές που μου ανοίγουν.
71 [Ed.66]
Καρδιά μου, αμήχανη καρδιά, πώς μπερδεύτηκες έτσι;
Περίπλοκη υπόθεση η δυστυχία. Συγκροτήσου.
Αποφάσισε την αιχμή σου, ισχυρίσου την ορμή σου,
τρέξε την ετοιμότητά σου, στάσου την αντοχή σου.
Όταν νικάς, μην ανοίγεσαι πολύ στην ικανοποίηση.
Όταν νικιέσαι, μην κλείνεσαι τελείως στην απελπισία.
Συγκρατημένα. Συγκροτημένα.
Δυό τρεις κινήσεις είναι η ζωή. Μάθε τις επιτέλους.
72 [Ed.67]
σε αυτοαπαγχόνισαν οι φίλοι.
73 [Ed.68]
Δίψασα τη μάχη σου.
74 [Ed.69]
Λαοφιλής νομοθετεί, Λαοφιλής εκτελεί.
Λαοφιλής δικάζει, ό,τι πει ο Λαοφιλής.
75 [Ed.70]
Οι διαθέσεις των ανθρώπων, Γλαύκε, γιε του Λεπτίνη,
πηγαίνουν όπου τις πηγαίνει ο Δίας.
Όσο για τις σκέψεις τους εξαρτάται τί θα συναντήσουν στο δρόμο.
76 [Ed.71]
να μπορούσα να θίξω το χέρι της Νεοβούλης.
77 [Ed.72]
Έρχομαι· σάρκα εμπόλεμη:
κοιλιά καταπάνω σε κοιλιά,
μπούτια σε μπούτια ενάντια.
78 [Ed.73]
Έχασα τον έλεγχο· όμως αν δεν κάνω λάθος,
δε γλίστρησα μόνος σ' αυτή την εκτροπή.
79 [Ed.74]
Τί ν' αποκλείσεις, τί να δεχτείς, σε τί να ορκιστείς,
αφού ο Δίας ισχυρίστηκε σκοτάδι, μέρα μεσημέρι;
Φοβήθηκαν οι άνθρωποι, μπερδεύτηκαν.
δεν μπορείς να βγάζεις νύχτα από έναν ήλιο που μεσουρανεί.
Μη σάς φανεί παράξενο, λοιπόν, αν δείτε
δελφίνια να γυρίζουν στα βουνά
κι αγρίμια να βοσκάνε τρικυμία.
80 [Δα. 90]
Τόσοι θάνατοι· κι ακόμη ελπίζω, ελπίζω
πως ο στρατός θα ξεφωνίσει την αθλιότητά του.
Κοιμήσου εσύ σαν Αρκαδικό γαϊδούρι.
για την πόλη έχουν φροντίσει όσοι την έθρεψαν με άντρες.
Κοίτα να βρεις μίαν αγκαλιά.
Άφησε τον όχλο να συνωστίζεται.
σου έρχεται: έρωτας εραστής της Αφροδίτης.
81 [Ed.75]
Άρχοντα Ήφαιστε, βοήθησέ με τον αβοήθητο,
συμπάθησέ με τον ταπεινό, δώσε μου τα...συνηθισμένα.
82 [Ed.76]
Λεσβιακό εμβατήριο βαράω με τον αυλό.
83 [Ed.77]
Όταν ξεσπάει μέσα μου η μπόρα του κρασιού,
ξέρω να εισβάλλω πρώτος στο χορό του κύριου Διονύσου.
84 [Ed.78]
Ήπιες ατέλειωτες ποσότητες και μάλιστα σκέτο.
στο τέλος μέθυσες.
δε ρώτησες για το λογαριασμό,
ούτε αν σε κάλεσε κανείς.
Απλά, ήρθες και κόλλησες,
παρέα με το αίσχος του μυαλού και της κοιλιάς σου.
85 [We.124α]
Μυκονιάτικη κατάντια.
86 [We. 96]
Γλαύκε, τί έπαθες;
Ποιός θεός έτρεψε τη σκέψη σου σε μνήμη;
Πώς τόλμησες τόσα αιχμηρά
γι' αυτή τη γη, μπροστά μου;
87 [We. 94]
τη μέρα εκείνη, η Αθηνά, παιδί του κεραυνοβόλου Δία,
άλλους λυπήθηκε στη μάχη, άλλους βοήθησε,
άλλοι μοιράστηκαν τη γη.
Άσπλαχνες οι βουλές των Ολυμπίων.
88 [We. 113]
Αρχηγός με τόση πείρα και χυμάς
στα τυφλά; Πολύ κουνιέσαι, πουλί μου.
Πάθε τώρα και μάθε.
89 [Δα. 60]
Σ' αυτή την ώρα ανήκουμε όλοι και καθένας.

Μιά επικράτεια φωτιάς η σοδειά των καραβιών
κι αγκάθι κατάκαρδο η θέα των εχθρών.
Σβήνει ο καρπός του ζωντανού κάτω απ' τον ήλιο
κι όμως θάρρος δε λείπει απ' αυτούς που αδημονούν
τον αιμοβόρο κορεσμό τους καταπάνω στους Ναξίους.
Τί θα κερδίσουν; Ένα τραύμα για πατρίδα,
εκεί που θα 'πρεπε να σφύζουν γη σαν άντρες;
αν μπορούσαν οι λαοί να μοιραστούν την ίδια συγκατάβαση,
δε θα έσερναν καθένας την ανάπηρη γενιά του,
δε θα κούτσαιναν καθένας την πληγή του.
Πώς να μην πνίγεται η ψυχή μου ασφυκτικά βαθιά της;
Οι νεκροί είναι πάντα νεκροί.
δεν έχει νόημα όλο αυτό το μακελειό.

Εσείς στη Θάσο και στην Τορώνη
κι οι άλλοι, μόνιμοι κάτοικοι των καραβιών σας,
από την Πάρο ή όχι, εχθροί και φίλοι, ακούστε με:
θάρρος άδικα σπαταλημένο τρέφει τη φωτιά που μας πολιορκεί
κι η ρημαγμένη γη δουλειά φονιάδων είναι.

Ερξία, πήγαινε γρήγορα και πες τους να ελιχθούν διέξοδο.
δε χρειάζεται να περιμένουν την κατάλληλη στιγμή.
Τίποτε καταλληλότερο από τη ζωή,
για όλους και καθέναν.
90 [Δα. 71]
Καράβια γρήγορα σε θάλασσα βαθιά συγκλονισμένη.
τα πανιά μαζεμένα, τα κατάρτια βγαλμένα.
Πάρε από δίπλα τον καιρό.
Σώσε τους, να σε θυμούνται.
Διώξε το φόβο, μην τον αφήσεις να εμπλακεί.
Βουνό το κύμα απάτητο, όμως εσύ
έχεις φροντίσει για το δρόμο.
91 [Ed.79, 80, 81, 82]
Λοιπόν, Χαρίλαε Ερασμονίδη, επειδή είσαι καλός φίλος,
θα σου λέω κουταμάρες κι εσύ θα γελάς.
να συναναστρέφεσαι φονιάδες, αλλά να μην ανοίγεις κουβέντες μαζί τους.
Ορισμένοι πολίτες προτιμούν τα μετόπισθεν, οι περισσότεροι όμως...
θα υψώσω τα χέρια προς τη γη, θα προσευχηθώ χώμα.
92 [Ed.83]
Έπιναν από το πρωί, μέχρι αργά την ώρα της κρεπάλης.
 
 


[Επόμενο] [Προηγούμενο] [Περιεχόμενα] [Σημειώσεις]


Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Ιούνιος 2001